Δημήτρης Γ. Ιωάννου
Ποιες είναι ωστόσο οι διαφορές της περί προσώπου θεολογίας του πατρός Δημητρίου από την αυγουστίνεια-σχολαστική παράδοση; Το θέμα είναι πολύ δύσκολο, και τελείως επιγραμματικά, μάλλον ανιχνευτικά, θα αποτολμήσω, προς χάριν του διαλόγου, να ψελλίσω κάποιες σκέψεις. Ίσως κλειδί για την ορθόδοξη ερμηνεία περί προσώπου, και μάλιστα του προσώπου ως διυποκειμενικής πραγματικότητας, αποτελεί η φράση του αγίου Αθανασίου, που, προσπαθώντας να εξουδετερώσει την άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός (αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Υιός θὰ ήταν κτίσμα), υποστήριξε την «εκ της ουσίας του Πατρός» (και όχι της βουλήσεως) γέννηση του Υιού. Μάλιστα, όπως πολύ σωστά τονίζουν διάφοροι θεολόγοι, ο Μέγας Αθανάσιος θεωρούσε παράφρονα εκείνον που έθετε μεταξύ του Πατρός και του Υιού «βούληση και σκέψη», κάποια δηλαδή στοχαστικότητα ή οποιασδήποτε μορφής βολονταρισμό – βουλησιοκρατία («Μαίνοιτο γὰρ ἄν τις μεταξὺ τιθεὶς Πατρὸς καὶ Υἱοῦ βούλησιν καὶ σκέψιν. Καὶ γὰρ ἕτερόν ἐστι λέγειν, Βουλήσει γέγονεν, ἕτερον δὲ, ὅτι Ἴδιον φύσει τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ἀγαπᾶ καὶ θέλει αὐτόν».) [1]
Δεν είναι δηλαδή καθόλου μια βουλητική, ή στοχαστική φορά, αυτή που θεμελιώνει τις αγιοτριαδικές προσωπικές σχέσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στην θεολογία του αγίου Αυγουστίνου. Αυτή η βουλητική ή στοχαστική φορά μπορεί ενίοτε να αποδοθεί και με τον όρο «σχέση» (για τον άνθρωπο «άμεση σχέση», «συνάντηση», συναναστροφή», και γενικά υιοθέτηση της αυγουστινείας θεωρίας ότι πρόσωπο σημαίνει «σχέση του εγώ με το συ» [essere ad alium]) [2], μολονότι, όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, ο όρος μπορεί να λάβει και ορθόδοξο νόημα.
**************
Κάνοντας μια μικρή παρένθεση εδώ, θα πρέπει να πούμε ότι ο Άγιος Αυγουστίνος ψυχολογικοποίησε την Αγία Τριάδα, χρησιμοποιώντας για τον Θεό ανθρώπινες ψυχολογικές κατηγορίες (η Αγία Τριάς είναι κατά την θεολογία του πρόσωπα που κοινωνούν και αγαπώνται με αμοιβαιότητα, όχι όμως έχοντας μία κοινή ουσία, αλλά νοούμενα ως «σχέσεις» εντός της ουσίας. Με αλλα λόγια, δεν λέγεται ότι τα πρόσωπα έχουν σχέσεις, αλλά ότι είναι σχέσεις.
Στο άλλο άκρο, παρεμπιπτόντως, νομίζω ότι είναι εκείνοι οι ορθόδοξοι θεολόγοι που θεωρούν ότι «τα πρόσωπα (σημ. στην πραγματικότητα: τα υποστατικά ιδιώματα) είναι διακρίσεις ακοινώνητες και η κοινωνία είναι πάντα κοινωνία φύσεως, γιατί οι διακρίσεις (των υποστατικών ιδιωμάτων) δεν μερίζουν, ούτε διασπούν τη θεία φύση». Γι᾿ αυτό και θεωρούν επίσης ότι «η αγάπη στην Τριάδα είναι φυσική ενέργεια», ότι «δεν μερίζονται από αυτήν τα τρία θεία πρόσωπα, γι᾿ αυτό και δεν υπάρχει ο ερών και ο ερώμενος, ο αγαπών και ο αγαπώμενος (στον Θεό), όπως ισχυρίζονται ο Αυγουστίνος, οι σχολαστικοί και οι Παρισινοί θεολόγοι». Δεν θα ήθελα να απαντήσω σε τίποτε από αυτά, παρά μόνο να πω ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά από την θεολογία του π. Στανιλοάε, στις θέσεις του οποίου και θα επιμείνω.
**************
Ο πατήρ Στανιλοάε λοιπόν δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις δύο κατηγορίες, μήτε φυσικά στους αυγουστίνειους θεολόγους, μήτε όμως και σε εκείνους που θεωρούν ότι το ορθόδοξο τριαδικό δόγμα δεν έχει να πει τίποτε στον άνθρωπο, πρώτον γιατί είναι υπερβατικό, και δεύτερον γιατί οι άνθρωποι μπορούμε μόνο να κοινωνήσουμε των ακτίστων θείων ενεργειών. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο έργο του ότι «ο Θεός δεν θα είχε τι να κάνει με την αυθυπαρξία Του, αν δεν είχε καμία δυνατότητα να την αποδεχθεί ή να την κοινωνήσει. Η υπερφυσική Αποκάλυψη ικανοποιεί με την διδασκαλία της για την Αγία Τριάδα και τις δύο πλευρές του παραδόξου. Ο Θεός έχει την ύπαρξη αφ’ Εαυτού, παρά ταύτα όμως είναι ζων επειδή αποδέχεται και κοινωνεί την ύπαρξη εντός Του. Αυτό το τελευταίο γεγονός ολοκληρώνει τον χαρακτήρα του προσώπου, που είναι όχι μόνο αυτοαλήθεια αλλά και κοινωνία. Τα θεϊκά Πρόσωπα είναι το Ένα ένδον του Άλλου, επομένως δεν δέχονται τίποτε έξωθεν, ούτε βέβαια συγχέονται μεταξύ Τους, όντας σε κίνηση και κοινωνία ουσίας και αγάπης. Η τέλεια διαπροσωπική κοινότητα εντείνει στο έπακρο τον προσωπικό χαρακτήρα του Θεού». [3] Κατά συνέπεια, όταν οι ως άνω ορθόδοξοι θεολόγοι θεωρούν την αγάπη του Θεού ως «φυσική ενέργεια», και, ως εκ τούτου, αρνούνται ότι τα Τρία Άγια Πρόσωπα είναι και αγαπώντα και αγαπώμενα σε αυτήν την τέλεια «διαπροσωπική κοινότητα», αρνούνται κατά βάθος αυτό που λέγει ο π. Δημήτριος, ακολουθώντας το βαθύτερο πνεύμα του αγ. Διονυσίου, ότι οι άκτιστες θείες ενέργειες -λόγω της απλότητας του Ενός Θεού, που είναι όλος Παρών ακόμη και σε κάθε επιμέρους ενέργειά Του -έχουν «ως ανάλογο» κάτι ακατάληπτο, αλλά αληθινό εντός της θείας Ουσίας Του. Όπως ήδη είπαμε, οι θείες ενέργειες ονομάζονται από τους Πατέρες, «πρόοδοι» της θείας Ουσίας, και ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς αυτό που ο π. Στανιλοάε ονομάζει «κάτι ανάλογο», αν και ακατάληπτο, εντός αυτής (και δεν μιλούμε για την σχολαστική «αναλογία του όντος»). Αυτά υποστήριξε ο π. Δημήτριος, και τα υπόλοιπα είναι στην κρίση των θεολόγων. Περαιτέρω, ο κορυφαίος θεολόγος αποδέχεται και τον όρο «σχέση», όχι βέβαια και πάλι με το δυτικό του περιεχόμενο, για το οποίο έγινε λόγος («σχέσεις εντος της ουσίας»), καθώς λέγει ότι ο Θεός, ως το μόνο «αφ’ εαυτού» (=Απόλυτο, δίχως πρότερο σύστημα αναφορών) Υποκείμενο, αυτοσυστήνεται ως «Εγώ», [4], που ασφαλώς, όντας πλήρως αποφατικό, μήτε συλλαμβάνεται μήτε ορίζεται (εξαντικειμενισμένα, διανοητικά), όπως συλλαμβάνουμε και ορίζουμε όλες τις άλλες βαθμίδες και τους τρόπους ύπαρξης. Βιώνεται λοιπόν μόνο στην «σχέση». Άρα, ο όρος «σχέση» δεν υπονοεί καμιά στοχαστικότητα ή βουλησιοκρατία, αλλά δηλώνει ακριβώς το αντίθετο: άμεση επαφή με τον άλλον, χωρίς τέτοιες ψυχολογικοποιήσεις.
**************
Περνάμε τώρα να δούμε από πιο κοντά την Τριαδολογία του π. Στανιλοάε, και είμαστε αρκετά τυχεροί που έχουμε (παρά το ότι μικρό μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά) πολύτιμο υλικό στα χέρια μας. [5]Το θέμα είναι πελώριο, αλλά ο π. Δημήτριος είναι εν προκειμένω χειμαρρώδης, ενθουσιώδης στη γραφή του. «Η κοσμική αγάπη», γράφει αρχικά, δηλαδή η ανθρώπινη αγάπη, «προϋποθέτει ως αρχή και τέλος την τέλεια και αιώνια αγάπη μεταξύ κάποιων θείων Προσώπων» [6], δηλώνοντας ρητά ότι πρότυπο και θεμέλιο της ανθρώπινης διυποκειμενικής αγάπης είναι αυτή των Τριών Αγίων Προσώπων μεταξύ τους. Διευκρινίζει όμως, τονίζουμε ξανά, ότι αυτή η αγάπη δεν παράγει τα θεία Πρόσωπα, όπως στην ρωμαιοκαθολική θεολογία, αλλά τα προϋποθέτει- «διαφορετικά θα μπορούσε κανείς να εννοήσει μια απρόσωπη αγάπη, που παράγει και καταλύει και τα ανθρώπινα πρόσωπα». Με αυτή την δήλωση, στρέφεται ξανά κατά της δυτικής στοχαστικότητας ή ακόμη και συναισθηματικότητας, ως συστατικού θεμελίου του προσώπου, πράγμα που σημαίνει ότι εν τέλει, αν βγάζω το σωστό συμπέρασμα, δεν πρέπει να ψυχολογικοποιήσουμε μήτε την αγάπη. Καλούμαστε να σχηματίσουμε για αυτήν ένα όραμα που να ξεπερνά τον απλό συναισθηματισμό, και να βλέπει, με τόλμη, το πρόσωπο ως θεμέλιο αυτής και όχι το αντίθετο- μόνο τότε η αγάπη δεν συναισθηματικοποιείται, αν εκφράζομαι ορθά. «Η αγάπη προϋποθέτει κοινή ουσία τριών πρόσωπων», λέγει μένοντας πιστός στους Καππαδόκες ο θεολόγος.
Περαιτέρω, μολονότι ο π. Δημήτριος διευκρινίζει ότι είναι παντελώς αδύνατον να καταλάβουμε το αγιοτριαδικό δόγμα, επειδή πράγματι δεν υπάρχει σε ολόκληρη την πλάση κάτι ανάλογο με αυτό, διαφωνεί ριζικά με τους ορθοδόξους θεολόγους που αναφέραμε, γιατί, αρνούμενοι να πουν κάτι για τη σημασία αυτού του δόγματος σε μας, «ουσιαστικά το απαρνούνται, σαν να μην έλεγε τίποτε αληθινό για τον Θεό». Αυτό θα είχε τα εξής δύο αποτελέσματα: α) θα πνιγόμασταν στο «άπειρο» (πχ αυτών που περίπου λένε «μόνο για τις άκτιστες ενέργειες μπορούμε να πούμε κάτι, όχι για τον Θεό ως Πρόσωπο ή κοινωνία Πρόσωπων») ή β) στην πράξη θα είχαμε να κάνουμε με έναν μονοπρόσωπο ή και απρόσωπο Θεό. Γι αυτό ο π. Στανιλοάε, όπως ήδη είδαμε, σχολιάζοντας το χωρίο του αγίου Διονυσίου περί θείας και ανθρώπινης πατρότητας και υιότητας, λέγει ότι «οι σχέσεις των θείων Προσώπων υπερτερούν ασύγκριτα των ανθρωπίνων σχέσεων πατρότητας και υιότητας». Τα τρία Πρόσωπα έχουν, τονίζει εμφατικά, «τέλεια και αιώνια κοινωνία», στην οποία και ενυπάρχει η μοναδική υπερουσία της Θεότητας. Άρα, αν το καταβαίνω καλά, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτή η «κοινωνία» μεταξύ των Τριών Αγίων Προσώπων είναι μια «άκτιστη θεία ενέργεια» (μολονότι υπάρχει και η αγάπη ως άκτιστη θεία ενέργεια, κίνηση του Θεού ad extra), αλλά, αντιθέτως, είναι αυτή η κοινωνία, επειδή ο Θεός είναι Πρόσωπο, που εκφράζεται με το δόγμα «κοινή θεία ουσία». Με άλλα λόγια, το πατερικό επίθετο «κοινή» (ουσία) δεν εκφράζει, όπως θα νόμιζαν μερικοί, μια αφηρημένη έννοια (ό,τι είναι «κοινό» στα τρία πρόσωπα, με αριστοτελική όμως καθαρά έννοια), αλλά ένα πλήρως υπαρξιακό μέγεθος: είναι τόσο ενωμένα, οντολογικά, υπαρξιακά, αν το πούμε έτσι, τα Τρία Άγια Πρόσωπα, ώστε έχουν και κοινό το άφατο περιεχόμενο της εσωτερικής Τους ζωής. Προηγείται ο δυναμισμός της μεταξύ των αγίων Προσώπων πλήρους εναρμόνιας ενότητας, και έτσι θεμελιώνεται η «κοινότητα» της ουσίας, όχι πια ως κάτι αφηρημένο, καθώς δεν νοείται για τον Θεό τίποτε απολύτως αφηρημένα (ακόμη και ο αριθμός «τρία», λέγει κάπου ο πατήρ Φλορόφσκι, δεν σημαίνει καθόλου ένα αλγεβρικό μέγεθος, αλλά κρύβει μέσα του έναν δυναμισμό). Αυτό άλλωστε ήθελαν (κατά π. Ρωμανίδη) να εκφράσουν οι σχετικές φράσεις των Καππαδοκών, που μιλούσαν για την ουσία «ως κάτι κοινό μεταξύ των Πρόσωπων» (που μερικοί, επαναλαμβάνω, την μπερδεύουν με την αριστοτελική, αφηρημένη «ουσία»). Η Αγία Τριάδα, πράγματι, κάτι που σκανδαλίζει πολλούς, είναι «η ανεξάντλητη πηγή, η δύναμη και το πρότυπο για τη δική μας αιώνια κοινωνία προόδου».[7]
Από εδώ και κάτω όμως ο π. Δημήτριος λέγει ότι θα αποφύγει να δώσει οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση για το δόγμα της γέννησης του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, γιατί αυτό, πέρα από το ότι είναι παντελώς απερινόητο, θα οδηγήσει ξανά σε ένα λάθος που κάνουν οι δυτικοί: την ψυχολογικοποίηση της Αγίας Τριάδας.
**************
Το τριαδικό δόγμα θέτει την δυνατότητα και για την δική μας διαπροσωπική κοινωνία. Πράγματι, ο πατήρ Δημήτριος γράφει καθαρά ότι «η ενότητα ουσίας των τριών θείων προσώπων εμφανίζει την τέλεια ενότητα των διακεκριμένων προσώπων»[8], και γι’ αυτό το τριαδικό δόγμα μας βοηθά να κατανοήσουμε και το γεγονός ότι οι άνθρωποι, και αυτοί, κατά σχετικό τρόπο, διακρίνονται μεν ως πρόσωπα, έχουν όμως και αυτοί μια ενότητα ουσίας. Ωστόσο, αν και αυτό είναι αληθινό, χρειάζεται η βοήθεια περαιτέρω της θείας χάριτος (δεν γίνεται άλλωστε δεκτή καμιά θωμιστική «αναλογία»), για να ανυψωθούμε προς την βαθύτερη, κατά το δυνατόν, κατανόηση του μυστηρίου, όπως επίσης και για να εμβαθύνουμε την μεταξύ μας ενότητα.
Στο σημείο αυτό ο πατήρ Στανιλοάε παραθέτει ένα πλήθος πατερικών χωρίων, προπαντός των Καππαδοκών, που μιλούν με τρόπο δυναμικό, και με υπαρξιακό προσανατολισμό, γι’ αυτήν την θαυμαστή θεία ενότητα, το ‘‘εν’’ της ουσίας του Θεού, για τα Τρία δηλαδή Άγια Πρόσωπα, που πότε δεν είναι «καθ’ εαυτά» (= απομονωμένα, ριζικά διακεκριμένα μεταξύ Τους), που ποτέ επίσης δεν «χωρίζονται» (υπέροχη βιωματική λέξη!) το Ένα του αλλού, που «επισυνάπτονται αλλήλοις αδιαστάτως» (πόσο επίσης δυναμική υπαρξιακή εικόνα!)[9], που «ενστερνίζονται» μεταξύ Τους, «αλληλοεξαρτώνται» και «προσφύονται» (!), που καμία υπαρξιακή «τομή» ή «διαίρεση» δεν υφίσταται μεταξύ Τους κ.λπ. Όλα αυτά είναι που αποδίδονται με τον όρο «ομοούσιον», που κακώς κάποιοι, και πάλι, τον μεταβάλλουν σε ψυχρή, αφηρημένη κατηγορία, και δεν εννοούν την σχετική πατερική δυναμική θεολογία, που αποτελεί και το όλο υπόβαθρό του.
Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, και εναντιωνόμενος σε αυτούς που μιλούν για την θεία φύση ή ουσία ως κάτι περίπου απρόσωπο, ο π. Στανιλοάε λέγει ότι «το γεγονός ότι μιλάμε για τις θείες Υποστάσεις ως υποκείμενα δεν σημαίνει ότι περιορίζουμε τη θεία φύση σε μια πραγματικότητα μη υποκειμενική (σημ. αυτό το λάθος το κάνουν ακόμη και θεολόγοι που καταφάσκουν την θεολογία του προσώπου, αλλά μιλούν για την «ουσία» ως παθητικό, αδρανές μέγεθος, από το οποίο και πρέπει, υπαρξιστικώ τω τρόπω, να διαφύγει κανείς, για να βρει την ελευθερία του). Το πρόσωπο δεν φέρει το χαρακτήρα υποκειμένου, σαν κάτι καινούργιο στη θεία φύση. Γιατί το πρόσωπο δεν είναι παρά ο τρόπος πραγματικής ύπαρξης της φύσης. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια απρόσωπη ουσία που δίνει στον εαυτό της χαρακτήρα υποκειμένου». Πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως, συν τοις άλλοις, και αυτό το απόσπασμα. [10]
Τα τρία άγια Πρόσωπα, λοιπόν, λόγω της τέλειας δυναμικής Ενότητάς Τους, «αλληλοδιαφαίνονται πλήρως» [11]. Δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία στοχαστικότητα ή ακόμη και βουλητική κίνηση στις θείες Υποστάσεις, καθώς «το ομοούσιό Τους δεν διακρατείται και δεν αναπτύσσεται με λεπτά νήματα που θα Τις ένωναν σαν φορείς της θείας ουσίας, όπως στην περίπτωση των ανθρώπων, αλλά η Καθεμιά είναι συγκάτοχος της όλης φύσης».[12] Αυτήν την υπέρβαση της στοχαστικότητας, ως θεμελίου της προσωπικής ενότητας στον Θεό, ο πατήρ Στανιλοάε, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να εκφράσει κανείς ανθρώπινος ψυχολογικός όρος, αποδίδει με μια ποιητική λέξη, ακολουθώντας την πατερική κλίση προς την Ποίηση, προκειμένου να διατυπωθεί ακόμη ενίοτε και το ίδιο το δόγμα (πχ «φως εκ φωτός»): την αποκαλεί «τέλεια διαφάνεια». Το πρόσωπο, που είναι η Αγάπη, είναι κατά ακατάληπτο τρόπο η πηγή της Αγάπης, και η Τριαδική Κοινωνία, η εσχάτη πηγή μαζί και του φωτός - γιατί η Αγάπη, αν ονομαστεί μαζί και «φως», διασαφηνίζει περισσότερο τον εαυτό της, και δεν συναισθηματικοποίειται, όπως είπαμε. Το Πρόσωπο λοιπόν ως ακατάληπτη πηγή Αγάπης και Φωτός: ιδού η τέλεια τριαδική «διαφάνεια» της Θεότητας. Και από εδώ πηγάζει μια υπέροχη πατερική εικονοποιία (Τρεις Ήλιοι κλπ), [13], που δεν είναι διακοσμητική της θεολογίας, αλλά αναπόσπαστο στοιχείο της, καθώς οι Καππαδόκες και οι λοιποί Πατέρες γνώριζαν να καταφεύγουν στην Ποίηση ως οργανικό στοιχείο έκφρασης, όπως είπαμε, του ανέκφραστου.
Τέλος, ο πατήρ Στανιλοάε αποφεύγει τον δυτικό περσοναλισμό, και την αυγουστίνεια παράδοση στοχαστικότητας, όταν λέγει ότι «κάθε Τριαδικό Υποκείμενο έχει ένδον τα Άλλα δύο». [14]Είναι αυτό το «ένδον» που αποψυχολογικοποιεί πλήρως την ορθόδοξη θεολογία. «Σε Κάθε τριαδικό Υποκείμενο διαφαίνονται τελείως τα Άλλα, ως άλλα εγώ Του. Ο Υιός εμφανίζεται στη συνείδηση του Πατρός με την ενέργεια της γέννησης ως άλλος Εαυτός. Κατά τους αγίους Πατέρες, ο Πατήρ δεν θα είχε Αυτογνωσία εάν δεν καθρεφτιζόταν στη συνείδησή Του ο Υιός, ως άλλη συνείδησή Του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Υιός κομίζει έξωθεν την Αυτογνωσία, αλλά ότι ο Πατήρ γνωρίζει τον Εαυτό Του μόνον όντας η πατρική υπόσταση της θείας ουσίας, ήτοι όντας γεννήτορας του Υιού. Με άλλα λόγια , η θεία ουσία είναι φως μόνο εφόσον υφίσταται όντως τρισυπόστατα…»[15]. «Ο Πατήρ γνωρίζει τον Εαυτό Του εν τω Υιώ και διά του Υιού, εφόσον ο Υιός, ως πραγματική εικόνα του Πατρός, προβάλλει την ύπαρξή Του στον Πατέρα, ως υιός του Πατρός τοιουτοτρόπως και ο Υιός γνωρίζει τον Εαυτό Του». Η πατερική έννοια της «προβολής», άγνωστης με αυτήν την σημασία στην δυτική θεολογία, είναι που προφυλάσσει από κάθε στοχαστικότητα, και ψυχολογικοποίηση. Εξάλλου, η κατάργηση της σχέσης υποκειμένου –αντικειμένου στον Θεό, φαίνεται και από το ότι «ο Πατήρ γνωρίζει τον Εαυτό Του εν τω Υιω, όχι σαν παθητική εικόνα, αλλά ως ενεργή εικόνα Του, η οποία επίσης επιστρέφει την περί του Πατρός γνώση Της στον Πατέρα, μια γνώση που καθίσταται δυνατή από το γεγονός ότι γεννάται ως τέλεια πραγματική εικόνα του Πατρός». Παρόμοια λέγονται και για το Άγιο Πνεύμα, ενώ επισημαίνεται ότι «καμία Υπόσταση της Τριάδας δεν προέρχεται από δύο Υποστάσεις» (δηλαδή ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα έχουν ως υποστατική τους πηγή μόνο τον Πατέρα), ενώ, αντιθέτως στον άνθρωπο δεν υφίσταται καμία τέτοια ιδιαίτερη υπόσταση, από την οποία να απορρέουν όλες οι άλλες. «Η ανθρώπινη φύση», ασφαλώς, «υφίσταται σε πολλές υποστάσεις, και μάλιστα στην καθεμία χωριστά με κάποιες ατέλειες», και, περαιτέρω, οι υποστάσεις αυτές «δεν προέρχονται άμεσα από μία και μόνη υπόσταση, παρουσιάζουν δε κάποιες διαστάσεις μεταξύ τους», γι’ αυτό και «κάθε ανθρώπινη υπόσταση γνωρίζει τον εαυτό της στον βαθμό που γνωρίζει περισσότερες υποστάσεις και ξεπερνά τις μεταξύ αυτής και αυτών διαστάσεις».
Τελειώνουμε με το εξής απόσπασμα, που εμφαίνει και την διαφορά μεταξύ των θείων Υποστάσεων και των ανθρωπίνων προσώπων, που, ως κτιστά, δεν μπορούν να έχουν αυτήν την τέλεια θεία «διυποκειμενικότητα»: «Ο γνήσιος χαρακτήρας των θείων Υποκειμένων συνεπάγεται την πλήρη διυποκειμενικότητά Τους. Γι’ αυτό γίνεται λόγος για έναν μοναδικό Θεό και για τρία Εγώ. Τα τρία Υποκείμενα δεν αποσπώνται το Ένα από το Άλλο, το ένα από την συνείδηση των Άλλων, για να δείξουν την Θεότητα ξεχωριστά. Έτσι κανενός θείου Εγώ η υποκειμενικότητα δεν μειώνεται, αλλά διευρύνεται , περιλαμβάνοντας κατά κάποιον τρόπο και τα Άλλα. Καθένα βιώνει και τους τρόπους βίωσης της θείας Ουσίας των Άλλων, όχι όμως ως δικούς Του, αλλά ως δικούς Τους.» Αυτό σημαίνει ότι, όταν λέμε πως τα υποστατικά ιδιώματα δεν «κοινωνούνται», δεν εννοούμε πως ο Πατήρ είναι ξένος από την Υιότητα του Υιού, λες και αυτή είναι ένα «αντικείμενο» για Αυτόν, ότι δηλαδή δεν την «βιώνει». Αντιθέτως, ο Πατήρ βιώνει αυτήν ακριβώς ως τον τρόπο βίωσης της θείας Ουσίας που προσιδιάζει στον Υιό Του, όχι βέβαια στον Ίδιο –αν καταλαβαίνω καλά, αυτό εννοεί ο πατήρ Δημήτριος, που θέλει επίσης να επισημάνει ότι η «βίωση» αυτή δεν συνεπάγεται σύγχυση ιδιωμάτων. «Ο Πατήρ γεννώντας τον Υιό δεν τον κάνει αντικείμενό Του», προσθέτει. Και ο πατήρ Στανιλοάε προχωρεί με την πραγμάτευση πια μερικών ειδικοτέρων θεολογικών θεμάτων (θωμιστική διδασκαλία περί «αντίθεσης σχέσεων», φιλιόκβε κλπ)
***************
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω τον υπαρξιακό τρόπο με τον οποίο κατανοεί ο π. Δημήτριος και το πατερικό δόγμα, το οποίο και ερμηνεύει έχοντας υπόψη τα αρχικά συμφραζόμενά του, από τα οποία δυστυχώς αποξενώνονται πολλοί σύγχρονοι ερμηνευτές του δόγματος, στο μέτρο που μπορώ να εκτιμήσω τα πράγματα. Η δική του ερμηνεία επίσης, εντελώς πρωτότυπη, και δημιουργική μαζί, δεν πρέπει να συγχέεται με άλλες προσπάθειες θεολογίας του προσώπου, που, τελικά, εμφανίζονται να παρουσιάζουν αρκετές διαφορές μαζί της, σε πολλά μερικότερα θέματα (πχ στο ζήτημα της θείας ουσίας). Όπως και να ’ναι, πιστεύω ότι πρέπει να συμφωνήσουμε με τον π. Ρωμανίδη, τον π. Λουδοβίκο κά, που εκτιμούν πολύ τους π. Φλορόφσκι και Στανιλοάε και τους κατατάσσουν στους σύγχρονους Πατέρες της Εκκλησίας, λόγω του αυθεντικού τρόπου με τον οποίο ερμήνευσαν την ορθόδοξη Θεολογία, προς χάριν του συγχρόνου ανθρώπου.
Σημειώσεις
[1] Μ. Αθανασίου Έργα 3, ΕΠΕ Θες/κη 1975 (σελ. 182 κε. η σχετική επιχειρηματολογία)
[2] Ο Άγιος Αυγουστίνος θεωρεί ότι τα Αγιοτριαδικά Πρόσωπα είναι «σχέσεις», ενώ οι Καππαδόκες έλεγαν πως μόνο τα ονόματά Τους είναι δηλωτικά των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσά Τους (Περί της Τριάδος 8, προλ., 1). Στο όλο θέμα αναφέρεται με βιωματικό και όχι ξηρό ακαδημαϊκό τρόπο, ο π. Πλακίδας Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, εκδ. Τήνος 1986, κεφ. «Ο Άγιος Αυγουστίνος και το Filioque, σελ. 71 κ.ε..»
[3] π. Δημητρίου Στανιλοάε, Η περί Θεού Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία, Αρμός 2011, σ. 71
[4] ό.π. σελ. 74
[5] Θαυμάσιο σχετικά είναι και το βιβλίο του π. Δημητρίου «Θεολογία και Εκκλησία», (εκδ. Τήνος, 1989), και ιδίως τα κεφαλαία, «Η Αγία Τριάδα: Διάρθρωση Υπέρτατης Αγάπης» και «Αγιοτριαδικές σχέσεις και η ζωή της Εκκλησίας».
[6] ό.π. σελ. 270
[7] ό.π. σελ. 273
[8] ό.π. σελ. 280
[9] ό.π. σελ. 283
[10] ό.π. σελ.289-290
[11] ό.π. σελ.288
[12] αυτόθι
[13] ό.π. σελ. 289
[14] ό.π.σελ.294
[15] ό.π. σελ.294-5
Εικόνα: Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Μονή Σταυρονικήτα, διά χειρός Θεοφάνους του Κρητός.
πηγή: Aντίφωνο
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.