Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ο Gilbert K. Chesterton για τον «εξελικτικισμό»


Παράσταση του εξαημέρου της Δημιουργίας, από δυτικοευρωπαϊκό μεσαιωνικό χειρόγραφο.

Gilbert K. Chesterton


[…] Όμως εκείνο το μικρό επεισόδιο έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου σαν ένα είδος παραβολής, που εξηγεί για ποιο λόγο τόσες και τόσες σημερινές Ιστορίες της Ανθρωπότητας αρχίζουν με τη λέξη «εξέλιξη» και, μαγνητισμένες από αυτήν, συνεχίζουν με μια όχι και τόσο αυστηρή λογικά έκθεση ιδεών λες και τους αρκεί η πρώτη λέξη για να πιστεύουν πως τα λένε καλά και στη συνέχεια. Ιδού λοιπόν ο λόγος: είναι ότι η γενική ιδέα της έννοιας «εξέλιξη» λέει πως τα πράγματα κυλούν αργά, ήπια και βαθμιαία∙ κι αυτό είναι πολύ καθησυχαστικό και σε κάνει να θαρρείς πως τα εξηγεί όλα στην εντέλεια. Όμως καμιά από αυτές τις σύγχρονες Ιστορίες δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να προκύψει κάτι από το τίποτα∙ και καμιά τους δεν εξηγεί πραγματικά το πώς κάτι μπορεί να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. Είναι πραγματικά πολύ πιο λογικό να ξεκινήσει κανείς λέγοντας: «Στην αρχή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και τη Γη», έστω κι αν με αυτό θέλει απλώς να πει ότι «στην αρχή κάποια μυστηριώδης κι ακατανόητη δύναμη έβαλε σε κίνηση μια μυστηριώδη και ακατανόητη διαδικασία». Γιατί η λέξη Θεός είναι από την ίδια της τη φύση το όνομα του μυστηριώδους και πραγματικά, όσο αδύνατον μάς είναι να φανταστούμε πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, άλλο τόσο αδύνατον μάς είναι να φανταστούμε ότι τον φτιάξαμε εμείς. Να όμως που κάποιοι μπερδεύουν τη λέξη «εξέλιξη» με τη λέξη «εξήγηση» κι έχουν την εντύπωση πως χάρη στη λέξη «εξέλιξη» έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει και δεν χρειάζεται να σκεφτούν παραπάνω −όπως ακριβώς πολλοί από αυτούς έχουν την εντύπωση πως έχουν μελετήσει την Καταγωγή των Ειδών.

Αυτή η ψευδαίσθηση οφείλεται στην ίδια την ιδέα στην οποία παραπέμπει η λέξη «εξέλιξη», αυτή την ιδέα της ήπιας και αργόσυρτης διαδικασίας, μιας διαδικασίας σαν το ανέβασμα μιας πλαγιάς. Δεν πρόκειται μόνο για ψευδαίσθηση. Είναι και μια λογικώς αστήρικτη ιδέα! Διότι η ταχύτητα ή η βραδύτητα δεν έχουν καμιά σχέση με το όλο ζήτημα. Η κατανόηση ενός γεγονότος δεν εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία αυτό κινείται. Για κάποιον που δεν πιστεύει στα θαύματα, ούτε ένα αργά εξελισσόμενο θαύμα, ούτε κι ένα αστραπιαίο θαύμα του λένε τίποτα. Σίγουρα θα μέναμε άναυδοι αν βλέπαμε την Κίρκη να μεταμορφώνει διαμιάς τους ναύτες του Οδυσσέα σε χοίρους με το μαγικό ραβδί της. Θα μας προξενούσε όμως λιγότερη εντύπωση αν βλέπαμε κάποιον αξιωματικό του Ναυτικού μας να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, σε γουρούνι και στο τέλος να περπατάει στα τέσσερα με μια στριφογυριστή ουρίτσα; Δεν το νομίζω. Θα έλεγα μάλιστα πως αυτή η δεύτερη μετάλλαξη είναι ακόμα πιο τρομακτική και μυστηριώδης! Σίγουρα θα καιγόμασταν να καταλάβουμε τι συμβαίνει εάν βλέπαμε μια μεσαιωνική μάγισσα να πετάει πάνω απ’ τους πύργους με τη μαγική σκούπα της. Μήπως όμως θα μας προξενούσε λιγότερη απορία το θέαμα ενός σεβάσμιου τζέντλεμαν αν τον βλέπαμε ν’ απογειώνεται σιγά-σιγά και να ίπταται ανάλαφρα και χαλαρά στους ουρανούς; Κι όμως, σε κάθε ρασιοναλιστική προσέγγιση της Ιστορίας κυριαρχεί η παράξενη και θολή ιδέα, ότι κάθε ερμηνευτική δυσκολία ξεπερνιέται κι όλα τα μυστήρια ξεδιαλύνονται άπαξ και θεωρήσουμε ότι τα πράγματα εξελίσσονται αργά-αργά, χαλαρά και δίχως άλματα. Θα αναφερθώ αργότερα σε πιο συγκεκριμένα παραδείγματα. Προς το παρόν αρκεί να υπογραμμίσω τη λαθεμένη αίσθηση ευκολίας και ασφάλειας, που πηγάζει από αυτή τη θεώρηση: είναι σαν να διαβεβαιώνουμε μια νευρασθενική γηραιά κυρία, που για πρώτη φορά στη ζωή της ταξιδεύει με αυτοκίνητο, ότι όλα θα πάνε μια χαρά γιατί «δεν θα τρέχουμε». […]
Σε τελική ανάλυση το ουσιαστικό ερώτημα είναι: Γιατί τελοσπάντων τα πράγματα συμβαίνουν; −όχι το πόσο γρήγορα ή αργά συμβαίνουν. Όποιος θέλει στ’ αλήθεια να καταλάβει αυτό το ερώτημα, αντιλαμβάνεται πως αυτό ήταν πάντα το ουσιώδες ερώτημα και πως αυτό το ερώτημα είναι πάντοτε ένα ερώτημα θρησκευτικής, ή έστω φιλοσοφικής ή μεταφυσικής φύσεως. Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί ν’ απαντήσει σε αυτό το ερώτημα αν θεωρήσει ότι τα πράγματα κινούνται αργά αντί για γρήγορα. Είναι το ίδιο παράλογο με το να φαντάζεται κανείς πως η υπόθεση μιας κινηματογραφικής ταινίας θ’ αλλάξει, αν την βάλουμε να παίξει σε αργή κίνηση. […]
Θα δώσω ένα βοηθητικό παράδειγμα σαν εισαγωγή στην Ιστορία του Ανθρώπου. Δείχνει αυτό που εννοώ όταν λέω ότι, για ν’ αντιληφθούμε την αλήθεια για την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, χρειαζόμαστε μια ματιά σαν των παιδιών. Δείχνει επίσης τι εννοώ όταν λέω πως ένα μείγμα εκλαϊκευμένης επιστήμης και δημοσιογραφικής προχειρότητας έχει θολώσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αρχή του Κόσμου και μας εμποδίζει να δούμε καθαρά ποια ήταν τα πραγματικά αρχέγονα. Δείχνει τέλος με μια εικόνα, όλα όσα εννοώ όταν μιλώ για την ανάγκη να διακρίνουμε τις οξύτατες διαφορές που δίνουν στην ιστορία το σχήμα της, αντί να τ’ ανακατεύουμε όλα μαζί στις γενικεύσεις περί αργής εξέλιξης και ομοιότητας των ειδών. […]
Σήμερα, όλα τα βιβλία κι οι εφημερίδες κατακλύζονται από διάφορες αναφορές σ’ αυτό τον εκλαϊκευμένο τύπο ανθρώπου, που τον λένε «Άνθρωπο των Σπηλαίων». Αισθανόμαστε πως τον ξέρουμε πια καλά∙ όχι μόνο στη δημόσια ζωή του αλλά και στο τι έκανε στο σπίτι του. Η ψυχική ιδιοσυγκρασία του λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όχι μόνο στα ψυχολογικά διηγήματα αλλά και στην ιατρική ψυχολογία. Απ’ ό,τι λένε, κύρια ασχολία στη ζωή του είχε να κοπανάει τη σύζυγό του με ροπαλιές και γενικά να μεταχειρίζεται τις γυναίκες με τον τρόπο του ανθρώπου που στον κόσμο του κινηματογράφου αποκαλείται «σκληρό καρύδι». Ποτέ δεν κατάφερα να βρω αποδείξεις για την αλήθεια αυτής της ιδέας! Και πραγματικά, δεν ξέρω σε ποια πρωτόγονα ημερολόγια και σε ποιες προϊστορικές άδειες διαζυγίου στηρίζεται. Ούτε, όπως έχω εξηγήσει αλλού, καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν κάποιοι να τη θεωρούν και να τη δέχονται σαν αυτονόητη, αφού δεν προκύπτει από κανένα δεδομένο για την πρωτόγονη ζωή. Μας λένε συνέχεια, χωρίς καμιά εξήγηση, πως ο πρωτόγονος κράδαινε ένα ρόπαλο και κοπανούσε τη γυναίκα για να την κουβαλήσει στη σπηλιά του. Μα δεν υπάρχει κανένα ζώο που το θηλυκό θα ανεχόταν αδιαμαρτύρητα να το δέρνει το αρσενικό και να το ρίχνει αναίσθητο ώστε να ζευγαρώσουν! Ούτε μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να βάζουν ένα τόσο λεπτεπίλεπτο θηλυκό δίπλα σ’ ένα τόσο βάναυσο αρσενικό. Είναι πολύ πιθανόν ο άνθρωπος των σπηλαίων να ήταν «βάναυσος», αλλά από πουθενά δεν προκύπτει πως πρέπει να ήταν πιο βάναυσος κι από τα κτήνη. Οι καμηλοπαρδάλεις κι οι ιπποπόταμοι φλερτάρουν και ζευγαρώνουν χωρίς προκαταρκτικά ξυλοκοπήματα και ροπαλιές. Ίσως ο άνθρωπος των σπηλαίων να ήταν κάτι σαν αρκούδα των σπηλαίων. Όμως η θηλυκή αρκουδίτσα, που τόσο πολύ τη συμπαθούμε εμείς οι άνθρωποι, δεν εκπαιδεύεται από τη μάνα της να τρώει ξύλο αδιαμαρτύρητα για να μη μείνει γεροντοκόρη. 
Κοντολογίς, απ’ όποια μεριά κι αν τις δω, θεωρώ αποκυήματα ξέφρενης φαντασίας όλες αυτές τις λεπτομέρειες που κυκλοφορούν για την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου των σπηλαίων. Όσο κι αν έψαξα να εντοπίσω σε ποια πραγματικά δεδομένα στηρίζονται, δεν βρήκα απολύτως κανένα. Αλλά το πιο περίεργο είναι το εξής: ενώ οι πάντες αναπαράγουν, άλλοτε σε άρθρα εκλαϊκευμένης επιστήμης κι άλλοτε σε λογοτεχνικά πονήματα, όλες αυτές τις ανακρίβειες για τον λεγόμενο «άνθρωπο των σπηλαίων», έχει σχετικά παραγκωνιστεί το μοναδικό πραγματικό δεδομένο που έχουμε και από το οποίο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα σοβαρά γι’ αυτόν. Μιλούν για «άνθρωπο των σπηλαίων» χωρίς ποτέ να ρίξουν μια ματιά εκεί ακριβώς που παραπέμπει αυτός ο όρος. 
Πράγματι, οι πάντες κατατρίβονται με όλα όσα υποτίθεται πως έκανε ο άνθρωπος των σπηλαίων εκτός από εκείνο που πράγματι έκανε μέσα στα σπήλαια και για το οποίο έχουμεπραγματικά και ορατά δεδομένα. Βέβαια τα δεδομένα αυτά είναι λιγοστά, όπως συμβαίνει με όλα τα τεκμήρια της προϊστορικής εποχής, αλλά έχουν να κάνουν με τον πραγματικό και όχι με τον φανταστικό ροπαλοφόρο άνθρωπο των σπηλαίων. Εάν θέλουμε λοιπόν να μην υποτιμάμε την πραγματικότητα, οφείλουμε πολύ απλά να κοιτάξουμε κατάματα αυτά τα πραγματικά τεκμήρια και όχι να τα προσπερνάμε για χάρη φανταστικών επινοήσεων. Αυτό λοιπόν που βρήκαμε στα σπήλαια, δεν ήταν το φρικτό ρόπαλο καταμεσής όλων των γυναικών που υποτίθεται πως έριξε αναίσθητες. Το σπήλαιο δεν ήταν σαν τον πύργο του Κυανοπώγωνα, γεμάτο από σκελετούς σφαγμένων γυναικών, ούτε ήταν στολισμένο από γυναικείες νεκροκεφαλές περασμένες κομπολόι. Ήταν κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με όλες αυτές τις σημερινές εικόνες, τις φιλοσοφικές ιδέες και τις λογοτεχνικές φημολογίες που βλέπουμε και διαβάζουμε γι’ αυτό. […]
[Συνεχίζοντας επ’ αυτού παρακάτω, μιλάει τώρα για κάποιον που μπαίνει για πρώτα φορά στα σπήλαια της Αλταμίρα και αντικρύζει τις περίφημες προϊστορικές βραχογραφίες…
Ανάβει ένα πυρσό και να που αυτή η μυστική πέτρινη αίθουσα φωτίζεται έπειτα από μια νύχτα που βάστηξε αμέτρητους αιώνες∙ κι ευθύς, πάνω στα τοιχώματά της αποκαλύπτονται αδρά και ακανόνιστα περιγράμματα με διάφορους χρωματισμούς. Ακολουθεί με το βλέμμα του τις παράξενες γραμμές και ξάφνου καταλαβαίνει πως είναι δουλειά ανθρώπινου χεριού. Είναι σχέδια και ζωγραφιές ζώων, και μάλιστα φτιάχτηκαν όχι απλώς από άνθρωπο αλλά από αληθινό καλλιτέχνη! Παρά τους περιορισμούς που ίσως έχουν σαν πρωτόγονα σχέδια, αποκαλύπτουν την ίδια αγάπη για τις μεγάλες, δυναμικές κι ελεύθερες κυματιστές γραμμές που δονεί κάθε άνθρωπο που ζωγραφίζει, ή έχει δοκιμάσει να ζωγραφίσει, και για την οποία κανένας καλλιτέχνης δεν δέχεται την παραμικρή υπόδειξη από οποιονδήποτε επιστήμονα. Είναι ζωγραφιές που φανερώνουν το πειραματικό και περιπετειώδες πνεύμα του καλλιτέχνη, ένα πνεύμα που δεν αποφεύγει τα δύσκολα πράγματα αλλά τα παλεύει −όπως το να ζωγραφίσει ένα ελάφι τη στιγμή που στρίβει το κεφάλι του και κοιτάζει προς την ουρά του σε αυτή τη χαριτωμένη κίνηση, που βλέπουμε πολύ συχνά στα άλογα και που πολλοί σημερινοί ζωγράφοι ζώων δυσκολεύονται ν’ αποδώσουν με τόσην ομορφιά. Σε αυτήν, και σε άλλες είκοσι λεπτομέρειες της ζωγραφιάς, είναι ξεκάθαρο πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καλλιτέχνη που παρατήρησε τα ζώα με έντονο ενδιαφέρον και μάλλον με χαρά∙ δηλαδή, όχι απλώς ως καλλιτέχνης αλλά και σαν φυσιοδίφης −σαν ένας πραγματικά φυσικός φυσιοδίφης.
Δεν χρειάζεται να επισημάνω, παρά με συντομία, πως τίποτα στην ατμόσφαιρα αυτής της σπηλιάς δεν παραπέμπει στη σκοτεινή και μελαγχολική ατμόσφαιρα των πρωτόγονων σπηλαίων που σερβίρουν οι εφημερίδες. Ο άνθρωπος που διακρίνουμε πίσω από τις τοιχογραφίες των σπηλαίων, είναι ολοκληρωτικά ανθρώπινος και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον «υπάνθρωπο», για τον οποίο μιλούν οι αφαιρέσεις της εκλαϊκευμένης επιστήμης. Γιατί το ξέρετε, όταν οι μυθιστοριογράφοι, οι παιδαγωγοί κι οι ψυχολόγοι κάθε είδους μιλούν για τον άνθρωπο των σπηλαίων, ποτέ δεν έχουν κατά νου αυτό που πραγματικά έκανε στις σπηλιές του. Όταν για παράδειγμα ο ρεαλιστής συγγραφέας ερωτικών μυθιστορημάτων γράφει: «Το μυαλό του προικισμένου βαρόνου Ντάγκμαρ άρπαξε φωτιά καθώς ένιωσε το πάθος του ανθρώπου των σπηλαίων να ξυπνάει μέσα του», οι αναγνώστες του δεν περιμένουν βέβαια πως εννοεί ότι ο Ντάγκμαρ θα πεταχτεί όρθιος και θα τρέξει να ζωγραφίσει βουβάλια στην αίθουσα ζωγραφικής του πύργου του. Κι όταν ο ψυχαναλυτής λέει  για τον ασθενή του: «Το υποσυνείδητό του ταλαιπωρείται από απωθημένα πρωτόγονα ένστικτα», δεν υπονοεί ότι ο πελάτης του απωθεί την παρόρμηση να ζωγραφίσει με τέμπερες, ή να μελετήσει προσεκτικά πώς στέκονται οι βίσωνες όταν γυρίζουν τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν προς τα πίσω! Και όμως: εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε από τα απτά τεκμήρια, είναι πως ο άνθρωπος των σπηλαίων ζωγράφιζε και μελετούσε καλά τα θέματά του, ενώ δεν έχουμε κανένα απολύτως τεκμήριο ότι αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η ωμή βία και η αμείλικτη βαναυσότητα. 
Κοντολογίς, ο άνθρωπος των σπηλαίων που συνήθως μας παρουσιάζουν, δεν είναι παρά μια μυθοπλασία, ή καλύτερα μια μουτζούρα −γιατί οι μύθοι έχουν τουλάχιστον κάποια φαντασιακή προσέγγιση της αλήθειας. […]
Ένα παιδί, ακόμα κι αν το έχουν ταΐσει «εξελικτικισμό», παραμένει αρκετά λογικό και φυσικά σκέφτεται πως, όπως δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να σκιτσάρει ο γάτος του πάνω στον τοίχο την αγριεμένη μορφή ενός σκύλου, έτσι κι εκείνα τα προϊστορικά ζώα δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν κάτι ανάλογο. Όμως αυτό το πράγμα το βλέπει στα καλλιτεχνήματα των προϊστορικών προγόνων του. Δεν θα μείνει λοιπόν κατάπληκτο μόλις αναλογιστεί πόσο κοντά του είναι εκείνοι οι τόσο μακρινοί του άνθρωποι και πόσο μακριά του ο τόσο κοντινός του γάτος; Δεν θα είναι απολύτως φυσικό ν’ αναρωτηθεί, γιατί άραγε δεν βρίσκω ίχνη τέχνης στα ζώα;  Αυτό είναι το απλούστερο μάθημα από τις χρωματιστές ζωγραφιές στους τοίχους των προϊστορικών σπηλαίων: η απόδειξη της απλής αλήθειας, ότι ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα κατά το είδος και όχι κατά το βαθμό εξέλιξης. Κανένας δεν θα παραξενευτεί αν πούμε ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ζωγράφιζε μορφές πιθήκων. Απεναντίας, όλοι θα βάλουν τα γέλια αν πούμε πως ο πιο εξελιγμένος πίθηκος ζωγράφιζε μορφές ανθρώπων. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι εδώ έχουμε ασυνέχεια και δυσαναλογία. Κάτι το μοναδικό. Η τέχνη είναι η υπογραφή του ανθρώπου. […]
Στάθηκα στο παράδειγμα των σπηλαίων για να υποδείξω μια απλούστατη αλήθεια, από την οποία θα έπρεπε να ξεκινά η Ιστορία. Όσες λεπτεπίλεπτες αναλύσεις κι αν γίνουν, παραμένει το εκπληκτικό γεγονός ότι άνθρωπος μπορούσε να ζωγραφίζει ελάφια ενώ τα ελάφια δεν μπορούσαν. Αν εκείνος ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν πάνω-κάτω ένα ζώο σαν το ελάφι, θα ήταν εντελώς απίθανο να έκανε κάτι που κανένα άλλο ζώο δεν μπορεί. Αν ήταν απλό προϊόν της βιολογικής ανάπτυξης όπως όλα τα ζώα και τα πτηνά, πώς θα μπορούσε να διαφέρει τόσο ριζικά από αυτά; […]
Είναι επομένως αστείο να ισχυρίζεται κανείς πως ο άνθρωπος προήλθε από μια αργή και δίχως ασυνέχειες εξέλιξη, τη στιγμή που σε αυτές τις ζωγραφιές δεν βλέπουμε το παραμικρό χνάρι μιας πορείας τέτοιου είδους. Τις ζωγραφιές δεν τις ξεκίνησαν πίθηκοι, ούτε τις ολοκλήρωσαν ψάρια. Ο Πιθηκάνθρωπος δεν ζωγράφισε κανένα ελάφι∙ αυτό το έκανε ο Homo Sapiens. Τα ανώτερα θηλαστικά δεν ζωγράφιζαν ολοένα και καλύτερα πορτραίτα. Στο αποκορύφωμα της εξέλιξής του, ο σκύλος δεν ζωγραφίζει καλύτερα απ’ ό,τι όταν ήταν τσακάλι. Ούτε το άγριο άλογο ήταν Νατουραλιστής, ούτε σαν άλογο κούρσας εξελίχθηκε σε Ιμπρεσιονιστή. Ένα πράγμα μπορούμε να βεβαιώσουμε για τις ζωγραφιές των σπηλαίων, είτε όταν αναπαριστούν πράγματα, είτε όταν εικονίζουν μορφές ανθρώπων και ζώων: ότι κάτι τέτοιο συναντάμε αποκλειστικά και μόνο στον άνθρωπο∙ και ότι δεν μπορούμε να το συλλάβουμε και να το ερμηνεύσουμε παρά μόνο αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως ασυνέχεια με τη Φύση.


Δείγμα προϊστορικής χαρακτικής σε βράχο.

Με άλλα λόγια, μια λογικά βάσιμη εξιστόρηση της ιστορίας του ανθρώπου πρέπει να ξεκινάει από τον άνθρωπο ως άνθρωπο, δηλαδή ως ένα απο-λύτως μοναδικό ον. Το πώς έφτασε εκεί −τελικά: πώς καθετί έφτασε εκεί που έφτασε−, είναι ένα θέμα της αρμοδιότητας των φιλόσοφων, των θεολόγων και των επιστημόνων∙ όχι των ιστορικών. […]
[…] Έχει ελάχιστα επισημανθεί το γεγονός ότι η μελέτη της προϊστορίας φέρνει σε δύσκολη θέση την επιστήμη. Η επιστήμη, που τα σύγχρονα θαύματά της θαυμάζουν οι πάντες, προχωράει επιτυχημένα προσθέτοντας ακατάπαυστα νέα πειραματικά δεδομένα στα προηγούμενα δεδομένα της. Σε όλες τις μηχανικές εφευρέσεις και στις περισσότερες φυσικές ανακαλύψεις, ενισχύει τα τεκμήριά της μέσω του πειράματος. Δεν μπορεί όμως να κατασκευάσει ανθρώπους πειραματικά. Ούτε να παρατηρήσει, έστω, πώς φτιάχτηκαν οι πρώτοι άνθρωποι. Ένας εφευρέτης μπορεί σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, να φτιάξει ακόμα κι ένα αεροπλάνο καθώς πειραματίζεται με κομμάτια ξύλου και μέταλλου στην αυλή του σπιτιού του. Δεν μπορεί όμως να δει στην αυλή του το «Χαμένο Κρίκο» της αλυσίδας από την οποία προήλθε ο άνθρωπος. Αν ο εφευρέτης έχει κάνει λάθος στους υπολογισμούς του, το αεροπλάνο του θα συντριβεί στο έδαφος και θα τον αναγκάσει να τους διορθώσει. Αν όμως ο επιστήμονας έχει κάνει λάθος θεωρώντας ότι προήλθε από πλάσματα που ζούσαν σε δεντρόσπιτα, δεν υπάρχει πια κανένα τους για να το δει να γκρεμοτσακίζεται απ’ το δέντρο. Δεν μπορεί να έχει στην αυλή του έναν άνθρωπο των σπηλαίων, όπως έχει τη γάτα του, ώστε να τον παρατηρήσει και να διαπιστώσει αν είναι πράγματι κανίβαλος, ή αν κοπανάει τη γυναίκα του με ρόπαλο. Δεν μπορεί να βάλει μια φυλή ανθρώπων των σπηλαίων σ’ ένα κλουβί και να μελετήσει εάν και κατά πόσον επηρεάζονται από το αγελαίο ένστικτο. Αν δει ένα πουλί να συμπεριφέρεται παράξενα, μπορεί να πιάσει και να μελετήσει άλλα πουλιά για να δει αν αυτό ισχύει για όλα. Αν όμως σκάβοντας σε κάποιο λόφο βρει απλώς και μόνο μια νεκροκεφαλή, ή ένα κομμάτι από μια νεκροκεφαλή, δεν μπορεί να συμπεράνει από αυτό την Κοιλάδα των Ξηρών Οστών. Όταν έχει να κάνει μ’ ένα απώτατο παρελθόν, χαμένο στα βάθη των αιώνων, μπορεί να προχωρήσει στηριζόμενος μόνο στα τεκμαρτά δεδομένα και όχι στο πείραμα.  Μόνο που ακόμα και τα τεκμαρτά δεδομένα από την προϊστορική εποχή είναι πολύ φτωχά για να στηρίξουν ολοκληρωμένες θεωρίες. […] 

Λέμε, και σωστά, πως οι επιστήμονες διακρίνονται για την υπομονή τους. Ωστόσο, στον τομέα της Προϊστορίας είναι πιο σωστό να λέμε πως οι επιστήμονες δείχνουν μάλλον ανυπόμονοι. Με δεδομένη μάλιστα τη δυσκολία που προαναφέραμε, θα πρέπει να πούμε ότι βιάζονται υπερβολικά. Πράγματι, μας έχουν παρουσιάσει μια σειρά από τόσο βιαστικά στημένες θεωρητικές υποθέσεις, που μπορούμε δίκαια να τις αποκαλέσουμε φαντασιώσεις μιας και δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα. Εδώ, ο πιο εμπειρικός ανθρωπολόγος είναι το ίδιο περιορισμένος μ’ έναν αρχαιοσυλλέκτη. Αρπάζεται από ένα τεκμήριο του παρελθόντος, όπως ο πρωτόγονος άνθρωπος από την πέτρα, με την οποία σκάλιζε τους τοίχους της σπηλιάς του, χωρίς να μπορεί ποτέ δει ζωντανά την εξέλιξή του. Είναι το εργαλείο του, το μοναδικό εργαλείο του. Συχνά μάλιστα το κραδαίνει μ’ ένα φανατισμό, που δεν συναντάμε εύκολα στους επιστήμονες που μπορούν να συλλέγουν και να προσθέτουν τεκμήρια μέσα από σειρές πειραμάτων. Κάποιες φορές, αυτός ο επιστήμονας με το κομμάτι από οστό στα χέρια, γίνεται το ίδιο επικίνδυνος μ’ ένα σκύλο που έχει αρπάξει ένα κόκαλο. Αλλά τουλάχιστον ο σκύλος δεν βγάζει από το κόκαλό του θεωρίες για ν’ αποδείξει πως η ανθρωπότητα προέρχεται από τους σκύλους, ή μάλλον ότι οι σκύλοι προέρχονται από τους ανθρώπους.

Είπα προηγουμένως πως είναι δύσκολο να βάλουμε ένα πίθηκο σ’ ένα κλουβί και να περιμένουμε να τον δούμε να εξελίσσεται σε άνθρωπο. Καθώς η πειραματική απόδειξη αυτής της εξέλιξης είναι αδύνατη, ο επιστήμονάς μας θα μπορούσε απλά να πει (όπως κάνουμε όλοι μας λίγο-πολύ) πως τελοσπάντων η θεωρία του είναι αληθοφανής. Αλλά δεν λέει κάτι τέτοιο. Εκθέτει το κοκαλάκι του, ή τις στοίβες από οστά που έχει μαζέψει, σε μουσεία και διακηρύσσει τι σπουδαία και θαυμαστά πράγματα «του είπαν» όλα αυτά. Βρήκε, για παράδειγμα, στην Ιάβα ένα κομμάτι από κρανίο, που φαίνεται πως ήταν μικρότερο από το ανθρώπινο, και παραδίπλα ένα μηριαίο οστό και μερικά δόντια, που κι αυτά δεν έμοιαζαν ανθρώπινα. Ακόμη κι αν όλα αυτά αποτελούσαν κομμάτια του ίδιου πλάσματος, πράγμα αμφίβολο, η ιδέα που θα σχηματίσουμε με βάση αυτά τα λείψανα δεν παύει να είναι εξίσου αμφίβολη και αυτή. Όμως η εκλαϊκευμένη επιστήμη σπεύδει να τα συγκολλήσει όλα αυτά όπως-όπως και να σκαρώσει δήθεν με «ακρίβεια» ένα ολόκληρο ανθρωποειδές, με μαλλιά, μούσια, ακόμα και με ρούχα! Του δίνει μάλιστα κι ένα όνομα, λες κι είναι σίγουρα ένα ιστορικό ον: «Πιθηκάνθρωπος». Έτσι ο κόσμος μιλάει για τον «Πιθηκάνθρωπο», όπως μιλάει για τον Ιούλιο Καίσαρα, ή το Μεγάλο Ναπολέοντα. Διάφορες ιστοριούλες για τον «Πιθηκάνθρωπο» δημοσιεύονται σε περιοδικά κι έτσι σχηματίζεται το πορτραίτο του σαν το πορτραίτο του Κάρολου του Α΄, ή του Γεωργίου του Δ΄. Σκαρώνουν λεπτομερειακές ζωγραφιές, με χρώματα και αληθοφανείς φωτοσκιάσεις, δείχνοντάς τον με μακριά κι ανάκατα μαλλιά. Κανένας από όλους τους απληροφόρητους που διαβάζουν αυτά τα περιοδικά και χαζεύουν αυτές τις ζωγραφιές, δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να φανταστεί πως τα ανήσυχα μάτια, το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τα παράξενα δόντια του ζωγραφιστού «Πιθηκανθρώπου» έχουν βγει από … ένα κοκαλάκι κι ένα-δυο κομμάτια κάποιου κρανίου! Κι έτσι στο τέλος μιλάνε για τον «Πιθηκάνθρωπο» σαν να τον ξέρουν καλά, λες κι έμενε ένα-δυο στενά παρακάτω απ’ το σπίτι τους.

Διάβασα πρόσφατα σ’ ένα περιοδικό μια ιστορία για την Ιάβα, που έλεγε πως οι λευκοί άποικοι του νησιού τείνουν να συμπεριφέρονται σαν βάρβαροι εξαιτίας, υποτίθεται, της κακής επίδρασης που ασκεί πάνω τους ο κακόμοιρος ο γερο-Πιθηκάνθρωπος. Μπορώ πολύ εύκολα να πιστέψω πως οι σύγχρονοι αποικιοκράτες έχουν την τάση να συμπεριφέρονται βάναυσα, αλλά δεν νομίζω πως για να συμβεί αυτό έπρεπε πρώτα να ανακαλυφθούν μερικά προϊστορικά οστά. Έτσι κι αλλιώς, αυτά τα οστά είναι τόσο λίγα και τόσο αποσπασματικά, που είναι αδύνατον να γεμίσουν το τεράστιο κενό που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τους ζωώδεις προγόνους του, εάν ήταν πράγματι ζωώδεις. Ακόμα όμως κι αν δεχτώ αυτή τη συγγένεια (και πραγματικά δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να την αρνηθώ!), το πραγματικά καθηλωτικό κι εντυπωσιακό γεγονός είναι η σχετική απουσία οποιουδήποτε λειψάνου που να την τεκμηριώνει. Ο Δαρβίνος ήταν αρκετά ειλικρινής για να το παραδεχτεί. Γι’ αυτό το λόγο επινοήθηκε ο όρος «Χαμένος Κρίκος». Δυστυχώς, ο δογματισμός των Δαρβινιστών αποδείχτηκε ισχυρότερος από τον αγνωστικισμό του Δαρβίνου. Έτσι, αυτό τον όρο, που υποδηλώνει ότι κάτι δεν ξέρουμε, οι Δαρβινιστές τον αναποδογύρισαν παρουσιάζοντάς τον σαν ένα όρο που υποδηλώνει ότι κάτι ξέρουμε. Κι από εκεί λένε πως αναζητούν τα έθιμα του Χαμένου Κρίκου, ακόμα και το τι φορούσε … λες κι είναι το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο να συζητάς με το τίποτα, να βγαίνεις βόλτα με μιαν απουσία, να φλερτάρεις μια ασυνέχεια, ή να δειπνείς με το κενό. […]

Δυστυχώς, οι δογματικοί εξελικτικιστές συνεχίζουν το ίδιο τροπάρι σαν να είχαν μπροστά τους τα πρώτα πραγματικά τεκμήρια από τον πρώτο πραγματικό άνθρωπο. Εννοείται πως, αυστηρά μιλώντας, δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον προϊστορικό άνθρωπο∙ κι αυτό, για  τον απλό λόγο ότι ήταν προ-ιστορικός. Είναι εντελώς αντιφατικό να λέμε για «ιστορία του προϊστορικού ανθρώπου»!  Πρόκειται για μια από αυτές τις αντιφάσεις, που μόνο οι ρασιοναλιστές ανέχονται κι επιδοκιμάζουν. Αν ένας εφημέριος έλεγε «ο Κατακλυσμός ήταν προκατακλυσμιαίος», το πιθανότερο είναι πως δεν θα σταματούσαν να τον ειρωνεύονται. Αν ένας επίσκοπος έλεγε πως «ο Αδάμ ήταν προ-αδαμιαίος», θα έλεγαν πως τα έχει χαμένα. Κανείς όμως δεν διαμαρτύρεται όταν πετούν τέτοιες λεκτικές κοτσάνες οι σκεπτικιστές ιστορικοί μας, μιλώντας για το «προϊστορικό κομμάτι της ιστορίας»! Η αλήθεια λοιπόν είναι πως χρησιμοποιούν τους όρους «προϊστορικό» και «ιστορικό» χωρίς να έχουν αποσαφηνίσει τη διαφορά τους. Αυτό που θέλουν να πουν −και πάνω σ’ αυτό δεν έχω καμιά αντίρρηση−, είναι πως υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης ζωής πριν από τα πρώτα γραπτά τεκμήρια που διαθέτουμε, και με αυτή την έννοια μπορούμε τουλάχιστον να υποθέσουμε πως η ανθρωπότητα υπήρξε πριν από την ιστορία. […] 

Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι αρχαιότερος από τα γραπτά τεκμήρια. Αυτό είναι βασικό να το έχουμε υπόψη μας όταν σκεφτόμαστε τις σχέσεις μας μ’ εκείνα τα τόσο μακρινά πράγματα. Είναι γεγονός ότι ανθρωπότητα άφησε δείγματα και άλλων τεχνών της πριν από την τέχνη της γραφής, ή τουλάχιστον της γραφής που είμαστε σε θέση να διαβάσουμε. Είναι εξαιρετικά βάσιμη, επομένως, η υπόθεση πως οι πρωτόγονες τέχνες ήταν όντως τέχνες και οι πρωτόγονοι πολιτισμοί ήταν πράγματι πολιτισμοί. Ο άνθρωπος που άφησε τη ζωγραφιά ενός ελαφιού, δεν άφησε κανένα γραπτό τεκμήριο για το πώς κυνηγούσε τα ελάφια. Ό,τι μπορούμε λοιπόν να πούμε γι’ αυτό, είναι υπόθεση και όχι ιστορία. Αλλά η τέχνη του πρωτόγονου ανθρώπου ήταν μια θαυμάσια τέχνη, οι ζωγραφιές του ήταν ευφυέστατες και δεν υπάρχει λόγος ν’ αμφιβάλλουμε ότι εξίσου ευφυής θα ήταν και η αφήγησή του για το πώς κυνηγούσε, αν την είχε γράψει και την είχαμε βρει. Πράγμα που σημαίνει πως η προϊστορική περίοδος δεν είναι «πρωτόγονη» με την έννοια του βάρβαρου, ή του ζωώδους. Δεν σημαίνει μια εποχή πριν από τον πολιτισμό, ή πριν από τις τέχνες. Σημαίνει απλώς και μόνο την εποχή πριν από τις γραπτές αφηγήσεις, που έχουν φτάσει ώς τα χέρια μας. Αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην μνήμη και τη λήθη. Είναι πάρα πολύ πιθανό να υπήρξαν λησμονημένες μορφές πολιτισμού, καθώς και λησμονημένες μορφές κάθε λογής βαρβαρότητας. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως πολλά από αυτά τα λησμονημένα ή μισοξεχασμένα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης ήταν πολύ πιο πολιτισμένα και πολύ λιγότερο βάρβαρα απ’ όσο φαντάζεται συνήθως ο σημερινός μέσος άνθρωπος. Ωστόσο πρέπει πάντοτε να προσεγγίζουμε με μεγάλη προσοχή κι επιφύλαξη αυτές τις άγραφες περιοχές της ανθρωπότητας. Δυστυχώς όμως, η προσοχή και η επιφυλακτικότητα δεν συνηθίζονται στους κύκλους του σύγχρονου, ξέφρενου εξελικτικισμού. Έτσι κι αλλιώς ο πολιτισμός μας είναι εξαιρετικά φιλοπερίεργος και δεν αντέχει ούτε στιγμή να δεχτεί, πως υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι τα γνωρίζουμε. Ο Δαρβινισμός έδωσε το σύνθημα και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. […]

Δεν ισχυρίζομαι βέβαια πως είμαι ειδήμονας, πλην όμως η αλήθεια είναι ότι γνωρίζω κάμποσα πάνω στις διάφορες φάσεις της ανθρώπινης προϊστορίας και λυπάμαι αν έδωσα την αντίθετη εντύπωση. Δεν αμφισβητώ τον επιστήμονα που προσπαθεί να εξηγήσει τον ελέφαντα. Αμφισβητώ τον σοφιστή που πασχίζει να τον κάνει αόρατο. Και η αλήθεια είναι ότι ο σημερινός σοφιστής δεν διαφέρει από τον σοφιστή της αρχαίας Ελλάδας. Παίζει με την κοινή γνώμη, τον νοιάζει μόνο να εντυπωσιάσει το ακροατήριό του, σαγηνεύει τον αμαθή κι όλα αυτά τα κάνει στο μέγιστο ιδίως όταν φοράει το μανδύα της επιστημοσύνης. Ας διευκρινίσω λοιπόν ότι γνωρίζω πως η ανθρωπότητα διέτρεξε πολλά στάδια πριν από την εμφάνιση των ανθρώπων του Κρο-Μανιόν, ή των ανθρώπων που συνδέουμε με τις συγκεκριμένες βραχογραφίες. Ξέρω ότι οι πιο πρόσφατες έρευνες πάνω στον Νεάντερταλ και κάποιες άλλες φυλές, τείνουν να επιβεβαιώνουν αυτό που υποστήριξα εδώ και αποδυναμώνουν τη θέση η οποία υποστηρίζει ότι συνδέονται με μια θρησκευτικότητα που προέκυψε στο τέλος μιας βραδείας εξέλιξης. Πράγματι, ασχέτως του αν αυτές οι βραχογραφίες αποτελούν εκδήλωση θρησκευτικότητας ή όχι, γεγονός είναι ότι οι ειδήμονες φαίνεται να συμφωνούν πως οι πρόγονοι εκείνων των πρωτόγονων ζωγράφων ήταν ήδη θρήσκοι: έθαβαν τους νεκρούς τους ακολουθώντας τελετουργικά, τα οποία αποτυπώνουν μια αίσθηση μυστηρίου και ελπίδας.  Αυτή η διαπίστωση μάς οδηγεί κατευθείαν πίσω στο βασικό επιχείρημά μου, το οποίο δεν έχει ανάγκη καμιάς μέτρησης του κρανίου των πρώτων ανθρώπων για να σταθεί. Σε τι χρησιμεύει αλήθεια η λεπτομερής σύγκριση του ανθρώπινου κρανίου με το κρανίο των πιθήκων από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι ο πίθηκος δεν σκέφτηκε ποτέ να θάψει ένα άλλο πίθηκο στοιβάζοντας καρύδια στον τάφο του για να τον συντροφέψουν στον ταξίδι του στον άλλο κόσμο των πιθήκων; Μιας και μιλάμε για κρανία, ας σημειώσω επίσης ότι γνωρίζω όλη αυτή την ιστορία σχετικά με το ότι το κρανίο του Κρο-Μανιόν ήταν μεγαλύτερο και λεπτότερο από του σημερινού ανθρώπου. Είναι στ’ αλήθεια μια πολύ διασκεδαστική ιστορία, διότι οδήγησε ένα διάσημο εξελικτικιστή ν’ ανακαλύψει −κάλλιο αργά παρά ποτέ!−, και στη συνέχεια να διακηρύξει, ότι είναι λάθος να σκαρώνουμε θεωρίες με βάση ένα και μόνο εύρημα. Ένα σκέτο κρανίο, βλέπετε, οφείλει να αποδεικνύει μόνο ότι οι πρόγονοί μας ήταν … κατώτεροι από εμάς −και αν τυχόν βρούμε κανένα κρανίο που ενδεχομένως μας λέει το αντίθετο, ε, τότε δεν μπορεί παρά να είναι κρανίο ενός υδροκέφαλου!

πηγή: Αντίφωνο

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Ο Αιώνιος Άνθρωπος (1925). (εκδ. Ιωνάς, Μετάφραση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης)

Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.