Ζωγραφική: Νεκτάριος Αντωνόπουλος
Σταύρος Γιαγκάζογλου
Κείμενα, Χρήστος ΓιανναράςΙχνηλασία μιας διαδρομής
Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και έζησε ως μαθητής στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του αγωνίστηκε με σθένος για την επιβίωση των τεσσάρων παιδιών της. Ως μαθητής του Γυμνασίου εντάχθηκε στα κατηχητικά της «Ζωής» και μέσα στο κλίμα αυτό, ενώ αρχικά προσανατολιζόταν να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, στράφηκε εν τέλει στη θεολογία και εισήχθη στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα, εγκατέλειψε την οικογενειακή του στέγη και εισήλθε αρχικά ως οικότροφος και κατόπιν ως δόκιμο μέλος στη χριστιανική αδελφότητα «Ζωή». Σε όλη την περίοδο των θεολογικών σπουδών του στην Αθήνα ο Χρήστος Γιανναράς εργαζόταν στη γραμματεία των διαφόρων εντύπων της χριστιανικής αυτής οργάνωσης και συμμετείχε στο ιεραποστολικό έργο, κυρίως στα κατηχητικά και στις κατασκηνώσεις της.
Φωτογραφία: Βασίλης Γόνης
Εξαρχής, όμως, η συμμετοχή του στη «Ζωή» φαινόταν να μην τον ενθουσιάζει πλήρως και παρέμενε στους κόλπους της αναμένοντας μια ανανέωση ή κάποια αλλαγή, η οποία, όμως, δεν ερχόταν. Στο απόγειο της ισχύος της στη δεκαετία του 1950 η «Ζωή» άρχισε να παρουσιάζει διάφορα εσωτερικά προβλήματα και εντάσεις, τα οποία κορυφώθηκαν με τη διάσπαση δύο προσωποπαγών τάσεων στους κόλπους της και οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας χριστιανικής αδελφότητας με το όνομα «Σωτήρ», καθώς και στη μεγάλη έξοδο και διαρροή πολλών στρατευμένων μελών της στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο Χρήστος Γιανναράς έδωσε τα χρόνια της πρώτης νιότης του στην οργάνωση της «Ζωής» θεωρώντας, όπως και πολλοί άλλοι νέοι εκείνη την εποχή, ότι υπηρετεί την υπόθεση του χριστιανικού έργου για την αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας. Αργότερα θα εξιστορήσει λεπτομερώς την ένταξή του στην κίνηση της «Ζωής» στο βιβλίο του Καταφύγιο Ιδεών (1987), το οποίο αποτελεί μια ρεαλιστική μαρτυρία για την ανάπτυξη και δράση των χριστιανικών οργανώσεων ως ιδιαίτερο φαινόμενο της νεοελληνικής θρησκευτικής ζωής από τον Μεσοπόλεμο και μέχρι τη δικτατορία[1].
Η τάση ανάτασης και ανανέωσης που διαπιστώνεται σχεδόν σε όλους τους τομείς της νεοελληνικής πολιτιστικής ζωής, τα νέα ρεύματα και οι δημιουργικές συνθέσεις που εμφανίζονται στον κινηματογράφο και στο θέατρο, στη μουσική, στην τέχνη και στη λογοτεχνία, χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του 1960. Η τραυματική εμπειρία της κατοχής και του εμφυλίου, αλλά και η αδιάσειστη ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος, σε συνδυασμό με τις νέες δυνατότητες επικοινωνίας και οικονομικής ανάπτυξης παγκόσμια, προσέδωσαν στη νεοελληνική ζωή ιδιαίτερο εκφραστικό δυναμισμό και εκπληκτική αφομοιωτική ικανότητα. Ό,τι συμβαίνει στα γράμματα και στις τέχνες, μοιάζει να είναι, κατά κάποιον τρόπο, η δημιουργική συνέχεια της γενιάς του 1930. Η λάμψη και η πρωτοπορία του 1960 επηρέασε και την ελλαδική θεολογική σκέψη, στην οποία διαπιστώνεται σημαντική ανανέωση και στροφή. Στη δεκαετία του 1960 η ελλαδική θεολογία άρχισε να προσλαμβάνει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της και να ερμηνεύει με έναν εντελώς νέο τρόπο την πατερική θεολογία και παράδοση της Εκκλησίας, το ευχαριστιακό γεγονός της Θείας Λειτουργίας, αλλά και το ασκητικό βίωμα της μοναστικής πνευματικότητας. Η έκδοση και η μελέτη πατερικών και λειτουργικών κειμένων, η οποία ξεκίνησε προ πολλού στη Δύση, έφθασε και στην Ελλάδα προετοιμάζοντας μια απροσδόκητη άνθιση της θεολογίας. Η Ορθόδοξη Παράδοση, η ευχαριστιακή εκκλησιολογία, η θεολογία του προσώπου, η διάκριση ουσίας και ενεργειών στο περί Αγίας Τριάδος δόγμα, η θεολογία της εικόνας, η φιλοκαλική ασκητική του ορθόδοξου ήθους, η μοναστική παράδοση ως άξονες και προτεραιότητες του θεολογικού ενδιαφέροντος, έδειχναν ότι η νεότερη ορθόδοξη σκέψη στην Ελλάδα αναζητά και ξαναβρίσκει τη χαμένη αυτοσυνειδησία της πέρα από τον ευσεβισμό των χριστιανικών οργανώσεων και τη νοησιαρχία της ακαδημαϊκής θεολογίας. Η ανανεωτική αυτή στροφή προέκυψε μάλιστα ως αποτέλεσμα ενός ανοικτού και ειλικρινούς διαλόγου με τα ανανεωτικά κινήματα της θεολογίας στη Δύση, όπως η βιβλική, η πατερική, η λειτουργική και η οικουμενική κίνηση, με σημείο αιχμής και ενδιάμεσο καταλύτη την ουσιαστική και γόνιμη παρουσία των Ορθοδόξων Ρώσων θεολόγων της διασποράς. Το έργο αυτό ξεκίνησε στην Ελλάδα κατά κάποιον τρόπο με την έκδοση του εκλαϊκευμένου φυλλαδίου ορθόδοξης διδαχής Κιβωτός, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Φώτης Κόντογλου και ο Βασίλης Μουστάκης και με τα άρθρα του αγιορείτη μοναχού π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη[2]. Ακολούθησαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι πρωτοποριακές διατριβές του Νίκου Νησιώτη και του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, καθώς και οι πρώτες εκδόσεις και σειρές πατερικών κειμένων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Συνάμα ο Δημήτρης Κουτρουμπής[3] αθόρυβα συνέβαλε προς αυτήν την κατεύθυνση στους κόλπους της «Ζωής», όταν κλήθηκε να βοηθήσει στην επανεκκίνηση και στον νέο προσανατολισμό της αδελφότητας μετά τη διάσπαση και τη δημιουργία του «Σωτήρα». Παρά την επιχειρούμενη ανανέωση στους κόλπους της «Ζωής», στην οποία συμμετείχαν και σημαντικοί θεολόγοι της Ρωσικής διασποράς, όπως ο π. Ιωάννης Μάγιεντορφ και η Ελίζαμπεθ Μπερ-Ζιζέλ, με τη διεξαγωγή διαφόρων θεολογικών συμποσίων, εκδόσεων και συναντήσεων που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η ανανέωση όχι μόνο δεν προχώρησε, αλλά αντίθετα προέκυψε ένα μεγάλο κύμα εξόδου σημαντικών στελεχών και νέων ανθρώπων από τη «Ζωή». Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Χρήστος Γιανναράς επικεφαλής της νεανικής συντροφιάς που εξέδιδε τη Σκαπάνη[4]. Ως γνωστόν, η κρίση αυτή των χριστιανικών οργανώσεων οδήγησε σε μια εντυπωσιακή σε μέγεθος προσέλευση νέων ανθρώπων στις μονές του Αγίου Όρους και στην εκπληκτική αναγέννηση του αγιορειτικού μοναχισμού κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Ο Χρήστος Γιανναράς συνδέθηκε ιδιαίτερα με τη Μονή Σταυρονικήτα και αργότερα με τη Μονή Ιβήρων, όπου διετέλεσε διαδοχικά ηγούμενος ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, παλαιός φίλος από τη «Ζωή» και την κοινή μαθητεία τους στον Δημήτρη Κουτρουμπή. Κάθε επίσκεψή του στο Άγιον Όρος –και υπήρξαν πολλές– γινόταν πηγή ανανέωσης και πνευματικής δημιουργίας.
Ο Χρήστος Γιανναράς εγκαταλείπει τη «Ζωή» μετά την ανακοπή της έκδοσης του περιοδικού Σκαπάνη (1961-1963), το οποίο ετοίμαζε με μια νεανική συντροφιά και εξέδιδε υπό την εποπτεία της πτέρυγας των Ακτίνων[5]. Ελεύθερος πλέον από τη δέσμευσή του στη «Ζωή» και με τη γόνιμη μαθητεία του στον Δημήτρη Κουτρουμπή, προχώρησε στην έκδοση του πρωτοποριακού θεολογικού περιοδικού Σύνορο[6] με την ίδια σχεδόν ομάδα σύνταξης. Το περιοδικό Σύνορο (1964-1967) στα λιγοστά τεύχη που πρόλαβε να εκδώσει μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, εξέφρασε ουσιαστικά και συμβολικά τη μεγάλη στροφή και ανανέωση που ξεκίνησε στην ελλαδική θεολογία στη δεκαετία του 1960. Παράλληλα με την έκδοση του Συνόρου ο Χρήστος Γιανναράς πραγματοποιεί επί τρία έτη σπουδές φιλοσοφίας στη Βόννη (1964-1967) και κατόπιν συνεχίζει τις σπουδές του στη Σορβόννη (1968-1970). Ενδιάμεσα και λίγο πριν τη δικτατορία καταθέτει διατριβή με τίτλο Η μεταφυσική του σώματος[7], η οποία, όμως, δεν έγινε δεκτή από τη Θεολογική Σχολή των Αθηνών. Στο Παρίσι αναθεωρεί την εν λόγω διατριβή και την καταθέτει εκ νέου στη γαλλική γλώσσα λαμβάνοντας τον τίτλο του διδάκτορα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Το 1970 υποστηρίζει νέα διατριβή με επιβλέποντα τον καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης με θέμα Το οντολογικόν περιεχόμενον της θεολογικής εννοίας του προσώπου και λαμβάνει τον τίτλο του διδάκτορα θεολογίας. Ακολούθως, δίδαξε αρχικά κατά την περίοδο των σπουδών του στο Παρίσι, στο Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας του Αγίου Σεργίου και στο Ινστιτούτο Οικουμενικών Σπουδών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως εκπαιδευτικός πάνω από δέκα έτη στη Σχολή Μωραΐτη. Κατόπιν κλήθηκε και δίδαξε για δύο έτη ως επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Γενεύης, ενώ δίδαξε και στα πρώτα έτη λειτουργίας της στη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου. Το 1982 εξελέγη εν μέσω οξύτατων αντεγκλήσεων, αναβολών και ποικίλων προσκομμάτων, κυρίως από την αριστερή διανόηση, καθηγητής φιλοσοφίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών στην Αθήνα. Τα τελευταία πενήντα έτη στα ακαδημαϊκά δρώμενα δεν υπήρξε άλλη εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου που να απασχόλησε τόσο έντονα τον Τύπο και την κοινή γνώμη. Επί ένα σχεδόν έτος εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας φιλοξενούσαν άρθρα, απόψεις και αφιερώματα για την υποψηφιότητα και εκλογή του Χρήστου Γιανναρά. Το πρόβλημα δεν ήταν ασφαλώς η νομιμότητα της διαδικασίας, αλλά εάν ο Χρήστος Γιανναράς ως θεολόγος νομιμοποιούνταν να διδάξει φιλοσοφία. Για την πλειονότητα των διδασκόντων το γνωστικό αντικείμενο της φιλοσοφίας ο Χρήστος Γιανναράς ήταν ένας τυπικός αντιρασιοναλιστής και αντιδραστικός θεολόγος με εμμονή στον βυζαντινό μυστικισμό και αντιδυτικισμό και ως εκ τούτου «ξένος» και εκ διαμέτρου αντίθετος στην έρευνα και σπουδή της φιλοσοφίας[8].
Η παρουσία του Χρήστου Γιανναρά στον δημόσιο χώρο υπήρξε ιδιαίτερα διακριτή, κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Το πλούσιο συγγραφικό έργο του, αλλά και η δημόσια παρουσία του τον έχουν καταστήσει πλέον μία σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης. Το συνολικό έργο του αριθμεί πάνω από 80 βιβλία, τα οποία είναι είτε εκτενείς επιστημονικές μονογραφίες είτε συλλογή άρθρων και επιμέρους μελετών. Ένα μεγάλο μέρος της εργογραφίας του έχει μεταφραστεί σε πάνω από ένδεκα ευρωπαϊκές γλώσσες. Το συγγραφικό έργο του αποτελεί σπουδή και έρευνα κυρίως των διαφορών μεταξύ της ελληνικής σκέψης είτε στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική είτε στην πατερική και θεολογική έκφρασή της σε σχέση με τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και παράδοση είτε στη μεσαιωνική είτε στη νεωτερική εκδοχή της. Για τον Χρήστο Γιανναρά οι διαφορές αυτές εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς πολιτισμούς και συνιστούν δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους του βίου. Ο Χρήστος Γιανναράς επί σειρά ετών υπήρξε ένας από τους πλέον επιδραστικούς διανοούμενους στον δημόσιο χώρο, διατηρώντας σταθερή επιφυλλιδογραφία σε μεγάλες κυριακάτικες εφημερίδες. Συχνά εμφανιζόταν στην τηλεόραση σε ποικίλες εκπομπές συζητήσεων για θέματα και προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και προσκαλούνταν να μιλήσει σε διάφορες πόλεις στην Ελλάδα αλλά και στον Ελληνισμό της διασποράς[9]. Η έγνοια του για την πορεία του Ελληνισμού στο εξωτερικό αλλά και οι διάφορες περιοδείες σε πόλεις της Ελλάδος ήταν μια προσπάθεια να μεταφερθεί η θεολογία αλλά και οι θέσεις του για την ελληνική παράδοση και ταυτότητα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Συνάμα, συνδέθηκε στενά και με τη γόνιμη παρουσία των Ορθοδόξων στη Δυτική Ευρώπη, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορες εθνικές και πολιτισμικές παραδόσεις.
Κάθε νέο βιβλίο που εξέδιδε γινόταν αφορμή γόνιμων συζητήσεων. Τα κείμενα και ο προφορικός του λόγος εξέφραζαν την αμεσότητα και την αίσθηση μιας σύγχρονης και διαλεγόμενης σκέψης, πάντοτε με ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη εκφραστική τέχνη. Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε για πολλές δεκαετίες ο αιώνιος έφηβος της νεοελληνικής θεολογίας. Όταν πρωτοδιάβασα ως φοιτητής τα κείμενα του[10], το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η «μαστορική» της γλώσσας του, μια γλώσσα καίρια ποιητική, βαθιά υπαρξιακή και έντονα παραστατική, ο λόγος ως «τέχνημα». Παρόμοια θεολογική γλώσσα εντόπισα κατόπιν στον Πωλ Ευδοκίμωφ, Ρώσο θεολόγο της διασποράς, αλλά και στον Ολιβιέ Κλεμάν, από τους οποίους, καθώς νομίζω, επηρεάστηκε γλωσσικά και αισθητικά. Σημαντική επίδραση ως προς τη γλώσσα και το ύφος της έκφρασης δέχτηκε επίσης από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και ευρύτερα από τη λογοτεχνική γενιά του 1930, κυρίως ως προς τον ελληνοκεντρικό άξονα του έργου του. Ως προς τη σημασία της ελληνικότητας, την ιθαγένεια του τοπίου και της λαϊκής παράδοσης, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Δημήτρης Πικιώνης φαίνεται να άσκησε σημαντική επίδραση στις αισθητικές αντιλήψεις του Χρήστου Γιανναρά ήδη από τη νεότητά του. Η θεολογική αφύπνιση και η αλλαγή πορείας του μετά την αποχώρησή του από τη «Ζωή» φαίνεται ότι σχετίζεται με τη γόνιμη μαθητεία που είχε κοντά στον Δημήτρη Κουτρουμπή στα χρόνια της Σκαπάνης και του Συνόρου. Τη θεολογική του σκέψη φαίνεται να επηρέασαν αφετηριακά ο Νίκος Νησιώτης (1956) και ο Ιωάννης Ζηζιούλας (1965) με τις πρωτοποριακές διατριβές τους[11], και κατόπιν ο Βλαντιμίρ Λόσκυ, ο Πωλ Ευδοκίμωφ και ο Ολιβιέ Κλεμάν, ενώ στη φιλοσοφική του προσέγγιση επέδρασε καταλυτικά ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο σημαντικότερος φιλόσοφος του υπαρξισμού του 20ού αιώνα. Οι πηγές της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά ανιχνεύονται σε όλο το εύρος της βιβλικής και πατερικής παράδοσης, με ιδιαίτερη έμφαση στις αρεοπαγιτικές συγγραφές, στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ενώ ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η λογοτεχνική γενιά του 1930 φαίνεται ότι τον ενέπνευσαν ποικιλοτρόπως σε ό,τι αφορά τη ζωντανή λαϊκή παράδοση και την αδιάκοπη συνέχεια της ελληνικότητας. Συνάμα, ο Χρήστος Γιανναράς με το έργο του επιχείρησε να αναδείξει μία «ελληνική» ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και τη γόνιμη πρόσληψη και συνέχειά της στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, πέρα από την αποσπασματική πρόσληψή της από τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση.
Ο θεολόγος και φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς είναι ασφαλώς μια ιδιαίτερη παρουσία στα θεολογικά και φιλοσοφικά πράγματα του τόπου μας. Εδώ και πέντε δεκαετίες αναπτύσσει έναν γόνιμα κριτικό θεολογικό και φιλοσοφικό στοχασμό, ο οποίος προκάλεσε ήδη από τη δεκαετία του 1960 έντονες ζυμώσεις, συζητήσεις και ενίοτε αντιπαραθέσεις. Υπήρξε προβεβλημένος και παρεμβαίνων διανοούμενος εξ αρχής στη νεοελληνική πνευματική, κοινωνική και πολιτική ζωή[12]. Αν το έργο του προκάλεσε αναταράξεις και πολλαπλές συζητήσεις στον χώρο της θεολογίας[13], στο επίπεδο της φιλοσοφικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ο Χρήστος Γιανναράς θεωρήθηκε και κατατάχθηκε από τη δημοσιογραφική αντίληψη της δεκαετίας του 1980 στο ρεύμα των λεγόμενων «νεορθόδοξων διανοουμένων», πράγμα το οποίο, πέρα από την αμηχανία που προκαλεί, είναι εντελώς σχηματικό, υποτιμητικό και αναληθές. Τα περί νεορθόδοξου ρεύματος με κύριο εκφραστή τον Χρήστο Γιανναρά προέκυψαν κατά την περίοδο του χριστιανομαρξιστικού διαλόγου που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980[14]. Σαφώς η δημοσιογραφική αυτή αντίληψη αντανακλά και ευρύτερα τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική διανόηση αντιλαμβάνεται την ανανέωση της Ορθόδοξης θεολογίας και τον διάλογό της με ευρύτερα ρεύματα της σκέψης και του πολιτισμού. Την ίδια περίοδο μαινόταν ένας ιδιότυπος πόλεμος σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας για την εκλογή του Χρήστου Γιανναρά σε θέση καθηγητή φιλοσοφίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Για τη μαρξιστική και διαφωτιστική διανόηση ένας θεολόγος δεν νομιμοποιείται να διδάξει φιλοσοφία, διότι η Ορθοδοξία και το Βυζάντιο αντίκεινται στις αρχές της αρχαίας ελληνικής σκέψης, αλλά και στις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία. Η διαμάχη για την εκλογή του Χρήστου Γιανναρά εμφάνισε παρεμπιπτόντως κάποιες αναλογίες και ομοιότητες από την παλαιά έριδα μεταξύ των οπαδών του νεοελληνικού Διαφωτισμού και των εκφραστών της Ορθόδοξης παράδοσης ή της διένεξης μεταξύ Σλαβοφίλων και Δυτικιστών στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Αμέσως μετά τον διορισμό του Χρήστου Γιανναρά στο Πάντειο σταμάτησαν αίφνης οι αντιδράσεις που φαίνεται ότι εκδηλώνονταν από μερίδα πανεπιστημιακών. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα που ανέδειξε η διαμάχη αυτή δεν ήταν μόνο το ζήτημα της σχέσης φιλοσοφίας και θεολογίας, αλλά και το ζήτημα της ελληνοκεντρικότητας και του αντιδυτικισμού στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά[15]. Ο ελληνορθόδοξος κόσμος και πολιτισμός του Βυζαντίου, τον οποίο εξέφραζε ο Χρήστος Γιανναράς, δεν μπορεί να είναι συμβατός με τα ανθρωπολογικά προτάγματα του κοινωνικού και επιστημονικού ορθολογισμού της νεωτερικότητας. Η συζήτηση αυτή στον τόπο μας παραμένει ανοικτή πληγή ακόμη και σήμερα.
Η παράξενη σιωπή ή η μη πρόσληψη του έργου του Χρήστου Γιανναρά από τους ομότεχνους του στον χώρο της φιλοσοφίας και ευρύτερα της ελληνικής διανόησης σχετίζεται ασφαλώς με την πόλωση και τις ιδεολογικές αντιθέσεις που προκάλεσε η εκλογή του σε καθηγητική έδρα. Η στάση αυτή οφείλεται γενικότερα σε βαθιές πνευματικές προκαταλήψεις που σχετίζονται με τα στεγανά που υψώνονται μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στον τόπο μας ως μία κατεστημένη κληρονομιά του Διαφωτισμού. Επιπροσθέτως, η σιωπή αυτή οφείλεται και σε μια δυσανασχέτηση έναντι του έντονου ελληνοκεντρικού στοιχείου, καθώς και του ενίοτε ριζικού αντιδυτικισμού του Χρήστου Γιανναρά[16]. Πάντως το πρόβλημα του διαλόγου θεολογίας και φιλοσοφίας έχει προ πολλού ξεπεραστεί στη Δύση, ευρωπαϊκή και αμερικανική, ενώ η ρωσική θρησκευτική και φιλοσοφική σκέψη του 19ου και του 20ού αι. επικεντρώθηκε σε έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και της ορθόδοξης θεολογίας[17].
Ο Χρήστος Γιανναράς παρεμβαίνει στον φιλοσοφικό στοχασμό ως μεταμοντέρνος φιλόσοφος και συγχρόνως ως ένας διανοούμενος που επιχειρεί να ερμηνεύσει την ελληνική σκέψη, καθώς έχει άμεση επαφή με τις πηγές και τα κείμενα της αδιάκοπης ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης από την κλασική αρχαιότητα ως τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Για τον Χρήστο Γιανναρά η αρχαιοελληνική γνωσιολογία συνεχίζεται ως φιλοσοφική μέθοδος στην ελληνική πατερική θεολογία και ευρύτερα στη βυζαντινή σκέψη, μολονότι αλλάζει ριζικά το οντολογικό περιεχόμενό της. Η διαχρονική αυτή συνέχεια του ελληνικού στοχασμού εντοπίζεται στην ταύτιση της αλήθειας όχι στο πλαίσιο της ατομικής πρόσβασης στη γνώση, αλλά ως γεγονός και άθλημα διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται για τη σχέση που κατορθώνεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και κοινωνία. Καθώς επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς, το «ἀληθεύειν» ταυτίζεται με το «κοινωνεῖν» σε όλη τη μακρόσυρτη διάρκεια της ελληνικής σκέψης από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο. Πριν την εκλογή στο Πάντειο, ο Χρήστος Γιανναράς είχε εκδώσει τη μελέτη Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης ή περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού (1967), επιχειρώντας να διασαφήσει τις διαφορές της ελληνικής φιλοσοφίας και παράδοσης από τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη. Ακόμη προχώρησε στην αναθεώρηση της σύντομης διατριβής του για το οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου[18] σε μια πλήρη και συστηματική πραγματεία για τη γνωσιολογία και την οντολογία της πρώτης και μέσης χριστιανικής περιόδου σε γόνιμο διάλογο με τη σύγχρονη οντολογική έρευνα, κυρίως της φαινομενολογικής σχολής και ιδιαίτερα των φιλοσόφων της υπάρξεως όπως ο Χάιντεγκερ. Τόσο η διατριβή του που επανεκδίδεται πλήρως ανανεωμένη υπό τον τίτλο Το πρόσωπο και ο έρως το 1976[19], όσο και το Σχεδίασμα εισαγωγής στη Φιλοσοφία, το οποίο εκδίδεται το 1980, προκαλεί από αμηχανία έως και απόρριψη. Είναι σαφές ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός του Χρήστου Γιανναρά, επειδή ακριβώς διαλέγεται με τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, δεν γίνεται αποδεκτός από τους φιλοσοφικούς κύκλους[20].
Μετά την εκλογή του στο Πάντειο ο Χρήστος Γιανναράς θα προχωρήσει στην έκδοση μιας σειράς σημαντικών μονογραφιών για την κοινωνιολογική εκδοχή του ορθού λόγου και της γνώσης, για την κριτική οντολογία της αλήθειας ως σχέσης, για τη φιλοσοφική διερεύνηση της πολιτικής οικονομίας, για τη θεμελίωση μιας μετανεωτερικής μεταφυσικής, για τη θεώρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου πέρα από την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία, για τα γλωσσικά όρια του ρεαλισμού της μεταφυσικής ως εμπειρίας της σχέσης, για τον πολιτικό σχεδιασμό μιας ελληνικής πολιτισμικής διπλωματίας, για την οντολογία της σχέσης ως πρότασης νοήματος της ύπαρξης και, τέλος, θα επιχειρήσει μια αναστοχαστική ανακεφαλαίωση του έργου του στο επίπεδο της όντως φιλοσοφίας που είναι έργο τέχνης πέρα από τα διάφορα γλωσσικά παίγνια του ανθρώπινου λόγου[21]. Ο Χρήστος Γιανναράς χάραξε νέους δρόμους στην ελληνική φιλοσοφική διανόηση συσχετίζοντάς την με την πατερική σκέψη και θεολογία. Πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με το οντολογικό ερώτημα και την οντολογία του προσώπου με βάση την ορθόδοξη πατερική θεολογία. Το γεγονός αυτό υπήρξε και η αιτία της σιωπής, της αμηχανίας ή και της απόρριψης του έργου του και από τους ομοτέχνους του.
Πρόθεση του Χρήστου Γιανναρά είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί να μην αγκυλώνεται σε ψυχολογικές βεβαιότητες και ιδεολογικές αυθεντίες. Ο κριτικός λόγος στοχεύει στη νοηματοδότηση του βίου και επιχειρεί να κοινωνήσει τη γνώση πριν από κάθε σχηματική της διατύπωση. Ο φιλόσοφος και πεποικιλμένος λόγος του διερευνά το νόημα και τον σκοπό των πραγμάτων και των γεγονότων. Το περιεχόμενο ενός τέτοιου λόγου και τα σημαινόμενά του κομίζουν αμεσότητα στην αναζήτηση και γλωσσική έκφραση πρωτίστως της εμπειρίας και της σχέσης με ό,τι ο συγγραφέας ονομάζει υπαρκτική αλήθεια των ανθρώπων. Η γλώσσα είναι όργανο σχέσης και κοινωνίας, εκφράζει το πολιτιστικό υπόβαθρο και το ήθος, αποβαίνει λόγος αποκαλυπτικός της αλήθειας και της πληρότητας της ζωής.
Στις μέρες μας, επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς, όλο και περισσότερο η γλώσσα γίνεται πληροφορία, σύνθημα, κοινή λογική που εκτρέφει την αυθαιρεσία της δύναμης και απαιτεί την απόλυτη και αποτελεσματική αντικειμενικότητα. Ο τηλεοπτικός, ο πολιτικός, ο δημοσιογραφικός, ο λόγος της καθημερινότητας, αλλά και ο θρησκευτικός και ο λογοτεχνικός ακόμη και ο μουσικός λόγος γίνεται λόγος εμπορικός που προσφέρει έτοιμες πεποιθήσεις και βεβαιότητες. Επιζητεί να μας απαλλάξει από υπαρξιακές διακινδυνεύσεις και αμφιβολίες. Μια ολόκληρη μεθοδευμένη ρητορεία και τακτική θέλει να μας απαλλάξει από την ανασφάλεια και την αγωνία του κενού, της έλλειψης νοήματος του καθ’ ημέραν βίου. Ο φιλόσοφος λόγος του Χρήστου Γιανναρά, κριτικός και παρεμβατικός, επιμένει να ζητάει, πάντοτε από την αρχή, την έμπρακτη και εμπειρική εύρεση νοήματος και σκοπού των πραγμάτων και των γεγονότων. Είτε πρόκειται για την εξειδικευμένη μελέτη και σπουδή είτε για την προσφιλή του ενασχόληση με την επιφυλλίδα και αρθρογραφία του στον Τύπο είτε για τον εύρυθμο προφορικό του λόγο, η γλώσσα του Χρήστου Γιανναρά έχει αμεσότητα και ευαισθησία, κριτική και διερευνητική διάθεση, χρωματική καλλιέπεια και υπαρξιακή αγωνία. Ο Χρήστος Γιανναράς δεν πρόλαβε να ενσωματώσει στην κριτική του θεώρηση τον λόγο που διακινείται συχνά με έντονη τοξικότητα στα κοινωνικά δίκτυα και εν γένει στο διαδίκτυο. Ας δούμε στη συνέχεια την καθαυτό θεολογική και φιλοσοφική του εργογραφία και συμβολή.
Πρόκειται για μία οντολογία που προϋποθέτει και παραμένει πάντοτε ανοικτή στην εμπειρική διερεύνηση, στην πληρέστερη διασάφηση ή ακόμη και στην αναίρεσή της. Η εμπειρία της σχέσης ως αφετηρία της κριτικής οντολογίας δεν εξαντλείται στις πιστοποιήσεις των αισθήσεων, όσο παραμονεύει ο κίνδυνος της ψευδαισθητικής και φαντασιώδους εμπειρίας. Πολύ περισσότερο απέχει η εμπειρία και αμεσότητα της σχέσης από την αντικειμενοποίηση της αλήθειας σε εννοιολογικούς προσδιορισμούς που διεκδικούν την ταύτιση της έννοιας με το νοούμενο πράγμα ή πρόσωπο. Καίριο κλειδί για να διασωθεί η εμπειρική επαλήθευση της γνώσης και της αλήθειας είναι ο αποφατισμός ως άρνηση να εξαντλείται η γνώση στη διατύπωσή της. Για τον Χρήστο Γιανναρά ο αποφατισμός έχει την ιστορική αφετηρία του στην αρχαιοελληνική σκέψη, αίφνης στον Ηράκλειτο και σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία, αλλά και στη γλώσσα της τέχνης και ευρύτερα του πολιτισμού. Η ρήση του Ηρακλείτου, «Καθ’ ὅ,τι ἃν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἃν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα»[22], γίνεται το leitmotif της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά. Η γνώση αληθεύει όταν κοινωνείται, δηλαδή όταν πιστοποιείται ως κοινή εμπειρία των σχέσεων. Η γνωσιοθεωρητική αυτή αρχή πέρασε κατόπιν ως αποφατική γνωσιολογία στη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, μολονότι αλλάζει ριζικά η οντολογία, ως νοηματοδότηση της ύπαρξης και της πράξης. Αντίθετα, για τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη η αρχαία ελληνική φιλοσοφία γέννησε την ατομοκεντρική νοησιαρχία ως θωράκιση της ατομικής νοητικής σύλληψης με αντικειμενικές βεβαιότητες. Το οικοδόμημα αυτό της νοησιαρχικής πρόσβασης στον οντολογικό προβληματισμό κατέρρευσε αργότερα από τη μηδενιστική οντολογία του Χάιντεγκερ, αλλά και από τον εν γένει μηδενισμό της ευρωπαϊκής σκέψης.
Ακόμη, σύμφωνα με τη θεώρηση του Χρήστου Γιανναρά, η εμπειρία δεν είναι απόδραση σε έναν απολυτοποιημένο μυστικισμό των ολίγων και εκλεκτών, κάτι που είναι απρόσιτο στην κοινωνική επαλήθευση και παρεπιδημεί λίγο-πολύ σε όλα τα θρησκευτικά συστήματα γνώσεως. Για τον Χρήστο Γιανναρά με τη λέξη εμπειρία δηλώνεται το καθολικό και πολύπτυχο γεγονός της σχέσης του υποκειμένου με τα άλλα υποκείμενα, όπως και με τα αντικειμενικά δεδομένα της πραγματικότητας που μας περιβάλλει. Μια τέτοια προσέγγιση του οντολογικού ερωτήματος που αποτέλεσε και τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα με οριστικό τίτλο Το πρόσωπο και ο έρως, δεν έγινε τόσο για λόγους ιστορικής σπουδής στα κείμενα όσο για να δοκιμάσει τις δυνατότητες της σύγχρονης φιλοσοφικής ορολογίας και προβληματικής μέσα στα όρια της οντολογίας που θεμελιώνουν οι όροι πρόσωπο και έρως. Επιμένοντας και αναδεικνύοντας ένα ελληνικό διάβασμα της αρχαιοελληνικής σκέψης –τι σημαίνει αυτό δεν το λέγει καθαρά, προφανώς υπονοεί τη συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφικής ερωτηματοθεσίας στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας– τα οντολογικά ερωτήματα της οποίας ετέθησαν εκ νέου και προσέλαβαν νέες και ρηξικέλευθες απαντήσεις από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρήστος Γιανναράς φέρνει σε διάλογο και αντιπαράθεση τις απαντήσεις της οντολογίας αυτής με τα ερωτήματα της σύγχρονης οντολογικής έρευνας στη Δύση. Οι αρεοπαγιτικές συγγραφές και τα κείμενα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή διαλέγονται γονιμότατα με τους φιλοσόφους της υπάρξεως και ιδιαιτέρως με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το πρόσωπο και ο έρως συγκροτούν τα στοιχεία μιας προσωποκεντρικής οντολογίας. Το πρόσωπο δηλώνει την έλλογη υπαρκτική υπόσταση της ελευθερίας, τον τρόπο υπάρξεως. Πηγή αυτής της προσωποκεντρικής οντολογίας για τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι η παρουσία του ιστορικού προσώπου του Χριστού, ο οποίος φανερώνει την ελευθερία της αγάπης του Θεού πέρα από οποιαδήποτε αναγκαιότητα της φύσης του ή τροπή του άκτιστου είναι του. Μάλιστα η αγάπη του Θεού φανερώνεται εν Χριστώ ως κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ως τρόπος υπάρξεως της ελευθερίας και της αγάπης, δηλαδή ως αιτιώδους αρχής του υπαρκτού. Στην οντολογία αυτή το πρόσωπο γνωρίζεται κατεξοχήν ως σχέση ελευθερίας και αγάπης. Ο τρόπος υπάρξεως είναι και τρόπος της γνώσης. Ο τρόπος ενεργείται υπαρκτικά ως φύση και ως υπόσταση ή πρόσωπο. Κάθε ενέργημα είναι φανέρωση της φύσης και του προσώπου και συνάμα είναι άμεση εμπειρική δυνατότητα σχέσης, δηλαδή εμπειρίας του μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου χαρακτήρα της προσωπικής ετερότητας. Η θεώρηση αυτή της οντολογίας του προσώπου απαντά κατά τον Χρήστο Γιανναρά και στη θέση του Καντ για τον αποκλεισμό οποιασδήποτε εμπειρικά επαληθεύσιμης πρόσβασης στην υπαρκτική πραγματικότητα, δηλαδή στο οντολογικό ερώτημα, το οποίο παραμένει μη προσβάσιμο και ως εκ τούτου μη πραγματικό καθ’ αυτό.
Μετά Το πρόσωπο και ο έρως (1976), ο Χρήστος Γιανναράς επεκτείνει τις συνέπειες της προσωποκεντρικής κριτικής οντολογίας στη νοηματοδότηση και άλλων πτυχών του βίου και του πολιτισμού. Στο έργο του Η ελευθερία του ήθους[23] θέτει ως κεντρικό άξονα την ταύτιση της ηθικής με την οντολογία, την απελευθέρωση του ήθους από τα συμβατικά σχήματα της νομικιστικής δεοντολογίας και της θρησκευτικής ωφελιμοθηρίας. Το ήθος αναφέρεται στον τρόπο υπάρξεως, στην υπαρκτική αλήθεια του προσώπου και της σχέσεως. Ο Χρήστος Γιανναράς επιχειρεί να θεμελιώσει το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας στην οντολογία του ανθρώπινου προσώπου. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ο λόγος της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης είναι επίκαιρος διότι για πρώτη φορά εμφανίζεται το ιστορικό προνόμιο μιας πρώτης εξόδου της νεότερης ορθόδοξης θεολογίας από τα σχήματα της συμβατικής ηθικής που καθιέρωσε κυρίως η δυτική χριστιανική παράδοση με τον έκδηλα δικανικό χαρακτήρα της θεολογίας τόσο στον Ρωμαιοκαθολικισμό όσο και στον Προτεσταντισμό. Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού, το 1970, ο Χρήστος Γιανναράς καταγγέλλει τον θρησκευτικό πιετισμό (ευσεβισμό) ως αίρεση στον χώρο της εκκλησιολογίας και προχωρεί σε μία έντονη κριτική των εκκλησιαστικών κανόνων οι οποίοι, κυρίως μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (692) πληθαίνουν και αρχίζουν προοδευτικά να αναφέρονται λεπτομερειακά και σχολαστικά σε συγκεκριμένες αμαρτίες, προσδιορίζοντας αντίστοιχες κυρώσεις ή επιτίμια που πρέπει να επιβάλει η Εκκλησία. Η παλινόρθωση αυτή του νομικού πνεύματος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας σχετίζεται με τις ανάγκες της εποχής και τον νέο κοινωνικοπολιτικό ρόλο της ως «θρησκείας της αυτοκρατορίας» και ασφαλώς όχι με την ευχαριστιακή δομή και υπόστασή της[24]. Ιδιαίτερα πάνω από την ερωτική ζωή των ανθρώπων και τη βιολογική λειτουργία της μητρότητας της γυναίκας έχει επικαθήσει η σκιά ενός καινούργιου Νόμου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Το πρόβλημα των εκκλησιαστικών κανόνων αποτελεί σκάνδαλο για το λειτουργικό ήθος και την ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας και δεν λύνεται με τη μορφή κωδικοποίησής τους, όπως συνέβη στη Δύση και επιχειρήθηκε να μεταφερθεί και στην Ανατολή με το Πηδάλιον του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη κατά τον 18ο αιώνα. Για τον Χρήστο Γιανναρά η μόνη λύση είναι να ξαναβρεί η Εκκλησία τη θεολογική της αυτοσυνειδησία και την αυθεντική ευχαριστιακή της υπόσταση ως κοινωνία και φανέρωση του σώματος του Χριστού και διακήρυξη του ήθους της Βασιλείας. Τότε οι κανόνες δύνανται όντως να αναθεωρηθούν και να επιστρέψουμε στο πραγματικό και όχι στο δικανικό ή ατομοκεντρικό νόημά τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Για τον Χρήστο Γιανναρά το ήθος της Εκκλησίας ως δυναμική καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου τότε μονάχα μπορεί να συναντήσει τον ειδωλοκλαστικό ηθικό προβληματισμό του σύγχρονου ανθρώπου που αμφισβητεί τα καθιερωμένα σχήματα της κοινωνικής και θρησκευτικής ηθικής και στρέφεται σε πιο ρεαλιστικές μορφές ηθικής, όπως η κοινωνική δράση και οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Η πρώτη έκδοση της Ελευθερίας του ήθους προκάλεσε έντονες συζητήσεις, αντεγκλήσεις ακόμη και προσωπικές επιθέσεις. Ο Χρήστος Γιανναράς, σε μεταγενέστερη μαρτυρία του[25], ομολογεί ότι το βιβλίο αυτό «έγινε αντικείμενο άκρως οργισμένων επιθέσεων και αφορμή ανήκεστου διασυρμού ο συγγραφέας του»[26]. Η πολεμική που του ασκήθηκε αφορούσε κυρίως το κεφάλαιο για τους «Εκκλησιαστικούς Κανόνες», αλλά πίσω από αυτό το πρόσχημα υπήρχε κατά τον συγγραφέα ένα είδος οργισμένης αντίδρασης και τρομοκρατίας των χριστιανικών οργανώσεων και εξωεκκλησιαστικών κινημάτων λόγω της καταγγελίας του δυτικότροπου θρησκευτικού ευσεβισμού τους. Έτσι η αρχικά τολμηρή και ρηξικέλευθη κριτική προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες της πρώτης έκδοσης, μετριάζεται στη δεύτερη έκδοση το 1979, όταν και ξαναγράφεται εξαρχής. Στην αναθεώρηση αυτή τονίζεται ο θεραπευτικός και ασκητικός χαρακτήρας των κανόνων, η εφαρμογή τους ως γεγονότων οικονομίας και προσαρμογής στην προσωπική ετερότητα και αποτυχία στα όρια του εκκλησιαστικού σώματος. Η εκνομίκευση των κανόνων εξάπαντος σήμανε απώλεια του οντολογικού χαρακτήρα τους. Η κωδικοποίηση των κανόνων μπορεί να αναιρέσει τη θεραπευτική και περιστατική σημαντική τους και να υποτάξει το ευχαριστιακό σώμα σε «ολοκληρωτική» ομοιομορφία. Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της ελευθερίας του ήθους ο Χρήστος Γιανναράς, στην τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, επανέρχεται εκ νέου ώριμα, συνθετικά και κυρίως δίχως δεσμεύσεις στην αρχική κριτική εκείνων των εκκλησιαστικών κανόνων που εκφράζουν ένα είδος δικανικής θρησκειοποίησης και αντικειμενοποίησης του εκκλησιαστικού βίου. Η ελευθερία του ήθους εξελήφθη εκ των υστέρων από ορισμένους κύκλους ως το πρώιμο ιδεολογικό μανιφέστο του λεγόμενου «νεορθόδοξου» ρεύματος ή ως «ο Μάης του ’68 στην Ορθόδοξη θεολογία και ηθική»[27].
Στο βιβλίο του Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική (1984), ο Χρήστος Γιανναράς εξετάζει προβλήματα γνωσιοθεωρίας και αναζητά τη δυνατότητα οντολογικού θεμελίου και κριτικής πρόσβασης στη γνώση, αναδεικνύοντας τις προϋποθέσεις για μία πραγματικά κοινωνική λειτουργία του ορθού λόγου που παρήγαγε η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη και φιλοσοφία. Στην ανάλυσή του υιοθετεί την κοινωνιολογική εκδοχή του ορθολογισμού και διερευνά τις διάφορες φάσεις του κατά την πορεία και εξέλιξη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Συσχετίζει τον ορθολογισμό με την απομυθοποίηση και απελευθέρωση από κάθε μεταφυσική αυθεντία που διακήρυξε ο Διαφωτισμός, προσδιορίζει τη σχέση και αλληλεπίδραση του ορθολογισμού με την κοινωνική αλλοτρίωση, την τεχνολογία και τον επιστημονισμό, εξετάζει τη διάδραση μεταξύ ορθολογισμού και φιλοσοφικού κριτικισμού ή σχετικισμού, αναζητά την έννοια της σχέσης και της αυτογνωσίας στη σκέψη του Μαρξ και του Λακάν, οριοθετεί τη δυναμική σχέση ορθολογισμού και αποφατισμού στη φιλοσοφική παράδοση, καταλήγοντας στις εφαρμογές και χρήσεις του στην πολιτική πράξη και στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών του κοινωνικού βίου. Η κριτική επαλήθευση των σημαινόντων του λόγου μετατίθεται από τον έλεγχο της μεθοδολογικής ορθότητας στην εμπειρική πιστοποίηση της γνησιότητας ή αλλοτρίωσης της κοινωνικής λειτουργίας του λόγου, δηλαδή στην ανταπόκριση του υποκειμένου στον τρόπο της σχέσης και της κοινωνίας και όχι της εξάρτησης και της υποταγής. Ο συγγραφέας καθιστά σαφές ότι η γένεση της κριτικής σκέψης προέκυψε στην αρχαιοελληνική παράδοση ως αναζήτηση της αλήθειας και ως τρόπος ζωής και οργάνωσης του κοινού βίου. Συνεπώς, το «ορθώς διανοείσθαι» επαληθεύεται μέσω του «ορθώς κοινωνείν» ως κοινωνούμενος εμπειρισμός που σαρκώνεται έμπρακτα στη συγκρότηση της πόλεως και του πολιτισμού της.
Στο Πραγματικό και στο φαντασιώδες στην πολιτική οικονομία (1989), ο Χρήστος Γιανναράς προβαίνει σε μία κριτική αποτίμηση τόσο της μηχανιστικής εκδοχής της οικονομίας όσο και του γενικότερου «κοσμοειδώλου» που παρήγαγε και διαμόρφωσε τη νεότερη ευρωπαϊκή οικονομία και πολιτική. Όταν οι ανάγκες των ανθρώπων περιορίζονται σε μόνη την καταναλωτική χρήση του κόσμου και στις ορθολογικές βελτιώσεις, τότε τα αδιέξοδα που συνεχώς προκύπτουν, αντανακλούν μία σύγχυση του πραγματικού με το φαντασιώδες μέσα στην ίδια την ύπαρξη και καθημερινότητά μας. Στο έργο του αυτό ο Χρήστος Γιανναράς δοκιμάζει τις δυνατότητες του φιλοσοφικού λόγου να διεισδύσει με τον οντολογικό του προβληματισμό στα επιστημολογικά προβλήματα και στην πραγματικότητα που εν πολλοίς ορίζεται σήμερα από τη μηχανιστική λειτουργία και τα ανθρωπολογικά κενά της πολιτικής οικονομίας. Όσο παρακάμπτεται ή αγνοείται το οντολογικό κενό στη νοηματοδότηση της οικονομικής συμπεριφοράς, άλλο τόσο θα μειώνεται η δυνατότητα εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα της πολιτικής και πλέον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Σε μια άλλη σημαντική μονογραφία του με τίτλο Μετα-νεωτερική μετα-φυσική (1993), ο Χρήστος Γιανναράς διερευνά τη γένεση της νεωτερικότητας και πλέον την κατάρρευσή της στις μέρες μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του νεωτερικού παραδείγματος, είναι η απόρριψη κάθε μεταφυσικής και οντολογικής αρχής, η απαίτηση της προόδου, της ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας, η ιλιγγιώδης διεύρυνση των γνώσεων και τεχνολογικών εφαρμογών, η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση μέσω της νόησης, η μηχανιστική αντίληψη της φύσεως και του κόσμου, η ανάδειξη της έννοιας του φυσικού ατόμου και των δικαιωμάτων του, του φυσικού δικαίου, της αυτόνομης ηθικής, ο προγραμματισμός των παραγωγικών και καταναλωτικών σχέσεων, η χρηστική και αποδοτική αξιοποίηση της γνώσης, η προτεραιότητα του ατομικού ή συλλογικού ευδαιμονισμού στην ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών έναντι του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης και πράξης, οι διάφορες ιδεολογίες αποδοτικότερης διαχείρισης, τα οράματα «γενικής ευτυχίας» κ.λπ. Όλες αυτές οι ποικιλόμορφες όψεις της νεωτερικής εποχής αμφισβητούνται πλέον σήμερα και μάλιστα η αφετηρία της αμφισβήτησης ξεκινά μέσα από τις διαδοχικές εκπλήξεις της μετανεωτερικής φυσικής επιστημολογίας που ανατρέπει τη νευτώνεια μηχανιστική αιτιότητα με την αντίληψη του κόσμου ως συνόλου ενεργουμένων σχέσεων με δυναμική απροσδιοριστία. Για τον Χρήστο Γιανναρά, η μετανεωτερική φυσική μοιάζει να συνιστά μια πρώτη ρωγμή-πτυχή της μεταφυσικής διεύρυνσης της φυσικής. Η γλώσσα της σύγχρονης φυσικής, υπονομεύοντας καίρια την αντικειμενοποιημένη ορθότητα γνώσης του αισθητού κόσμου, ελευθερώνει και νομιμοποιεί άλλους τρόπους γνωστικής πρόσβασης στο κοσμικό γεγονός. Η σχεσιοκεντρική γνώση τόσο της φυσικής όσο και της μεταφυσικής καταδεικνύει ότι η κριτική οντολογία που προέρχεται από την εκκλησιαστική μεταφυσική εμπειρία και γλώσσα, εκφράζεται παράλληλα με τη γλώσσα της σύγχρονης φυσικής. Στους νεότερους χρόνους της ευρωπαϊκής ιστορίας προέκυψε μια ζηλότυπη και μειονεκτική διάθεση στους θεολόγους και φιλοσόφους να αποδείξουν τη μεταφυσική αναζήτηση με την αποδεικτική εγκυρότητα και αυθεντία της φυσικής έρευνας. Μέχρι σήμερα κυριαρχούν στη θρησκευτική γλώσσα σχήματα νοησιαρχικών βεβαιοτήτων και αφηρημένων αναγωγών και όπου αυτό δεν είναι δυνατό, γίνεται συνήθως προσφυγή στον θολό και απολυτοποιημένο μυστικισμό. Αντίθετα, η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας στην ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας δεν καλεί τον άνθρωπο να ασπαστεί ιδεολογικές ή λογικές αρχές, έναν κώδικα ηθικής ή να βιώσει μια συναισθηματική έξαρση. Τον καλεί να συμμετάσχει σε ένα πλέγμα σχέσεων προσωπικής κοινωνίας μέσα στο «σώμα» της ευχαριστιακής σύναξης. Εκεί η μεταφυσική ελπίδα, καθώς και η υπέρβαση της αγωνίας του θανάτου αποβαίνει διαρκώς εμπειρικό γεγονός της ελεύθερης σχέσης ως αγαπητικής αυθυπέρβασης και όχι έκφραση της διανοητικής περιέργειας και της ατομοκεντρικής επιβίωσης.
Στο βιβλίο Η απανθρωπία του δικαιώματος (1998), ο συγγραφέας διερευνά στην περιοχή του δικαίου και της πολιτικής, κατά πόσο η θεμελιακή προτεραιότητα των ατομικών δικαιωμάτων στο νεωτερικό οικοδόμημα του πολιτισμού μας, σχετίζεται με τη σύγχρονη κρίση του συνολικού «παραδείγματος». Επισημαίνοντας τη νευτώνεια εμμονή των κοινωνικών επιστημών σε μία αιτιοκρατικά οργανωμένη μηχανική ευταξία, υποστηρίζει το ανθρωπολογικό κενό, την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία και τον αντικοινωνικό, τελικά, ρόλο της λογικής των δικαιωμάτων, δηλαδή την απανθρωπία του δικαιώματος. Η πρόταση του Χρήστου Γιανναρά έγκειται στην υπέρβαση της καταναλωτικής εκδοχής και χρήσης των δικαιωμάτων, στην επανεύρεση της πολιτικής νοηματοδότησης, στον εξανθρωπισμό του δικαιώματος. Αυτό κατορθώνεται με τη θεμελίωση του δικαιώματος σε προσωποκεντρικά και κοινωνιοκεντρικά οντολογικά αιτούμενα πέρα από δογματικές πεποιθήσεις σε αφηρημένα ιδεολογήματα ή ψυχολογικές βεβαιότητες του νεωτερικού οικοδομήματος. Οπωσδήποτε θα ήταν λάθος να πιστώσουμε στο έργο αυτό του Χρήστου Γιανναρά έναν έντονο σκεπτικισμό, ο οποίος καταλήγει σε πλήρη άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προϊόντων του πολιτισμού της δυτικής νεωτερικότητας. Ή ακόμη να θεωρήσουμε ότι ο δυτικός ηγεμονισμός με όχημα τον πολιτισμό της νεωτερικότητας και με καταλύτη τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιχειρεί να αλώσει τον ορθόδοξο πολιτισμό. Αντίθετα, ο Χρήστος Γιανναράς επιχειρεί να υποτυπώσει μια πολιτική θεωρία δίχως ανθρωπολογικά κενά στην προσέγγιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η προσέγγισή του αποσκοπεί κυρίως στην κοινωνιοκεντρική λειτουργία και όχι απλώς στην ατομοκεντρική και χρησιμοθηρική αυτονόμηση των δικαιωμάτων. Τα ανθρωπολογικά προαπαιτούμενα των δικαιωμάτων δεν σχετίζονται με μια φυσιοκρατική και ποσοτική αντικειμενοποίηση, αλλά με τη δυναμικά ενεργούμενη υπαρκτική ετερότητα κάθε ανθρώπου και την αναφορά τους στις κοινές ανάγκες του κοινωνικού σώματος. Στην προοπτική αυτή και μόνο μπορεί να μεταποιηθεί η ωφελιμιστική απανθρωπία και αλλοτρίωση του ατομικού δικαιώματος σε κοινωνιοκεντρικό εξανθρωπισμό του δικαιώματος. Προς αυτή την κατεύθυνση η ορθόδοξη παράδοση, πέρα από τις απλουστεύσεις του Χάντινγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και παρά το εμπερίστατο και σαφώς νεότερο ιδεολογικό φαινόμενο του εθνικισμού των Ορθοδόξων, θα μπορούσε να συμβάλλει γόνιμα στην ανανοηματοδότηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό.
Ο ίδιος θεωρεί το βιβλίο του Το ρητό και το άρρητο (1999) ως δεύτερο σταθμό της συγγραφικής του πορείας μετά το Πρόσωπο και ο έρως, που συστηματικά προηγείται από τις προτάσεις μιας κριτικής οντολογίας. Στο έργο του Το ρητό και το άρρητο επιχειρεί να διερευνήσει τις προϋποθέσεις εμπειρικής μετάβασης από τα σημαίνοντα της γλώσσας στα σημαινόμενα της πραγματικότητας. Η σύγχυση του πραγματικού με την ψυχολογική ψευδαίσθηση διαδραματίζεται κυρίως στη γλώσσα. Αναζητά, λοιπόν, κριτήρια για τη διάκριση του πραγματικού από τον ψευδαισθητικό χαρακτήρα της εμπειρίας της σχέσης στο επίπεδο της γλώσσας, καθόσον η τελευταία αρθρώνει και μορφοποιεί τις σχέσεις του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Η γλωσσική σήμανση της πραγματικότητας εμφανίζει την ίδια παθολογία ακόμη και όταν πρόκειται για τη διατύπωση μιας κριτικής οντολογίας. Οι προτάσεις της είναι δυνατόν να εκφράζουν ψυχολογικά αισθήματα ή νοησιαρχικά σχήματα, δίχως να παραπέμπουν στη γνώση και εμπειρία των σημαινομένων. Για τον λόγο αυτό ο Χρήστος Γιανναράς επιλέγει τη διερεύνηση των γλωσσικών ορίων του εμπειρικού ρεαλισμού της οντολογίας στο πλέον καίριο πεδίο της ύπαρξης, στη δυνατότητα της ύπαρξης του ανθρώπου και μετά τον θάνατο. Ο ρεαλιστικός ή ψευδαισθητικός χαρακτήρας της μεταφυσικής τέμνει κάθε οντολογική ερμηνευτική που παλεύει να υπερβεί τον εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης και νοηματοδοτεί κάθε πλευρά της ζωής, συνθέτοντας την ποικιλία των πολιτιστικών μορφωμάτων. Η γλώσσα ως σύνολο συμβατικών σημείων για την κοινή σημασιοδότηση της πραγματικότητας και των σχέσεων μας μαζί της εύκολα μπορεί να μας παγιδεύει στη σύγχυση μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιώδους επιθυμητού. Ωστόσο, συνιστά και τη μόνη δυνατότητα προσωπικής πρόσβασης για τη λογική σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Η ανθρώπινη εμπειρία κινείται πάντοτε μεταξύ του πραγματικού και της ψευδαίσθησης. Η γλώσσα συχνά γίνεται παγίδα που συγχέει τα σημαίνοντα (τις λέξεις) με τα σημαινόμενα (πράγματα ή υποκείμενα) και, συνεπώς, υποκαθιστά το υπαρκτό με αυτόνομες νοητικές ή ψυχολογικές λειτουργίες. Ο κριτικός έλεγχος μιας αυτόνομα νοητικής χρήσης των σημαινόντων της γλώσσας είναι μόνο η εμπειρία και η αμεσότητα της σχέσης με τα σημαινόμενα. Η σχέση ως εμπειρία κοινωνείται μέσω των λέξεων της γλώσσας, που λειτουργούν ως αναφορικά και κοινά σύμβολα προς τα σημαινόμενα. Σαφέστατα, η προτεραιότητα τίθεται στην κοινωνία της εμπειρίας και όχι στη συμβολική λειτουργία των λέξεων. «Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθεια…»[28]. Επομένως, τα όρια της γλώσσας δεν ταυτίζονται με τα όρια της λογικής, τα οποία κατά τον Βίτγκενσταϊν είναι και τα όρια του κόσμου.
Στο έργο του με τίτλο Ενάντια στη θρησκεία (2006), ο Χρήστος Γιανναράς αντιθέτει την ατομοκεντρική και ορμέμφυτη θρησκευτικότητα στον ιστορικό ρεαλισμό του εκκλησιαστικού γεγονότος στο πλαίσιο των σχέσεων κοινωνίας και διακονίας της ευχαριστιακής εμπειρίας της Εκκλησίας. Στη συνέχεια εντοπίζει έκδηλα συμπτώματα θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος, όταν η πίστη εκπίπτει σε ιδεολογία, η εμπειρία σε ψυχολόγημα, η σωτηρία σε ατομική αξιομισθία, η ευχαριστιακή σύναξη σε ιεροτελεστία και η εκκλησιαστική τέχνη σε στείρα απομίμηση των βυζαντινών προτύπων. Η σταδιακή έκλειψη της ενορίας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις αλλά και στην ύπαιθρο, η ειδωλοποίηση της Παράδοσης, η δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας και της ερωτικής ζωής, η αλλοτρίωση του ευχαριστιακού και ασκητικού ήθους σε ατομοκεντρικό ηθικισμό με κωδικοποιημένες προδιαγραφές και άλλα φαινόμενα συνθέτουν τη θρησκειοποίηση και της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας σε ένα είδος ιδεολογικού και ομολογιακού Ορθοδοξισμού. Τέτοια ριζοσπαστική κριτική στη σύγχρονη Ορθοδοξία δεν έχει ασκηθεί από κάποιον άλλο θεολόγο ή διανοούμενο. Το έργο αυτό του Χρήστου Γιανναρά χρειάζεται να διαβαστεί παράλληλα ή αφού προηγηθεί η μελέτη του βιβλίου του Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα (1992), στο οποίο επιχειρεί μια ιστορική και συνάμα κριτική μελέτη των δυτικών επιδράσεων στην Ορθόδοξη Ανατολή από το ύστερο Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας, καθώς και της πορείας ανανέωσης και αυτοσυνειδησίας της ορθόδοξης θεολογίας κατά τον 20ό αιώνα.
Τέλος, στο βιβλίο του Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές (2011) ο Χρήστος Γιανναράς προχωρεί σε ένα είδος αυτοεξεταστικής ανακεφαλαίωσης ολόκληρου του έργου του, τόσο του καθαυτό φιλοσοφικού και θεολογικού όσο και των θέσεων που κατά καιρούς εξέφρασε στη μακρά άσκηση κατάθεσης δημόσιου λόγου και μαρτυρίας. ανασυνθέτοντας ως θεμελιώδεις άξονες του την κοινωνική επαλήθευση της γνώσης, την κριτική οντολογία, την εικονολογική και οντολογική γλώσσα της τέχνης, τον εμπειρικό ρεαλισμό της μεταφυσικής, την αδιάρρηκτη σχέση φιλοσοφίας και μεταφυσικής, καθώς και την πολιτισμική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Δύσης. Στο έργο του αυτό ο Χρήστος Γιανναράς εν είδει παρενθέσεως αμύνεται και στις κατά καιρούς ενστάσεις και επικρίσεις που ασκήθηκαν στην οντολογία του προσώπου κυρίως από τον θεολογικό χώρο.
Κάναμε τη σύντομη αυτή και σαφώς ελλειπτική και σχηματική αναφορά σε ορισμένα από τα έργα του Χρήστου Γιανναρά, για να δείξουμε τη συνέχεια και συνοχή της συγγραφικής του ενασχόλησης με το οντολογικό πρόβλημα που συνιστά αναπόφευκτα κεντρικό θέμα όχι απλώς ακαδημαϊκής έρευνας και μελέτης, αλλά ύπαρξης και ζωής για τον συγγραφέα. Καιρός, όμως, να προβούμε και σε ορισμένες κριτικές επισημάνσεις που αποκομίσαμε σε όλα αυτά τα χρόνια μελέτης και πρόσληψης του έργου του.
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η ριζοσπαστική κριτική του στην ακαδημαϊκή θεολογία όντας ό ίδιος σε ένα ακόμη πρώιμο στάδιο σπουδής και θεολογικής συγγραφής. Εκείνη την περίοδο το καθαρά επιστημονικό και θεολογικό έργο του Χρήστου Γιανναρά ήταν ελάχιστο και εν εξελίξει, ενώ το μεγαλύτερο έργο του ήταν κυρίως διακηρύξεις και προτάσεις δοκιμιακού τύπου. Οπωσδήποτε, δεν ήταν επαρκές για να προβεί σε απόλυτες κρίσεις για τις θεολογικές σχολές. Παρά τις εξηγήσεις του ότι η θεολογία για να λειτουργήσει προφητικά και κριτικά στη ζωή της Εκκλησίας οφείλει να υπερβαίνει την «αντικειμενική» και «επιστημονική» «ουδετερότητά» της, ο Χρήστος Γιανναράς προέβη εν τέλει σε μία ριζοσπαστική κριτική της ακαδημαϊκής θεολογίας στην Ελλάδα όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και της εποχής του, εκφράζοντας μάλιστα ονομαστικά τις δικές του θεολογικές προτιμήσεις και συμπάθειες. Η δριμεία κριτική του στην ακαδημαϊκή θεολογία επικεντρώθηκε κυρίως στο έργο του Παναγιώτη Τρεμπέλα, ίσως γιατί στο πρόσωπό του διασταυρωνόταν η απόλυτη στράτευση στο έργο των οργανώσεων με την τυπική νοησιαρχία της ακαδημαϊκής θεολογίας. Η κριτική αυτή έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένη στη μεταγενέστερη αναθεωρημένη έκδοση της αρχικής μελέτης του. Το άμεσο και απτό αποτέλεσμα αυτής της δημόσιας κριτικής ήταν ότι ο Χρήστος Γιανναράς δεν εξελέγη ουδέποτε καθηγητής σε μία από τις δύο θεολογικές σχολές στην Ελλάδα.
Το ζήτημα της εξιδανίκευσης της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου έναντι της Δύσεως, όπως και το ζήτημα της αδιάρρηκτης συνέχειας της ελληνικής σκέψης από τον Ηράκλειτο έως τον Γρηγόριο Παλαμά έστω και στο επίπεδο της γνωσιολογίας και όχι ασφαλώς στο πεδίο της οντολογίας, εγείρει διάφορα ζητήματα. Είναι σαφές ότι ο ελληνοκεντρισμός και ο αντιδυτικισμός στο έργο του Χρήστου Γιανναρά δεν είναι απλώς μια αισθητική θεώρηση, όπως συνέβη με τις αντιλήψεις της γενιάς του 1930, αλλά αποτελεί δομικό στοιχείο του όλου θεολογικού, φιλοσοφικού και πολιτισμικού οικοδομήματός του, το οποίο θεμελιώνεται στη ριζική αντίθεση Ορθοδοξίας και Δύσης[29]. Πρόκειται για τη γνωστή αντίθεση μεταξύ του «ελληνικού κοινωνιοκεντρικού» και του «δυτικοευρωπαϊκού (μεταρωμαϊκού) ατομοκεντρικού» παραδείγματος. Ο δε παγκοσμιοποιημένος σήμερα πολιτισμός της Δύσης είναι η αντιστροφή των όρων, των προϋποθέσεων και των στόχων του κάποτε ελληνικού πολιτισμού. Η χριστιανική Δύση ευθύνεται για τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Η Ευρώπη γεννήθηκε ουσιαστικά από το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης[30], καθώς και ο κυρίαρχος σήμερα δυτικός πολιτισμός γεννήθηκε από την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Τα πάντα ανάγονται τελικά στην αντίθεση μεταξύ Ορθοδοξίας, η οποία προσέλαβε και συνέχισε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, και Δύσεως, η οποία παραμόρφωσε και εργαλειοποίησε χρησιμοθηρικά την αρχαιοελληνική σκέψη, οδηγώντας σταδιακά στη διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Οι ρίζες του αντιδυτικισμού του Χρήστου Γιανναρά εντοπίζονται στο κίνημα των Σλαβοφίλων, αλλά και στη σκέψη του Βλαντιμίρ Λόσκυ ο οποίος ερμήνευσε το Filioque ως προϊόν του πολιτισμού των Φράγκων και της σχολαστικής σκέψης. Ο Λόσκυ, άλλωστε, πρώτος καθιέρωσε το παράδειγμα άρθρωσης της ορθόδοξης μυστικής θεολογίας αντινομικά προς την ορθολογιστική παράδοση της χριστιανικής Δύσης[31]. Η επίδραση του Λόσκυ στο έργο του Χρήστου Γιανναρά, όπως και στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, κυρίως στην προσπάθειά τους να διακρίνουν τη νεοελληνική ορθόδοξη ταυτότητα έναντι της Δύσης[32], οδήγησε ορισμένους ερευνητές να κάνουν λόγο για την πολιτική θεμελίωση μιας αντιδυτικής θεολογίας ως αναβίωση του πολιτικού ησυχασμού του αγίου Γρηγορίου Παλαμά[33]. Οι καταβολές, όμως, του ελληνοκεντρισμού του Χρήστου Γιανναρά δεν αφορούν απλώς τα όσα επεσήμανε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ για τον «Ελληνισμό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά συνδέονται ενδεχομένως, αν και σε μία άλλη βάση και προοπτική, με τα ιδεώδη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού που προπαγάνδιζε η «Ζωή» και με τα οποία γαλουχήθηκε κατά τη νεότητά του ο Χρήστος Γιανναράς.
Στο έργο του η οντολογία διαφοροποιείται από την ψυχολογία και από τη δικανική ηθική. Κατά τον Χρήστο Γιανναρά ο ευσεβισμός γεννήθηκε από τη θρησκευτική ψυχολογία, όπως την προσδιόρισε ο ιερός Αυγουστίνος, του οποίου η τριαδολογία και η ανθρωπολογία ορίζονται από τις λεγόμενες ψυχολογικές τριάδες (νους, λόγος, πνεύμα). Η θέση αυτή θα οδηγήσει τον Χρήστο Γιανναρά στη σαφή προτεραιότητα των οντολογικών ζητημάτων της ύπαρξης έναντι της ηθικής[34]. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ο συμβατικός ηθικισμός των χριστιανικών οργανώσεων, αλλά η ίδια η φύση και λειτουργία της ηθικής ως ορθολογική αλλοίωση της ευχαριστιακής ζωής και δομής της Εκκλησίας. Το ζήτημα της απαξίωσης της ηθικής της Αγίας Γραφής, αλλά και κάθε μορφής ηθικής μέσω της κριτικής προς την ηθική των οργανώσεων ως θεολογικό πρόβλημα, αλλά και ως πρόβλημα επικοινωνίας και διαλόγου με τον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο «η ηθική έχει επιστρέψει στο κέντρο της φιλοσοφικής συζήτησης», και ασφαλώς στον δημόσιο χώρο, τέθηκε έντονα τα τελευταία χρόνια κυρίως από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη[35]. Η έντονη κριτική του Χρήστου Γιανναρά στο δικανικό πνεύμα και στη χρησιμοθηρική στόχευση της λατινικής χριστιανικής παράδοσης αντιπαραβάλλεται με την ελληνικότητα και καθολικότητα της Ορθοδοξίας. Ωστόσο, η Ορθοδοξία της Εκκλησίας είναι υπόθεση ελληνοκεντρική και πολιτισμική; Σε μεταγενέστερα κείμενά του[36], ο Χρήστος Γιανναράς επεκτείνει την κριτική του στη θρησκευτική ψυχολογία και στις διάφορες μυστικές ή θετικιστικές-τεκμαρτές εμπειρίες που αναπτύχθηκαν λόγω της αναβίωσης της ασκητικής πνευματικότητας και του γεροντισμού, επικρίνοντας ορθά ορισμένες πτυχές της θεολογίας του π. Ιωάννη Ρωμανίδη. Τα παραπάνω φαινόμενα της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και οι νέες εξελίξεις στον χώρο της βιοηθικής, της βιοτεχνολογίας και εν γένει των εφαρμογών της τεχνολογίας αιχμής στη ζωή του ανθρώπου, θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της εκ νέου θεώρησης της ηθικής στη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία και μάλιστα μέσα από την οργανική σχέση δόγματος και ήθους.
Ο άνθρωπος είναι συνάμα φύση και πρόσωπο. Ο προσωπικός τρόπος υπάρξεως εντάσσει τον άνθρωπο στην εμπειρία της σχέσης, η οποία διαμεσολαβείται πάντοτε από τις ενέργειες της φύσης και του σώματος. Η σχέση του ανθρώπου με τη θεία χάρη και ενέργεια, ενώ αφορά την ολότητα της ύπαρξής του, εν τούτοις δεν είναι φυσιοκρατική αλλά κατ’ ενέργεια προσωπική. Ως πρόσωπο, δηλαδή κατά τον τρόπο της υπάρξεώς του, μετέχει στη θεία χάρη και ενέργεια της Αγίας Τριάδος. Η οντολογική θεώρηση του προσώπου ως δυναμικά ενεργούμενο γεγονός σχέσεων διαμορφώνει μια κατεξοχήν θεολογική θεώρηση του ανθρώπου. Ωστόσο, η οντολογία του προσώπου δεν συνιστά έναν γυμνό φιλοσοφικό περσοναλισμό. Η ανθρώπινη ύπαρξη, που είναι συνάμα φύση και πρόσωπο, φωτίζεται οντολογικά όχι από μια άσαρκη θεωρία περί προσώπου, αλλά από το μυστήριο του Χριστού που αποκαλύπτεται στην κτίση και στην ιστορία. Στη χριστολογία της Εκκλησίας το σαρκωμένο πρόσωπο του Χριστού αποβαίνει κλειδί για την αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου, όπως και της ανθρώπινης φύσης. Ο Χριστός στα έσχατα θα αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην πληρότητα της υπάρξεώς του. Η ανάσταση αφορά και τη φύση και το πρόσωπο του ανθρώπου. Συνεπώς, η προσωποκεντρική οντολογία χρειάζεται να θεμελιώνεται στο πρόσωπο και στο έργο του Θεανθρώπου Χριστού. Το θεολογικό αυτό έλλειμα διαπίστωσε στην αρχική κριτική του ο Ιωάννης Ζηζιούλας[37] και έκανε λόγο για τη θεολογική και όχι απλώς για τη φιλοσοφική δικαίωση του προσώπου. Διαφορετικά, μπορεί να είναι απλώς μια φιλοσοφική θεώρηση. Ενδεχομένως στο έργο του Το πρόσωπο και ο έρως, επειδή είχε περισσότερο φιλοσοφική στόχευση, αυτό να μην δόθηκε με έμφαση. Σε άλλα πιο θεολογικά έργα του είναι σαφές ότι το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού συνιστά πηγή και ρίζα της θεολογικής οντολογίας του προσώπου[38]. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας, λαμβάνοντας αφορμή από το έργο του Χρήστου Γιανναρά Το πρόσωπο και ο έρως, αλλά εμπνεόμενος κατά βάση από τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, διερευνά και ανασυνθέτει την έννοια του προσώπου στη σκέψη των Καππαδοκών Πατέρων ως δημιουργική συνάντηση της βιβλικής πίστης και της λειτουργικής εμπειρίας της Εκκλησίας με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και παράδοση. Το πρόσωπο είναι μία έννοια που γεννήθηκε στην προσπάθεια της Εκκλησίας να εκφράσει την πίστη και την εμπειρία της στον Τριαδικό Θεό σε ένα ελληνιστικό πολιτισμικό περιβάλλον. Η δικαίωση του προσώπου δεν προέρχεται από τη σύγχρονη φιλοσοφία, αλλά βρίσκεται στις ίδιες τις καταβολές της πατερικής θεολογίας. Παρά το οξύμωρον του πράγματος, επισημαίνει ο Ιωάννης Ζηζιούλας, το σύγχρονο ιδεώδες του προσώπου, η αξία και ο σεβασμός της προσωπικότητας του ανθρώπου ή του ατόμου και των δικαιωμάτων του, έχει θεολογικές ρίζες και καταβολές. Είναι γέννημα και θρέμμα της θεολογίας των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Χρήστος Γιανναράς, ακολουθώντας μία άλλη επιστημολογική μεθοδολογία, επειδή διαλέγεται με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα και κυρίως με τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ και με την ψυχαναλυτική ερμηνευτική σχολή, δεν συνέδεσε την περί προσώπου οντολογία του άμεσα ή ρητά με τη χριστολογία. Το σώμα του αναστημένου Χριστού, το σώμα της Ευχαριστίας της Εκκλησίας, έχει ως συνέπεια τον εκκλησιασμό ολόκληρης της κτίσεως και του κτιστού μέσω του ανθρώπου στην εσχατολογική προοπτική της ανάστασης των σωμάτων και της μεταμόρφωσης ολόκληρης της δημιουργίας. Για τον λόγο αυτό η οντολογία του προσώπου στον Χρήστο Γιανναρά ενίοτε μοιάζει να είναι ανιστορική, δίχως αναφορά στην ιστορία της θείας Οικονομίας και στην εσχατολογική της πραγμάτωση και πληρότητα. Η όποια εξιδανίκευση και ιδεολογική προσέγγιση του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, και μάλιστα μονοσήμαντα και αποκλειστικά υπό την ελληνική πολιτισμική εκδοχή της, δεν μπορεί να έχει σχέση με τη Βασιλεία του Θεού. Πρόκειται για ένα γενικότερο ζήτημα της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ιστορία πολιτισμικά ως καταφύγιο ιδεών του εξιδανικευμένου παρελθόντος, κατά το οποίο ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία μεγαλούργησαν. Ωστόσο, η οντολογία του προσώπου είναι ανάγκη να συνδέεται άμεσα με την ιστορία και με τον χρόνο και κυρίως με την ιστορία της θείας Οικονομίας, με τα σωτηριώδη γεγονότα του Χριστού, ώστε να αποβεί όχι απλώς μία κριτική οντολογία, αλλά μία όντως εσχατολογική οντολογία. Το πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τη φύση και τις ενέργειες της φύσεως, δίχως την προοπτική της εν Χριστώ αποκατάστασης της ανθρώπινης φύσης από τη φθορά και τον θάνατο. Το ενσαρκωμένο πρόσωπο του Χριστού, η χριστολογία, αποβαίνει κλειδί και για τη θεολογική θεώρηση της οντολογίας. Αν ο Ιωάννης Ζηζιούλας ακολούθησε στην περί προσώπου θεολογία κυρίως τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ για την εν Χριστώ πίστη της Εκκλησίας ως θεολογία γεγονότων μέσα από τη διαλεκτική σχέση ιστορίας και εσχάτων, ο Χρήστος Γιανναράς ακολούθησε τον αποφατικό και μυστικό δρόμο του Βλαντιμίρ Λόσκυ για το πρόσωπο και κυρίως τη φιλοσοφική σκέψη του Χάιντεγκερ τον οποίο προσπάθησε να δικαιώσει θεολογικά.
Στη βάση του έργου του Η απανθρωπία του δικαιώματος, ο Χρήστος Γιανναράς θεωρεί ότι η νομική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων είναι βασικό γνώρισμα της νεωτερικότητας και του δυτικού πολιτισμού και θεμελιώνεται στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Σε κάθε περίπτωση θεωρεί ότι πρόκειται για ένα προ-πολιτικό επίτευγμα, το οποίο είναι άγνωστο και περιττό στην αρχαιοελληνική αντίληψη της πόλεως και της δημοκρατίας. Το αρχαιοελληνικό παράδειγμα της πόλεως και της πολιτικής «μεταβολίστηκε» εν τέλει στην ευχαριστιακή συγκρότηση της χριστιανικής Εκκλησίας. Πρόκειται για μία κοινωνιοκεντρική θεώρηση, η οποία συνιστά γεγονός και άθλημα της κοινωνίας των προσώπων και όχι ατομοκεντρική αντίληψη, η οποία επιδιώκει τη δικαίωση και σωτηρία του ατόμου. Η δεύτερη αυτή περίπτωση του θρησκευτικού ατομοκεντρισμού χαρακτηρίζει τον δυτικό Χριστιανισμό ο οποίος έγινε η μήτρα της απολυτοποίησης των ατομικών δικαιωμάτων της νεωτερικότητας, όταν απολακτίστηκε η τυραννία της μεσαιωνικής μεταφυσικής. Στις κοινωνίες που ο πολιτισμός τους διαμορφώθηκε από την ορθόδοξη παράδοση ο Χάντιγκτον χρεώνει σκανδαλωδώς εγγενή αδυναμία να αφομοιώσουν τις αρχές προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Ο Χρήστος Γιανναράς αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό και επισημαίνει ότι οι Ορθόδοξοι ομόφωνα κατανοούν τον σεβασμό της αρχής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, την οποία εισηγήθηκε η δυτική νεωτερικότητα. Το μείζον, το οποίο για τον Χρήστο Γιανναρά είναι η κοινωνία των προσώπων και η προσωπική ετερότητα και ελευθερία, δεν αναιρεί ούτε αντιμάχεται το έλασσον που είναι η νομική και θεσμική κατοχύρωση κάθε ατόμου από κάθε είδους αυθαιρεσία και εξουσία. Συνεπώς, αναγνωρίζει ως μέγιστο και πολύτιμο επίτευγμα την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου στο πλαίσιο της ιστορικής εμπειρίας του δυτικού Μεσαίωνα. Θα ήταν, όμως, ακρωτηριασμός της ιστορικής μνήμης και της κριτικής σκέψης, εάν δεν αναγνωρίζαμε ότι στην ιστορική εμπειρία της αρχαιοελληνικής πόλης ή της βυζαντινής και μεταβυζαντινής κοινότητας το επίτευγμα αυτό είναι σαφώς προ-πολιτικό, δηλαδή επίτευγμα κοινωνιών που δεν έχουν ακόμη φτάσει στο πρωταρχικό νόημα της πολιτικής. Ο Χρήστος Γιανναράς κάνει λόγο για κρίση, αλλοτρίωση και ιστορικό τέλος πολλών θεμελιωδών συντεταγμένων του πολιτισμού της νεωτερικότητας και θεωρεί ότι η λύση θα προέλθει από ένα άλλο πολιτιστικό παράδειγμα που θα δίνει έμφαση στην κοινωνιοκεντρική εκδοχή της αλήθειας και γνησιότητας του ανθρώπου[39].
Ασφαλώς, δίχως να παραγνωρίζουμε τα προβλήματα της νεωτερικότητας ακόμη και τη συχνά επιλεκτική προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ορισμένες χώρες της Δύσης, αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο και ο ρόλος της ορθόδοξης θεολογίας σήμερα χρειάζεται απλώς να είναι μια υπενθύμιση της πολιτισμικής ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού. Αντί να ερίζουμε για τα υποτιθέμενα ή αμφίβολα ή και ανύπαρκτα κατορθώματα του παρελθόντος και μάλιστα σε προνεωτερικές, απολυταρχικές και αυτοκρατορικές μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και κάτω από αυστηρά ιεραρχικά κοινωνικά πρότυπα, χρειάζεται να συμμετάσχουμε ενεργά στον διάλογο για την κριτική και πλουραλιστική ανανοηματοδότηση και διαρκή υποστήριξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό. Είναι ανάγκη να υπερβούμε επιτέλους την ιδεολογική κατασκευή για την υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και να συναντήσουμε τον εμπερίστατο άνθρωπο όπου γης. Οφείλουμε να εργαστούμε έμπρακτα στην προοπτική όχι μόνο της προάσπισης, αλλά και της διαρκούς ανακαίνισης, νοηματοδότησης και εμπλουτισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλωστε, τα δικαιώματα του ανθρώπου μοιάζουν ακατανόητα δίχως τη χριστιανική παράδοση. Μια τέτοια στάση προϋποθέτει έναν γνήσιο και απροκατάληπτο διάλογο της θεολογίας με τις κατακτήσεις και με τα προβλήματα της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Το ακροατήριο της ορθόδοξης θεολογίας, όπως έλεγε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, οφείλει να είναι οικουμενικό, να απευθύνεται προς όλους, πέρα από πολιτισμικές, ιδεολογικές ή άλλες εξιδανικεύσεις και εθνικορομαντικές ιδέες περί αποκλειστικότητας. Η αλήθεια δεν είναι μουσειακό αντικείμενο ή απλώς κληρονομία του ιστορικού παρελθόντος. Η αλήθεια του προσώπου, της προσωπικής ετερότητας και της κοινωνίας των προσώπων είναι πάντοτε άθλημα το οποίο οφείλει να εκφράζεται με την κοινωνική και πολιτισμική δυναμική του στο εκάστοτε παρόν. Η οντολογία του προσώπου χρειάζεται να εξέλθει από τα στεγανά ενός και μόνου ιστορικού πολιτισμού και να αγκαλιάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ένας δρόμος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η διαρκής προάσπιση και όχι ασφαλώς η αποδόμηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Οι επισημάνσεις αυτές αποσκοπούν στη δημιουργική πρόσληψη, στη διευρυμένη συζήτηση και εντέλει στην κριτική αφομοίωση του έργου του Χρήστου Γιανναρά. Γράφοντας αυτές τις γραμμές και αναδιφώντας στο έργο του φέρνω στον νου μου και τη δική μου πορεία στη σπουδή της θεολογίας αλλά και την εκ του σύνεγγυς γνωριμία μαζί του στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όσο και αν η θεολογία γίνεται συχνά το εφαλτήριο για ατομική σταδιοδρομία, η γόνιμη σπουδή της αλλά και η κριτική αποτίμηση του θεολογικού μόχθου των άλλων οφείλει προπαντός να γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο ευθύνης για την κριτική πρόσληψη, την εμπνευσμένη οικοδομή και κυρίως την ανανέωση της θεολογικής μαρτυρίας στην εποχή μας. Ο Χρήστος Γιανναράς με τον χαρισματικό του λόγο σμίλεψε μια καίρια ποιητική γλώσσα και εξέφρασε με πρωτόγνωρο τρόπο τον πλούτο της Ορθόδοξης θεολογίας και μαρτυρίας στον καιρό μας. Διερμηνεύοντας την αγωνία και τα αδιέξοδα της εποχής μας, έκανε προσιτό στον σύγχρονο άνθρωπο το βαθύτατα υπαρξιακό νόημα της πίστης, της λατρείας και της ζωής της Εκκλησίας. Όλοι εμείς που μαθητεύσαμε στα κείμενά του, όλοι εμείς που τον συναντήσαμε, τον ευχαριστούμε!
[1] Μια πρώτη σοβαρή σπουδή και κριτική για την προέλευση και την ανάπτυξη των χριστιανικών αδελφοτήτων και οργανώσεων στην Ελλάδα θα δημοσιεύσει ο Χρήστος Γιανναράς ως διευθυντής του περιοδικού Σύνορο το 1966. Βλ. Απόστολου Αλεξανδρίδη, «Ένα φαινόμενο της νεοελληνικής θρησκευτικής ζωής: Οι Χριστιανικές Οργανώσεις», Σύνορο 39/1966, σσ. 193-204.
[2] Βλ. το έργο του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτη, Μεταξύ ουρανού και γης. Αγιορειτικός Μοναχισμός, εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1955. Του ιδίου, Αθωνικά Άνθη. Άρθρα και μελετήματα επί τη χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους, εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1962.
[3] Σαράντα και πλέον έτη από τον θάνατο του Δημήτρη Κουτρουμπή (1921-1983), το πρόσωπό και το έργο του παραμένει εν πολλοίς άγνωστο, ίσως γιατί ποτέ του δεν επιδίωξε το αντίθετο. Ωστόσο, έχουμε βάσιμους λόγους να θεωρούμε ότι η θεολογική ανανέωση και η στροφή της θεολογίας στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1960 οφείλεται στη γόνιμη και διακριτική επίδραση που άσκησε ο Δημήτρης Κουτρουμπής στον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο και στη διεξαγωγή πρωτοποριακών θεολογικών συμποσίων στην προσπάθεια ανανέωσης της «Ζωής» (ενδεικτικά αναφέρουμε τους συλ. τόμους Θεολογία, αλήθεια και ζωή, 1962, Μοναχισµός και σύγχρονος κόσµος, 1963, Η Λειτουργία µας, 1967, Ο ζωντανός λόγος, 1970), στον Χρήστο Γιανναρά και στην έκδοση του Συνόρου, καθώς και σε μια ευρύτερη ομάδα νέων θεολόγων και διανοουμένων που τον συναντούσαν στο σπίτι του στη Βουλιαγμένη. Βλ. Δ.Γ. Κουτρουμπής, Η χάρις της θεολογίας, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1995. π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Δημήτρης Κουτρουμπής. Γράμματα αγωνίας, εκδ. Λυχνία, Αθήνα. Του ιδίου, Εδώ θα πας, στο στενό μονοπάτι. Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, (επιμ. Βασίλειου Αργυριάδη), εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2020. Σημαντικές μαρτυρίες του Δημήτρη Μαυρόπουλου και της Μαρίας Τσάτσου για τον Δημήτρη Κουτρουμπή μπορεί κανείς να εντοπίσει στο διαδίκτυο.
[4] Για το περιοδικό Σκαπάνη και τους λόγους για τους οποίους ανεστάλη η έκδοσή του βλ. Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Μεταπολεμικά νεανικά περιοδικά, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2015.
[5] Πρόκειται για τη Χριστιανική Ένωση Επιστημόνων της «Ζωής», η οποία ακολουθούσε τη γραμμή του καθηγητή της Νομικής Αλέξανδρου Τσιριντάνη και εξέδιδε το περιοδικό Ακτίνες.
[6] Το Σύνορο εξέδωσε τα τεύχη 31-40 (αριθμώντας από εκεί που σταμάτησε η έκδοση της Σκαπάνης) από το 1964 μέχρι το1967. Τα κείμενα που δημοσιεύονται στον σύντομο βίο του αξίζουν ιδιαίτερης σπουδής για τον τρόπο με τον οποίο ο Χρήστος Γιανναράς και η συντακτική του ομάδα επιχείρησαν να σαρκώσουν την ανανεωτική αυτή στροφή της θεολογίας στην Ελλάδα. Η δόκιμη και στρωτή δημοτική γλώσσα, η συμμετοχή διανοουμένων και λογοτεχνών, η μετάφραση και δημοσίευση άρθρων των Ρώσων θεολόγων της διασποράς και της nouvelle théologie, η συνεργασία και εγκρίτων ακαδημαϊκών θεολόγων, το άνοιγμα προς τις τέχνες και την ελληνική κοινωνία, είναι μονάχα ορισμένοι από τους άξονες που χαρακτηρίζουν το κατά άλλα εντελώς λιτό αλλά πνευματικά ευρύχωρο αυτό περιοδικό. Αρκεί και μόνον η αναφορά των αφιερωμάτων του Συνόρου για να αντιληφθεί κανείς την αλλαγή του θεολογικού παραδείγματος: «Ορθοδοξία και Μαρξισμός» 31/1964, «Η ορθόδοξη σκέψη για τη μοντέρνα τέχνη» 32/1964, «Έρως και γάμος» 34/1965, «Το ανθρώπινο σώμα από ορθόδοξη σκοπιά» 33/1965, «Η αθεΐα στο σύγχρονο κόσμο» 35/1965, «Εικόνα και εικονισμός» 36/1965, «Η Ορθοδοξία σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο» 37/1966, «Η Ορθοδοξία και ο εθνικισμός» 38/1966, «Ορθοδοξία και νεοελληνική ζωή» 39/1966, «Ορθοδοξία και πολιτική» 40/1966-67. Μετά τη διακοπή του ως περιοδικό, το Σύνορο έγινε εκδοτική σειρά και υπό την προσωνυμία εκδόσεις «Αθηνά» πάντοτε υπό τη διεύθυνση του Χρήστου Γιανναρά εξέδωσε μια σειρά πρωτοποριακών συλλογικών τόμων και μονογραφιών με τη συμμετοχή σημαντικών θεολόγων από την Ορθόδοξη διασπορά: Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους (1970), Alexander Schmemann, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος (1970), Περί ύλης και τέχνης (1971), Philip Sherrard, Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό (1971), Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα (1972), Έρως και γάμος (1972), Olivier Clément, Η θεολογία μετά τον ‘θάνατο του Θεού’ (1973) κ.ά. Το νέο θεολογικό παράδειγμα είναι πλέον ορατό και ολοένα διευρύνεται.
[7] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Η μεταφυσική του σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971.
[8] Η Καθημερινή, η Ελευθεροτυπία και το Βήμα δημοσίευαν από τον Σεπτέμβριο του 1982 έως και τον Αύγουστο του 1983 εκτενείς αναφορές στο ζήτημα της εκλογής του Χρήστου Γιανναρά στο Πάντειο. Ως φοιτητής στο ΑΠΘ διάβαζα συχνά τα δημοσιεύματα αυτά και κράτησα ορισμένα στο αρχείο μου. Βλ. ενδεικτικά το αφιέρωμα του Βήματος στις 7.8.1983 σε επιμέλεια του Ηλία Θεοφύλακτου με τον τίτλο «Πάντειος: Στο πυρ το … εσώτερον».
[9] Βλ. το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, Αόριστη Ελλάδα. Κοντσέρτο για δυο αποδημίες, 1η έκδοση εκδ. Δόμος, Αθήνα 1995.
[10] Τα πρώτα μου διαβάσματα αναφέρονται στα ακόλουθα έργα: Πείνα και δίψα, Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας, Το προνόμιο της απελπισίας, Τίμιοι με την Ορθοδοξία, Ορθοδοξία και Δύση, Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, Η ελευθερία του ήθους, Η νεοελληνική ταυτότητα, Η κρίση της προφητείας.
[11] Ήδη από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, Ορθοδοξία και Δύση. Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα (1972), ο Χρήστος Γιανναράς αναφέρεται επαινετικά στη διατριβή του Ιωάννη Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Εν Αθήναις 1965 (σσ. 116, 149-154), για να καταλήξει σε διθυράμβους για τον Νίκο Νησιώτη και τον Ιωάννη Ζηζιούλα στη δεύτερη έκδοση. Βλ. Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992 (σσ. 450-462).
[12] Βλ. τη ιστοσελίδα που δημιούργησαν φίλοι του Χρήστου Γιανναρά, όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει ψηφιοποιημένο το σύνολο σχεδόν των έργων του στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.yannaras.gr/ Χρῆστος Γιανναρᾶς Ιστοσελίδα: χάρισμα φίλων.
[13] Βλ. Χρυσοστόμου Σ. Κωνσταντινίδου (Μητροπολίτου Μύρων), Ορθόδοξος Ανατολή και Δυτικός Κόσμος. Διάλογος ιδεών, εκδ. Αθηνά, Αθήνα 1972. Βλ. επίσης Ιωάννη Ζηζιούλα, «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου», Χαριστήρια εις τιμήν του μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 303-304, υποσ. 31. Ιωάννη Παναγόπουλου, «Οντολογία ή θεολογία του προσώπου», Σύναξη 13/1985, σσ. 63-79, Σύναξη 14/1985, σσ. 35-47. Σάββα Αγουρίδη, «Μπορούν τα πρόσωπα της Τριάδος να δώσουν τη βάση για Περσοναλιστικές απόψεις περί του Ανθρώπου; Σχόλια σε κάποιες σύγχρονες Ορθόδοξες θεολογικές προσπάθειες», Σύναξη 33/1990, σσ. 67-78. Ιερόθεου Βλάχου, Πρόσωπο και ελευθερία, Λεβάδεια 1991, σσ. 64, 76, 85-86, 99 κ.έ. π. Νικολάου Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 199, σσ. 283, 285-287, 292, 302. Του ιδίου, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 67-111. Στέλιου Ράμφου, Ο καημός του ενός. Κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2000. Παντελή Καλαϊτζίδη, Ελληνικότητα και Αντιδυτικισμός στη «Θεολογία του ’60», διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2008.
[14] Βλ. Πέτρου Μακρή (επιμ.), Μαρξιστές και Ορθοδοξία. Διάλογος ή διαμάχη; (επιμ.), εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1983. Στον τόμο αυτό συμμετέχουν οι: Κωστής Μοσκώφ, Ευτύχης Μπιτσάκης, Χρήστος Γιανναράς, π. Γεώργιος Καψάνης, Σάββας Αγουρίδης, Μίκης Θεοδωράκης, Αναστάσιος Αλεβίζος (Τάσσος), π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς, Μανόλης Μηλιαράκης, Κώστας Ζουράρις, π. Γεώργιος Μεταλληνός, Γιώργος Χατζηιακώβου, Παναγιώτης Νέλλας, Στέλιος Παπαθεμελής, Γιώργος Μανιάτης, Στέλιος Ράμφος, Διονύσης Σαββόπουλος.
[15] Παντελή Καλαϊτζίδη, Ελληνικότητα και Αντιδυτικισμός στη «Θεολογία του ’60», ό.π.
[16] Βλ. τα έργα του Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα εκδ. Αθηνά, Αθήνα 1970, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα1992, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το σχίσμα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2015.
[17] Βλ. ενδεικτικά το πρόσφατο έργο του Paul Gavrilyuk, Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ και η Ρωσική Θρησκευτική Αναγέννηση, μετάφραση Νικόλαος Ασπρούλης, Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ρεύμα της ρωσικής θρησκευτικής αναγέννησης που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και μεταφέρθηκε στη Δύση μετά την Οκτωβριανή επανάσταση έλαβε την προσωνυμία ρωσική θρησκευτική φιλοσοφία. Από αυτό το ρεύμα θα ξεκινήσει και η ανανέωση της Ορθόδοξης θεολογίας κατά τον 20ό αιώνα, αρχικά στους κόλπους της θεολογίας των Ρώσων της διασποράς, και θα έλθει και στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά τη δεκαετία του 1960.
[18] Βλ. τη διδακτορική διατριβή του στη Θεσσαλονίκη με τίτλο Το οντολογικόν περιεχόμενον της θεολογικής εννοίας του προσώπου, 1970.
[19] Βλ. Το πρόσωπο και ο έρως, εκδ. Παπαζήση, 1976. Τέταρτη έκδοση, εκδ. Δόμος 1987.
[20] Αρκετά χρόνια μετά την εκλογή του Χρήστου Γιανναρά στο Πάντειο, ο παλαιός μαθητής του στη Σχολή Μωραΐτη και πλέον καθηγητής φιλοσοφίας Στέλιος Βιρβιδάκης σε ευσύνοπτη κριτική του θεωρεί ότι οι «νεορθόδοξοι θεολόγοι», όπως ο Χρήστος Γιανναράς και ο Στέλιος Ράμφος, χρησιμοποιούν επιλεκτικά και αποσπασματικά τις θέσεις των αρχαίων φιλοσόφων εμπνεόμενοι από συγκεκριμένες μεταφυσικές προκαταλήψεις. «Οι νεορθόδοξοι ματαίως καταγγέλλουν την ουσιοκρατία της Δύσης, δέσμιοι οι ίδιοι μιας υπερβατικής έννοιας ουσίας της ελληνικότητας που πηγαίνει πέρα από κάθε περιοριστική αρχαιοελληνική ή δυτικοχριστιανική οντολογική σύλληψη. Η οικειοποίηση τους της κλασικής φιλοσοφίας –ανεξάρτητα από τις όποιες εύστοχες επί μέρους αναγνώσεις τους– προδίδει την αυθαιρεσία και τον ανορθολογισμό των υπαρξιστικών τους αιτημάτων αλλά και τα αδιέξοδα των κοινοτιστικών και εθνοκεντρικών τους οραμάτων». Βλ. Στέλιου Βιρβιδάκη, «Πρόσληψη και οικειοποίηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας από τη νεορθόδοξη θεολογία», Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας 1/1998, σσ. 84-95.
[21] Βλ. τα εξής έργα: Ορθός Λόγος και κοινωνική πρακτική, εκδ. Δόμος 1984, Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας, εκδ. Δόμος 1985, Το πραγματικό και το φαντασιώδες στην Πολιτική Οικονομία, εκδ. Δόμος 1989, Μετανεωτερική Μεταφυσική, εκδ. Δόμος 1993, Η απανθρωπία του δικαιώματος, εκδ. Δόμος 1998, Το ρητό και το άρρητο – Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ. Ίκαρος 1999, Πολιτιστική Διπλωματία – Προθεωρία ελληνικού σχεδιασμού, εκδ. Ίκαρος, 2001, Οντολογία της σχέσης, εκδ. Ίκαρος, 2004, Εξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, 2011.
[22] Ηρακλείτου, Testimonia, Fragment 38, βλ. Diels / Kranz, Fragmente der Vorsokratiker, τoμ. Ι, σ. 148, 29-30: «διὰ τούτων γὰρ ῥητῶς παραστήσας ὅτι κατὰ μετοχὴν τοῦ θείου λόγου πάντα πράττομέν τε καὶ νοοῦμεν ὀλίγα προσδιελθὼν ἐπιφέρει· διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ, τουτέστι τῷ κοινῷ, ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός. τοῦ λόγου δ᾿ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. ἡ δ᾿ ἔστιν οὐκ ἄλλο τι ἀλλ᾿ ἐξήγησις τοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. διὸ καθ᾿ ὅ τι ἂν αὐτοῦ τῆς μνήμης κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα».
[23] Το έργο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά το 1970 στη σειρά «Σύνορο» εκδ. Αθηνά, αναθεωρήθηκε σε δεύτερη έκδοση το 1979 στις εκδ. Γρηγόρη και εκδόθηκε σε οριστική μορφή το 2002 από τις εκδ. Ίκαρος.
[24] Στη θεώρηση αυτή του Χρήστου Γιανναρά υπάρχουν ενδεχομένως υπόρρητες επιδράσεις της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας του Nicolas Afanassieff, βλ. ενδεικτικά, «Les canons et la conscience canonique», Contacts 21/1959, σσ. 112-127. «The canons of the Church: Changeable or unchangeable?», St Vladimir’s Seminary Quarterly, 11/1967, σσ. 54-68. «L’Assemblée eucharistique unique dans l’église ancienne», Κληρονομία 6/1974/1, σσ.1-36. L’Eglise du Saint- Esprit, εκδ. Cerf, Paris, 11975.
[25] Βλ. Τα καθ’ εαυτόν, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ.
[26] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, Πρόλογος 3ης αναθεωρημένης έκδοσης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2002, 15-16.
[27] Βλ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο: Πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα;, εκδ. Εστία, Αθήνα 2010, σ. 64.
[28] Πρόκειται για ρήση του Γρηγορίου Θεολόγου την οποία προσλαμβάνει και ο Γρηγόριος Παλαμάς. Βλ. Ιωάννη Καρμίρη, «Τόμος Συνοδικός 1351», Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα ²1960, τ. Α΄, σ. 379.
[29] Βλ. Παντελή Καλαϊτζίδη, Ελληνικότητα και Αντιδυτικισμός στη «Θεολογία του ’60», ό.π., σσ. 209-584.
[30] Βλ. το έργο του, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το Σχίσμα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2015, το οποίο γράφτηκε μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης.
[31] Βλ. το άρθρο του Michael Gibson, «The Question of Identity and Eastern Orthodoxy in the Thought of Christos Yannaras», https://www.academia.edu/946991/Either_Or_The_Question_of_Identity_and_Eastern_Orthodoxy_in_the_Thought_of_Christos_Yannaras. Brandon Gallaher, «Orthodoxy and the West-The Problem of Orthodox Self-Criticism in Christos Yannaras», Polis, Ontology, Ecclesial Event: Engaging with Christos Yannaras’ Thought, ed. Sotiris Mitralexis, Cambridge James Clarke & Co, 2018, σσ. 206-225. XX, «The problematic of Greek Identity and Christos Yannaras’ Quest for a Politics of Authentic Existence», Polis, Ontology, Ecclesial Event: Engaging with Christos Yannaras’ Thought, σσ. ΧΧ.
[32] Ο αντιδυτικισμός ως ιδεολογική κατασκευή των νεότερων Ορθοδόξων διανοουμένων και ως κυρίαρχη εθνικορομαντική ιστορικοπολιτισμική αφήγηση για τη σύγκρουση των πολιτισμών Ανατολής και Δύσεως, μεταξύ άλλων και στον Χρήστο Γιανναρά, αποδομείται κυρίως μέσα από το πρίσμα της μετα-αποικιακής κριτικής στον συλ. τόμο George E. Demacopoulos and Aristotle Papanikolaou (eds.), Orthodox Constructions of the West, Fordham University Press, New York 2013. Βλ. Pantelis Kalaitzidis and Haralambos Ventis, “The Image of the West in Contemporary Greek Theology” σσ. 142–160 και Basilio Petrà, “Christos Yannaras and the Idea of ‘Dysis’”, σσ. 161–180.
[33] Βλ. Daniel Paul Payn, The Revival of Political Hesychasm in Contemporary Orthodox Thought: The Political Hesychasm of John Romanides and Christos Yannaras, Lexington Books, Lanham, Maryland 2011.
[34] Τη θεώρηση αυτή πραγματεύεται στο έργο του Η ελευθερία του ήθους.
[35] Βλ. το άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, «Το ‘Σύνορο’ και ο Χρήστος Γιανναράς. Η θεολογική πρόταση της αποηθικοποίησης του Χριστιανισμού», Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία, Η ‘Θεολογία του ’60’», εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 315-326.327-356. Βλ. επίσης τον συλ. τόμο, Η επιστροφή της ηθικής (επιμ.) Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2013.
[36] Βλ. ενδεικτικά Ορθοδοξία και Δύση στην Ελλάδα σήμερα και Ενάντια στη θρησκεία, όπ.π.
[37] Ιωάννου Ζηζιούλα, «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου», ό.π., σσ. 287-323.
[38] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Το αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983. Το έργο αυτό του Χρήστου Γιανναρά έκανε σιωπηρά τις περισσότερες επανεκδόσεις από κάθε άλλο βιβλίο του.
[39] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, «Ανθρώπινα δικαιώματα και Ορθόδοξη Εκκλησία», στον συλ. τόμο, Εμμανουήλ Κλάψη (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο, Ένας οικουμενικός διάλογος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σσ. 160-168.
013, Σταύρος Γιαγκάζογλου
ΠΗΓΗ:https://mag.frear.gr/to-alitheyein-os-koinonein-theologia-kai-filosofia-sto-ergo-toy-christoy-giannara/?fbclid=IwY2xjawFvxptleHRuA2FlbQIxMQABHRUeH6g9pkhihIV_Elsux3-iwsCxnQquJ9cbjRKXFEyUysLgbk95h1uW2g_aem_5jMoiXKSuKlS3YkEM9IFWw
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Η τάση ανάτασης και ανανέωσης που διαπιστώνεται σχεδόν σε όλους τους τομείς της νεοελληνικής πολιτιστικής ζωής, τα νέα ρεύματα και οι δημιουργικές συνθέσεις που εμφανίζονται στον κινηματογράφο και στο θέατρο, στη μουσική, στην τέχνη και στη λογοτεχνία, χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του 1960. Η τραυματική εμπειρία της κατοχής και του εμφυλίου, αλλά και η αδιάσειστη ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος, σε συνδυασμό με τις νέες δυνατότητες επικοινωνίας και οικονομικής ανάπτυξης παγκόσμια, προσέδωσαν στη νεοελληνική ζωή ιδιαίτερο εκφραστικό δυναμισμό και εκπληκτική αφομοιωτική ικανότητα. Ό,τι συμβαίνει στα γράμματα και στις τέχνες, μοιάζει να είναι, κατά κάποιον τρόπο, η δημιουργική συνέχεια της γενιάς του 1930. Η λάμψη και η πρωτοπορία του 1960 επηρέασε και την ελλαδική θεολογική σκέψη, στην οποία διαπιστώνεται σημαντική ανανέωση και στροφή. Στη δεκαετία του 1960 η ελλαδική θεολογία άρχισε να προσλαμβάνει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της και να ερμηνεύει με έναν εντελώς νέο τρόπο την πατερική θεολογία και παράδοση της Εκκλησίας, το ευχαριστιακό γεγονός της Θείας Λειτουργίας, αλλά και το ασκητικό βίωμα της μοναστικής πνευματικότητας. Η έκδοση και η μελέτη πατερικών και λειτουργικών κειμένων, η οποία ξεκίνησε προ πολλού στη Δύση, έφθασε και στην Ελλάδα προετοιμάζοντας μια απροσδόκητη άνθιση της θεολογίας. Η Ορθόδοξη Παράδοση, η ευχαριστιακή εκκλησιολογία, η θεολογία του προσώπου, η διάκριση ουσίας και ενεργειών στο περί Αγίας Τριάδος δόγμα, η θεολογία της εικόνας, η φιλοκαλική ασκητική του ορθόδοξου ήθους, η μοναστική παράδοση ως άξονες και προτεραιότητες του θεολογικού ενδιαφέροντος, έδειχναν ότι η νεότερη ορθόδοξη σκέψη στην Ελλάδα αναζητά και ξαναβρίσκει τη χαμένη αυτοσυνειδησία της πέρα από τον ευσεβισμό των χριστιανικών οργανώσεων και τη νοησιαρχία της ακαδημαϊκής θεολογίας. Η ανανεωτική αυτή στροφή προέκυψε μάλιστα ως αποτέλεσμα ενός ανοικτού και ειλικρινούς διαλόγου με τα ανανεωτικά κινήματα της θεολογίας στη Δύση, όπως η βιβλική, η πατερική, η λειτουργική και η οικουμενική κίνηση, με σημείο αιχμής και ενδιάμεσο καταλύτη την ουσιαστική και γόνιμη παρουσία των Ορθοδόξων Ρώσων θεολόγων της διασποράς. Το έργο αυτό ξεκίνησε στην Ελλάδα κατά κάποιον τρόπο με την έκδοση του εκλαϊκευμένου φυλλαδίου ορθόδοξης διδαχής Κιβωτός, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Φώτης Κόντογλου και ο Βασίλης Μουστάκης και με τα άρθρα του αγιορείτη μοναχού π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη[2]. Ακολούθησαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι πρωτοποριακές διατριβές του Νίκου Νησιώτη και του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, καθώς και οι πρώτες εκδόσεις και σειρές πατερικών κειμένων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Συνάμα ο Δημήτρης Κουτρουμπής[3] αθόρυβα συνέβαλε προς αυτήν την κατεύθυνση στους κόλπους της «Ζωής», όταν κλήθηκε να βοηθήσει στην επανεκκίνηση και στον νέο προσανατολισμό της αδελφότητας μετά τη διάσπαση και τη δημιουργία του «Σωτήρα». Παρά την επιχειρούμενη ανανέωση στους κόλπους της «Ζωής», στην οποία συμμετείχαν και σημαντικοί θεολόγοι της Ρωσικής διασποράς, όπως ο π. Ιωάννης Μάγιεντορφ και η Ελίζαμπεθ Μπερ-Ζιζέλ, με τη διεξαγωγή διαφόρων θεολογικών συμποσίων, εκδόσεων και συναντήσεων που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η ανανέωση όχι μόνο δεν προχώρησε, αλλά αντίθετα προέκυψε ένα μεγάλο κύμα εξόδου σημαντικών στελεχών και νέων ανθρώπων από τη «Ζωή». Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Χρήστος Γιανναράς επικεφαλής της νεανικής συντροφιάς που εξέδιδε τη Σκαπάνη[4]. Ως γνωστόν, η κρίση αυτή των χριστιανικών οργανώσεων οδήγησε σε μια εντυπωσιακή σε μέγεθος προσέλευση νέων ανθρώπων στις μονές του Αγίου Όρους και στην εκπληκτική αναγέννηση του αγιορειτικού μοναχισμού κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Ο Χρήστος Γιανναράς συνδέθηκε ιδιαίτερα με τη Μονή Σταυρονικήτα και αργότερα με τη Μονή Ιβήρων, όπου διετέλεσε διαδοχικά ηγούμενος ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, παλαιός φίλος από τη «Ζωή» και την κοινή μαθητεία τους στον Δημήτρη Κουτρουμπή. Κάθε επίσκεψή του στο Άγιον Όρος –και υπήρξαν πολλές– γινόταν πηγή ανανέωσης και πνευματικής δημιουργίας.
Ο Χρήστος Γιανναράς εγκαταλείπει τη «Ζωή» μετά την ανακοπή της έκδοσης του περιοδικού Σκαπάνη (1961-1963), το οποίο ετοίμαζε με μια νεανική συντροφιά και εξέδιδε υπό την εποπτεία της πτέρυγας των Ακτίνων[5]. Ελεύθερος πλέον από τη δέσμευσή του στη «Ζωή» και με τη γόνιμη μαθητεία του στον Δημήτρη Κουτρουμπή, προχώρησε στην έκδοση του πρωτοποριακού θεολογικού περιοδικού Σύνορο[6] με την ίδια σχεδόν ομάδα σύνταξης. Το περιοδικό Σύνορο (1964-1967) στα λιγοστά τεύχη που πρόλαβε να εκδώσει μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, εξέφρασε ουσιαστικά και συμβολικά τη μεγάλη στροφή και ανανέωση που ξεκίνησε στην ελλαδική θεολογία στη δεκαετία του 1960. Παράλληλα με την έκδοση του Συνόρου ο Χρήστος Γιανναράς πραγματοποιεί επί τρία έτη σπουδές φιλοσοφίας στη Βόννη (1964-1967) και κατόπιν συνεχίζει τις σπουδές του στη Σορβόννη (1968-1970). Ενδιάμεσα και λίγο πριν τη δικτατορία καταθέτει διατριβή με τίτλο Η μεταφυσική του σώματος[7], η οποία, όμως, δεν έγινε δεκτή από τη Θεολογική Σχολή των Αθηνών. Στο Παρίσι αναθεωρεί την εν λόγω διατριβή και την καταθέτει εκ νέου στη γαλλική γλώσσα λαμβάνοντας τον τίτλο του διδάκτορα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Το 1970 υποστηρίζει νέα διατριβή με επιβλέποντα τον καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης με θέμα Το οντολογικόν περιεχόμενον της θεολογικής εννοίας του προσώπου και λαμβάνει τον τίτλο του διδάκτορα θεολογίας. Ακολούθως, δίδαξε αρχικά κατά την περίοδο των σπουδών του στο Παρίσι, στο Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας του Αγίου Σεργίου και στο Ινστιτούτο Οικουμενικών Σπουδών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως εκπαιδευτικός πάνω από δέκα έτη στη Σχολή Μωραΐτη. Κατόπιν κλήθηκε και δίδαξε για δύο έτη ως επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Γενεύης, ενώ δίδαξε και στα πρώτα έτη λειτουργίας της στη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου. Το 1982 εξελέγη εν μέσω οξύτατων αντεγκλήσεων, αναβολών και ποικίλων προσκομμάτων, κυρίως από την αριστερή διανόηση, καθηγητής φιλοσοφίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών στην Αθήνα. Τα τελευταία πενήντα έτη στα ακαδημαϊκά δρώμενα δεν υπήρξε άλλη εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου που να απασχόλησε τόσο έντονα τον Τύπο και την κοινή γνώμη. Επί ένα σχεδόν έτος εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας φιλοξενούσαν άρθρα, απόψεις και αφιερώματα για την υποψηφιότητα και εκλογή του Χρήστου Γιανναρά. Το πρόβλημα δεν ήταν ασφαλώς η νομιμότητα της διαδικασίας, αλλά εάν ο Χρήστος Γιανναράς ως θεολόγος νομιμοποιούνταν να διδάξει φιλοσοφία. Για την πλειονότητα των διδασκόντων το γνωστικό αντικείμενο της φιλοσοφίας ο Χρήστος Γιανναράς ήταν ένας τυπικός αντιρασιοναλιστής και αντιδραστικός θεολόγος με εμμονή στον βυζαντινό μυστικισμό και αντιδυτικισμό και ως εκ τούτου «ξένος» και εκ διαμέτρου αντίθετος στην έρευνα και σπουδή της φιλοσοφίας[8].
Η παρουσία του Χρήστου Γιανναρά στον δημόσιο χώρο υπήρξε ιδιαίτερα διακριτή, κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Το πλούσιο συγγραφικό έργο του, αλλά και η δημόσια παρουσία του τον έχουν καταστήσει πλέον μία σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης. Το συνολικό έργο του αριθμεί πάνω από 80 βιβλία, τα οποία είναι είτε εκτενείς επιστημονικές μονογραφίες είτε συλλογή άρθρων και επιμέρους μελετών. Ένα μεγάλο μέρος της εργογραφίας του έχει μεταφραστεί σε πάνω από ένδεκα ευρωπαϊκές γλώσσες. Το συγγραφικό έργο του αποτελεί σπουδή και έρευνα κυρίως των διαφορών μεταξύ της ελληνικής σκέψης είτε στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική είτε στην πατερική και θεολογική έκφρασή της σε σχέση με τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και παράδοση είτε στη μεσαιωνική είτε στη νεωτερική εκδοχή της. Για τον Χρήστο Γιανναρά οι διαφορές αυτές εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς πολιτισμούς και συνιστούν δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους του βίου. Ο Χρήστος Γιανναράς επί σειρά ετών υπήρξε ένας από τους πλέον επιδραστικούς διανοούμενους στον δημόσιο χώρο, διατηρώντας σταθερή επιφυλλιδογραφία σε μεγάλες κυριακάτικες εφημερίδες. Συχνά εμφανιζόταν στην τηλεόραση σε ποικίλες εκπομπές συζητήσεων για θέματα και προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και προσκαλούνταν να μιλήσει σε διάφορες πόλεις στην Ελλάδα αλλά και στον Ελληνισμό της διασποράς[9]. Η έγνοια του για την πορεία του Ελληνισμού στο εξωτερικό αλλά και οι διάφορες περιοδείες σε πόλεις της Ελλάδος ήταν μια προσπάθεια να μεταφερθεί η θεολογία αλλά και οι θέσεις του για την ελληνική παράδοση και ταυτότητα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Συνάμα, συνδέθηκε στενά και με τη γόνιμη παρουσία των Ορθοδόξων στη Δυτική Ευρώπη, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορες εθνικές και πολιτισμικές παραδόσεις.
Κάθε νέο βιβλίο που εξέδιδε γινόταν αφορμή γόνιμων συζητήσεων. Τα κείμενα και ο προφορικός του λόγος εξέφραζαν την αμεσότητα και την αίσθηση μιας σύγχρονης και διαλεγόμενης σκέψης, πάντοτε με ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη εκφραστική τέχνη. Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε για πολλές δεκαετίες ο αιώνιος έφηβος της νεοελληνικής θεολογίας. Όταν πρωτοδιάβασα ως φοιτητής τα κείμενα του[10], το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η «μαστορική» της γλώσσας του, μια γλώσσα καίρια ποιητική, βαθιά υπαρξιακή και έντονα παραστατική, ο λόγος ως «τέχνημα». Παρόμοια θεολογική γλώσσα εντόπισα κατόπιν στον Πωλ Ευδοκίμωφ, Ρώσο θεολόγο της διασποράς, αλλά και στον Ολιβιέ Κλεμάν, από τους οποίους, καθώς νομίζω, επηρεάστηκε γλωσσικά και αισθητικά. Σημαντική επίδραση ως προς τη γλώσσα και το ύφος της έκφρασης δέχτηκε επίσης από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και ευρύτερα από τη λογοτεχνική γενιά του 1930, κυρίως ως προς τον ελληνοκεντρικό άξονα του έργου του. Ως προς τη σημασία της ελληνικότητας, την ιθαγένεια του τοπίου και της λαϊκής παράδοσης, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Δημήτρης Πικιώνης φαίνεται να άσκησε σημαντική επίδραση στις αισθητικές αντιλήψεις του Χρήστου Γιανναρά ήδη από τη νεότητά του. Η θεολογική αφύπνιση και η αλλαγή πορείας του μετά την αποχώρησή του από τη «Ζωή» φαίνεται ότι σχετίζεται με τη γόνιμη μαθητεία που είχε κοντά στον Δημήτρη Κουτρουμπή στα χρόνια της Σκαπάνης και του Συνόρου. Τη θεολογική του σκέψη φαίνεται να επηρέασαν αφετηριακά ο Νίκος Νησιώτης (1956) και ο Ιωάννης Ζηζιούλας (1965) με τις πρωτοποριακές διατριβές τους[11], και κατόπιν ο Βλαντιμίρ Λόσκυ, ο Πωλ Ευδοκίμωφ και ο Ολιβιέ Κλεμάν, ενώ στη φιλοσοφική του προσέγγιση επέδρασε καταλυτικά ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο σημαντικότερος φιλόσοφος του υπαρξισμού του 20ού αιώνα. Οι πηγές της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά ανιχνεύονται σε όλο το εύρος της βιβλικής και πατερικής παράδοσης, με ιδιαίτερη έμφαση στις αρεοπαγιτικές συγγραφές, στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ενώ ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η λογοτεχνική γενιά του 1930 φαίνεται ότι τον ενέπνευσαν ποικιλοτρόπως σε ό,τι αφορά τη ζωντανή λαϊκή παράδοση και την αδιάκοπη συνέχεια της ελληνικότητας. Συνάμα, ο Χρήστος Γιανναράς με το έργο του επιχείρησε να αναδείξει μία «ελληνική» ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και τη γόνιμη πρόσληψη και συνέχειά της στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, πέρα από την αποσπασματική πρόσληψή της από τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση.
Ο θεολόγος και φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς είναι ασφαλώς μια ιδιαίτερη παρουσία στα θεολογικά και φιλοσοφικά πράγματα του τόπου μας. Εδώ και πέντε δεκαετίες αναπτύσσει έναν γόνιμα κριτικό θεολογικό και φιλοσοφικό στοχασμό, ο οποίος προκάλεσε ήδη από τη δεκαετία του 1960 έντονες ζυμώσεις, συζητήσεις και ενίοτε αντιπαραθέσεις. Υπήρξε προβεβλημένος και παρεμβαίνων διανοούμενος εξ αρχής στη νεοελληνική πνευματική, κοινωνική και πολιτική ζωή[12]. Αν το έργο του προκάλεσε αναταράξεις και πολλαπλές συζητήσεις στον χώρο της θεολογίας[13], στο επίπεδο της φιλοσοφικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ο Χρήστος Γιανναράς θεωρήθηκε και κατατάχθηκε από τη δημοσιογραφική αντίληψη της δεκαετίας του 1980 στο ρεύμα των λεγόμενων «νεορθόδοξων διανοουμένων», πράγμα το οποίο, πέρα από την αμηχανία που προκαλεί, είναι εντελώς σχηματικό, υποτιμητικό και αναληθές. Τα περί νεορθόδοξου ρεύματος με κύριο εκφραστή τον Χρήστο Γιανναρά προέκυψαν κατά την περίοδο του χριστιανομαρξιστικού διαλόγου που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980[14]. Σαφώς η δημοσιογραφική αυτή αντίληψη αντανακλά και ευρύτερα τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική διανόηση αντιλαμβάνεται την ανανέωση της Ορθόδοξης θεολογίας και τον διάλογό της με ευρύτερα ρεύματα της σκέψης και του πολιτισμού. Την ίδια περίοδο μαινόταν ένας ιδιότυπος πόλεμος σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας για την εκλογή του Χρήστου Γιανναρά σε θέση καθηγητή φιλοσοφίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Για τη μαρξιστική και διαφωτιστική διανόηση ένας θεολόγος δεν νομιμοποιείται να διδάξει φιλοσοφία, διότι η Ορθοδοξία και το Βυζάντιο αντίκεινται στις αρχές της αρχαίας ελληνικής σκέψης, αλλά και στις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία. Η διαμάχη για την εκλογή του Χρήστου Γιανναρά εμφάνισε παρεμπιπτόντως κάποιες αναλογίες και ομοιότητες από την παλαιά έριδα μεταξύ των οπαδών του νεοελληνικού Διαφωτισμού και των εκφραστών της Ορθόδοξης παράδοσης ή της διένεξης μεταξύ Σλαβοφίλων και Δυτικιστών στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Αμέσως μετά τον διορισμό του Χρήστου Γιανναρά στο Πάντειο σταμάτησαν αίφνης οι αντιδράσεις που φαίνεται ότι εκδηλώνονταν από μερίδα πανεπιστημιακών. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα που ανέδειξε η διαμάχη αυτή δεν ήταν μόνο το ζήτημα της σχέσης φιλοσοφίας και θεολογίας, αλλά και το ζήτημα της ελληνοκεντρικότητας και του αντιδυτικισμού στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά[15]. Ο ελληνορθόδοξος κόσμος και πολιτισμός του Βυζαντίου, τον οποίο εξέφραζε ο Χρήστος Γιανναράς, δεν μπορεί να είναι συμβατός με τα ανθρωπολογικά προτάγματα του κοινωνικού και επιστημονικού ορθολογισμού της νεωτερικότητας. Η συζήτηση αυτή στον τόπο μας παραμένει ανοικτή πληγή ακόμη και σήμερα.
Η παράξενη σιωπή ή η μη πρόσληψη του έργου του Χρήστου Γιανναρά από τους ομότεχνους του στον χώρο της φιλοσοφίας και ευρύτερα της ελληνικής διανόησης σχετίζεται ασφαλώς με την πόλωση και τις ιδεολογικές αντιθέσεις που προκάλεσε η εκλογή του σε καθηγητική έδρα. Η στάση αυτή οφείλεται γενικότερα σε βαθιές πνευματικές προκαταλήψεις που σχετίζονται με τα στεγανά που υψώνονται μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στον τόπο μας ως μία κατεστημένη κληρονομιά του Διαφωτισμού. Επιπροσθέτως, η σιωπή αυτή οφείλεται και σε μια δυσανασχέτηση έναντι του έντονου ελληνοκεντρικού στοιχείου, καθώς και του ενίοτε ριζικού αντιδυτικισμού του Χρήστου Γιανναρά[16]. Πάντως το πρόβλημα του διαλόγου θεολογίας και φιλοσοφίας έχει προ πολλού ξεπεραστεί στη Δύση, ευρωπαϊκή και αμερικανική, ενώ η ρωσική θρησκευτική και φιλοσοφική σκέψη του 19ου και του 20ού αι. επικεντρώθηκε σε έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και της ορθόδοξης θεολογίας[17].
Ο Χρήστος Γιανναράς παρεμβαίνει στον φιλοσοφικό στοχασμό ως μεταμοντέρνος φιλόσοφος και συγχρόνως ως ένας διανοούμενος που επιχειρεί να ερμηνεύσει την ελληνική σκέψη, καθώς έχει άμεση επαφή με τις πηγές και τα κείμενα της αδιάκοπης ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης από την κλασική αρχαιότητα ως τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Για τον Χρήστο Γιανναρά η αρχαιοελληνική γνωσιολογία συνεχίζεται ως φιλοσοφική μέθοδος στην ελληνική πατερική θεολογία και ευρύτερα στη βυζαντινή σκέψη, μολονότι αλλάζει ριζικά το οντολογικό περιεχόμενό της. Η διαχρονική αυτή συνέχεια του ελληνικού στοχασμού εντοπίζεται στην ταύτιση της αλήθειας όχι στο πλαίσιο της ατομικής πρόσβασης στη γνώση, αλλά ως γεγονός και άθλημα διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται για τη σχέση που κατορθώνεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και κοινωνία. Καθώς επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς, το «ἀληθεύειν» ταυτίζεται με το «κοινωνεῖν» σε όλη τη μακρόσυρτη διάρκεια της ελληνικής σκέψης από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο. Πριν την εκλογή στο Πάντειο, ο Χρήστος Γιανναράς είχε εκδώσει τη μελέτη Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης ή περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού (1967), επιχειρώντας να διασαφήσει τις διαφορές της ελληνικής φιλοσοφίας και παράδοσης από τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη. Ακόμη προχώρησε στην αναθεώρηση της σύντομης διατριβής του για το οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου[18] σε μια πλήρη και συστηματική πραγματεία για τη γνωσιολογία και την οντολογία της πρώτης και μέσης χριστιανικής περιόδου σε γόνιμο διάλογο με τη σύγχρονη οντολογική έρευνα, κυρίως της φαινομενολογικής σχολής και ιδιαίτερα των φιλοσόφων της υπάρξεως όπως ο Χάιντεγκερ. Τόσο η διατριβή του που επανεκδίδεται πλήρως ανανεωμένη υπό τον τίτλο Το πρόσωπο και ο έρως το 1976[19], όσο και το Σχεδίασμα εισαγωγής στη Φιλοσοφία, το οποίο εκδίδεται το 1980, προκαλεί από αμηχανία έως και απόρριψη. Είναι σαφές ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός του Χρήστου Γιανναρά, επειδή ακριβώς διαλέγεται με τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, δεν γίνεται αποδεκτός από τους φιλοσοφικούς κύκλους[20].
Μετά την εκλογή του στο Πάντειο ο Χρήστος Γιανναράς θα προχωρήσει στην έκδοση μιας σειράς σημαντικών μονογραφιών για την κοινωνιολογική εκδοχή του ορθού λόγου και της γνώσης, για την κριτική οντολογία της αλήθειας ως σχέσης, για τη φιλοσοφική διερεύνηση της πολιτικής οικονομίας, για τη θεμελίωση μιας μετανεωτερικής μεταφυσικής, για τη θεώρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου πέρα από την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία, για τα γλωσσικά όρια του ρεαλισμού της μεταφυσικής ως εμπειρίας της σχέσης, για τον πολιτικό σχεδιασμό μιας ελληνικής πολιτισμικής διπλωματίας, για την οντολογία της σχέσης ως πρότασης νοήματος της ύπαρξης και, τέλος, θα επιχειρήσει μια αναστοχαστική ανακεφαλαίωση του έργου του στο επίπεδο της όντως φιλοσοφίας που είναι έργο τέχνης πέρα από τα διάφορα γλωσσικά παίγνια του ανθρώπινου λόγου[21]. Ο Χρήστος Γιανναράς χάραξε νέους δρόμους στην ελληνική φιλοσοφική διανόηση συσχετίζοντάς την με την πατερική σκέψη και θεολογία. Πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με το οντολογικό ερώτημα και την οντολογία του προσώπου με βάση την ορθόδοξη πατερική θεολογία. Το γεγονός αυτό υπήρξε και η αιτία της σιωπής, της αμηχανίας ή και της απόρριψης του έργου του και από τους ομοτέχνους του.
Η γλώσσα ως τέχνημα και ως έκφραση κοινωνίας και σχέσης
Ο Χρήστος Γιανναράς πρώτος εισήγαγε και καλλιέργησε τη σύγχρονη έκφραση της θεολογίας στη δημοτική γλώσσα, εισάγοντας τον τύπο του θεολογικού δοκιμίου και αλλάζοντας μια ολόκληρη νοοτροπία στην ακαδημαϊκή θεολογία αλλά και ευρύτερα στον εκκλησιαστικό χώρο. Το εγχείρημα αυτό, ιδιαίτερα μετά την κρίση και κατάρρευση του ευσεβισμού των χριστιανικών οργανώσεων, μετά το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού όπως επιβλήθηκε στην περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας και μετά τις νέες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες που εγκαινίασε η Μεταπολίτευση, υπήρξε καίρια καταλυτικό. Στην ουσία ο Χρήστος Γιανναράς μετασχημάτισε τη θρησκειοποιημένη και ηθικίζουσα γλώσσα του εκκλησιαστικού χώρου, αλλά και την ξύλινη και νοησιαρχική καθαρεύουσα γλώσσα της ακαδημαϊκής θεολογίας σε μία δόκιμη δημοτική γλώσσα, η οποία εξέφραζε στον δημόσιο χώρο μια θεολογία με έντονα υπαρξιακό χαρακτήρα και νόημα ζωής για τον σύγχρονο άνθρωπο. Από την άποψη αυτή ο Χρήστος Γιανναράς πρώτος διαμόρφωσε και εισήγαγε στην Ελλάδα μια δημόσια θεολογία. Πέρα από το έργο του, υπάρχει και η μαρτυρία πολλών ανθρώπων ότι χάρη στον δημόσιο και κριτικό λόγο του Χρήστου Γιανναρά μπορούσαν να μιλούν κατά τη δεκαετία του 1970 ή και του 1980 στα σχολεία, στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία για θέματα ορθόδοξης πίστης και ζωής δίχως να ντρέπονται ή να αντιμετωπίζουν ένα είδος άμεσου πολιτικού διασυρμού ή κοινωνικής υποτίμησης, λόγω της ιδεολογικής καπηλείας του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από το δικτατορικό καθεστώς. Πρόκειται, όντως, για μια καίρια πτυχή της συμβολής του Χρήστου Γιανναρά στα θεολογικά πράγματα. Ασφαλώς, οι ιδέες που συνδέονται με συγκεκριμένες ανάγκες και προβλήματα μιας εποχής κάποτε παλαιώνουν και χάνουν την αρχική τους λάμψη, ακόμη και τη σημασία ή τη λειτουργία τους. Πολλά από όσα ο Χρήστος Γιανναράς με τόλμη, γενναιότητα και πρωτοπορία εξέφρασε στις πρώτες δεκαετίες της πνευματικής πορείας του, σήμερα μοιάζουν να είναι κοινοί τόποι. Η συμβολή του, όμως, στη γλώσσα και στη λειτουργία της θεολογίας στον δημόσιο χώρο και ευρύτερα στον χώρο του πολιτισμού, νομίζω ότι θα πρέπει κάποτε να αναγνωριστεί ότι οφείλεται κατεξοχήν στη δική του εργώδη και εμπνευσμένη συμβολή.Πρόθεση του Χρήστου Γιανναρά είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί να μην αγκυλώνεται σε ψυχολογικές βεβαιότητες και ιδεολογικές αυθεντίες. Ο κριτικός λόγος στοχεύει στη νοηματοδότηση του βίου και επιχειρεί να κοινωνήσει τη γνώση πριν από κάθε σχηματική της διατύπωση. Ο φιλόσοφος και πεποικιλμένος λόγος του διερευνά το νόημα και τον σκοπό των πραγμάτων και των γεγονότων. Το περιεχόμενο ενός τέτοιου λόγου και τα σημαινόμενά του κομίζουν αμεσότητα στην αναζήτηση και γλωσσική έκφραση πρωτίστως της εμπειρίας και της σχέσης με ό,τι ο συγγραφέας ονομάζει υπαρκτική αλήθεια των ανθρώπων. Η γλώσσα είναι όργανο σχέσης και κοινωνίας, εκφράζει το πολιτιστικό υπόβαθρο και το ήθος, αποβαίνει λόγος αποκαλυπτικός της αλήθειας και της πληρότητας της ζωής.
Στις μέρες μας, επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς, όλο και περισσότερο η γλώσσα γίνεται πληροφορία, σύνθημα, κοινή λογική που εκτρέφει την αυθαιρεσία της δύναμης και απαιτεί την απόλυτη και αποτελεσματική αντικειμενικότητα. Ο τηλεοπτικός, ο πολιτικός, ο δημοσιογραφικός, ο λόγος της καθημερινότητας, αλλά και ο θρησκευτικός και ο λογοτεχνικός ακόμη και ο μουσικός λόγος γίνεται λόγος εμπορικός που προσφέρει έτοιμες πεποιθήσεις και βεβαιότητες. Επιζητεί να μας απαλλάξει από υπαρξιακές διακινδυνεύσεις και αμφιβολίες. Μια ολόκληρη μεθοδευμένη ρητορεία και τακτική θέλει να μας απαλλάξει από την ανασφάλεια και την αγωνία του κενού, της έλλειψης νοήματος του καθ’ ημέραν βίου. Ο φιλόσοφος λόγος του Χρήστου Γιανναρά, κριτικός και παρεμβατικός, επιμένει να ζητάει, πάντοτε από την αρχή, την έμπρακτη και εμπειρική εύρεση νοήματος και σκοπού των πραγμάτων και των γεγονότων. Είτε πρόκειται για την εξειδικευμένη μελέτη και σπουδή είτε για την προσφιλή του ενασχόληση με την επιφυλλίδα και αρθρογραφία του στον Τύπο είτε για τον εύρυθμο προφορικό του λόγο, η γλώσσα του Χρήστου Γιανναρά έχει αμεσότητα και ευαισθησία, κριτική και διερευνητική διάθεση, χρωματική καλλιέπεια και υπαρξιακή αγωνία. Ο Χρήστος Γιανναράς δεν πρόλαβε να ενσωματώσει στην κριτική του θεώρηση τον λόγο που διακινείται συχνά με έντονη τοξικότητα στα κοινωνικά δίκτυα και εν γένει στο διαδίκτυο. Ας δούμε στη συνέχεια την καθαυτό θεολογική και φιλοσοφική του εργογραφία και συμβολή.
Οι άξονες μιας κριτικής οντολογίας
Σπουδάζοντας τα κείμενα και τις μελέτες του Χρήστου Γιανναρά, διακρίνουμε έναν βασικό άξονα γύρω από ό,τι ο συγγραφέας ονομάζει κριτική οντολογία. Πρόκειται για έναν αφετηριακό προβληματισμό της φιλοσοφίας γύρω από το ερώτημα για το νόημα της ύπαρξης και την αιτιώδη αρχή της. Πέρα από τη φαινομενολογία των υπαρκτών, ποιο είναι το νόημα του Είναι, δηλαδή ξέχωρα από τους περιορισμούς του χώρου, του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου. Διερευνώντας τον ελληνικό φιλοσοφικό λόγο της πρώτης και μέσης χριστιανικής περιόδου, ο Χρήστος Γιανναράς εντοπίζει στην εμπειρική πραγματικότητα του προσώπου την αφετηρία για την πρόσβαση στο γεγονός της ύπαρξης καθ’ εαυτήν. Ο τρόπος της πρόσβασης, αυτό που κάνει το πρόσωπο προσιτό στη γνώση και στην εμπειρία μας είναι ο έρως ως αναφορά και έκσταση της ατομικής ύπαρξης. Ως καθολική αγαπητική αυτοπροσφορά, ο έρως αποκαλύπτει τον πάντοτε άμεσο, μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα της αλήθειας ως προσωπικής σχέσης.Πρόκειται για μία οντολογία που προϋποθέτει και παραμένει πάντοτε ανοικτή στην εμπειρική διερεύνηση, στην πληρέστερη διασάφηση ή ακόμη και στην αναίρεσή της. Η εμπειρία της σχέσης ως αφετηρία της κριτικής οντολογίας δεν εξαντλείται στις πιστοποιήσεις των αισθήσεων, όσο παραμονεύει ο κίνδυνος της ψευδαισθητικής και φαντασιώδους εμπειρίας. Πολύ περισσότερο απέχει η εμπειρία και αμεσότητα της σχέσης από την αντικειμενοποίηση της αλήθειας σε εννοιολογικούς προσδιορισμούς που διεκδικούν την ταύτιση της έννοιας με το νοούμενο πράγμα ή πρόσωπο. Καίριο κλειδί για να διασωθεί η εμπειρική επαλήθευση της γνώσης και της αλήθειας είναι ο αποφατισμός ως άρνηση να εξαντλείται η γνώση στη διατύπωσή της. Για τον Χρήστο Γιανναρά ο αποφατισμός έχει την ιστορική αφετηρία του στην αρχαιοελληνική σκέψη, αίφνης στον Ηράκλειτο και σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία, αλλά και στη γλώσσα της τέχνης και ευρύτερα του πολιτισμού. Η ρήση του Ηρακλείτου, «Καθ’ ὅ,τι ἃν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἃν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα»[22], γίνεται το leitmotif της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά. Η γνώση αληθεύει όταν κοινωνείται, δηλαδή όταν πιστοποιείται ως κοινή εμπειρία των σχέσεων. Η γνωσιοθεωρητική αυτή αρχή πέρασε κατόπιν ως αποφατική γνωσιολογία στη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, μολονότι αλλάζει ριζικά η οντολογία, ως νοηματοδότηση της ύπαρξης και της πράξης. Αντίθετα, για τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη η αρχαία ελληνική φιλοσοφία γέννησε την ατομοκεντρική νοησιαρχία ως θωράκιση της ατομικής νοητικής σύλληψης με αντικειμενικές βεβαιότητες. Το οικοδόμημα αυτό της νοησιαρχικής πρόσβασης στον οντολογικό προβληματισμό κατέρρευσε αργότερα από τη μηδενιστική οντολογία του Χάιντεγκερ, αλλά και από τον εν γένει μηδενισμό της ευρωπαϊκής σκέψης.
Ακόμη, σύμφωνα με τη θεώρηση του Χρήστου Γιανναρά, η εμπειρία δεν είναι απόδραση σε έναν απολυτοποιημένο μυστικισμό των ολίγων και εκλεκτών, κάτι που είναι απρόσιτο στην κοινωνική επαλήθευση και παρεπιδημεί λίγο-πολύ σε όλα τα θρησκευτικά συστήματα γνώσεως. Για τον Χρήστο Γιανναρά με τη λέξη εμπειρία δηλώνεται το καθολικό και πολύπτυχο γεγονός της σχέσης του υποκειμένου με τα άλλα υποκείμενα, όπως και με τα αντικειμενικά δεδομένα της πραγματικότητας που μας περιβάλλει. Μια τέτοια προσέγγιση του οντολογικού ερωτήματος που αποτέλεσε και τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα με οριστικό τίτλο Το πρόσωπο και ο έρως, δεν έγινε τόσο για λόγους ιστορικής σπουδής στα κείμενα όσο για να δοκιμάσει τις δυνατότητες της σύγχρονης φιλοσοφικής ορολογίας και προβληματικής μέσα στα όρια της οντολογίας που θεμελιώνουν οι όροι πρόσωπο και έρως. Επιμένοντας και αναδεικνύοντας ένα ελληνικό διάβασμα της αρχαιοελληνικής σκέψης –τι σημαίνει αυτό δεν το λέγει καθαρά, προφανώς υπονοεί τη συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφικής ερωτηματοθεσίας στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας– τα οντολογικά ερωτήματα της οποίας ετέθησαν εκ νέου και προσέλαβαν νέες και ρηξικέλευθες απαντήσεις από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρήστος Γιανναράς φέρνει σε διάλογο και αντιπαράθεση τις απαντήσεις της οντολογίας αυτής με τα ερωτήματα της σύγχρονης οντολογικής έρευνας στη Δύση. Οι αρεοπαγιτικές συγγραφές και τα κείμενα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή διαλέγονται γονιμότατα με τους φιλοσόφους της υπάρξεως και ιδιαιτέρως με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το πρόσωπο και ο έρως συγκροτούν τα στοιχεία μιας προσωποκεντρικής οντολογίας. Το πρόσωπο δηλώνει την έλλογη υπαρκτική υπόσταση της ελευθερίας, τον τρόπο υπάρξεως. Πηγή αυτής της προσωποκεντρικής οντολογίας για τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι η παρουσία του ιστορικού προσώπου του Χριστού, ο οποίος φανερώνει την ελευθερία της αγάπης του Θεού πέρα από οποιαδήποτε αναγκαιότητα της φύσης του ή τροπή του άκτιστου είναι του. Μάλιστα η αγάπη του Θεού φανερώνεται εν Χριστώ ως κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ως τρόπος υπάρξεως της ελευθερίας και της αγάπης, δηλαδή ως αιτιώδους αρχής του υπαρκτού. Στην οντολογία αυτή το πρόσωπο γνωρίζεται κατεξοχήν ως σχέση ελευθερίας και αγάπης. Ο τρόπος υπάρξεως είναι και τρόπος της γνώσης. Ο τρόπος ενεργείται υπαρκτικά ως φύση και ως υπόσταση ή πρόσωπο. Κάθε ενέργημα είναι φανέρωση της φύσης και του προσώπου και συνάμα είναι άμεση εμπειρική δυνατότητα σχέσης, δηλαδή εμπειρίας του μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου χαρακτήρα της προσωπικής ετερότητας. Η θεώρηση αυτή της οντολογίας του προσώπου απαντά κατά τον Χρήστο Γιανναρά και στη θέση του Καντ για τον αποκλεισμό οποιασδήποτε εμπειρικά επαληθεύσιμης πρόσβασης στην υπαρκτική πραγματικότητα, δηλαδή στο οντολογικό ερώτημα, το οποίο παραμένει μη προσβάσιμο και ως εκ τούτου μη πραγματικό καθ’ αυτό.
Μετά Το πρόσωπο και ο έρως (1976), ο Χρήστος Γιανναράς επεκτείνει τις συνέπειες της προσωποκεντρικής κριτικής οντολογίας στη νοηματοδότηση και άλλων πτυχών του βίου και του πολιτισμού. Στο έργο του Η ελευθερία του ήθους[23] θέτει ως κεντρικό άξονα την ταύτιση της ηθικής με την οντολογία, την απελευθέρωση του ήθους από τα συμβατικά σχήματα της νομικιστικής δεοντολογίας και της θρησκευτικής ωφελιμοθηρίας. Το ήθος αναφέρεται στον τρόπο υπάρξεως, στην υπαρκτική αλήθεια του προσώπου και της σχέσεως. Ο Χρήστος Γιανναράς επιχειρεί να θεμελιώσει το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας στην οντολογία του ανθρώπινου προσώπου. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ο λόγος της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης είναι επίκαιρος διότι για πρώτη φορά εμφανίζεται το ιστορικό προνόμιο μιας πρώτης εξόδου της νεότερης ορθόδοξης θεολογίας από τα σχήματα της συμβατικής ηθικής που καθιέρωσε κυρίως η δυτική χριστιανική παράδοση με τον έκδηλα δικανικό χαρακτήρα της θεολογίας τόσο στον Ρωμαιοκαθολικισμό όσο και στον Προτεσταντισμό. Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού, το 1970, ο Χρήστος Γιανναράς καταγγέλλει τον θρησκευτικό πιετισμό (ευσεβισμό) ως αίρεση στον χώρο της εκκλησιολογίας και προχωρεί σε μία έντονη κριτική των εκκλησιαστικών κανόνων οι οποίοι, κυρίως μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (692) πληθαίνουν και αρχίζουν προοδευτικά να αναφέρονται λεπτομερειακά και σχολαστικά σε συγκεκριμένες αμαρτίες, προσδιορίζοντας αντίστοιχες κυρώσεις ή επιτίμια που πρέπει να επιβάλει η Εκκλησία. Η παλινόρθωση αυτή του νομικού πνεύματος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας σχετίζεται με τις ανάγκες της εποχής και τον νέο κοινωνικοπολιτικό ρόλο της ως «θρησκείας της αυτοκρατορίας» και ασφαλώς όχι με την ευχαριστιακή δομή και υπόστασή της[24]. Ιδιαίτερα πάνω από την ερωτική ζωή των ανθρώπων και τη βιολογική λειτουργία της μητρότητας της γυναίκας έχει επικαθήσει η σκιά ενός καινούργιου Νόμου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Το πρόβλημα των εκκλησιαστικών κανόνων αποτελεί σκάνδαλο για το λειτουργικό ήθος και την ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας και δεν λύνεται με τη μορφή κωδικοποίησής τους, όπως συνέβη στη Δύση και επιχειρήθηκε να μεταφερθεί και στην Ανατολή με το Πηδάλιον του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη κατά τον 18ο αιώνα. Για τον Χρήστο Γιανναρά η μόνη λύση είναι να ξαναβρεί η Εκκλησία τη θεολογική της αυτοσυνειδησία και την αυθεντική ευχαριστιακή της υπόσταση ως κοινωνία και φανέρωση του σώματος του Χριστού και διακήρυξη του ήθους της Βασιλείας. Τότε οι κανόνες δύνανται όντως να αναθεωρηθούν και να επιστρέψουμε στο πραγματικό και όχι στο δικανικό ή ατομοκεντρικό νόημά τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Για τον Χρήστο Γιανναρά το ήθος της Εκκλησίας ως δυναμική καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου τότε μονάχα μπορεί να συναντήσει τον ειδωλοκλαστικό ηθικό προβληματισμό του σύγχρονου ανθρώπου που αμφισβητεί τα καθιερωμένα σχήματα της κοινωνικής και θρησκευτικής ηθικής και στρέφεται σε πιο ρεαλιστικές μορφές ηθικής, όπως η κοινωνική δράση και οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Η πρώτη έκδοση της Ελευθερίας του ήθους προκάλεσε έντονες συζητήσεις, αντεγκλήσεις ακόμη και προσωπικές επιθέσεις. Ο Χρήστος Γιανναράς, σε μεταγενέστερη μαρτυρία του[25], ομολογεί ότι το βιβλίο αυτό «έγινε αντικείμενο άκρως οργισμένων επιθέσεων και αφορμή ανήκεστου διασυρμού ο συγγραφέας του»[26]. Η πολεμική που του ασκήθηκε αφορούσε κυρίως το κεφάλαιο για τους «Εκκλησιαστικούς Κανόνες», αλλά πίσω από αυτό το πρόσχημα υπήρχε κατά τον συγγραφέα ένα είδος οργισμένης αντίδρασης και τρομοκρατίας των χριστιανικών οργανώσεων και εξωεκκλησιαστικών κινημάτων λόγω της καταγγελίας του δυτικότροπου θρησκευτικού ευσεβισμού τους. Έτσι η αρχικά τολμηρή και ρηξικέλευθη κριτική προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες της πρώτης έκδοσης, μετριάζεται στη δεύτερη έκδοση το 1979, όταν και ξαναγράφεται εξαρχής. Στην αναθεώρηση αυτή τονίζεται ο θεραπευτικός και ασκητικός χαρακτήρας των κανόνων, η εφαρμογή τους ως γεγονότων οικονομίας και προσαρμογής στην προσωπική ετερότητα και αποτυχία στα όρια του εκκλησιαστικού σώματος. Η εκνομίκευση των κανόνων εξάπαντος σήμανε απώλεια του οντολογικού χαρακτήρα τους. Η κωδικοποίηση των κανόνων μπορεί να αναιρέσει τη θεραπευτική και περιστατική σημαντική τους και να υποτάξει το ευχαριστιακό σώμα σε «ολοκληρωτική» ομοιομορφία. Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της ελευθερίας του ήθους ο Χρήστος Γιανναράς, στην τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, επανέρχεται εκ νέου ώριμα, συνθετικά και κυρίως δίχως δεσμεύσεις στην αρχική κριτική εκείνων των εκκλησιαστικών κανόνων που εκφράζουν ένα είδος δικανικής θρησκειοποίησης και αντικειμενοποίησης του εκκλησιαστικού βίου. Η ελευθερία του ήθους εξελήφθη εκ των υστέρων από ορισμένους κύκλους ως το πρώιμο ιδεολογικό μανιφέστο του λεγόμενου «νεορθόδοξου» ρεύματος ή ως «ο Μάης του ’68 στην Ορθόδοξη θεολογία και ηθική»[27].
Στο βιβλίο του Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική (1984), ο Χρήστος Γιανναράς εξετάζει προβλήματα γνωσιοθεωρίας και αναζητά τη δυνατότητα οντολογικού θεμελίου και κριτικής πρόσβασης στη γνώση, αναδεικνύοντας τις προϋποθέσεις για μία πραγματικά κοινωνική λειτουργία του ορθού λόγου που παρήγαγε η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη και φιλοσοφία. Στην ανάλυσή του υιοθετεί την κοινωνιολογική εκδοχή του ορθολογισμού και διερευνά τις διάφορες φάσεις του κατά την πορεία και εξέλιξη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Συσχετίζει τον ορθολογισμό με την απομυθοποίηση και απελευθέρωση από κάθε μεταφυσική αυθεντία που διακήρυξε ο Διαφωτισμός, προσδιορίζει τη σχέση και αλληλεπίδραση του ορθολογισμού με την κοινωνική αλλοτρίωση, την τεχνολογία και τον επιστημονισμό, εξετάζει τη διάδραση μεταξύ ορθολογισμού και φιλοσοφικού κριτικισμού ή σχετικισμού, αναζητά την έννοια της σχέσης και της αυτογνωσίας στη σκέψη του Μαρξ και του Λακάν, οριοθετεί τη δυναμική σχέση ορθολογισμού και αποφατισμού στη φιλοσοφική παράδοση, καταλήγοντας στις εφαρμογές και χρήσεις του στην πολιτική πράξη και στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών του κοινωνικού βίου. Η κριτική επαλήθευση των σημαινόντων του λόγου μετατίθεται από τον έλεγχο της μεθοδολογικής ορθότητας στην εμπειρική πιστοποίηση της γνησιότητας ή αλλοτρίωσης της κοινωνικής λειτουργίας του λόγου, δηλαδή στην ανταπόκριση του υποκειμένου στον τρόπο της σχέσης και της κοινωνίας και όχι της εξάρτησης και της υποταγής. Ο συγγραφέας καθιστά σαφές ότι η γένεση της κριτικής σκέψης προέκυψε στην αρχαιοελληνική παράδοση ως αναζήτηση της αλήθειας και ως τρόπος ζωής και οργάνωσης του κοινού βίου. Συνεπώς, το «ορθώς διανοείσθαι» επαληθεύεται μέσω του «ορθώς κοινωνείν» ως κοινωνούμενος εμπειρισμός που σαρκώνεται έμπρακτα στη συγκρότηση της πόλεως και του πολιτισμού της.
Στο Πραγματικό και στο φαντασιώδες στην πολιτική οικονομία (1989), ο Χρήστος Γιανναράς προβαίνει σε μία κριτική αποτίμηση τόσο της μηχανιστικής εκδοχής της οικονομίας όσο και του γενικότερου «κοσμοειδώλου» που παρήγαγε και διαμόρφωσε τη νεότερη ευρωπαϊκή οικονομία και πολιτική. Όταν οι ανάγκες των ανθρώπων περιορίζονται σε μόνη την καταναλωτική χρήση του κόσμου και στις ορθολογικές βελτιώσεις, τότε τα αδιέξοδα που συνεχώς προκύπτουν, αντανακλούν μία σύγχυση του πραγματικού με το φαντασιώδες μέσα στην ίδια την ύπαρξη και καθημερινότητά μας. Στο έργο του αυτό ο Χρήστος Γιανναράς δοκιμάζει τις δυνατότητες του φιλοσοφικού λόγου να διεισδύσει με τον οντολογικό του προβληματισμό στα επιστημολογικά προβλήματα και στην πραγματικότητα που εν πολλοίς ορίζεται σήμερα από τη μηχανιστική λειτουργία και τα ανθρωπολογικά κενά της πολιτικής οικονομίας. Όσο παρακάμπτεται ή αγνοείται το οντολογικό κενό στη νοηματοδότηση της οικονομικής συμπεριφοράς, άλλο τόσο θα μειώνεται η δυνατότητα εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα της πολιτικής και πλέον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Σε μια άλλη σημαντική μονογραφία του με τίτλο Μετα-νεωτερική μετα-φυσική (1993), ο Χρήστος Γιανναράς διερευνά τη γένεση της νεωτερικότητας και πλέον την κατάρρευσή της στις μέρες μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του νεωτερικού παραδείγματος, είναι η απόρριψη κάθε μεταφυσικής και οντολογικής αρχής, η απαίτηση της προόδου, της ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας, η ιλιγγιώδης διεύρυνση των γνώσεων και τεχνολογικών εφαρμογών, η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση μέσω της νόησης, η μηχανιστική αντίληψη της φύσεως και του κόσμου, η ανάδειξη της έννοιας του φυσικού ατόμου και των δικαιωμάτων του, του φυσικού δικαίου, της αυτόνομης ηθικής, ο προγραμματισμός των παραγωγικών και καταναλωτικών σχέσεων, η χρηστική και αποδοτική αξιοποίηση της γνώσης, η προτεραιότητα του ατομικού ή συλλογικού ευδαιμονισμού στην ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών έναντι του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης και πράξης, οι διάφορες ιδεολογίες αποδοτικότερης διαχείρισης, τα οράματα «γενικής ευτυχίας» κ.λπ. Όλες αυτές οι ποικιλόμορφες όψεις της νεωτερικής εποχής αμφισβητούνται πλέον σήμερα και μάλιστα η αφετηρία της αμφισβήτησης ξεκινά μέσα από τις διαδοχικές εκπλήξεις της μετανεωτερικής φυσικής επιστημολογίας που ανατρέπει τη νευτώνεια μηχανιστική αιτιότητα με την αντίληψη του κόσμου ως συνόλου ενεργουμένων σχέσεων με δυναμική απροσδιοριστία. Για τον Χρήστο Γιανναρά, η μετανεωτερική φυσική μοιάζει να συνιστά μια πρώτη ρωγμή-πτυχή της μεταφυσικής διεύρυνσης της φυσικής. Η γλώσσα της σύγχρονης φυσικής, υπονομεύοντας καίρια την αντικειμενοποιημένη ορθότητα γνώσης του αισθητού κόσμου, ελευθερώνει και νομιμοποιεί άλλους τρόπους γνωστικής πρόσβασης στο κοσμικό γεγονός. Η σχεσιοκεντρική γνώση τόσο της φυσικής όσο και της μεταφυσικής καταδεικνύει ότι η κριτική οντολογία που προέρχεται από την εκκλησιαστική μεταφυσική εμπειρία και γλώσσα, εκφράζεται παράλληλα με τη γλώσσα της σύγχρονης φυσικής. Στους νεότερους χρόνους της ευρωπαϊκής ιστορίας προέκυψε μια ζηλότυπη και μειονεκτική διάθεση στους θεολόγους και φιλοσόφους να αποδείξουν τη μεταφυσική αναζήτηση με την αποδεικτική εγκυρότητα και αυθεντία της φυσικής έρευνας. Μέχρι σήμερα κυριαρχούν στη θρησκευτική γλώσσα σχήματα νοησιαρχικών βεβαιοτήτων και αφηρημένων αναγωγών και όπου αυτό δεν είναι δυνατό, γίνεται συνήθως προσφυγή στον θολό και απολυτοποιημένο μυστικισμό. Αντίθετα, η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας στην ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας δεν καλεί τον άνθρωπο να ασπαστεί ιδεολογικές ή λογικές αρχές, έναν κώδικα ηθικής ή να βιώσει μια συναισθηματική έξαρση. Τον καλεί να συμμετάσχει σε ένα πλέγμα σχέσεων προσωπικής κοινωνίας μέσα στο «σώμα» της ευχαριστιακής σύναξης. Εκεί η μεταφυσική ελπίδα, καθώς και η υπέρβαση της αγωνίας του θανάτου αποβαίνει διαρκώς εμπειρικό γεγονός της ελεύθερης σχέσης ως αγαπητικής αυθυπέρβασης και όχι έκφραση της διανοητικής περιέργειας και της ατομοκεντρικής επιβίωσης.
Στο βιβλίο Η απανθρωπία του δικαιώματος (1998), ο συγγραφέας διερευνά στην περιοχή του δικαίου και της πολιτικής, κατά πόσο η θεμελιακή προτεραιότητα των ατομικών δικαιωμάτων στο νεωτερικό οικοδόμημα του πολιτισμού μας, σχετίζεται με τη σύγχρονη κρίση του συνολικού «παραδείγματος». Επισημαίνοντας τη νευτώνεια εμμονή των κοινωνικών επιστημών σε μία αιτιοκρατικά οργανωμένη μηχανική ευταξία, υποστηρίζει το ανθρωπολογικό κενό, την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία και τον αντικοινωνικό, τελικά, ρόλο της λογικής των δικαιωμάτων, δηλαδή την απανθρωπία του δικαιώματος. Η πρόταση του Χρήστου Γιανναρά έγκειται στην υπέρβαση της καταναλωτικής εκδοχής και χρήσης των δικαιωμάτων, στην επανεύρεση της πολιτικής νοηματοδότησης, στον εξανθρωπισμό του δικαιώματος. Αυτό κατορθώνεται με τη θεμελίωση του δικαιώματος σε προσωποκεντρικά και κοινωνιοκεντρικά οντολογικά αιτούμενα πέρα από δογματικές πεποιθήσεις σε αφηρημένα ιδεολογήματα ή ψυχολογικές βεβαιότητες του νεωτερικού οικοδομήματος. Οπωσδήποτε θα ήταν λάθος να πιστώσουμε στο έργο αυτό του Χρήστου Γιανναρά έναν έντονο σκεπτικισμό, ο οποίος καταλήγει σε πλήρη άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προϊόντων του πολιτισμού της δυτικής νεωτερικότητας. Ή ακόμη να θεωρήσουμε ότι ο δυτικός ηγεμονισμός με όχημα τον πολιτισμό της νεωτερικότητας και με καταλύτη τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιχειρεί να αλώσει τον ορθόδοξο πολιτισμό. Αντίθετα, ο Χρήστος Γιανναράς επιχειρεί να υποτυπώσει μια πολιτική θεωρία δίχως ανθρωπολογικά κενά στην προσέγγιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η προσέγγισή του αποσκοπεί κυρίως στην κοινωνιοκεντρική λειτουργία και όχι απλώς στην ατομοκεντρική και χρησιμοθηρική αυτονόμηση των δικαιωμάτων. Τα ανθρωπολογικά προαπαιτούμενα των δικαιωμάτων δεν σχετίζονται με μια φυσιοκρατική και ποσοτική αντικειμενοποίηση, αλλά με τη δυναμικά ενεργούμενη υπαρκτική ετερότητα κάθε ανθρώπου και την αναφορά τους στις κοινές ανάγκες του κοινωνικού σώματος. Στην προοπτική αυτή και μόνο μπορεί να μεταποιηθεί η ωφελιμιστική απανθρωπία και αλλοτρίωση του ατομικού δικαιώματος σε κοινωνιοκεντρικό εξανθρωπισμό του δικαιώματος. Προς αυτή την κατεύθυνση η ορθόδοξη παράδοση, πέρα από τις απλουστεύσεις του Χάντινγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και παρά το εμπερίστατο και σαφώς νεότερο ιδεολογικό φαινόμενο του εθνικισμού των Ορθοδόξων, θα μπορούσε να συμβάλλει γόνιμα στην ανανοηματοδότηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό.
Ο ίδιος θεωρεί το βιβλίο του Το ρητό και το άρρητο (1999) ως δεύτερο σταθμό της συγγραφικής του πορείας μετά το Πρόσωπο και ο έρως, που συστηματικά προηγείται από τις προτάσεις μιας κριτικής οντολογίας. Στο έργο του Το ρητό και το άρρητο επιχειρεί να διερευνήσει τις προϋποθέσεις εμπειρικής μετάβασης από τα σημαίνοντα της γλώσσας στα σημαινόμενα της πραγματικότητας. Η σύγχυση του πραγματικού με την ψυχολογική ψευδαίσθηση διαδραματίζεται κυρίως στη γλώσσα. Αναζητά, λοιπόν, κριτήρια για τη διάκριση του πραγματικού από τον ψευδαισθητικό χαρακτήρα της εμπειρίας της σχέσης στο επίπεδο της γλώσσας, καθόσον η τελευταία αρθρώνει και μορφοποιεί τις σχέσεις του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Η γλωσσική σήμανση της πραγματικότητας εμφανίζει την ίδια παθολογία ακόμη και όταν πρόκειται για τη διατύπωση μιας κριτικής οντολογίας. Οι προτάσεις της είναι δυνατόν να εκφράζουν ψυχολογικά αισθήματα ή νοησιαρχικά σχήματα, δίχως να παραπέμπουν στη γνώση και εμπειρία των σημαινομένων. Για τον λόγο αυτό ο Χρήστος Γιανναράς επιλέγει τη διερεύνηση των γλωσσικών ορίων του εμπειρικού ρεαλισμού της οντολογίας στο πλέον καίριο πεδίο της ύπαρξης, στη δυνατότητα της ύπαρξης του ανθρώπου και μετά τον θάνατο. Ο ρεαλιστικός ή ψευδαισθητικός χαρακτήρας της μεταφυσικής τέμνει κάθε οντολογική ερμηνευτική που παλεύει να υπερβεί τον εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης και νοηματοδοτεί κάθε πλευρά της ζωής, συνθέτοντας την ποικιλία των πολιτιστικών μορφωμάτων. Η γλώσσα ως σύνολο συμβατικών σημείων για την κοινή σημασιοδότηση της πραγματικότητας και των σχέσεων μας μαζί της εύκολα μπορεί να μας παγιδεύει στη σύγχυση μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιώδους επιθυμητού. Ωστόσο, συνιστά και τη μόνη δυνατότητα προσωπικής πρόσβασης για τη λογική σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Η ανθρώπινη εμπειρία κινείται πάντοτε μεταξύ του πραγματικού και της ψευδαίσθησης. Η γλώσσα συχνά γίνεται παγίδα που συγχέει τα σημαίνοντα (τις λέξεις) με τα σημαινόμενα (πράγματα ή υποκείμενα) και, συνεπώς, υποκαθιστά το υπαρκτό με αυτόνομες νοητικές ή ψυχολογικές λειτουργίες. Ο κριτικός έλεγχος μιας αυτόνομα νοητικής χρήσης των σημαινόντων της γλώσσας είναι μόνο η εμπειρία και η αμεσότητα της σχέσης με τα σημαινόμενα. Η σχέση ως εμπειρία κοινωνείται μέσω των λέξεων της γλώσσας, που λειτουργούν ως αναφορικά και κοινά σύμβολα προς τα σημαινόμενα. Σαφέστατα, η προτεραιότητα τίθεται στην κοινωνία της εμπειρίας και όχι στη συμβολική λειτουργία των λέξεων. «Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθεια…»[28]. Επομένως, τα όρια της γλώσσας δεν ταυτίζονται με τα όρια της λογικής, τα οποία κατά τον Βίτγκενσταϊν είναι και τα όρια του κόσμου.
Στο έργο του με τίτλο Ενάντια στη θρησκεία (2006), ο Χρήστος Γιανναράς αντιθέτει την ατομοκεντρική και ορμέμφυτη θρησκευτικότητα στον ιστορικό ρεαλισμό του εκκλησιαστικού γεγονότος στο πλαίσιο των σχέσεων κοινωνίας και διακονίας της ευχαριστιακής εμπειρίας της Εκκλησίας. Στη συνέχεια εντοπίζει έκδηλα συμπτώματα θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος, όταν η πίστη εκπίπτει σε ιδεολογία, η εμπειρία σε ψυχολόγημα, η σωτηρία σε ατομική αξιομισθία, η ευχαριστιακή σύναξη σε ιεροτελεστία και η εκκλησιαστική τέχνη σε στείρα απομίμηση των βυζαντινών προτύπων. Η σταδιακή έκλειψη της ενορίας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις αλλά και στην ύπαιθρο, η ειδωλοποίηση της Παράδοσης, η δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας και της ερωτικής ζωής, η αλλοτρίωση του ευχαριστιακού και ασκητικού ήθους σε ατομοκεντρικό ηθικισμό με κωδικοποιημένες προδιαγραφές και άλλα φαινόμενα συνθέτουν τη θρησκειοποίηση και της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας σε ένα είδος ιδεολογικού και ομολογιακού Ορθοδοξισμού. Τέτοια ριζοσπαστική κριτική στη σύγχρονη Ορθοδοξία δεν έχει ασκηθεί από κάποιον άλλο θεολόγο ή διανοούμενο. Το έργο αυτό του Χρήστου Γιανναρά χρειάζεται να διαβαστεί παράλληλα ή αφού προηγηθεί η μελέτη του βιβλίου του Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα (1992), στο οποίο επιχειρεί μια ιστορική και συνάμα κριτική μελέτη των δυτικών επιδράσεων στην Ορθόδοξη Ανατολή από το ύστερο Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας, καθώς και της πορείας ανανέωσης και αυτοσυνειδησίας της ορθόδοξης θεολογίας κατά τον 20ό αιώνα.
Τέλος, στο βιβλίο του Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές (2011) ο Χρήστος Γιανναράς προχωρεί σε ένα είδος αυτοεξεταστικής ανακεφαλαίωσης ολόκληρου του έργου του, τόσο του καθαυτό φιλοσοφικού και θεολογικού όσο και των θέσεων που κατά καιρούς εξέφρασε στη μακρά άσκηση κατάθεσης δημόσιου λόγου και μαρτυρίας. ανασυνθέτοντας ως θεμελιώδεις άξονες του την κοινωνική επαλήθευση της γνώσης, την κριτική οντολογία, την εικονολογική και οντολογική γλώσσα της τέχνης, τον εμπειρικό ρεαλισμό της μεταφυσικής, την αδιάρρηκτη σχέση φιλοσοφίας και μεταφυσικής, καθώς και την πολιτισμική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Δύσης. Στο έργο του αυτό ο Χρήστος Γιανναράς εν είδει παρενθέσεως αμύνεται και στις κατά καιρούς ενστάσεις και επικρίσεις που ασκήθηκαν στην οντολογία του προσώπου κυρίως από τον θεολογικό χώρο.
Κάναμε τη σύντομη αυτή και σαφώς ελλειπτική και σχηματική αναφορά σε ορισμένα από τα έργα του Χρήστου Γιανναρά, για να δείξουμε τη συνέχεια και συνοχή της συγγραφικής του ενασχόλησης με το οντολογικό πρόβλημα που συνιστά αναπόφευκτα κεντρικό θέμα όχι απλώς ακαδημαϊκής έρευνας και μελέτης, αλλά ύπαρξης και ζωής για τον συγγραφέα. Καιρός, όμως, να προβούμε και σε ορισμένες κριτικές επισημάνσεις που αποκομίσαμε σε όλα αυτά τα χρόνια μελέτης και πρόσληψης του έργου του.
Κριτικές επισημάνσεις
Η συμβολή του Χρήστου Γιανναρά υπήρξε πολύπτυχη, καίρια και σημαντική. Η θαρραλέα κριτική του στάση στον απροκάλυπτο και παιδαριώδη ηθικισμό των χριστιανικών οργανώσεων, στην ακαδημαϊκή και νοησιαρχική θεολογία του καιρού του, στην αθέμιτη διαπλοκή της ηγεσίας της Εκκλησίας με το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών, στην αδράνεια και στην αφωνία της μετά τη Μεταπολίτευση, αλλά και η προσπάθειά του να μελετήσει και να προβάλλει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας σε έναν γόνιμο διάλογο με τη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη, με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, η έγνοια του να φέρει σε επαφή τη νεοελληνική θεολογία με το ρεύμα της θεολογίας των Ρώσων της διασποράς, αλλά και αργότερα η τόλμη του να ασκήσει ριζοσπαστική κριτική προς τη θρησκειοποιημένη εκδοχή της Ορθοδοξίας, να αναδείξει τις εκκλησιολογικές παραμορφώσεις του φονταμενταλισμού και του εθνικισμού των Ορθοδόξων, καθώς και άλλων φαινομένων θρησκευτικής αλλοτρίωσης στον τόπο μας, δείχνει ότι ο Χρήστος Γιανναράς επί δεκαετίες εξέφραζε την πρωτοπορία στα θεολογικά πράγματα. Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί προβλήθηκε έντονα και συνάμα γιατί δημιούργησε αντιπάθειες και αντιπαραθέσεις. Ενδεχομένως, ανέλαβε πολλά και μεγάλα βάρη και επιχείρησε να τα σηκώσει μόνος του σε εποχές δύσκολες. Ο Χρήστος Γιανναράς άνοιξε πολλά μέτωπα με κατεστημένες νοοτροπίες. Οι χριστιανικές οργανώσεις τον εκδικήθηκαν γιατί τις απομυθοποίησε τεκμηριωμένα. Ακόμη και πολλοί φίλοι και συνοδοιπόροι του που στελέχωναν το νεανικό έργο των οργανώσεων δεν του συγχώρεσαν ότι αποδόμησε τα χριστιανικά ιδεώδη της νιότης τους. Η ακαδημαϊκή θεολογία της εποχής δεν του άνοιξε τις πόρτες. Οι ομότεχνοί του τον υποτίμησαν. Τα βιβλία και οι παρεμβάσεις του, όμως, άνοιξαν δρόμους, συζητήθηκαν έντονα, επηρέασαν γόνιμα. Ο αγώνας της πρωτοπορίας, η συνειδητοποίηση ότι αναμετρήθηκε μόνος του με τις δυνάμεις του κατεστημένου και της αδράνειας, ενδεχομένως να του έδωσαν την αίσθηση ότι παίρνει επιτέλους τη revanche.Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η ριζοσπαστική κριτική του στην ακαδημαϊκή θεολογία όντας ό ίδιος σε ένα ακόμη πρώιμο στάδιο σπουδής και θεολογικής συγγραφής. Εκείνη την περίοδο το καθαρά επιστημονικό και θεολογικό έργο του Χρήστου Γιανναρά ήταν ελάχιστο και εν εξελίξει, ενώ το μεγαλύτερο έργο του ήταν κυρίως διακηρύξεις και προτάσεις δοκιμιακού τύπου. Οπωσδήποτε, δεν ήταν επαρκές για να προβεί σε απόλυτες κρίσεις για τις θεολογικές σχολές. Παρά τις εξηγήσεις του ότι η θεολογία για να λειτουργήσει προφητικά και κριτικά στη ζωή της Εκκλησίας οφείλει να υπερβαίνει την «αντικειμενική» και «επιστημονική» «ουδετερότητά» της, ο Χρήστος Γιανναράς προέβη εν τέλει σε μία ριζοσπαστική κριτική της ακαδημαϊκής θεολογίας στην Ελλάδα όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και της εποχής του, εκφράζοντας μάλιστα ονομαστικά τις δικές του θεολογικές προτιμήσεις και συμπάθειες. Η δριμεία κριτική του στην ακαδημαϊκή θεολογία επικεντρώθηκε κυρίως στο έργο του Παναγιώτη Τρεμπέλα, ίσως γιατί στο πρόσωπό του διασταυρωνόταν η απόλυτη στράτευση στο έργο των οργανώσεων με την τυπική νοησιαρχία της ακαδημαϊκής θεολογίας. Η κριτική αυτή έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένη στη μεταγενέστερη αναθεωρημένη έκδοση της αρχικής μελέτης του. Το άμεσο και απτό αποτέλεσμα αυτής της δημόσιας κριτικής ήταν ότι ο Χρήστος Γιανναράς δεν εξελέγη ουδέποτε καθηγητής σε μία από τις δύο θεολογικές σχολές στην Ελλάδα.
Το ζήτημα της εξιδανίκευσης της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου έναντι της Δύσεως, όπως και το ζήτημα της αδιάρρηκτης συνέχειας της ελληνικής σκέψης από τον Ηράκλειτο έως τον Γρηγόριο Παλαμά έστω και στο επίπεδο της γνωσιολογίας και όχι ασφαλώς στο πεδίο της οντολογίας, εγείρει διάφορα ζητήματα. Είναι σαφές ότι ο ελληνοκεντρισμός και ο αντιδυτικισμός στο έργο του Χρήστου Γιανναρά δεν είναι απλώς μια αισθητική θεώρηση, όπως συνέβη με τις αντιλήψεις της γενιάς του 1930, αλλά αποτελεί δομικό στοιχείο του όλου θεολογικού, φιλοσοφικού και πολιτισμικού οικοδομήματός του, το οποίο θεμελιώνεται στη ριζική αντίθεση Ορθοδοξίας και Δύσης[29]. Πρόκειται για τη γνωστή αντίθεση μεταξύ του «ελληνικού κοινωνιοκεντρικού» και του «δυτικοευρωπαϊκού (μεταρωμαϊκού) ατομοκεντρικού» παραδείγματος. Ο δε παγκοσμιοποιημένος σήμερα πολιτισμός της Δύσης είναι η αντιστροφή των όρων, των προϋποθέσεων και των στόχων του κάποτε ελληνικού πολιτισμού. Η χριστιανική Δύση ευθύνεται για τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Η Ευρώπη γεννήθηκε ουσιαστικά από το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης[30], καθώς και ο κυρίαρχος σήμερα δυτικός πολιτισμός γεννήθηκε από την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Τα πάντα ανάγονται τελικά στην αντίθεση μεταξύ Ορθοδοξίας, η οποία προσέλαβε και συνέχισε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, και Δύσεως, η οποία παραμόρφωσε και εργαλειοποίησε χρησιμοθηρικά την αρχαιοελληνική σκέψη, οδηγώντας σταδιακά στη διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Οι ρίζες του αντιδυτικισμού του Χρήστου Γιανναρά εντοπίζονται στο κίνημα των Σλαβοφίλων, αλλά και στη σκέψη του Βλαντιμίρ Λόσκυ ο οποίος ερμήνευσε το Filioque ως προϊόν του πολιτισμού των Φράγκων και της σχολαστικής σκέψης. Ο Λόσκυ, άλλωστε, πρώτος καθιέρωσε το παράδειγμα άρθρωσης της ορθόδοξης μυστικής θεολογίας αντινομικά προς την ορθολογιστική παράδοση της χριστιανικής Δύσης[31]. Η επίδραση του Λόσκυ στο έργο του Χρήστου Γιανναρά, όπως και στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, κυρίως στην προσπάθειά τους να διακρίνουν τη νεοελληνική ορθόδοξη ταυτότητα έναντι της Δύσης[32], οδήγησε ορισμένους ερευνητές να κάνουν λόγο για την πολιτική θεμελίωση μιας αντιδυτικής θεολογίας ως αναβίωση του πολιτικού ησυχασμού του αγίου Γρηγορίου Παλαμά[33]. Οι καταβολές, όμως, του ελληνοκεντρισμού του Χρήστου Γιανναρά δεν αφορούν απλώς τα όσα επεσήμανε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ για τον «Ελληνισμό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά συνδέονται ενδεχομένως, αν και σε μία άλλη βάση και προοπτική, με τα ιδεώδη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού που προπαγάνδιζε η «Ζωή» και με τα οποία γαλουχήθηκε κατά τη νεότητά του ο Χρήστος Γιανναράς.
Στο έργο του η οντολογία διαφοροποιείται από την ψυχολογία και από τη δικανική ηθική. Κατά τον Χρήστο Γιανναρά ο ευσεβισμός γεννήθηκε από τη θρησκευτική ψυχολογία, όπως την προσδιόρισε ο ιερός Αυγουστίνος, του οποίου η τριαδολογία και η ανθρωπολογία ορίζονται από τις λεγόμενες ψυχολογικές τριάδες (νους, λόγος, πνεύμα). Η θέση αυτή θα οδηγήσει τον Χρήστο Γιανναρά στη σαφή προτεραιότητα των οντολογικών ζητημάτων της ύπαρξης έναντι της ηθικής[34]. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ο συμβατικός ηθικισμός των χριστιανικών οργανώσεων, αλλά η ίδια η φύση και λειτουργία της ηθικής ως ορθολογική αλλοίωση της ευχαριστιακής ζωής και δομής της Εκκλησίας. Το ζήτημα της απαξίωσης της ηθικής της Αγίας Γραφής, αλλά και κάθε μορφής ηθικής μέσω της κριτικής προς την ηθική των οργανώσεων ως θεολογικό πρόβλημα, αλλά και ως πρόβλημα επικοινωνίας και διαλόγου με τον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο «η ηθική έχει επιστρέψει στο κέντρο της φιλοσοφικής συζήτησης», και ασφαλώς στον δημόσιο χώρο, τέθηκε έντονα τα τελευταία χρόνια κυρίως από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη[35]. Η έντονη κριτική του Χρήστου Γιανναρά στο δικανικό πνεύμα και στη χρησιμοθηρική στόχευση της λατινικής χριστιανικής παράδοσης αντιπαραβάλλεται με την ελληνικότητα και καθολικότητα της Ορθοδοξίας. Ωστόσο, η Ορθοδοξία της Εκκλησίας είναι υπόθεση ελληνοκεντρική και πολιτισμική; Σε μεταγενέστερα κείμενά του[36], ο Χρήστος Γιανναράς επεκτείνει την κριτική του στη θρησκευτική ψυχολογία και στις διάφορες μυστικές ή θετικιστικές-τεκμαρτές εμπειρίες που αναπτύχθηκαν λόγω της αναβίωσης της ασκητικής πνευματικότητας και του γεροντισμού, επικρίνοντας ορθά ορισμένες πτυχές της θεολογίας του π. Ιωάννη Ρωμανίδη. Τα παραπάνω φαινόμενα της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και οι νέες εξελίξεις στον χώρο της βιοηθικής, της βιοτεχνολογίας και εν γένει των εφαρμογών της τεχνολογίας αιχμής στη ζωή του ανθρώπου, θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της εκ νέου θεώρησης της ηθικής στη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία και μάλιστα μέσα από την οργανική σχέση δόγματος και ήθους.
Ο άνθρωπος είναι συνάμα φύση και πρόσωπο. Ο προσωπικός τρόπος υπάρξεως εντάσσει τον άνθρωπο στην εμπειρία της σχέσης, η οποία διαμεσολαβείται πάντοτε από τις ενέργειες της φύσης και του σώματος. Η σχέση του ανθρώπου με τη θεία χάρη και ενέργεια, ενώ αφορά την ολότητα της ύπαρξής του, εν τούτοις δεν είναι φυσιοκρατική αλλά κατ’ ενέργεια προσωπική. Ως πρόσωπο, δηλαδή κατά τον τρόπο της υπάρξεώς του, μετέχει στη θεία χάρη και ενέργεια της Αγίας Τριάδος. Η οντολογική θεώρηση του προσώπου ως δυναμικά ενεργούμενο γεγονός σχέσεων διαμορφώνει μια κατεξοχήν θεολογική θεώρηση του ανθρώπου. Ωστόσο, η οντολογία του προσώπου δεν συνιστά έναν γυμνό φιλοσοφικό περσοναλισμό. Η ανθρώπινη ύπαρξη, που είναι συνάμα φύση και πρόσωπο, φωτίζεται οντολογικά όχι από μια άσαρκη θεωρία περί προσώπου, αλλά από το μυστήριο του Χριστού που αποκαλύπτεται στην κτίση και στην ιστορία. Στη χριστολογία της Εκκλησίας το σαρκωμένο πρόσωπο του Χριστού αποβαίνει κλειδί για την αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου, όπως και της ανθρώπινης φύσης. Ο Χριστός στα έσχατα θα αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην πληρότητα της υπάρξεώς του. Η ανάσταση αφορά και τη φύση και το πρόσωπο του ανθρώπου. Συνεπώς, η προσωποκεντρική οντολογία χρειάζεται να θεμελιώνεται στο πρόσωπο και στο έργο του Θεανθρώπου Χριστού. Το θεολογικό αυτό έλλειμα διαπίστωσε στην αρχική κριτική του ο Ιωάννης Ζηζιούλας[37] και έκανε λόγο για τη θεολογική και όχι απλώς για τη φιλοσοφική δικαίωση του προσώπου. Διαφορετικά, μπορεί να είναι απλώς μια φιλοσοφική θεώρηση. Ενδεχομένως στο έργο του Το πρόσωπο και ο έρως, επειδή είχε περισσότερο φιλοσοφική στόχευση, αυτό να μην δόθηκε με έμφαση. Σε άλλα πιο θεολογικά έργα του είναι σαφές ότι το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού συνιστά πηγή και ρίζα της θεολογικής οντολογίας του προσώπου[38]. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας, λαμβάνοντας αφορμή από το έργο του Χρήστου Γιανναρά Το πρόσωπο και ο έρως, αλλά εμπνεόμενος κατά βάση από τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, διερευνά και ανασυνθέτει την έννοια του προσώπου στη σκέψη των Καππαδοκών Πατέρων ως δημιουργική συνάντηση της βιβλικής πίστης και της λειτουργικής εμπειρίας της Εκκλησίας με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και παράδοση. Το πρόσωπο είναι μία έννοια που γεννήθηκε στην προσπάθεια της Εκκλησίας να εκφράσει την πίστη και την εμπειρία της στον Τριαδικό Θεό σε ένα ελληνιστικό πολιτισμικό περιβάλλον. Η δικαίωση του προσώπου δεν προέρχεται από τη σύγχρονη φιλοσοφία, αλλά βρίσκεται στις ίδιες τις καταβολές της πατερικής θεολογίας. Παρά το οξύμωρον του πράγματος, επισημαίνει ο Ιωάννης Ζηζιούλας, το σύγχρονο ιδεώδες του προσώπου, η αξία και ο σεβασμός της προσωπικότητας του ανθρώπου ή του ατόμου και των δικαιωμάτων του, έχει θεολογικές ρίζες και καταβολές. Είναι γέννημα και θρέμμα της θεολογίας των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Χρήστος Γιανναράς, ακολουθώντας μία άλλη επιστημολογική μεθοδολογία, επειδή διαλέγεται με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα και κυρίως με τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ και με την ψυχαναλυτική ερμηνευτική σχολή, δεν συνέδεσε την περί προσώπου οντολογία του άμεσα ή ρητά με τη χριστολογία. Το σώμα του αναστημένου Χριστού, το σώμα της Ευχαριστίας της Εκκλησίας, έχει ως συνέπεια τον εκκλησιασμό ολόκληρης της κτίσεως και του κτιστού μέσω του ανθρώπου στην εσχατολογική προοπτική της ανάστασης των σωμάτων και της μεταμόρφωσης ολόκληρης της δημιουργίας. Για τον λόγο αυτό η οντολογία του προσώπου στον Χρήστο Γιανναρά ενίοτε μοιάζει να είναι ανιστορική, δίχως αναφορά στην ιστορία της θείας Οικονομίας και στην εσχατολογική της πραγμάτωση και πληρότητα. Η όποια εξιδανίκευση και ιδεολογική προσέγγιση του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, και μάλιστα μονοσήμαντα και αποκλειστικά υπό την ελληνική πολιτισμική εκδοχή της, δεν μπορεί να έχει σχέση με τη Βασιλεία του Θεού. Πρόκειται για ένα γενικότερο ζήτημα της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ιστορία πολιτισμικά ως καταφύγιο ιδεών του εξιδανικευμένου παρελθόντος, κατά το οποίο ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία μεγαλούργησαν. Ωστόσο, η οντολογία του προσώπου είναι ανάγκη να συνδέεται άμεσα με την ιστορία και με τον χρόνο και κυρίως με την ιστορία της θείας Οικονομίας, με τα σωτηριώδη γεγονότα του Χριστού, ώστε να αποβεί όχι απλώς μία κριτική οντολογία, αλλά μία όντως εσχατολογική οντολογία. Το πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τη φύση και τις ενέργειες της φύσεως, δίχως την προοπτική της εν Χριστώ αποκατάστασης της ανθρώπινης φύσης από τη φθορά και τον θάνατο. Το ενσαρκωμένο πρόσωπο του Χριστού, η χριστολογία, αποβαίνει κλειδί και για τη θεολογική θεώρηση της οντολογίας. Αν ο Ιωάννης Ζηζιούλας ακολούθησε στην περί προσώπου θεολογία κυρίως τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ για την εν Χριστώ πίστη της Εκκλησίας ως θεολογία γεγονότων μέσα από τη διαλεκτική σχέση ιστορίας και εσχάτων, ο Χρήστος Γιανναράς ακολούθησε τον αποφατικό και μυστικό δρόμο του Βλαντιμίρ Λόσκυ για το πρόσωπο και κυρίως τη φιλοσοφική σκέψη του Χάιντεγκερ τον οποίο προσπάθησε να δικαιώσει θεολογικά.
Στη βάση του έργου του Η απανθρωπία του δικαιώματος, ο Χρήστος Γιανναράς θεωρεί ότι η νομική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων είναι βασικό γνώρισμα της νεωτερικότητας και του δυτικού πολιτισμού και θεμελιώνεται στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Σε κάθε περίπτωση θεωρεί ότι πρόκειται για ένα προ-πολιτικό επίτευγμα, το οποίο είναι άγνωστο και περιττό στην αρχαιοελληνική αντίληψη της πόλεως και της δημοκρατίας. Το αρχαιοελληνικό παράδειγμα της πόλεως και της πολιτικής «μεταβολίστηκε» εν τέλει στην ευχαριστιακή συγκρότηση της χριστιανικής Εκκλησίας. Πρόκειται για μία κοινωνιοκεντρική θεώρηση, η οποία συνιστά γεγονός και άθλημα της κοινωνίας των προσώπων και όχι ατομοκεντρική αντίληψη, η οποία επιδιώκει τη δικαίωση και σωτηρία του ατόμου. Η δεύτερη αυτή περίπτωση του θρησκευτικού ατομοκεντρισμού χαρακτηρίζει τον δυτικό Χριστιανισμό ο οποίος έγινε η μήτρα της απολυτοποίησης των ατομικών δικαιωμάτων της νεωτερικότητας, όταν απολακτίστηκε η τυραννία της μεσαιωνικής μεταφυσικής. Στις κοινωνίες που ο πολιτισμός τους διαμορφώθηκε από την ορθόδοξη παράδοση ο Χάντιγκτον χρεώνει σκανδαλωδώς εγγενή αδυναμία να αφομοιώσουν τις αρχές προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Ο Χρήστος Γιανναράς αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό και επισημαίνει ότι οι Ορθόδοξοι ομόφωνα κατανοούν τον σεβασμό της αρχής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, την οποία εισηγήθηκε η δυτική νεωτερικότητα. Το μείζον, το οποίο για τον Χρήστο Γιανναρά είναι η κοινωνία των προσώπων και η προσωπική ετερότητα και ελευθερία, δεν αναιρεί ούτε αντιμάχεται το έλασσον που είναι η νομική και θεσμική κατοχύρωση κάθε ατόμου από κάθε είδους αυθαιρεσία και εξουσία. Συνεπώς, αναγνωρίζει ως μέγιστο και πολύτιμο επίτευγμα την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου στο πλαίσιο της ιστορικής εμπειρίας του δυτικού Μεσαίωνα. Θα ήταν, όμως, ακρωτηριασμός της ιστορικής μνήμης και της κριτικής σκέψης, εάν δεν αναγνωρίζαμε ότι στην ιστορική εμπειρία της αρχαιοελληνικής πόλης ή της βυζαντινής και μεταβυζαντινής κοινότητας το επίτευγμα αυτό είναι σαφώς προ-πολιτικό, δηλαδή επίτευγμα κοινωνιών που δεν έχουν ακόμη φτάσει στο πρωταρχικό νόημα της πολιτικής. Ο Χρήστος Γιανναράς κάνει λόγο για κρίση, αλλοτρίωση και ιστορικό τέλος πολλών θεμελιωδών συντεταγμένων του πολιτισμού της νεωτερικότητας και θεωρεί ότι η λύση θα προέλθει από ένα άλλο πολιτιστικό παράδειγμα που θα δίνει έμφαση στην κοινωνιοκεντρική εκδοχή της αλήθειας και γνησιότητας του ανθρώπου[39].
Ασφαλώς, δίχως να παραγνωρίζουμε τα προβλήματα της νεωτερικότητας ακόμη και τη συχνά επιλεκτική προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ορισμένες χώρες της Δύσης, αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο και ο ρόλος της ορθόδοξης θεολογίας σήμερα χρειάζεται απλώς να είναι μια υπενθύμιση της πολιτισμικής ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού. Αντί να ερίζουμε για τα υποτιθέμενα ή αμφίβολα ή και ανύπαρκτα κατορθώματα του παρελθόντος και μάλιστα σε προνεωτερικές, απολυταρχικές και αυτοκρατορικές μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και κάτω από αυστηρά ιεραρχικά κοινωνικά πρότυπα, χρειάζεται να συμμετάσχουμε ενεργά στον διάλογο για την κριτική και πλουραλιστική ανανοηματοδότηση και διαρκή υποστήριξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό. Είναι ανάγκη να υπερβούμε επιτέλους την ιδεολογική κατασκευή για την υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και να συναντήσουμε τον εμπερίστατο άνθρωπο όπου γης. Οφείλουμε να εργαστούμε έμπρακτα στην προοπτική όχι μόνο της προάσπισης, αλλά και της διαρκούς ανακαίνισης, νοηματοδότησης και εμπλουτισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλωστε, τα δικαιώματα του ανθρώπου μοιάζουν ακατανόητα δίχως τη χριστιανική παράδοση. Μια τέτοια στάση προϋποθέτει έναν γνήσιο και απροκατάληπτο διάλογο της θεολογίας με τις κατακτήσεις και με τα προβλήματα της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Το ακροατήριο της ορθόδοξης θεολογίας, όπως έλεγε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, οφείλει να είναι οικουμενικό, να απευθύνεται προς όλους, πέρα από πολιτισμικές, ιδεολογικές ή άλλες εξιδανικεύσεις και εθνικορομαντικές ιδέες περί αποκλειστικότητας. Η αλήθεια δεν είναι μουσειακό αντικείμενο ή απλώς κληρονομία του ιστορικού παρελθόντος. Η αλήθεια του προσώπου, της προσωπικής ετερότητας και της κοινωνίας των προσώπων είναι πάντοτε άθλημα το οποίο οφείλει να εκφράζεται με την κοινωνική και πολιτισμική δυναμική του στο εκάστοτε παρόν. Η οντολογία του προσώπου χρειάζεται να εξέλθει από τα στεγανά ενός και μόνου ιστορικού πολιτισμού και να αγκαλιάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ένας δρόμος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η διαρκής προάσπιση και όχι ασφαλώς η αποδόμηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Οι επισημάνσεις αυτές αποσκοπούν στη δημιουργική πρόσληψη, στη διευρυμένη συζήτηση και εντέλει στην κριτική αφομοίωση του έργου του Χρήστου Γιανναρά. Γράφοντας αυτές τις γραμμές και αναδιφώντας στο έργο του φέρνω στον νου μου και τη δική μου πορεία στη σπουδή της θεολογίας αλλά και την εκ του σύνεγγυς γνωριμία μαζί του στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όσο και αν η θεολογία γίνεται συχνά το εφαλτήριο για ατομική σταδιοδρομία, η γόνιμη σπουδή της αλλά και η κριτική αποτίμηση του θεολογικού μόχθου των άλλων οφείλει προπαντός να γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο ευθύνης για την κριτική πρόσληψη, την εμπνευσμένη οικοδομή και κυρίως την ανανέωση της θεολογικής μαρτυρίας στην εποχή μας. Ο Χρήστος Γιανναράς με τον χαρισματικό του λόγο σμίλεψε μια καίρια ποιητική γλώσσα και εξέφρασε με πρωτόγνωρο τρόπο τον πλούτο της Ορθόδοξης θεολογίας και μαρτυρίας στον καιρό μας. Διερμηνεύοντας την αγωνία και τα αδιέξοδα της εποχής μας, έκανε προσιτό στον σύγχρονο άνθρωπο το βαθύτατα υπαρξιακό νόημα της πίστης, της λατρείας και της ζωής της Εκκλησίας. Όλοι εμείς που μαθητεύσαμε στα κείμενά του, όλοι εμείς που τον συναντήσαμε, τον ευχαριστούμε!
[1] Μια πρώτη σοβαρή σπουδή και κριτική για την προέλευση και την ανάπτυξη των χριστιανικών αδελφοτήτων και οργανώσεων στην Ελλάδα θα δημοσιεύσει ο Χρήστος Γιανναράς ως διευθυντής του περιοδικού Σύνορο το 1966. Βλ. Απόστολου Αλεξανδρίδη, «Ένα φαινόμενο της νεοελληνικής θρησκευτικής ζωής: Οι Χριστιανικές Οργανώσεις», Σύνορο 39/1966, σσ. 193-204.
[2] Βλ. το έργο του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτη, Μεταξύ ουρανού και γης. Αγιορειτικός Μοναχισμός, εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1955. Του ιδίου, Αθωνικά Άνθη. Άρθρα και μελετήματα επί τη χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους, εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1962.
[3] Σαράντα και πλέον έτη από τον θάνατο του Δημήτρη Κουτρουμπή (1921-1983), το πρόσωπό και το έργο του παραμένει εν πολλοίς άγνωστο, ίσως γιατί ποτέ του δεν επιδίωξε το αντίθετο. Ωστόσο, έχουμε βάσιμους λόγους να θεωρούμε ότι η θεολογική ανανέωση και η στροφή της θεολογίας στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1960 οφείλεται στη γόνιμη και διακριτική επίδραση που άσκησε ο Δημήτρης Κουτρουμπής στον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο και στη διεξαγωγή πρωτοποριακών θεολογικών συμποσίων στην προσπάθεια ανανέωσης της «Ζωής» (ενδεικτικά αναφέρουμε τους συλ. τόμους Θεολογία, αλήθεια και ζωή, 1962, Μοναχισµός και σύγχρονος κόσµος, 1963, Η Λειτουργία µας, 1967, Ο ζωντανός λόγος, 1970), στον Χρήστο Γιανναρά και στην έκδοση του Συνόρου, καθώς και σε μια ευρύτερη ομάδα νέων θεολόγων και διανοουμένων που τον συναντούσαν στο σπίτι του στη Βουλιαγμένη. Βλ. Δ.Γ. Κουτρουμπής, Η χάρις της θεολογίας, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1995. π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Δημήτρης Κουτρουμπής. Γράμματα αγωνίας, εκδ. Λυχνία, Αθήνα. Του ιδίου, Εδώ θα πας, στο στενό μονοπάτι. Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, (επιμ. Βασίλειου Αργυριάδη), εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2020. Σημαντικές μαρτυρίες του Δημήτρη Μαυρόπουλου και της Μαρίας Τσάτσου για τον Δημήτρη Κουτρουμπή μπορεί κανείς να εντοπίσει στο διαδίκτυο.
[4] Για το περιοδικό Σκαπάνη και τους λόγους για τους οποίους ανεστάλη η έκδοσή του βλ. Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Μεταπολεμικά νεανικά περιοδικά, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2015.
[5] Πρόκειται για τη Χριστιανική Ένωση Επιστημόνων της «Ζωής», η οποία ακολουθούσε τη γραμμή του καθηγητή της Νομικής Αλέξανδρου Τσιριντάνη και εξέδιδε το περιοδικό Ακτίνες.
[6] Το Σύνορο εξέδωσε τα τεύχη 31-40 (αριθμώντας από εκεί που σταμάτησε η έκδοση της Σκαπάνης) από το 1964 μέχρι το1967. Τα κείμενα που δημοσιεύονται στον σύντομο βίο του αξίζουν ιδιαίτερης σπουδής για τον τρόπο με τον οποίο ο Χρήστος Γιανναράς και η συντακτική του ομάδα επιχείρησαν να σαρκώσουν την ανανεωτική αυτή στροφή της θεολογίας στην Ελλάδα. Η δόκιμη και στρωτή δημοτική γλώσσα, η συμμετοχή διανοουμένων και λογοτεχνών, η μετάφραση και δημοσίευση άρθρων των Ρώσων θεολόγων της διασποράς και της nouvelle théologie, η συνεργασία και εγκρίτων ακαδημαϊκών θεολόγων, το άνοιγμα προς τις τέχνες και την ελληνική κοινωνία, είναι μονάχα ορισμένοι από τους άξονες που χαρακτηρίζουν το κατά άλλα εντελώς λιτό αλλά πνευματικά ευρύχωρο αυτό περιοδικό. Αρκεί και μόνον η αναφορά των αφιερωμάτων του Συνόρου για να αντιληφθεί κανείς την αλλαγή του θεολογικού παραδείγματος: «Ορθοδοξία και Μαρξισμός» 31/1964, «Η ορθόδοξη σκέψη για τη μοντέρνα τέχνη» 32/1964, «Έρως και γάμος» 34/1965, «Το ανθρώπινο σώμα από ορθόδοξη σκοπιά» 33/1965, «Η αθεΐα στο σύγχρονο κόσμο» 35/1965, «Εικόνα και εικονισμός» 36/1965, «Η Ορθοδοξία σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο» 37/1966, «Η Ορθοδοξία και ο εθνικισμός» 38/1966, «Ορθοδοξία και νεοελληνική ζωή» 39/1966, «Ορθοδοξία και πολιτική» 40/1966-67. Μετά τη διακοπή του ως περιοδικό, το Σύνορο έγινε εκδοτική σειρά και υπό την προσωνυμία εκδόσεις «Αθηνά» πάντοτε υπό τη διεύθυνση του Χρήστου Γιανναρά εξέδωσε μια σειρά πρωτοποριακών συλλογικών τόμων και μονογραφιών με τη συμμετοχή σημαντικών θεολόγων από την Ορθόδοξη διασπορά: Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους (1970), Alexander Schmemann, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος (1970), Περί ύλης και τέχνης (1971), Philip Sherrard, Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό (1971), Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα (1972), Έρως και γάμος (1972), Olivier Clément, Η θεολογία μετά τον ‘θάνατο του Θεού’ (1973) κ.ά. Το νέο θεολογικό παράδειγμα είναι πλέον ορατό και ολοένα διευρύνεται.
[7] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Η μεταφυσική του σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971.
[8] Η Καθημερινή, η Ελευθεροτυπία και το Βήμα δημοσίευαν από τον Σεπτέμβριο του 1982 έως και τον Αύγουστο του 1983 εκτενείς αναφορές στο ζήτημα της εκλογής του Χρήστου Γιανναρά στο Πάντειο. Ως φοιτητής στο ΑΠΘ διάβαζα συχνά τα δημοσιεύματα αυτά και κράτησα ορισμένα στο αρχείο μου. Βλ. ενδεικτικά το αφιέρωμα του Βήματος στις 7.8.1983 σε επιμέλεια του Ηλία Θεοφύλακτου με τον τίτλο «Πάντειος: Στο πυρ το … εσώτερον».
[9] Βλ. το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, Αόριστη Ελλάδα. Κοντσέρτο για δυο αποδημίες, 1η έκδοση εκδ. Δόμος, Αθήνα 1995.
[10] Τα πρώτα μου διαβάσματα αναφέρονται στα ακόλουθα έργα: Πείνα και δίψα, Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας, Το προνόμιο της απελπισίας, Τίμιοι με την Ορθοδοξία, Ορθοδοξία και Δύση, Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, Η ελευθερία του ήθους, Η νεοελληνική ταυτότητα, Η κρίση της προφητείας.
[11] Ήδη από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, Ορθοδοξία και Δύση. Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα (1972), ο Χρήστος Γιανναράς αναφέρεται επαινετικά στη διατριβή του Ιωάννη Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Εν Αθήναις 1965 (σσ. 116, 149-154), για να καταλήξει σε διθυράμβους για τον Νίκο Νησιώτη και τον Ιωάννη Ζηζιούλα στη δεύτερη έκδοση. Βλ. Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992 (σσ. 450-462).
[12] Βλ. τη ιστοσελίδα που δημιούργησαν φίλοι του Χρήστου Γιανναρά, όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει ψηφιοποιημένο το σύνολο σχεδόν των έργων του στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.yannaras.gr/ Χρῆστος Γιανναρᾶς Ιστοσελίδα: χάρισμα φίλων.
[13] Βλ. Χρυσοστόμου Σ. Κωνσταντινίδου (Μητροπολίτου Μύρων), Ορθόδοξος Ανατολή και Δυτικός Κόσμος. Διάλογος ιδεών, εκδ. Αθηνά, Αθήνα 1972. Βλ. επίσης Ιωάννη Ζηζιούλα, «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου», Χαριστήρια εις τιμήν του μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 303-304, υποσ. 31. Ιωάννη Παναγόπουλου, «Οντολογία ή θεολογία του προσώπου», Σύναξη 13/1985, σσ. 63-79, Σύναξη 14/1985, σσ. 35-47. Σάββα Αγουρίδη, «Μπορούν τα πρόσωπα της Τριάδος να δώσουν τη βάση για Περσοναλιστικές απόψεις περί του Ανθρώπου; Σχόλια σε κάποιες σύγχρονες Ορθόδοξες θεολογικές προσπάθειες», Σύναξη 33/1990, σσ. 67-78. Ιερόθεου Βλάχου, Πρόσωπο και ελευθερία, Λεβάδεια 1991, σσ. 64, 76, 85-86, 99 κ.έ. π. Νικολάου Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 199, σσ. 283, 285-287, 292, 302. Του ιδίου, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 67-111. Στέλιου Ράμφου, Ο καημός του ενός. Κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2000. Παντελή Καλαϊτζίδη, Ελληνικότητα και Αντιδυτικισμός στη «Θεολογία του ’60», διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2008.
[14] Βλ. Πέτρου Μακρή (επιμ.), Μαρξιστές και Ορθοδοξία. Διάλογος ή διαμάχη; (επιμ.), εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1983. Στον τόμο αυτό συμμετέχουν οι: Κωστής Μοσκώφ, Ευτύχης Μπιτσάκης, Χρήστος Γιανναράς, π. Γεώργιος Καψάνης, Σάββας Αγουρίδης, Μίκης Θεοδωράκης, Αναστάσιος Αλεβίζος (Τάσσος), π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς, Μανόλης Μηλιαράκης, Κώστας Ζουράρις, π. Γεώργιος Μεταλληνός, Γιώργος Χατζηιακώβου, Παναγιώτης Νέλλας, Στέλιος Παπαθεμελής, Γιώργος Μανιάτης, Στέλιος Ράμφος, Διονύσης Σαββόπουλος.
[15] Παντελή Καλαϊτζίδη, Ελληνικότητα και Αντιδυτικισμός στη «Θεολογία του ’60», ό.π.
[16] Βλ. τα έργα του Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα εκδ. Αθηνά, Αθήνα 1970, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα1992, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το σχίσμα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2015.
[17] Βλ. ενδεικτικά το πρόσφατο έργο του Paul Gavrilyuk, Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ και η Ρωσική Θρησκευτική Αναγέννηση, μετάφραση Νικόλαος Ασπρούλης, Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ρεύμα της ρωσικής θρησκευτικής αναγέννησης που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και μεταφέρθηκε στη Δύση μετά την Οκτωβριανή επανάσταση έλαβε την προσωνυμία ρωσική θρησκευτική φιλοσοφία. Από αυτό το ρεύμα θα ξεκινήσει και η ανανέωση της Ορθόδοξης θεολογίας κατά τον 20ό αιώνα, αρχικά στους κόλπους της θεολογίας των Ρώσων της διασποράς, και θα έλθει και στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά τη δεκαετία του 1960.
[18] Βλ. τη διδακτορική διατριβή του στη Θεσσαλονίκη με τίτλο Το οντολογικόν περιεχόμενον της θεολογικής εννοίας του προσώπου, 1970.
[19] Βλ. Το πρόσωπο και ο έρως, εκδ. Παπαζήση, 1976. Τέταρτη έκδοση, εκδ. Δόμος 1987.
[20] Αρκετά χρόνια μετά την εκλογή του Χρήστου Γιανναρά στο Πάντειο, ο παλαιός μαθητής του στη Σχολή Μωραΐτη και πλέον καθηγητής φιλοσοφίας Στέλιος Βιρβιδάκης σε ευσύνοπτη κριτική του θεωρεί ότι οι «νεορθόδοξοι θεολόγοι», όπως ο Χρήστος Γιανναράς και ο Στέλιος Ράμφος, χρησιμοποιούν επιλεκτικά και αποσπασματικά τις θέσεις των αρχαίων φιλοσόφων εμπνεόμενοι από συγκεκριμένες μεταφυσικές προκαταλήψεις. «Οι νεορθόδοξοι ματαίως καταγγέλλουν την ουσιοκρατία της Δύσης, δέσμιοι οι ίδιοι μιας υπερβατικής έννοιας ουσίας της ελληνικότητας που πηγαίνει πέρα από κάθε περιοριστική αρχαιοελληνική ή δυτικοχριστιανική οντολογική σύλληψη. Η οικειοποίηση τους της κλασικής φιλοσοφίας –ανεξάρτητα από τις όποιες εύστοχες επί μέρους αναγνώσεις τους– προδίδει την αυθαιρεσία και τον ανορθολογισμό των υπαρξιστικών τους αιτημάτων αλλά και τα αδιέξοδα των κοινοτιστικών και εθνοκεντρικών τους οραμάτων». Βλ. Στέλιου Βιρβιδάκη, «Πρόσληψη και οικειοποίηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας από τη νεορθόδοξη θεολογία», Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας 1/1998, σσ. 84-95.
[21] Βλ. τα εξής έργα: Ορθός Λόγος και κοινωνική πρακτική, εκδ. Δόμος 1984, Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας, εκδ. Δόμος 1985, Το πραγματικό και το φαντασιώδες στην Πολιτική Οικονομία, εκδ. Δόμος 1989, Μετανεωτερική Μεταφυσική, εκδ. Δόμος 1993, Η απανθρωπία του δικαιώματος, εκδ. Δόμος 1998, Το ρητό και το άρρητο – Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ. Ίκαρος 1999, Πολιτιστική Διπλωματία – Προθεωρία ελληνικού σχεδιασμού, εκδ. Ίκαρος, 2001, Οντολογία της σχέσης, εκδ. Ίκαρος, 2004, Εξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, 2011.
[22] Ηρακλείτου, Testimonia, Fragment 38, βλ. Diels / Kranz, Fragmente der Vorsokratiker, τoμ. Ι, σ. 148, 29-30: «διὰ τούτων γὰρ ῥητῶς παραστήσας ὅτι κατὰ μετοχὴν τοῦ θείου λόγου πάντα πράττομέν τε καὶ νοοῦμεν ὀλίγα προσδιελθὼν ἐπιφέρει· διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ, τουτέστι τῷ κοινῷ, ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός. τοῦ λόγου δ᾿ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. ἡ δ᾿ ἔστιν οὐκ ἄλλο τι ἀλλ᾿ ἐξήγησις τοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. διὸ καθ᾿ ὅ τι ἂν αὐτοῦ τῆς μνήμης κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα».
[23] Το έργο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά το 1970 στη σειρά «Σύνορο» εκδ. Αθηνά, αναθεωρήθηκε σε δεύτερη έκδοση το 1979 στις εκδ. Γρηγόρη και εκδόθηκε σε οριστική μορφή το 2002 από τις εκδ. Ίκαρος.
[24] Στη θεώρηση αυτή του Χρήστου Γιανναρά υπάρχουν ενδεχομένως υπόρρητες επιδράσεις της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας του Nicolas Afanassieff, βλ. ενδεικτικά, «Les canons et la conscience canonique», Contacts 21/1959, σσ. 112-127. «The canons of the Church: Changeable or unchangeable?», St Vladimir’s Seminary Quarterly, 11/1967, σσ. 54-68. «L’Assemblée eucharistique unique dans l’église ancienne», Κληρονομία 6/1974/1, σσ.1-36. L’Eglise du Saint- Esprit, εκδ. Cerf, Paris, 11975.
[25] Βλ. Τα καθ’ εαυτόν, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ.
[26] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, Πρόλογος 3ης αναθεωρημένης έκδοσης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2002, 15-16.
[27] Βλ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο: Πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα;, εκδ. Εστία, Αθήνα 2010, σ. 64.
[28] Πρόκειται για ρήση του Γρηγορίου Θεολόγου την οποία προσλαμβάνει και ο Γρηγόριος Παλαμάς. Βλ. Ιωάννη Καρμίρη, «Τόμος Συνοδικός 1351», Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα ²1960, τ. Α΄, σ. 379.
[29] Βλ. Παντελή Καλαϊτζίδη, Ελληνικότητα και Αντιδυτικισμός στη «Θεολογία του ’60», ό.π., σσ. 209-584.
[30] Βλ. το έργο του, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το Σχίσμα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2015, το οποίο γράφτηκε μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης.
[31] Βλ. το άρθρο του Michael Gibson, «The Question of Identity and Eastern Orthodoxy in the Thought of Christos Yannaras», https://www.academia.edu/946991/Either_Or_The_Question_of_Identity_and_Eastern_Orthodoxy_in_the_Thought_of_Christos_Yannaras. Brandon Gallaher, «Orthodoxy and the West-The Problem of Orthodox Self-Criticism in Christos Yannaras», Polis, Ontology, Ecclesial Event: Engaging with Christos Yannaras’ Thought, ed. Sotiris Mitralexis, Cambridge James Clarke & Co, 2018, σσ. 206-225. XX, «The problematic of Greek Identity and Christos Yannaras’ Quest for a Politics of Authentic Existence», Polis, Ontology, Ecclesial Event: Engaging with Christos Yannaras’ Thought, σσ. ΧΧ.
[32] Ο αντιδυτικισμός ως ιδεολογική κατασκευή των νεότερων Ορθοδόξων διανοουμένων και ως κυρίαρχη εθνικορομαντική ιστορικοπολιτισμική αφήγηση για τη σύγκρουση των πολιτισμών Ανατολής και Δύσεως, μεταξύ άλλων και στον Χρήστο Γιανναρά, αποδομείται κυρίως μέσα από το πρίσμα της μετα-αποικιακής κριτικής στον συλ. τόμο George E. Demacopoulos and Aristotle Papanikolaou (eds.), Orthodox Constructions of the West, Fordham University Press, New York 2013. Βλ. Pantelis Kalaitzidis and Haralambos Ventis, “The Image of the West in Contemporary Greek Theology” σσ. 142–160 και Basilio Petrà, “Christos Yannaras and the Idea of ‘Dysis’”, σσ. 161–180.
[33] Βλ. Daniel Paul Payn, The Revival of Political Hesychasm in Contemporary Orthodox Thought: The Political Hesychasm of John Romanides and Christos Yannaras, Lexington Books, Lanham, Maryland 2011.
[34] Τη θεώρηση αυτή πραγματεύεται στο έργο του Η ελευθερία του ήθους.
[35] Βλ. το άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, «Το ‘Σύνορο’ και ο Χρήστος Γιανναράς. Η θεολογική πρόταση της αποηθικοποίησης του Χριστιανισμού», Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία, Η ‘Θεολογία του ’60’», εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 315-326.327-356. Βλ. επίσης τον συλ. τόμο, Η επιστροφή της ηθικής (επιμ.) Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2013.
[36] Βλ. ενδεικτικά Ορθοδοξία και Δύση στην Ελλάδα σήμερα και Ενάντια στη θρησκεία, όπ.π.
[37] Ιωάννου Ζηζιούλα, «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου», ό.π., σσ. 287-323.
[38] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Το αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983. Το έργο αυτό του Χρήστου Γιανναρά έκανε σιωπηρά τις περισσότερες επανεκδόσεις από κάθε άλλο βιβλίο του.
[39] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, «Ανθρώπινα δικαιώματα και Ορθόδοξη Εκκλησία», στον συλ. τόμο, Εμμανουήλ Κλάψη (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο, Ένας οικουμενικός διάλογος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σσ. 160-168.
013, Σταύρος Γιαγκάζογλου
ΠΗΓΗ:https://mag.frear.gr/to-alitheyein-os-koinonein-theologia-kai-filosofia-sto-ergo-toy-christoy-giannara/?fbclid=IwY2xjawFvxptleHRuA2FlbQIxMQABHRUeH6g9pkhihIV_Elsux3-iwsCxnQquJ9cbjRKXFEyUysLgbk95h1uW2g_aem_5jMoiXKSuKlS3YkEM9IFWw
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.