Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Μια εικόνα στριφογυρίζει επίμονα στον νου μου από τη στιγμή που περάτωσα την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του Κώστα Κουτσουρέλη. Η ιερή διαδικασία της ταρίχευσης για τους επιφανείς νεκρούς. Ο ποιητής ως ιερέας που αναλάμβανε τον εξαγνισμό του νεκρού σώματος, ώστε να επιβραδύνει και ει δυνατόν να παρεμποδίσει τη σήψη, αρωματίζοντας με την ποίηση και βαλσαμώνοντας με στίχους μια μούμια που -προσοχή- δεν πρέπει να έρθει ξανά στο φως γιατί θα διαλυθεί.
Η υλική αθανασία προϋποθέτει απόκρυψη, αφαίρεση του εγκεφάλου και των εσωτερικών οργάνων, περιτύλιξη με ύφασμα ειδικό και επίδεση προσωπείων. Την ταριχευτική διαδικασία ολοκληρώνει η τελετουργική πομπή κατά την οποία το νεκρό σώμα μεταφέρεται συνοδεία ύμνων και θρήνων, όχι πένθιμου χαρακτήρα αλλά αποχαιρετισμού.
Αποχαιρετισμού, εν προκειμένω, σε έναν πολιτισμό και μια ήπειρο που αγαπήσαμε και της οποίας υπήρξαμε (αρέσει- δεν αρέσει σε κάποιους) παιδιά της. Ειδικά ο έξοχος ποιητής για τον οποίο μιλούμε. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τὸ βιβλίο «Ταριχευτήριο Εὐρώπη» (από τις εκδόσεις Κίχλη) αποτελεί σύνθεση τριών ανεξάρτητων μεταξύ τους έργων, γραμμένων τη διετία 2022-2023. Κυκλοφόρησε σχεδόν πριν από ένα χρόνο. Το πρώτο μέρος («Καμιά φωνή») απαρτίζεται από 102 ελεγειακά, σατιρικά και ερωτικά «ρουμπαγιάτ», τετράστιχα που επαναφέρουν στη μνήμη τον πολυπράγμονα ποιητή και φιλόσοφο Ομάρ Χαγιάμ. Με το ποτήρι του Χαγιάμ στο χέρι ο Κουτσουρέλης ξεκινά χωρίς αυταπάτες:
«Σε κάποια ακτή απ’ όλους ξεχασμένη/ σε γλώσσα τώρα γράφω που πεθαίνει./ Κανείς δεν πρόκειται να με διαβάσει·/ το μέλλον μου δεν με καταλαβαίνει».
Όμως η θάλασσα που σβήνει σ’ αυτή την ακτή είναι τόσο καλή: καθώς καταβροχθίζει τὸ κορμί και το ταλέντο του, τον ανεβάζει στη σκηνή του κόσμου που πεθαίνει. Εκεί μπορεί να δει και να μας μεταφέρει τη φρικτή αλήθεια του καιρού μας.
«Στίφη κι αγέλες, Οίκοι, γένη, φάρες/ γονίδια, του Αίματος οι οξείες φανφάρες./ Και η ιστορία και η βιολογία/ για το Εγώ δεν δίνουν δυο δεκάρες».
Στην ακτή αυτή, μπορεί το μέλλον από «επιτήδειο κόμμα» να μεταβάλλεται ταχύτατα σε «επιτήδεια γόμα», ο Κουτσουρέλης, με πείσμα και με μιαν «εντύπωση κουτή του ξοφλημένου πως παλεύει δήθεν να σώσει ό,τι μπορεί», έχει τη χάρη να διαθέτει μιαν υψηλή συνείδηση ποιητικής κατασκευής που μέσα της δουλεύει ένα αλάθητο κριτικό ένστικτο. Αυτό το ένστικτο, κατάλαβε εδώ και πολύ καιρό, κάτι που ελάχιστοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχαν καταλάβει. Πως η μοντέρνα ποίησή μας έχει εκμετρήσει το ζην μαζί με την κοινωνία που τη γέννησε και τώρα αγκαλιασμένες (μαζί με την μεταμοντέρνα παρακόρη τους) αργοπεθαίνουν. Χωρίς βεβαίως καμιά σεμνοτυφία (ξέρει πως κάθε αθωότητα έχει το αρπακτικό μυστικό της και ο κόσμος που γεννά οδύνη, είναι στιγμές που μας χαρίζει και το γέλιο: ας είναι καλά οι ποιητές και τα ιδρύματα, ειδικά εκείνοι που «Μια στον Ωνάση, μια στον Νιάρχο,/ poetae παρά τω δημάρχῳ,/ λάμπουν εμπρός σ’ όλα τα φλας [σκεπτόμενοι] Άρα υπάρχω»), ο Κουτσουρέλης επειδή διαθέτει μια μοναδική ορχηστρική ευχέρεια, μπορεί να αναπτύσσει παραλλάζοντας συνεχώς το ίδιο λυρικό ή ψυχολογικό μοτίβο, περνώντας από την ελεγεία στον ερωτισμό και από τη σάτιρα στην πιο κοφτή λεπταισθησία. Η αληθινή ποίηση, λυρική πάντα στην ουσία της, όποιες μορφές κι αν υποδύεται, μόνο από τη ζωή ξεπετιέται και μας αναγαλλιάζει. Δεν τείνει στιγμή στην αφαίρεση και το σχήμα. Η ζωή δεν είναι αφαίρεση ή γενίκευση. Έτσι, ακόμη και η απελπισία (συνεχής, χωρίς διακυμάνσεις ή έλεος, χωρίς ανάπαυλα) τίθεται υπό την περιπαικτική του αντίδραση, γεγονός που οδηγεί σε σύγκρουση με τα πράγματα, τελικά με αυτό τούτο το σώμα και το πνεύμα της ζωής, δίνοντας σε όλη τη σύνθεση δραματική ένταση. Διότι ο Κώστας Κουτσουρέλης ξέρει πολύ καλά ότι ο απελπισμένος κόσμος πρέπει να εμφανίζεται ως θέαμα δραματικό, αν δεν θέλουμε να καταλήξει μια μοναχική αυτολύπηση σε χώρο σκοτεινό, φωνή κλαψιάρικη και μίζερη, όπως τόσο συχνά πια συναντούμε στην «ποίηση» του καιρού μας.
Και η ταρίχευση; Ώρα να περάσουμε στο δεύτερο μέρος της σύνθεσης. Το φερέτιτλο ποίημα «Ταριχευτήριο Ευρώπη» είναι ένας εκτενής μονόλογος για την τουριστική, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της ηπείρου μας αλλά και για το τέλος του περίφημου Homo sapiens- sapiens, για το «πλέον γνωστό πτωματοφάγο έμβιο είδος [που] με τέχνη κατακρεουργεί κι αλέθει/ με γνώση διαμοιράζει τη βορά του/ προτού σε σελοφάν τη συσκευάσει/ έτοιμη προς ανάλωση και βρώση».
Στο ποίημα αυτό, η ατμόσφαιρα αγωνίας, δεν είναι σύμβολο, όπως στους ποιητές του εικοστού αιώνα. Είναι πια η μόνη πραγματικότητα καθώς περνούμε στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της Ιστορίας («Τα τρία στάδια της ιστορίας: θήρα, γεωργία και πτωματοφαγία»), με τους ταριχευμένους να σουλατσάρουν στην προκυμαία, θύτες και θύματα συγχρόνως, με τον ποιητή δυστυχώς όχι πια ταριχευτή ιερέα αλλά κι αυτόν ταριχευμένο (απλώς εν συνειδήσει- δεν είναι λίγο...) να διαπιστώνει χωρίς καμιά διάθεση για κομπορρήμονες εξόδιους λόγους:
«Ευρώπη Ευρώπη/ Είσαι η αρρώστια που γιατρειά δεν παίρνει/ Είσαι η ασθένεια που δεν καταλήγει/ Η πιο αυτοάνοση πάθηση απ’ όλες/ Ο ιός ο πιο ραγδαίος του πλανήτη».
Εδώ δεν έχουμε πια το αίσθημα της μεταβατικότητας, της προσωρινότητας ή έστω της επ' αμοιβή φιλοξενίας, που τόσο θαυμάσια αποτύπωσε ο Σεφέρης με τον στίχο «...τώρα που ο κόσμος έγινε ένα απέραντο ξενοδοχείο». Πώς φτάσαμε, αλήθεια, να γίνει ο κόσμος μας από ξενοδοχείο ταριχευτήριο; Μήπως (τι φρικτή υποψία...) ό,τι είναι ξενοδοχείο κάποια στιγμή μετατρέπεται σε ταριχευτήριο;
Ένας στίχος από το τρίτο μέρος της σύνθεσης «Έλεγοι από τη Ρεματιά» (27 ποιήματα σε μορφή καταλόγου ή παρλάτας), ίσως κρύβει την απάντηση: «Τα κοιμητήρια είναι γεμάτα Λύτες, η Ιστορία είναι κατάσπαρτη πατέντες».
Ποιητής επί της ουσίας (και συνάμα ο οξυνούστερος κριτικός που εμφανίστηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια- συντυχιά που από τα χρόνια του Παλαμά είχε να φανεί), κάτοχος κρατερός των μέσων της πληθωρικής έκφρασής του, προικισμένος με το κρητικό στιχουργικό γονίδιο, με φαντασία ευρηματική κι ευαισθησία βαθύτερη που αποδεικνύεται στο έργο κι όχι ως διακήρυξη, με στοχασμό διαβρωτικό κι όμως λυτρωτικό, ο Κουτσουρέλης είναι από τους ελάχιστους που μπορεί να συμβάλει σήμερα ώστε η σύγχρονη ποίησή μας να βγει από το αδιέξοδο και τη διάλυση. Θα καταλάβει μια ξέχωρη θέση σε αυτήν – όταν έρθει η ώρα να γίνει οριστικώτερη αξιολόγηση από αυτήν των κυριακάτικων φύλλων, όταν η πείρα του χρόνου επιτρέψει σ’ έναν ιστορικό της λογοτεχνίας να βάλει κάποια τάξη στο χάος που ονομάζεται «σύγχρονη ποιητική παραγωγή» και αξιολογήσει, μεταξύ άλλων, την αδιάκοπη, σταθερή προσήλωση του Κουτσουρέλη στην ποίηση, τη διηνεκή έμπνευση, την πληθωρική παραγωγή που ουδέποτε διολίσθησε στην βιασύνη, τη διαρκή ανανέωση (ψυχολογική όσο και εκφραστική) των μοτίβων του, την ροπή την αυτοαναλυτική και αυτοψυχογραφική που φτάνει ως τις έσχατες συνέπειες. Την αγωνία του εν τέλει να βρει και να αποδώσει τον σφυγμό της εποχής μας και την αγάπη του πίσω από τον επιφανειακό κυνισμό για τον πάσχοντα άνθρωπο. Κι αυτό δεν αφορά, νομίζω, μόνο τον ιστορικό της λογοτεχνίας αλλά γενικότερα τον ιστορικό που θα αναζητήσει γιατί η Ευρώπη, η Ευρώπη μας, δεν κατάφερε να έχει έστω έναν αξιοπρεπή θάνατο, μια κάπως πιο αρωματική ταρίχευση.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.