Η πατρίδα μου τ’ Αϊβαλί είχε πολλά καΐκια και καράβια. Μα δεν τα ναυλώνανε ξένοι, αλλά οι ίδιοι οι Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τα λάδια και τα σαπούνια τους, που ήτανε τα καλύτερα στον κόσμο, όπως άκουσα να λένε και στη Μαρσίλια. Αλλά απ’ αυτά ταξιδεύανε στην Πόλη, άλλα στη Σμύρνη, και τα πιο μεγάλα ταξιδεύανε στη Βλαχιά και στη Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε το Μισίρι, στο Τριέτι και στη Μαρσίλια.
Τα μικρά σκαριά ήτανε αχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντούσκες, περάματα, πένες. Τα μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, με φαρδιές σκάφες, με πλώρη λοξή, σαν τους αχταρμάδες, και με τάκο πίσω στην πρύμη. Η αρματωσιά τους ήτανε δυο άλμπουρα, το ‘να με σταύρωσες, τ’ άλλο με μπούμα. Καραβόσκαρα δεν είχανε οι Αϊβαλιώτες. Καραβόσκαρα με δυο και τρία άλμπουρα ερχόντανε στ’ Αϊβαλί από άλλα μέρη, για να φορτώσουνε ή για να ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη και πλούσια πολιτεία, κ’ εύρισκε κανένας απ’ όλα τα πράγματα.
Ο καπετάν – Στέλιος ο Καρνιαγούρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στη Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του˙ ύστερα είχε πάρε – δώσε μοναχά με την Πόλη. Στην Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τον ξέρανε Ρωμιοί και Τούρκοι και τον είχανε σε μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός που ήτανε σοβαρός άνθρωπος και κουβαρντάς, αλλά και στο παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, εμορφάνθρωπος, λες κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. Όπου να ρωτούσες τον ξέρανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε Αϊβαλικλί – Στέλιο ή καμπουντάν – Στέλιο.
Η μπομπάρδα του άραζε πάντα στο ίδιο μέρος, και ξεχώριζε ανάμεσα στα λογής – λογής πλεούμενα, που μερμηγκιάζανε μέσα στο λιμάνι, έμορφο σκαρί, αρχοντικό σαν τον καπετάνιο της, βαμμένο με μεράκι, καθαρό, κουβέρτα καθρέφτης, πανιά πάντα καινούργια, ξάρτια, άγκουρες, καδένες, όλα σαν ζωγραφιστά. Ο τάκος της πρύμης ήτανε εμορφοσκαλισμένος με πλουμίδια σοβαρά, σαν να ‘τανε κανένα σκαλιστό προσκυνητάρι κανωμένο από μάστορη ταλιαδούρο, με δυο περιστέρια που βαστούσανε με τις μύτες τους μια κορδέλα οπού έγραφε: «Τους μέλλοντας πλέειν διαφύλαξον, Κύριε».
Μια φορά έτυχε να βρεθούνε στην Πόλη δυο Αϊβαλιώτες καπετάνιοι, ο Στέλιος Καρνιαγούρος κι ο Νικόλας ο Κοντογιώργης ο Γρίτσας, άλλο σκέδιο αυτός, ξερακιανός, ευκολομίλητος, χωρατατζής. Πηγαίνανε και φουμάρανε ναργκιλέ σ’ έναν καφενέ στο Χαβιαρόχανο. Καθόντανε κ’ οι δυο με τα μαρκούτσια στο ‘να χέρι, με τα κομπολόγια στ’ άλλο. Ο Γρίτσας είχε τόση χάρη στην κουβέντα του, κι ο άλλος είχε τέτοιο σαλτανατλίκι στο παρουσιαστικό του, που πηγαίνανε πάντα και καθόντανε κοντά τους ειδών – ειδών άνθρωποι, θαλασσινοί, εμπόροι και γραμματικοί.
Εκεί λοιπόν που κουβεντιάζανε, έγινε μια παρεξήγηση στην άλλη άκρη του καφενέ, σηκώθηκε μια αναμπουμπούλα, κι όλος ο κόσμος μαζεύτηκε να δει τι έγινε. Μοναχά οι δύο καπετάνιοι απομείνανε στον τόπο τους.
Η φασαρία, αντί να καταλαγιάσει, πλήθυνε˙ ως που τραβήξανε μαχαίρια να σκοτωθούνε. Τότε σηκώθηκε με την ησυχία του ο καπετάν – Στέλιος, βαρύς, και πήγε κοντά και, μοναχά που τον είδανε οι μαλωμένοι, σταματήσανε τον καβγά. Ο Καρνιαγούρος άρπαξε τον έναν, αυτόν που έκανε τον πιο παλληκαρά, σαν να ήτανε κανένα σακκί άχυρο, και τον σφεντόνισε με τέτοια δύναμη, που έκανε τρεις – τέσσερις τούμπες, κ’ ύστερα σηκώθηκε απάνω σαστισμένος, κ’ έτρεχε από δω κι από κει, ως που βρήκε την πόρτα κ’ έγινε καπνός από τον φόβο του. Στο μεταξύ, ο άλλος που την γλύτωσε, ένας Αρμένης, αντί να τον ευχαριστήσει, πέταξε το μαχαίρι και τον χτύπησε ξέφαρσα στο ποδάρι, κι ως να καταλάβουνε τι έγινε, χάθηκε κι αυτός από τον καφενέ. Ο Καρνιαγούρος πήγε και κάθισε στον τόπο του κ’ έπιασε και φουμάριζε, σαν να μη γίνηκε τίποτα.
Στο μεταξύ φτάξανε οι ζαπτιέδες μ’ έναν όνμπαση1. Ο όνμπασης ήτανε ένας χοντρός μαυρομούστακος μεγαλάνθρωπος. Σαν έμαθε τι έκανε ο καπετάν – Στέλιος, πήγε κοντά του και τον χαιρέτησε γελαζούμενος, και πιάσανε και κουβεντιάζανε.
Από κείνη τη μέρα δέσανε μεγάλη φιλία. Ο Βασίφ εφέντης, ο λεγόμενος Λουκμάς, νερό έπινε πια στ’ όνομα του Καρνιαγούρου, γιατί, κοντά στον θαυμασμό που είχε σ’ αυτόν για τη μεγαλοπρέπεια οπού είχανε τα φερσίματά του, και γιατί δεν έβγαινε άπρεπος λόγος από το στόμα του, είχε μάθει κι από πολύν κόσμο σε τι εκτίμηση τον είχανε τον καπετάν – Στέλιο. Όποτε πήγαινε στην Πόλη ο Καρνιαγούρος, από την παρέα του δεν έλειπε ο Λουκμά – εφέντης. Τον Αρμένη τον έπιασε, και θα τον σκότωνε, μα ο καπετάνιος τον παρακάλεσε να τον αφήσει, κ’ έτσι έκανε. Αυτά γινήκανε στα 1898, τον Ιούνιο.
Στα 1903, παραμονές τα Χριστούγεννα, ξαναβρεθήκανε πάλι οι δυο καπετάνιοι, ο Καρνιαγούρος κι ο Γρίτσας, μαζί με τον Βασίφ – εφέντη, και πήγανε να φάνε στον Γαλατά, στην ταβέρνα του Μπουγιούκ Αϊναλή, που μοναχά του πουλιού το γάλα δεν εύρισκες. Αλλά οι δυο Αϊβαλιώτες νηστεύανε, γιατί ήτανε σαρακοστή, κι ο Βασίφ – εφέντης νήστευε κι αυτός μαζί τους, δεν ήθελε να φάγει κρέας.
Σαρακοστιανά φαγιά τα λέγανε, μα τέτοια σαρακοστή είναι καλύτερη από Λαμπρή. Είχανε δυο λογιών χαβιάρι, μαύρο και παντερμαλίδικο, χταπόδι τουρσί και ξερό, ψημένο στα κάρβουνα, μύδια, στρείδια, φούσκες, καλόγνωμες, καραβίδες, άλλα τουρσιά, σαλατικά, ρετσέλια. Ήτανε καλοφαγάδες εκείνοι οι μακαρίτες. Γι’ αυτό κι ο Βασίφ, που ήτανε από φυσικό του φαγάς, παράφαγε κείνη τη μέρα.
Από κει τραβήξανε στον καφενέ.
Εκεί που πίνανε καφέ, ο Βασίφ – εφέντης άλλαξε όψη, τα μάτια του γουρλώσανε, έπεσε το φλιτζάνι από το χέρι του, έγειρε, έγειρε, κι απόμεινε ξερός απάνω στην καρέκλα. Τον χτύπησε νταμπλάς.2 Ήτανε ανήμερα τ’ Αγιού – Σπυρίδωνα.
Από κείνη τη μέρα άλλαξε ο καπετάν – Καρνιαγούρος. Αυτός που δεν έκλαψε ποτέ του, ολοένα δάκρυζε, κι όλοι απορούσανε.
«Τον πήραμε στο λαιμό μας τον άνθρωπο!» έλεγε και ξανάλεγε στον καπετάν – Νικόλα. «Έσκασε από τα θαλασσινά, γιατί δεν ήτανε συνηθισμένος!»
Ύστερα έλεγε πάλι συλλογισμένος:
«Φαίνεται πως δεν έκανε να νηστέψει, να κάνει σαρακοστή μαζί μας, γιατί ήτανε αλλόθρησκος. Ο Θεός οργίστηκε. Έτσι μου είπε ο παπά – Κουστουλίδης!»
Αυτή η ιδέα τον έτρωγε σαν σαράκι. Εκεί που καθότανε και φουμάριζε, μουρμούριζε:
«Κρίμα στον άνθρωπο! Κρίμα στον άνθρωπο! Κ’ ύστερα λένε Τούρκος, κι αβάφτιστος! Μπρε, μπρε, μπρε! Εγώ να πέσω σε τέτοιο σεκλέτι!3 Αδελφός μου να ‘τανε, πάλε δε θα με κόστιζε έτσι… Μωρέ, τι πάθαμε, χρονιάρες μέρες! ουφ! Ουφ!»
Σε λίγες μέρες κάνανε πανιά τα δυο καΐκια, η μπομπάρδα του καπετάν – Στέλιου και το τσερνίκι το καπετάν – Νικόλα του Γρίτσα, για να ‘ναι στ’ Αϊβαλί τα Χριστούγεννα.
Μέσα στο μπουγάζι αρμενίσανε με λίγον αγέρα και με ψιλή βροχή. Ο καιρός ήτανε λεβάντες. Άμα ήβγανε στον Μαρμαρά, ο αγέρας δυνάμωσε. Κατά τις δέκα, πριν από το μεσημέρι, ο καιρός γύρισε στον σορόκο και φουρτούνιασε, με αστραπές κι αστροπελέκια. Ο ουρανός γίνηκε κατάμαυρος σαν να νύχτωσε. Μουδάρανε τα πανιά και βαστούσανε πλώρη απάνω στο Καπού – Νταγ. Μπροστά πήγαινε η μπομπάρδα κι από πίσω πήγαινε το τσερνίκι. Μα σε λίγο η θάλασσα δεν έμπαινε στα πανιά και μέσα σε κείνο το σκοτάδι έχασε το ‘να μανιασμένο πέλαγο. Η θάλασσα του Μαρμαρά, που είναι ήμερη και χαρούμενη με καλόν καιρό, είχε γίνει αγνώριστη, μελανή, σαν να ‘τανε ανεκατεμένη με φούμο. Σήκωνε κάτι σκοτεινά βουνά, π’ ανεβοκατεβαίνανε και κυλούσανε κατά τον βοριά, φόβος και τρόμος, λες και βρισκόσουνα στη Μαύρη Θάλασσα. Η μπομπάρδα πάλευε παλληκαρίσια, σηκωνότανε με το μπαστούνι, στον ουρανό, και ξανάπεφτε βαριά, σαν βουβάλα αγριεμένη, με τη φαρδιά κοιλιά της αμπώχνοντας τα νερά, που βράζανε ένα γύρω της. θαρρείς πως η οργή της θάλασσας έβγαινε από τα έγκατά της, από το άπατο βάθο της, γιατί αυτό το κλειστό πέλαγο έχει βάθος μέχρι χίλια πεντακόσα μέτρα. Τα νερά μπαίνανε από την πλώρη και βγαίνανε από την πρύμη, κ’ είχανε πάρει τα μουσαμαδένια παραπέτα και τον σκύλο του καραβιού.
Ο καπετάν – Καρνιαγούρος ήτανε τυλιγμένος με μια νιτσεράδα. Τον έδερνε το χαλάζι, τον σκεπάζανε οι θάλασσες, μα αυτός δεν έδινε πεντάρα. Είχε περάσει πολλά τέτοια και χειρότερα. Με την μαΐστρα και με τη μπούμα η μπομπάρδα αγαντάριζε, άμπωχνε με τις φουσκωτές μάσκες της τα βουνά που πέφτανε απάνω της.
Λίγο πριν από το βασίλεμα του ήλιου, φάνηκε μια άγρια αντιφεγγιά κατά τον μπουνέντε, σαν να ανασηκώθηκε λίγο εκείνη η μαυρίλα που πλάκωνε τον κόσμο, κι ο αγέρας λασκάρισε. Μπροστά κι από σταβέντο φανήκανε τα Μαρμαρονήσια. Ο καπετάνιος ορτσάρισε καλά, γιατί η μπομπάρδα ξέπεφτε με τα λίγα πανιά που αρμένιζε, και μπήκε μέσα στο μπουγάζι, ανάμεσα στη στεριά και στα νησιά, και πήγε και φουντάρισε πίσω από το ένα, που βρίσκεται πιο κοντά στη στεριά και που το λενε Πασά – Λιμάν. Ο Καρνιαγούργος είχε ποδίσει κι άλλη φορά σ’ αυτό το νησί, κοντά σ’ ένα μοναστήρι της Αγιάς – Παρασκευής.
Σαν φουντάρανε και μαϊνάρανε τα πανιά, ο καπετάνιος είπε: «Όποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε!»
Εξόν από τον σκύλο, άνθρωπος δεν πνίγηκε. Από τις δυο βάρκες, είχε απομείνει η μια απάνω στην κουβέρτα. Τη ρίξανε στη θάλασσα κ’ ήβγανε όξω δυο νοματαίοι και πήγανε στο μοναστήρι κι ανάψανε κεριά. Γυρίζοντας, φέρανε βελέντζες για να σκεπαστούνε, κ’ ένα πάπλωμα για τον καπετάνιο, γιατί τα δικά τους ήτανε βρεμένα.
Καθίσανε εκεί πέρα δυο μέρες. Ο καπετάν – Γρίτσας δεν φάνηκε.
Την τρίτη νύχτα ο αγέρας έπεσε ολότελα κ’ έβρεχε ως την αυγή. Ο καιρός γύρισε στον βοριά. Κάνανε πανιά και την ίδια μέρα περάσανε το Τσανάκ – Καλέ. Ο καιρός ήτανε καθαρός, χωρίς σύννεφα. Την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, βρισκόντανε βορινά από την Τένεδο, και κείνη την ώρα είδανε το τσερνίκι του καπετάν – Νικόλα, που πήγαινε πιο γιαλό, μαζί μ’ ένα άλλο καΐκι.
Τον χουγιάξανε και πέσανε κοντά, και πήγε ο καπετάν – Γρίτσας με τη βάρκα απάνω στη μπομπάρδα. Τους είπε πως, τον καιρό που χωριστήκανε, αυτός τράβηξε ανοιχτά από τα Μαρμαρονήσια και, με όλο το στραπάτσο που έφαγε όλη τη νύχτα, δεν πόδισε, ως που έφταξε στο Τσανάκ – Καλέ, κ’ εκεί φουντάρισε και κάθισε και περίμενε τον καπετάν – Στέλιο, γιατί του είπανε πως η μπομπάρδα δεν είχε περάσει ακόμα. Και πως βαρέθηκε πια να τον περιμένει, κ’ είχε κάνει πανιά λίγο πριν να περάσει ο Καρνιαγούρος από το Τσανάκ – Καλέ. Το καΐκι του δεν έπαθε καμιά ζημιά.
Σαν σκοτείνιασε, ο χιονιάς κατέβηκε με τα παιδιά του, όπως λένε οι θαλασσινοί. Τα δύο καΐκια πέσανε από κάτω από την Τένεδο, κ’ εκεί ξημερωθήκανε. Καθίσανε και την άλλη μέρα, της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Ο καιρός ήτανε ο ίδιος και χειρότερος.
Ξημερώνοντας την άλλη μέρα, προπαραμονή Χριστούγεννα, φουρτούνα κιαμέτι και κρύο τάντανο! Κάνενε τον σταυρό τους και φύγανε με λίγα πανιά, σχεδόν ξυλάρμενοι, ως που καβατζάρανε τον Καρά – Μπαμπά. Από κει ορτσάρανε και πηγαίνανε γιαλό, ως που φτάξανε αντίκρυ από τα Μοσκονήσια.
Ο χιονιάς κατέβαζε ανεμόβροχο από το Καζ Νταγ, που στεκότανε από πάνω τους ανταριασμένο και μελανιασμένο, στεφανωμένο με τα σύννεφα της χιονιάς. Ο αγέρας χυνότανε βαρύς σαν κρύο μολύβι μεσ’ από τις νεροφαγιές του βουνού, κ’ έκανε τη θάλασσα να βράζει, και μπατάριζε τα δυο καΐκια να τα καϊναντίσει,4 κι ας αρμενίζανε μοναχά με τους φλόκους και με τα μεγάλα πανιά πολύ μουδαρισμένα.
Φτάνοντας εκεί που είπα, τα δώσανε στα πρίμα, και προφτάξανε και μπήκανε μέσα στο Ταλιάνι πριν να καλοσκοτεινιάσει. Τα ρέματα τραβούσανε κατά μέσα στο μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού. Σε λίγη ώρα, νύχτα πια, φουντάρανε και τα δυο μαζί, το τσερνίκι στ’ Αγγελή τον Γιαλό κ’ η μπομπάρδα στην Κάτω Χώρα. Αφού τα βολέψανε όλα απάνω στα καΐκια, βγήκανε όξω οι γεμιτζήδες κι ο καθένας πήγε στο σπίτι του.
Η πολιτεία ήτανε χαρούμενη και πανηγυρική, μ’ όλο που φυσούσε ο χιονιάς παγωμένος, και βούϊζε στα σαχνισίνια. Τα καμπαναριά φεγγοβολούσανε από τη φωτοχυσία. Στους δρόμους γυρίζανε σμάρια από παιδιά με τα φανάρια, και λέγανε τα κάλαντα.
Την ώρα που έμπαινε στο σπίτι του ο καπετάν – Καρνιαγούρος, η πόρτα ήτανε ανοιχτή και τα παιδιά τελειώνανε:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθήτε,
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθήτε.
Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπήτε…
Κι ο καπετάν – Στέλιος, αφού άλλαξε ασπρόρουχα, πλάγιασε και κείνος και πήρε λίγον ύπνο και, μ’ όλο που ήτανε αγρυπνισμένος, σηκώθηκε με τις καμπάνες που χτυπούσανε χαρμόσυνα από δώδεκα καμπαναριά.
Ο κόσμος βούϊζε χαρούμενος στους δρόμους και πήγαινε στις εκκλησιές, οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και μπαινοβγαίνανε κορίτσια κι αγόρια ντυμένα με τα καλά τα ρούχα τους. Τα τραπέζια ήτανε στρωμένα και περιμένανε ν’ απολύσει η Λειτουργία, για να πάνε να φάνε οι νοικοκυραίοι.
Ο καπετάν – Στέλιος έβαλε τα καλά σαλβάρια του, ρούχα ακριβά και σοβαρά, έριξε στις πλάτες του τη βαριά γούνα του, έστριψε το μουστάκι του, και πήγε στην εκκλησιά, μαζί με τη γυναίκα του, με τους δυο γυιούς του και την κόρη του, όλοι τους έμορφοι και χαρούμενοι.
Άμα απόλυσε η εκκλησιά και τελειώσανε τα καλωσορίσματα, γυρίσανε στο σπίτι.
Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,
δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερήται.
Μ’ όλη τη χαρά που έφερε ο Χριστός στον κόσμο με τη Γέννησή του, ο καπετάν – Στέλιος ήτανε στενοχωρημένος. Από το νου του δεν έφευγε ο καημένος ο Βασίφ – εφέντης, ακόμα και μέσα στην εκκλησιά.
«Ήμαρτόν σοι, Κύριε», μουρμούριζε, «για έναν αλλόθρησκο να το πάρω τόσο βαριά, σα να ‘τανε αίμα μου, σα να ‘τανε αδελφός μου! Μα άραγες ο Χριστός ήρθε σε τούτον τον κόσμο μόνο για μας τους βαφτισμένους, και δεν ήρθε για ούλον τον κόσμο, για κάθε άνθρωπο που έχει καλή ψυχή, τι Τούρκος, τι Ρωμιός; Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός, ανάπαψε και συγχώρεσε και τον Βασίφ – εφέντη, που είχε ψυχή πιο καλή από μας τους χριστιανούς!».
Υποσημειώσεις.
1. Νωματάρχη.
2. Αποπληξία.
3. Στενοχώρια.
4. Να τ’ αναποδογυρίσει.
Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/37966
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.