Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ο τρελός κι ο γνωστικός

 
 Τα Καυδιανά δίκρανα σε πίνακα του 1858.
Δεν νομίζω πως κατάφερα να γίνω Ελλαδικός. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά πως δεν μου αρέσει τι-πο-τε από το σύμφυρμα, το αμάλγαμα και τις παραδομένες πεποιθήσεις του λαού αυτου.
 Δεν μου αρέσει η θάλασσα, το λευκό χρώμα, η λέξη «Αιγαίο» με τα συνοδά εφευρήματα. Δεν μου αρέσει ο  τσάμικος, ο καλαματιανός, η αρχαιότητα ως καταφυγή νοσούντων, η λεξη «φιλοτιμο», η λεξη «ρωμιοσύνη» και βέβαια δεν μου αρέσει και ο καημός της. Ενώ δεν σιχαίνομαι την Διχόνοια, δεν  είχα παντως καμία διάθεση να διαλεγω πολιτικές πλευρές.
Απεναντίας, γλυκαίνω και ηρεμώ όποτε και όταν υπάρχω ως Ομογενής. Με ξενικά γλωσσικά ακούσματα στο περιβάλλον, με έντονη έλξη και περιέργεια για άλλων ήθη και έθιμα.
Tον καιρό που ήμουν ένα πιθηκάκι με ανθρωποειδή χαρακτηριστικά, πέρασα όπως πολλοί, φάση καραγκιοζάκου. Το δικό μου νούμερο δεν ήταν αλφαριθμητικό ,κάποιος χορός ή τσαλίμι.
Ήταν μια απαγγελία. «Σαν δεν είχε τι να φάει μια αλεπού πονηρεμένη», στιχηρόν που κατέληγε «έτσι την παθαίνουν όσοι έχουνε κοκκόρου γνώση». Το έλεγα με ζωντανές κινήσεις των χεριών και έβγαζα το γέλιο της ημέρας.
Πρόσφατα κατάλαβα πως ήταν η «αλεπού καλογριά» του Γεωργίου Δροσίνη, ενός ποιητού και πεζογράφου που μεταξύ άλλων  θεωρείται από τους δημιουργούς και στυλοβάτες του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Αυτό το ποίημα μου το έμαθε ο πατέρας μου,που το έμαθε με την σειρά του μάλλον στο διδασκαλείο Φλωρίνης. Ο Δροσίνης δεν είναι ακριβώς παράδοση.
Το μόνο παραδοσιακό μύθευμα που μου μετέδωσε ήταν ένα παραμύθι ονόματι «ο τρελός κι ο γνωστικός». Η ιστορία ενός γνωστικού που έκανε τα πάντα καθώς πρέπει και ο σαλεμένος αδελφός του, ζημιάρης και ελαφρόμυαλος, τον έκανε πλούσιο μέσα από κωμικές ιστορίες με ληστές και  κατουρήματα από ένα δέντρο ή από εκείνο το «σύρε την πόρτα» (εννοώντας να την κλείσει» και ο τρελός την ξεκόλλησε και την πήρε μαζί του.
 Το παραμύθι αυτό το βρήκα στην συλλογή Μέγα, με λίγες παραλλαγές, που ωστόσο δείχνουν πως ο πατέρας μου το άκουσε από άλλην πηγή.
Άλλη παράδοση δεν μου μεταδόθηκε. Απεναντίας αντί παραμυθιών, άκουγα εμβρόντητος αφηγήσεις για τον στρατηγό χειμώνα, για τον Κουτούζοφ,για τον Ναπολέοντα αλλά και τον Μιλτιάδη που έκλεισε σε δαγκάνες τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.Δραματική ολοκλήρωση παρουσίαζε ο Κυναίγειρος που έχασε τα άνω άκρα το ένα και μετά το άλλο και άρπαξε το καράβι με τα δόντια του.
Και ο Αλέξανδρος στον Γρανικό είχε την τιμητική του με τις σάρισές του να καρφώνονται  στα μούτρα των σατραπών και να τους κόβουν την δίοδο προς τον Παράδεισό τους.
Ώσπου να κλείσω τα τέσσερα, οπότε με περίμενε το νηπιαγωγείο, πήγαινα απαρεγκλίτως στις τάξεις που δίδασκαν οι γονείς μου. Με έβαζαν μπροστά μπροστά και άκουγα χωρίς κιχ. Tα πάντα και με ενδιαφέρον.Συχνά ζωγράφιζα.Δεν είχαν που να με αφήσουν.
Από το σόι της μάνας μου ήξερα αμφότερα τα παππούδια.Η γιαγιά μου η κοναΛέγκω γυρνουσε με την «αγία επιστολη» στα χέρια και όποτε ατακτούσα, με άρπαζε από τον σβέρκο και με τάραζε στις μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα. Ανάμεσα στα δόντια της με έλεγε «σκλιμάβρο» (=σκυλί μαύρο) και «χαμένο πατσίδι».
Παραδόσεις δεν άκουγα. Μήτε παραμύθια μήτε ιστορίες, πάρεξ παράξενα κουτσομπολιά από την Σαλονίκη του 10  και εφεξής. Μήτε μια φορά δεν είπανε «εμείς είμαστε βλαχοι». Και πιο βλάχοι, δε γινότανε. Έμποροι, στην σίτιση και στη φιλοξενία, μπακάληδες, είδη κιγκαλερίας, φραγκοράπτες με πελατεία κυρίως προς Ρέσνα και Βελεσσά.
Από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν πιο απλά.Ο προπάπος μου λεγόταν Θεόδωρος και όλοι τον έλεγαν Τατά.Ηταν ζουρνατζής και επίτροπος στην Κοίμηση της Θεοτόκου της Χάρσερας, στα μαχαίρια με τον παπά. Ηταν  ο μυλωνάς του χωριού, και ο μύλος του, ο χαμελέτας, υπήρχε σε κακή κατάσταση στο ρέμα την δεκαετία του 1970/80.
Από τους θείους του, ο ένας έγινε κατής (ή χότζας) στα μέρη της Σαμαρκάνδης επειδή του έδωσαν να παντρευτεί σκεπασμένη την βλογιοκομμένη αδελφή της αγάπης του.
 Μετά, ο ίδιος ή ο αδελφός του χτυπήθηκαν από χολέρα και τον έρριξαν οι Ρώσοι ζωντανόν στον ασβέστη. Υπήρχε και ο θρύλος ενός άλλου θείου ή αδελφου του Τάτα, που τον σκότωσε η μορόζα του με μαχαίρι στην Μόσχα.
Ποτέ δεν άκουσα να μιλούν οι γονείς μου μεταξύ των κάτι άλλο πάρεξ καθαρόαιμα ελληνικά δασκαλίστικης απλής δημοτικής.
 Αλλά η παράδοση, όπως την θεωρούμε σήμερα, ήταν κομμένη.
Τελείως, ως βίωμα. Θερισμένη.
Έβρισκα συνεχώς εμπόδια και αιδήμονα σιωπή όταν ρωτούσα για τους εγγεγραμμένους σταυρούς στα νεκροταφεία, για τους ρουμανίζοντες στα βλαχοχώρια, για τον πόλεμο Ερυθρών και Λευκών στα χιόνια, για την συμπεριφορά στους βουλγαρόφωνους και με το τσιγκέλι έβγαζα πως ,λόγου χάρη, η μάνα μου θυμόταν ολόκληρες φράσεις και ιστορίες στα βλάχικα, στην δεκαετία του 1920, όπως και τις αγάπες του πατέρα μου στον Λέρμοντοφ και σε αστικές συνήθειες στις όχθες της Βαϊκάλης.
Ώσπου να τελέψει η δεκαετία του 20, η μάνα μου άρχισε να περνάει πολύ φτωχικά, με μια σύνταξη του παπού και από νωρίς έγινε ερυθροσταυρίτισσα και αργότερα δασκάλα, ενώ έμπλεξε με την ΕΠΟΝ.. Ο πατέρας μου ,από μια άνετη ζωή στη Σιβηρία και μία περίοδο ανεκτή στο Βλαδικαύκασο, έφτασε να ασκεί την άγνωστή του γεωργία οικογενειακώς, ώσπου να φύγει στο διδασκαλείο της Φλώρινας.
Αλλά ήξερε πολλά.Και έπραξε περισσότερα. Δεν μου τα μετέφερε. Ποτέ.
Έπρεπε να τα βρίσκω μόνος μου, να τα φέρνω σε λογαριασμό και μετά να του τα παρουσιάζω δήθεν αδιάφορα, οπότε τα ξερνούσε όλα, ως κάτι παροδικό.
Έτσι έμαθα για την εμπιστευτική εγκύκλιο για το σπάσιμο των σταυρών στα εξαρχικά νεκροταφεία, για τις εσωτερικές διαμάχες των προσφύγων (ακόμη περιμένω κάποιον ιστορικό να μεταφέρει τα ταξικά αίσχη των κεχαγιάδων και των προεστών προς τους χωρικούς).
Όποτε τον ζόριζα, από ενθουσιασμό ή παραφορά, έκανε μια δήλωση: «λήθη ,αγόρι μου, λήθη».
Τα ίδια και χειρότερα με τη μάνα μου που από την εποχή του 1944, είναι κυριολεκτικά βουβή.
Από  φόβο.
Ξέρω πως η ίδια, η γειτονιά της, τα συγγενολόγια της τράβηξαν πολλά. Στη μανία μου να βρίσκω ιστορίες, χωρίς να εγκύπτω στο ηθικόν δίδαγμα, έβρισκα  μπετονένιο τοίχο.
Κάποια στιγμή έσκασε το μέσα της και το μαρτύρησε το μυστικό. Όχι σε εμένα.
«Δεν μπορώ να του τα πω. Αυτοί που μας τυράννησαν οι ίδιοι και τώρα τα παιδιά τους, ζούνε και κυβερνούνε. Φοβάμαι πως άμα αυτός με την τρέλα του, τα μάθει, θα τα κάνει εφημερίδα.Και θα τον βλάψουν. Έχει και παιδί»
Τελικά δεν έχω βιώσει παρά την παράδοση του Φόβου. Όποιο είναι δηλαδή το αντικείμενο του παραμυθιού «ο τρελος κι ο γνωστικος» που είναι στην ουσία η ιστορία ενός Φοβισμένου κι ενός Ξεθαρρεμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.