Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος, ο μύθος του Ερυσίχθονα.
Ο Ερυσίχθων είναι, νέος, ωραίος, δυνατός και πλούσιος και θέλησε να χτίσει ένα μεγαλοπρεπές παλάτι για να διασκεδάζει με τους φίλους του.
Κάποια ημέρα διέταξε τους υπηρέτες του, να πάνε στο παρακείμενο ιερό άλσος, το οποίο είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη θεά Δήμητρα, για να κόψουν τα δέντρα, ώστε να μπορέσει να χτίσει με αυτά το παλάτι του.
Την εποχή εκείνη πιστευόταν , πως μέσα σε κάθε δέντρο ζούσε κι από μια νύμφη του δάσους που λεγόταν Δρυάς. Όσο καιρό ζούσε το δέντρο ζούσε κι η νύμφη που κατοικούσε μέσα σ’ αυτό. Τις Δρυάδες προστάτευε η θεά Δήμητρα, η θεά της γεωργίας, και για αυτό το λόγο όλοι οι άνθρωποι έκοβαν ξύλα μόνο όταν τους ήταν απαραίτητα.
Παρόλα αυτά ο Ερυσίχθονας άρχισε να κόβει αλόγιστα τα δέντρα του δάσους και πολλά δέντρα έπεφταν κάτω από αυτόν τον ίδιο και τους δούλους του. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο και γηραιότερο δέντρο του δάσους και σήκωσε το τσεκούρι του για να το πελεκήσει και να το ρίξει κάτω. Οι άνδρες που τον συνόδευαν, έχοντας δει την κατάχρηση που έκανε εξαιτίας της πλεονεξίας του, προσπάθησε να τον μεταπείσει με γλυκά λόγια και του είπαν πως φοβόντουσαν μήπως ξεσπούσε πάνω του η οργή της Δήμητρας. Μα ο Ερυσίχθονας όχι μόνο δεν υπολόγισε τις παραινέσεις των ανδρών του αλλά και καταφέρθηκε με σκληρά λόγια τόσο για το δέντρο, τις Δρυάδες αλλά και για την θεά της γεωργίας.
Ο Ερυσίχθων βλασφημεί . Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα. Της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει, δίνει το φιλί και χάνεται.
Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Πεινάει ακατάσχετα. Ο Ερυσίχθων τρώει τα πάντα, όμως τίποτα δεν μπορεί να χορτάσει την πείνα του. Όταν πια δεν του έχει μείνει κάτι άλλο, τρώει τις ίδιες του τις σάρκες.
Ο μύθος αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία: «Πώς από την πληρότητα, λόγω της ασυνειδησίας και της ασυδοσίας, μπορούμε να φτάσουμε σε μια καταστροφή. Ευφορία, Αμέλεια, Καταστροφή και η επόμενη μέρα.
Έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη. Ερυσίχθων σημαίνει, αυτός που σχίζει, που προκαλεί πληγή στη γη.
"Αυτή η ρίζα του Ερυσίχθονα, το αδυσώπητο ''Εγώ'',
που επισημάνθηκε επίμονα και με πολλές παραλλαγές
από τους Αρχαίους Έλληνες (Προκρούστης, Θυέστης, Ατρέας, Οιδίπους), στις μέρες μας έχει θεριέψει και νομιμοποιηθεί...
και σαν τον Ερυσίχθονα τρώμε τις σάρκες μας .
Ακούω το αχολογητό των δασών, που φέρνει με ελαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένου ρητού ''το κατά φύσιν ζην εστί κατ' αρετήν''."
Ένα μήνυμα που φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες για τον άνθρωπο από την αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.