ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Ξαφνικά η Κύπρος βρέθηκε στο κέντρο του ενδιαφέροντος μας και των εξελίξεων. Ή μάλλον των προσδοκιών και φόβων μας για τις εξελίξεις. Μέχρι προχτές ελάχιστοι ασχολούνταν και ενδιαφέρονταν για το Κυπριακό. Οι πιο πολλοί – ιδιαίτερα οι «προοδευτικοί», αριστεροί διεθνιστές και πιστοί της «ταξικής πάλης» – τους θεωρούσαν περίπου γραφικούς κι’ εύκολα τους κατέταξαν στους «ελληναράδες» ή «εθνικιστές». Για το «Κυπριακό ζήτημα» δύσκολα εύρισκες άρθρα στα έντυπα τους ή στις ιστοσελίδες τους. Ήταν ένα ζήτημα που δεν τους ενδιέφερε και νόμιζαν – όπως συμβαίνει γενικά και σε πλατειά στρώματα του λαού – ότι δεν τους αφορά.
Ό,τι δεν μας ενδιαφέρει δεν σημαίνει και ότι δεν μας αφορά. Απλούστατα δεν έχουμε μάθει να μας ενδιαφέρουν τα πάντα και με προσοχή να εξετάζουμε αν μας αφορούν και γιατί ναι ή όχι. Σήμερα πάρα πολλοί καταφέρονται κατά του Γιώργου Παπανδρέου – και του ΠΑΣΟΚ γενικότερα – γιατί «μας πούλησε», γιατί μας οδήγησε στην καταστροφή, το ΔΝΤ, το Μνημόνιο κλπ. Όμως ο Γ. Παπανδρέου μας είχε προειδοποιήσει για το τι θα πράξει όταν αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου, από το 2004: Τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Που ουσιαστικά «πούλαγε» την Κύπρο. Και οι Αναστασιάδης και Χριστόφιας στην Κύπρο, το ίδιο από τότε μας είχαν προειδοποιήσει. Ο πρώτος είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ του ίδιου σχεδίου. Ο δεύτερος ταλαντεύτηκε και κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τάχθηκε ενάντια, αφού είχε διαπιστώσει ότι η βάση του ΑΚΕΛ ήταν ενάντια. «Ψηφίζουμε Όχι για να τσιμεντώσουμε το Ναι» ήταν το απόφθεγμα του.
Στην Ελλάδα, τότε, υπέρ είχε ταχθεί και ο ΣΥΝ, με δήλωση του προέδρου του Ν. Κωνσταντόπουλου [όσοι διαφώνησαν τότε δεν τόλμησαν να έρθουν σε ανοικτή ρήξη μαζί του ή με το κόμμα τους, παρόλο ότι επρόκειτο για κομβικής σημασίας ζήτημα και διαφωνίας]. Η ΑΚΟΑ δεν κατάφερε να αποφασίσει – υπήρξε διάσταση πάνω στο ζήτημα αυτό – και κρύφτηκε πίσω από την ουδετερότητα και το σεβασμό των διαφορετικών απόψεων. Οι γνωστοί «αριστεριστές», πεπεισμένοι «αντι-εθνικιστές» – το Κυπριακό φάνταζε και τους φαντάζει εθνικιστικό παραλήρημα – δεν κατάφεραν κι αυτοί να ομονοήσουν. Μόνο το ΚΚΕ στάθηκε σταθερά κατά του Σχεδίου Ανάν, που το θεώρησε σχέδιο ιμπεριαλιστικό. Και είχε δίκιο. Κι η στάση του έπαιξε θετικό ρόλο για την έκβαση του δημοψηφίσματος στην Κύπρο. Επηρέασε όχι μόνο τους οπαδούς του ΑΚΕΛ, αλλά ακόμα και τους συντηρητικούς.(1)
Ο Κ. Καραμανλής απέφυγε να πάρει καθαρή θέση, άφησε όμως να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ήταν ενάντια στο σχέδιο Ανάν. Η στάση του αυτή έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού 76% κατά του σχεδίου. Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού ήτανε κι αυτή ενάντια στο σχέδιο Ανάν – όπως έδειξαν οι σχετικές έρευνες. Αντίθετα με το λαό, μια μεγάλη μερίδα της διανόησης - τρανταχτά ονόματα της αριστεράς και του «εκσυγχρονισμού» – τάχθηκαν ανοικτά με το Σχέδιο Ανάν, μια και ήτανε «Σχέδιο Ευρωπαϊκό», κι αυτοί δηλωμένοι «ευρωπαϊστές», αντι-εθνικιστές, πολυπολιτισμικοί και δειλά υπέρ της «παγκοσμιοποίησης» κλπ. Πολλοί από αυτούς σήμερα βρίσκονται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και μάλιστα σε υψηλά πόστα.
Να, λοιπόν, που σήμερα όλοι αυτοί ενδιαφέρονται για την τύχη της Κύπρου, αγωνιούν για τις δύσκολες στιγμές που περνάει και προτείνουν σχέδια επί σχεδίων για το πώς θα βγει η Κύπρος – ο λαός της – από το αδιέξοδο που την οδήγησε η γνωστή απόφαση των ευρωπαίων ηγετών – υπό την γερμανική καθοδήγηση.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι στη συνέντευξη τύπου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ (21/3) κ. Αλέξη Τσίπρα για τις εξελίξεις στην Κύπρο φάνηκε ότι δεν ήτανε προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει μια τέτοια εξέλιξη. Άλλωστε τον «σύνολο» ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν τον είχε απασχολήσει στο παρελθόν σοβαρά το Κυπριακό. Στο πρόγραμμα του περιορίστηκε φραστικά να επαναλάβει το τετριμμένο «Στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας στην εξωτερική πολιτική είναι η επίλυση του Κυπριακού με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Για τον τερματισμό της κατοχής και την επανένωση του νησιού στο πλαίσιο μιας δικοινοτικής – διζωνικής ομοσπονδίας με μία ιθαγένεια, μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα. Για μια Κύπρο χωρίς ξένους στρατούς και ξένες βάσεις», αγνοώντας φυσικά – και βέβαια σε αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, αφού όλα τα κόμματα σε Κύπρο κι Ελλάδα το ίδιο επαναλαμβάνουν – ότι «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» σημαίνει ουσιαστικά αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής-κατοχής. Τι κι αν μια τέτοια συμφωνία υπέγραψε ο Μακάριος με τον Ντενκτάς. Στη βάση, στα θεμέλια του σχεδίου Ανάν, αυτή τη συμφωνία βρίσκουμε. Δεν θα σχολιάσω δε το περί ξένων στρατών, όπου εδώ συμπεριλαμβάνεται η ΕΛΔΥΚ. Αλλά γι αυτά θα ασχοληθούμε, άλλοτε, ιδιαίτερα.
Ούτε στην εναρκτήρια ομιλία του στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ο πρόεδρος του θυμήθηκε τους μεγάλους αγώνες της δεκαετίας του 1950 και 1960 για την Κύπρο, ως ρίζες του. Το ΕΑΜ, η ΕΔΑ, το 114, το 15%, η Γένοβα υπήρχανε, αλλά οι αγώνες και τα συλλαλητήρια – με νεκρούς μάλιστα – για την Κύπρο δεν αναφέρθηκαν. Ούτε βέβαια στο κλείσιμο του διορθώθηκε η κατάσταση. Στη «Διακήρυξη» της Συνδιάσκεψης υπάρχει μια απλή αναφορά στους «αγώνες υπέρ της αυτοδιάθεσης της Κύπρου»
Αλλά δεν θα σταθούμε άλλο στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Για το τι πιστεύει και προτείνει η Αριστερά – σε Ελλάδα και Κύπρο – για το «κυπριακό πρόβλημα» θα ασχοληθούμε σε άλλο άρθρο. Γενικότερα θα μας απασχολήσουν μια σειρά παλιά και νέα προβλήματα και ιδέες που ήρθαν στην επιφάνεια με αφορμή την σημερινή κρίση στην Κύπρο. Γι αυτό θα ακολουθήσει μια σειρά άρθρων μας, ώστε να εκθέσουμε όσο μπορούμε πιο σφαιρικά την άποψη, τις ιδέες, για το μέγιστο αυτό εθνικό μας θέμα, αυτών που χρόνια τώρα αγωνίστηκαν για αυτό από τη σκοπιά της αριστεράς.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ 1η ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟ 1955 ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ..
Σαν χθες – 1η Απρίλη 1955 – ξεκίνησε ο ηρωικός, εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ, για την Αυτοδιάθεση-Ένωση της Κύπρου με την μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Πρωί-πρωί αντήχησαν οι πρώτες βόμβες - «τρακατρούκες» τις χαρακτήρισε τότε το ΑΚΕΛ (2) - , σήμαντρα του αγώνα για τη Λευτεριά του λαού της Κύπρου από την αγγλική σκλαβιά. Ένας αγώνας που εκτυλίχθηκε στις πόλεις και τα βουνά της Κύπρου και που δεν κατόρθωσαν να τον νικήσουν στρατιωτικά οι Άγγλοι αποικιοκράτες. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που τους συνέβηκε αυτό. Οι νέοι και οι νέες της Κύπρου έθεσαν την πολύτιμη ζωή τους στην υπηρεσία του αγώνα για εθνική Αυτοδιάθεση κι Ένωση τους με την Ελλάδα, θυσιάστηκαν γι αυτό τον σκοπό. Όπως, στο παρελθόν, ο συνεργάτης του Ρήγα Βελεστινλή Ι. Καρατζάς που συνελήφθη μαζί με άλλους το Δεκέμβρη του 1797 (3).
Είναι γνωστό πώς οι Τούρκοι κυρίαρχοι της Κύπρου, υποπτευόμενοι ότι οι Έλληνες θα ξεσηκωθούν όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα το 1821, φρόντισαν να εξοντώσουν την πιθανή ηγεσία τους. Τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και αρχιδιάκονο Μελέτιον τους απαγχόνισαν, όπως και τον λόγιο ηγούμενο της Μονής Κύκκου Ιωσήφ, ενώ τους άλλους αρχιερείς και προκρίτους, άνω των τετρακοσίων τους εκαρατόμησαν. Μετά τη σφαγή της Λευκωσίας διεσπάρησαν στο νησί Γενίτσαροι που έσφαζαν και αιχμαλώτιζαν επί τριάντα ημέρες. Μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου έγινε και δεύτερη μικρότερη σφαγή στην Κύπρο.(4). «Πολλοί Κύπριοι έφυγαν τότε από την Κύπρον, έλαβαν μέρος εις τον αγώνα για την ελευθερία. Περί τους 130 δε εφονεύθησαν κατά την μάχη των Αθηνών του 1827. Πολλοί απετέλεσαν ιδιαίτερη φάλαγγα Κυπρίων υπό τον στρατηγό Χατζηπέτρον. Άλλοι πάλι πήγαν στην Ρώμη και εργάστηκαν για την απελευθέρωση του Νησιού και την Ένωση μετά των λοιπών Ελλήνων. Όρισαν μάλιστα για τούτο επίτροπο της Κύπρου τον Νικόλαο Θησέα για να οργανώσει την διαφώτιση και τις αναγκαίες ενέργειες (5) Οι μαρτυρίες λένε πώς κύπριοι αγωνιστές ήταν πλάϊ στον Γ. Καραϊσκακη, στην μάχη του Φαλήρου, που του στοίχισε και τη ζωή.
Με αυτόν, τον γνωστό τους τρόπο, οι τούρκοι πρόλαβαν τον ξεσηκωμό των Κυπρίων για την απελευθέρωση τους από την τουρκική σκλαβιά: να πάρουν μέρος δηλαδή στο γενικό ξεσηκωμό του γένους των Ελλήνων το 1821.
Οι Κύπριοι, όμως, δεν σταμάτησαν ποτέ να διεκδικούν με όποιο τρόπο μπορούσαν – διαβήματα, συλλαλητήρια, παραστάσεις, διαφώτιση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ακόμα και με τη συμμετοχή τους στους αγώνες των αδελφών τους στην Ελλάδα – και τη δική τους απελευθέρωση και Ένωση με τα υπόλοιπα αδέλφια τους. Κύπριοι συμμετείχαν ακόμα και στον Μακεδονικό αγώνα, όπως πήραν μέρος και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (6) .
1931 ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΚΥΠΡΟΥ |
Κορυφαία στιγμή αυτού του αγώνα τους – προπολεμικά – αποτελούν τα «Οκτωβριανά». Με αφορμή και αιτία την επιβολή ενός πρόσθετου φόρου το 1931, υπήρξε μια αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση. Οι εξεγερμένες λαϊκές μάζες κατέλαβαν και έκαψαν το Κυβερνείο και ανακήρυξαν την Ένωση με την Ελλάδα. Οι μικροαστοί ηγέτες τους έφυγαν από τη στιγμή που οι μάζες προχώρησαν πέρα από τα σχέδια τους και τα έβαλαν με τους αποικιοκράτες. Η καταστολή ήρθε άμεση και βίαιη. Έτσι όπως την ξέρει η αποικιοκρατία: με σκοτωμούς, βασανισμούς, φυλακίσεις και εξορίες. Και με πρόστιμο ώστε να αποκατασταθούν οι ζημιές.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου απουσίασε από την εξέγερση. Την καταδίκασε. Για τη στάση του αυτή ο Μπέλα Κούν [ στο όνομα της Τρίτης Διεθνούς] είπε:
«Ήταν η εξέγερση του 1931 ένα γνήσιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, όπου είχαν αντιπαραταχθεί δύο στρατόπεδα. Από τη μια το στρατόπεδο του λαού (κυρίως των πόλεων) με τους απλούς κομμουνιστές κάτω από την ηγεσία των εθνικιστών και της Εκκλησίας. Και από την άλλη, το στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών με σύμμαχο την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος» (7)
Η εξέγερση εξαπλώθηκε σε πολλές πόλεις [Λάρνακα, Κερύνεια, Πάφο, Λεμεσό] και ύπαιθρο της Κύπρου, όπου ο λαός ανέμενε ένα τέτοιο ξεσηκωμό από τις πόλεις. Κεντρικά συνθήματα αντι-αποικιακά και υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Αλλά ακόμα συνεπήρε και τις Κυπριακές παροικίες του εξωτερικού [Αίγυπτο, Λίβανο, Σουδάν, Συρία και Παλαιστίνη, Αβησσυνία]. Υπήρξε, βέβαια, αντίδραση από την πλευρά της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Την ίδια στάση κράτησαν οι μικρές κοινότητες των Μαρωνιτών και Αρμένιων.(8) Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος καταδίκασε κι αυτός την εξέγερση και την κήρυξη της Ένωσης με την Ελλάδα. Δήλωσε μάλιστα πώς «ζήτημα κυπριακόν δεν υφίσταται μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της αγγλικής. Υφίσταται μεταξύ της τελευταίας ταύτης και των Κυπρίων». Και για να μη νομίσει κάποιος καλοπροαίρετος ότι αυτό αποτελούσε μια σώφρονα τακτική, να προσθέσουμε ότι η συνέχεια της δήλωσης του είναι εξόχως αποκαλυπτική: «Και μέχρι τούδε μεν ο αγών αυτός διεξήγετο εκ μέρους των τελευταίων δι’ υπομνημάτων, ψηφισμάτων, συλλαλητηρίων, δια μέσων δηλαδή, τα οποία ο φιλελεύθερος αγγλικός χαρακτήρ θεωρεί απολύτως θεμιτά. Αλλά δυστυχώς σήμερον εσημειώθησαν, κατά τας ειδήσεις των εφημερίδων, και εγκληματικαί παρεκτροπαί, όπως επιθέσεις κατά του στρατού και της αστυνομίας και εμπρησμός του Διοικητηρίου της Λευκωσίας. Ενώπιον δε τοιούτων παρεκτροπών είναι γνωστόν ότι η φιλοσοφική ανοχή των Άγγλων σταματά και αρχίζει η αυστηρά πλέον εφαρμογή των νόμων» (9) . Ο άνθρωπος που είχε τεθεί επικεφαλής παρόμοιων «παρεκτροπών» κατά την επανάσταση του Θερίσου, λίγα χρόνια νωρίτερα για την απελευθέρωση της Κρήτης και την Ένωση της με την Ελλάδα – ενάντια μάλιστα στην επίσημη πολιτική των ανακτόρων - τώρα κάλυπτε με ρατσιστικά επιχειρήματα – «αγγλικός χαρακτήρ», «φιλοσοφική ανοχή» – την βάρβαρη αποικιοκρατική / ιμπεριαλιστική αντίδραση του αγγλικού αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Η «μητέρα πατρίδα» – στενός συνεργάτης και υποτελής του κυρίαρχου ιμπεριαλιστή αποικιοκράτη – στρεφότανε ενάντια στο «παιδί» της που με τον αγώνα του αμφισβητούσε τον κοινό για τους Έλληνες εχθρό, καταπιεστή, κυρίαρχο. Αυτό θα επαναληφθεί πολλές φορές.
Και θα γίνει αιτία πολιτικών κρίσεων στην «μητέρα» Ελλάδα: π.χ. Ιουλιανά, με κορύφωση και κατάληξη τους, την επιβολή της Χούντας στις 21 Απρίλη του 1967. Η κατάρρευση της τον Ιούλη του 1974 είναι πολύ πιο ευδιάκριτη. Οφείλεται στο κατά Μακαρίου πραξικόπημα της και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, που οδήγησε στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου και τη μεγαλύτερη, μετά το 1922, εθνική καταστροφή: κατάληψη του 38% της Κύπρου από την Τουρκία – δηλαδή επάνοδο των νέο-οθωμανών για πρώτη φορά σε εδάφη από όπου είχαν εκδιωχθεί και παραιτηθεί [βλ. Συνθήκη Λωζάννης].
Αυτή η αλήθεια μόνιμα παραγνωρίζεται και από την πλευρά της ελληνικής αριστεράς που επιμένει να συνδέει την πτώση της Χούντας με τον αγώνα των φοιτητών στο Πολυτεχνείο. Όπως πάει ίσως σε λίγα χρόνια η κυρίαρχη μεταμοντέρνα λογική της μπορεί να αποδώσει όλα αυτά στο κίνημα για τη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλόφιλων.
Σκοπός μας εδώ δεν είναι να αναφερθούμε στην ιστορία του Κυπριακού – αυτό όποτε χρειαστεί θα το κάνουμε στη συνέχεια – αλλά α) να δείξουμε έστω και απελπιστικά συνοπτικά ότι οι αγώνες των Ελλήνων της Κύπρου βάδισαν πάντοτε παράλληλα με αυτούς του υπόλοιπου ελληνισμού για την απελευθέρωση τους από τα δεσμά της σκλαβιάς και κατάκτησης της Ελευθερίας του, και β) να εξηγήσουμε τι είναι αυτό το περιβόητο «Κυπριακό πρόβλημα».
Όπως έγραφε σε σχετική προκήρυξη της η «Ομάδα διαφώτισης για την Κύπρο» την 1 Μάρτη 1977 (10) :
«Το Κυπριακό πρόβλημα δεν είναι δημιούργημα του ΝΑΤΟ, αφού έχει ζωή ήδη από το μεσοπόλεμο, πριν δηλαδή υπάρξει ο στρατιωτικός αυτός συνασπισμός. Ούτε είναι πρόβλημα συμβίωσης δύο κοινοτήτων, απλώς και μόνο, αφού η όξυνση των σχέσεων μεθοδεύτηκε το ’55-΄59 από τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό για να αδυνατίσει την αντιαποικιακή πάλη του κυπριακού λαού που είχε αρχίσει το ‘ 31.
Η προσπάθεια να φανεί το πρόβλημα σα διακοινοτική διαφορά δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να παραχαράσσει το πρόβλημα, προβάλλοντας μια δευτερεύουσα αντίθεση σαν κύρια. α) Το πρόβλημα είναι δημιούργημα του ίδιου του Κυπριακού λαού που αγωνίζεται ν’ αποχτήσει την Αυτοδιάθεση του και την εθνική του ολοκλήρωση. Δηλαδή είναι εθνικό πρόβλημα του συνόλου του ελληνικού λαού, αφού στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι κάτοικοι του νησιού είναι Έλληνες. Όμως η εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην εποχή μας είναι ταυτόχρονα πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, πράγμα που προσδιορίζει και τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να στηρίξουν αυτό τον αγώνα και να τον φέρουν σε πέρας. Γίνεται έτσι το αίτημα των Κυπρίων για Αυτοδιάθεση η πυκνή έκφραση της εξάρτησης της υπόλοιπης Ελλάδας από τον Ιμπεριαλισμό……
Οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας κράτησαν πάντα με συνέπεια τη στάση αυτή [σ.σ. που ξεκίνησε με τον Βενιζέλο το ΄31] για τον απλούστατο λόγο ότι το κίνημα για την αυτοδιάθεση της Κύπρου ξεσκεπάζει το αληθινό πρόσωπο της υποτέλειας τους, και κινητοποιεί τις μάζες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την άλλη μεριά η ηγεσία του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν κατάφερε να δει σωστά την ενότητα του αγώνα και από τις δύο μεριές του ελληνικού χώρου.» (11)
Αμέσως προβάλλει η βαθύτερη αιτία του «κυπριακού προβλήματος». Η ελληνικότητα του Νησιού. Δεν υπάρχει σήμερα σοβαρός ιστορικός που να μην αναγνωρίζει ότι η ελληνικότητα της Κύπρου χάνεται στα βάθη χιλιετηρίδων(12) . Η ελληνικότητα αυτή άντεξε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας. Είχε σφυρηλατηθεί μια τέτοια εθνική συνείδηση – δύσκολα ερμηνεύσιμη από έναν χυδαίο, οικονομίστικο μαρξισμό – που δεν κατόρθωσαν να σπάσουν ούτε οι Τούρκοι με τις διώξεις, τους βανδαλισμούς και τους βίαιους εξισλαμισμούς – ιδιαίτερα μετά τις σφαγές του 1821. Άλλωστε πολλοί από αυτούς που αλλαξοπίστησαν προκειμένου να γλυτώσουν τη ζωή τη δική τους και της οικογένειας τους, παρέμειναν «κρυφά» ορθόδοξοι χριστιανοί. Οι γνωστοί «λινομπάμπακοι». Διατήρησαν εικονοστάσια και άλλα χριστιανικά σύμβολα που ζήτησαν να τους ακολουθήσων ακόμα και στον τάφο τους. Έχουν βρεθεί σταυροί και εικόνες σε τάφους εξισλαμισθέντων / «τουρκοκύπριων», χριστιανών.
Όταν οι Άγγλοι αγόρασαν την Κύπρο από την Πύλη και περισσότερο όταν την ανακήρυξαν κτήση τους, πολλοί από τους εξισλαμισθέντες – κρυπτοχριστιανούς, αποβάλλοντας πια το φόβο του τούρκου δυνάστη. ζήτησαν να επιστρέψουν στο ορθόδοξο θρήσκευμα τους. Η στενόμυαλη ηγεσία της κυπριακής εκκλησίας αρνήθηκε να δεχτεί στους κόλπους της τα «απολωλότα» πρόβατα. Μια κίνηση που εκμεταλλεύτηκαν οι πανέξυπνοι άγγλοι αποικιοκράτες, γιατί έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να διατηρήσουν, με βάση τη θρησκεία, την «τουρκική μειονότητα», μεγαλύτερη από αυτή που στην πραγματικότητα ήτανε. Στο πως το εκμεταλλεύτηκαν αυτοί και η Τουρκία είναι μάλλον γνωστά.(13) .
Δημιούργησαν ή μάλλον με την ευγενή προσφορά της κυπριακής εκκλησίας κατασκεύασαν μια «τουρκική μειονότητα»
Δημιούργησαν ή μάλλον με την ευγενή προσφορά της κυπριακής εκκλησίας κατασκεύασαν μια «τουρκική μειονότητα»
και μέσω αυτής έβαλαν πάλι στην Τουρκία στο «παιγνίδι».
Στο επόμενο θα ασχοληθούμε ακριβώς με τη σχέση πλειονότητας-μειονότητας και πλειοψηφίας-μειοψηφίας, ώστε να προχωρήσουμε πια στην εξέταση του πώς φτάσαμε από την
1η Απριλίου του 1955 στη σημερινή τραγική κατάσταση της Κύπρου και της Ελλάδας.
1η Απριλίου του 1955 στη σημερινή τραγική κατάσταση της Κύπρου και της Ελλάδας.
Η φύση του Κυπριακού ζητήματος
Τι είναι το «Κυπριακό ζήτημα» και γιατί και πως έγινε «Κυπριακό πρόβλημα» (14). Αυτό θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Και γι αυτό, επίσης, θα αναγκαστούμε να επιμείνουμε λίγο σε στοιχεία από την «Ιστορία της Κύπρου». Μια και θα συναντήσουμε στη συνέχεια απόψεις που προέρχονται είτε από την άγνοια της είτε που συνειδητά την διαστρεβλώνουν, προκειμένου να υποστηρίξουν λύσεις του προβλήματος που δεν είναι προς όφελος του λαού της ∙ αντίθετα θα λέγαμε εξυπηρετούν τα γενικότερα και ειδικά σχέδια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή μας.
Το «Κυπριακό» ανήκει στο μεγάλο, κεφαλαιώδες «Εθνικό Ζήτημα», «που αποτελεί τεράστιο και σύνθετο πρόβλημα που παρουσιάστηκε με την εμφάνιση των εθνών» (15). Εδώ, όμως, δεν είχαμε να κάνουμε με το αίτημα της απελευθέρωσης ενός έθνους από τα δεσμά της δουλείας του, από την καταπίεση ενός άλλου έθνους, την αποτίναξη της αποικιοκρατικής αλυσίδας. Δεν είχαμε να κάνουμε με τη διεκδίκηση της Αυτοδιάθεσης-Ανεξαρτησίας του. Είχαμε να κάνουμε με το αίτημα της Αυτοδιάθεσης – Ένωσης του με το υπόλοιπο, ανεξάρτητο κομμάτι του. Με την Ένωση του με την μητέρα-πατρίδα, την Ελλάδα.
Εδώ ακριβώς το «Εθνικό ζήτημα», δηλαδή «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης κάθε έθνους, δηλαδή ελεύθερα να καθορίζει την πορεία του, το δικαίωμα να έχει ίσες δυνατότητες, ίσα δικαιώματα ολόπλευρης ανάπτυξης (με όλα τα άλλα έθνη του κόσμου), χωρίς το ίδιο να βλάπτει την αυθυπαρξία και την ανεμπόδιστη προαγωγή των άλλων εθνών» (15) , γίνεται πραγματικό πρόβλημα τόσο για τον κυρίαρχο, τον καταπιεστή του Νησιού, όσο και τη σταθερότητα του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, όπως επίσης και για την άρχουσα τάξη πραγμάτων στην «μητέρα-πατρίδα» και το ίδιο το απελευθερωτικό κίνημα στην Κύπρο. Γίνεται πρόβλημα που επιδέχεται όχι μια λύση, αλλά περισσότερες. Θα τα δούμε όλα αυτά στη συνέχεια.
Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι δεν ασχολούμαστε με το Κυπριακό χάρη της επικαιρότητας (Μνημόνιο), όπως συμβαίνει σήμερα με το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς ∙ ούτε και με την ιστορία του από λόγους παρελθοντολογίας. Δεν πάσχουμε από «στείρα παρελθοντολογία». Αλλά γιατί πιστεύουμε ότι το παρόν μας – της λεγόμενης ανεξάρτητης και ελεύθερης Ελλάδας και Κύπρου – είναι πολύ στενά δεμένο με αυτή την «Ιστορία». Ότι μόνο αν εξετάσουμε «Το Παρόν σαν Ιστορία» (16) θα μπορέσουμε να καταλάβουμε σε μεγάλο βαθμό γιατί φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα. Όπως έλεγε και ο Μάο για να καταλάβεις ένα πράγμα, ένα φαινόμενο, πρέπει να μελετήσεις την ιστορία του, πώς διαμορφώθηκε.
Γι αυτό θα επιμείνουμε λίγο ακόμα στην Ιστορία της Κύπρου. Άλλωστε σε αυτό μας έδωσε διπλή ώθηση α) η έρευνα της Public Issue, για λογαριασμό της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24-3-13) για το τι ξέρουμε για επανάσταση του 1821, όπου βέβαια η Κύπρος απουσιάζει. Μια έρευνα για το τι ξέρουμε για την Κύπρο και την Ιστορία της μάλλον θα είχε τραγικά αποτελέσματα. β) η άποψη – πλήρης διαστρέβλωσης της ιστορίας – του Δημοσθένη Παπαδάτου (Αναγνωστόπουλου), που παραθέσαμε στην παραπομπή (13) του πρώτου μέρους. Αποτελεί ένα μικρό δείγμα του τι πιθανόν θα μας έδειχνε μια έρευνα, ιδίως, μεταξύ της νεολαίας, αλλά και του οργανωμένου κόσμου σε ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, σχετικά με το Κυπριακό.
Θα υπενθυμίσουμε, λοιπόν, μερικά κομμάτια της που έχουν σχέση με την επιχειρηματολογία, δυστυχώς, όχι μόνο της δεξιάς αλλά και της αριστεράς σήμερα. Χωρίς ούτε στιγμή να ξεχνάμε πως όλη αυτή η «παράκαμψη» θα υπηρετήσει και θα καταλήξει στην σημερινή κατάσταση.
Α - Είπαμε παραπάνω ότι η ελληνικότητα της Κύπρου που ανιχνεύεται ήδη από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίες όπου εμφανίζονται οι πρώτοι μυκηναίοι άποικοι και ακολουθούν μυριάδες Αχαιοί. Την άφιξη των Ελλήνων από βορρά, από τις ακτές της Παμφυλίας, υποδεικνύει και το γεωγραφικό όνομα Αχαιών ακτή, όπως τη βρίσκουμε στον Στράβωνα και τον Πτολεμαίο. Ακολούθησαν και άλλοι άποικοι της ίδιας φυλής. Έτσι κατόρθωσαν να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους και να επιβληθούν στους αυτόχθονες, χάρη στην ανωτερότητα του πολιτισμού τους. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην Κύπρο ανάγονται στη νεολιθική εποχή – χωρίς να αποκλείεται να είχαν εμφανιστεί για πρώτη φορά και στην παλαιολιθική εποχή. Οι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι, οι Ετεοκύπριοι ήρθαν ίσως από τις ακτές της Ανατολίας κατά την έκτη χιλιετηρίδα. Οι νέοι άποικοι έφεραν μαζί τους τη λατρεία των θεών τους, την τέχνη τους, τα έθιμα τους καθώς και τη συλλαβική γραφή. Η γλώσσα τους, η αρκαδική, διαδόθηκε σύντομα σ’ όλο το νησί, που η εθνολογική του σύνθεση δεν άργησε να αλλοιωθεί προς όφελος των νέων μεταναστών που κατάφεραν να συγχωνεύσουν στους κόλπους τους το ντόπιο στοιχείο ή να απωθήσουν τους Ετεοκύπριους στα ακρινά μέρη του νησιού. Με τον ερχομό των νέων αποίκων από την Ελλάδα, η κυπριακή τέχνη χάνει την ιδιορρυθμία της κι η αγγειοπλαστική του νησιού θάχει πια τα σημάδια της μυκηναϊκής επίδρασης. Κατά τα τέλη της δεύτερης χιλιετηρίδας ο εποικισμός της Κύπρου από τους Μυκηναίους ενισχύθηκε από τον ερχομό των Αχαιών, που εγκαταστάθηκαν στο νησί ύστερα από τον Τρωικό πόλεμο.
Το νησί εξελληνίζεται πλήρως. Ο ερχομός πολλών επιφανών ελλήνων οδηγεί σε αυτό. Η ίδρυση νέων πόλεων με ελληνικά ονόματα το αποδείχνει περίτρανα. (17) Η ιστορική έρευνα από όλες τις απόψεις και πλευρές ένα πράγμα πιστοποιεί: ότι η Κύπρος από πάρα πολύ παλιά – τη δεύτερη χιλιετηρίδα – έχει κατοικηθεί από ελληνικά φύλα, έχει υιοθετήσει την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό.
Αλλά και σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη [Γένεσις κεφ.Ι,4] το Κίτιον (Κύπρος) και Δωδακανίμ (Ρόδιοι) ήταν απόγονοι του Ιουνάν (18). Δηλαδή όταν οι Φοίνικες ξεμπάρκαραν στο νησί το βρήκαν ήδη αποικισμένο από τους Έλληνες. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Κίτιο, πόλη που ιδρύθηκε από τους Έλληνες κι ύστερα στη Αμαθούντα, όπου είχαν καταφύγει οι Ετεοκύπριοι μετά τον ερχομό των Ελλήνων και που βρίσκεται, όπως και το Κίτιο, κοντά στη θάλασσα, στο νότιο μέρος του νησιού.
Κάθε φορά που το νησί υπέκυπτε σε ξένη κυριαρχία οι Φοίνικες και τα υπολείμματα των Ετεοκυπρίων , πήγαιναν με το μέρος πότε των Ασσυρίων και πότε των Αιγυπτίων και των Περσών, για να σταθεροποιήσουν τη θέση τους σε βάρος του ελληνικού στοιχείου και να βρουν, έτσι, ευκαιρία να διεισδύσουν στο εσωτερικό του νησιού. (19) .
Οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου αντιστάθηκαν σε όλους τους κατακτητές τους : Φοίνικες, Αιγύπτιους, Πέρσες και με διάφορες συμμαχίες – με Ίωνες και Αθηναίους – προσπάθησαν πάντοτε να απαλλαγούν από αυτούς και να μείνουν ελεύθεροι. Όπως συνέβη όταν με διακόσιες τριήρεις οι Αθηναίοι και συμμαχικές δυνάμεις, με αρχιστράτηγο των Κίμωνα, γιό του Μιλτιάδη, πολιόρκησαν το νησί και σε συνεργασία με τους ντόπιους κατόρθωσαν να ανατρέψουν τους τυράννους που είχαν επιβάλει οι Πέρσες στο Μάριον και τους Σόλους και να αποκαταστήσουν την ελληνική βασιλεία. [Δυστυχώς τότε δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να έχουμε σοβιέτ. Βασίλεια υπήρχανε.]
Εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες [Ελλαδίτες, θα τους λέγαμε σήμερα] όταν ο Αρταξέρξης έκλεισε, το 449 π.Χ, ειρήνη μαζί τους. Παραχώρησε στις ελληνικές πόλεις της Ασίας την ελευθερία τους και το δικαίωμα τους να κυβερνηθούν με τους παλιούς νόμους τους και δέχτηκε να μην ξαναστείλει πολεμικά πλοία στο Αιγαίο. Με τη σειρά τους οι Έλληνες υποσχέθηκαν να μην ξαναστείλουν στρατό στις υποταγμένες στο Μεγάλο Βασιλιά χώρες και ν’ αποσύρουν απ ‘ αυτές τα στρατεύματα τους. «Για χάρη της ειρήνης, η Κύπρος εγκαταλείπεται κι οι κάτοικοι της βρίσκονται, ξανά στη διάθεση του ξένου δυνάστη τους» (19) .
Κάθε σύγκριση ή αναλογία με αυτό που συνέβη 2.500 χρόνια αργότερα, το 1974, είναι επιτρεπτή: η επιστροφή των Οθωμανών κατακτητών τους στο νησί, η κατάληψη του 40% του από αυτούς, οι 200.000 πρόσφυγες, οι καταστροφές και λεηλασίες που υπέστη, οι νεκροί και αγνοούμενοι, πρόσφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες την επάνοδο στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Επανέφεραν στην Ελλάδα πρωθυπουργό αυτής της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον άνθρωπο δηλαδή που είχε καταδικάσει τους κύπριους αδελφούς και τον αγώνα τους υπογράφοντας τις προδοτικές Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Η εισβολή και κατοχή της Κύπρου, που έγινε με βάση αυτές τις Συμφωνίες, η θυσία της ελευθερίας ενός μεγάλου τμήματος των Ελλήνων, μια εθνική προδοσία / τραγωδία, ήτανε ποτέ δυνατό να στηρίξει μια μακροχρόνια ελευθερία των υπόλοιπων Ελλήνων; Όπως τότε, έτσι και τώρα αυτό αποδείχτηκε ότι δεν θα ήταν δυνατόν. Καμιά Ελευθερία, Ανεξαρτησία, Δημοκρατία, Λαϊκή Κυριαρχία και ευημερία δεν μπορεί μακροχρόνια να εξασφαλιστεί και να στεριώσει πάνω σε νεκρούς, αίμα κι ερείπια. Προπαντός στην ανοιχτή και βάναυση αφαίρεση του δικαιώματος στην Αυτοδιάθεση, όχι απλά ενός άλλου λαού αλλά πολύ περισσότερο, δικών σου ανθρώπων, ομοεθνών σου, που το μόνο που γύρεψαν σε όλη τους τη ζωή, με αγώνες και θυσίες ήταν να ενωθούν μαζί σου. Με τους υπόλοιπους Έλληνες. Και πώς θα στεριώσει η δική σου Δημοκρατία και Ελευθερία, που όλοι καμώνονται ότι αποκαταστάθηκε «αναίμακτα» το 1974, όταν ίσα-ίσα αυτή η «αποκατάσταση» του αστικού πολιτικού συστήματος και κόσμου, εξασφαλίστηκε με το αίμα τόσων ελληνοκυπρίων και ελλαδιτών νέων. Πως; Πώς να μην ακολουθήσουν λοιπόν τα «μνημόνια» εδώ και εκεί; Αλλά όλα αυτά θα τα αναπτύξουμε στη συνέχεια πιο αναλυτικά. Τώρα θα επανέλθουμε στην Ιστορία μας.
Αφημένο έτσι το νησί από τη μητροπολιτική Ελλάδα, βυθίστηκε στη σκλαβιά και τη μιζέρια (20). Οι Έλληνες αποκλείστηκαν από τις τέχνες και το εμπόριο και για μια ορισμένη περίοδο δεν είχαν δικαίωμα να μείνουν παρά έξω από τα τείχη της πολιτείας. Η πλειονότητα του φοινικικού πληθυσμού του, είχε όλη την εύνοια των Περσών. Η «τέχνη» του «διαίρει και βασίλευε» είναι πολύ παλιά. Όπως επίσης και η χρησιμοποίηση «μειοψηφικών μειονοτήτων» για την στερέωση μιας ξένης κυριαρχίας (21)
Οι Φοίνικες έγιναν οι πραγματικοί δυνάστες του νησιού και οι πιστοί εντολοδόχοι της κυρίαρχης δύναμης (των Περσών). Η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριώτικου πληθυσμού, οι έλληνες, ζούσαν φτωχοί και εξασθενημένοι, περιμένουν υπομονετικά νάρθουν καλύτερες ημέρες παρά να ριχτούν σε καινούργια με αβέβαια αποτελέσματα, περιπέτεια. Μέχρι που ο Ευαγόρας, νεαρός απόγονος του οίκου του Τεύκρου, εκμεταλλευόμενος μια διχόνοια των κατακτητών, θα κατορθώσει να ανατρέψει στην αρχή τον τοπικό βασιλιά – χωρίς να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τους Πέρσες. Τελικά κατόρθωσε να αποδώσει την Κύπρο στον ελληνισμό. Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες των κινήσεων, συμμαχιών του Ευαγόρα προκειμένου να διατηρήσει την βασιλεία του – με Αθηναίους και Πέρσες κατά σπαρτιατών, κλπ. Τέτοιου είδους «συμμαχίες» και αλλαγές συμμαχιών είναι άλλωστε πολύ γνωστές σε όλη την ιστορία – από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα. Τελικά, κι αφού εγκαταλείφθηκε για άλλη μια φορά στην τύχη της η Κύπρος από τους Αθηναίους, ο Ευαγόρας θα καταφέρει, με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, να βασιλέψει στη Σαλαμίνα μέχρι το θάνατο του. Η δραστηριότητα του θα στραφεί προς την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, τον εξωραϊσμό της Σαλαμίνας και την ανάπτυξη του εμπορίου. Δολοφονήθηκε από έναν ευνούχο το 376 π.Χ.. Ο Ισοκράτης έπλεξε το εγκώμιο του (προς Ευαγόρα) όπως επίσης και για τον διάδοχο και γιό του, Νικοκλή που κι αυτός δολοφονήθηκε από φιλοπερσικά στοιχεία. Ο ανηψιός του Πνυταγόρας οργανώνει την τελευταία αντίσταση κατά των Περσών. Η ήττα του κυπριώτικου στρατού ξαναρίχνει το νησί στον περσικό ζυγό. Η Κύπρος απελευθερώνεται από την κυριαρχία των Περσών, οριστικά, από τον Μέγα Αλέξανδρο. Μια απελευθέρωση βέβαια που σήμαινε αλλαγή κυριαρχίας, έστω πιο φιλελεύθερης, κι όχι μιας πλήρους ανεξαρτησίας. Θα πρέπει να επαναλάβουμε εδώ ότι δεν μπορούμε να «διαβάζουμε» και ερμηνεύουμε την ιστορία με βάση το τι σήμερα καταλαβαίνουμε για «ελευθερία», «ανεξαρτησία» κλπ. Όπως και για τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν πρόκειται για ένα «ιμπεριαλιστή», όπως σήμερα τον εννοούμε. Ο θάνατος του και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαδόχων του θα επηρεάσουν την τύχη της Κύπρου. Η περίοδος της Κύπρου υπό τους Πτολεμαίους δεν θα μας απασχολήσει καθόλου. Δυο λόγια μόνο για την Κύπρο ως ρωμαϊκή κτήση.
Το 58 μ.Χ. ο δήμαρχος P. Clodius Pulcher με νόμο μεταβάλλει το νησί σε ρωμαϊκή επαρχία και δημεύει το βασιλικό θησαυρό. Ο Μάρκος Κάτων έφτασε στο νησί με σκοπό να πείσει τον βασιλιά να μην φέρει καμιάν αντίσταση με αντάλλαγμα να σεβαστεί τη ζωή και τα πλούτη του και να τον αφήσει να ασκεί τα καθήκοντα του αρχιερέα του ναού της Αφροδίτης. Μόλις, όμως, ο Κάτων έγινε κυρίαρχος του νησιού δεν τήρησε καμία από τις υποσχέσεις του. Άρπαξε όλα τα αγαθά του βασιλιά της Κύπρου, τα φόρτωσε στα πλοία, τα ξεπούλησε κι έστειλε στη Ρώμη 5.000 τάλαντα. Ο διάδοχος του AppiusClodius Pulcher φέρθηκε ακόμα πιο αρπαχτικά. Δήμευσε ό,τι αγαθό βρήκε στο νησί, δημόσιο ή ιδιωτικό. [Αυτό μάλλον θα θέλουν να επαναλάβουν τώρα οι ΕΕ, το ΔΝΤ, η Μέρκελ, κλπ] Έτσι όταν διορίσθηκε το 51 μ.Χ ανθύπατος της Κύπρου ο Κικέρων βρήκε το νησί σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Οι φτωχοί υπέφεραν τα πάνδεινα. Έτσι αναγκάστηκε να μειώσει τη φορολογία από 48 σε 12%. [Δεν φαίνεται στο βάθος προς το παρόν σύγχρονος Κικέρωνας].
Στα χρόνια της ρωμαϊκής ειρήνης, που επικράτησε στο εξωτερικό, στην Κύπρο υπήρξαν πολύ σοβαρές αναταραχές, τα χρόνια του Τραϊανού. Συνέβη εξέγερση των Εβραίων της Σαλαμίνας στο πλαίσιο ενός σχεδίου γενικού ξεσηκωμού των Εβραίων της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Κυρηναϊκής ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Τέτοια ήταν η μανία των Εβραίων που δεν κατέσφαξαν μόνο τους ρωμαίους αστούς αλλά και τους έλληνες. Υπό τις διαταγές του αρχηγού τους Αρτεμίωνα επιδόθηκαν σε τρομερές θηριωδίες και σε μια σωστή γενοκτονία: ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις 240.000. Η καταστολή της εξέγερσης ήταν το ίδιο σκληρή και ανελέητη. Με διάταγμα του αυτοκράτορα Τραϊανού επιβλήθηκε και παντοτινός αποκλεισμός κάθε Εβραίου από την Κύπρο.
Για τους Ρωμαίους η Κύπρος παρουσίαζε μόνο στρατηγικό ενδιαφέρον. Ωστόσο ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για τις εσωτερικές της υποθέσεις.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις υπήρξε αναμφίβολα η εξάπλωση του Χριστιανισμού στην Κύπρο. Γέννημα της Κύπρου, εβραίος την καταγωγή και το θρήσκευμα, προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό και υπήρξε σύντροφος του αγίου Παύλου, ο άγιος Βαρνάβας. Η επιτυχία της πρώτης τους διδασκαλίας στην Κύπρο, στους Έλληνες και Ρωμαίους υπήρξε εντυπωσιακή, σε σχέση με την εχθρική υποδοχή πού έτυχαν στην εβραϊκή κοινότητα. Προσηλυτίσθηκε στον χριστιανισμό και ο ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος. Έτσι η Κύπρος είχε το προνόμιο να είναι η πρώτη χώρα του κόσμου με χριστιανό κυβερνήτη [υπήρξε βέβαια και η πρώτη χώρα της ΕΕ που είχε «κομμουνιστή» πρόεδρο Δημοκρατίας…]. Βέβαια αυτό προκάλεσε την εβραϊκή αντίδραση και ο Βαρνάβας δεν μπόρεσε να ξεφύγει το μαρτύριο από τους Εβραίους.
Όταν έδρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γίνεται η Κωνσταντινούπολη, το 330 μΧ, η Κύπρος γίνεται μέρος της επαρχίας της Ανατολής. Το 395 μ.Χ. προσαρτιέται οριστικά στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Επειδή, στο μεταξύ, έχει χάσει τη στρατηγική της σημασία, παραμελείται από την κεντρική διοίκηση. Η εμπορική της δραστηριότητα ελαττώνεται και η μεταλλουργία της περιορίζεται. Έτσι τους δύο πρώτους αιώνες θα ζήσει στο σκοτάδι. Μέχρις ότου αυτοκράτειρα θα γίνει η Θεοδώρα. Ταπεινότατης καταγωγής, γεννημένη στην Κύπρο, προς την οποία έδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον. Υπό την επιρροή της η πώληση του αξιώματος του διοικητή κάθε επαρχίας καταργήθηκε κι αντικαταστάθηκε από το σύστημα των μισθωτών λειτουργών. Ο πληθυσμός της Κύπρου – που ύστερα από τη μακρόχρονη στάση του εμπορίου είχε στραφεί στην γεωργία – ωφελήθηκε από αυτή τη μεταρρύθμιση. Στα χρόνια του Ιουστινιανού διαδόθηκαν και άλλες καλλιέργειες τόσο στην Κύπρο όσο και στα άλλη μέρη της Αυτοκρατορίας. Όχι μόνο σιτηρά, αμπέλια και καρποφόρα δέντρα αλλά σηροτροφία και μεταξουργία, η χειροτεχνία κά. Τώρα πια οι γεωργοί και χειροτέχνες αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από τους εργάτες και εμπορευόμενους.
Δεν αργεί, όμως, να φανεί ένας νέος κίνδυνος: οι επιδρομές των Αράβων και του Ισλάμ. Η Κύπρος γίνεται στόχος επιθέσεων των Σαρακηνών πειρατών, που αρχίζουν τις επιδρομές τους πρώτα από τις παράλιες πόλεις της. Όπως αυτή το 632 μ.Χ. όπου ο πειρατικός στόλος του χαλίφη Αμπού-Μπεκρ, πεθερού του προφήτη, κάνει την πρώτη διαρπαγή της πόλης Κίτιον. Ωστόσο αυτή η διαρπαγή δεν ήταν μεγάλης διάρκειας.
Όπως παρατηρεί ο Αθ. Παπαγεωργίου «Την πρόοδο και την ευημερία της Κύπρου σταμάτησαν οι Αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα μ.Χ. Η πρώτη Αραβική επιδρομή εναντίον της Κύπρου έγινε το 648 ή 649 μ.Χ» (22). Η πρώτη αυτή υπερπόντια εκστρατεία των Αράβων, προσεκτικά προετοιμασμένη από τον Εμίρη της Συρίας Μωαβία είχε σκοπό την κατάληψη όλης της Κύπρου. Ο Μωαβία ήταν επικεφαλής ενός στόλου από 700 πολεμικά πλοία. Πολιόρκησε την Κωνσταντία, πρωτεύουσα του νησιού, και ζήτησε στην αρχή την παράδοση της, χωρίς μάχη, με την υπόσχεση να φεισθεί την ζωή των κατοίκων της, υπό έναν όρο: να ασπασθούν τον Ισλαμισμό. Δηλαδή ζήτησε μια «δήλωση μετανοίας».Όταν αρνήθηκαν (να την υπογράψουν) διέταξε γενική επίθεση. Οι Κύπριοι αντιστάθηκαν γενναία, περιμένοντας βοήθεια και από την Κωνσταντινούπολη. Τελικά ο Μωαβία κυριεύει την πόλη και διατάζει την καταστροφή της. Η σφαγή ήταν γενική καθώς και η διαρπαγή όλων των θησαυρών της πλούσιας πολιτείας. Ευτυχώς η άφιξη του βυζαντινού στόλου με αρχηγό τον Κακκόριζο τον ανάγκασε να αποσυρθεί βιαστικά χωρίς να μπορέσει να επιτύχει το σκοπό του: την κατάληψη όλης της Κύπρου.
Στη δεύτερη επιδρομή τους – το 653 μ.Χ – κατέλαβαν ολόκληρη την Κύπρο. Σύμφωνα με αραβικές πηγές έκτισαν μια πόλη και εγκατέστησαν 12.000 στρατιώτες και εποίκους από την Συρία. Η Αραβική κατοχή κράτησε μέχρι το 681 μ.Χ. Φεύγοντας οι Άραβες κατέστρεψαν την πόλη και το τζαμί της. Η απόσυρση τους υπήρξε αποτέλεσμα συνθήκης με τον Ιουστινιανό Β’, ο οποίος αργότερα, προκειμένου να προφυλάξει τους κατοίκους από νέες επιδρομές ή και ως αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών του – παραβιάσεις της συνθήκης που είχε υπογράψει με τους Άραβες – υποχρέωσε μεγάλο αριθμό Κυπρίων να μεταφερθεί στην περιοχή της Κυζίκου [στον Ελλήσποντο] και σε αντίδραση o Abd-al-Malik αιχμαλώτισε πολλούς κατοίκους και τους μετέφερε στη Συρία. Οι Κύπριοι έμειναν εκεί – περιοχή Κυζίκου - καμιά δωδεκαριά χρόνια, πάντα με τη νοσταλγία της πατρίδας τους. Μια καινούργια πόλη χτίστηκε για τους εξόριστους, που προς τιμή του αυτοκράτορα ονομάστηκε Ιουστινιανούπολη. Επέστρεψαν στο νησί τους μετά από συμφωνία μεταξύ του Αυτοκράτορα Τιβέριου Γ’ και του Χαλίφη.
Επιστρέφοντας βρήκαν ένα έρημο νησί. Αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά. Υπήρξε το «μήλον της έριδος» μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ. Μέσα σε δυόμιση αιώνες θα υποστεί το λιγότερο εικοσιτέσσερις αραβικές επιδρομές, μικρής διάρκειας. Θα ελευθερωθεί ατέλειωτες φορές από τους Βυζαντινούς για να ξαναπέσει στα χέρια των Σαρακηνών. Οριστικά απελευθερώθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά το 946 μ.Χ.
Μόλις απαλλάχθηκαν από τον εξωτερικό κίνδυνο άρχισαν την ανοικοδόμηση του έρημου νησιού τους. Έχτισαν καινούργιες πόλεις: πλάι στην Κωνσταντία είναι η Αμμόχωστος (Φαμαγκούστα). Το Κίτιο αντικαθίσταται από τη Λάρνακα. Η Αμαθούντα από τη Λεμεσό. Στη μέση του νησιού η Λευκωσία – η μελλοντική του πρωτεύουσα. Μια καινούργια εποχή αρχίζει για την Κύπρο. Εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης θα γίνει η στρατηγική προφυλακή της Αυτοκρατορίας, και για αυτό η κυβέρνηση δεν μπορεί να την παραμελήσει όπως πρώτα. Η Κύπρος θα γνωρίσει μεγάλη ευημερία και θα γίνει τόπος προσκυνήματος των Χριστιανών της περιοχής λόγω των μεγάλων μοναστηριών της. Ανάμεσα στα μοναστήρια που ιδρύθηκαν το 11ο αιώνα είναι της Αγίας Παρθένου της Κύκκου – που μέχρι τώρα παίζει μεγάλο ρόλο στις εξελίξεις του νησιού. Η μονή της Κύκκου και η μονή Μαχαιρά χτίστηκαν με αυτοκρατορικά έξοδα. Η ίδρυση μονών συνδέεται με το «κίνημα» μοναχισμού που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη νεολαία της εποχής: είτε από θρησκευτικότητα, είτε για να αποφύγει τη στρατιωτική υπηρεσία («αντιρρησίες συνείδησης» θα τους έλεγαν τώρα), είτε να απαλλαγούν από τους φόρους – μια και οι μονές και οι μοναχοί δεν φορολογούνταν – πήραν το δρόμο της μοναστικής ζωής και πολλοί γόνοι πλουσίων οικογενειών. Δώριζαν την περιουσία τους σε μια μονή, γλύτωναν έτσι την εφορία, και κατόπιν αναλάμβαναν υπό το μοναστικό σχήμα την διοίκηση της. [Πολύ πετυχημένες off-shore εταιρείες].
Η δυσαρέσκεια που υπήρχε στο νησί, από τη βαριά φορολογία, έδωσε τη ευκαιρία στον διορισμένο κυβερνήτη της Κύπρου Θεόφιλο Ερωτικό να συγκεντρώσει δίπλα του ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υποσχόμενος ελάφρυνση της φορολογίας και να κηρύξει την Κύπρο ανεξάρτητη (1042 μ.Χ). Η ανταρσία κράτησε λίγους μήνες. Ο Ερωτικός νικήθηκε από τα στρατεύματα του ναυάρχου Άγι και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια απόπειρα έκανε, πενήντα χρόνια αργότερα, ένας άλλος κυβερνήτης του νησιού, ο Ραψωμάτης. Η ανταρσία είχε μεγαλύτερη διάρκεια αλλά το ίδιο αποτέλεσμα. Και ο Ραψωμάτης το ίδιο τέλος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα επιχειρείται η πρώτη Σταυροφορία. Δημιουργείται το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Οι παραθαλάσσιες πόλεις της Παλαιστίνης και της Συρίας γίνονται έτσι εμπορικά κέντρα. Οι Βενετσιάνοι, που είχαν ήδη έντονη εμπορική παρουσία στην περιοχή, θα πετύχουν ατέλειες και προνόμια στην Κρήτη και Κύπρο. Λατίνοι έμποροι θα εγκατασταθούν για πρώτη φορά στην Κύπρο (Φαμαγκούστα). Το Βυζάντιο θα αρχίσει να χάνει εδάφη. Παρά την εκδήλωση εθνικοτοπισμού η Κύπρος δεν παίρνει μέρος σε τέτοια κινήματα, παραμένοντας πιστή στο Βυζάντιο. Ωστόσο το εμπόριο της δεν εξαρτάται πια από αυτό, αλλά από το πλησιέστερο βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Δεν θα είναι αυτό, όμως, που θα την απομακρύνει από το Βυζάντιο αλλά η άφιξη στο νησί το 1184 του Ισαάκ Κομνηνού, εγγονού του αυτοκράτορα Εμμανουήλ. Παρουσιάστηκε με πλαστούς τίτλους ως διορισμένος από τον αυτοκράτορα κυβερνήτης της και κήρυξε την ανεξαρτησία του νησιού. Οι κάτοικοι της δεν επιδοκιμάζουν αυτή του την ενέργεια. Φοβούμενοι ότι θα πέσουν θύματα του σφετεριστή της εξουσία και ότι κινδυνεύουν για άλλη μια φορά να μετατραπεί το νησί σε πεδίο μάχης, δεν κρύβουν την αντίθεση τους. Η Εκκλησία πιστή στον παντοτινό της προστάτη, τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αρνιέται κάθε ιδέα απόσπασης. Απομονωμένος ο Ισαάκ, χωρίς λαϊκή υποστήριξη, συγκεντρώνει γύρω του πουλημένους για να στερεώσει την εξουσία του. Συμμαχεί με τον βασιλιά της Σικελίας και με τη βοήθεια του κατορθώνει να αποκρούσει τον αυτοκρατορικό στόλο που έπλευσε εναντίον του. Άρπαγας, αδίστακτος και σκληρός απέναντι στον λαό, επιβάλλει την κυριαρχία του. Για να κρατηθεί στην εξουσία ενάντια στη λαϊκή οργή δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον Σαλαδίνο μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Το τέλος του δεν είναι μακριά. Η αυθάδεια και υπεροψία του τον έκαναν να χάσει την Κύπρο.
Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδίνο (1187μ.Χ) η χριστιανική Δύση (23) , προετοιμάζεται για μια νέα «Σταυροφορία». Το 1191 μ.Χ. υπό την κοινή αρχηγία του Φιλίππου της Γαλλίας και του Ριχάρδου (Λεοντόκαρδου) της Αγγλίας ο στόλος τους ξεκίνησε από την Σικελία για την Άκρα της Συρίας. Λόγο τρικυμίας τρία αγγλικά καράβια εξόκειλαν στην Κύπρο, ανοιχτά της Λεμεσού. Στο ένα από αυτά βρίσκεται η αδελφή του Ριχάρδου και η αρραβωνιαστικιά του Βερανζέρη της Ναβάρρας. Ο Ισαάκ, αντίθετα με τους κανόνες φιλοξενίας, τρέχει στη Λεμεσό και αιχμαλωτίζει τους άνδρες του Ριχάρδου, κατακρατεί τα πλοία και διατάζει τη βίαιη αποβίβαση των δύο γυναικών. Ο Ριχάρδος μόλις μαθαίνει για αυτή την προσβολή σπεύδει με μέρος του στόλου προς βοήθεια τους. Φτάνει λίγο πριν την αποβίβαση των γυναικών. Απαιτεί την απελευθέρωση του πληρώματος του, κάτι που ο Ισαάκ απορρίπτει αλαζονικά. Ο Ριχάρδος έξαλλος δίνει διαταγή για επίθεση ενάντια στο νησί. Ο Ισαάκ αντιστέκεται, χωρίς επιτυχία, και τελικά τρέπεται σε φυγή. Χωρίς στρατό καταφεύγει στην απάτη. Του υπόσχεται να πάρει μέρος στην σταυροφορία και να πληρώσει ένα ποσό 3.500 μάρκων.
Ο Ριχάρδος μένει ευχαριστημένος και αποφασίζει να μείνει λίγο στο νησί και να κάνει τους γάμους του. Ο Ισαάκ αλλάζει γνώμη, το σκάει τη νύχτα, καταφεύγοντας στο φρούριο της Καντάρας στα βόρεια του νησιού. Κάνει έκκληση στο Σαλαδίνο για βοήθεια. Ο Ριχάρδος τον καταδιώκει, τον αναγκάζει να παραδοθεί. Εκθρονισμένος, ατιμασμένος και αλυσοδεμένος ο Ισαάκ σέρνεται μπροστά στον Ριχάρδο που γίνεται πια ο κύριος του νησιού.
Η τυχαία αυτή κατάκτηση ενοχλεί τον Ριχάρδο. Θέλει να απαλλαγεί από την φροντίδα της Κύπρου και να συνεχίσει την αποστολή του. Την πουλάει γι αυτό στους Ναϊτες ιππότες για 100.000 δηνάρια και τους «χαρίζει» και τον Ισαάκ. Οι νέοι αφέντες τον μεταφέρουν για λόγους ασφαλείας στη Συρία, όπου μετά από λίγο πεθαίνει.
Οι ιππότες του Τάγματος των Ναϊτών φέρονται στους κατοίκους του νησιού σαν σε υπόδουλο λαό. Για να καλύψουν τα έξοδα της αγοράς του βάζουν βαριούς φόρους. Γίνονται γρήγορα μισητοί και μόνο με την ωμή βία μπορούν να ασκήσουν εξουσία. Αλλά δεν είναι πολλοί. Και οι κάτοικοι δεν αργούν να ξεσηκωθούν ενάντια τους. Στην Λευκωσία ο λαός τους πολιορκεί και ζητάει την παράδοση τους. Κατορθώνουν να το σκάσουν κι επιστρέφουν να εκδικηθούν τους στασιαστές. Τους σκοτώνουν όλους. Η επανάσταση βάφτηκε στο αίμα, αλλά οι ιππότες φοβούμενοι την εκδίκηση του λαού εγκαταλείπουν την Κύπρο το 1192. Την επιστρέφουν στον Ριχάρδο – αυτός με τη σειρά του επιστρέφει τα λεφτά που είχε πάρει – και τώρα πια πρέπει να βρεί άλλο αγοραστή.
Ο νέος αγοραστής Γκυ ντε Λουζινιάν, αν και βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, εγκαθίσταται στη Λευκωσία μαζί με την οικογένεια του και μερικούς ιππότες των Αγίων Τόπων. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η ιστορία της στέψης του κλπ. Ούτε ποιος υπήρξε διάδοχος του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει για εμάς ότι μόλις αισθάνθηκε στερεωμένη την εξουσία του μεταφυτεύει στην Κύπρο την οργάνωση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ και εγκαθιστά την Λατινική Εκκλησία και το φεουδαρχικό σύστημα. Πεθαίνει σύντομα και τον διαδέχεται ο αδελφός του Αμαλάριχος (1194-1205) που θα είναι και ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου και Ιερουσαλήμ.
Ο ελληνοκύπριος Κανάκης αντιδρώντας στην προσπάθεια του βασιλιά να υποδουλώσει το ντόπιο πληθυσμό παίρνει τα όπλα και πολεμάει τους Φράγκους. Εφαρμόζει τακτική αντάρτικου. Κάνει επιδρομές τη νύχτα στις ιδιοκτησίες των ιπποτών, αποσύρεται την αυγή για να επιστρέψει την άλλη νύχτα. Κάποια στιγμή αιχμαλωτίζει την πρώτη γυναίκα και τα παιδιά του βασιλιά και τα πηγαίνει σαν ομήρους στον Ισαάκ, τον ηγεμόνα της Αντιοχέττας. Απελευθερώθηκαν με τη μεσολάβηση του Λέοντα, του άρχοντα της Μικρής Αρμενίας.
Με «την επικράτηση του φεουδαρχικού συστήματος η κοινωνική συγκρότηση του νησιού άλλαξε πέρα για πέρα. Ο πληθυσμός του διαιρέθηκε σε δύο μέρη: προνομιούχους Λατίνους άποικους, την αριστοκρατία και τους αυτόχθονες Έλληνες, το λαό. «Σε όλη την περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας τα δύο σύνοικα στοιχεία δεν θα συγχωνευθούν ποτέ. Θα ζήσουν παράλληλα ως κοινωνικοί, οικονομικοί ανταγωνιστές ή σύμμαχοι μπροστά σε εξωτερικές απειλές, αλλά ποτέ μαζί» (24) .
Αυτή η μη συγχώνευση των δύο σύνοικων στοιχείων, πρέπει να τονίσουμε, έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διατήρηση της γλώσσας, των ηθών, εθίμων και θρησκευτικής πίστης του πληθυσμού, στη διατήρηση όλων εκείνων των στοιχείων του πολιτισμού που διαμορφώνουν σταδιακά την βαθειά ελληνική εθνική τους συνείδηση. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, το αποκρυστάλλωμα της είναι μια δυναμική διαδικασία. Που πολλές φορές – όπως στην περίπτωση της Κύπρου – υπερκαλύπτει την χαλαρότητα ή ακόμα και την απουσία του οικονομικού ιστού. Των στενών οικονομικών σχέσεων. Έτσι όπως μπορεί να το καταλαβαίνει μια εντελώς χυδαία οικονομίστικη μαρξιστική ερμηνεία.(25)
Σταδιακά φτάνουν στο νησί και λατίνοι αστοί, έμποροι και τεχνίτες που εγκαθίστανται πρώτα στη Λευκωσία και τη Φαμαγκούστα. Αποτελούν την αστική τάξη των ελευθέρων επαγγελμάτων και εμπόρων.
Τι συμβαίνει με τον ιθαγενή πληθυσμό; Αυτός διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
α – Την τάξη των χωρικών ή τους «πάροικους», δηλ τους γείτονες. Αποτελούν την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Οι πάροικοι ήταν δούλοι του βασιλιά και του φεουδάρχη. Έπρεπε να δουλεύουν τρεις ημέρες την εβδομάδα στα κτήματα του και τρεις για δικό τους λογαριασμό. Δεν έβγαιναν έξω από την περιοχή του κυρίου τους ούτε και να παντρευτούν μπορούσαν χωρίς την άδεια του. Μπορούσε να τους επιβάλλει τιμωρία, αλλά όχι σωματική ή θάνατο.
β – Η δεύτερη, πιο ολιγάριθμη από την πρώτη, κατηγορία ήταν των «περπυριάριων». Ήταν συνδεδεμένοι με το φέουδο αλλά είχαν δικαίωμα να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και την ελευθερία των παιδιών τους. Αντί να δουλεύουν τρεις ημέρες την εβδομάδα στα κτήματα του, πλήρωναν κάθε χρόνο ένα ποσό – 15 βυζαντινά.
γ – Η τρίτη κατηγορία ήταν των «φραγκοματών» ή «ελεύθερων». Ήταν χειραφετημένοι από τον κύριο τους πάροικοι κι είχαν το δικαίωμα νάχουν δικές τους περιουσίες. Έδιναν κι αυτοί ένα μέρος από την γεωργική παραγωγή τους. Μπορούσαν να παντρευτούν ελεύθερα, αλλά αν έπαιρναν γυναίκα από την «τάξη» των παροίκων τα παιδιά τους δεν ήταν ελεύθερα.
Στο νησί υπήρχαν και μικρές ξένες παροικίες. Η πιο αξιόλογη των λευκών Βενετσιάνων. Απόγονοι Σταυροφόρων ασχολιόντουσαν με τη γεωργία. Πλήρωναν φόρο στο φεουδάρχη αλλά δικάζονταν από τον πρόξενο της Βενετίας στη Λευκωσία.
Αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι η διοικητική οργάνωση αλλά η εκκλησιαστική σύγκρουση που εμφανίστηκε στο νησί. Οι Φράγκοι, ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, στέρησαν από την εκκλησία της Κύπρου το ηθικό της στήριγμα. Τον πατριάρχη. Στη σύνοδο της Φαμαγκούστας (1222) μεταξύ των Λατίνων ιεραρχών, μπήκαν οι βάσεις για την υπεροχή της λατινικής εκκλησίας σε σχέση με την ελληνική, που η θέση της έγινε τραγική. Η ελληνική πλευρά αρνήθηκε να υποκύψει στους περιορισμούς και ελέγχους που έβαζε η λατινική. Η αντιβασίλισσα της Κύπρου Άλιξ φοβούμενη επανάσταση των Ελλήνων ζήτησε από τον Πάπα να μην εφαρμοστούν τα διατάγματα της Φαμαγκούστα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την προσωρινή ανάσχεση του διωγμού της ελληνικής εκκλησίας. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε ακρότητες θρησκευτικού φανατισμού: όπως ο θάνατος των μοναχών της μονής της Καντάρας που επειδή δεν δέχτηκαν ν’ απαρνηθούν την εκκλησία τους, κλείστηκα για τρία χρόνια στη φυλακή κ
Με την εκλογή του πάπα Αλέξανδρου του Δ’ ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Κύπρου επανήλθε στο αίτημα του για πλήρη υποταγή της ελληνικής εκκλησίας. Η υποδούλωση της υπήρξε ολοκληρωτική. Αυτό επηρέασε και την απονομή δικαιοσύνης.
Υπήρξε βέβαια οικονομική και πνευματική πρόοδος και μέσα στον κυπριακό ελληνισμό. Ανάμεσα στους συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας συναντάμε δυο μεγάλους χρονικογράφους του 15ου αιώνα: τον Λέοντα Μαχαιρά, που υπήρξε ένας από τους ανώτερους λειτουργούς των Λουζινιάν και τον Γεώργιο Bustron. Έχουμε επίσης λαϊκούς ποιητές στην κυπριακή διάλεκτο καθώς και τη μετάφραση των νόμων των Ασσιζών της Ιερουσαλήμ στα ελληνικά. Κι εκτός απ’ αυτά, ερωτικά τραγούδια, που το καλύτερο τους ήταν «Το τραγούδι με τα εκατό λόγια», καθώς και μπαλάντες επικής μορφής από άγνωστους συνθέτες.
Όταν η γλώσσα μένει ζωντανή, όταν υπάρχει και γραπτός λόγος σε αυτή, δείχνει ότι η κοινότητα των ανθρώπων που τη χρησιμοποιεί είναι ζωντανή. Δεν φθίνει. Δεν ξεχνάει. Δεν αφομοιώνεται.
Ό,τι γεννιέται του μέλλει να χαθεί, όπως λέει ο Γκαίτε στον Φάουστ. Έτσι και το βασίλειο της Κύπρου παρήκμασε κι αυτό. Έτσι μετά από τις εσωτερικές έριδες και ραδιουργίες που συνέβαιναν μεταξύ των αρχόντων, στάθηκε αδύνατο να αντισταθούν στην επέμβαση των Ενετών στα πράγματα της Κύπρου. Το 1487 υψώνεται στη Λευκωσία η σημαία του Αγίου Μάρκου. Δεν μένει παρά η επίσημη προσάρτηση της Κύπρου στη Δημοκρατία της Βενετίας. Αυτό γίνεται δυο χρόνια αργότερα. Προσκαλούν την βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη στη Βενετία και την αναγκάζουν να παραιτηθεί υπέρ της Δημοκρατίας τους.
Η Ενετία έχοντας απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών – εξωτερικών και εσωτερικών – της διακυβέρνησης του νησιού εγκαθιστά το καθεστώς της με προσοχή και φρόνηση. Η θέση της ελληνικής εκκλησίας δεν άλλαξε ούτε οι κοινωνικές διακρίσεις. Παρέμειναν οι ίδιες. Οι μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες απαιτούσαν την επιβολή νέων φόρων, που κλήθηκαν να πληρώσουν και πάλι οι φτωχοί αγρότες.
Ακριβής αριθμός των κατοίκων του νησιού δεν υπάρχει κατά την ενετική περίοδο. Σύμφωνα, πάντως, με τις επίσημες απογραφές και τους χρονικογράφους ο πληθυσμός της Κύπρου – στη μεγάλη πλειοψηφία του ασχολούμενος με τη γεωργία – κυμαινότανε ανάμεσα στις 110.000 με 197.000 ψυχές. Σε αυτές περιλαμβάνονταν και οι 6.000 άνδρες της ενετικής φρουράς.
Μέχρι την κατάκτηση της από τους Τούρκους (1570-71) υπήρξε ειρήνη στο νησί, εκτός από τρία περιστατικά. Το πρώτο συνέβη το 1533, τυχαίο χωρίς συνέπειες. Το δεύτερο λίγα χρόνια αργότερα όταν υπέστη την πρώτη τουρκική επιδρομή. Τότε ο ξακουστός Βαρβαρόσσας κατέλαβε τα νησιά του Αιγαίου. Η Κύπρος δεν ξέφυγε καθόλου τον κίνδυνο. Το 1538 η παραθαλάσσια Λεμεσός καταλήφθηκε και καταστράφηκε ολότελα από τα τουρκικά στρατεύματα (26) . Το 1540 μετά τη σύναψη της ειρήνης οι Τούρκοι αποσύρονται από το νησί.
Το τρίτο είναι εσωτερικής φύσης. Το 1565 εξαιτίας της πείνας και της μιζέριας που βασίλευαν στην Κύπρο εκείνη την εποχή. Οπλισμένος με πέτρες ο λαός της Λευκωσίας επιτέθηκε στο Παλάτι του «προβλεπτή» ζητώντας ψωμί. Ωστόσο διαλύθηκε σε λίγο, αφού τον καθησύχασαν με υποσχέσεις για βελτίωση της διανομής τροφίμων. Το τέλος της ενετικής κατοχής πλησιάζει. Το 1566 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τη Χίο και το 1567 τη Νάξο. Ο Σουλτάνος Σελίμ ο Β’ δεν κρύβει την πρόθεση του να καταλάβει την Κύπρο. Το 1570 ζητάει από τη Βενετία την παραχώρηση του νησιού. Η Σύγκλητος της απορρίπτει την πρόταση με περιφρόνηση. Δηλώνει στον πρέσβη ότι θα κρατήσει την Κύπρο πάση θυσία. Ο Σουλτάνος προσβεβλημένος από την άρνηση τους διατάζει τον αρχιστράτηγο του Λαλά Μουσταφά να προετοιμάσει μια εκστρατεία κατά της Κύπρου. Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Ιουλίου 1570, ο τουρκικός στόλος αποβιβάζεται στο λιμάνι της Λάρνακας που την καταλαμβάνει χωρίς αντίσταση.
Ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού, δυσαρεστημένος από τους Ενετούς, δεν δείχνεται εχθρικός προς τους Τούρκους. Μάταια οι αρχές της Λευκωσίας καλούν τους Έλληνες στη μάχη δίνοντας τους υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις προς όφελος τους. Τέλη Αυγούστου η Λευκωσία πολιορκείται από τα στρατεύματα του Μουσταφά. Οι Ενετοί αμύνονται λυσσαλέα, παρά την αναχώρηση του αρχιστρατήγου τους, που λόγο διαφοράς με τον υπολοχαγό του πήγε με τους υπερασπιστές της Φαμαγκούστας. Τελικά στις 9 Σεπτέμβρη η Λευκωσία παραδίνεται και στα τείχη της κυματίζει η σημαία με το μισοφέγγαρο.
Επί τρείς ημέρες λεηλατούνται τα πάντα. Η σφαγή των Χριστιανών είναι γενική. Ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας μετατρέπεται σε τζαμί. Όσοι αντιστέκονται σκοτώνονται σχεδόν όλοι, τα παιδιά τους πουλιούνται σαν σκλάβοι στο παζάρι, οι γυναίκες βιάζονται ή σέρνονται στα χαρέμια. Σειρά έχει η πτώση της Φαμαγκούστας. Οι καμπάνες της μητρόπολης της θα σημάνουν την ώρα της αγωνίας της. Τον Απρίλιο του 1571, ο Μουσταφά ενισχυμένος με δυνάμεις από τη Συρία και τη Μικρά Ασία πολιορκεί το τελευταίο ενετικό προπύργιο στην Κύπρο. Ο Μάρκος Αντώνιος Μπραγκαντίνο, ο γενναίος διοικητής της θα πολεμήσει μέχρι τέλους μαζί με τους 7.000 άνδρες για μερικούς μήνες. Τέλη Αυγούστου αποφασίζουν να προτείνουν στον Μουσταφά την παράδοση της Φαμαγκούστας με αξιοπρεπείς όρους πράγμα που δέχεται ο Μουσταφά. Εγγυάται την αναχώρηση για την Κρήτη του ηρωικού στρατού με όπλα και αποσκευές και στους κατοίκους την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας τους και το σεβασμό των αγαθών τους. Αλλά ο Μουσταφά δεν κρατάει το λόγο του. Συλλαμβάνει τον Μπραγκαντίνο, τον αλυσοδένει και τον υποχρεώνει να παρακολουθήσει τα βασανιστήρια των αξιωματικών του, προτού τον γδάρει ζωντανό. Το πετσί του, γεμισμένο με άχυρα, στάλθηκε ως τρόπαιο στον Σουλτάνο, αφού πρώτα το εξέθεσε μπροστά στους κατοίκους της Φαμαγκούστας.
Έτσι τελειώνει η περίοδος της κατοχής της Κύπρου από τους Ενετούς και αρχίζει αυτή από τους Τούρκους. Για την τουρκική κατοχή που διήρκεσε μέχρι το 1878, και τη ζωή των Ελλήνων θα τα πούμε στη συνέχεια.
Εδώ, κλείνοντας αυτό το δεύτερο μέρος, πρέπει μόνο να τονίσουμε ότι:
1 – Εκθέσαμε – απελπιστικά περιληπτικά – βασικούς σταθμούς από την ιστορία της Κύπρου για να δείξουμε ότι το νησί είναι ελληνικό από τη βαθιά αρχαιότητα.
2 – Ότι η ελληνική πλειοψηφία του νησιού δεν λύγισε και δεν άλλαξε τις πολιτιστικές, γλωσσικές καταβολές του, και από ένα σημείο και έπειτα και τη Χριστιανική πίστη του, παρά και ενάντια σε όσες συμφορές την βρήκανε. Οι δρόλαπες των καιρών δεν ραγίσανε τον ελληνικό πληθυσμό. Η ελληνικότητα του – κι επομένους η ελληνική εθνική του συνείδηση – έχουν βαθιές ρίζες μέσα στους κάμπους, τα βουνά και τα βράχια της Κύπρου.
3 – Αυτός ο ελληνικός λαός δεν έπαψε ποτές του να αγωνίζεται για τη λευτεριά του από κάθε κυρίαρχο και δυνάστη.
4- Ότι για όλα αυτά οι ρίζες του «Κυπριακού ζητήματος» είναι πολύ παλιές. Βρίσκονται στην ιστορία, το πείσμα και τους αγώνες αυτού του λαού, των Ελλήνων της Κύπρου, να παραμείνουν Έλληνες.
Θα συνεχίσουμε με την Ιστορία των αγώνων του επί Τουρκοκρατίας και Αγγλοκρατίας.
Τουρκοκρατία
Η κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους δεν έγινε «ειρηνικά», αλλά χύθηκε γι αυτήν πολύ αίμα. Δεν υποτάχθηκε χωρίς αντίσταση – όπως άλλες περιοχές, π.χ. Χίος, Ιωάννινα – και γι αυτό δεν έτυχε καμιάς επιείκειας από τους Τούρκους. Ο στρατηγός Μουσταφά αποβίβασε στο νησί πολυάριθμο στρατό Γενιτσάρων και άλλων πολεμιστών οι οποίοι λεηλάτησαν, έσφαξαν και αιχμαλώτισαν κυρίως καθολικούς άνδρες και γυναίκες. Πολλές για να αποφύγουν την ατίμωση γκρεμίζονταν από τις στέγες των σπιτιών τους ή από άλλα υψηλά σημεία. Μητέρες σκότωναν τις ίδιες τους τις κόρες για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Σε είκοσι χιλιάδες υπολογίζονται οι σφαγιασθέντες και σε δύο χιλιάδες περίπου οι απαχθέντες δούλοι.
Λέγεται πως η νεαρή Μαρία Συγκλητική, την οποία είχαν αιχμαλωτίσει οι Τούρκοι και κρατούσαν έγκλειστη στο αμπάρι μιας γαλέρας, για να εκδικηθεί για την ατίμωση της, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του πλοίου που ανατινάχθηκε συμπαρασέρνοντας στην καταστροφή κι άλλα δύο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα δίπλα του. Σε αυτά κρατιούνταν άλλα χίλια κορίτσια διαλεγμένα από τους Τούρκους, που έγιναν κι αυτά παρανάλωμα του πυρός.
Την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους ακλούθησε η εγκατάσταση μυριάδων από αυτούς [28], ενώ χιλιάδες Χριστιανοί, προπάντων καθολικοί έφυγαν ή εξισλαμίσθηκαν προκειμένου να σώσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Ιδιαίτερα Μαρωνίτες και εν μέρει δε και Έλληνες προσήλθαν στον μουσουλμανισμό. Γι αυτό και πολλοί Τούρκοι της Κύπρου ομιλούν την ελληνική γλώσσα. Διότι κατάγονται από έλληνες ή ελληνικό περιβάλλον. Βεβαίως την γλώσσα έμαθαν και πολλοί Τούρκοι που έμειναν κοντά ή και μέσα σε ελληνικές περιφέρειες. Αλλά για τους μαζικούς εξισλαμισμούς και την καταγωγή πολλών σημερινών τουρκοκυπρίων θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Ο Σουλτάνος εκτός από τους Τούρκους που αποβιβάσθηκαν αμέσως μετά την κατάληψη της θέλησε να στείλει και αποίκους από τη Μικρά Ασία – καλή ώρα όπως έκανε η Τουρκία μετά την εισβολή κατοχή της Κύπρου το 1974 και ιδιαίτερα μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς – ακτήμονες ή απλά «αλήτες». Το 1572 έγινε συστηματική εγκατάσταση Τούρκων κι αυτή βεβαίως σε βάρος των χριστιανικών περιουσιών. Για να διευκολύνουν την εγκατάσταση των Τούρκων στην Κύπρο οι νέοι κύριοι του νησιού μοίρασαν δωρεάν στους απόστρατους του πολέμου γαίες που ανήκαν στους Ενετούς και Φράγκους. Πούλησαν, όμως, και στους έλληνες ιθαγενείς, που ναι μεν δεν τους μεταχειρίστηκαν σαν κατακτημένο λαό, αλλά δεν τους επέτρεψαν να φέρουν όπλα, να ανεβαίνουν σε άλογο κλπ. Προνόμια που είχαν μόνο οι Τούρκοι και στα άλλα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. [29] Αυτή η επιδρομή τόσων Τούρκων κατέστησε τη θέση των Χριστιανών πολύ δύσκολη. Προκάλεσε ένα δεύτερο κύμα φυγής προ πάντων καθολικών. Οι εκκλησίες τους έγιναν τζαμιά, οι περιουσίες των εκκλησιών και ταγμάτων και μοναστηριών κατελήφθησαν και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος δεν αναγνωριζότανε πλέον.
Ο A. Kammerer για την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου έγραψε στο βιβλίο του «A Chypre l’ ile d’ Aphrodite» (1925) πώς «Από του 1571 μέχρι το 1878 οι Τούρκοι τίποτε καλόν δεν επετέλεσαν εις την Κύπρον. Ο πληθυσμός εκ προθέσεως, συνειδητά εληστεύθη, ηχμαλωτίσθη και επωλήθη εις το εξωτερικόν, ούτω δ’ ολιγόστευσε, κατέπεσεν εις το δέκατον της προηγουμένης αριθμητικής δυνάμεως του…Εφυτοζωούσε εις βαθμόν απελπιστικόν, ωλιγόστευε και εξισλαμίζετο εν μέρει» (30). Η Κύπρος δηλαδή αντιμετώπισε μια οξύτατη «ανθρωπιστική κρίση», όπως λέμε σήμερα. Με τεράστια αρνητικά δημογραφικά αποτελέσματα.
Για να δούμε λίγο πιο λεπτομερειακά τι άλλο συνέβη μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν από πλευράς εδραίωσης της κατοχής – δηλαδή τερματισμός εχθροπραξιών – η πολιτική διοίκηση αντικατάστησε τις στρατιωτικές αρχές. Ο Σουλτάνος διόρισε γενικό διοικητή με τον τίτλο του Πασά. Τον πλαισίωσαν άλλοι δύο πασάδες επιφορτισμένοι με τη διοίκηση των επαρχιών Πάφου και Φαμαγκούστας. Το φεουδαρχικό σύστημα καταργείται. Δεν υπάρχουν πια ούτε ευγενείς ούτε διάκριση κοινωνικών τάξεων ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό. Η νέα κατάσταση δεν παραδέχεται πια την τοπική αριστοκρατία ή τις προνομιούχες τάξεις. Στη θέση των νόμων των Ασσιζών οι κατακτητές βάζουν σε ισχύ το νομικό τους σύστημα, το ιερό δίκαιο που είναι θεμελιωμένο στο Κοράνι. Το νησί διαιρείται σε δεκαεπτά δικαστικές περιφέρειες ή «Kaza» με πρωτοδικεία. Ένα εφετείο βρίσκεται στη Λευκωσία υπό την προεδρία ενός «μουλά». Οι χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να διορίζονται δικαστές και δεν γίνονται δεκτοί σαν μάρτυρες σε διενέξεις ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς. Επιβάλλεται το φορολογικό σύστημα που ίσχυε και στα άλλα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι πρέπει να πληρώνουν τα έξοδα της Τουρκικής Φρουράς, έγγειο φόρο και φόρο για το νερό, τελωνειακούς δασμούς και φόρο σε είδος πάνω στην αγροτική τους παραγωγή. Οι Χριστιανοί, οι «ραγιάδες» πρέπει να πληρώνουν κι έναν ειδικό φόρο για την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Για να εξακριβώσουν τον αριθμό των φορολογουμένων οι Τούρκοι, προχώρησαν σε μια απογραφή του πληθυσμού, λίγους μήνες μετά την εγκατάσταση τους. Καταγράφουν λοιπόν 160.000 Έλληνες και 20.000 Τούρκους στρατιώτες. Δεν αναφέρονται Λατίνοι. Πολλοί έφυγαν. Άλλοι – όσοι ήρθαν στην Κύπρο μετά την κατάληψη της Άκρα - το πιθανότερο έγιναν Μωαμεθανοί για να γλυτώσουν. Η μεταστροφή τους δεν υπήρξε πραγματική. Αποτέλεσαν έτσι μια ιδιαίτερη κατηγορία «κρυπτοχριστιανών» ή «λινομπαμπάκων» που οι απόγονοι τους υπήρχαν μέχρι τη βρετανική κατοχή[31]. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και όσοι έλληνες χριστιανοί προσχώρησαν με τη βία ή από φόβο στον ισλαμισμό. Ήταν όλοι τους μυστικά βαπτισμένοι χριστιανικά και είχαν εκτός από το τουρκικό και το χριστιανικό τους όνομα.
Ο πληθυσμός οδηγήθηκε σε μια απίστευτη ελεεινότητα της κατάστασης του. Η ελάττωση του πληθυσμού και οι συχνές παρακλήσεις του έπεισαν τον εκ Χριστιανών μέγα Βεζίρη Μεχμέτ Σόκολην να βοηθήσει την Κύπρο.
Αξιοσημείωτος σταθμός για την ιστορία της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία υπήρξε η αναγνώριση του θεσμού του αρχιεπισκόπου – όπως είδαμε τον είχαν αμφισβητήσει οι Λατίνοι. Το 1572 εξελέγη από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, αρχιεπίσκοπος ο κύπριος κληρικός Τιμόθεος, πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού ενδημούσας Συνόδου αναγνωρίσθηκε η ένωση της Κυπριακής Εκκλησίας με την Ορθοδοξία. Αυτό υπήρξε επίτευγμα μιας αντιπροσωπείας προκρίτων της Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη όπου ζήτησε από τον Σουλτάνο την αποκατάσταση – μετά από τρεις αιώνες σκότους – της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Την άδεια αυτή πέτυχαν αφού διαβεβαίωσαν το μεγάλο Βεζίρη για την αφοσίωση των κατοίκων του νησιού στη νέα κατάσταση. Η δήλωση της υποταγής έφερε ως αντάλλαγμα την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας, την αποκατάσταση της Εκκλησίας στα παλιά της δικαιώματα κι ακόμα το δικαίωμα εξαγοράς των υπό μεσεγγύηση από τους Τούρκους μοναστηριών καθώς και την ελευθερία νάχουν σπίτια και κτήματα και μέσα στην Φαμαγκούστα, πολιτεία μόνο για τους Μουσουλμάνους. Τα προνόμια αυτά παραχωρήθηκαν υπό έναν όρο: κανένα πρόσωπο του λατινικού θρησκεύματος δεν θα γινότανε δεκτό στις ελληνικές εκκλησίες.
Τις πρώτες αυτές παραχωρήσεις προς την ελληνική Εκκλησία ακολούθησαν και άλλες κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το 1754 με σύμφωνη γνώμη του Σουλτάνου ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου και οι τρεις επίσκοποι του νησιού αναγνωρίστηκαν επίσημα σαν οι αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού στην Κύπρο, με δικαίωμα να απευθύνονται κατευθείαν στην Υψηλή Πύλη, χωρίς τη μεσολάβηση του γενικού διοικητή του νησιού.
Έτσι ο αρχιεπίσκοπος γίνεται η δεύτερη διοικητική δύναμη του νησιού. Αναγνωρισμένος από τον Σουλτάνο σαν ο αρχηγός και αντιπρόσωπος της ελληνικής εθνικότητας υπήρξε ο εθνάρχης της Κύπρου. Τίτλος που κράτησε όχι μόνο κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας αλλά και κατά τη διάρκεια της βρετανικής διοίκησης.
Γενικά η θέση της ελληνικής Εκκλησίας υπήρξε αρκετά στερεή, μέχρι την έναρξη της Επανάστασης του 1821, οπότε και οι Τούρκοι για να την προλάβουν στην Κύπρο, κατάσφαξαν όλη την ηγεσία της.
Πλάι στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα οι κύπριοι ιεράρχες έδειξαν πάντοτε ζωηρό ενδιαφέρον για τη μόρφωση της νεολαίας και τη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Ίδρυσαν δημοτικά σχολεία στις πόλεις και τα χωριά του νησιού με έξοδα της Εκκλησίας. Μια ανώτερη σχολή ιδρύθηκε στη Λευκωσία από τον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο κατά τα μέσα του 18ου αιώνα.
Αυτές οι δραστηριότητες τους συνέβαλαν στη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος – άρα και της αντίστασης του ελληνισμού ενάντια στους κατακτητές τους – και, φυσικά στη διατήρηση και ενίσχυση του ρόλου και των συμφερόντων της ίδιας της Εκκλησίας και της ιεραρχίας της. Δεν είναι αυτή η έγνοια της άσχετη και με την ενασχόληση της, την εμπλοκή της σε προσπάθειες και αγώνες για την απελευθέρωση της Κύπρου από τους εκάστοτε κυρίαρχους της. Μέχρι τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του 1955 (ΕΟΚΑ).
Ο A. Kammerer για την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου έγραψε στο βιβλίο του «A Chypre l’ ile d’ Aphrodite» (1925) πώς «Από του 1571 μέχρι το 1878 οι Τούρκοι τίποτε καλόν δεν επετέλεσαν εις την Κύπρον. Ο πληθυσμός εκ προθέσεως, συνειδητά εληστεύθη, ηχμαλωτίσθη και επωλήθη εις το εξωτερικόν, ούτω δ’ ολιγόστευσε, κατέπεσεν εις το δέκατον της προηγουμένης αριθμητικής δυνάμεως του…Εφυτοζωούσε εις βαθμόν απελπιστικόν, ωλιγόστευε και εξισλαμίζετο εν μέρει» (30). Η Κύπρος δηλαδή αντιμετώπισε μια οξύτατη «ανθρωπιστική κρίση», όπως λέμε σήμερα. Με τεράστια αρνητικά δημογραφικά αποτελέσματα.
Για να δούμε λίγο πιο λεπτομερειακά τι άλλο συνέβη μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν από πλευράς εδραίωσης της κατοχής – δηλαδή τερματισμός εχθροπραξιών – η πολιτική διοίκηση αντικατάστησε τις στρατιωτικές αρχές. Ο Σουλτάνος διόρισε γενικό διοικητή με τον τίτλο του Πασά. Τον πλαισίωσαν άλλοι δύο πασάδες επιφορτισμένοι με τη διοίκηση των επαρχιών Πάφου και Φαμαγκούστας. Το φεουδαρχικό σύστημα καταργείται. Δεν υπάρχουν πια ούτε ευγενείς ούτε διάκριση κοινωνικών τάξεων ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό. Η νέα κατάσταση δεν παραδέχεται πια την τοπική αριστοκρατία ή τις προνομιούχες τάξεις. Στη θέση των νόμων των Ασσιζών οι κατακτητές βάζουν σε ισχύ το νομικό τους σύστημα, το ιερό δίκαιο που είναι θεμελιωμένο στο Κοράνι. Το νησί διαιρείται σε δεκαεπτά δικαστικές περιφέρειες ή «Kaza» με πρωτοδικεία. Ένα εφετείο βρίσκεται στη Λευκωσία υπό την προεδρία ενός «μουλά». Οι χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να διορίζονται δικαστές και δεν γίνονται δεκτοί σαν μάρτυρες σε διενέξεις ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς. Επιβάλλεται το φορολογικό σύστημα που ίσχυε και στα άλλα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι πρέπει να πληρώνουν τα έξοδα της Τουρκικής Φρουράς, έγγειο φόρο και φόρο για το νερό, τελωνειακούς δασμούς και φόρο σε είδος πάνω στην αγροτική τους παραγωγή. Οι Χριστιανοί, οι «ραγιάδες» πρέπει να πληρώνουν κι έναν ειδικό φόρο για την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Για να εξακριβώσουν τον αριθμό των φορολογουμένων οι Τούρκοι, προχώρησαν σε μια απογραφή του πληθυσμού, λίγους μήνες μετά την εγκατάσταση τους. Καταγράφουν λοιπόν 160.000 Έλληνες και 20.000 Τούρκους στρατιώτες. Δεν αναφέρονται Λατίνοι. Πολλοί έφυγαν. Άλλοι – όσοι ήρθαν στην Κύπρο μετά την κατάληψη της Άκρα - το πιθανότερο έγιναν Μωαμεθανοί για να γλυτώσουν. Η μεταστροφή τους δεν υπήρξε πραγματική. Αποτέλεσαν έτσι μια ιδιαίτερη κατηγορία «κρυπτοχριστιανών» ή «λινομπαμπάκων» που οι απόγονοι τους υπήρχαν μέχρι τη βρετανική κατοχή[31]. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και όσοι έλληνες χριστιανοί προσχώρησαν με τη βία ή από φόβο στον ισλαμισμό. Ήταν όλοι τους μυστικά βαπτισμένοι χριστιανικά και είχαν εκτός από το τουρκικό και το χριστιανικό τους όνομα.
Ο πληθυσμός οδηγήθηκε σε μια απίστευτη ελεεινότητα της κατάστασης του. Η ελάττωση του πληθυσμού και οι συχνές παρακλήσεις του έπεισαν τον εκ Χριστιανών μέγα Βεζίρη Μεχμέτ Σόκολην να βοηθήσει την Κύπρο.
Αξιοσημείωτος σταθμός για την ιστορία της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία υπήρξε η αναγνώριση του θεσμού του αρχιεπισκόπου – όπως είδαμε τον είχαν αμφισβητήσει οι Λατίνοι. Το 1572 εξελέγη από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, αρχιεπίσκοπος ο κύπριος κληρικός Τιμόθεος, πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού ενδημούσας Συνόδου αναγνωρίσθηκε η ένωση της Κυπριακής Εκκλησίας με την Ορθοδοξία. Αυτό υπήρξε επίτευγμα μιας αντιπροσωπείας προκρίτων της Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη όπου ζήτησε από τον Σουλτάνο την αποκατάσταση – μετά από τρεις αιώνες σκότους – της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Την άδεια αυτή πέτυχαν αφού διαβεβαίωσαν το μεγάλο Βεζίρη για την αφοσίωση των κατοίκων του νησιού στη νέα κατάσταση. Η δήλωση της υποταγής έφερε ως αντάλλαγμα την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας, την αποκατάσταση της Εκκλησίας στα παλιά της δικαιώματα κι ακόμα το δικαίωμα εξαγοράς των υπό μεσεγγύηση από τους Τούρκους μοναστηριών καθώς και την ελευθερία νάχουν σπίτια και κτήματα και μέσα στην Φαμαγκούστα, πολιτεία μόνο για τους Μουσουλμάνους. Τα προνόμια αυτά παραχωρήθηκαν υπό έναν όρο: κανένα πρόσωπο του λατινικού θρησκεύματος δεν θα γινότανε δεκτό στις ελληνικές εκκλησίες.
Τις πρώτες αυτές παραχωρήσεις προς την ελληνική Εκκλησία ακολούθησαν και άλλες κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το 1754 με σύμφωνη γνώμη του Σουλτάνου ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου και οι τρεις επίσκοποι του νησιού αναγνωρίστηκαν επίσημα σαν οι αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού στην Κύπρο, με δικαίωμα να απευθύνονται κατευθείαν στην Υψηλή Πύλη, χωρίς τη μεσολάβηση του γενικού διοικητή του νησιού.
Έτσι ο αρχιεπίσκοπος γίνεται η δεύτερη διοικητική δύναμη του νησιού. Αναγνωρισμένος από τον Σουλτάνο σαν ο αρχηγός και αντιπρόσωπος της ελληνικής εθνικότητας υπήρξε ο εθνάρχης της Κύπρου. Τίτλος που κράτησε όχι μόνο κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας αλλά και κατά τη διάρκεια της βρετανικής διοίκησης.
Γενικά η θέση της ελληνικής Εκκλησίας υπήρξε αρκετά στερεή, μέχρι την έναρξη της Επανάστασης του 1821, οπότε και οι Τούρκοι για να την προλάβουν στην Κύπρο, κατάσφαξαν όλη την ηγεσία της.
Πλάι στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα οι κύπριοι ιεράρχες έδειξαν πάντοτε ζωηρό ενδιαφέρον για τη μόρφωση της νεολαίας και τη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Ίδρυσαν δημοτικά σχολεία στις πόλεις και τα χωριά του νησιού με έξοδα της Εκκλησίας. Μια ανώτερη σχολή ιδρύθηκε στη Λευκωσία από τον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο κατά τα μέσα του 18ου αιώνα.
Αυτές οι δραστηριότητες τους συνέβαλαν στη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος – άρα και της αντίστασης του ελληνισμού ενάντια στους κατακτητές τους – και, φυσικά στη διατήρηση και ενίσχυση του ρόλου και των συμφερόντων της ίδιας της Εκκλησίας και της ιεραρχίας της. Δεν είναι αυτή η έγνοια της άσχετη και με την ενασχόληση της, την εμπλοκή της σε προσπάθειες και αγώνες για την απελευθέρωση της Κύπρου από τους εκάστοτε κυρίαρχους της. Μέχρι τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του 1955 (ΕΟΚΑ).
Πρώτες απόπειρες απελευθέρωσης
Παρά την «απελευθέρωση» της Εκκλησίας από την πίεση των καθολικών, παρά την κατάργηση από τους Τούρκους της δουλοπαροικίας – οι γεωργοί καλλιεργούν τα δικά τους κτήματα – εν τούτοις ή άγρια τουρκική κατάκτηση ελάττωσε τον χριστιανικό πληθυσμό. Ανάγκασε πολλούς να γίνουν μουσουλμάνοι φανερά τουλάχιστον. Νωρίς οι Κύπριοι άρχισαν να αντιδρούν κατά των Τούρκων.
Το 1578 οι κάτοικοι πήραν τα όπλα ενάντια στις αρχές του νησιού, πιστεύοντας στις διαβεβαιώσεις των ενετών πρακτόρων που τους είχαν υποσχεθεί βοήθεια. Αλλά απατήθηκαν. Ούτε η Ενετία ούτε ο πάπας ούτε η Ισπανία ήρθαν σε βοήθεια τους. Ο ξεσηκωμός κράτησε μερικές εβδομάδες. Την κατάπνιξη του ακολούθησαν γνωστές σκηνές.
Μια δεύτερη απόπειρα που επιχειρήθηκε από τον κύπριο Βίκτωρα Ζεβέτο στις αρχές του 17ου αιώνα δεν είχε καλύτερη τύχη. Κατά το 1600 ο δούκας της Σαβοΐας Κάρολος-Εμμανουήλ Φιλιμπέρ, μνηστήρας του θρόνου της Κύπρου, εξαιτίας της συγγένειας του με την βασίλισσα Καρλόττα Λουζινιάν, σχεδίασε σοβαρά την κατάκτηση της Κύπρου και την αποκατάσταση του παλιού καθεστώτος. Για το σκοπό αυτό ήρθε σε επαφή με τον αρχιεπίσκοπο και τους ιεράρχες του νησιού, στους οποίους έστειλε έναν προσωπικό του αντιπρόσωπο.
Ο δραστήριος – αν και όχι σοφός – Χριστόδουλος (1609-1638), αρχιεπίσκοπος «πάσης Κύπρου και Νέας Ιουστινιανής», γράφει το 1609 στον δούκα της Σαβοΐας να στείλει όπλα στους κατοίκους που είναι 35.000 έτοιμοι να πολεμήσουν κατά των Τούρκων για «γημπορέσουμε να γιδούμε ρήγα της Κύπρου». Και άλλοτε έγραψε ο Χριστόδουλος, όπως και άλλοι Κύπριοι προς τον δούκα. Οι συνεννοήσεις συνέχισαν και μετά τον Χριστόδουλο και είχαν πάρει και μια ορισμένη μορφή. Έχουν διασωθεί έγγραφα με τα αιτήματα των Κυπρίων, τις απαιτήσεις και δεσμεύσεις του δούκα.
Φαίνεται από αυτά που ζήτησαν οι Κύπριοι και δεσμεύθηκε ο δούκας, ότι οι φιλοπάτριδες Έλληνες της μεγαλονήσου, θυμόντουσαν το στυγνό πνεύμα εκμετάλλευσης που είχαν δείξει οι Γενουάτες και θέλησαν να τους αποκλείσουν τελείως. Να εμποδίσουν νέα εκμετάλλευση της Κύπρου. Απέκλεισαν τους Ισπανούς και τους οπαδούς νέων θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να αποφύγουν φανατισμούς που είχαν βλάψει στο παρελθόν την Κύπρο. Απέκλεισαν επίσης την Ιερή Εξέταση στην Κύπρο. Έδειξαν προθυμία να ασκηθούν στρατιωτικά και να ιδρυθεί στη Λευκωσία «σεμινάριο» – Πανεπιστήμιο – για τη δημόσια εκπαίδευση των ευγενών και του λαού.
Η εσωτερική κατάσταση της Σαβοΐας δεν επέτρεψε στο δούκα να πραγματοποιήσει το σχέδιο του. Ωστόσο ο Ζεβέτος, ελπίζοντας πάντα στη βοήθεια που του υποσχέθηκαν πήρε τα όπλα ενάντια στους Τούρκους, αλλά έμεινε μόνος με μερικούς πιστούς και αναγκάστηκε ύστερα από μερικούς μήνες, για ν’ αποφύγει τη σύλληψη, να εγκαταλείψει το νησί και να καταφύγει στη Σαβοΐα.
Είναι γνωστό ότι ο Σουλτάνος, παραχωρούσε συχνά, τη διοίκηση μιας επαρχίας σε κάποιον τούρκο αξιωματούχο του κράτους, ο οποίος αναλάμβανε την υποχρέωση να πληρώνει ένα ποσό, φόρο, στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Ο ανώτατος ιδιοκτήτης των γαιών της Αυτοκρατορίας, ήταν ο Σουλτάνος. Δεν υπήρχε κληρονομικό δικαίωμα των αξιωματούχων για τις γαίες ή επαρχίες που τους παραχωρούσε ο Σουλτάνος. Όποτε αυτός ήθελε παραχωρούσε τη διοίκηση-εκμετάλλευση τους σε άλλον αξιωματούχο. Αυτή η προσωρινότητα, η ανασφάλεια που αισθάνονταν τους έκανε άπληστους και αδίστακτους απέναντι στους υποτελείς τους. Προσπαθούσαν πολύ γρήγορα να αποκτήσουν πλούτο, να ξεχρεώσουν απέναντι στον Σουλτάνο. Αυτό οδηγούσε στην επιβολή βαρειών φόρων πάνω στους αγρότες και υπόλοιπους παραγωγούς, εμπόρους, τεχνίτες κλπ. Κυρίως δε πάνω στους «ραγιάδες».
Το 1670, ύστερα από έναν αιώνα άμεσης διοίκησης η Κύπρος τέθηκε υπό την επίβλεψη του μεγάλου ναυάρχου του αυτοκρατορικού ναυτικού, του Καπετάν Πασά. Με το καινούργιο σύστημα οι κάτοικοι του νησιού έπρεπε να πληρώνουν εκτός από τους κανονικούς φόρους – που έχουμε αναφέρει παραπάνω – έναν ειδικό ετήσιο φόρο για τον Καπετάν Πασά. Αυτή η επιβάρυνση δυσαρέστησε όχι μόνο του Έλληνες κατοίκους αλλά και τους Τούρκους, που αρνήθηκαν να την πληρώσουν. Η άρνηση αυτή κατέληξε σε ανταρσία, υπό την αρχηγία ενός από τους Τούρκους προκρίτους της Λευκωσίας, που βοηθούμενος και από τους άλλους, αντιστάθηκε επί επτά χρόνια, μέχρι την άφιξη ενισχύσεων από την Κωνσταντινούπολη. Στο τέλος, από έλλειψη τροφίμων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αντίσταση κι αφού πιάστηκαν από τους στρατιώτες του Πασά, κρεμάστηκαν όλοι στις δημόσιες πλατείες της Λευκωσίας. Το φορολογικό σύστημα δεν άλλαξε.
Η έμμεση διοίκηση – η «ενοικιαζόμενη» – αποδείχτηκε γεμάτη μειονεκτήματα. Προκάλεσε απίστευτη αθλιότητα η αρπακτικότητα των δημόσιων λειτουργών. Όταν ο Σουλτάνος αποφάσισε το 1702 να δώσει τη διοίκηση του νησιού στο μεγάλο βεζίρη της Αυτοκρατορίας. Αλλά αυτή η αλλαγή δεν βελτίωσε την κατάσταση. Η εξαθλίωση του νησιού ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους του να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Ο πληθυσμός εξακολούθησε να ελαττώνεται μέχρι τη στιγμή που ο Σουλτάνος, το 1745, ύστερα από διαβήματα απελπισίας των επισκόπων και των τούρκων προκρίτων, πήρε την απόφαση να ανεβάσει το νησί στη σειρά των αυτοκρατορικών επαρχιών πρώτης τάξης, δηλαδή σε πασαλίκι. Διόρισε σαν διοικητή τον σταυλάρχη της Αυλής, που τον διαδέχτηκε το 1746 ο Αμπού Μπεκίρ Πασάς. Αυτός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του νησιού. Για πρώτη φορά που η Κύπρος γνώρισε, μετά την τουρκική κατάκτηση, τα ευεργετήματα μιας καλής διοίκησης. Ο Αμπού Μπεκίρ με δικά του έξοδα εκτέλεσε κοινωφελή έργα. Το πιο σπουδαίο η ύδρευση της Λάρνακας. Αλλά δεν κράτησε για πολύ αυτή η βελτίωση. Το 1748, ύστερα από ραδιουργίες της Αυλής, ο Αμπού Μπεκίρ απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του. Η διοίκηση του νησιού πέρασε ξανά στα χέρια του μεγάλου βεζίρη και το νησί έπεσε πάλι στη μιζέρια. Οι θερμές παρακλήσεις των επισκόπων δεν εισακούσθηκαν. Ακόμα και οι Τούρκοι του νησιού έπεσαν σε απελπισία. Άπειρες φορές από κοινού Τούρκοι και Έλληνες διαμαρτυρήθηκαν και παραπονέθηκαν στην Υψηλή Πύλη για την αρπακτικότητα των διοικητών και την εγκατάλειψη του νησιού. Οι προσπάθειες τους δεν καλυτέρεψαν την κατάσταση. Πρόσωπα αναρμόδια, πασάδες με τεράστια χρέη και με όπλο τη διαφθορά, κατάφερναν να διοριστούν διοικητές κι όταν το κατάφερναν προσπαθούσαν να επωφεληθούν από την εξουσία τους και να πλουτίσουν σε βάρος των κατοίκων του νησιού.
Η ενδημική αυτή κρίση επιδεινώθηκε περισσότερο το 1764 με το διορισμό του Χηλ Οσμάν σα διοικητή. Μόλις έφτασε στη Λευκωσία αποκάλυψε στον αρχιεπίσκοπο ότι επρόκειτο να επιβάλει παραπάνω φόρους για να πληρώσει τους πιστωτές του στην Κωνσταντινούπολη. Διορισμένος διοικητής χάρη σε αυτούς είχε υποσχεθεί να πληρώσει τα χρέη του από τα κέρδη της καινούργιας του θέσης. Ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση του. Ο Χαλήλ Οσμάν τον απείλησε ότι θα βάλει υπό μεσεγγύηση τα αγαθά των μοναστηριών. Για να εμποδίσει αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή ο αρχιεπίσκοπος έστειλε μυστικά μια αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για να επικαλεστεί την επέμβαση της Υψηλής Πύλης. Ο μέγας βεζίρης έκανε δεκτό το αίτημα και διέταξε τον διοικητή – επί ποινή ανάκλησης του – να μην απαιτήσει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που είχε οριστεί με το αυτοκρατορικό διάταγμα. Ο διοικητής συγκάλεσε τους επισκόπους και τους τούρκους προκρίτους να τους διαβάσει το φιρμάνι, αλλά το πάτωμα της αίθουσας της συγκέντρωσης – είτε προσχεδιασμένα είτε τυχαία - υποχώρησε. Όλοι οι προσκεκλημένοι έπεσαν στα υπόγεια του παλατιού. Στις κραυγές τους ο λαός [Έλληνες και Τούρκοι] που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά στο παλάτι, νομίζοντας ότι ήταν συνωμοσία για να δολοφονήσουν τους αντιπροσώπους τους, ορμάει μέσα στο παλάτι για να σώσει ιεράρχες και προκρίτους. Σκοτώνει το διοικητή, ρίχνεται στη λεηλασία και τελικά βάζει φωτιά στο παλάτι. Μετά την αποκατάσταση της τάξης οι πρόκριτοι όρισαν ανάμεσα τους έναν προσωρινό διοικητή και τον έστειλαν στην Κων/πολη, να εξηγήσει στην Υψηλή Πύλη τα καθέκαστα και να εκφράσει τη λύπη του λαού για το έγκλημα που έγινε σε βάρος του αντιπροσώπου του Σουλτάνου.
Ο μεγάλος βεζίρης διόρισε καινούργιο διοικητή και έστειλε στην Κύπρο τρεις αντιπροσώπους για επί τόπου ανακρίσεις, καθορισμό αποζημίωσης στην οικογένεια του δολοφονημένου και στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Τότε ενωμένοι Τούρκοι και Έλληνες εξήγησαν πως ο Χαλήλ Οσμαν δεν ήτανε τίποτα άλλο παρά ένας τύραννος που η καταπίεση του δεν γινότανε ανεκτή πια από κανέναν. Υποσχέθηκαν να ξαναχτίσουν το καμένο παλάτι και να πληρώσουν την αποζημίωση που τους ζητούσαν. Καταμερίσθηκε η πληρωμή της αποζημίωσης ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους και οι αντιπρόσωποι αναχώρησαν για την πρωτεύουσα. Ύστερα από την αναχώρηση τους οι Τούρκοι αρνήθηκαν να πληρώσουν το μερίδιο τους ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν υπεύθυνοι για την ανταρσία. Επειδή ο διοικητής θέλησε να τους κάνει να πληρώσουν με το ζόρι, τριακόσιοι από αυτούς κατέλαβαν τους νερόμυλους στην Κυθραία, στερώντας έτσι τη Λευκωσία από αλεύρι και τρόφιμα. Λίγες ημέρες αργότερα ο Χαλήλ, διοικητής του φρουρίου της Κυρήνειας εκδήλωσε δημόσια την αντίθεση του για την πληρωμή της αποζημίωσης είτε από τους Τούρκους είτε από τους Έλληνες. Με απεσταλμένους του σε πόλεις και χωριά, κάλεσε το λαό να αρνηθεί την πληρωμή. Ο διοικητής της Κύπρου, έχοντας στη διάθεση του μικρό αριθμό στρατιωτών, δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τα καθήκοντα του – να εισπράξει δηλαδή φόρους και αποζημιώσεις. Έστειλε έτσι μυστικά τον αρχιεπίσκοπο στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει ενισχύσεις προκειμένου να επιβάλει την τάξη. Μετά την άφιξη τους ο Χαλήλ οχυρώθηκε στην Κυρήνεια όπου αντιστάθηκε μερικές εβδομάδες. Αλλά η πείνα τον ανάγκασε να παραδοθεί κι εκτελέστηκε μαζί με τους άνδρες του.
Φτάνουμε στο 1821. Γράψαμε στο πρώτο μέρος για την σφαγή του αρχιεπισκόπου, των επισκόπων και ιερέων καθώς και των προκρίτων, προκειμένου ο διοικητής της Κύπρου να προλάβει την εκδήλωση επαναστατικής δράσης στην Κύπρο, όπως είχε συμβεί ήδη στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας
Μέχρι την σφαγή του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιερέων και των προκρίτων, το ελληνικό λαϊκό στοιχείο δεν είχε γνώμη στη διοίκηση των κοινοτικών υποθέσεων. Όπως έχουμε δει εκπρόσωπος των Ελλήνων ήταν ο αρχιεπίσκοπος [Εθνάρχης] και οι επίσκοποι. Ο αρχιεπίσκοπος είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να κανονίζει όχι μόνο τα οικονομικά της εκκλησίας αλλά και αυτά της ελληνικής κοινότητας: να επιβάλλει φόρους, να διευθύνει τα σχολεία, να επιβλέπει τη λειτουργία των δημόσιων ιδρυμάτων.
Το 1821 – μετά τη σφαγή – το αυταρχικό αυτό σύστημα σταδιακά παίρνει τέλος. Η κυπριακή Εκκλησία αποκαθίσταται μεν, αλλά οι νέοι επίσκοποι δεν θα έχουν πια ούτε τα προνόμια ούτε τη δύναμη που είχαν άλλοτε. Ο λαός διεκδικεί τα δικαιώματα του. Αποτέλεσμα πολλών «παραγόντων», που από τη μια ενεργοποίησε το λαϊκό στοιχείο και από την άλλη υποχρέωσε τους Τούρκους σε μια υποχώρηση και αλλαγή στάσης απέναντι στο λαϊκό χριστιανικό στοιχείο, με τη συνδρομή βέβαια και των εξελίξεων μέσα στην ίδια την Τουρκία και στο διεθνές περιβάλλον.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι μετά τη «σφαγή» πολλοί Κύπριοι έφυγαν από την Κύπρο. Πολλοί από αυτούς έλαβαν μέρος στον αγώνα για την Ελευθερία στην Ελλάδα. Περί τους 130 φονεύθηκαν κατά τη μάχη των Αθηνών του 1827. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αποτέλεσαν ιδιαίτερη φάλαγγα Κυπρίων υπό τον στρατηγό Χατζηπέτρο. Άλλοι ήρθαν στη Ρώμη και άρχισαν να εργάζονται για την απελευθέρωση της Κύπρου και την Ένωση της με την Ελλάδα. Όρισαν δε γι’ αυτό επίτροπο της Κύπρου το Νικόλαο Θησέα για να οργανώσει την διαφώτιση και όλες τις άλλες αναγκαίες ενέργειες [33].
Οι Τούρκοι μετά τη σφαγή του αρχιεπισκόπου και όλων των άλλων, θέλησαν να έχουν κάποιον εκπρόσωπο των Ελλήνων για να συνομιλούν μαζί τους. Φυσικά και θέλησαν να τοποθετήσουν ανθρώπους εντελώς υπάκουους σε αυτούς. Ο Πατριάρχης Ευγένιος, διάδοχος του Γρηγορίου του Ε’, ζήτησε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας να στείλει τρεις αρχιερείς στην Κύπρο. Αυτοί χειροτόνησαν τον Δεκέμβριο του 1821 αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον Ιωακείμ, μητροπολίτη Πάφου τον Πανάρετο, Κιτίου τον Λεόντιον και Κυρήνειας τον Δαμασκηνό. Η Υψηλή Πύλη τους ενέκρινε πολύ εύκολα. Προφανώς στην εκλογή τους συνετέλεσε και ο «σφαγέας» Κιουτσούκ-Μεχμέτ.
Ο Ιωακείμ (1821-24) ήταν ανίκανος και αμαθής και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των Χριστιανών. Οι οποίοι για άλλη μια φορά είχαν υποστεί μεγάλη επίθεση από τους Τούρκους: σφαγές και προπαντός βίαιοι εξισλαμισμοί. Ο εξισλαμισμός στις τάξεις του λαού ήταν πολύ μεγάλος. Ο Σουηδός περιηγητής ιερέας Jacob Berggren, είναι πολύ κατατοπιστικός για το τι συνάντησε στα 1822 στην Κύπρο:
«Όταν το 1822 πέρασα τελευταία φορά από τη Λάρνακα, ο πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Τα στρατεύματα του Μουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή, παντού απ’ όπου πέρασαν, και καθώς η αξία της ανθρώπινης ζωής είχε πέσει, έπεσαν και όλες οι τιμές της αγοράς». Ο ίδιος όταν ξαναπέρασε από το νησί το 1826 αναφέρει: «Η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα…Σχεδόν κάθε μέρα σημαδευόταν με εκτελέσεις και φόνους κι όπου κι αν πήγαινα συναντούσα δήμιους με αιματοβαμμένα χέρια» [34]
Αυτή η κατάσταση – σε τελευταία ανάλυση – έβλαπτε οικονομικά το θησαυροφυλάκιο της Υψηλής Πύλης. Καθιστούσε την οικονομία της Κύπρου μη αποδοτική. Όπως τώρα, καλή ώρα, τα μαγαζιά που κλείνουν, οι άνεργοι που συσσωρεύονται, το ΑΕΠ που μειώνεται δραματικά βραχυπρόθεσμα έστω, βλάπτει ακόμα και την καπιταλιστική οικονομία. Αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να εξυπηρετεί άλλα σχέδια του ιμπεριαλισμού. Αλλά τότε τέτοια μακροπρόθεσμα σχέδια μάλλον δεν είχε η Υψηλή Πύλη.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι Κύπριοι ήτανε αναγκασμένοι να αντιδράσουν. Θεώρησαν ότι ο αρχιεπίσκοπος δεν έκανε απολύτως τίποτα για να τους υπερασπίσει. Ζητούσαν από τον Πατριάρχη Άνθιμο (1822-24) να τους απαλλάξει από τον αρχιεπίσκοπο. Οι συμβουλές του προς τον Ιωακείμ δεν εισακούονταν. Ανίκανος, δειλός και άνθρωπος των Τούρκων δεν είχε διάθεση να αντιδράσει. Τελικά οι καταγγελίες κλήρου και λαού έπεισαν τους Τούρκους να τον παύσουν. Μάλιστα επειδή το κατάλαβε παραιτήθηκε ο ίδιος. Διάδοχος του υπήρξε ο Δαμασκηνός της Κυρήνειας, άνθρωπος διαφορετικός. Δεν ανεχότανε τις αυθαιρεσίες του Τούρκου διοικητή, συγκρούσθηκε μαζί του και γι αυτό εξορίστηκε και παύτηκε. Αργότερα επανήλθε ως μητροπολίτης Κιτίου.
Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, οι Κύπριοι του έγραψαν (18 Αυγούστου 1828) και έστειλαν και επιτροπή να τον παρακαλέσει «να δοθή ιατρεία εις τας πληγάς της Κύπρου, όπως οίδεν η βαθύτατη πολιτική φρόνησις του» [35] . Το γράμμα υπέγραφε ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος και οι επίσκοποι Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας και μερικοί λαϊκοί. Ο Καποδίστριας έλαβε υπόψη του το γράμμα και την έκκληση των Κυπρίων και με ρηματική του διακοίνωση (18-10-1828) προς τους αντιπροσώπους των συμμάχων αυλών περιέλαβε την Κύπρο και Ρόδο ως τμήματα της Ελλάδας. Η διακοίνωση βέβαια δεν είχε κανένα αποτέλεσμα [36] . Οι Κύπριοι έστειλαν το 1830 μυστικά στον Καποδίστρια τον επτανήσιο Π. Βοντιτσιάνον για να επαναλάβει τα αιτήματα των Κυπρίων. Ούτε βέβαια και αυτή η έκκληση είχε αποτέλεσμα.
Ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος (1827-1840) – τέως μητροπολίτης Πάφου – με πολιτικές ικανότητες απέστειλε δυο φορές επιτροπές προς τον Σουλτάνο Αβδούλ-Μετζήτ και κατόρθωσε να ελαττώσει σημαντικά τους φόρους της Κύπρου [θα λέγαμε ότι υπήρξε ικανότερος διαπραγματευτής από τον Γιώργο Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, Παπαδήμο, Γιάννη Στουρνάρα και Αντώνη Σαμαρά].
Στο μεταξύ το 1830, μετά την επιστροφή από την Κωνσταντινούπολη μιας από τις αντιπροσωπείες στη Λευκωσία, συγκλήθηκε μια συνέλευση από επισκόπους και αντιπροσώπους του ελληνικού λαού. Υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου η συνέλευση συντάσσει τον κανονισμό της διοίκησης με βάση «τις κοινοβουλευτικές αρχές», όπως έγραφε και το κείμενο. Δεν θα υπάρχει πια δραγουμάνος ανάμεσα στον διοικητή και τον αρχιεπίσκοπο αλλά ένα τετραμελές συμβούλιο που θα αντιπροσωπεύει την ελληνική κοινότητα. Το 1839 ο Σουλτάνος αποφάσισε τη μεταρρύθμιση του συστήματος διοίκησης της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τις νέες αρχές του δικαίου. Με τη δημοσίευση του αυτοκρατορικού διατάγματος [Hatt-i-Sherif] καταργεί το σύστημα της πώλησης σε δημοπρασία των θέσεων διοικητών επαρχίας. Το αντικαθιστά με απευθείας διορισμό και μισθό. Το νησί γίνεται επαρχία δεύτερης κατηγορίας κι ο τίτλος του διοικητή μετατρέπεται σε τίτλο του καϋμακάμη. Για πρώτη φορά στην ιστορία οι Χριστιανοί είχαν δικαίωμα να παίρνουν μέρος στα διοικητικά και δικαστικά συμβούλια της επαρχίας. Στην Κύπρο το δικαστικό συμβούλιο αποτελούνταν από οκτώ πρόσωπα: τέσσερεις Τούρκους και τέσσερεις Χριστιανούς. Το αρχιεπίσκοπο, έναν αντιπρόσωπο της ελληνικής κοινότητας, ένα Μαρωνίτη κι έναν Αρμένη.
Αποτέλεσμα των διοικητικών μεταρρυθμίσεων υπήρξε και η αλλαγή του κανονισμού που είχε συμφωνηθεί μεταξύ αρχιεπισκόπου και ελληνικής κοινότητας. Ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι δεν θα χάσουν τη θέση τους ως αρχηγοί των Ελλήνων αλλά τώρα πια η διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων θα είναι στα χέρια είκοσι αντιπροσώπων εκλεγμένων από τη συνέλευση.
Αυτή η εξέλιξη δεν ικανοποίησε τον Πατριάρχη Γρηγόριο Στ’ που έσπευσε να συστήσει στον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο να ερμηνεύσει τον προνομιακό ορισμό στον λαό και να του συστήσει υπακοή !
Όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων που σκοπεύουν στη στερέωση της τουρκικής κυριαρχίας από τη μια και του Σουλτάνου από την άλλη, είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των γενικότερων εξελίξεων και του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο του Μεγάλου Ασθενούς και της κληρονομιάς του αλλά και της ήττας των Τούρκων από τον Μωχάμετ-Άλυ της Αιγύπτου, που ζήτησε να καταλάβει τη Συρία και την Κύπρο το 1832. Οι μεγάλες δυνάμεις επενέβησαν και έδωσαν την Κρήτη στους Αιγύπτιους αντί της Κύπρου και αναγνώρισαν κληρονομική την αλβανική κυβέρνηση του Μωχάμετ-Άλυ εις την Αίγυπτο. Η ανάμιξη της Αιγύπτου διευκόλυνε την έκρηξη ανταρτικού κινήματος υπό τον Κύπριον Νικόλαον Θησέα, το οποίο τελικά δεν μπορούσε να επιτύχει.
Να σημειωθεί ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος Στ’ – που συνέστησε ευπείθεια στον Σουλτάνο – δεν πέτυχε, παρά τις προσπάθειες του, να λάβει φιρμάνι με το οποίο να επιτρέπονται οι κωδωνοκρουσίες σε μερικά μοναστήρια. Τελικά όλη αυτή την κατάσταση «πλήρωσε» ο Πανάρετος. Παραιτήθηκε όταν κατάλαβε ότι θα τον έπαυε η κυβέρνηση. Διάδοχος του ο Ιωαννίκιος (1840-1849), που είχε καλές σχέσεις με τους Τούρκους και πολλοί πίστευαν ότι αυτό θα βοηθούσε στη λύση πολλών προβλημάτων. Μετά την έκδοση του χάτι-σερίφ η Τουρκία και με δικαιολογία ότι επιδιώκει την ισοπολιτεία αφαίρεσε από τους Κύπριους μητροπολίτες το δικαίωμα να κατανέμουν και εισπράττουν φόρους υπέρ του Δημοσίου. Διόρισε μισθωτούς υπαλλήλους που βέβαια ούτε δικαιότεροι των μητροπολιτών ήταν ούτε φρόντιζαν για τους φτωχούς.
Η διαδοχή των αρχιεπισκόπων δεν θα μας απασχολήσει. Όπως και οι προσπάθειες που κάθε φορά έκαναν για να μειωθούν οι φόροι. Να πούμε μόνο ότι αυτές τις προσπάθειες πρέπει να τις ερμηνεύσουμε μέσα από την αγωνία της Κυπριακής Εκκλησίας να διατηρήσει την επιρροή της πάνω στη μάζα του ελληνικού στοιχείου. Φοβότανε μήπως διαμορφωθούν συνθήκες στην κοινωνία τέτοιες που θα οδηγούσαν σε αμφισβήτηση της θέσης και του ρόλου της. Αυτή την προσπάθεια θα την συναντήσουμε στη συνέχεια όταν θα φθάσουμε στην περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στις δεκαετίες από το 1930 έως 1950.
Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1856) και τη συνθήκη των Παρισίων ο Σουλτάνος κάνει καινούργιες μεταρρυθμίσεις στην καταρρέουσα πια Αυτοκρατορία. Με τη δημοσίευση του Hatt-i-Humayun του 1856 οι Χριστιανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορούν να κανονίζουν τις κοινοτικές υποθέσεις τους χωρίς την επέμβαση των τουρκικών αρχών. Οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ελλήνων αναγνωρίζονται ξανά σαν οι εθνάρχες των ραγιάδων, γίνονται ex officio μέλη των επαρχιακών συμβουλίων και συμμετέχουν στη διοίκηση. Στην Κύπρο το ντιβάνι ανασυγκροτείται. Συμμετέχουν ο αρχιεπίσκοπος και οι τρεις επίσκοποι αλλά όχι πια εκπρόσωπος των Μαρωνιτών και Αρμενίων. Οι επίσκοποι θα έχουν το δικαίωμα να παίρνουν μέρος στα συμβούλια των άλλων πόλεων της Κύπρου. Ο ιδιαίτερος κανονισμός των Χριστιανών θα συνταχθεί σύμφωνα με το «κανονικό» δίκαιο της θρησκείας τους. Οι επίσκοποι θάχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδικάζουν τις κληρονομικές υποθέσεις. Για πρώτη φορά οι διαφορές θα δικάζονται από δικαστήρια αποτελούμενα από Έλληνες και Τούρκους δικαστές. Οι Χριστιανοί θα γίνονται δεκτοί σαν μάρτυρες σε ιδιωτικές διαφορές μεταξύ Τούρκων.
Εδώ διαπιστώνουμε ένα περίεργο «μπρος-πίσω». Δηλαδή ένα πισωγύρισμα όπου ενισχύεται ο ρόλος της Εκκλησίας σε βάρος της λαϊκής παρέμβασης και ρόλου στα κοινά. Ενώ ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια από τουρκικής πλευράς να αποδοθούν δικαιώματα στους Χριστιανούς προκειμένου να «εκσυγχρονιστεί» το σύστημα της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και να εκτονωθούν έτσι κάποιες πιέσεις. Από την άλλη θέλουν όλα αυτά να ελεγχθούν από συντηρητικές κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις, ώστε να περιοριστεί η πιθανότητα εμφάνισης πιο ριζοσπαστικών κοινωνικο-πολιτικών διεκδικήσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση θα προσπαθήσουν να κινηθούν αργότερα και οι Άγγλοι. Γύρω από μια τέτοια αντίθεση θα κινηθεί καθοριστικά για το μέλλον ιδιαίτερα των Ελλήνων όλη η προσπάθεια για την απελευθέρωση τους, την Αυτοδιάθεση και Ένωση τους με την Ελλάδα.
Το 1870 θα ακολουθήσει η εφαρμογή του γαλλικού δικαίου. Θα αναδιοργανωθούν τα δικαστήρια. Παρόλα αυτά, παρά τα επί μέρους κέρδη των Χριστιανών, η κατάσταση τους δεν αλλάζει. Η ώρα της «αλλαγής», της διαδοχής της τουρκοκρατίας από την αγγλοκρατία έχει πλησιάσει. Με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ το 1869, το βρετανικό ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο μεγαλώνει απότομα. Της είναι απαραίτητη μια βάση για την εξάπλωση και στερέωση της επιρροής της στις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η απόκτηση ναυτικής βάσης από την πλευρά της Αγγλίας γίνεται αναγκαία, ύστερα μάλιστα από την αγορά των μετοχών του χεδίβη της Αιγύπτου στη Ναυτική Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ. Ύστερα μάλιστα από την κατάληψη των περιοχών του Καρς, του Αρδαχάν και του Βατούμ από τους Ρώσους με τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-78, η Αγγλία επείγεται για την εξασφάλιση μιας βάσης κοντά στην Αίγυπτο για την προστασία του δρόμου των Ινδιών. Ο κλήρος έπεσε στην Κύπρο. Η Τουρκία ήταν εξασθενημένη από τον πόλεμο και ταπεινωμένη από τις συμφωνίες του Αγίου Στεφάνου. Η Αγγλία επωφελείται. Προτείνει στον Σουλτάνο σύναψη αμυντικής συμμαχίας. Με αντάλλαγμα την Κύπρο δεσμεύεται να ενωθεί με την Τουρκία για αμοιβαία άμυνα, αν χρειαστεί και δια των όπλων.
Η σχετική συνθήκη υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου 1978, λίγες ημέρες πριν από το Συνέδριο του Βερολίνου.
Η Αγγλία μαζί με την Κύπρο κληρονομεί και τα προβλήματα της. Τους κατοίκους της. Μια μεγάλη πλειοψηφία Χριστιανών – Ελλήνων, Αρμένιων και Μαρωνιτών – όπου οι έλληνες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και μια μειοψηφία Τούρκων.
Ποιοι είναι αυτοί οι Τούρκοι – Τουρκοκύπριοι – που κληρονομούν οι Βρετανοί και πώς θα τους αντιμετωπίσουν; Πως θα τους αξιοποιήσουν; Γιατί μαζί με αυτούς έχουν να κάνουν και με τους Χριστιανούς και Έλληνες. Δηλαδή έχουν να αντιμετωπίσουν δύσκολα προβλήματα με ιστορία αιώνων.
Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με αυτό ακριβώς το ζήτημα: την καταγωγή των Τουρκοκυπρίων, μια και η σχέση τους με τους Ελληνοκύπριους θα διαπεράσει την Ιστορία του νησιού, ιδιαίτερα μετά το πέρασμα του υπό την Αγγλική κυριαρχία. Οι Τουρκοκύπριοι παρουσιάστηκαν ως μειονότητα, κατέστησαν κοινότητα και για τα δικαιώματα και την υπεράσπιση τους φτάσαμε στις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, στην εισβολή και κατοχή του 1974, το σχέδιο Ανάν και έχουμε ακόμα μέλλον. Αυτό το κουβάρι θα το ξετυλίξουμε σιγά-σιγά.
[συνέχεια στο επόμενο]
Δημοσιεύτηκε 3 hours ago από τον χρήστη ISTRILATIS
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1- Βέβαια και το ΚΚΕ – όπως και όλα τα κόμματα σε Ελλάδα-Κύπρο συμφωνούν με τη συμφωνία που υπέγραψαν οι Μακάριος και Ντενκτάς για «Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία», που σημαίνει ουσιαστικά αναγνώριση των τετελεσμένων. Πάνω στη βάση αυτή στηρίχτηκε το σχέδιο Ανάν και θα στηριχτεί και όποιο άλλο παρόμοιο σχέδιο θα προταθεί. Αλλά για τη συμφωνία αυτή και το τι σημαίνει θα ασχοληθούμε σε κάποιο από τα επόμενα άρθρα μας για το Κυπριακό.
2 – Είναι χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό ότι «Η ΧΑΡΑΥΓΗ» – δημοσιογραφικό όργανο του ΑΚΕΛ – «ξέχασε» την επέτειο της έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στο φύλλο της 1 Απριλίου 2013. Απλά στην στήλη «Σαν Σήμερα» μετά την «Oλλανδή Ετα Παλμ, μία από τις πρώτες φεμινίστριες, απαιτεί το δικαίωμα της γυναίκας στο διαζύγιο» τη γέννηση του Μπίσμαρκ, της Πολυδούρη, τον Χίτλερ, τη γέννηση του Κούντερα κλπ αναφέρει «1955: Η ΕΟΚΑ ξεκινάει ένοπλο αγώνα», για να συνεχίσει με «1957: Πρωταπριλιάτικη φάρσα στην Αγγλία που άφησε εποχή» !!!. Τίποτα άλλο που να αφορά τον αγώνα. Και να σκεφτεί κανείς ότι γι αυτή την επέτειο μίλησε ο Ν. Αναστασιάδης, οι εφημερίδες, κλπ. στην Κύπρο. Αλλά πώς να «θυμηθεί» και να τιμήσει έναν αγώνα στον οποίο δεν συμμετείχε.
Πρέπει, όμως, να υπογραμμίσουμε πώς στην επέτειο της έναρξης του Εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ γινότανε πάντοτε μεγάλη συγκέντρωση σε στάδια της Κύπρου. Τα τελευταία χρόνια στο «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ». Ακόμα και επί κυβερνήσεως Χριστόφια-ΑΚΕΛ. Τώρα επί προεδρίας του «Εθνικόφρονα» Ν. Αναστασιάδη και της κυβέρνησης του ο εορτασμός δεν έγινε. Φοβήθηκαν μια λαϊκή συγκέντρωση στο στάδιο, όπου ο πρόεδρος και συνεργάτες του θα έπρεπε να υποστούν το γιουχάϊσμα του κόσμου. Αιτία οι τελευταίες εξελίξεις. Αλλά και κανένα άλλο κόμμα δεν τόλμησε να οργανώσει μαζική εκδήλωση/ διαδήλωση προκειμένου να τιμήσει την επέτειο και να την συνδέσει με τη σημερινή κρίση – «τραγωδία» – της Κύπρου και του λαού της.
3- βλ. σχετικά Λουκάς Αξελός «Ρήγας Βελεστινλής» εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ, 2007, σελ. 555
4 – Βλ. Κων. Άμαντου «Σύντομος Ιστορία της Κύπρου», εκδ. Συλλόγου προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, ΑΘΗΝΑ 1956. Για να τιμηθούν τα θύματα της σφαγής του Ιουλίου 1821, έγινε Μαυσωλείον και εγράφη και το εξής επίγραμμα «ποιηθέν υπό του Σ. Μενάρδου»[έλληνας επίτροπος]: ώ θύται αινά τυθέντες ιδ’ άλλοι μάρτυρες ίροί, / ουρανόθεν Κύπρω νύν δότ΄ελευθερίην» [στο πρωτότυπο υπάρχουν «πνεύματα» περισπωμένες και υπογεγραμμένες]. Βέβαια υπήρξε αναπλήρωση του αρχιεπισκόπου Κύπρου από τον Ιωακείμ, μητροπολίτης Πάφου χειροτονήθηκε ο Πανάρετος, Κιτίου ο Λεόντιος και Κυρηνείας ο Δαμασκηνός. Με υπόδειξη του Πατριαρχείου Αντιοχείας και φυσικά την τελική έγκριση του «σφαγέα» Κουτσούκ-Μεχμέτ.
5- Βλ. Άμαντου …και για τον Νικολάου Θησέα Α. Παπακωνσταντίνου, Νέα Εστία, τ. 58, σελ. 1172.
6 – Βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου: «Φαεινόν Σημείον Ατυχούς Πολέμου: Η συμμετοχή της Κύπρου στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897», Λευκωσία 2001- Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών – Πηγές και μελέτες της Κυπριακής Ιστορίας XL”
7- Για «Τα Οκτωβριανά» βλ. Γιάννης Πικρός «Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό», εκδ. Φιλιππότη, ΑΘΗΝΑ 1980, Πέτρου Στυλιανού «Τα Οκτωβριανά- Η εξέγερση του 1931 στην Κύπρο» εκδ. Κ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ 2001, Γρηγορίου Δαφνή «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων» εκδ.ΚΑΚΤΟΣ 1997, τόμος 2ος, σελ 77-84, Πλουτή Σέρβα «Ευθύνες» εκδ. Γραμμή, Αθήνα 1980 [ιδιαίτερα σελ. 78 όπου το απόσπασμα του Μπέλα Κούν]. Ο συγγραφέας υπήρξε γραμματέας του Κ.Κ.Κύπρου. Και Λευτέρη Ριζά «Κυπριακή τραγωδία: η διάσταση ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα και τον εθνικό αγώνα», ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (MONTHLY REVIEW) τχ. 47 Ιούνιος 1985.
8 – Βλ. ιδιαίτερα Π. Στυλιανού «Τα Οκτωβριανά..», οπ.αν.
9 – Γρ. Δαφνής «Η Ελλάς…», τ. 2ος σελ. 80-81
10 – Υπάρχει δημοσιευμένη στο περιοδικό «ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» (MONTHLY REVIEW) τχ. 41 Δεκέμβρης 1983.
11- Για τη διάσπαση αυτή, την διάσταση του εθνικού και κοινωνικού αγώνα στην Κύπρο και τις ευθύνες της αριστεράς στην Ελλάδα, τεράστια υπήρξε η συμβολή του ιστορικού Νίκου Ψυρούκη. Για το ίδιο ζήτημα βλ. Λευτέρης Ριζάς «Κυπριακή τραγωδία: Η διάσταση …», όπ. αν.
12 – Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω: Κ. Άμαντου «Σύντομος Ιστορία της Κύπρου», όπ. αν. – «Κύπρος νυν και αεί» εκδ. Ομοσπονδίας Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος, Λευκωσία 1990 – Φρίξου Βραχνά «Ελληνιστική Κύπρος», εκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, ΑΘΗΝΑ 1984 – Κ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΙ «Σύντομος Ιστορία της Κύπρου», Λευκωσία 1984.
13 – βλ. Παρασκευά Μ. Σαμαρά «Η ελληνική καταγωγή των τουρκοκυπρίων – Εξισλαμισμοί – Τουρκικός επεκτατισμός», ΑΘΗΝΑ 1987. Σε ομιλία του για το ίδιο θέμα στην Αθήνα, αίθουσα Παρνασσός, ο εξαίρετος ιστορικός μας Κώστας Κύρρης, έχοντας μελετήσει αρχεία επί αρχείων τόσο τουρκικά όσο και Αγγλικά, είχε καταλήξει ότι πραγματικά τούρκοι ήσαν το 3% των τουρκοκυπρίων. Απόγονοι του στρατού των κατακτητών. Απ’ ό,τι φάνηκε οι τούρκοι που μετέφεραν στην Κύπρο για να την κατοικήσουν οι συντριπτική τους πλειοψηφία επέστρεψε μετά από σύντομη παραμονή στην Τουρκία. Δυστυχώς έχασα την έρευνα και ακόμα δεν την έχω βρεί. Επιμένω σε αυτό το ζήτημα, της καταγωγής των τουρκοκυπρίων, διότι η γνωστή παρέα των αναθεωρητών και εθνομηδενιστών που βρίσκεται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, αμφισβητεί τους εξισλαμισμούς και έχει το απίστευτο θράσος να μιλάει και βίαιους εξελληνισμούς των Οθωμανών !!! Φαίνεται ότι οι Οθωμανοί – Σελτζούκοι έφθασαν στην Μικρά Ασία πριν από τους Έλληνες – τότε γιατί μας αποκαλούν Γιουνάν (ίωνες) – και εξελληνίσθηκαν βίαια από τους υποτελείς τους Έλληνες. Για να μη νομισθεί ότι αυτά τα βγάζω από το κεφάλι μου, αναγκάζομαι να παραθέσω σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Κουκακίου-Πλάκας, ένα νέο «αστέρι» του χώρου – γράφει συχνά πυκνά και στην ΑΥΓΗ και σε εκδόσεις του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς – ο Δημοσθένης Παπαδάτος (Αναγνωστόπουλος), αποκαλώντας μάλιστα «ρατσιστή» μέλος της οργάνωσης που υποστήριξε τους εξισλαμισμούς των ελληνοκυπρίων – λες και τέτοιοι δεν έγιναν στη διάρκεια των 400 χρόνων της δουλείας μας στους Τούρκους.
14 – Στην εφ. «Η ΑΥΓΗ», πρόσφατα (27/3/13) διαβάσαμε το άρθρο του Μάριου Χριστοδούλου «Η Κύπρος ως πρόβλημα». Όπου υπενθυμίζει στους αναγνώστες – πολύ «πεταχτά» – τα γεγονότα του Οκτώβρη 1931, το Ενωτικό Κίνημα, κλπ αλλά δεν κάνει προσπάθεια να μπει στην ουσία του «προβλήματος».
15 – Βλ. Ν. Ψυρούκης «Το εθνικό ζήτημα», εκδ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ, ΑΘΗΝΑ 1992, σ. 134.
16 – Δανείζομαι από τον τίτλο ενός βιβλίου [συλλογή άρθρων κλπ] του Πωλ Σουήζυ με τίτλο «Το Παρόν σαν Ιστορία», εκδ. ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1978. Σε αυτό ο Π. Σουήζυ έχει προτάξει ένα απόσπασμα από τον Γκέοργκ Λούκατς: «Ο ανιστορικός και αντι-ιστορικός πυρήνας της αστικής σκέψης εμφανίζεται στην πιο εκθαμβωτική του μορφή όταν σκεφτόμαστε το πρόβλημα του παρόντος σαν ιστορικό πρόβλημα»
17- Βλ. Κ. Άμαντος «Σύντομος Ιστορία της Κύπρου» και Achille Emilianidis «Histoire de Chypre» εκδότης πρωτότυπου Les PressesUniversitaires de France, ελληνική έκδοση στη σειρά «Τι πρέπει να ξέρω», εκδότης Ιωαν. Ζαχαρόπουλος Αθήναι 1966
18 – Βλ. «Αγία Γραφή» εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, με έπαινο της Ιεράς Συνόδου, σελ. 17, και «Παλαιά Διαθήκη» εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ , σελ. 25.
Στην έκδοση αυτή οι «Δωδεκανίμ» της πρώτης έκδοσης μεταφράζεται ως Ρόδιοι. Ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης παρατηρεί ότι Χεττίμ (Κύπρος), δηλ. το Κίτιον είναι γιός του Ιωβάν (Ιουνάν), που σημαίνει ότι τους Ίωνες κι είναι επωνυμία με την οποία ήταν γνωστοί οι Έλληνες στους σημιτικούς λαούς (όπου αν.).
19 – Βλ. Achille Emilianidis όπου αν.
20 – Τότε δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Σήμερα τα πράγματα τροποποιήθηκαν. Ο ιμπεριαλισμός για να εξασφαλίσει την ησυχία του βρήκε άλλους τρόπους πιο εκλεπτυσμένους και πραγματικά «καπιταλιστικούς»: στην πρώτη γραμμή το «Shopping Therapy». Θα το εξηγήσουμε στη συνέχεια.
21 – Μπορεί να ξενίζει το «μειοψηφικές μειονότητες». Κι αυτό γιατί ταυτίζεται η μειοψηφία με τη μειονότητα. Που δεν είναι σωστό. Θα εξηγηθούν αυτά στο μέρος εκείνο που θα ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό.
22 – Βλ. Αθανάσιος Παπαγεωργίου «Η Κύπρος κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους», στο «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», επιμ. Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1981, σελ. 42. Ο Αθ. Παπαγεωργίου υπήρξε έφορος Αρχαίων Μνημείων Κύπρου.
Για το ίδιο θέμα βλ. και Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, όπ. αν. και Κ. Άμαντος. Όπ. αν.
23- Ο Ferenc Feher στο Περί της «Δύσεως» ανιχνεύοντας την ιστορία του όρου Δύση και της επιβολής του, γράφει ότι «η ιδέα του «δυτικού πολιτισμού» δεν κυκλοφορούσε όταν οικοδομούνταν οι καθεδρικοί ναοί … Πρόκειται ίσως για τον «δυτικό» σε αντιδιαστολή προς τον «ανατολικό», βυζαντινορωσικό, χριστιανισμό, ο οποίος μπορεί να εντοπιστεί ως πρόδρομος της ιδέας της «Δύσεως»…» [εκδ. ΕΡΑΣΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 2007, μετ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου], σελ.11. Στη συνέχεια η «Δύση» σημαίνει καθολική υπεροχή απέναντι στους μη-Δυτικούς, τους «Ανατολικούς» λαούς και πολιτισμούς. Συνεπώς όποιος ανήκει σε αυτήν εκτός των άλλων, επιτελεί και έργο εκπολιτιστικό, προοδευτικό. Φέρνει την ανθρωπότητα, μέσο του εκπολιτισμού και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πιο κοντά στην τελική της απελευθέρωση από τα δεσμά της ταξικής κοινωνίας. Αυτό στην ουσία μας λέει και ο Μαρξ στο περί «Μελλοντικών αποτελεσμάτων της βρετανικής κυριαρχίας στις Ινδίες» κείμενο του. Ένα κείμενο που κάτω από μια εργατική και μελλοντικά σοσιαλιστική ανθρωπότητα, άθελα του δικαιολογεί την αποικιοκρατία. Όπως οι Σταυροφόροι δικαιολογούσαν την σφαγή και υποδούλωση των λαών της Μέσης Ανατολής στο όνομα του Χριστιανισμού και του πολέμου κατά του Ισλάμ.
24- Βλ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, όπ αν. σελ. 55 και Γιώργου Γιωργή «Από την πρώτη στην δεύτερη Αγγλοκρατία 1191-1878», στο συλλογικό «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της»,όπ. αν.
25 – Ούτε ο ορισμός του Στάλιν για το έθνος δεν είναι χυδαία οικονομίστικος. Μπορεί να μην είναι επαρκής, να μην εντάσσει μια σειρά άλλα στοιχεία, να μην περικλείει τις ποικίλες ιστορικές διαδρομές για την διαμόρφωση ενός έθνους και την αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης, αλλά γενικά δεν φτάνει σε ακρότητες, όπως διάφοροι ερμηνευτές του φαινομένου, ιδιαίτερα αυτούς που αποκαλώ «στείρους ταξικούς».
26 – Για τη σχέση Πειρατείας, Πειρατών και Τούρκων – και γενικότερα για την Πειρατεία – βλ. Αλεξάνδρα Κραντονέλλη «Ιστορία της Πειρατείας – στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας 1390-1538», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ΑΘΗΝΑ 1985, και Ν. Α. Κεφαλληνιάδη «Πειρατεία: Κουρσάροι στο Αιγαίο», εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, ΑΘΗΝΑ 1984. Για τον Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα, (Κοκκινογένης), μαθαίνουμε ότι ο Σουλτάνος του «ανέθεσε τη ναυαρχία του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, υπήρξε ο τρόμος και ο φόβος των χριστιανών νησιωτών στον οποίο κανένας δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Άλλα νησιά ισοπεδώθηκαν, λεηλατήθηκαν, οι κάτοικοι τους αιχμαλωτίσθηκαν και άλλοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να υποταχτούν» [Ν.Α. Κεφαλληνιάδης, σελ. 15].
28 – Αυτό αμφισβητείται από πολλούς μελετητές, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Αποδίδεται κυρίως στην τουρκική ιστοριογραφία, στην προσπάθεια της να εξηγήσει την ύπαρξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κώστα Κύρρη η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων που για διάφορους λόγους μεταφέρθηκαν στην Κύπρο, μέσα σε λίγα χρόνια επέστρεψαν στις πατρογονικές εστίες τους. Βλ. και παραπομπή 13, στο πρώτο μέρος.
29 – Θα παραθέσουμε εδώ ένα απόσπασμα από το «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», των Μαρξ-Ένγκελς [εδκ. ΓΝΩΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1985, εισαγωγή, μετάφραση και υπομνηματισμός του Παναγιώτη Κονδύλη]. Πρόκειται για το κείμενο αρ. 8, σελ. 96. Είναι πολύ σημαντικό γιατί απαντά σε πολλά προβλήματα που αντιμετώπισε στη συνέχεια στη θεωρία και πράξη η αριστερά.
«Δύσκολα μπορούμε να θεωρήσουμε τους Τούρκους ως την κυρίαρχη τάξη της Τουρκίας, μια και οι σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών τάξεων εκεί είναι εξίσου μπερδεμένες όσο κι εκείνες ανάμεσα στις ποικίλες φυλές. Ανάλογα με τον τύπο και τις περιστάσεις, ο Τούρκος είναι εργάτης, καλλιεργητής, μικρομισθωτής γης, έμπορος, φεουδάρχης γαιοκτήμονας στο χαμηλότερο και βαρβαρικότερο στάδιο της φεουδαρχίας, υπάλληλος ή στρατιώτης∙ σε όλες όμως αυτές τις διαφορετικές κοινωνικές θέσεις, ανήκει στο προνομιούχο θρήσκευμα και έθνος – μόνος αυτός έχει δικαίωμα να οπλοφορεί, ενώ και ο πιο σπουδαίος Χριστιανός πρέπει να παραμερίζει όταν περνά μπροστά του ακόμα και ο τελευταίος Μουσουλμάνος» [μαύρα πλάγια δικά μου].
Εδώ ο Ένγκελς εισάγει μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση: πέρα από τις κοινωνικές, ταξικές διακρίσεις, αυτή του προνομιούχου θρησκεύματος και έθνους. Όταν μάλιστα το προνομιούχο θρήσκευμα ανήκει και στο προνομιούχο έθνος ή αντίστροφα το προνομιούχο έθνος στηρίζει ιδεολογικά τη θέση του και σε ένα θρήσκευμα, τότε τα πράγματα παίρνουν μια ιδιαίτερη διάσταση. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού – της κάθετης ιεραρχικής συγκρότησης των εθνών-κρατών και κοινωνικών σχηματισμών – αυτό το στοιχείο αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Οι υποτελείς τάξεις που ανήκουν σε ένα προνομιούχο, κυρίαρχο ιμπεριαλιστικό έθνος-κράτος, επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα πραγματικά ή ψεύτικα προνόμια που τους εξασφαλίζει η αστική τάξη του κυρίαρχου έθνους τους. Και η ταξική πάλη τόσο μέσα στο κυρίαρχο έθνος-κράτος όσο και διεθνώς τροποποιείται σημαντικά. Αυτό το κατάλαβε ο Λένιν και γι αυτό μελέτησε τον Ιμπεριαλισμό και σε αυτόν απέδωσε την εξάπλωση του οπορτουνισμού στις γραμμές της εργατικής τάξης. Είναι αυτό που δεν θέλουν (;) ή δεν μπορούν (;) να καταλάβουν ακόμα και σήμερα οι «οπαδοί» ενός φορμαλιστικού μαρξισμού.[ Βλ. σχετικά και το άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή «Όψεις του δογματικού και φορμαλιστικού μαρξισμού» (rproject, 25/4/2013)]. Αργά το κατάλαβε και ο ίδιος, μια και για χρόνια είχε συμβάλλει στη διάδοση αυτού του μαρξισμού, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Θέσεις». Για αυτά τα ζητήματα, όμως, θα αφιερώσουμε ειδική αρθρογραφία.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας: πρέπει να πάρουμε υπόψη μας αυτή την παρατήρηση του Ένγκελς, προκειμένου να καταλάβουμε τις σχέσεις των Τούρκων κυρίαρχων – όλων των τάξεων τους – με τους Έλληνες κυριαρχούμενους / υποτελείς τους. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσω ότι το άρθρο αυτό που δημοσιεύτηκε στη New York Daily Tribune στις 7 Απριλίου 1853, είχε το γενικό τίτλο «Βρετανική Πολιτική.Disraeli. Οι πρόσφυγες. Ο Mazzini στο Λονδίνο. Η Τουρκία», και υπογραφόταν στο σύνολο του από τον Μαρξ. Το τμήμα του άρθρου για την Τουρκία – από όπου το απόσπασμα – γράφτηκε από τον Ένγκελς. Ο Μαρξ σε επιστολή του προς τον Ένγκελς (22.3.1853) του γράφει «το άρθρο σου για την Τουρκία περίφημο. Στάλθηκε». [βλ. κείμενο αρ. 7, σελ. 91 «Ανατολικό Ζήτημα», οπ. αν.]. Είναι η εποχή που ο Μαρξ γράφει για την αμερικανική εφημερίδα και όταν δεν προλαβαίνει ή όταν οι γνώσεις του δεν είναι ακόμα επαρκείς, ο Ένγκελς γράφει γι’ αυτόν. Τα σημειώνω όλα αυτά γιατί υπάρχουν μερικοί «μαρξιστές» που διαρκώς αμφισβητούν και υποτιμούν τον Ένγκελς, ψάχνοντας να βρουν ή και να επινοήσουν διαφοροποιήσεις του από τον Μαρξ, προκειμένου να στηρίξουν διάφορες θέσεις τους. Στο συγκεκριμένο, για το άρθρο του Ένγκελς ήταν ενήμερος ο Μαρξ και μάλιστα το χαρακτήρισε «περίφημο».
30 – Αναφέρεται στο Κ. Άμαντου «Σύντομος ιστορία της Κύπρου», σελ. 101.
31- Θα επανέλθουμε στη συνέχεια στο ζήτημα αυτό.
32 – Η κατάληψη δημόσιων αξιωμάτων, στη βάση δανεισμού, με υπόσχεση αποπληρωμής από την αξιοποίηση της εξουσιαστικής θέσης είναι βλέπουμε μια πολύ παλιά πρακτική. Τα δάνεια μπορεί να προκύπτουν από την ανάγκη εξαγοράς των ψηφοφόρων προκειμένου να επιτύχουν την εκλογή τους οι υποψήφιοι, στον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό. Κάποια στιγμή βέβαια, οι δανειστές, ζητάνε πίσω τα λεφτά τους. Έχουν βέβαια και αυτοί συμβάλλει σε όλο αυτό το «παιγνίδι», στη γενική «διαφθορά» των μαζών [«μαζί τα φάγαμε»] προκειμένου να εκλεγούν οι δικοί τους άνθρωποι που και καλές δουλειές θα τους δώσουν [δημόσια έργα, πλούτο της χώρας κλπ] και φυσικά και τα δανεικά θα τους επιστρέψουν.
33 – Περί του Νικολάου του Θησέα βλ. Α. Παπακώστας, «Νέα Εστία» τ. 58, σελ 1172. Αργότερα, το 1832 θα ηγηθεί ενός αποτυχημένου αντάρτικου.
34 – J. A. Berggren «Resor i Europa och Osterlanderne τ. 3, Στοκχόλμη 1826-28, βλ. μετάφραση Μεσεβρινός: «Ματιές ενός Σουηδού στην Κύπρο», «Ο Κύκλος», τ. 3-4 1980, Λάρνακα σ. 106. Αναφέρεται στο Παρασκευά Μ. Σαμαρά «Η Ελληνική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων», Αθήνα 1987, σελ. 19
35 – βλ. Άμαντος , όπ π. σελ. 117.
36 – Το αίτημα του Καποδίστρια να συμπεριληφθούν η Κύπρος και η Ρόδος στην Ελλάδα, δεν μπορούσε τότε να έχει καμία τύχη. Άλλωστε την τύχη της Κύπρου όλοι τη γνωρίζουμε. Πολύ καλά τα έχει εξηγήσει ο Γεώργιος Ν. Φιλάρετος στο «Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι 1821-1897». Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1973 από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ. Ποιος θυμάται και διαβάζει σήμερα τι έγραψε και είπε ο Γεώργιος Φιλάρετος. Ούτε οι κάτοικοι της Καλλιθέας στην οποία έζησε – υπάρχει δρόμος και λόφος με το όνομα του – δεν ξέρουν κάτι γι αυτόν. Και πόσα μέλη του ΚΚΕ γνωρίζουν ότι αυτός εξέδωσε πρώτος τον «Ριζοσπάστη» το 1897, τον τίτλο του οποίου στην αρχή δάνεισε και τελικά παραχώρησε στο νεαρό τότε ΣΕΚΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.