Θα αρκούσε η λέξη Αγαθός και αγαθό για να δείξει τη σχέση που πρέπει να έχει ο άνθρωπος (κάθε άνθρωπος) με το Δημιουργό και με την πλάση, όσο δεν παραιτείται «εντός της καρδίας» από το φως της σαρκωμένης αλήθειας. Και θα αρκούσε η παραπάνω λυρική περιγραφή για να δείξει ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα. Να όμως που η επιστήμη ή οι επιστή μες, που, αντί για το θείο φως, θέλουν να φωτίζον ται από το ή τα ανθρώπινα φώτα (και σε τι κατά σταση είναι τα φώτα αυτά θα το πούμε παρακά τω), μετέβαλαν τόσο ριζικά τη σχέση αυτή, την δράση και την αίσθηση που σίγουρα ελάχιστοι μπορούν από την παραπάνω περιγραφή να νοιώ σουν πως βρίσκονται σε «οικείο χώρο».Και, πριν απ’ όλα, η επιστήμη του ανθρώπου του δίδαξε την πολυπλοκότητα, την διαιρετότη τα, την μερικότητα και την αποσπασματικότητα. Ο άνθρωπος, ακολουθώντας τα φώτα της, μπήκε σε δαιδάλους που ο ίδιος με τον νου του δημιούρ γησε αφήνοντάς τον να περιφέρεται μέσα στα αχα νή ή περίπλοκα διαστήματα της οποιασδήποτε φαντασίας —«ότι πάντες οι λογισμοί ουδέν έτερόν εισιν, αλλ’ ή φαντασίαι μόναι αισθητών και κοσμικών πραγμάτων»(Ησυχίου πρεσβυτέρου, Προς Θεόδουλον)— συνδυάζοντας τη φαντασία του αυτή με βαθειά κρυμμένες μέσα του επιθυμίες, επιθυμίες κατάκτησης του ορατού (αν όχι και του αόρατου ή εκείνου που φαντάζεται ως αόρατου)κόσμου, κα τάλυσης του μυστηρίου του, εκδίωξης του αρχικού φωτός, αντικατάστασης της απάθειας από την εμπάθεια, της εγκράτειας από την ακράτεια (ό,τι συμβαίνει στις σημερινές κοινωνίες, και που οι οικονομολόγοι ονομάζουν πληθωρισμό, αυτήν έχει για βάση) και της αγάπης από το εγωκεντρικό ή φίλαυτο συναίσθημα απέναντι όλων, ανθρώ πων και πραγμάτων. Ο επιστήμονας δεν θεάται το δέντρο, δεν έχει σχέση αγάπης μαζί του, δεν το φωτίζει με κανένα εσωτερικό φως, γιατί απλού στατα δεν πιστεύει σε κανένα τέτοιο φως. Ο επιστήμονας πιστεύει στο λογικό του, στο λογικό των προκατόχων του, στην αέναη εξέλιξη και πρόοδο που μοιάζει σαν να του μετακινεί διαρκώς τα όριά του ίσως για να μην έχει όρια, στη συλλο γιστική του ικανότητα που έχει ασκηθεί (όταν έ χει και αν έχει) να την χρησιμοποιεί για να κάνει πλήθος συνδυασμών και συνειρμών θέλοντας να κλείσει τον κόσμο μέσα στο κεφάλι του (7), όπως ο άλλος πριν προχωρούσε με την κλωστή και με το φως του θείου Λόγου. Στην προηγούμενη περί πτωση ο άνθρωπος ζει το θαύμα, σε τούτη εδώ (της επιστήμης) ζει την κατάσταση του «πεφυσιωμένου», του φουσκωμένου δηλαδή απ’ τις γνώ σεις ανθρώπου, που απ’ το φούσκωμα είναι αδύ νατο να φθάσει στην απλή όραση και την απλή αίσθηση. Αυτό το φούσκωμα έχει να κάνει με το εγώ και την εγωπάθεια που σημαίνει ταυτόχρονακαταξίωση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, ερήμην Θεού. Όσο φουντώνει το εγώ, τόσο φου σκώνει ο άνθρωπος και στερείται την κένωση, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να πε ράσει το θείο φως μέσα στον άνθρωπο και να τον αλλάξει ριζικά, έτσι που να δει με άλλα μάτια, άλλες αισθήσεις, άλλον νου κι άλλη καρδία την κτίση που τον περιβάλλει, τον ίδιο του τον εαυτό και τα πρόσωπα που είναι γύρω του.Αυτός ο επιστήμονας λοιπόν, στερημένος θείου φωτός, προχωρεί με τις δικές του δυνάμεις στην εξιχνίαση (σε πρώτη φάση) των μυστηρίων του κόσμου με την ανάλυση και τη σύνθεση. Με την πρώτη κομματιάζει το ολόκληρο κτίσμα, ας πούμε το δέντρο, ή μάλλον το δέντρο όπως το γνωρίζει ζώντας εκτός θείου φωτός, και βρίσκει πάντα με τον εξατομικευμένο και διανοη τικό τρόπο του, τιςσχέσεις ανάμεσα στα κομμά τια. Εξετάζει το κάθε κομμάτι, το αναλύει ξανά και προχωρεί από ανάλυση σε ανάλυση σε κάποιον πρωτογενή πυρήνα που, κατά περιόδους, ανάλογα με τη συσσωρευμένη γνώση και τις καινούργιες υποθέσεις της επιστήμης αλλάζει: για παράδειγμα στην αρχή είναι το άτομο, μετά το ηλεκτρό νιο ή το πρωτόνιο, ή κάτι άλλο. Αφού φτάσει σε κάποιο υποτιθέμενο όριο ή άκρη,συνθέτει το κτίσμα με βάση τώρα πια τα συμπεράσματά του από την ανάλυση των επί μέρους συστατικών και όχι την αρχική μορφή του κτίσματος, που μάλι στα έχει τόσο απομακρυνθεί απ’ τον ορίζοντα της όρασής του ή της γνώσης του που μοιάζει ανύπαρ κτο. Γι’ αυτό ύστερα από μια πορεία αιώνων, κυρίως μετά τον μεσαίωνα στην Ευρώπη, η πο ρεία της επιστήμης καταλήγει σήμερα σε αφηρη μένες μορφές ζωής, ανάλογα με την εκάστοτε θε ωρία, το δέντρο δηλαδή έχει εξαφανιστεί και στη θέση του υπάρχει είτε ένα σύνολο φυσικοχημικών ενώσεων είτε ένας κομπιούτερ.Στη ρίζα της διαδικασίας που περιέγραψα υ πάρχει η απουσία αρχής ή ηκατάργηση της δημι ουργού αρχής, του Θεού ως δημιουργού και ως Πατέρα των ανθρώπων και φυσικά ο παραμερι σμός κάθε Τριαδικότητας, παραμερισμός που α φαιρεί από τον άνθρωπο, επιστήμονα ή μη, την αίσθηση της αγαπητικής σχέσης των Προσώπων της Τριάδος, και συνακόλουθα τη δυνατότητα βί ωσης αυτής της σχέσης μέσα του και αναφορικά με τον ίδιο και αναφορικά με την κτίση.Φτάνουμε έτσι, από όσα γράφτηκαν εδώ, και από όσα οι γραμμές αυτές προϋποθέτουν ή υπονο ούν στην ακόλουθη διαπίστωση: ανάμεσα στη γνώση που κατείχαν οι διάφοροι λαοί της γης και κυρίως σε περιόδους που η γνώση αυτή εγκαταλεί πει κάθε θεολογική αναφορά ή βάση ΠΡΟΧΡΙ ΣΤΙΑΝΙΚΑ, και στη γνώση της νεώτερης επιστή μης, πέρα από τις διαφορές που οπωσδήποτε τις χαρακτηρίζουν και τις χωρίζουν, υπάρχουν μεγά λες αναλογίες με πρώτη και κυρίαρχη την πεποί θηση που χαρακτήριζε και την προχριστιανική γνώση και την τωρινή: την απουσία δημιουργού-Πατέρα, που να δημιουργεί εκ του μηδενός τον κόσμο. Όπως οι σημε ρινοί ανακηρύττουν κάθε φορά κάποιο στοιχείο ή κάποια σύνθεση στοιχείων που συλλαμβάνονται ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΧΩΡΟ είτε δια γυμνού οφθαλμού, είτε με το μικροσκόπιο είτε με τη φαν τασία είτε με τον συνδυασμό και των τριών, ως αρχή της ζωής βάσει της περιβόητης εξελίξεως και ποτέ χωρίς αυτήν, έτσι και στα αρχαία προ χριστιανικά χρόνια, οι διάφοροι φιλόσοφοι ή επι στήμονες εξαγγέλλουν, ο καθένας για λογαριασμό του, κάποιο φυσικό στοιχείο ως αρχή ζωής και θεμέλιο για κάθε παραπέρα εξέλιξη. Αλλοτε το νερό, άλλοτε τη φωτιά, άλλοτε τον αέρα, άλλοτε το υγρό στοιχείο, ακόμη και σχέση με το ψάρι βρίσκουν στη ρίζα προέλευσης της ζωής.Αυτό που κόβει στα δύο την ιστορία της ανθρω πότητας και σφραγίζει τον άνθρωπο με την σαρκωμένη θεία σφραγίδα είναι το γεγονός της Εναν θρωπήσεως. Από το γεγονός αυτό και μετά ακο λουθεί μια σειρά χρονικών αιώνων που η Ενανθρώπηση αποτελεί τον σταθερό άξονα αναφοράς και βίωσης των ανθρώπων και τότε, όσο διαρκεί αυτή η περίοδος, η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο προσπαθεί να ενσαρκωθεί την Αλήθεια που εκπήγασε εκ του Σταυρού και του Τάφου, ο άνθρωπος αγωνίζεται να διέλθει «δια της στενής πύλης» στο αρχικό φως και στο μυστήριο που «εν αρχή» τύλιγε με Αγάπη, Ελευθερία και Χαρά (Ιλαρότητα) τον άνθρωπο και τον κόσμο, κρατώντας τους μέσα στη θεία αγκαλιά και ενώνον τάς τους με τη Χάρη. Τήν περίοδο αυτή —περίο δος που μπορεί να υπάρξει, ανεξάρτητα από επί γεια χρονική στιγμή, μέσα στον κάθε άνθρωπο προσωπικά και άσχετα απ’ το τι κάνει η κοινωνία της εποχής του— ο άνθρωπος χρησιμοποιεί ή επι διώκει να χρησιμοποιήσει κάθε συστατικό του ε αυτού του μέσα στην προοπτική του «καθ’ ομοίωσιν» από τη στιγμή που ο νους του, η καρδιά του και το σώμα του έχουν σφραγιστεί από τη Χάρη, το Μύρο και τοΚάλλος του ενσαρκωθέντος Θεού και έχουν κληθεί ξανά στην ένωση και στηνυιοθε σία καθώς ο άνθρωπος μεταλαμβάνει Σώμα και Αίμα Χριστού και εξαρτά σταθερά τη ζωή του από την αίσθηση της θείας ανάσας.Η πορεία που χάραξε η επιστήμη και ο άνθρω πος μέσα απ’ αυτήν είναι πολύ μακριά από τέ τοια βιώματα. Η παρέκκλιση και η εκτροπή αρ χίζει από τις διάφορες αιρέσεις που ενεργούν μέσα σε καθαρά θεολογικό έδαφος, που όμως τότε ήταν έδαφος ζωής και πράξης κι όχι απλώς θεωρίας. Η εκτροπή εγκαθίσταται μέσα στη δυτική θεολογία που Αριτοτελίζοντας διακηρύττει το Θεό ως ACTUS PURUS οπότε «αποσαρκώνει» (π. Ιουστ. Πόποβιτς) την Ενσάρκωση του Θεού μετατρέποντάς το «πάσχειν τα θεία» σε «διανοείσθαι τα θεία», βάζοντας στη θέση της πίστης τη γνώση και υψώνοντας νέο τείχος ανάμεσα στο κτιστό και το Ακτιστο. Εκδιώκοντας το Θεό στα ουράνια και αποχωρίζοντάς τον από τη γη, κλείνεται στον εαυτό της και ταυτόχρονα κλείνει μέσα εκεί και τον άνθρωπο και την κτίση, ανοίγοντας στην ψυχή το δρόμο της μοναξιάς και του ατομισμού της που σήμερα έφτασε πια σε κατάσταση καθημερινής νεύρωσης, που έγινε αχώριστη απ’ τη ζωή. Το σβήσιμο της αίσθησης της θείας παρουσίας έκανε τον άνθρωπο, αφού εξάντλησε τις «θεολογικές του επινοήσεις» και τις διανοητικές του περιελίξεις περί τα θεία, να στραφεί στα φυσικά φαινόμενα και στα φυσικά κτίσματα, ζητώντας να πληρώσει την έλλειψη της θείας παρουσίας από μια αποκλειστική σχεδόν ενασχόληση μ’ εκείνα (8).Η σχέση με το Θεό, η συνάντηση, η γνωριμία, η αγάπη, η γαλήνη, η κατάνυξη, το διάφανο βλέμμα, η θέαση, η αυτοθυσία, η απλότητα και η ιλαρότη τα, η αμεριμνησία και η παραίτηση από το «ίδιον θέλημα» αντικαθίστανται από έναν ψυχικό ηδονισμό που προκαλούν οι αισθήσεις για τις αισθη τές όψεις του ουρανού, τώρα που χάθηκαν οι αόρατες και μυστικές όψεις του, αυτές που με την Ενσάρκωση δια μέσου της μυστικής και μυστηριακής ζωής τής Εκκλησίας είχαν κατέβει στη γη και «σκηνώσει» στα κατάβαθα της ανθρώ πινης υπόστασης.Οι άνθρωποι —και από αυτούς κυρίως οι επι στήμονες— δεν έχουν διάθεση να μείνουν στη θέα ση, δεν ξέρουν πια τι σημαίνει το «ου φέρει το μυστήριον έρευναν» του Παύλου κι ούτε βέβαια διανο ούνται τους απέραντους ορίζοντες που ανοίγονται στον άνθρωπο μέσα απ’ αυτή τη ρήση. Γι’ αυ τούς η ρήση αυτή κλείνει κάθε ορίζοντα και το δικό τους πρόβλημα τώρα πια είναι πως θα διεισδύσουν, πως θα διαπεράσουν τα παραπετάσματα, πως θα τρυπήσουν τον τοίχο που αισθάνονται μπροστά τους. Σπάνια τους περνάει απ’ το νου (απ’ τις μοναδικές περιπτώσεις ο Πασκάλ) μή πως και φταίνε αυτοί για τα παραπετάσματα, μή πως και η πόρτα είναι στην πραγματικότητα ολά νοιχτη, αλλά ο σκοτισμός τής ψυχής τους τους κάνει να μη βλέπουν να μπουν (9). Μήπως και το φως είναι πάντα εκεί καταυγάζοντας τα πάντα, αλλά αυτοί δεν βλέπουν ούτε το φως ούτε τη φωταύγειά Του.Από εκείνη τη στιγμή (που κατά βάθος καμμιά σημασία δεν έχει να οριστεί ιστορικά και χρο νικά) αρχίζει για την ανθρωπότητα μία φοβερή περιπέτεια που μέσα της συμμετέχει το μεγαλύ τερο ποσοστό των ανθρώπων ασυνείδητα και το μικρότερο συνειδητά (στο μικρότερο εντάσσονται οι επιστήμονες). Η φοβερή περιπέτεια της ριζι κής αλλαγής του κόσμου, της μεταμόρφω σής του από τον άνθρωπο, που τώρα βάζοντας τον εαυτό του στο θρόνο του Θεού αυτοχρίεται απόλυ τος κυρίαρχος που επιλέγει τις ελευθερίες του και αποφασίζει τελεσίδικα. Ένα από τα κύρια χαρα κτηριστικά αυτής της περιπέτειας είναι η έχθρα μεταξύ ανθρώπου και κτίσεως. Ο άνθρωπος δεν συνευρίσκεται με τα στοιχεία που τον περιβάλ λουν, δεν συνδέεται καρδιακά μαζί τους. Το χώμα, η πέτρα, το δέντρο, η πλαγιά του βουνού, η πηγή που αναβλύζει νερό, τα λαξεύματα των βράχων, η ροή του πόταμου και η κοίτη του, η ακρογιαλιά, το κελάιδισμα του πουλιού, η παρουσία των ζώων στη ζωή του, ο ήλιος και η σελήνη, τ’ αστέρια και ο αέρας, τα πάνταπρέπει να υποχρεωθούν σε μια κατάχρηση, σ’ έναν βιασμό, στα πάντα πρέπει να επιβληθεί ο νέος νόμος τού κυρίαρχου και κατα κτητή ανθρώπου. Έχει χάσει την αίσθηση της αληθινής σχέσης μαζί τους κι έχει ξεχάσει πως βρίσκεται στον κόσμο για να βασιλεύει ειρηνικά και αγαπητικά με όλα όσα τον περιβάλλουν, όλα όσα αποτελούν ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΘΕΟΥ. Κοροϊδεύον τας τη δημιουργία και φυσικά τον αόρατο δημι ουργό τους, ρίχνεται στις δικές του δημιουργίες που μπορεί κανείς να τις χωρίσει (αφήνοντας έξω τη θεολογία και τη φιλοσοφία) σε δύο μεγάλες περιοχές ή πεδία, την επιστήμη και την τέχνη. Και στα δύο αυτά πεδία λειτουργεί ως δημιουρ γός, ως κυρίαρχος και ωςαυτοσκοπός. Είτε ξεκι νάει θεωρητικά, είτε πρακτικά, αυτό που τον απα σχολεί είναι να υλοποιήσει τα φαντάσματα του νου και της ψυχής του, να γεννήσει άλλους κόσμους, που για την υλοποίησή τους πρέπει να υποβάλλει την αληθινή δημιουργία σε τρομερό βα σανισμό και στρέβλωση. Καμμιά ύλη, κανένα υλι κό που βρίσκεται έτοιμο (σωστότερα ακέραιο) στη φύση δεν θέλει να το χρησιμοποιήσει όπως είναι. Όλα πρέπει να αλλάξουν, όλα πρέπει να περάσουν από αλλεπάλληλα στρώματα και φίλ τρα επεξεργασίας τού εγκεφάλου, ανάλογα με την κάθε περιστασιακή θεωρία και συνάμα οι άνθρω ποι πρέπει να υποστούν στο σύνολό τους και σχε δόν σαν από άγραφο νόμο τη χρήση αυτών των υλικών. Γιατί οι επινοήσεις της επιστήμης δεν μένουν εδώ και αιώνες σε θεωρητικό επίπεδο. Έ χουν τέλεια συνδυαστεί με τις πρακτικές εφαρμο γές, τη βιομηχανία και την τεχνολογία. Συν τω χρόνω ξετυλίγεται ένα απέραντο πλέγμα που διεισδύει σε κάθε εκδήλωση της ζωής και σε κάθε δραστηριότητα μπάζοντας στο παιχνίδι την εμπο ρική και οικονομική εκμετάλλευση, άλληαπύθμε νη πλεκτάνη, απόρροια του ανθρώπινου γιγαντι σμού και της καταξίωσης του ανθρώπου ως κυρί αρχου όντος, που μπορεί όλα να τα αγοράζει κι όλα να τα πουλάει, διακηρύσσοντας έτσι την ανε ξαρτησία του και την ελευθερία του (10). Όλα αυτά ευλογούνται και παγιώνονται απ’ την περίφημη εξέλιξη και πρόοδο, που κανείς δεν φαίνεται να αμφισβητεί ριζικά. Κι όταν τυχόν συμβεί αυτό, γίνεται μέσα στα πλαίσια της επιστήμης ή μιας σκέψης παραπλήσιας στις διανοητικές συντετα γμένες εκείνης, είτε ξεκινώντας από το κέντρο της είτε απ’ την περιφέρεια. Σπάνια βλέπεις κανένα να μετατοπίζεται, και να μιλά από άλλον τό πο, απ’ όπου και μόνο, μπορεί κανείς να μιλήσει σωστά και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται είτε λόγω εργασίας, εί τε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω συναισθηματι κού δεσμού, είτε λόγω πεποιθήσεων, είτε λόγω διανοητικής πορείας και κατάληξης μέσα στον κό σμο της επιστήμης ή σε άλλους συγγενείς κό σμους, δεν μπορεί παρά σπάνια (και μόνο σε στι γμή εσωτερικής κρίσης) να φέρει στο φως ζητήμα τα και σφάλματα που ο κόσμος στον οποίο ανήκει φροντίζει με ειδική μέριμνα να αποσιωπά και να αποφεύγει.Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επιστημονικής «προόδου» είναι η σχέση της με το χρόνο ή καλύτερα μια αδιάκοπη προσπάθεια επι τάχυνσης των ρυθμών και των ταχυτήτων. Ο 20ος αιώνας είναι η κατ’ εξοχήν περίοδος ανά πτυξης συστημάτων και μεθόδων που εφαρμόζον ται πάραυτα και σκοπεύουν στην παραγωγή μη χανημάτων (από αυτοκίνητα μέχρι καφετιέρες), που η λειτουργία τους να επιτυγχάνει όσο το δυνα τό υψηλές ταχύτητες, ταχύτητες που να εκμηδενί ζουν τον «φυσικό» χρόνο, και μέσα από τις οποίες κανείς δεν αναρωτιέται τι γίνεται με τον άνθρωπο που τις χειρίζεται (σωστότερα που είναι εξάρτη μά τους) (11). Αυτή η επιτάχυνση σε συνδυασμό με όσα είπαμε προηγουμένως απεργάζεται μια κο λοσσιαία μετατόπιση του ανθρώπου από τον χώρο και τον χρόνο, μια ΕΞΟΔΟ από κάθε διάσταση —θεολογικά από κάθε κτιστή κατάσταση— όχι για να εισοδευτεί ο άνθρωπος σ’ ένα πνευματικό άπειρο, αλλά σ’ έναν δαιμονικό γιγαν τισμό ενός ψευτοαπείρου, σε μια αυτοθεοποίηση που να του εξασφαλίζει την υπέρβαση κάθε «φυσικού» ορίου στους αντίποδες της πνευματικότητας. Η επιστήμη με την τεχνολογία και τα εκατομμύ ρια μηχανές και μηχανήματα που κατασκευάζονται μαζικά στα εργοστάσια ΜΟΙΡΑΖΕΙ την κα τάσταση του γιγαντισμού και της «αντίστροφης» υπέρβασης σε κάθε γωνιά της γης «προσφέρον τας» τη δυνατότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους να χειριστούν τα μηχανήματά της τρέχοντας ιλιγ γιωδώς στην πραγματοποίηση της εξόδου από την ΚΤΙΣΗ και στο χτίσιμο άλλου κόσμου ή άλ λων κόσμων με άλλους νόμους, άλλους κανόνες, ιερά, μυστήρια, εντελώς διαφορετικούς και αντιτι θέμενους σε αυτά που θεμελίωσε ο Λόγος.
Όλα αυτά μπορεί να είναι σπουδαία και σημαν τικά —η μεταμόρφωση του κόσμου μέσω της επι στήμης κ.ά.— για τους ανθρώπους του κόσμου και όχι για τους ανθρώπους της Εκκλησίας, της Ιερής παράδοσης που θεμελίωσε πάνω στο Σταυ ρό και μέσα απ’ τον Τάφο ο αναστημένος Χριστός. Ένας άνθρωπος που αφιερώνει τη ζωή του στην επιστήμη του, ένας άνθρωπος που η ανάλυ ση και η σύνθεση γίνεται κάτι σαν δεύτερη φύση του, ένας άνθρωπος που με χίλιους τρόπους και μεθόδους προσπαθεί να εισέλθει στα μυστήρια του Θεού και της δημιουργίας την στιγμή που ομολογεί μαζί με το σώμα της Εκκλησίας πως «ουκ έχω ένδυμα ίνα εισέλθω» στον Νυμφώνα Σου και παρακαλεί «λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυ χής», πώς μπορεί ελαφρόκαρδα να συμβιβάζει (και να συνδυάζει) τις δύο πραγματικότητες, την μία επιστημονική και κτισμένη πάνω στην έλλει ψη, την απουσία ή την απόρριψη της πίστης, θεμε λιωμένη πάνω στη γνώση «κατά την παράδοση των ανθρώπων», που μέσα της χωράει κάθε κο σμικότητα, σοβαρή ή χυδαία λίγο ενδιαφέρει, και την άλλη που παρέχει «το Πνεύμα της αληθείας, ο ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό, ουδέ γινώσκει αυτό» (Κατά Ιω. 15, 17);Το ζήτημα ας απασχολήσει όσους το κατανοούν κι όσους νομίζουν ότι τους αφορά. Θα προσθέσω ακόμη και τούτο: η παράδοση της Εκκλησίας, μέσα από τα ιερά της μυστήρια και όλη την «τά ξη» της, δεν ζητά να αναγεννήσει μονάχα τον άν θρωπο, αλλά και την «συστενάζουσα» κτίση. Βρι σκόμαστε μπροστά στο πρόβλημα του αγιασμού κάθε κτιστού, κάθε κτίσματος και κάθε ύλης, αγιασμός που είναι αναπόσπαστα δεμένος με την ε σωτερική ανακαίνιση του ανθρώπου, με την νήψη και τη ριζική μεταστροφή. Όσο αγιάζεται ο άνθρωπος τόσο προχωρεί και στην εξωτερική ανα καίνιση, μέσα από τη σχέση με ό,τι τον περιβάλ λει. Και όσο αγιάζεται ανακαλύπτει μια άλλη γνώση, που τον κάνει να μεταμορφώνει τον κόσμο γύρω του Χάριτι Θεού (12). Αλλά η Χάρις δεν κατέρχεται, αν δεν της κάνεις τόπο. Και ο τόπος, πριν απ’ όλα, βρίσκεται και γίνεται η καρδιά του ανθρώπου απ’ όπου δια των ενεργειών —ψυχο σωματικών ενεργειών— εκπέμπεται η θεία ακτινοβολία στους ανθρώπους και στα πράγματα και τα εισάγει στην τάξη στην οποία, από καταβο λής κόσμου, έχουν κληθεί από τον άναρχο Λόγο να εισέλθουν, πράγμα που κάποτε έπαψε να γίνεται. Αυτή είναι, ανάμεσα στα άλλα, η δουλειά των πιστών. Η επαναφορά, αδιάκοπα, αφειδώλευτα, της κτίσης στις διαστάσεις του Ιερού, ο προσανατολισμός ανθρώπων και πραγμάτων ΑΝΑΤΟΛΙ ΚΑ,για να μπει από κάθε χαραμάδα το ανέσπερο Φως, να φωτίσει τα πάντα για να ξαναβρούν τις αληθινές τους διαστάσεις, να γίνουν (να γίνον ται) ξανά κτίση Θεού, Θεοφάνεια.
Παραπομπές:
(1) «Η αντικειμενοποίηση συνδέεται με την έκπτωση του κόσμου, με το κομμάτιασμα των διαφόρων μερών του, που ωστόσο είναι αλυσοδεμένα μεταξύ τους. Όμως η αντικειμενοποίηση του πνεύματος δημιουργεί δεσμούς με τον έκπτωτο κόσμο, συλλαμβάνει τον κόσμο στην έκπτωσή του και τον οργανώνει. Αυτή η πορεία παράγει συμβολισμούς αλλά ποτέ πραγματώσεις. Μόνο η δημιουργική ενέργεια του ανθρώπου επιτρέπει να ξεφύγουμε από τη φθορά του αντικειμενοποιημένου χρόνου, αλλά η αντικειμενοποίηση των προϊόντων αυτής της ενέργειας τον αλυσοδένει εκ νέου στο χρόνο. Η αντικειμενοποίηση κλείνει τη συνείδηση και την χωρίζει απ’ το άπειρο. […] Η αντικειμενοποίηση σχετίζεται μ’ έναν κόσμο ορθολογιστικό, έναν κόσμο κατασκευασμένο από έννοιες. Έτσι βλέπουμε να εξαφανίζεται από αυτό τον κόσμο το μυστήριο της ύπαρξης». Nicolas Berdiaeff (μεταφράζω από το Esprit et realite, εκδ. Aubier 1943 σ. 71).
(2) «Η σύγχρονη επιστήμη, προερχόμενη από έναν αυθαίρετο περιορισμό της γνώσης μέσα σε μια επιμέρους τάξη, που είναι και κατώτερη από όλες, την τάξη τής υλικής ή αισθητής πραγματικότητας, έχασε, εξ αιτίας αυτού του περιορισμού και των συνεπειών που άμεσα επιφέρει, κάθε διανοητική αξία, τουλάχιστον αν δίνουμε στη διανοητικότητα την πληρότητα της αληθινής της Έννοιας, αν αρνούμαστε να συμμεριστούμε το «ορθολογικό» σφάλμα, δηλαδή να ισοπεδώσουμε την καθαρή διάνοια με τη λογική, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, να αρνηθούμε τη διανοητική ενόραση». Ρενέ Γκενόν, Η κρίση τού σύγχρονου κόσμου, έκδ. Δωδώνη 1980, σ. 84.
(3) «Αγαθός και άφθονος αεί ων ο Θεός, την εξουσίαν δέδωκε τω ανθρώπω του καλού και του κακού, γνώσιν αυτώ δωρησάμενος, ίνα θεωρών τον κόσμον και τα εν αυτώ, γνωρίσει τον ποιήσαντα τα πάντα δια τον άνθρωπον. Τω δε ανοσίω έξεστι θέλειν και μη νοείν. Έξεστι γαρ αυτώ και απιστείν και ατυχείν και τα ενάντια της αληθείας νοείν». Φιλοκαλία ιερών νηπτικών, Αντωνίου του Μεγάλου, Κεφ. ρκε’.
(4) «Έτσι ο Καρτέσιος υποβιβάζει ολόκληρο το περιεχόμενο του εξωτερικού κόσμου σε μαθηματικούς, τυπικούς ορισμούς της έκτασης, σε σχέσεις χώρου· εξαιρεί από τη φύση κάθε ζώσα δύναμη (είναι γνωστό πως και τα ζώα ακόμη τα θεωρεί σύνθετες μηχανές χωρίς δική τους ζωή)· η μοναδική κίνηση που παραδέχεται είναι η μηχανική κίνηση, η οφειλομένη σε μια ορμή. Κατά τον ίδιο τρόπο ολόκληρο το περιεχόμενο του ανθρωπίνου πνεύματος το υπαγάγει σε μια τυπική δραστηριότητα της σκέψης, εννοώντας μ’ αυτό γενικά την αναπαράσταση […] Έτσι το ουσιαστικό μέτρο για κάθε τι που υπάρχει είναι μόνο η σκέψη και ό,τι προσεγγίζει η σαφής και αναλυτική σκέψη, δηλαδή η ορθολογιστική μέσα στην εξωτερική φύση: η έκταση.» Vladimir Soloviev (μεταφράζω από το Crise de la philosophie occidentale, έκδ. Aubier 1947, σελ. 172).
(5) «Η σύγχρονη φυσική μας δείχνει την απανθρωποποίηση της επιστήμης: βαθμηδόν εγκαταλείπει οριστικά το ανθρώπινο σύμπαν, δηλαδή το φυσικό σύμπαν, που είναι οικείο στον άνθρωπο». Nicolas Berdiaeff Πέντε στοχασμοί περί υπάρξεως, Αθήνα 1983, σ. 33.
(6) «Χρειάζεται όμως να είσαι αληθινά σοφός, και όχι σοφός μονάχα της λογικομαθηματικής επιστήμης, για να ξεχωρίσεις πως: άλλο επιστημονική βεβαιότητα και άλλο πραγματικότητα» (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δύο κείμενα, Ίκαρος, 1972, σ. 19-20).
(7) «Η λογική μας και η πραγματικότητα μοιάζουν όπως ένα δίχτυ και η θάλασσα. Όταν τραβήξουμε το δίχτυ -με τα μικρά ή μεγαλύτερα τετράγωνα, τους βρόχους, τα μάτια τού διχτυού, καθώς τα λεν οι ψαράδες, που δίνουν πιασούμενα σχήματα ή γίνονται αφετηρία για μετρήματα στο υγρό στοιχείο (το δίχτυ αριθμεί ή γεωμετρεί τη θάλασσα) – απομένει πάντα το νερό, η θάλασσα. Αλλά και προτού το τραβήξουμε, πάντα η θάλασσα ξεχειλάει από το δίχτυ, νομοθετεί, περιέχει, δεν περιέχεται. Φανερό πως η πραγματικότητα -η θάλασσα- περιέχει τη λογική μας -το δίχτυ- και ας κρατάει μέσα της αναμφισβήτητα η λογική ένα κομματιασμένο αποτύπωμα της πραγματικότητας» (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δύο κείμενα. Ίκαρος 1972, σ. 29-30).
(8) «Στην ηροσπάθειά του να επιβάλει μορφή και τάξη στην ανυπότακτη ύλη, ο σύγχρονος πολιτισμός έχει την τάση να θυσιάζει την εξωλογική και χθόνια όψη της ανθρώπινης φύσης και να στήνει τη διάνοια στο κέντρο της ζωής. Αναμφίβολα, η τάση αυτή έχει αρχίσει εδώ και αιώνες, τουλάχιστον από την εποχή της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση, που συχνά θεωρείται ότι αποκατάστησε τη φύση και τη διονυσιακή πλευρά του ανθρώπου, στην πραγματικότητα ενίσχυσε μόνο τη θέση της διάνοιας. Ο Μεσαίωνας είχε πετύχει μια καρποφόρα ισορροπία στα όρια του δυαδισμού σάρκας-πνεύματος. Με μια πρώτη ματιά, η Αναγέννηση μοιάζει να προσπάθησε να αποκαταστήσει τη φύση, πηδώντας τη χριστιανοσύνη και ξανασμίγοντας με την αρχαιότητα -και είναι γεγονός ότι η ανακάλυψη της φύσης χρονολογείται από αυτή την περίοδο. Στην πραγματικότητα όμως η Αναγέννηση απλώς δανείστηκε ορισμένα σχήματα της αρχαιότητας, χωρίς να κατορθώσει να ανανεώσει οποιονδήποτε δεσμό με το αρχαίο πνεύμα. Και από την άλλη μεριά, εκείνο που ανακάλυψε στη φύση η Αναγέννηση ήταν ένα νέο και γοητευτικό αντικείμενο, κι έτσι δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι το πνεύμα, ταυτιζόμενο ολοένα και περισσότερο με τη διάνοια, ήταν ο πανίσχυρος και υπέρτατος παράγοντας της ζωής του ανθρώπου και κάθε ζωής. Ο δυαδισμός σάρκας-πνεύματος, που τώρα είχε πάρει τη μορφή διάνοια-φύση, τονίστηκε ακόμα περισσότερο, ώσπου στα χρόνια του Διαφωτισμού, οι άνθρωποι έφτασαν να δίνουν σημασία μόνο στις διανοητικές αρετές τους και να αποκλείουν σχεδόν κάθε άλλο στοιχείο του εαυτού τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην εποχή μας οι εξωλογικές και ενστικτώδεις δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης έχουν τόσο ατροφήσει, ώστε να αναρωτιέται κανείς μήπως κινδυνεύει να αφανιστεί ολόκληρη η δημιουργική ζωή του ανθρώπου». Philip Sherrard, Δοκίμια για το νέο ελληνισμό, σ. 151-152.
(9) «Όταν άρχισα τη σπουδή του ανθρώπου κατάλαβα πως οι λογικομαθηματικές επιστήμες δεν είναι κατάλληλες για τον άνθρωπο, και πως ξεμάκραινα περισσότερο από την κατάσταση του ανθρώπου μαθαίνοντας τις επιστήμες αυτές, παρά οι άλλοι αγνοώντας τες». Blaise Pascal, Pensees et Opuscules, Section II, 144.
(10) «Οι Ευρωπαίοι θεωρούν τον Μαρξιστικό υλισμό επαναστατικό, για τους Ινδιάνους όμως δεν είναι παρά η συνέχιση της παλιάς ευρωπαϊκής σύγκρουσης ανάμεσα στο υπάρχω και στο έχω. Η ύπαρξη είναι μια πνευματική κατάσταση. Η ιδιοκτησία μια υλική πράξη. Από παράδοση οι Ινδιάνοι προσπαθούσαν πάντα να είναι σαν άνθρωποι όσο γινόταν καλύτεροι. Στα πλαίσια αυτής της πνευματικής ανάπτυξης, τον πλούτο τον απωθούσαν τελείως, τον μοίραζαν ώστε να μη κερδίζουν τίποτα. Ενώ για μας υλικό κέρδος σημαίνει λανθασμένη στάση ζωής, αντίθετα για τους Ευρωπαίους είναι «σημάδι ότι το σύστημα λειτουργεί» (…) Το σπουδαιότερο είναι ότι οι Ευρωπαίοι μέσα σ’ όλα αυτά δεν έχουν την αίσθηση καμμιάς απώλειας. Αλλωστε οι φιλόσοφοί τους έχουν κατορθώσει να αποπνευματοποιήσουν τόσο πολύ την πραγματικότητα ώστε είναι ανίκανοι πια να αισθάνονται ικανοποίηση παρατηρώντας απλά το θαύμα ενός βουνού ή μιας λίμνης ή της ύπαρξής τους. Η ικανοποίηση μετριέται στη βάση του υλικού κέρδους. Γι’ αυτούς βουνό σημαίνει χαλίκια και λίμνη νερό για τα εργοστάσια…
Δεν πιστεύω ότι μόνο ο καπιταλισμός είναι υπεύθυνος για τη γενοκτονία των Ινδιάνων. Όχι. Υπεύθυνη είναι η Ευρωπαϊκή παράδοση. Η ίδια η Ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο Μαρξισμός είναι απλώς η συνέχεια αυτής της παράδοσης και όχι μια λύση. Υπάρχει και άλλος δρόμος. Είναι εκείνος των Πακότα και των άλλων Ινδιάνικων λαών. Είναι ο δρόμος τής επίγνωσης ότι οι άνθρωποι δεν έχουν το δικαίωμα να υποβιβάζουν τη Μητέρα Γη, ότι υπάρχουν δυνάμεις πάνω και πέρα από οποιαδήποτε σύλληψη του Ευρωπαϊκού πνεύματος, ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν σε αρμονία με ό,τι τους περιβάλλει αλλιώς το ίδιο το περιβάλλον θα εξαλείψει τη δυσαρμονία. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή παράδοση -μαζί και ο Μαρξισμός- είναι μια πρόκληση στη φυσική τάξη πραγμάτων. Γίνεται κατάχρηση της δύναμης, λεηλατείται η Μητέρα Γη, και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί αιώνια. Καμμιά θεωρία δεν μπορεί να αλλάξει αυτό το απλό γεγονός…». Από την προσφώνηση του Ράσσελ Μήνς (ινδιάνου) στο Συμπόσιο της Ένωσης για την επιβίωση των Black Hills, 1980.
(11) «Η μηχανή σκοτώνει τη συγκίνηση. Υποβάλλει τον άνθρωπο σ’ ένα διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό, όπου μέσα του κάθε στιγμή είναι απλώς μέσον για το πέρασμα στην επόμενη. Καθιστά τη θεωρία (contemplation) όλο και πιο δύσκολη. Η τεχνική καταντά την ανθρώπινη ζωή επικαιρική και απαιτεί απ’ τον άνθρωπο αδιάκοπη δραστηριότητα. Αυτή όμως η κυριαρχία τής τεχνικής στην ανθρώπινη ζωή αποδείχνει ίσα-ίσα την παθητικότητα του ανθρώπου, τη συντριβή του κάτω απ’ το βάρος τού κόσμου και των γεγονότων τού κόσμου». Nicolas Berdiaeff (Esprit et realite, σελ. 88-89).
(12) «Αλλ’ εκείνην την γνώσιν την πνευματικήν ου δύναταί τις δέξασθαι, εάν μη στραφή, και γένηται ως παιδίον. Εντεύθεν γαρ αισθάνεται της τρυφής εκείνης της βασιλείας των ουρανών. Την βασιλείαν των ουρανών θεωρίαν πνευματικήν λέγουσιν, ότι εστί. Και αύτη ουκ εν τοις έργοις των λογισμών ευρίσκεται, αλλ’ εκ της χάριτος γευθήναι δύναται. Και έως αν καθαρθή ο άνθρωπος, ουδέ ακούσαι αυτής καν ικανοί. Διότι εκ μαθήσεως ουδείς δύναται αυτήν κτήσασθαι». Αββά Ισαάκ του Σύρου, Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΙΘ’.
από το βιβλίο Δύο κείμενα περί επιστήμης, εκδ. “Σύναξη”,1986
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, παράσταση του Παραδείσου, με τους τέσσερις ποταμούς του. Από μεσαιωνικό εικονογραφημένο χειρόγραφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.