Νοεμβρίου 22, 2012 από seisaxthiablog
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Του Θέμη Δελβιζόπουλου
Η ΚΡΙΣΗ
Δεν πέρασαν καλά – καλά τέσσερα χρόνια από την μεγαλύτερη κρίση που σάρωσε την παγκόσμια οικονομία. Την μεγαλύτερη και περισσότερο καταστροφική κρίση που γνώρισε μεταπολεμικά ο παγκόσμιος καπιταλισμός, – η οποία μόνο με την κρίση του 29/30 μπορεί να συγκριθεί – και τώρα ξεδιπλώνεται μπροστά μας με μεγαλύτερη ένταση και με ανοιχτά όλα τα άλυτα προβλήματα που κρύβονταν για δεκαετίες πίσω από την πιστωτική επέκταση και τα χρέη, Δημόσια, εταιρικά και οικογενειακά που συσσώρευσε. Η κρίση που εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση των ακινήτων στις ΗΠΑ και επεκτάθηκε σαν πυρκαγιά στην παγκόσμια οικονομία δεν ξεπεράστηκε. Αντίθετα η ύφεση δείχνει να παίρνει πια καταστροφικές διαστάσεις. Ο κύκλος αυτός φαίνεται να είναι ο πιο βαθύς και πιο μακροχρόνιος όλης της μεταπολεμικής περιόδου.
Βασική αιτία της σημερινής κρίσης είναι (όπως σημείωνα στο άρθρο σκέψεις για την κρίση) η για πολλές δεκαετίες τώρα συνεχώς φθίνουσα κερδοφορία του κεφαλαίου – από κύκλο σε κύκλο – όλου του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό – αν και όχι μόνο – στην συνεχώς όλο ένα και περισσότερο αυξανόμενη υπερπαραγωγή της παγκόσμιας βιομηχανίας και σαν αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Από το ξεκίνημα του μακρού κύματος ύφεσης που σηματοδοτείται με την κρίση του 73, οι παγκόσμιες οικονομικές αρχές στην προσπάθεια ανακοπής της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους με τις κλασικές πολιτικές της εντατικοποίησης της εργασίας και την μείωση του εργατικού κόστους προσέκρουσαν σε μια εντεινόμενη μείωση της κατανάλωσης η οποία επιδείνωνε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της υπερπαραγωγής. Έτσι, έχοντας συνεχώς μπροστά στα μάτια τους το φάντασμα της κρίσης της δεκαετίας του 30, στην προσπάθεια τους να αποτρέψουν ξανά μια τέτοιας μορφής κρίση, κατέφευγαν σε ένα όλο και μεγαλύτερο δανεισμό δημόσιο και ιδιωτικό επιδοτώντας τη ζήτηση και με αυτό τον τρόπο την παραγωγή. Αυτό κράτησε για πάνω από 25 χρόνια, σκεπάζοντας όπως το χαλί τα σκουπίδια, έτσι ώστε να μην βλέπουμε, την από κύκλο σε κύκλο πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Έτσι, επιδοτώντας την κατανάλωση, μέσω του χρέους, με εύκολο και φθηνό χρήμα, οι καπιταλιστικές κρίσεις σχεδόν σταμάτησαν να λειτουργούν εξορθολογιστικά στην αναδιάταξη των παραγωγικών δυνάμεων, καταστρέφοντας δηλαδή εκείνες που είχαν υψηλό κόστος και χαμηλή παραγωγική δυνατότητα. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσαν να καλύψουν πρόσκαιρα την μεγαλύτερη αδυναμία που αρχίζει να παρουσιάζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 70. Αυτής της αποσύνθεσης και φθίνουσας καπιταλιστικής συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η προσφορά του φτηνού χρήματος έδινε την δυνατότητα
● στο δημόσιο να δανείζεται ώστε να μπορεί μέσο της αύξησης του χρέους να καλύπτει τα ελλείμματα, τα οποία όλη αυτή την περίοδο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υποβοήθηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου μέσω της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων των δημοσίων υπηρεσιών και των ημερομισθίων.
● στις εταιρίες οι οποίες μη έχοντας ενδιαφέρον σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, από την έλλειψη κερδοφορίας, δημιούργησαν μια τρομακτική αύξηση των χρηματιστηριακών αξιών και των περιουσιακών τους στοιχείων μέσω της μόχλευσης, αγοράζοντας τίτλους και ομόλογα.
● Ιδιαίτερα όμως, έδινε την δυνατότητα στα νοικοκυριά, τα οποία στηριγμένα στην αύξηση του πλουτισμού τους από την αύξηση των περιουσιακών τους στοιχείων να επιδοθούν σε μια φρενήρη καταναλωτική μανία που δεν είχε γνωρίσει η ιστορία ποτέ μέχρι σήμερα.
Πάνω σε αυτή την τεράστια φούσκα χρέους που στήθηκε για την σωτηρία του συστήματος ξέσπασε η μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε μεταπολεμικά ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Η τωρινή εκδήλωση της κρίσης όμως συνδυάζει την αδυναμία συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου μαζί με την πλήρη αποσύνθεση του χρηματοπιστωτικού τομέα και αυτό την κάνει ακόμα πιο καταστροφική. Κανένας πια, από όλους τους μέντορες της σχολής του Σικάγου αλλά και πολλούς μαρξίζωντες και «μαρξιστές» δεν μπορεί πια να ισχυριστεί ότι η κρίση αφορά μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα και όχι την πραγματική οικονομία. Όπως όλα δείχνουν τα θαύματα πια μας τελείωσαν και η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να έμεινε από καύσιμα.
Η ΦΟΥΣΚΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Όταν ξέσπασε η κρίση, με την κατάρρευση των ακινήτων στης ΗΠΑ, παρέσυρε στο διάβα της την κατάρρευση όλων σχεδόν των χρηματιστηριακών αξιών και των περιουσιακών στοιχείων, σε όλο τον κόσμο, με την διάχυση που είχε πραγματοποιηθεί παγκόσμια. Η τεράστια επιχείρηση διάσωσης που στήθηκε για την στήριξη των τραπεζών και γενικότερα του συνόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα, αντανακλούσε περισσότερο ένα διπλό ψυχολογικό φόβο στο σύνολο των πολιτικών ηγεσιών του ανεπτυγμένου καπιταλισμού παρά την πραγματικότητα. Από τη μία ο τρόμος που τους προξενούσε η ιδέα της κατάρρευσης των τραπεζών, παρόμοια με εκείνη της δεκαετίας του 30 και τις κοινωνικές αναταραχές που αυτή προκάλεσε, τους έσπρωξε να ενισχύσουν τις τράπεζες με μια ροή απίστευτου χρήματος, εις βάρος των ελλειμμάτων διογκώνοντας τα χρέη. Και από την άλλη πίστευαν ότι αυτή η ενέργεια θα ήταν από μόνη της ικανή να ξαναβάλει την οικονομία σε κίνηση με το παλιό καλό τρόπο της δημιουργίας της φούσκας. Πίστευαν – και πιστεύουν ακόμα – ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να τραβήξει όλη την οικονομία σε ανάκαμψη.
Τα αποτελέσματα που έφεραν οι ενέργειες τους, τους απογοήτευσαν σκληρά. Οι ελπίδες τους κατάρρευσαν μαζί με την κατάρρευση των ακινήτων και των αξιών. Η απότομη πτώση του πλούτου των νοικοκυριών και η πτώση της αξίας των μετοχών των εταιριών, τους οδήγησαν μακριά από τις πόρτες των τραπεζών, την ίδια στιγμή που οι τράπεζες αποτιμώντας το μέγεθος των τεράστιων επισφαλειών που δημιούργησαν με την οικονομία της φούσκας έκλειναν της στρόφιγγες της ροής χρήματος δημιουργώντας ασφυξία ρευστότητας. Αυτή η κατάσταση επιτάχυνε την κρίση στην κατανάλωση, την αγορά εργασίας, και τα κέρδη. Το σημαντικότερο όμως που παρατηρείται δεν είναι ο περιορισμός της πίστωσης αλλά κυρίως η έλλειψη θέλησης και δυνατότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να την ζητήσουν. Οι εταιρίες, χωρίς επενδύσεις, χωρίς προσλήψεις και πάνω απ’ όλα χωρίς κέρδη, όλη την προηγούμενη περίοδο, πως ήταν δυνατόν να το κάνουν τώρα που είχαν να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση της ζήτησης και των κερδών. Όσο για τα νοικοκυριά, με καταβαραθρωμένες τις αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων, με βουνά από χρέη και μια αγορά εργασίας που βουλιάζει συνεχώς, το πρώτο που θα περίμενε κανείς να κάνουν ήταν όχι να δανειστούν αλλά να κόψουν δραστικά το σύνολο των εξόδων τους. Αυτή η αληλλοτροφοδοτούμενη κατιούσα πορεία στη ζήτηση και στις επενδύσεις, χαρακτηρίζει όλη αυτή την τετράχρονη περίοδο, οδηγώντας σε όλο και σε πιο βαθειά ύφεση την παγκόσμια οικονομία. Αυτός ο κύκλος αποδεικνύεται ο πιο επικίνδυνος και πιο καταστροφικός όλης της μεταπολεμικής περιόδου.
ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Με το πέρασμα του πρώτου σοκ, την αποφυγή της κατάρρευσης μετά τις ενέσεις σωτηρίας προς τις τράπεζες με ένα πακτωλό χρήματος, άρχισε σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται το πρόβλημα σ’ όλο του το μέγεθος. Η κρίση έγινε πια εμφανής ότι δεν ακουμπά μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και την καρδιά της παραγωγής, τον βιομηχανικό τομέα. Η απότομη μείωση της ζήτησης, η απόσυρση εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών – πρώτα στην Αμερική και στην συνέχεια σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο – από την κατανάλωση, έκανε φανερό το μέγεθος του προβλήματος της υπερπαραγωγής ομοειδών προϊόντων σε όλο τον κόσμο. Η κατάρρευση της φούσκας του τεχνητού πλούτου παρέσυρε μαζί της και την επιθυμία για κατανάλωση που αυτή γεννούσε. Έτσι έγινε φανερό και στους πιο ακραιφνείς οπαδούς του μονεταρισμού ότι η κρίση δεν αφορούσε πια μόνο τον χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά την ίδια την πραγματική οικονομία. Η ύφεση που δημιουργήθηκε χτύπησε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό οδηγώντας τον σε ένα αφανή, αλλά οξύτατο εμπορικό πόλεμο με αιχμή του δόρατος την ισοτιμία των νομισμάτων. Αυτό που γέννησε το κραχ του 08 με την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ξετυλίγεται μπροστά μας σήμερα. Ένας ανελέητος εμπορικός πόλεμος για την διατήρηση η την κατάκτηση από τους αντιπάλους νέων μεριδίων στην παγκόσμια αγορά ξεκίνησε, χωρίζοντας σε τρία μεγάλα στρατόπεδα και περισσότερα μικρότερα την παγκόσμια παραγωγή. Όπλο τους σε αυτό τον πόλεμο –για την ώρα– είναι το χρήμα. Η κρίση χρέους που σήμερα μαίνεται και συμπαρασύρει την παγκόσμια οικονομία -και μαζί της λαούς ολόκληρους στον όλεθρο και την εξαθλίωση- είναι αποτέλεσμα αυτού του πολέμου.
Με το πέρασμα του πρώτου σοκ, την αποφυγή της κατάρρευσης μετά τις ενέσεις σωτηρίας προς τις τράπεζες με ένα πακτωλό χρήματος, άρχισε σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται το πρόβλημα σ’ όλο του το μέγεθος. Η κρίση έγινε πια εμφανής ότι δεν ακουμπά μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και την καρδιά της παραγωγής, τον βιομηχανικό τομέα. Η απότομη μείωση της ζήτησης, η απόσυρση εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών – πρώτα στην Αμερική και στην συνέχεια σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο – από την κατανάλωση, έκανε φανερό το μέγεθος του προβλήματος της υπερπαραγωγής ομοειδών προϊόντων σε όλο τον κόσμο. Η κατάρρευση της φούσκας του τεχνητού πλούτου παρέσυρε μαζί της και την επιθυμία για κατανάλωση που αυτή γεννούσε. Έτσι έγινε φανερό και στους πιο ακραιφνείς οπαδούς του μονεταρισμού ότι η κρίση δεν αφορούσε πια μόνο τον χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά την ίδια την πραγματική οικονομία. Η ύφεση που δημιουργήθηκε χτύπησε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό οδηγώντας τον σε ένα αφανή, αλλά οξύτατο εμπορικό πόλεμο με αιχμή του δόρατος την ισοτιμία των νομισμάτων. Αυτό που γέννησε το κραχ του 08 με την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ξετυλίγεται μπροστά μας σήμερα. Ένας ανελέητος εμπορικός πόλεμος για την διατήρηση η την κατάκτηση από τους αντιπάλους νέων μεριδίων στην παγκόσμια αγορά ξεκίνησε, χωρίζοντας σε τρία μεγάλα στρατόπεδα και περισσότερα μικρότερα την παγκόσμια παραγωγή. Όπλο τους σε αυτό τον πόλεμο –για την ώρα– είναι το χρήμα. Η κρίση χρέους που σήμερα μαίνεται και συμπαρασύρει την παγκόσμια οικονομία -και μαζί της λαούς ολόκληρους στον όλεθρο και την εξαθλίωση- είναι αποτέλεσμα αυτού του πολέμου.
Η ΑΜΕΡΙΚΗ
Αντιδρώντας μετά το πρώτο σοκ η Αμερικάνικη πολιτική ηγεσία και για να σταματήσει την πτώση της κατανάλωσης, την αύξηση της ανεργίας, την απότομη πτώση της παραγωγής, την τρομαχτική αύξηση της φτώχιας, έκανε μια απότομη στροφή στην μέχρι τότε οικονομική πολιτική, σταματώντας την επιδότηση της παγκόσμιας οικονομίας με την πολιτική του ακριβού νομίσματος. Στην αρχή, πίστεψε ότι η άσκηση πίεσης με πολιτικούς όρους στους βασικούς αντιπάλους της, ιδιαίτερα της ανατολής, για ανατίμηση των νομισμάτων τους θα είχε αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια ήταν αδύνατον να γίνει, γιατί ακριβώς πάνω σ’ αυτή την πολιτική στηρίχτηκε όλη την προηγούμενη περίοδο το άρμα της παγκόσμιας επέκτασης και ιδιαίτερα του Κινέζικου θαύματος. Η επείγουσα κατάσταση δεν έδινε και μεγάλα περιθώρια ελιγμών στην Αμερικάνικη πολιτική ηγεσία για πολιτικές συμφωνίες και μια σειρά μέτρα πάρθηκαν επειγόντως. Μερικά από αυτά τον πρώτο χρόνο κιόλας ήταν, αύξηση κατά 600 περίπου δις δολάρια των δημοσίων επενδύσεων και κατά 450 περίπου δις της επιδότησης εργασίας προσπαθώντας να βάλει φρένο στην αύξηση της ανεργίας και να δώσει ώθηση στην εσωτερική παραγωγή. Ταυτόχρονα, πέρασε με νόμο τη δυνατότητα αύξησης του δημόσιου χρέους από 11 σε 13 τρις δολάρια και μηδένισε, πάλι με νόμο, για δύο χρόνια τα επιτόκια χορηγήσεων από την κεντρική τράπεζα, ελπίζοντας να δώσει ώθηση σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και αλλαγή του παλιού κεφαλαιακού εξοπλισμού με νέο υψηλής τεχνολογίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν το τύπωμα και η κυκλοφορία 3 τρις φρέσκου χρήματος καθιστώντας έτσι το δολάριο ένα από τα φθηνότερα νομίσματα. Όλα αυτά μείωσαν την δυνατότητα ιδιαίτερα των χωρών της ανατολικής Ασίας να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικοί και να τροφοδοτούν την αμερικάνικη κατανάλωση μέσω της αγοράς τίτλων, αξιών και περιουσιακών στοιχείων ωθώντας την οικονομία σε ένα σπιράλ εύκολου πλουτισμού.
Αυτό ήταν και ο πυροκροτητής της έναρξης του εμπορικού πολέμου. Οι αντιδράσεις στην ασφυκτική πίεση που ασκεί η Αμερικάνικη εσωστρέφεια και ο ανταγωνισμός, ποικίλουν ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής και την οικονομική πολιτική των ανταγωνιστών.
Η ΝΟΤΙΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΣΙΑ
Όλη η νοτιοανατολική Ασία ιδιαίτερα η Κίνα και η Ιαπωνία, αλλά και η Ινδία, όπως και η Ρωσία βρέθηκαν απότομα χωρίς την δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στης αγορές του βασικότερου καταναλωτή των προϊόντων τους και χωρίς μεγάλες δυνατότητες αντίδρασης. Η δραματική και απότομη μείωση της κατανάλωσης στην Αμερική η οποία μεταφέρθηκε στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, μετέφερε με οξύτητα την κρίση ιδιαίτερα στις χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό όπως η Κίνα η Ιαπωνία αλλά και η Ινδία και έριξε την παραγωγική δυναμικότητα τους στα τάρταρα. Τα αστρονομικά ποσοστά ανάπτυξης της τάξεως του 13 και 14% στην Κίνα έπεσαν στο ισχνό ποσοστό του 7% με συνεχώς μειούμενη τάση. Η Ιαπωνία ξαναμπαίνει στο τούνελ της ύφεσης της δεκαετίας του 90 και η Ινδία τους ακολουθεί από κοντά. Η ύφεση και η αποανάπτυξη είναι αυτό που θα ακολουθεί αυτές τις χώρες τα επόμενα χρόνια. Η προσπάθεια της Κίνας να στραφεί στην εσωτερική κατανάλωση με ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και μια σημαντική αύξηση των ημερομισθίων της τάξεως του 10% για τρία συνεχόμενα χρόνια, δεν βοήθησε και πολύ ώστε να αυξήσει τόσο, τις ομολογουμένως τεράστιες καταναλωτικές ανάγκες της και να μετατρέψει μια καθαρά εξαγωγικού προσανατολισμού βιομηχανία σε εσωτερικής κατανάλωσης. Μια σειρά καταναλωτικές Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές βιομηχανίες όπως ένδυσης και υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού, μικροεργαλείων αλλά και εξαρτημάτων αναγκαίων στην βαριά βιομηχανία που είχαν εγκατασταθεί εκεί λόγω των φθηνών ημερομισθίων, είτε μειώνουν την παραγωγή είτε εγκαταλείπουν την περιοχή αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια. Η Ιαπωνία, βουτηγμένη στην ύφεση για πάνω 10 χρόνια και με ένα εξωτερικό χρέος πάνω από 250% του ΑΕΠ προσπαθώντας να εξυπηρετήσει το αυξημένο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών που επέβαλε ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό και για να αποφύγει την παγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού λόγω του τεράστιου χρέους – καταφεύγει στον εσωτερικό δανεισμό ελπίζοντας να πετύχει το θαύμα μέσω του εικονικού πλουτισμού από την αγορά ομολόγων. Αυτό που κάνει τη διαφορά όμως είναι η συμφωνία που υπογράφηκε στα τέλη του 11 μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας Ινδίας – ακολουθώντας το παράδειγμα των χωρών της ΜΠΡΙΚ– να σταματήσουν τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, όχι μόνο διακρατικές αλλά και ιδιωτικές, σε δολάρια, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο το κόστος των συναλλαγών.
Η ενέργεια αυτή που ξεκίνησαν να εφαρμόζουν η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Ρωσία μαζί με μια σειρά άλλες χώρες θα αποδειχτεί ότι τείνει να αμφισβητήσει ανοιχτά πλέον την παντοδυναμία της Αμερικής, όχι καταργώντας το δολάριο σαν νόμισμα αυτό – καθαυτό, αλλά το δολάριο σαν γενικό ανταλλάξιμο. Έτσι όλη η μεταπολεμική γεωστρατηγική ισορροπία που είχε χτιστεί πάνω σ’ αυτή τη συμφωνία τινάζεται στον αέρα. Εάν αυτό τελικά επικρατήσει θα αποκτήσει την ίδια ιστορική αξία με την κατάργηση της συμφωνίας του μπρεντον γουντς. Εάν η κατάργηση του χρυσού κανόνα, (ο οποίος έπαιζε το ρόλο του γενικού ανταλλάξιμου) και το ξεκλείδωμα των νομισμάτων από την σταθερή ισοτιμία τους με το δολάριο, σηματοδότησαν το τέλος της ομαλής μεταπολιτικής εικοσιπεντάχρονης ανάπτυξης βάζοντας την παγκόσμια οικονομία σε μια δίνη χρηματιστηριακών αναταραχών και κερδοσκοπίας με την αγοροπωλησία νομισμάτων, έτσι και η κατάργηση του δολαρίου σαν γενικό ανταλλάξιμο θα επιφέρει χάος στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Η Λατινική Αμερική, Μια περιοχή με τις πιο πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές απετέλεσε ιστορικά, πεδίο της πιο στυγνής εκμετάλλευσης και εξάρτησης των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, της γεωργικής και βιομηχανικής της παραγωγής. Από άκρη ως άκρη, όλη η λατινική Αμερική απετέλεσε μια προνομιακή σφαίρα οικονομικής εκμετάλλευσης ιδιαίτερα από το βόρειο Αμερικανικό κεφάλαιο και ταυτόχρονα ένα υβρίδιο πολιτικών και οικονομικών πειραματισμών.
Για πάνω από μια εκατονταετία περίπου, γνώρισε όλες τις εξελικτικές μορφές πολιτικού και οικονομικού ελέγχου. Στρατιωτικές επεμβάσεις, δικτατορίες, ιδιαίτερα δε τα τελευταία σαράντα χρόνια τις «εκλεπτυσμένες» πολιτικές του διεθνούς νομισματικού ταμείου και της παγκόσμιας τράπεζας επενδύσεων, σάρωσαν όλη την περιοχή, μετατρέποντας όλες τις χώρες σε προτεκτοράτα. Με την αγαστή συμμαχία ελεγχόμενων, εξαρτημένων και απόλυτα διεφθαρμένων πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών ηγεσιών, τις οποίες προηγουμένως είχαν σπουδάσει στα πανεπιστήμια και τις στρατιωτικές τους σχολές, κατόρθωσαν να μεταφέρουν αργά αλλά σταθερά στην ιδιοκτησία ξένων πολυεθνικών εταιριών το σύνολο της γεωργικής, ορυκτής και βιομηχανικής τους παραγωγής.
Κρατώντας χαμηλά ιδιαίτερα την βιομηχανική παραγωγή, την εξάρτησαν από εισαγωγές όλης της κλίμακας των βιομηχανικών προϊόντων, από παραγωγή μηχανών παραγωγής, μέχρι απλά οικιακά και προσωπικά προϊόντα όπως κουζίνες και ψυγεία, έως προσωπικούς υπολογιστές. Η εξάρτηση αυτής της τεράστιας αγοράς από τις εισαγωγές δημιουργούσαν ευνοϊκές συνθήκες έτσι ώστε να κρατούν ψηλά τη κερδοφορία των δικών τους εταιριών. Το ίδιο, αλλά με ένα πολύ πιο ασφυκτικό τρόπο λειτούργησαν στην γεωργική παραγωγή. Έχοντας στην ιδιοκτησία τους τεράστιες εκτάσεις και ελέγχοντας το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών καθόριζαν τις τιμές αγοράς χαμηλά και τις τιμές κατανάλωσης ψηλά μέσω των παιχνιδιών στα χρηματιστήρια, ιδιαίτερα της Νέας Υόρκης, από εταιρίες όπως η γιουναιτεντ φρούτ η πρόκτερ και γκαμπλ κι αλλες. Μ’ αυτό τον τρόπο, ένα τεράστιο κύμα παραγόμενης υπεραξίας μεταφέρονταν στις ξένες πολυεθνικές εταιρίες αυξάνοντας τη κερδοφορία τους και ταυτόχρονα τα περιουσιακά τους στοιχεία και τους τίτλους των χρηματιστηριακών τους αξιών με τον έλεγχο γεωργικής γης, ορυχείων, πετρελαίου και βιομηχανιών.Ένα μεγάλο μέρος της κερδοφορίας των αμερικάνικων – και όχι μόνο – πολυεθνικών εταιριών μεταπολεμικά, οφείλεται στην Λατινική Αμερική.
Με το ξέσπασμα της κρίσης, όλη αυτή η περιοχή βρέθηκε σε μια ομολογουμένως ιδιόμορφη κατάσταση. Η κρίση χρέους και η χρηματοπιστωτική αναταραχή φάνηκε να μην την επηρεάζει ιδιαίτερα. Αυτό οφείλεται στην ιδιαιτερότητα αυτής της περιοχής η οποία απετέλεσε ένα από τα τελευταία απομεινάρια της κλασικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης.
Τα τελευταία δεκαπέντε – είκοσι χρόνια, από την περίοδο ακόμα της πιστωτικής επέκτασης και της πλασματικής οικονομικής και αναπτυξιακής ευμάρειας που αυτή παρείχε στην παγκόσμια οικονομία, λαϊκές εξεγέρσεις ξέσπασαν σε μια σειρά χώρες φέρνοντας στην εξουσία φιλολαϊκές κυβερνήσεις. Στηριγμένες στην λαϊκή οργή και αγανάκτηση της στυγνής εκμετάλλευσης δεκαετιών, οι κυβερνήσεις αυτές έβαλαν τις βάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου ολόκληρης της περιοχής. Πλουτοπαραγωγικές πηγές αποσπάστηκαν από την ιδιοκτησία των πολυεθνικών, μεγάλες εκτάσεις γης απαλλοτριώθηκαν και μοιράστηκαν, η εξόρυξη πετρελαίου κρατικοποιήθηκε, νομοθεσίες ψηφίστηκαν βάζοντας τέλος στην ασυδοσία των ξένων εταιριών, πολλές από τις οποίες δεν συμβιβάστηκαν και εκδιώχθηκαν. Έτσι όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση βρέθηκαν με ελαχιστοποιημένους κινδύνους από την διάχυση «τοξικών» ομολόγων, αλλά ταυτόχρονα και σε μια εσωστρέφεια στην προσπάθεια τους να ανατάξουν της οικονομίες τους με την παλιά δοκιμασμένη συνταγή του κρατικού παρεμβατισμού.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι το πείραμα που επιχειρείται αυτή την περίοδο σε όλη αυτή την περιοχή, αλλά και σε κάθε χώρα ιδιαίτερα χρήζει ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό που θα πρέπει πάντως να επισημάνουμε εδώ είναι δύο καίρια ζητήματα.
Ένα η επανάκτηση περιουσιακών στοιχείων από τα κράτη και το διώξιμο των Αμερικάνικων Εταιριών, μείωσε δραστικά τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των εταιριών επιδεινώνοντας την κερδοφορία τους και μειώνοντας της δυνατότητες ανταγωνισμού τους.
Δύο ο εμπορικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει φαίνεται να μην έχει ιδιαίτερη επίδραση για την ώρα στην περιοχή. Αυτό όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα κρατήσει για πολύ.Ήδη χώρες όπως η Βραζιλία, η οποία συμμετέχει στην ομάδα των ΒΡΙΚ, αλλά και η Αργεντινή άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο στην παγκόσμια αγορά.
Αντιδρώντας μετά το πρώτο σοκ η Αμερικάνικη πολιτική ηγεσία και για να σταματήσει την πτώση της κατανάλωσης, την αύξηση της ανεργίας, την απότομη πτώση της παραγωγής, την τρομαχτική αύξηση της φτώχιας, έκανε μια απότομη στροφή στην μέχρι τότε οικονομική πολιτική, σταματώντας την επιδότηση της παγκόσμιας οικονομίας με την πολιτική του ακριβού νομίσματος. Στην αρχή, πίστεψε ότι η άσκηση πίεσης με πολιτικούς όρους στους βασικούς αντιπάλους της, ιδιαίτερα της ανατολής, για ανατίμηση των νομισμάτων τους θα είχε αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια ήταν αδύνατον να γίνει, γιατί ακριβώς πάνω σ’ αυτή την πολιτική στηρίχτηκε όλη την προηγούμενη περίοδο το άρμα της παγκόσμιας επέκτασης και ιδιαίτερα του Κινέζικου θαύματος. Η επείγουσα κατάσταση δεν έδινε και μεγάλα περιθώρια ελιγμών στην Αμερικάνικη πολιτική ηγεσία για πολιτικές συμφωνίες και μια σειρά μέτρα πάρθηκαν επειγόντως. Μερικά από αυτά τον πρώτο χρόνο κιόλας ήταν, αύξηση κατά 600 περίπου δις δολάρια των δημοσίων επενδύσεων και κατά 450 περίπου δις της επιδότησης εργασίας προσπαθώντας να βάλει φρένο στην αύξηση της ανεργίας και να δώσει ώθηση στην εσωτερική παραγωγή. Ταυτόχρονα, πέρασε με νόμο τη δυνατότητα αύξησης του δημόσιου χρέους από 11 σε 13 τρις δολάρια και μηδένισε, πάλι με νόμο, για δύο χρόνια τα επιτόκια χορηγήσεων από την κεντρική τράπεζα, ελπίζοντας να δώσει ώθηση σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και αλλαγή του παλιού κεφαλαιακού εξοπλισμού με νέο υψηλής τεχνολογίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν το τύπωμα και η κυκλοφορία 3 τρις φρέσκου χρήματος καθιστώντας έτσι το δολάριο ένα από τα φθηνότερα νομίσματα. Όλα αυτά μείωσαν την δυνατότητα ιδιαίτερα των χωρών της ανατολικής Ασίας να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικοί και να τροφοδοτούν την αμερικάνικη κατανάλωση μέσω της αγοράς τίτλων, αξιών και περιουσιακών στοιχείων ωθώντας την οικονομία σε ένα σπιράλ εύκολου πλουτισμού.
Αυτό ήταν και ο πυροκροτητής της έναρξης του εμπορικού πολέμου. Οι αντιδράσεις στην ασφυκτική πίεση που ασκεί η Αμερικάνικη εσωστρέφεια και ο ανταγωνισμός, ποικίλουν ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής και την οικονομική πολιτική των ανταγωνιστών.
Η ΝΟΤΙΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΣΙΑ
Όλη η νοτιοανατολική Ασία ιδιαίτερα η Κίνα και η Ιαπωνία, αλλά και η Ινδία, όπως και η Ρωσία βρέθηκαν απότομα χωρίς την δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στης αγορές του βασικότερου καταναλωτή των προϊόντων τους και χωρίς μεγάλες δυνατότητες αντίδρασης. Η δραματική και απότομη μείωση της κατανάλωσης στην Αμερική η οποία μεταφέρθηκε στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, μετέφερε με οξύτητα την κρίση ιδιαίτερα στις χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό όπως η Κίνα η Ιαπωνία αλλά και η Ινδία και έριξε την παραγωγική δυναμικότητα τους στα τάρταρα. Τα αστρονομικά ποσοστά ανάπτυξης της τάξεως του 13 και 14% στην Κίνα έπεσαν στο ισχνό ποσοστό του 7% με συνεχώς μειούμενη τάση. Η Ιαπωνία ξαναμπαίνει στο τούνελ της ύφεσης της δεκαετίας του 90 και η Ινδία τους ακολουθεί από κοντά. Η ύφεση και η αποανάπτυξη είναι αυτό που θα ακολουθεί αυτές τις χώρες τα επόμενα χρόνια. Η προσπάθεια της Κίνας να στραφεί στην εσωτερική κατανάλωση με ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και μια σημαντική αύξηση των ημερομισθίων της τάξεως του 10% για τρία συνεχόμενα χρόνια, δεν βοήθησε και πολύ ώστε να αυξήσει τόσο, τις ομολογουμένως τεράστιες καταναλωτικές ανάγκες της και να μετατρέψει μια καθαρά εξαγωγικού προσανατολισμού βιομηχανία σε εσωτερικής κατανάλωσης. Μια σειρά καταναλωτικές Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές βιομηχανίες όπως ένδυσης και υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού, μικροεργαλείων αλλά και εξαρτημάτων αναγκαίων στην βαριά βιομηχανία που είχαν εγκατασταθεί εκεί λόγω των φθηνών ημερομισθίων, είτε μειώνουν την παραγωγή είτε εγκαταλείπουν την περιοχή αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια. Η Ιαπωνία, βουτηγμένη στην ύφεση για πάνω 10 χρόνια και με ένα εξωτερικό χρέος πάνω από 250% του ΑΕΠ προσπαθώντας να εξυπηρετήσει το αυξημένο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών που επέβαλε ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό και για να αποφύγει την παγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού λόγω του τεράστιου χρέους – καταφεύγει στον εσωτερικό δανεισμό ελπίζοντας να πετύχει το θαύμα μέσω του εικονικού πλουτισμού από την αγορά ομολόγων. Αυτό που κάνει τη διαφορά όμως είναι η συμφωνία που υπογράφηκε στα τέλη του 11 μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας Ινδίας – ακολουθώντας το παράδειγμα των χωρών της ΜΠΡΙΚ– να σταματήσουν τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, όχι μόνο διακρατικές αλλά και ιδιωτικές, σε δολάρια, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο το κόστος των συναλλαγών.
Η ενέργεια αυτή που ξεκίνησαν να εφαρμόζουν η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Ρωσία μαζί με μια σειρά άλλες χώρες θα αποδειχτεί ότι τείνει να αμφισβητήσει ανοιχτά πλέον την παντοδυναμία της Αμερικής, όχι καταργώντας το δολάριο σαν νόμισμα αυτό – καθαυτό, αλλά το δολάριο σαν γενικό ανταλλάξιμο. Έτσι όλη η μεταπολεμική γεωστρατηγική ισορροπία που είχε χτιστεί πάνω σ’ αυτή τη συμφωνία τινάζεται στον αέρα. Εάν αυτό τελικά επικρατήσει θα αποκτήσει την ίδια ιστορική αξία με την κατάργηση της συμφωνίας του μπρεντον γουντς. Εάν η κατάργηση του χρυσού κανόνα, (ο οποίος έπαιζε το ρόλο του γενικού ανταλλάξιμου) και το ξεκλείδωμα των νομισμάτων από την σταθερή ισοτιμία τους με το δολάριο, σηματοδότησαν το τέλος της ομαλής μεταπολιτικής εικοσιπεντάχρονης ανάπτυξης βάζοντας την παγκόσμια οικονομία σε μια δίνη χρηματιστηριακών αναταραχών και κερδοσκοπίας με την αγοροπωλησία νομισμάτων, έτσι και η κατάργηση του δολαρίου σαν γενικό ανταλλάξιμο θα επιφέρει χάος στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Η Λατινική Αμερική, Μια περιοχή με τις πιο πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές απετέλεσε ιστορικά, πεδίο της πιο στυγνής εκμετάλλευσης και εξάρτησης των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, της γεωργικής και βιομηχανικής της παραγωγής. Από άκρη ως άκρη, όλη η λατινική Αμερική απετέλεσε μια προνομιακή σφαίρα οικονομικής εκμετάλλευσης ιδιαίτερα από το βόρειο Αμερικανικό κεφάλαιο και ταυτόχρονα ένα υβρίδιο πολιτικών και οικονομικών πειραματισμών.
Για πάνω από μια εκατονταετία περίπου, γνώρισε όλες τις εξελικτικές μορφές πολιτικού και οικονομικού ελέγχου. Στρατιωτικές επεμβάσεις, δικτατορίες, ιδιαίτερα δε τα τελευταία σαράντα χρόνια τις «εκλεπτυσμένες» πολιτικές του διεθνούς νομισματικού ταμείου και της παγκόσμιας τράπεζας επενδύσεων, σάρωσαν όλη την περιοχή, μετατρέποντας όλες τις χώρες σε προτεκτοράτα. Με την αγαστή συμμαχία ελεγχόμενων, εξαρτημένων και απόλυτα διεφθαρμένων πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών ηγεσιών, τις οποίες προηγουμένως είχαν σπουδάσει στα πανεπιστήμια και τις στρατιωτικές τους σχολές, κατόρθωσαν να μεταφέρουν αργά αλλά σταθερά στην ιδιοκτησία ξένων πολυεθνικών εταιριών το σύνολο της γεωργικής, ορυκτής και βιομηχανικής τους παραγωγής.
Κρατώντας χαμηλά ιδιαίτερα την βιομηχανική παραγωγή, την εξάρτησαν από εισαγωγές όλης της κλίμακας των βιομηχανικών προϊόντων, από παραγωγή μηχανών παραγωγής, μέχρι απλά οικιακά και προσωπικά προϊόντα όπως κουζίνες και ψυγεία, έως προσωπικούς υπολογιστές. Η εξάρτηση αυτής της τεράστιας αγοράς από τις εισαγωγές δημιουργούσαν ευνοϊκές συνθήκες έτσι ώστε να κρατούν ψηλά τη κερδοφορία των δικών τους εταιριών. Το ίδιο, αλλά με ένα πολύ πιο ασφυκτικό τρόπο λειτούργησαν στην γεωργική παραγωγή. Έχοντας στην ιδιοκτησία τους τεράστιες εκτάσεις και ελέγχοντας το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών καθόριζαν τις τιμές αγοράς χαμηλά και τις τιμές κατανάλωσης ψηλά μέσω των παιχνιδιών στα χρηματιστήρια, ιδιαίτερα της Νέας Υόρκης, από εταιρίες όπως η γιουναιτεντ φρούτ η πρόκτερ και γκαμπλ κι αλλες. Μ’ αυτό τον τρόπο, ένα τεράστιο κύμα παραγόμενης υπεραξίας μεταφέρονταν στις ξένες πολυεθνικές εταιρίες αυξάνοντας τη κερδοφορία τους και ταυτόχρονα τα περιουσιακά τους στοιχεία και τους τίτλους των χρηματιστηριακών τους αξιών με τον έλεγχο γεωργικής γης, ορυχείων, πετρελαίου και βιομηχανιών.Ένα μεγάλο μέρος της κερδοφορίας των αμερικάνικων – και όχι μόνο – πολυεθνικών εταιριών μεταπολεμικά, οφείλεται στην Λατινική Αμερική.
Με το ξέσπασμα της κρίσης, όλη αυτή η περιοχή βρέθηκε σε μια ομολογουμένως ιδιόμορφη κατάσταση. Η κρίση χρέους και η χρηματοπιστωτική αναταραχή φάνηκε να μην την επηρεάζει ιδιαίτερα. Αυτό οφείλεται στην ιδιαιτερότητα αυτής της περιοχής η οποία απετέλεσε ένα από τα τελευταία απομεινάρια της κλασικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης.
Τα τελευταία δεκαπέντε – είκοσι χρόνια, από την περίοδο ακόμα της πιστωτικής επέκτασης και της πλασματικής οικονομικής και αναπτυξιακής ευμάρειας που αυτή παρείχε στην παγκόσμια οικονομία, λαϊκές εξεγέρσεις ξέσπασαν σε μια σειρά χώρες φέρνοντας στην εξουσία φιλολαϊκές κυβερνήσεις. Στηριγμένες στην λαϊκή οργή και αγανάκτηση της στυγνής εκμετάλλευσης δεκαετιών, οι κυβερνήσεις αυτές έβαλαν τις βάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου ολόκληρης της περιοχής. Πλουτοπαραγωγικές πηγές αποσπάστηκαν από την ιδιοκτησία των πολυεθνικών, μεγάλες εκτάσεις γης απαλλοτριώθηκαν και μοιράστηκαν, η εξόρυξη πετρελαίου κρατικοποιήθηκε, νομοθεσίες ψηφίστηκαν βάζοντας τέλος στην ασυδοσία των ξένων εταιριών, πολλές από τις οποίες δεν συμβιβάστηκαν και εκδιώχθηκαν. Έτσι όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση βρέθηκαν με ελαχιστοποιημένους κινδύνους από την διάχυση «τοξικών» ομολόγων, αλλά ταυτόχρονα και σε μια εσωστρέφεια στην προσπάθεια τους να ανατάξουν της οικονομίες τους με την παλιά δοκιμασμένη συνταγή του κρατικού παρεμβατισμού.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι το πείραμα που επιχειρείται αυτή την περίοδο σε όλη αυτή την περιοχή, αλλά και σε κάθε χώρα ιδιαίτερα χρήζει ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό που θα πρέπει πάντως να επισημάνουμε εδώ είναι δύο καίρια ζητήματα.
Ένα η επανάκτηση περιουσιακών στοιχείων από τα κράτη και το διώξιμο των Αμερικάνικων Εταιριών, μείωσε δραστικά τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των εταιριών επιδεινώνοντας την κερδοφορία τους και μειώνοντας της δυνατότητες ανταγωνισμού τους.
Δύο ο εμπορικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει φαίνεται να μην έχει ιδιαίτερη επίδραση για την ώρα στην περιοχή. Αυτό όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα κρατήσει για πολύ.Ήδη χώρες όπως η Βραζιλία, η οποία συμμετέχει στην ομάδα των ΒΡΙΚ, αλλά και η Αργεντινή άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο στην παγκόσμια αγορά.
Η ΕΥΡΩΠΗ
Το ξέσπασμα της κρίσης βρήκε την Ευρώπη και ιδιαίτερα την ευρωζώνη να πλέει σε νιρβάνα αυταπατών. Η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων στην Αμερική έδειχνε να μην την αφορά. Όταν όμως τα ενυπόθηκα δάνεια παρέσυραν στον κατήφορο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις τράπεζες που τα δημιούργησαν και τα στήριξαν, όταν ολόκληροι κολοσσοί όπως η λιμαν μπράδερς κατέρρευσαν τότε έγινε φανερό ότι η διάχυση τοξικών ομολόγων, για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου, ήταν πολύ μεγαλύτερη. Στην παραγωγή δομημένων τοξικών ομόλογων αποδείχτηκε ότι δεν συμμετείχαν μόνο οι Αμερικάνικες τράπεζες αλλά και όλες οι μεγάλες κεντρικές Ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η αληλλοτροφοδοτούμενη συνεργασία των Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών τραπεζών ήταν απόλυτη, καθιστώντας και την διάχυση του κινδύνου απόλυτη. Τότε όπως και στην Αμερική, ξεκίνησε μια σταυροφορία διάσωσης των τραπεζών με ένα πακτωλό ζεστού χρήματος και εγγυήσεων από το κάθε εθνικό κράτος ξεχωριστά στις εθνικές τους τράπεζες , μεταφέροντας όλο αυτό το βάρος στους εθνικούς τους προϋπολογισμούς διογκώνοντας τα δημόσια χρέη. Η ενέργεια αυτή όμως δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα καταπράϋνσης της κρίσης όπως στην Αμερική. Οι λόγοι είναι πια φανεροί.
Από την συμφωνία άνθρακος και χάλυβος το 52 η Ευρώπη έχτιζε αργά αλλά σταθερά μια δικτατορία της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Αρχής γενομένης από την θεσμοθέτηση της καρτελοποίησης της παραγωγής χάλυβα, την ΕΟΚ και την ΕΕ στην συνέχεια, κατέληξε στο τερατούργημα της ευρωζώνης η οποία θεσμοθέτησε την δικτατορία των τραπεζών, όχι στην πολιτική γενικά, αλλά απέναντι στα έθνη κράτη και ταυτόχρονα έναντι της παραγωγής. Η συνθήκη του Μάαστριχ και στην συνέχεια της Λισαβόνας ήταν το επιστέγασμα αυτής της δικτατορίας. Ταυτόχρονα και παράλληλα με την δικτατορία των τραπεζών που οικοδομούσε και για την υπεράσπιση αυτής της δικτατορίας, καταργούσε την δημοκρατία στα έθνη κράτη, με την δημιουργία ενός δικτατορικού γραφειοκρατικού μηχανισμού. Το συμβούλιο των επιτρόπων, ένα διορισμένο όργανο δεν είναι υπόλογο ούτε και σ’ αυτό το στημένο κατασκεύασμα της ευρωβουλής. Οι εκλογές στα έθνη κράτη, όπως και οι ευρωεκλογές μετατράπηκαν σε παρωδία ακόμα και αυτής της αστικής δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκαν για την εκτόνωση λαϊκών αντιδράσεων. Οι αποφάσεις αυτού του γραφειοκρατικού τέρατος έχουν την υποχρεωτική ισχύ νόμου για τα έθνη κράτη μετατρέποντας τις κυβερνήσεις των εθνών κρατών σε υποβολείς των αποφάσεων και εξαγορασμένες μαριονέτες στα χέρια οικονομικών και τραπεζικών παραγόντων. Έτσι τα εξάμηνα συμβούλια των αρχηγών κρατών επικύρωναν τις αποφάσεις αυτής της γραφειοκρατίας ενισχύοντας τη θέση της.
Η διάχυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις Ευρωπαϊκές τράπεζες βρήκε όλη την ΕΕ απροετοίμαστη, και την ευρωζώνη με την θηλιά στο λαιμό σαν αποτέλεσμα της παγίδας που είχε στήσει με ένα μη ελεγχόμενο πολιτικά νόμισμα, ένα νόμισμα που χρησιμοποιούταν όχι για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών του συνόλου της οικονομίας αλλά του δικτατορικού ελέγχου των τραπεζών πάνω στην οικονομία. Η θεσμοθέτηση μάλιστα και η αποδοχή αυτού του ελέγχου από τα έθνη κράτη τα αποστέρησε από την δυνατότητα επέμβασης την κρίσιμη στιγμή. Η απαγόρευση κοπής χρήματος σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας ιδιαίτερα σε ένα ακριβό νόμισμα είναι ένα εξόχως εκρηκτικό μίγμα. Όταν τα έθνη κράτη αποτάνθηκαν για δανεισμό στις τράπεζες τις οποίες προσπαθούσαν να σώσουν έτσι ώστε να καλύψουν τα ελλείμματα που δημιουργούσε η σωτηρία των ίδιων τραπεζών, βρέθηκαν μπρός στο κωμικοτραγικό φαινόμενο. Οι τράπεζες να δανείζονται φτηνότερα από την κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα και να δανείζουν τα κράτη που τις ενίσχυαν με τοκογλυφικά επιτόκια. Με αυτό τον τρόπο, ένα πανηγύρι μεταφοράς κοινωνικού πλούτου μέσο της αύξησης της φορολογίας προς τις τράπεζες ξεκίνησε.
Το σκηνικό είχε στηθεί για τα γεράκια της διεθνούς τοκογλυφίας. Μπήκαν άμεσα στο χορό μετατρέποντας την κρίση ρευστότητας και επισφαλειών των τραπεζών, από τραπεζική κρίση σε κρίση κρατικού χρέους. Με εργαλείο το δολάριο, ένα πάμφθηνο νόμισμα, με μηδενικά μακροπρόθεσμα επιτόκια και τους οίκους αξιολόγησης, ξεκίνησε μια σφοδρή άνοδος των επιτοκίων κρατικού δανεισμού με την δικαιολογία των επισφαλειών αποπληρωμής και τον κίνδυνο κατάρρευσης της ευρωζώνης. Η θεσμοθετημένη αδυναμία παρέμβασης της κεντρικής Ευρωπαϊκής τράπεζας στην αγορά κρατικού χρέους με οποιονδήποτε τρόπο ήταν που άνοιξε την όρεξη στους διεθνείς κερδοσκόπους.
Η χρήση της κοπής πλεονάζοντος χρήματος στην Αμερική το οποίο ασφυκτιούσε στο σπεκουλάρισμα της αυξομείωσης των χρηματιστηριακών αξιών και από την αθροιστικά μηδενική απόδοση, αλλά ακόμα περισσότερο από την αδυναμία επενδύσεων κεφαλαιουχικών εξοπλισμών για την αύξηση της κερδοφορίας στο εσωτερικό βρήκε διέξοδο στη τοκογλυφική εκμετάλλευση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Η βίαιη μεταφορά πόρων από την Ευρώπη στην Αμερική μέσω της αύξησης των τόκων δανεισμού έβαλαν τις βάσεις για την αρχή ενός οξύτατου εμπορικού πολέμου μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Αυτό που έλειπε για να ξεκινήσει αυτή η επίθεση ήταν η χώρα που θα έκαμε την αρχή και ο οικονομικός εκτελεστής που θα τραβούσε την σκανδάλη. Η Ελλάδα δεν κληρώθηκε, αντίθετα πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ο πυροκροτητής. Ήταν μια χώρα αρκούντος υπερχρεωμένη και με αποσαρθρωμένη την – έτσι και αλλιώς υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας – βιομηχανική και γεωργική της παραγωγή, μετά από μια δεκαετία δεμένη στο άρμα του ευρώ. Και η σκανδάλη τραβήχτηκε από αυτόν τον ανεκδιήγητο οικονομικό δολοφόνο – αυτόν τον «βίζιτορ» καθηγητή – τον ΓΑΠ ο οποίος σε αγαστή συνεργασία με το σύνολο σχεδόν της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας «χαρτογράφησε τα άγνωστα νερά για την Ιθάκη». Ένας πληρωμένος οικονομικός δολοφόνος εκπαιδευμένος και σπουδαγμένος στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια παραγωγής ηγετών. Οι κραυγές του για «τιτανικούς, επερχόμενες καταστροφές, παγκόσμιες διακυβερνήσεις» ήταν το έναυσμα για την καταστροφή που σαρώνει σήμερα την Ευρώπη, συμπαρασύροντας στο διάβα της εκατομμύρια ανθρώπων.
Το σύνολο σχεδόν των οικονομολόγων – ιδιαίτερα στην Ελλάδα – βλέπουν μόνο αυτή την πλευρά της κρίσης και αυτή όχι ολόκληρη. Η αληλλοτροφοδοτούμενη και συνδυασμένη χρηματοπιστωτική κρίση και η υπερπαραγωγή στην πραγματική οικονομία, με την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, είναι αυτό που καθορίζει σήμερα την παγκόσμια οικονομία. Έτσι ενώ μπορούν να αναγνώσουν πως ένα μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου στην ευρωζώνη, και ιδιαίτερα της περιφέρειας, μεταφέρεται μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού στην Αμερική και δευτερευόντως στην Γερμανία, αγνοούν τις αιτίες της καταστροφής που πραγματοποιείται στη σφαίρα της παραγωγής.
Το θανατηφόρο αγκάλιασμα που βρέθηκε η ευρωζώνη με ένα σκληρό και ακριβό νόμισμα το οποίο θεσμικά δεν έχει την δυνατότητα υποτίμησης είτε ονομαστικά είτε με την κοπή νέου χρήματος, την κατέστησε ευάλωτη απέναντι στο δολάριο με δύο τρόπους. ● Ένα με την αδυναμία να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά τα αμερικάνικα προϊόντα με ένα ακριβό χρήμα. ● Και δύο εξάρτησε την ανταλλακτική δυνατότητα του, από το δολάριο το οποίο επεμβαίνοντας στην αγορά συναλλάγματος κατορθώνει να κρατάει το ευρώ μόνιμα ψηλά και με αυτό τον τρόπο σε μια μη ανταγωνιστική θέση απέναντι του. Αυτό σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της παγκόσμιας αγοράς, αποτέλεσμα της ύφεσης, είχε δραματικές συνέπειες για την βιομηχανική παραγωγή στην ευρωζώνη. Όταν αυτό άρχισε να γίνετε κατανοητό, μια ιερή συμμαχία πραγματοποιήθηκε μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, οι οποίες στην προσπάθεια τους να προστατεύσουν την βιομηχανική τους παραγωγή, εξαπέλυσαν έναν σφοδρότατο εμφύλιο πόλεμο μέσα στους κόλπους της ευρωζώνης με την θεσμοθέτηση ενός τερατουργήματος που το ονόμασαν «σύμφωνο σταθερότητας» μεταφέροντας τον ανταγωνισμό από την παγκόσμια αγορά στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Έτσι μια οικονομική συρρίκνωση που έτσι και αλλιώς πραγματοποιούταν, σε όλη την δεκάχρονη ύπαρξη του ευρώ σε μια σειρά αδύναμες οικονομικά χώρες στους κόλπους της ευρωζώνης, το δέσιμο με ένα σκληρό νόμισμα των πιο αδύναμων και διαφορετικών παραγωγικών ικανοτήτων οικονομιών μέσα στην ευρωζώνη, μετατράπηκε σε μια πορεία καταστροφής.
Η υποχρεωτική υποταγή των εθνών κρατών με την συνταγματική υποχρέωση τους στο σύμφωνο σταθερότητας, τα αποστέρησε ακόμα περισσότερο από την δυνατότητα ελιγμών και τα κατέστησε απόλυτα εξαρτημένα μετατρέποντας τα σε προτεκτοράτα των αποφάσεων της γραφειοκρατικής καμαρίλας των Βρυξελλών και των αποφάσεων της ιερής συμμαχίας Γαλλίας και Γερμανίας για την σωτηρία των δικών τους βιομηχανιών. Όργανα τους, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα. Με την απειλή της εμφάνισης του διεθνούς νομισματικού ταμείου στην Ελλάδα από τον ΓΑΠ, έγινε κατανοητό από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ του Βερολίνου, του Παρισιού και των τραπεζικών κύκλων των Βρυξελλών ότι η τύχη του ευρώ – άρα και των οικονομιών τους – δεν μπορούσε να αφεθεί στα νύχια του δολαρίου μέσω του ελέγχου που αυτό ασκούσε στο ΔΝΤ. Έτσι υποχρεώθηκαν να στήσουν και να θεσμοθετήσουν τον ακόμα πιο εκτρωματικό μηχανισμό στήριξης, δίπλα και παράλληλα με το σύμφωνο σταθερότητας. Ο μηχανισμός στήριξης στήθηκε με τις υποχρεωτικές καταθέσεις από τους εθνικούς προϋπολογισμούς μεταφέροντας στα έθνη κράτη το κόστος και τους κινδύνους και διαχέοντας με αυτό τον τρόπο σε όλη την Ευρώπη και πέραν της ευρωζώνης το βάρος χρηματοδότησης του μηχανισμού στήριξης. Με αυτό τον τρόπο, μεταφέροντας το κόστος στο σύνολο των ευρωπαίων πολιτών, έβαλαν και τις βάσεις για μια ανταγωνιστική και διαλυτική διαδικασία μέσα στου κόλπους της ευρωζώνης.Δανείζοντας με υπέρογκα τοκογλυφικά επιτόκια από τον μηχανισμό στήριξης – αρχής γενομένης από την Ελλάδα και υπό την απειλή να εκδιωχθεί από το ευρώ – σε μια σειρά ελλειμματικές χώρες επιβλήθηκαν τρομακτικά προγράμματα λιτότητας. Ένα σπιράλ ύφεσης, αδυναμίας ισοσκέλισης των προϋπολογισμών, μέτρων λιτότητας και ξανά ύφεσης είναι το γαϊτανάκι που έχει στηθεί εις βάρος όλης της Ευρώπης. Η ανάγκη κάλυψης των δανειακών υποχρεώσεων των κρατών – υποχρεώσεων δηλαδή απέναντι στις τράπεζες και τα κράτη εξαγωγής, – τα μετέτρεψαν σε προτεκτοράτα και φόρου υποτελείς ισχυρότερων κρατών ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο την κερκόπορτα για ένα νέο αρμαγεδδώνα σε όλο το μήκος και το πλάτος της ΕΕ
Με την πολιτική των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» και σύνθημα την «ανταγωνιστικότητα» όλη η Ευρώπη παρακολουθεί έντρομη ένα τρομακτικό πόλεμο καταστροφής που έχει εξαπολυθεί εναντίον της. Η υποτίμηση της εργασίας και του εργατικού κόστους, η κατάργηση κρατικών δαπανών, η κατάργηση του κράτους πρόνοιας χτισμένο με αγώνες δεκαετιών, οδηγούν τη μια χώρα μετά την άλλη, σε ένα σπιράλ θανάτου ύφεσης, αδυναμίας ισοσκελισμού των προϋπολογισμών, νέων περικοπών και αύξηση της φορολογίας και ξανά ύφεσης. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας που έχει γνωρίσει μετά τον πόλεμο η ανθρωπότητα, ρίχνοντας ταυτόχρονα στον καιάδα της εξαθλίωσης εκατομμύρια εργαζόμενους και στον αφανισμό ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης οδηγώντας την στην κατάσταση των ανέργων.
Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται μια βίαιη μεταφορά πλούτου στα ισχυρότερα οικονομικά κράτη από όλες τις αρτηρίες της κοινωνίας. Από την μείωση του εργατικού και του κοινωνικού μισθού, από την κατάργηση κρατικών δαπανών και το κλείσιμο κοινωφελών οργανισμών και κοινωνικών λειτουργιών, όλα αυτά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ανάκτησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος κρατικών, εταιρικών και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων μεταφέρεται στην ιδιοκτησία των δανειστών στην προσπάθεια να μετατρέψουν τα άχρηστα ομόλογα και τραπεζογραμμάτια σε εμπράγματες αξίες.
Όπως όλα δείχνουν η ευρωζώνη είναι η περισσότερο χαμένη σ’ αυτόν τον νέο εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει για άλλη μια φορά μέσα στους κόλπους του καπιταλισμού απειλώντας την ανθρωπότητα σε νέα καταστροφή. Ο εμφύλιος που έχει ξεσπάσει μέσα στην ΕΕ, στην προσπάθεια να μεταφερθεί η κρίση από τον πιο δυνατό στον πιο αδύνατο διαχέοντας την ύφεση παντού, είναι αυτή που οδηγεί το άρμα της ύφεσης παγκόσμια και την παγκόσμια οικονομία στον όλεθρο βάζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια για την διάλυση της.
Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό της καταστροφής, η λέξη επενδύσεις στο στόμα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ φαντάζει σαν μαγική λέξη στην προσπάθεια τους να αποκοιμίσουν εκατομμύρια πεινασμένους ανέργους σε όλη την Ευρώπη. Επενδύσεις για αυτούς τους οικονομικούς δολοφόνους μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο όταν η αξία της εργασίας δεν θα μπορεί να αναπαράξει ούτε το εαυτό της, όταν το κράτος πρόνοιας θα έχει καταστραφεί, όταν το κράτος δεν θα έχει κανένα σχεδόν περιουσιακό στοιχείο για να στηρίξει μια εξαθλιωμένη κοινωνία. Μόνο τότε και μόνο σε «ελεύθερες οικονομικές ζώνες» και νέες τεχνολογίες είναι πιθανόν να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που τους επιβάλει ο εμπορικός πόλεμος στην παγκόσμια αγορά.
Η αληλλοτροφοδοτούμενη συνεργασία των Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών τραπεζών ήταν απόλυτη, καθιστώντας και την διάχυση του κινδύνου απόλυτη. Τότε όπως και στην Αμερική, ξεκίνησε μια σταυροφορία διάσωσης των τραπεζών με ένα πακτωλό ζεστού χρήματος και εγγυήσεων από το κάθε εθνικό κράτος ξεχωριστά στις εθνικές τους τράπεζες , μεταφέροντας όλο αυτό το βάρος στους εθνικούς τους προϋπολογισμούς διογκώνοντας τα δημόσια χρέη. Η ενέργεια αυτή όμως δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα καταπράϋνσης της κρίσης όπως στην Αμερική. Οι λόγοι είναι πια φανεροί.
Από την συμφωνία άνθρακος και χάλυβος το 52 η Ευρώπη έχτιζε αργά αλλά σταθερά μια δικτατορία της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Αρχής γενομένης από την θεσμοθέτηση της καρτελοποίησης της παραγωγής χάλυβα, την ΕΟΚ και την ΕΕ στην συνέχεια, κατέληξε στο τερατούργημα της ευρωζώνης η οποία θεσμοθέτησε την δικτατορία των τραπεζών, όχι στην πολιτική γενικά, αλλά απέναντι στα έθνη κράτη και ταυτόχρονα έναντι της παραγωγής. Η συνθήκη του Μάαστριχ και στην συνέχεια της Λισαβόνας ήταν το επιστέγασμα αυτής της δικτατορίας. Ταυτόχρονα και παράλληλα με την δικτατορία των τραπεζών που οικοδομούσε και για την υπεράσπιση αυτής της δικτατορίας, καταργούσε την δημοκρατία στα έθνη κράτη, με την δημιουργία ενός δικτατορικού γραφειοκρατικού μηχανισμού. Το συμβούλιο των επιτρόπων, ένα διορισμένο όργανο δεν είναι υπόλογο ούτε και σ’ αυτό το στημένο κατασκεύασμα της ευρωβουλής. Οι εκλογές στα έθνη κράτη, όπως και οι ευρωεκλογές μετατράπηκαν σε παρωδία ακόμα και αυτής της αστικής δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκαν για την εκτόνωση λαϊκών αντιδράσεων. Οι αποφάσεις αυτού του γραφειοκρατικού τέρατος έχουν την υποχρεωτική ισχύ νόμου για τα έθνη κράτη μετατρέποντας τις κυβερνήσεις των εθνών κρατών σε υποβολείς των αποφάσεων και εξαγορασμένες μαριονέτες στα χέρια οικονομικών και τραπεζικών παραγόντων. Έτσι τα εξάμηνα συμβούλια των αρχηγών κρατών επικύρωναν τις αποφάσεις αυτής της γραφειοκρατίας ενισχύοντας τη θέση της.
Η διάχυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις Ευρωπαϊκές τράπεζες βρήκε όλη την ΕΕ απροετοίμαστη, και την ευρωζώνη με την θηλιά στο λαιμό σαν αποτέλεσμα της παγίδας που είχε στήσει με ένα μη ελεγχόμενο πολιτικά νόμισμα, ένα νόμισμα που χρησιμοποιούταν όχι για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών του συνόλου της οικονομίας αλλά του δικτατορικού ελέγχου των τραπεζών πάνω στην οικονομία. Η θεσμοθέτηση μάλιστα και η αποδοχή αυτού του ελέγχου από τα έθνη κράτη τα αποστέρησε από την δυνατότητα επέμβασης την κρίσιμη στιγμή. Η απαγόρευση κοπής χρήματος σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας ιδιαίτερα σε ένα ακριβό νόμισμα είναι ένα εξόχως εκρηκτικό μίγμα. Όταν τα έθνη κράτη αποτάνθηκαν για δανεισμό στις τράπεζες τις οποίες προσπαθούσαν να σώσουν έτσι ώστε να καλύψουν τα ελλείμματα που δημιουργούσε η σωτηρία των ίδιων τραπεζών, βρέθηκαν μπρός στο κωμικοτραγικό φαινόμενο. Οι τράπεζες να δανείζονται φτηνότερα από την κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα και να δανείζουν τα κράτη που τις ενίσχυαν με τοκογλυφικά επιτόκια. Με αυτό τον τρόπο, ένα πανηγύρι μεταφοράς κοινωνικού πλούτου μέσο της αύξησης της φορολογίας προς τις τράπεζες ξεκίνησε.
Το σκηνικό είχε στηθεί για τα γεράκια της διεθνούς τοκογλυφίας. Μπήκαν άμεσα στο χορό μετατρέποντας την κρίση ρευστότητας και επισφαλειών των τραπεζών, από τραπεζική κρίση σε κρίση κρατικού χρέους. Με εργαλείο το δολάριο, ένα πάμφθηνο νόμισμα, με μηδενικά μακροπρόθεσμα επιτόκια και τους οίκους αξιολόγησης, ξεκίνησε μια σφοδρή άνοδος των επιτοκίων κρατικού δανεισμού με την δικαιολογία των επισφαλειών αποπληρωμής και τον κίνδυνο κατάρρευσης της ευρωζώνης. Η θεσμοθετημένη αδυναμία παρέμβασης της κεντρικής Ευρωπαϊκής τράπεζας στην αγορά κρατικού χρέους με οποιονδήποτε τρόπο ήταν που άνοιξε την όρεξη στους διεθνείς κερδοσκόπους.
Η χρήση της κοπής πλεονάζοντος χρήματος στην Αμερική το οποίο ασφυκτιούσε στο σπεκουλάρισμα της αυξομείωσης των χρηματιστηριακών αξιών και από την αθροιστικά μηδενική απόδοση, αλλά ακόμα περισσότερο από την αδυναμία επενδύσεων κεφαλαιουχικών εξοπλισμών για την αύξηση της κερδοφορίας στο εσωτερικό βρήκε διέξοδο στη τοκογλυφική εκμετάλλευση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Η βίαιη μεταφορά πόρων από την Ευρώπη στην Αμερική μέσω της αύξησης των τόκων δανεισμού έβαλαν τις βάσεις για την αρχή ενός οξύτατου εμπορικού πολέμου μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Αυτό που έλειπε για να ξεκινήσει αυτή η επίθεση ήταν η χώρα που θα έκαμε την αρχή και ο οικονομικός εκτελεστής που θα τραβούσε την σκανδάλη. Η Ελλάδα δεν κληρώθηκε, αντίθετα πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ο πυροκροτητής. Ήταν μια χώρα αρκούντος υπερχρεωμένη και με αποσαρθρωμένη την – έτσι και αλλιώς υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας – βιομηχανική και γεωργική της παραγωγή, μετά από μια δεκαετία δεμένη στο άρμα του ευρώ. Και η σκανδάλη τραβήχτηκε από αυτόν τον ανεκδιήγητο οικονομικό δολοφόνο – αυτόν τον «βίζιτορ» καθηγητή – τον ΓΑΠ ο οποίος σε αγαστή συνεργασία με το σύνολο σχεδόν της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας «χαρτογράφησε τα άγνωστα νερά για την Ιθάκη». Ένας πληρωμένος οικονομικός δολοφόνος εκπαιδευμένος και σπουδαγμένος στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια παραγωγής ηγετών. Οι κραυγές του για «τιτανικούς, επερχόμενες καταστροφές, παγκόσμιες διακυβερνήσεις» ήταν το έναυσμα για την καταστροφή που σαρώνει σήμερα την Ευρώπη, συμπαρασύροντας στο διάβα της εκατομμύρια ανθρώπων.
Το σύνολο σχεδόν των οικονομολόγων – ιδιαίτερα στην Ελλάδα – βλέπουν μόνο αυτή την πλευρά της κρίσης και αυτή όχι ολόκληρη. Η αληλλοτροφοδοτούμενη και συνδυασμένη χρηματοπιστωτική κρίση και η υπερπαραγωγή στην πραγματική οικονομία, με την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, είναι αυτό που καθορίζει σήμερα την παγκόσμια οικονομία. Έτσι ενώ μπορούν να αναγνώσουν πως ένα μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου στην ευρωζώνη, και ιδιαίτερα της περιφέρειας, μεταφέρεται μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού στην Αμερική και δευτερευόντως στην Γερμανία, αγνοούν τις αιτίες της καταστροφής που πραγματοποιείται στη σφαίρα της παραγωγής.
Το θανατηφόρο αγκάλιασμα που βρέθηκε η ευρωζώνη με ένα σκληρό και ακριβό νόμισμα το οποίο θεσμικά δεν έχει την δυνατότητα υποτίμησης είτε ονομαστικά είτε με την κοπή νέου χρήματος, την κατέστησε ευάλωτη απέναντι στο δολάριο με δύο τρόπους. ● Ένα με την αδυναμία να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά τα αμερικάνικα προϊόντα με ένα ακριβό χρήμα. ● Και δύο εξάρτησε την ανταλλακτική δυνατότητα του, από το δολάριο το οποίο επεμβαίνοντας στην αγορά συναλλάγματος κατορθώνει να κρατάει το ευρώ μόνιμα ψηλά και με αυτό τον τρόπο σε μια μη ανταγωνιστική θέση απέναντι του. Αυτό σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της παγκόσμιας αγοράς, αποτέλεσμα της ύφεσης, είχε δραματικές συνέπειες για την βιομηχανική παραγωγή στην ευρωζώνη. Όταν αυτό άρχισε να γίνετε κατανοητό, μια ιερή συμμαχία πραγματοποιήθηκε μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, οι οποίες στην προσπάθεια τους να προστατεύσουν την βιομηχανική τους παραγωγή, εξαπέλυσαν έναν σφοδρότατο εμφύλιο πόλεμο μέσα στους κόλπους της ευρωζώνης με την θεσμοθέτηση ενός τερατουργήματος που το ονόμασαν «σύμφωνο σταθερότητας» μεταφέροντας τον ανταγωνισμό από την παγκόσμια αγορά στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Έτσι μια οικονομική συρρίκνωση που έτσι και αλλιώς πραγματοποιούταν, σε όλη την δεκάχρονη ύπαρξη του ευρώ σε μια σειρά αδύναμες οικονομικά χώρες στους κόλπους της ευρωζώνης, το δέσιμο με ένα σκληρό νόμισμα των πιο αδύναμων και διαφορετικών παραγωγικών ικανοτήτων οικονομιών μέσα στην ευρωζώνη, μετατράπηκε σε μια πορεία καταστροφής.
Η υποχρεωτική υποταγή των εθνών κρατών με την συνταγματική υποχρέωση τους στο σύμφωνο σταθερότητας, τα αποστέρησε ακόμα περισσότερο από την δυνατότητα ελιγμών και τα κατέστησε απόλυτα εξαρτημένα μετατρέποντας τα σε προτεκτοράτα των αποφάσεων της γραφειοκρατικής καμαρίλας των Βρυξελλών και των αποφάσεων της ιερής συμμαχίας Γαλλίας και Γερμανίας για την σωτηρία των δικών τους βιομηχανιών. Όργανα τους, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα. Με την απειλή της εμφάνισης του διεθνούς νομισματικού ταμείου στην Ελλάδα από τον ΓΑΠ, έγινε κατανοητό από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ του Βερολίνου, του Παρισιού και των τραπεζικών κύκλων των Βρυξελλών ότι η τύχη του ευρώ – άρα και των οικονομιών τους – δεν μπορούσε να αφεθεί στα νύχια του δολαρίου μέσω του ελέγχου που αυτό ασκούσε στο ΔΝΤ. Έτσι υποχρεώθηκαν να στήσουν και να θεσμοθετήσουν τον ακόμα πιο εκτρωματικό μηχανισμό στήριξης, δίπλα και παράλληλα με το σύμφωνο σταθερότητας. Ο μηχανισμός στήριξης στήθηκε με τις υποχρεωτικές καταθέσεις από τους εθνικούς προϋπολογισμούς μεταφέροντας στα έθνη κράτη το κόστος και τους κινδύνους και διαχέοντας με αυτό τον τρόπο σε όλη την Ευρώπη και πέραν της ευρωζώνης το βάρος χρηματοδότησης του μηχανισμού στήριξης. Με αυτό τον τρόπο, μεταφέροντας το κόστος στο σύνολο των ευρωπαίων πολιτών, έβαλαν και τις βάσεις για μια ανταγωνιστική και διαλυτική διαδικασία μέσα στου κόλπους της ευρωζώνης.Δανείζοντας με υπέρογκα τοκογλυφικά επιτόκια από τον μηχανισμό στήριξης – αρχής γενομένης από την Ελλάδα και υπό την απειλή να εκδιωχθεί από το ευρώ – σε μια σειρά ελλειμματικές χώρες επιβλήθηκαν τρομακτικά προγράμματα λιτότητας. Ένα σπιράλ ύφεσης, αδυναμίας ισοσκέλισης των προϋπολογισμών, μέτρων λιτότητας και ξανά ύφεσης είναι το γαϊτανάκι που έχει στηθεί εις βάρος όλης της Ευρώπης. Η ανάγκη κάλυψης των δανειακών υποχρεώσεων των κρατών – υποχρεώσεων δηλαδή απέναντι στις τράπεζες και τα κράτη εξαγωγής, – τα μετέτρεψαν σε προτεκτοράτα και φόρου υποτελείς ισχυρότερων κρατών ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο την κερκόπορτα για ένα νέο αρμαγεδδώνα σε όλο το μήκος και το πλάτος της ΕΕ
Με την πολιτική των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» και σύνθημα την «ανταγωνιστικότητα» όλη η Ευρώπη παρακολουθεί έντρομη ένα τρομακτικό πόλεμο καταστροφής που έχει εξαπολυθεί εναντίον της. Η υποτίμηση της εργασίας και του εργατικού κόστους, η κατάργηση κρατικών δαπανών, η κατάργηση του κράτους πρόνοιας χτισμένο με αγώνες δεκαετιών, οδηγούν τη μια χώρα μετά την άλλη, σε ένα σπιράλ θανάτου ύφεσης, αδυναμίας ισοσκελισμού των προϋπολογισμών, νέων περικοπών και αύξηση της φορολογίας και ξανά ύφεσης. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων υψηλού κόστους και χαμηλής παραγωγικότητας που έχει γνωρίσει μετά τον πόλεμο η ανθρωπότητα, ρίχνοντας ταυτόχρονα στον καιάδα της εξαθλίωσης εκατομμύρια εργαζόμενους και στον αφανισμό ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης οδηγώντας την στην κατάσταση των ανέργων.
Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται μια βίαιη μεταφορά πλούτου στα ισχυρότερα οικονομικά κράτη από όλες τις αρτηρίες της κοινωνίας. Από την μείωση του εργατικού και του κοινωνικού μισθού, από την κατάργηση κρατικών δαπανών και το κλείσιμο κοινωφελών οργανισμών και κοινωνικών λειτουργιών, όλα αυτά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ανάκτησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος κρατικών, εταιρικών και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων μεταφέρεται στην ιδιοκτησία των δανειστών στην προσπάθεια να μετατρέψουν τα άχρηστα ομόλογα και τραπεζογραμμάτια σε εμπράγματες αξίες.
Όπως όλα δείχνουν η ευρωζώνη είναι η περισσότερο χαμένη σ’ αυτόν τον νέο εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει για άλλη μια φορά μέσα στους κόλπους του καπιταλισμού απειλώντας την ανθρωπότητα σε νέα καταστροφή. Ο εμφύλιος που έχει ξεσπάσει μέσα στην ΕΕ, στην προσπάθεια να μεταφερθεί η κρίση από τον πιο δυνατό στον πιο αδύνατο διαχέοντας την ύφεση παντού, είναι αυτή που οδηγεί το άρμα της ύφεσης παγκόσμια και την παγκόσμια οικονομία στον όλεθρο βάζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια για την διάλυση της.
Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό της καταστροφής, η λέξη επενδύσεις στο στόμα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ φαντάζει σαν μαγική λέξη στην προσπάθεια τους να αποκοιμίσουν εκατομμύρια πεινασμένους ανέργους σε όλη την Ευρώπη. Επενδύσεις για αυτούς τους οικονομικούς δολοφόνους μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο όταν η αξία της εργασίας δεν θα μπορεί να αναπαράξει ούτε το εαυτό της, όταν το κράτος πρόνοιας θα έχει καταστραφεί, όταν το κράτος δεν θα έχει κανένα σχεδόν περιουσιακό στοιχείο για να στηρίξει μια εξαθλιωμένη κοινωνία. Μόνο τότε και μόνο σε «ελεύθερες οικονομικές ζώνες» και νέες τεχνολογίες είναι πιθανόν να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που τους επιβάλει ο εμπορικός πόλεμος στην παγκόσμια αγορά.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Όπως όλα δείχνουν για άλλη μια φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια νέα περίοδος σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις έχει ξεκινήσει. Γι άλλη μια φορά οι παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν μέσα στα δεσμά των καπιταλιστικών σχέσεων. Για άλλη μια φορά στην ιστορία του ο καπιταλισμός μετατρέπει το περίσσεμα του πλούτου σε θηλιά στο λαιμό της κοινωνίας. Η αδυναμία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από την έλλειψη δυνατότητας κερδοφορίας του κεφαλαίου και την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους είναι αυτό που θα καθορίσει τα γεγονότα όλη την επόμενη ιστορική περίοδο.
Το 1880 η πρώτη κρίση αδιεξόδου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις ενέπνευσε στον Λαφάργκ την μπροσούρα «το δικαίωμα στην τεμπελιά». Η δύναμη αυτής της μπροσούρας βασιζόταν στην κατανόηση ότι η λύση αυτής της αντίφασης βασιζόταν όχι στην καταστροφική μανία που εξαπέλυε ο καπιταλισμός ενάντια στην εργασία και το κεφάλαιο, στην προσπάθεια του να συρθεί μέσα από την καταστροφή σε έναν νέο κύκλο επένδυσης και κερδοφορίας, αλά αντίθετα στο μοίρασμα των ωρών εργασίας και του πλούτου.
Αν το μέγεθος των παραγωγικών δυνάμεων του 1880 μας έδινε το δικαίωμα να οραματιζόμαστε το «δικαίωμα στην τεμπελιά», 130 χρόνια μετά ινστιτούτα τα οποία είναι στην υπηρεσία του συστήματος δημοσιεύουν μελέτες οι οποίες κατεβάζουν τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ανά εργαζόμενο κάτω από την μία ώρα εργασίας την ημέρα. Όλος ο υπόλοιπος χρόνος είναι περίσσευμα και γι’ αυτό φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια παραγωγής, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας πρέπει να μοιραστεί σε λιγότερους εργαζόμενους και το περίσσευμα εργαζομένων να οδηγηθεί στον καιάδα της εξαθλίωσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τις παραγωγικές δυνάμεις. Ένα μεγάλο μέρος τους πρέπει να καταστραφεί για να αφήσει περιθώριο κερδοφορίας στο υπόλοιπο μέχρι να αρχίσει ξανά ο ίδιος κύκλος από την αρχή σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Η κρίση χρέους που εκδηλώνεται σήμερα για άλλη μια φορά, σε ένα πολύ μεγαλύτερο επίπεδο, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κρίση πλεονάσματος κεφαλαίου που συνυπάρχει με όλο ένα και μεγαλύτερο πλεόνασμα εργασίας. Όσο αυτά τα δύο δεν μπορούν να συνδυαστούν στην παραγωγή τόσο τα δεινά και το « κοινωνικό κόστος» θα μεγαλώνουν. Το δίλημμα που μπαίνει στην εποχή μας, είναι για άλλη μια φορά ξεκάθαρο. Η το πλεονασματικό κεφαλαίο θα καταστρέψει την εργασία και της παραγωγικές δυνάμεις, ή η εργασία θα υποτάξει το κεφάλαιο βάζοντάς το στην υπηρεσία της κοινωνίας. Όλοι οι άλλοι δρόμοι και οι λογικές της καλύτερης διαχείρισης από τους καπιταλιστές για το ξεπέρασμα της κρίσης που αρθρώνονται από διάφορους ρεφορμιστές «μαρξίζωντες» οικονομολόγους, οδηγούν απλώς την κοινωνία σε αυταπάτες, και σαν συνέπεια στον όλεθρο.
Μια καινούρια περίοδος έχει ξεκινήσει στην οικονομική και γεωστρατηγική σφαίρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια περίοδος που το σύνολο των εκφάνσεων, των προβλημάτων και των αντιφάσεων, που περικλείει δεν έχει γίνει ακόμα ορατό στο σύνολό τους. Όπως όλα δείχνουν τίποτε πια δεν είναι το ίδιο όπως χθες και μια νέα περίοδος όξυνσης των κοινωνικών αγώνων ξανοίγεται για άλλη μια φορά. Στο γεωστρατηγικό πεδίο η κρίση θα οξύνει τις συγκρούσεις οδηγώντας στην αμφισβήτηση του μεταπολεμικού στάτους. Η προσπάθεια απόσπασης και ελέγχου από τους αντιπάλους τμημάτων ζωτικού χώρου στην παγκόσμια αγορά θα είναι το κίνητρο που θα οδηγεί τις ενέργειες όλη την επόμενη περίοδο.
Όπως όλα δείχνουν, το βέλος των κοινωνικών εκρήξεων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων το οποίο είχε μετατοπιστεί στην περιφέρεια του καπιταλιστικού κέντρου τα τελευταία 80 χρόνια, για άλλη μια φορά επιστρέφει ξανά πίσω από εκεί που ξεκίνησε. Στην καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Τεράστια κύματα παλίρροιας και αμπώτιδας εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, τα οποία θα διεκδικούν το δικαίωμα στην ζωή θα συνταράσσουν τα θεμέλια ολόκληρου του ανεπτυγμένου καπιταλισμού όλη την επόμενη περίοδο. Η κίνηση αυτή των μαζών θα γίνει και το αναγκαίο εργαλείο για την μετατόπιση της συνείδησης τους και το ξεπέρασμα των ρεφορμιστικών τους αυταπατών. Ρεφορμιστικές αυταπάτες οι οποίες ρίζωσαν και διαμόρφωσαν την συνείδηση γενεών εργαζομένων στις δεκαετίες που κράτησε η οικονομική ανάπτυξη μεταπολεμικά. Ρεφορμιστικές αυταπάτες οι οποίες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο, μετά την κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης.
Η επανεμφάνιση και η αγωνιστική διάθεση εκατοντάδων εκατομμυρίων μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας, μαζί με το ξεπέρασμα των αυταπατών τους θα ξεκαθαρίσει και από τους κόλπους τους όλης της γραφειοκρατικής γάγγραινας, συνδικαλιστικής και πολιτικής, που σαπίζει χρόνια τώρα την ψυχή και το μυαλό τους. Και το ξεκαθάρισμα αυτό δεν θα αφορά μόνο ρεφορμιστικές ηγεσίες αλλά και όλους τους μεταπολεμικούς ιδιαίτερα κήνσορες των «επαναστατικών» τους αυταπατών. Ταυτόχρονα, η κίνηση αυτή των μαζών, θα γίνει και το εργαστήρι εκπαίδευσης των νέων αγωνιστών για την ανάδειξή τους στην οργάνωση των αγώνων της νέας εποχής. Όλη αυτή την περίοδο ζητήματα ταχτικής και μεταβατικών διεκδικήσεων, – όπως το ζήτημα του ενιαίου μετώπου και της υπεράσπισης των αγώνων για δουλειά και δημοκρατία, – θα μπαίνουν ξανά και ξανά στην ημερησία διάταξη προς λύση. Αυτό το καμίνι της καθημερινής πάλης από το οποίο θα κριθεί το μέλλον των εργαζομένων και μαζί τους το μέλλον της ιστορίας θα γίνει ο κλίβανος που θα ψηθεί και θα γαλουχηθεί η νέα γενιά αγωνιστών.
Το 1880 η πρώτη κρίση αδιεξόδου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις ενέπνευσε στον Λαφάργκ την μπροσούρα «το δικαίωμα στην τεμπελιά». Η δύναμη αυτής της μπροσούρας βασιζόταν στην κατανόηση ότι η λύση αυτής της αντίφασης βασιζόταν όχι στην καταστροφική μανία που εξαπέλυε ο καπιταλισμός ενάντια στην εργασία και το κεφάλαιο, στην προσπάθεια του να συρθεί μέσα από την καταστροφή σε έναν νέο κύκλο επένδυσης και κερδοφορίας, αλά αντίθετα στο μοίρασμα των ωρών εργασίας και του πλούτου.
Αν το μέγεθος των παραγωγικών δυνάμεων του 1880 μας έδινε το δικαίωμα να οραματιζόμαστε το «δικαίωμα στην τεμπελιά», 130 χρόνια μετά ινστιτούτα τα οποία είναι στην υπηρεσία του συστήματος δημοσιεύουν μελέτες οι οποίες κατεβάζουν τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ανά εργαζόμενο κάτω από την μία ώρα εργασίας την ημέρα. Όλος ο υπόλοιπος χρόνος είναι περίσσευμα και γι’ αυτό φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια παραγωγής, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας πρέπει να μοιραστεί σε λιγότερους εργαζόμενους και το περίσσευμα εργαζομένων να οδηγηθεί στον καιάδα της εξαθλίωσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τις παραγωγικές δυνάμεις. Ένα μεγάλο μέρος τους πρέπει να καταστραφεί για να αφήσει περιθώριο κερδοφορίας στο υπόλοιπο μέχρι να αρχίσει ξανά ο ίδιος κύκλος από την αρχή σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Η κρίση χρέους που εκδηλώνεται σήμερα για άλλη μια φορά, σε ένα πολύ μεγαλύτερο επίπεδο, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κρίση πλεονάσματος κεφαλαίου που συνυπάρχει με όλο ένα και μεγαλύτερο πλεόνασμα εργασίας. Όσο αυτά τα δύο δεν μπορούν να συνδυαστούν στην παραγωγή τόσο τα δεινά και το « κοινωνικό κόστος» θα μεγαλώνουν. Το δίλημμα που μπαίνει στην εποχή μας, είναι για άλλη μια φορά ξεκάθαρο. Η το πλεονασματικό κεφαλαίο θα καταστρέψει την εργασία και της παραγωγικές δυνάμεις, ή η εργασία θα υποτάξει το κεφάλαιο βάζοντάς το στην υπηρεσία της κοινωνίας. Όλοι οι άλλοι δρόμοι και οι λογικές της καλύτερης διαχείρισης από τους καπιταλιστές για το ξεπέρασμα της κρίσης που αρθρώνονται από διάφορους ρεφορμιστές «μαρξίζωντες» οικονομολόγους, οδηγούν απλώς την κοινωνία σε αυταπάτες, και σαν συνέπεια στον όλεθρο.
Μια καινούρια περίοδος έχει ξεκινήσει στην οικονομική και γεωστρατηγική σφαίρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια περίοδος που το σύνολο των εκφάνσεων, των προβλημάτων και των αντιφάσεων, που περικλείει δεν έχει γίνει ακόμα ορατό στο σύνολό τους. Όπως όλα δείχνουν τίποτε πια δεν είναι το ίδιο όπως χθες και μια νέα περίοδος όξυνσης των κοινωνικών αγώνων ξανοίγεται για άλλη μια φορά. Στο γεωστρατηγικό πεδίο η κρίση θα οξύνει τις συγκρούσεις οδηγώντας στην αμφισβήτηση του μεταπολεμικού στάτους. Η προσπάθεια απόσπασης και ελέγχου από τους αντιπάλους τμημάτων ζωτικού χώρου στην παγκόσμια αγορά θα είναι το κίνητρο που θα οδηγεί τις ενέργειες όλη την επόμενη περίοδο.
Όπως όλα δείχνουν, το βέλος των κοινωνικών εκρήξεων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων το οποίο είχε μετατοπιστεί στην περιφέρεια του καπιταλιστικού κέντρου τα τελευταία 80 χρόνια, για άλλη μια φορά επιστρέφει ξανά πίσω από εκεί που ξεκίνησε. Στην καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Τεράστια κύματα παλίρροιας και αμπώτιδας εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, τα οποία θα διεκδικούν το δικαίωμα στην ζωή θα συνταράσσουν τα θεμέλια ολόκληρου του ανεπτυγμένου καπιταλισμού όλη την επόμενη περίοδο. Η κίνηση αυτή των μαζών θα γίνει και το αναγκαίο εργαλείο για την μετατόπιση της συνείδησης τους και το ξεπέρασμα των ρεφορμιστικών τους αυταπατών. Ρεφορμιστικές αυταπάτες οι οποίες ρίζωσαν και διαμόρφωσαν την συνείδηση γενεών εργαζομένων στις δεκαετίες που κράτησε η οικονομική ανάπτυξη μεταπολεμικά. Ρεφορμιστικές αυταπάτες οι οποίες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο, μετά την κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης.
Η επανεμφάνιση και η αγωνιστική διάθεση εκατοντάδων εκατομμυρίων μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας, μαζί με το ξεπέρασμα των αυταπατών τους θα ξεκαθαρίσει και από τους κόλπους τους όλης της γραφειοκρατικής γάγγραινας, συνδικαλιστικής και πολιτικής, που σαπίζει χρόνια τώρα την ψυχή και το μυαλό τους. Και το ξεκαθάρισμα αυτό δεν θα αφορά μόνο ρεφορμιστικές ηγεσίες αλλά και όλους τους μεταπολεμικούς ιδιαίτερα κήνσορες των «επαναστατικών» τους αυταπατών. Ταυτόχρονα, η κίνηση αυτή των μαζών, θα γίνει και το εργαστήρι εκπαίδευσης των νέων αγωνιστών για την ανάδειξή τους στην οργάνωση των αγώνων της νέας εποχής. Όλη αυτή την περίοδο ζητήματα ταχτικής και μεταβατικών διεκδικήσεων, – όπως το ζήτημα του ενιαίου μετώπου και της υπεράσπισης των αγώνων για δουλειά και δημοκρατία, – θα μπαίνουν ξανά και ξανά στην ημερησία διάταξη προς λύση. Αυτό το καμίνι της καθημερινής πάλης από το οποίο θα κριθεί το μέλλον των εργαζομένων και μαζί τους το μέλλον της ιστορίας θα γίνει ο κλίβανος που θα ψηθεί και θα γαλουχηθεί η νέα γενιά αγωνιστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.