Στρατῆς Ψάλτου
Οἱ γιορτὲς στὴν Ἰβήρων θὰ εἶναι πλέον πιὸ φτωχές. Θὰ λείπει ὁ γέροντας Βασίλειος (Γοντικάκης), ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὴν Τετάρτη, 17 Σεπτεμβρίου 2025, σὲ ἡλικία 89 ἐτῶν. Εἶχε γεννηθεῖ στὶς 8 Φεβρουαρίου 1936 στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης καὶ ἦταν τὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ ἐννιὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας. Ἡ μάνα του Χρυσὴ ἦταν Μικρασιάτισσα πρόσφυγας στὴν Κρήτη καὶ ὁ πατέρας του, ὁ Κωνσταντῖνος Γοντικάκης, μαθηματικὸς καὶ διευθυντὴς τοῦ ἐκπαιδευτηρίου «Κοραῆς».
Ὁ Βασίλειος σπούδασε θεολογία στὴν Ἀθήνα καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀδελφότητα «Ζωή». Ὡστόσο, ἡ ὀργάνωση αὐτή, τόσο μέσα ἀπὸ τὴν ἔντονη κριτικὴ που δέχτηκε γιὰ εὐσεβισμό καί προτεσταντικὲς ἐπιδράσεις ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς διενέξεις τῶν μελῶν της γιὰ ζητήματα ἐξουσίας, ἄρχισε τὴ δεκαετία τοῦ ’60 νὰ χάνει κύρος καὶ ἀνθρώπους, κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους στράφηκαν στὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ περίπτωση εἶναι ἐκείνη τοῦ Βασίλειου.
Ἀρχικῶς ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἱερέας στὴν Κρήτη τὸ 1961. Ὡστόσο, στὴ συνέχεια ἡ ἀναζήτησή του τὸν ὁδήγησε στὴ Γαλλία, ὅπου μεταξὺ ἄλλων μαθήτευσε στὴν τέχνη καὶ τὴ θεολογία τῆς εἰκονογραφίας κοντὰ σ’ ἕναν ξεχωριστὸ Ρῶσο δάσκαλο τοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, τὸν Λεονὶντ Οὐσπένσκυ (1902-1987). Ἡ μαθητεία αὐτὴ στὸ Παρίσι ἔφερε τὸν Βασίλειο ἐγγύτερα στὶς πνευματικὲς καὶ πολιτισμικὲς ζυμώσεις, οἱ ὁποῖες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀναπτύσσονταν στὴ Γαλλία. Μέσα σ’ ἕνα κλίμα ἀμφισβήτησης τοῦ κυρίαρχου μοντέλου τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ, στὸν Βασίλειο ὠρίσαμε ἡ ἀπόφαση νὰ στραφεῖ πρὸς τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὀρους, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐπισκεφθεῖ λίγα χρόνια πρίν, ἀναζητώντας μιὰ βαθύτερη πνευματικὴ διέξοδο. Ἔτσι, τὸ 1965 ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς Σκήτης τῶν Ἰβήρων ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντα Παϊσίου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε ἐπικοινωνία ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ προηγήθηκαν.
Θεωροῦσε ὅτι εἶναι βάσανο νὰ ἄρχεσαι ἀπὸ πρόσωπα ποὺ σὲ κρατοῦν δέσμιο καὶ γι' αὐτὸ ἐπιδίωξε κι ἔλαβε σημαντικὲς θεσμικὲς θέσεις. Ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα ἀπὸ τὸ 1968 μέχρι τὸ 1990 καὶ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἰβήρων ἀπὸ τὸ 1990 μέχρι τὸ 2005. Ὡστόσο, τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια εἶχε ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὰ θεσμικὰ ἀξιώματα, χωρὶς νὰ ἐγκαταταλείψει τὸ μοναστήρι.
Κατὰ βάθος, ἐκεῖνο ποὺ τὸν τραβοῦσε δὲν ἦταν ἡ λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἀλλὰ τὸ μυστήριο τῆς καρδιᾶς, ἢ – μὲ ὅρους πιὸ κοντὰ στὴν πατερικὴ γλώσσα – τὸ μυστήριο τῆς κάθαρσης καὶ τοῦ φωτισμοῦ τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοός. Ἕνα μυστήριο σχεδὸν ἀφανὲς σήμερα, καθὼς ἔχει λησμονηθεῖ κάθε ἀναφορὰ σ’ αὐτὸ – πόσο μᾶλλον ἡ πραγματικὴ μύηση. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο θὰ ἐπιμείνω λίγο περισσότερο σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο.
Γράφει στὰ Ἀποτυπώματα ὁ γέροντας: «Ἐὰν ἔλθη στὴ Μονὴ κάποιος ὑψηλὰ ἱστάμενος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἢ κοσμικῆς ἱεραρχίας, θὰ ζητήσει νὰ δῆ τὸν ἡγούμενο, ὄχι κάποιον ἀρχάριο μοναχό. Ἀλλὰ ὁ ἀοράτως ὑπάρχων μεθ’ ἠμῶν Κύριος, δὲν γνωρίζομε σὲ τίνος τὴν καρδιὰ ἀναπαύεται» (σ. 129–130). Ὁ Βασίλειος ἀναφέρεται στὸ μυστήριο τῆς καρδιᾶς· ἐκεῖνο ποὺ ἀπομακρύνει κάθε τί κίβδηλο καὶ κάνει τὴν καρδιὰ νὰ φλέγεται ἀπὸ τὸ Ἀείζωο Πῦρ, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος καὶ συχνὰ ἐπαναλάμβανε ὁ ἴδιος.
Κίβδηλη εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο δέσμιο στὸ παιχνίδι τῆς ἀπόκτησης καὶ τῆς ἐπίδειξης πλούτου καὶ ἰσχύος. Κίβδηλη εἶναι ἡ ἠθική, ἡ ὁποία, ἐνῶ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτὸ τὸ παιχνίδι, δὲν κατορθώνει νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ τὴ νευρωτικὴ ἐπιδίωξη τοῦ ἠθικοῦ του γοήτρου. Τέλος, κίβδηλη εἶναι καὶ ἡ χάρις, ὅταν αὐτὴ κατανοεῖται ὡς μαγικὴ δύναμη γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ἀτομικιστικῶν ἐπιδιώξεων καὶ δὲν γίνεται ἐκείνη ἡ δύναμη ποὺ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν ἀσθενεία τελειοῦται»· δηλαδὴ δύναμη ποὺ τὸν συμφιλιώνει μὲ τὸ φθαρτὸ καὶ πεπερασμένο τῆς ὕπαρξής του. Ἡ ἀληθινὴ χάρις δὲν εἶναι δύναμη κυριαρχίας, ἀλλὰ δύναμη κατάφασης στὸ Ἀείζωο Πῦρ.
Ὅπως ὁ Ἡράκλειτος, ἔτσι καὶ ὁ γέροντας Βασίλειος ἐπεχείρησε νὰ κρατήσει ἀνοικτό τὸ μονοπάτι αὐτῆς τῆς κατάφασης μ’ ἕναν λόγο ποὺ «οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει, ἀλλὰ σημαίνει». Ἕναν λόγο δομημένο σὲ σύντομες καὶ κοφτὲς προτάσεις, ποὺ ἀκολουθοῦν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη μὲ τρόπο ποιητικὸ καὶ παραδοξολογικό, καθὼς ἐπεδίωκε τὸ κάθε τί – ὄχι μόνον μὲ τὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὕφος καὶ τὸ στύλ του – ν’ ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς μυσταγωγίας στὸ Ἀείζωο Πῦρ.
Μεταξύ των ἐτῶν 2012 καὶ 2014 ἔζησα δύο χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐργαζόμενος ὡς καθηγητὴς στὴν Ἀθωνιάδα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ στὶς Καρυές. Κάθε μεσημέρι, μόλις τελείωνε τὸ διδακτικὸ πρόγραμμα, ἔπαιρνα τὸ μονοπάτι καί, μὲ πεζοπορία δύο ὡρῶν μέσα ἀπὸ τὸ δάσος, ἔφτανα ἀπὸ τὶς Καρυὲς στὴν Ἰβήρων. Ἀκολουθοῦσα τὸ καθημερινὸ πρόγραμμα τοῦ μοναστηριοῦ. Διακονοῦσα στὴν τράπεζα. Συμμετεῖχα ὄχι μόνο στὸν Ἑσπερινό, ἀλλὰ καὶ στὸν Ὄρθρο καὶ τὴ Θεία Λειτουργία, ξυπνώντας στὶς δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Στὶς ἕξι τὸ πρωὶ ξεκουραζόμουν λίγο καὶ στὶς ὀκτὼ ἔπαιρνα τὸ μικρὸ λεωφορεῖο ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἰβήρων, ὥστε νὰ βρίσκομαι στὶς Καρυὲς γιὰ τὸ μάθημα.
Μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ γνωρίσω τοὺς Ἰβηρίτες πατέρες καὶ τὸν γέροντα Βασίλειο. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ εἶχε πιὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἡγουμένου. Ὅπως ὁ Ἡράκλειτος ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἀλλὰ δὲν τὴν ἐγκατέλειψε, ἔτσι καὶ ὁ γέροντας ἔμενε σ’ ἕνα βουνὸ κοντὰ στὴν Ἰβήρων καὶ κατέβαινε στὴ Μονὴ γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες γιορτές. Ὅσοι τὸν γνωρίζαμε, περιμέναμε κάθε φορὰ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ σηκωνόταν στὴν Τράπεζα ἢ στὸ Συνοδικό. Ὅταν ἄρχιζε νὰ μιλᾶ, ἦταν σὰν νὰ ἔπιανε ξανὰ τὸ νῆμα μιᾶς ἀφήγησης, τὴν ὁποία εἶχε διακόψει. Κάποτε μοῦ εἶπε: «Μπορεῖ νὰ μιλῶ γιὰ διαφορετικὰ θέματα —κάποιο πρόσωπο, κάποια φράση, κάποια παραβολὴ— ὅμως κατὰ βάθος κάθε φορἀ ἀναφέρομαι στὸ ἴδιο». Κι αὐτὸ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς καρδιᾶς.
Ὁ λόγος τοῦ γέροντα Βασιλείου δὲν περιορίστηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ ἔδωσε τὸ παρὸν καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτό. Συμμετεῖχε σὲ συνέδρια, δημοσίευσε ἄρθρα σὲ περιοδικὰ κι ἐξέδωσε βιβλία, μὲ ἀφετηρία τὸ Εἰσοδικὸ τὸ 1974 καὶ τέλος τὰ Ἀποτυπώματα τὸ 2024 καὶ ὁ Ἡράκλειτος τὸ 2025. Ἰδιαίτερα τὶς δεκαετίες τοῦ ’70 καὶ τοῦ ’80 ἦταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στὶς συζητήσεις τῆς μεταπολίτευσης. Ἀξέχαστες ἔμειναν οἱ ὁμιλίες του στὰ ἀμφιθέατρα τῶν πανεπιστημίων τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἦταν μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἔβγαινε ἀπὸ τὸν πολιτικὸ αὐταρχισμὸ καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, κουβαλώντας μιὰ σειρὰ προσδοκιῶν, οἱ ὁποῖες ἔβρισκαν κυρίως ἔκφραση μὲ τὴ μαρξιστικὴ γλώσσα. Μία σειρὰ ἀπὸ λογίους τότε, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ ὁ γέροντας Βασίλειος, προσπάθησαν νὰ ποῦν ὅτι καμμιὰ πραγματικὴ ἀλλαγὴ δὲν εἶναι ἐφικτή, ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ζήτημα τὸ τί πρόσεξαν ἢ κατανόησαν τελικὰ οἱ συνομιλητές, οἱ ἀκροατὲς καὶ οἱ ἀναγνῶστες τοῦ λόγου του. Ταυτόχρονα, ἡ καινούργια διάταξη τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων ποὺ διαδέχθηκε τὴν παλιά, ἔδωσε μὲν στὴν κοινωνικὴ πλειονότητα ἕνα μερίδιο συμμετοχῆς στὴν ἀπόλαυση, δὲν ἔπαψε ὅμως νὰ διέπεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀλλοτρίωσης ποὺ ζητᾶ ἱκανοποίηση στὸ κίβδηλο. Ὅμως ἀκόμη καὶ μέσα σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη, ὁ γέροντας μὲ τὸ ἴχνος του δὲν ἔπαψε νὰ κρατᾶ ἀνοικτὸ τὸ μονοπάτι πρὸς τὸ μυστήριο τῆς καρδιᾶς.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς 27ης Αὐγούστου 2025, παραμονὴ τῆς γιορτῆς τῆς Παναγίας στὸ Ἅγιο Ὄρος, ὁ ἐνενηντάχρονος γέροντας ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του, γιὰ νὰ κατέβει στὸν ναὸ καὶ νὰ πάρει μέρος στὴν πανήγυρη. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν πόρτα, ἔπεσε κι ἔσπασε τὸ ἰσχίο του. Μεταφέρθηκε στὸ νοσοκομεῖο καὶ ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση. Ὡστόσο, τὸ συμβὰν αὐτὸ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ βεβαρημένη κατάσταση τῆς ὑγείας του ὁδήγησαν στὴν τελευτή του. Ἐκοιμήθη στὸ θεραπευτήριο τῆς Θεσσαλονίκης στὶς 17 Σεπτεμβρίου 2025, λέγοντας ὅτι προγεύεται τῆς τελικῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας καὶ ταφῆς του στὴν Ἰβήρων.
Στὸ τελευταῖο του βιβλίο, μιλώντας γιὰ τὸ τέλος τοῦ Ἡρακλείτου, οὐσιαστικὰ μίλησε γιὰ τὸ δικό του τέλος. Καὶ αὐτὸ τὸ τέλος δὲν εἶναι ἡ πτώση ἑνὸς κουρασμένου ἀγωνιστῆ, ἀλλὰ ὁ φωτισμὸς τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοός, ὁ ὁποῖος μεταμορφώνει τὴν τραγικότητα τῆς ὕπαρξης σὲ μιὰ γλυκιὰ κατάφαση στὸ Ἀείζωο Πῦρ.
Ἀθήνα, 24.9.25
Στρατῆς Ψάλτου
Δρ Κοινωνικῆς Άνθρωπολογίας καὶ Ἱστορίας
Πηγή:https://www.facebook.com/share/p/1RbNaM2eaV/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.