Αναζητείται πολιτική που θα μετατοπίζει το πεδίο από την ανάθεση στο πολιτικό ρεύμα.
Του Γιάννη Τσούτσια
«Αντί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός να αναλώνεται, διαμέσου του υπουργού των Οικονομικών, σε αστείους λεονταρισμούς προς την τρόικα, του τύπου “βοηθήστε με, γιατί αλλιώς θα πάρει τα κλειδιά ο Τσίπρας”, θα ήταν προτιμότερο να προσπαθήσει έστω και στην ύστατη στιγμή να αποδείξει ότι δεν έχει παραδώσει όλα τα κλειδιά στην τρόικα. … Αλλιώς νόημα δεν έχει. Ας μας παραδώσει τα κλειδιά από τώρα…» (Άρθρο του Αλ. Τσίπρα στην Εφημερίδα των Συντακτών, 8/4/2013)
Έχει επισημανθεί από καιρό -και κυρίως έχει βιωθεί- η εκκωφαντική υποστροφή της κοινωνικής διαθεσιμότητας και του ριζοσπαστισμού μετά το τέλος του πολιτικού κύκλου των Πλατειών, που χαρακτηρίστηκε από το αδιαμεσολάβητο, την αμεσότητα, το αυθόρμητο των αντιμνημονιακών εκδηλώσεων. Συγκρινόμενη εκείνη η περίοδος με τη μετεκλογική ξηρασία που τη διαδέχτηκε, είναι σαν να έπεσε κάποιος διακόπτης και μονομιάς, ο ριζοσπαστισμός εξαερώθηκε, οι λαϊκές αντιδράσεις ατόνησαν και η παραγωγή των γεγονότων ανατέθηκε στο νέο πολιτικό σκηνικό, με επίκεντρο, κυρίως, την αναβαθμισμένη παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εγκαινιάστηκε έτσι μια τέτοια περίοδος απάθειας και σιωπητηρίου, που ούτε καν ο πανικός για τις καταθέσεις δεν διασάλευσε, παρά τα όσα γίνονται στην Κύπρο, στην Εθνική και στη Eurobank! Και ένα, σχεδόν, χρόνο μετά τις εκλογές του Ιούνη, η κατάσταση αυτή ολοένα και βαθαίνει, περιγράφοντάς την με πολιτικούς όρους ως «φάση ανάθεσης», κάτι δηλαδή ανάμεσα σε πολιτική στάση και νοοτροπία με κοινό παρονομαστή τη μη συμμετοχή, με ευθύνη πρωτίστως της Αριστεράς.
Παρά τα προηγούμενα, ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα παρατηρήσει ότι δεν χάθηκε το ενδιαφέρον για την πολιτική, πως πίσω από την αίσθηση του «παραδομένου» κρύβεται η φειδώ για τις πλαστογραφημένες λύσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας παραμένει στο βουητό της ενημέρωσης, στα γεγονότα, στις αντιθέσεις της επικαιρότητας. Κι αν ο ριζοσπαστισμός και η οργή έχουν υποστρέψει, δεν έχουν ακόμη μεταπέσει σε κοινή γνώμη, κάποια -κατ’ οικονομία- διαθεσιμότητα εξακολουθεί να υπάρχει. Διατηρείται, έτσι, ζωντανή η ελπίδα για διέξοδο, έστω κι αν το περίγραμμά της συστέλλεται, προσαρμόζεται και αναγκαστικά περιορίζεται επί το ρεαλιστικότερο, σε σχέση με τον οπτιμισμό της προηγούμενης περιόδου: Πάμε, καταρχήν, για εναλλαγή και μετά βλέπουμε…Έχει επισημανθεί από καιρό -και κυρίως έχει βιωθεί- η εκκωφαντική υποστροφή της κοινωνικής διαθεσιμότητας και του ριζοσπαστισμού μετά το τέλος του πολιτικού κύκλου των Πλατειών, που χαρακτηρίστηκε από το αδιαμεσολάβητο, την αμεσότητα, το αυθόρμητο των αντιμνημονιακών εκδηλώσεων. Συγκρινόμενη εκείνη η περίοδος με τη μετεκλογική ξηρασία που τη διαδέχτηκε, είναι σαν να έπεσε κάποιος διακόπτης και μονομιάς, ο ριζοσπαστισμός εξαερώθηκε, οι λαϊκές αντιδράσεις ατόνησαν και η παραγωγή των γεγονότων ανατέθηκε στο νέο πολιτικό σκηνικό, με επίκεντρο, κυρίως, την αναβαθμισμένη παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εγκαινιάστηκε έτσι μια τέτοια περίοδος απάθειας και σιωπητηρίου, που ούτε καν ο πανικός για τις καταθέσεις δεν διασάλευσε, παρά τα όσα γίνονται στην Κύπρο, στην Εθνική και στη Eurobank! Και ένα, σχεδόν, χρόνο μετά τις εκλογές του Ιούνη, η κατάσταση αυτή ολοένα και βαθαίνει, περιγράφοντάς την με πολιτικούς όρους ως «φάση ανάθεσης», κάτι δηλαδή ανάμεσα σε πολιτική στάση και νοοτροπία με κοινό παρονομαστή τη μη συμμετοχή, με ευθύνη πρωτίστως της Αριστεράς.
Αυτή η εικόνα είναι δύσκολο να αναταχθεί αυτόνομα. Απαιτούνται παρεμβάσεις. Προς τούτο, το κρίσιμο έλλειμμα συνίσταται στο ότι δεν εκδηλώνεται μια ουσιαστική πολιτική που να αντιστρατεύεται αυτό το κλίμα. Η πολιτική της Αριστεράς, σε όλες της τις εκδοχές και παρά τις θορυβώδεις διαφωνίες και τις διαφορετικές προτάσεις, είναι μια πολιτική ομόλογη αυτής της πραγματικότητας. Είναι η πολιτική της τυπικής εκπροσώπησης, του ώριμου, του μαζικού ευχολόγιου αλλά και του εδραιωμένα απαιτητού. Κορυφαίο, πρόσφατο, αποτύπωμά της, ο διάλογος για τα κλειδιά. Δώστε τα, να κυβερνήσουμε εμείς! «Τα κλειδιά»! Λέξεις συμβολικές, που συνοψίζουν μια Αριστερά που δεν καλεί το λαό σε κάτι αφυπνιστικό για τον ίδιο, σε λαϊκή κινητοποίηση και συμμετοχή, αλλά παραμένει εντός του μετανεωτεριστικού μοντέλου πολιτικής, κατά το οποίο, η πολιτική δεν διαμορφώνει, δεν καλεί, δεν πρωτοπορεί (έννοια αρκούντως δυσφημισμένη, ούτως ή άλλως), αλλά αρκείται να συγκροτεί υποκειμενικές δυνατότητες, διατηρώντας άθικτο και χωρίς προσανατολισμό το κοινωνικοπολιτικό μάγμα εντός του οποίου ασκείται (δηλαδή την κοινωνική διάχυση, τη ρευστότητα και τον κοινωνικό χυλό) και αναπαράγοντας το πλαίσιό του.
Τι σημαίνει η ανάθεση;
Για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση, πρέπει καταρχήν να επισημανθεί, να αναδειχθεί και να καταπολεμηθεί αυτόνομα, ως ιδεολογικό στοιχείο. Τι σημαίνει και τι συνεπάγεται η ανάθεση, η εκ-προσώπηση και η μη συμμετοχή; Να τεθούν αυτά κατ’ αντιπαράθεση με τα ιδεολογικά, τα αξιακά και τα θεμελιώδη μιας αναγκαίας άλλης πολιτικής στάσης ή το ελάχιστο, μιας διαφορετικής δημόσιας συμπεριφοράς. Το κυριότερο, ακόμη και σχετικά αυτονομημένα από τα προηγούμενα, απαιτείται να επιχειρηθεί η διαμόρφωση ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου ως κεντρικού αιτήματος της περιόδου.
Μιλάμε για πολιτικό ρεύμα, ως θέληση και προτεραιότητα της Αριστεράς, γιατί αυτό ακόμη δεν έχει εκδηλωθεί! Έχει υποκατασταθεί από την ψευδαίσθηση της στενής κομματικής λύσης, το νικηφόρο της οποίας προπαγανδίζεται ασταμάτητα και παντοειδώς. Αν η Αριστερά έθετε διαφορετικά το ζήτημα, θα έβρισκε και τον τρόπο να το αντιμετωπίσει, κινούμενη όμως, στον αντίποδα των λογικών που προσδοκούν και σχεδιάζουν ένα αμιγώς εκλογικό ρεύμα. Διότι αυτοί που γνωρίζουν πώς θα χειριστούν τα περί εκλογών, προφανώς διαθέτουν τα μέσα και τη γνώση και για το πώς η μαζική δυναμική μπορεί να μετατραπεί σε ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα…
Σε αντιπαράθεση, λοιπόν, με όσα διαδραματίζονται σήμερα, μοιάζει αναγκαία μια καθολική διαδικασία που θα μετατοπίζει το πεδίο των πρωτοβουλιών και των προτεραιοτήτων στην κοινωνική βάση. Διευρύνοντας η Αριστερά το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο των εξελίξεων (αντί να το στενεύει στον στενό κομματικό στίβο και στη δυνατότητα των κομματικών μηχανισμών να το αναπαριστούν), θα μπορούσε να βάλει τον πήχη ψηλά, ώστε να κληθούν εκ νέου οι πάντες να πρωτοστατήσουν και να δοκιμαστούν. Η απροθυμία της να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο, αποτελεί το μεγάλο εμπόδιο. Ως τότε, «τα κλειδιά» θα παραμένουν ένα σημείο με πολλαπλούς συμβολισμούς και χωριστές ελπίδες. Τα κλειδιά της εξουσίας; Τα κλειδιά της πολιτείας; Ή τα κλειδιά του μέλλοντος για τους πολλούς;
Για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση, πρέπει καταρχήν να επισημανθεί, να αναδειχθεί και να καταπολεμηθεί αυτόνομα, ως ιδεολογικό στοιχείο. Τι σημαίνει και τι συνεπάγεται η ανάθεση, η εκ-προσώπηση και η μη συμμετοχή; Να τεθούν αυτά κατ’ αντιπαράθεση με τα ιδεολογικά, τα αξιακά και τα θεμελιώδη μιας αναγκαίας άλλης πολιτικής στάσης ή το ελάχιστο, μιας διαφορετικής δημόσιας συμπεριφοράς. Το κυριότερο, ακόμη και σχετικά αυτονομημένα από τα προηγούμενα, απαιτείται να επιχειρηθεί η διαμόρφωση ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου ως κεντρικού αιτήματος της περιόδου.
Μιλάμε για πολιτικό ρεύμα, ως θέληση και προτεραιότητα της Αριστεράς, γιατί αυτό ακόμη δεν έχει εκδηλωθεί! Έχει υποκατασταθεί από την ψευδαίσθηση της στενής κομματικής λύσης, το νικηφόρο της οποίας προπαγανδίζεται ασταμάτητα και παντοειδώς. Αν η Αριστερά έθετε διαφορετικά το ζήτημα, θα έβρισκε και τον τρόπο να το αντιμετωπίσει, κινούμενη όμως, στον αντίποδα των λογικών που προσδοκούν και σχεδιάζουν ένα αμιγώς εκλογικό ρεύμα. Διότι αυτοί που γνωρίζουν πώς θα χειριστούν τα περί εκλογών, προφανώς διαθέτουν τα μέσα και τη γνώση και για το πώς η μαζική δυναμική μπορεί να μετατραπεί σε ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα…
Σε αντιπαράθεση, λοιπόν, με όσα διαδραματίζονται σήμερα, μοιάζει αναγκαία μια καθολική διαδικασία που θα μετατοπίζει το πεδίο των πρωτοβουλιών και των προτεραιοτήτων στην κοινωνική βάση. Διευρύνοντας η Αριστερά το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο των εξελίξεων (αντί να το στενεύει στον στενό κομματικό στίβο και στη δυνατότητα των κομματικών μηχανισμών να το αναπαριστούν), θα μπορούσε να βάλει τον πήχη ψηλά, ώστε να κληθούν εκ νέου οι πάντες να πρωτοστατήσουν και να δοκιμαστούν. Η απροθυμία της να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο, αποτελεί το μεγάλο εμπόδιο. Ως τότε, «τα κλειδιά» θα παραμένουν ένα σημείο με πολλαπλούς συμβολισμούς και χωριστές ελπίδες. Τα κλειδιά της εξουσίας; Τα κλειδιά της πολιτείας; Ή τα κλειδιά του μέλλοντος για τους πολλούς;
Ανάρτηση από: http://e-dromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.