Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Τα συνθήματα του νεοφιλελευθερισμού σχετικά με την ανάπτυξη (που θα φέρει θέσεις εργασίας και γενική ευημερία στον πληθυσμό) είναι πάνω – κάτω γνωστά. Για να έχουμε ανάπτυξη πρέπει πρώτα να ικανοποιηθούν τα κίνητρα αυτού που θα επενδύσει. Με δυο λόγια, αν θέλουμε δουλειές πρέπει να φροντίσουμε ώστε η κερδοφορία των εταιρειών να είναι αρκούντως δελεαστική. Από αυτή την άποψη, οτιδήποτε περιορίζει τα κέρδη – προστασία του περιβάλλοντος, αξιοπρεπής μισθοδοσία των υπαλλήλων, φορολόγηση κλπ – κρίνεται επιβλαβές, αφού θα λειτουργήσει αποθαρρυντικά για τους επενδυτές.
Φυσικά, το να λαμβάνεται υπόψη το κέρδος του επενδυτή μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο είναι λογικό. Ο Τζων Ρωλς στο βιβλίο «Θεωρία της Δικαιοσύνης» επαναλαμβάνει τον κοινώς αποδεκτό κανόνα σχετικά με την απασχόληση και τη μισθοδοσία: «Η ζήτηση μιας επιχείρησης για μισθωτούς καθορίζεται από την οριακή παραγωγικότητα της εργασίας, από την καθαρή αξία δηλαδή της συνεισφοράς μιας μονάδας εργασίας, όπως αυτή μετριέται από την τιμή πώλησης των αγαθών που παράγει». (σελ. 358 – 359).
Αυτού του είδους οι αναφορές, όμως, που προσεγγίζουν τη μισθοδοσία και την απασχόληση σε μια σχέση ευθέως ανάλογη με την παραγόμενη αξία (και κατ’ επέκταση τα κέρδη), κρίνονται πλέον παρωχημένες. Το νεοφιλελεύθερο πνεύμα τις έχει ξεπεράσει. Η Βιβιάν Φορεστέρ στο βιβλίο της «Μια Παράξενη Δικτατορία» μνημονεύει μια απολύτως κατατοπιστική ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1999: «Πρόκειται για την ανακοίνωση της εταιρείας Michelin, η οποία αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1999 τα κέρδη της αυξήθηκαν κατά 17%, σχεδόν κατά 2 δισεκατομμύρια φράγκα, και ότι οι προοπτικές είναι ευνοϊκές. Συγχρόνως, ανακοίνωσε την επικείμενη απόλυση 7.500 υπαλλήλων, δηλαδή του ενός δεκάτου του προσωπικού της, σε διάστημα τριών ετών». (σελ. 119 – 120).
Έχοντας υπόψη το παράδειγμα της Michelin, το οποίο δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά κανόνα, διαπιστώνει κανείς ότι η κερδοφορία των εταιρειών, ακόμη κι όταν αυξάνεται κατά 17%, επιφέρει περισσότερο συρρίκνωση παρά ανάπτυξη. Από αυτή την άποψη, η έννοια των επενδυτικών κινήτρων που θα γεννήσουν θέσεις εργασίας ματαιώνεται, καθώς ούτε η κερδοφορία – πολύ περισσότερο η στασιμότητα – θεωρείται ικανή όχι να αυξήσει, αλλά τουλάχιστον να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας.
Ο Lester C. Thurow στο βιβλίο του «Η Πυραμίδα του Πλούτου» ξεκαθαρίζει: «Η μείωση του προσωπικού επινοήθηκε τη δεκαετία του 1990. Κερδοφόρες εταιρείες δεν έκαναν μαζικές απολύσεις τις προηγούμενες δεκαετίες. Προηγουμένως, μόνο ζημιογόνες εταιρείες έκαναν μαζικές απολύσεις προσωπικού. Αυτοί οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν τη δεκαετία του 1990, δεν απολύθηκαν για να αποφευχθούν χρεοκοπίες, σε έναν αγώνα δρόμου στον οποίο η απασχόληση μειωνόταν σε μια προσπάθεια να ακολουθήσει τη μείωση της εκροής. Είναι σαφές ότι οι εταιρείες μείωναν την απασχόληση για να αυξήσουν την παραγωγικότητα και τα κέρδη, καθώς αυξανόταν η εκροή». (σελ. 318).
Από την πλευρά της, η Φορεστέρ παραθέτει τις χρηματιστηριακές αντιδράσεις μετά την ανακοίνωση των απολύσεων από τη Michelin: «Την ίδια μέρα η αξία της μετοχής της στο χρηματιστήριο αυξήθηκε κατά 10,56% και την επομένη κατά 12,53%. Κλασικό παράδειγμα! Οι ανακοινώσεις απολύσεων ενθουσιάζουν τους μετόχους, τους διεγείρουν πιο πολύ κι από τα κέρδη». (σελ. 120).
Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία της «προτεραιότητας στην εργασία», όπως την εννοεί το νεοφιλελεύθερο δόγμα: «Βλέπουμε σε ποιο σημείο το σύνθημα “Προτεραιότητα στην απασχόληση!” βρίσκεται σε αντίφαση με τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται στον κόσμο των επιχειρήσεων, ο οποίος ωστόσο παρουσιάζεται ως η ίδια η πηγή, η προστάτιδα δύναμη των θέσεων εργασίας. Θα έπρεπε να είναι κάποιος πολύ εύπιστος για να ελπίζει ότι θα δει εκείνους που τους είναι αδιάφορη η απασχόληση, και μάλιστα κερδίζουν από την απουσία της, να επιβραδύνουν τη σεμνή “μείωση του κόστους εργασίας”, πόσο μάλλον να την απαρνούνται, τη στιγμή που τινάζει τους χρηματιστηριακούς δέκτες στα ύψη και πολλαπλασιάζει τα κέρδη. “Προτεραιότητα στην απασχόληση”, γιατί όχι; Δεν κοστίζει τίποτα. Ο ενθουσιασμός τους, όμως, θα κορυφωνόταν αν το σύνθημα ήταν “Προτεραιότητα στις απολύσεις!”». (σελ. 121).
Ο Marc Roche στο βιβλίο του «Οι Bank$ters» εξηγεί με πιο κυνικό τρόπο το υποκριτικό ενδιαφέρον του νεοφιλελεύθερου κόσμου για τις θέσεις εργασίας: «Ο φόβος για τις αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση εξηγεί επίσης […] την ντε φάκτο ατιμωρησία. Η μη άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον των διευθυντών των βρετανικών μαστόδοντων HSBC (ξέπλυμα χρήματος), Barclays και Royal Bank of Scotland (χειραγώγηση του επιτοκίου διατραπεζικού δανεισμού Libor) δικαιολογήθηκε με το φόβο για μαζικές απολύσεις στις αμερικανικές θυγατρικές». (σελ. 94).
Υπό αυτούς τους όρους, είναι απολύτως κατανοητό και το νόημα της «ανάπτυξης» στη νεοφιλελεύθερη ορολογία. Η Φορεστέρ και πάλι θα δώσει το στίγμα: «Μια ανάπτυξη που δεν αφορά κάποιο ασαφή “πλούτο” ή την υπόσχεση μιας ακόμα πιο ασαφούς κατανομής του, αλλά τα κέρδη που μοιράζονται τα διευθυντικά στελέχη και οι μέτοχοι σε αυτό τον πακτωλό που η μείωση του κόστους εργασίας τούς επιτρέπει να πολλαπλασιάσουν». (σελ. 121).
Η Φορεστέρ καταθέτει ολόκληρη λίστα χαμένων θέσεων εργασίας μόνο για τους μήνες Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 1998. Ενδεικτικά αναφέρεται: «Στις 7 Νοεμβρίου η Sogenal προβαίνει σε 250 με 280 απολύσεις σε σύνολο 1.200 μισθωτών. Στις 12 Νοεμβρίου η Cummins Wartsila (με έδρα τη Μιλούζ), σε 500 απολύσεις σε σύνολο 700 υπαλλήλων. Στις 13 Νοεμβρίου η Shell καταργεί 3.000 θέσεις εργασίας στην Ευρώπη. Η Monsanto προβλέπει 700 με 1.000 απολύσεις. Στις 26 Νοεμβρίου η Thomson/Dassault Electronic (συγχώνευση) καταργεί 13.000 θέσεις εργασίας. Στις 28 Νοεμβρίου η Monoprix, στην έδρα της στο Παρίσι, καταργεί 300 από τις 1.200 θέσεις εργασίας. Στις 30 Νοεμβρίου η Rover καταργεί 2.500 θέσεις εργασίας. Την 1η Δεκεμβρίου η Volvo καταργεί 5.300 θέσεις εργασίας. Στις 2 Δεκεμβρίου η Boeing απολύει το 5% του προσωπικού της, φτάνει, δηλαδή, τις 48.000 απολύσεις σε δύο χρόνια. Η Exxon/Mobil (συγχώνευση) απολύει το 7%, δηλαδή καταργεί 9.000 θέσεις εργασίας. Στις 4 Δεκεμβρίου η Texaco προβλέπει την κατάργηση 2.000 θέσεων εργασίας. Στις 5 Δεκεμβρίου η Johnson & Johnson προβλέπει την κατάργηση 5.800 θέσεων εργασίας. Στις 8 Δεκεμβρίου η Deutsche Telekom (ιδιωτικοποίηση) προβαίνει σε 14.100 απολύσεις. Στις 17 Δεκεμβρίου η Citigroup απολύει το 5% του προσωπικού της, δηλαδή προβαίνει σε 10.400 απολύσεις…». (σελ. 71 – 72). Και η λίστα δεν τελειώνει…
Από την πλευρά του ο Αμάρτυα Σεν στο βιβλίο «Η ανάπτυξη ως ελευθερία» σημειώνει: «Η παρουσία μαζικής ανεργίας στην Ευρώπη (10 έως 12 τοις εκατό, σε πολλές από τις σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες) συνεπάγεται στερήσεις που δεν απεικονίζονται πιστά στις στατιστικές κατανομής του εισοδήματος. Αυτές οι στερήσεις υποτιμούνται συχνά, με το επιχείρημα ότι το ευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης – που περιλαμβάνει τα επιδόματα ανεργίας – τείνει να αντισταθμίσει την απώλεια εισοδήματος την οποία αντιμετωπίζει ο άνεργος». (σελ. 55).
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη συρρίκνωση των επιδομάτων ανεργίας, την αύξηση των προϋποθέσεων (ώστε να αποκλείονται όλο και περισσότεροι) ή το κατά πόσο πραγματικά προσφέρουν αξιοπρεπή διαβίωση στον άνεργο. Τα επιδόματα ανεργίας από αλληλέγγυα πράξη ενός κράτους πρόνοιας έχουν πάρει περισσότερο τη μορφή της ελεημοσύνης.
Ο Σεν, χωρίς να υποτιμά τον οικονομικό παράγοντα, θα πάει το ζήτημα ακόμη πιο πέρα: «Όμως, η ανεργία δεν είναι απλώς ανεπάρκεια εισοδήματος η οποία μπορεί να αντισταθμιστεί μέσω μεταβιβάσεων εισοδήματος από το κράτος (με μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, που από μόνο του μπορεί να είναι πολύ βαρύ φορτίο), αλλά είναι επίσης πηγή καταστροφικών αποτελεσμάτων μεγάλης σημασίας όσον αφορά την ατομική ελευθερία και πρωτοβουλία και στις ατομικές δεξιότητες. Μεταξύ των πολύπλευρων συνεπειών της, η ανεργία συμβάλλει στον “κοινωνικό αποκλεισμό” μερικών ομάδων και οδηγεί στην απώλεια της αυτοδυναμίας, της αυτοπεποίθησης και της ψυχολογικής και φυσικής υγείας». (σελ. 55 – 56).
Ο Μισέλ Ροκάρ (πρωθυπουργός της Γαλλίας κατά τα έτη 1988 – 1991) στο βιβλίο του «Τι να κάνουμε για την αντιμετώπιση της ανεργίας» παραθέτει στοιχεία από το 1994: «Το 1994, η ανεργία στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ έφτασε το ποσοστό – ρεκόρ των 34 εκατομμυρίων ατόμων. Ακόμη και αν η οικονομική επέκταση σημειώσει ανάκαμψη, το ποσοστό της ανεργίας το 2000 θα κυμαίνεται γύρω στο 7%· αυτό λένε τα προγνωστικά των ειδικών, αν και βρίσκω πολύ αισιόδοξη τη συγκεκριμένη πρόβλεψη. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο, έχουμε σήμερα 18 εκατομμύρια ανέργους, δηλαδή 11% περίπου του ενεργού πληθυσμού. Στη Γαλλία, η ανεργία τετραπλασιάστηκε από το 1973, πλήττοντας το 13% του ενεργού πληθυσμού». (σελ. 95).
Και τα νούμερα αυτά κρίνονται επισφαλή, αφού πολλοί δεν είναι καν δηλωμένοι στους επίσημους καταλόγους των ανέργων. Η Φορεστέρ εξηγεί: «Στη Γαλλία 140.000 άνεργοι δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους των ανέργων, διότι είναι πάρα πολύ απογοητευμένοι. Στη Μεγάλη Βρετανία ο αριθμός είναι 837.000». (σελ. 79).
Κι όχι μόνο αυτό: «Το ένα έκτο των θέσεων εργασίας στη Γαλλία είναι με μειωμένο ωράριο, σε αντίθεση με το ένα τέταρτο στη Μεγάλη Βρετανία. Οι θέσεις εργασίας με πλήρες ωράριο βρίσκονται περίπου στα ίδια επίπεδα και στις δύο χώρες». (σελ. 79).
Σχετικά με την εργασιακή κατάσταση στην Αγγλία η εικόνα που παρουσιάζει η Φορεστέρ είναι απογοητευτική: «Η Μεγάλη Βρετανία, όπου υπολογίζεται ότι 12 εκατομμύρια άτομα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας – και η κύρια αιτία αυτής της ανέχειας είναι η στέρηση απασχόλησης –, συνεχίζει ωστόσο να γίνεται σημείο αναφοράς ως απαλλαγμένη από την ανεργία και πρωταθλήτρια της απασχόλησης! Η Μεγάλη Βρετανία, όπου πάνω από 1 εκατομμύριο άνεργοι έχουν εγγραφεί ως ανάπηροι, ώστε να ελαφρύνουν τις λίστες της ανεργίας! Όπου η προστασία της απασχόλησης πρακτικά δεν υπάρχει και η εργατική νομοθεσία είναι προκατακλυσμιαία». (σελ. 78).
Η Φορεστέρ, για να γίνει κατανοητή, θα φέρει και παραδείγματα: «Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα» (το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2000) «οι άδειες μετά αποδοχών δεν προβλέπονται. Εξαρτώνται από την καλή θέληση του εργοδότη, ο οποίος μπορεί και να τις αρνηθεί. Μια απόλυση μπορεί να γίνει αμέσως μετά την πρόσληψη. Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, που ήταν αξιόλογη, έχει καταρρεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χρειάζονται μήνες αναμονής για μια επέμβαση, να δικαιολογούνται μόνο έξι ώρες στο νοσοκομείο για μια λεχώνα ελλείψει προσωπικού και κλινών και να φτάνουν μερικές φορές τα νοσοκομεία να ζητούν από τις οικογένειες των ασθενών να ασχοληθούν με την καθαριότητα!». (σελ. 78 – 79).
Η ανεργία είναι το μεγαλύτερο χαρτί των εργοδοτών στη χειραγώγηση των εργαζομένων. Ο Ζαν Πωλ Φιτουσσί στο βιβλίο «Η Απαγορευμένη Συζήτηση» είναι κατατοπιστικός: «… η ανεργία αποτελεί την αρχή της γάγγραινας για το πλήθος των μισθωτών. Οι μισθολογικές διεκδικήσεις δεν έχουν και πολλές ελπίδες να ικανοποιηθούν. Η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης επιδεινώνει την αδύναμη θέση των μισθωτών στη διαμάχη για την ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος». (σελ. 149).
Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις ο Φιτουσσί θα γίνει διευκρινιστικότερος: «Η ανεργία υπήρξε πάντοτε ένας τρόπος για να πειθαρχούν οι εργαζόμενοι. Αυτοί είναι που χάνουν τα περισσότερα στο παιχνίδι. Χάνουν διότι η πιθανότητα που έχουν να αποκλειστούν από την παραγωγή αυξάνεται μαζί με τη μείωση του μεριδίου τους στο εθνικό εισόδημα». (σελ. 150).
Η Φορεστέρ θα θέσει το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση: «Δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος από το να απογυμνώσεις κάποιον, να τον εγκαταλείψεις, νομικά ακάλυπτο, ταπεινωμένο, δίχως καταφύγιο, για να τον δεις υποταγμένο, έτοιμο να δεχτεί οποιεσδήποτε συνθήκες ζωής και εργασίας, όσο αποτρόπαιες κι αν είναι αυτές. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται ανοιχτά κάποιες ρωμαλέες συστάσεις που προέρχονται από τον ΟΟΣΑ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα μεταξύ άλλων. Υπάρχει καλύτερη μέθοδος για να “μειωθεί το κόστος εργασίας”, για να αντιμετωπιστεί λαμπρά η ανταγωνιστικότητα και να απελευθερωθούν πόροι για περαιτέρω επένδυση… στην κερδοσκοπία;». (σελ. 83).
Ο Ροκάρ θέλει να δώσει την κοινωνική διάσταση του θέματος: «Η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Η απασχόληση παίζει βασικό ρόλο στη δημιουργία της συλλογικής και ατομικής ταυτότητας: Η απουσία της αποσταθεροποιεί τις διαδικασίες της κοινωνικής ένταξης, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ατομική ταυτότητα. Κατά συνέπεια, η κοινωνική συνοχή εξαρτάται κατά πολύ από την εργασία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η κοινή γνώμη περιμένει τόσα πολλά από την πολιτική της απασχόλησης, όπως δεν είναι περίεργη και η απογοήτευση που προκαλεί η αναποτελεσματικότητά της». (σελ. 95 – 96).
Η Φορεστέρ θα καταδείξει την ουσία των νεοφιλελεύθερων επιδιώξεων: «Όλα είναι τέλεια (θα μπορούσαμε να πούμε φανερά) οργανωμένα όχι για να “προτρέψουν” στην εργασία, όπως υποστηρίζεται με προσβλητική έπαρση, αλλά για να εξαναγκάσουν εκείνους που δεν έχουν κανένα πόρο, που η ευπρέπειά τους δεν αναγνωρίζεται και τα δικαιώματά τους περιφρονούνται, να υποταχθούν, να αποδεχτούν οποιοδήποτε καθήκον, με οποιαδήποτε αμοιβή, για οποιαδήποτε χρονική διάρκεια, όσο σύντομη κι αν είναι αυτή, και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες». (σελ. 83 – 84).
Για να συμπληρώσει: «… η υπερφιλελεύθερη ιδεολογία, που έχει οικονομικό κέρδος από τις μαζικές απολύσεις, απαιτεί επιπροσθέτως την κατάργηση των ζωτικών θέσεων εργασίας, ήδη σκανδαλωδώς λίγων, στο όνομα της δραστικής μείωσης των “δημόσιων ελλειμμάτων”, τα οποία είναι, δε θα πάψουμε ποτέ να το επαναλαμβάνουμε, τα μόνα πραγματικά κέρδη της κοινωνίας. Εντούτοις, τέτοια κέρδη υποδειγματικά αλλά μη εμπορικά, μη μετατρέψιμα σε όρους κερδοσκοπίας, συνιστούν σπατάλη με τα κριτήρια της ιδιωτικής οικονομίας, πόρους που δεν εξυπηρετούν τις προσοδοφόρες ορμές της, στις οποίες αυτές οι παρεκκλίσεις, που θεωρούνται “αναχρονιστικές”, θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο. Πράγματι, δεν είναι παρά πηγές κερδών για τη ζωή του καθενός, για τις μελλοντικές γενιές, για την κοινωνία, τον πολιτισμό. Κέρδη που πάνε κυρίως σε όσους δεν έχουν άλλο όφελος. Και αυτό είναι σκάνδαλο στα μάτια εκείνων που, πατώντας επί πτωμάτων, βλέπουν αυτά τα κέρδη να τους διαφεύγουν». (σελ. 108 – 109).
Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την κριτική σε συμπεριφορές συγκεκριμένων ανθρώπων. Για παράδειγμα η Φορεστέρ θα επανέλθει στο ζήτημα Michelin: «… υπάρχει κάποια αφέλεια, διόλου ανώδυνη, στην επιμονή κάποιων να επιπλήττουν τον κύριο Μισελέν και τους ομοίους του, να οικτίρουν την “απονιά” τους, να τους κάνουν κήρυγμα περί “ευγενών συναισθημάτων”, ελπίζοντας συγχρόνως να τους μαλακώσουν ή και να τους φοβίσουν μόνο με το να τους τονίζουν πόσο κακοί είναι και πόσο κατακριτέα είναι η φροντίδα για το δικό τους συμφέρον και όχι για το κοινό καλό». (σελ. 125).
Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά οι πολιτικές αποφάσεις που λύνουν τα χέρια του Μισελέν σε βάρος της κοινωνίας: «Αν αυτές οι αποφάσεις ανταποκρίνονται στις επιδιώξεις του κυρίου Μισελέν και του επιτρέπεται να τις παίρνει, αν τίποτα δεν τον εμποδίζει, τότε γιατί να στερηθεί αυτή τη δυνατότητα; Από καλοσύνη; [… … …] Ο κύριος Μισελέν ακολουθεί τη λογική που διακρίνει τον ίδιο και τους (συνήθως ανώνυμους) κλώνους του, η οποία είναι σύμφωνη με τη λεγόμενη “ρεαλιστική” λογική, τη μόνη που θεωρείται “σύγχρονη” από τους προπαγανδιστές μιας ιδεολογίας που ο ίδιος ασπάζεται…». (σελ. 125).
Η κοινωνία δεν μπορεί να επαφίεται στις αγαθές προθέσεις των Μισελέν. Η κοινωνία οφείλει να προστατευθεί υπερασπίζοντας τη συνοχή και την αρμονικότητά της. Κι αυτό είναι θέμα πολιτικής βούλησης, δηλαδή νομοθετικής παρέμβασης: «Το να κρίνουμε ως απαράδεκτη την απόφαση της Michelin, ως αποκρουστικά συνηθισμένη, είναι το λιγότερο. Τότε, όμως γιατί παραμένει αδύνατο να μην την αποδεχτούμε; Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο ικανό να αντιμετωπίσει αυτές τις παρεκτροπές; Ούτε μία αποτελεσματική άμυνα που να προειδοποιεί τους εργαζομένους για τέτοιες ζημιές, αφού δεν έχουν ψηφιστεί νόμοι για το σκοπό αυτό;» (σελ. 122).
Για την Φορεστέρ τα πράγματα είναι απλά: «Αφού αυτή η μανία για απολύσεις είναι ένα από τα θεμέλια του φαινομένου που αναπληρώνει για μας την “οικονομία” σε παγκόσμια κλίμακα, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι τη βλέπουμε να προστατεύεται και επομένως να ενθαρρύνεται από το νόμο, ή μάλλον από την απουσία νόμων, που είναι το ίδιο πράγμα…». (σελ. 122 – 123).
Η άποψη της κρατικής παρέμβασης για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων βρίσκει εντελώς αντίθετο τον Alain Minc, ο οποίος στο βιβλίο του «Η Ευτυχής Παγκοσμιοποίηση» απαιτεί την άμεση σύμπλευση της χώρας του με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των γειτόνων της: «Εάν η Γαλλία συνέπλεε στην κατανόηση της οικονομίας με το σύνολο των γειτόνων της, η συζήτηση δε θα έφτανε ποτέ σε μια σφαιρική αναφορά στους μισθούς ή σε μια προερχόμενη από την κορυφή τροποποίηση, του χρόνου εργασίας. Πρόκειται για μικροοικονομικές αποφάσεις, προερχόμενες από τον κοινωνικό διάλογο εντός κάθε επιχείρησης, των οποίων τα εθνικά δεδομένα αποτελούν μία a posteriori έγκριση». (σελ. 129).
Για τον Minc το κράτος δεν έχει κανένα λόγο μπροστά στον «κοινωνικό διάλογο εντός κάθε επιχείρησης». Επιτίθεται μάλιστα και στον Ροκάρ, ο οποίος πρότεινε την εργάσιμη εβδομάδα των τεσσάρων ημερών: «… για την πρόταση του Michel Rocard, για πέρασμα σε βδομάδα τεσσάρων ημερών, χάρη σε μία “αναμόρφωση” των κοινωνικών εισφορών, συμψηφισμό μισθών εκτός από τις χαμηλότερες αποδοχές και μια βελτίωση της παραγωγικότητας, συνδεδεμένη με μία μεγαλύτερη ευελιξία του εξοπλισμού. Είναι αρκετή αυτή η ιδέα, προκειμένου ο τέως Πρωθυπουργός να προεξοφλήσει τη δημιουργία ενός εκατομμυρίου νέων θέσεων απασχόλησης;». (σελ. 127). Για τον Minc προφανώς όχι. Το ζήτημα θα λυθεί «με τον κοινωνικό διάλογο» που θα διεξαχθεί ανάμεσα στους εργαζομένους και το Μισελέν.
Για το ζήτημα της 35ωρης εργασίας που συζητήθηκε στη Γαλλία ο Guy Aznar στο βιβλίο του «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους» σημειώνει: «Το σλόγκαν των τράντα πέντε ωρών – που πρότεινε ο Αντρέ Λιπιέτς (Andre Lipietz), ο οικονομολόγος των Πρασίνων, προβλήθηκε πολύ από την τηλεόραση από μια μερίδα πρωταγωνιστών της πολιτικής – απευθύνθηκε σ’ ένα κοινό δύσπιστο και χωρίς κατάλληλη ενημέρωση, προκαλώντας ταυτόχρονα την εκλογική αποτυχία των Οικολόγων και την ανυποληψία για μεγάλο διάστημα των άλλων σεναρίων περί ανακατανομής της εργασίας». (σελ. 131 – 132).
Στην πραγματικότητα η πρόταση της μείωσης του εργάσιμου χρόνου δεν ήταν καινούρια ιδέα: «Η θεωρία του Λιπιέτς για τις τριάντα πέντε ώρες, […] στηρίζεται σε μια παλαιά θεωρία που αναπτύχθηκε από ερευνητές το 1979. Το ξεκίνημα για το πέρασμα στις τριάντα πέντε ώρες βασίστηκε εν ολίγοις στην πληρωμή της αύξησης του κόστους της εργασίας – που προκύπτει απ’ αυτό το μέτρο – εν μέρει από τους εργοδότες μέχρι ένα επίπεδο μισθού (1,8% του SMIC, περίπου δηλαδή καθαρά 8.000 φράγκα) και εν μέρει από τους υψηλόμισθους, όσους δηλαδή έχουν καθαρό μισθό πάνω από 8.000 φράγκα το μήνα, με τη μορφή μείωσης του μισθού κατά μέσο όρο περίπου 3%». (σελ. 132).
Ο Minc επιτίθεται ανοιχτά στην πρόταση που θέλει 35ωρη εργασία με μισθό 39ωρου: «Οι 35 ώρες αμειβόμενες ως 39 ισοδυναμούν με την παροχή πέντε επιπλέον εβδομάδων αδείας μετ’ αποδοχών. Ποιος μπορεί να πιστέψει στην ικανότητα των οικονομιών μας να αντέξουν, ακόμα και προοδευτικά, σε προοπτική τριών ετών, το διπλασιασμό των μετ’ αποδοχών αδειών; Τζάμπα κόπος». (σελ. 125 – 126).
Από την πλευρά του ο Jacques Gouverneur στο βιβλίο «Ανακαλύπτοντας την οικονομία» είναι ξεκάθαρος: «Μια μείωση των μισθών παράλληλα με τη μείωση του χρόνου εργασίας πρέπει να αποκλεισθεί: θα ήταν καταστροφική για τους περισσότερους εργαζόμενους, ιδίως για τους λιγότερο καλά πληρωμένους μισθωτούς. Εξάλλου, δε θα έλυνε το πρόβλημα των ανεπαρκών πωλήσεων με το οποίο έρχεται αντιμέτωπο το σημερινό σύστημα. Η μείωση του χρόνου εργασίας πρέπει να γίνει, λοιπόν, χωρίς απώλεια μισθού (με εξαίρεση τους υψηλούς μισθούς, ώστε να μειωθεί η μισθολογική ιεραρχία). Πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τα διαθέσιμα κέρδη και από τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας: αυτά, αντί μισθολογικών αυξήσεων, θα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή μειώσεων του χρόνου εργασίας και αντισταθμιστικών προσλήψεων». (σελ. 270).
Προφανώς για τον Minc το αγγλικό μοντέλο είναι προτιμότερο. Ο «κοινωνικός διάλογος εντός κάθε επιχείρησης» θα καθορίζει αν δικαιούται ή όχι ο εργαζόμενος άδεια με αποδοχές. Εξάλλου, επιχειρήσεις όπως η Μισελέν πώς θα αντέξουν τέτοια ανοίγματα; Το κράτος καλά θα κάνει να αφήσει τους Μισελέν να κάνουν τη δουλειά τους: «Η αναιμία της συμβατικής ζωής, μετατρέπει το κράτος σε παράγοντα φάντασμα της κοινωνικοοικονομικής διαχείρισης: νομίζει πως είναι ο deus ex machina, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο συμβολαιογράφος της πραγματικότητας». (σελ. 130).
Η κοινωνικοοικονομική διαχείριση δεν μπορεί να αφεθεί σε «φαντάσματα», όπως το κράτος που μετατράπηκε έτσι από την «αναιμία της συμβατικής ζωής». Οφείλει να περάσει στα αποφασιστικά χέρια των δυναμικών ανθρώπων, όπως ο Μισελέν που με τον «κοινωνικό διάλογο» θα χειριστούν το θέμα κατά τον τρόπο που αρμόζει στη «σύγχρονη» πραγματικότητα.
Για το θέμα της μείωσης του χρόνου εργασίας ο Minc προτείνει το μοντέλο της μερικής απασχόλησης: «Ο καθένας γνωρίζει πως η μόνη αποτελεσματική μείωση του χρόνου εργασίας ξεκινά από μία διαφορετική προσέγγιση, αυτή της ανάπτυξης της μερικής απασχόλησης. Έτσι, η μορφή αυτή απασχόλησης αφορά το 35% του ενεργού πληθυσμού στην Ολλανδία, έναντι 15% στη Γαλλία. Ταυτόχρονα, πρέπει να εξετασθεί η εγκαθίδρυση της επιλογής χρόνου, των μηχανισμών κεφαλαίου – χρόνου, τη θεσμοθέτηση τμηματικών συντάξεων, με άλλα λόγια το σύνολο των κοινωνικών διαβουλεύσεων, οι οποίες καθιστούν το χρόνο εργασίας, όχι ένα γενικό μέγεθος, του οποίου ο συγκεντρωτικός χειρισμός θα επέτρεπε τη μείωση της ανεργίας, αλλά μια μεταβλητή, αποκλειστική για τη διαχείριση της κάθε επιχείρησης, ακόμα και για κάθε λειτουργία αυτής της επιχείρησης». (σελ. 128).
Για να καταλήξει: «Όμως η ένταση των μακροοικονομικών διαξιφισμών, απαγορεύει μια τέτοια αναλογία: θα ισοδυναμούσε με τη δημόσια παραδοχή, της ανικανότητας του κεντρικού ελέγχου και της υπεροχής του βίου των επιχειρήσεων, σε σχέση με τους βαρείς μηχανισμούς, τους οποίους η πολιτική εξουσία έχει θέσει σε κίνηση και οι οποίοι στο σύνολό τους, συνδράμουν τη ζωτική προσπάθεια, να κάνει την κοινή γνώμη να πιστέψει πως διαχειρίζεται την οικονομία, όπως οδηγούμε ένα αυτοκίνητο». (σελ. 128).
Ο Φιτουσσί θα καταδείξει την ανεπάρκεια αυτού του είδους των υποκριτικών απόψεων. Η μερική απασχόληση ή αλλιώς ελαστικότητα στην εργασία δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει τον εργασιακό και κατ’ επέκταση κοινωνικό αποκλεισμό: «Τις περισσότερες φορές […] η ανάλυση του φαινομένου του αποκλεισμού παραμένει πολύ επιφανειακή. Κυρίως όταν σκεφτόμαστε να καταπολεμήσουμε την ανεργία βελτιώνοντας την “ελαστικότητα της εργασίας”. Ο αποκλεισμός είναι μια διαδικασία που ξεκινά από την αστάθεια της εργασίας. Επομένως είναι κάπως υποκριτικό να θέλουμε να καταπολεμήσουμε τον αποκλεισμό με την ελαστικότητα, δηλαδή, ακριβέστερα, με την αστάθεια. Το να απειλείται με αποκλεισμό όλος ο κόσμος είναι μάλλον παράδοξος τρόπος καταπολέμησης του αποκλεισμού». (σελ. 150).
Η μερική απασχόληση είναι η αποθέωση της εργασιακής ανασφάλειας κι αυτός είναι ο λόγος που προτείνεται από αναλυτές όπως ο Minc. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διατεινόμενο ότι θέλει να εξαλείψει κάθε είδους αποκλεισμό (όλα γίνονται στο όνομα της ελευθερίας) επιδιώκει συνειδητά το ακριβώς αντίθετο, αφού ο αποκλεισμένος (ή αυτός που διαρκώς φοβάται τον αποκλεισμό) είναι πρόθυμος να αποδεχτεί τους «σύγχρονους» όρους εργασίας.
Οι διάφοροι Minc είναι τα παπαγαλάκια, που προωθούν τα εταιρικά συμφέροντα. Η προπαγάνδα τους αφορά συνθήματα γηπεδικού τύπου περί ανεπάρκειας του κράτους, ικανότητας των εταιρειών, «κοινωνικού διαλόγου εντός κάθε επιχείρησης», ενδιαφέρον για την εξάλειψη της ανεργίας και κούφιες αναλογίες με την οικονομία και τα αυτοκίνητα. Η πραγματικότητα τους έχει διαψεύσει παταγωδώς. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους Minc να συνεχίζουν τη δουλειά τους.
Ο Τσόμσκι στο βιβλίο του «Ελευθερία χωρίς εκπαίδευση και κρίση» θα δώσει τον αντίκτυπο των νέων εργασιακών δεδομένων στην κοινωνία και την οικογένεια: «Ένας άλλος παράγοντας είναι η ανασφάλεια των ανθρώπων για τις θέσεις εργασίας τους, την οποία οι οικονομολόγοι αρέσκονται να ονομάζουν “ευελιξία στην αγορά εργασίας”. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ακαδημαϊκή θεολογία, η ευελιξία είναι κάτι καλό. Είναι όμως κάτι απαίσιο για τα ανθρώπινα όντα που η μοίρα τους δε λαμβάνεται υπ’ όψιν στους υπολογισμούς των νηφάλιων στοχαστών. Ευελιξία σημαίνει ότι πρέπει να εργάζεσαι περισσότερες ώρες, χωρίς να γνωρίζεις αν αύριο, ή πότε άλλοτε, θα έχεις μια θέση εργασίας. Ευελιξία σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας και εργασιακά δικαιώματα, ότι η αγορά πρέπει να απαλλαγεί από την ακαμψία». (σελ. 95 – 96).
Πέρα από τη χυδαιότητα των νέων εργασιακών και μισθολογικών συνθηκών ο Τσόμσκι θα κάνει ειδική αναφορά στην οικογένεια: «Όταν και οι δύο γονείς εργάζονται περισσότερες ώρες, και πολλοί από αυτούς με μείωση των εισοδημάτων τους, δε χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιοφυΐα για να μαντέψει τις συνέπειες. Οι στατιστικές τις δείχνουν. Αν θέλει, μπορεί κάποιος να τις διαβάσει στη μελέτη της UNICEF που έχει γράψει η Χιούλετ». (σελ. 96)
Κι αν χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες, ο Τσόμσκι θα συμπληρώσει: «Η Χιούλετ αναφέρει ότι ο χρόνος επαφής, δηλαδή ο πραγματικός χρόνος που περνούν οι γονείς με τα παιδιά τους, έχει μειωθεί απότομα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια στην αγγλική και στην αμερικανική κοινωνία, ιδίως τα τελευταία χρόνια». (σελ. 96).
Οι συνέπειες απολύτως αναμενόμενες: «Αυτό οδηγεί στην καταστροφή της οικογενειακής ταυτότητας και των οικογενειακών αξιών. Οδηγεί σε μια απότομη αύξηση του φαινομένου οι γονείς να βασίζονται στην τηλεόραση για την επίβλεψη των παιδιών. Οδηγεί σ’ αυτό που ονομάζεται “κλειδαμπαρωμένα παιδιά”, σε παιδιά που μένουν μόνα τους, ένας παράγοντας που συμβάλλει στην αύξηση του παιδικού αλκοολισμού και της χρήσης ναρκωτικών από παιδιά, στην αύξηση των βίαιων εγκλημάτων που διαπράτουν παιδιά σε βάρος παιδιών. Υπάρχουν όμως και άλλες προφανείς επιπτώσεις στην υγεία, στη μόρφωση, στην ικανότητα συμμετοχής σε μια δημοκρατική κοινωνία…». (σελ. 96).
Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «NO LOGO» θα δώσει μια εικόνα του τι σημαίνει μερική απασχόληση στην πράξη: «… η κατηγορία “μερική απασχόληση” αποτελεί συχνά τεχνικό όρο παρά πραγματική κατάσταση, αφού οι επιχειρήσεις λιανικών πωλήσεων κρατούν τους μερικώς απασχολούμενους εργαζομένους τους λίγο παρακάτω από το νόμιμο όριο των σαράντα ωρών πλήρους απασχόλησης – η Λόρι Μπόνανγκ, για παράδειγμα, κλείνει τριάντα πέντε με τριάντα εννέα ώρες εργασίας την εβδομάδα στη Starbucks. Και ουσιαστικά, έχει όλες τις υποχρεώσεις ενός υπαλλήλου με πλήρες ωράριο, με τη διαφορά ότι επειδή δουλεύει κάτω από σαράντα ώρες, η εταιρεία δεν υποχρεούται ούτε να της καταβάλλει υπερωρίες ούτε να της εγγυάται ένα συγκεκριμένο ωράριο κάθε μέρα». (σελ. 305).
Ένα ακόμη πιο «σύγχρονο» μοντέλο στα εργασιακά είναι η ανάθεση της εύρεσης προσωπικού σε εξωτερικά πρακτορεία: «Σύμφωνα με τον Μπρους Στάινμπεργκ, διευθυντή έρευνας στην Εθνική Ένωση Υπηρεσιών Προσωρινής Εργασίας και Προσωπικού που εδρεύει στις ΗΠΑ, “μια αθόρυβη μετεξέλιξη συντελείται σε ολόκληρο τον κλάδο υπηρεσιών προσωπικού” – αντί τα γραφεία ευρέσεως εργασίας να νοικιάζουν εργαζόμενους, “παρέχουν σειρές ολοκληρωμένων υπηρεσιακών λύσεων”. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότερες εταιρείες αναθέτουν σειρά λειτουργιών αλλά και αρμοδιότητες ολόκληρων τμημάτων εργασίας – που προηγουμένως πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό τους – σε εξωτερικά πρακτορεία, τα οποία εκτός από το να βρίσκουν ανθρώπινο δυναμικό, αναλαμβάνουν και την καθημερινή διαχείρισή του…». (σελ. 311).
Με λίγα λόγια, ο εργαζόμενος δεν ανήκει στην εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες, αλλά στο πρακτορείο που τον προωθεί, το οποίο καθορίζει τόσο το ωράριο όσο και τις αμοιβές του. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για εργασιακή επινοικίαση, αφού ο εργαζόμενος ανήκει στο πρακτορείο, το οποίο τον επινοικιάζει στις εταιρείες που έχει πρόσβαση.
Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής είναι οδυνηρά για τον εργαζόμενο. Η Κλάιν εξηγεί: «Για παράδειγμα, το 1993 η American Airlines ανέθεσε σε γραφείο ευρέσεως προσωρινής εργασίας τα γκισέ πώλησης εισιτηρίων της σε είκοσι οχτώ αμερικανικά αεροδρόμια. Αποτέλεσμα ήταν 550 θέσεις εργασίας να μετατραπούν σε προσωρινές, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εργαζόμενοι οι οποίοι κέρδιζαν 40.000 δολάρια από τη δουλειά τους να δεχτούν προτάσεις για να επαναπροσληφθούν σ’ αυτή με μισθό μόνο 16.000 δολάρια. Παρόμοιος ανασχηματισμός πραγματοποιήθηκε και στη UPS, όταν αυτή αποφάσισε να παραδώσει τα κέντρα εξυπηρέτησης πελατών της σε εξωτερικούς εργολήπτες – 5.000 υπάλληλοι που κέρδιζαν 10 με 12 δολάρια την ώρα αντικαταστάθηκαν από προσωρινούς εργαζόμενους, των οποίων ο μισθός δεν ξεπερνούσε τα 6,50 και τα 8 δολάρια». (σελ. 311).
Όσο για το ζήτημα της μισθοδοσίας, η Κλάιν καταφεύγει περισσότερο στην ειρωνεία: «Οι περισσότεροι από τους εργοδότες των μεγάλων εταιρειών στον τομέα των υπηρεσιών μεταχειρίζονται το εργατικό τους δυναμικό σαν αυτό να μην εξαρτάται από το μισθό του για να πληρώνει το νοίκι και να μπορεί να αναθρέψει παιδιά. Μάλλον οι εργοδότες αυτοί, όπως και οι συνάδελφοί τους στον τομέα της λιανικής πώλησης, τείνουν να θεωρούν τους υπαλλήλους τους παιδιά: Να τους βλέπουν δηλαδή σαν φοιτητές οι οποίοι αναζητούν καλοκαιρινή εργασία και ξοδεύουν λεφτά και χρόνο σε μια σύντομη επαγγελματική μεταβατική περίοδο προς μια περισσότερο ικανοποιητική και καλύτερα αμειβόμενη σταδιοδρομία». (σελ. 292 – 293).
Οι συνέπειες είναι και πάλι αναμενόμενες: «… τα εμπορικά κέντρα και τα υπερκαταστήματα […] έχουν γεννήσει μια διογκούμενη υποκατηγορία θέσεων εργασίας της πλάκας – το νεαρό ή τη νεαρή που διαφημίζουν σαν τους χαζούς κατεψυγμένα γιαούρτια, τους τύπους που στύβουν πορτοκάλια Orange Julius, τον άνθρωπο “επί της υποδοχής”…». (σελ. 293).
Η Μπάρμπαρα Ερενράιχ στο βιβλίο της «… για πενταροδεκάρες» περιγράφει τις προσωπικές της εμπειρίες ως εργαζόμενη με τις «σύγχρονες» απαιτήσεις των πολυεθνικών: «Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μου βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα απ’ ό,τι εγώ. Ζουν με τους συζύγους τους ή τα ενήλικα παιδιά τους ή κάνουν κι άλλες δουλειές εκτός από αυτή εδώ. Κάθομαι ένα βράδυ στο δωμάτιο διαλείμματος μαζί με τη Λιν, η οποία μου αποκαλύπτει ότι έχει το Γουόλ – Μαρτ ως μερική απασχόληση – 6 ώρες τη μέρα – και δουλεύει άλλες 8 σ’ ένα εργοστάσιο για 9 δολάρια την ώρα. Δεν κουράζεται; Μπα, πάντα αυτό έκανε. Ο μάγειρας του Ρέντιο Γκριλ έχει άλλες δυο δουλειές. Θα περίμενε κανείς γκρίνιες, παράπονα, κάποιο σημάδι αναταραχής – γκράφιτι στις αφίσες που βρίσκονται στο δωμάτιο διαλείμματος, πνιχτά γελάκια κατά τις συναντήσεις των συνεργατών – αλλά εγώ δε βλέπω τίποτα τέτοιο. Ίσως αυτό να είναι το αποτέλεσμα των ιατρικών εξετάσεων και των “αξιολογήσεων” των προσωπικοτήτων – ένα ομοιογενές, πειθαρχημένο και δουλοπρεπές εργατικό δυναμικό, που αρκείται να ονειρεύεται τη μέρα που κάποιος θα του προσφέρει ένα απειροελάχιστο ποσοστό από τα κέρδη». (σελ. 238).
Ο Charles H. Anderson στο βιβλίο του «Προς μια νέα Κοινωνιολογία» συνοψίζει: «Εκτός από το χαμηλό εισόδημα, τη δυνατότητα εύκολης αντικατάστασης, την ανασφάλεια, την υποτέλεια, την αλλοτρίωση και την έλλειψη κάθε ιδιοκτησίας, ο εργάτης υπηρεσιών έχει κοινό με τον εργάτη άσπρο κολάρο έναν επιπλέον παράγοντα: συχνά ο εργάτης υπηρεσιών συμβάλλει στην πραγματοποίηση από τον εργοδότη του μιας υπεραξίας που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό με το οποίο πληρώνεται ο ίδιος· δηλαδή κάνουν αυτοί εργασία για την οποία δεν πληρώνονται. Μια σερβιτόρα που πληρώνεται 1,60 δολάρια την ώρα μπορεί να παραδίδει 200 δολάρια καθαρό κέρδος κάθε μέρα για μια αλυσίδα εστιατορίων…». (σελ. 248).
Η μερική απασχόληση δεν είναι παρά η συγκάλυψη της υπερεργασίας (και η μη πληρωμή της), αφού σχεδόν όλοι αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές. Ειδικά για τη Wal – Mart η Antonia Juhasz στο βιβλίο της «Η Ατζέντα του Μπους» μας πληροφορεί: «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εργαζόμενοι στο κατάστημα φρούτων και λαχανικών της Wal – Mart, Supercenter, έχουν μέσες ετήσιες αποδοχές 14.000 δολάρια, δηλαδή 1.000 δολάρια κάτω από το όριο της φτώχειας για μια τριμελή οικογένεια. Η Wal – Mart δεν επιτρέπει στους εργαζομένους της να σχηματίσουν συνδικάτα. Αν οι εργαζόμενοι φτάσουν πολύ κοντά στο να οργανωθούν συνδικαλιστικά, η Wal – Mart απλώς κλείνει το κατάστημα και μετακομίζει αλλού». (σελ. 100).
Με δυο λόγια, η Wal – Mart είναι ό,τι χειρότερο για τον εργαζόμενο: «Οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι σε καταστήματα ειδών μαναβικής στις Ηνωμένες Πολιτείες κερδίζουν κατά μέσο όρο ένα τρίτο περισσότερα από τους συναδέλφους τους της Wal – Mart – περίπου 18.000 δολάρια το χρόνο. Επειδή η Wal – Mart είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στον κόσμο, οι εργασιακές πρακτικές της ασκούν πίεση στα δικαιώματα όλων των εργαζομένων». (σελ. 100). Κατόπιν αυτών η εργαζόμενη στη Wal – Mart Μπάρμπαρα Έρενράιχ αναφωνεί: «Γιατί ανέχεται κάποιος να παίρνει τόσα λίγα λεφτά;». (σελ. 238).
Από την πλευρά της η Φορεστέρ συμπληρώνει: «Εξ ου και οι working poors (εργαζόμενοι φτωχοί), όρος που επινοήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και περιγράφει εύστοχα αυτό που θέλει να δηλώσει: ότι δεν είναι αφύσικο να ζει κάποιος κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμα κι αν εργάζεται – επομένως, χωρίς να εμφανίζεται στις στατιστικές για την ανεργία. Η κατάσταση αυτή μπορεί να παρατείνεται επ’ αόριστον χάρη, μεταξύ άλλων, στην προσωρινή εργασία, η οποία αναζωπυρώνει το άγχος από την απώλεια και την αδιάκοπη αναζήτηση καινούριας απασχόλησης και αποτρέπει την εργασιακή αλληλεγγύη, που καθίσταται αδύνατη με τις περιπλανήσεις, οι οποίες επιβάλλουν την απομόνωση και την άρνηση του επαγγελματισμού…». (σελ. 84).
Η Φορεστέρ θα κάνει και μια ενδιαφέρουσα αναφορά στις δηλώσεις του Ρόμπερτ Ράιχ: «… δεν είναι απαραίτητο να καταφύγουμε στη μερική απασχόληση: και η πλήρης είναι αρκετή για να εξασφαλίσουμε τη φτώχεια. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde, ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Ράιχ, γραμματέας του υπουργείου Εργασίας από το 1993 ως το 1996, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του προέδρου Κλίντον, τονίζει: “Υπάρχει (στις Ηνωμένες Πολιτείες) μια κατηγορία εργαζομένων που δουλεύουν με πλήρες ωράριο και δεν κερδίζουν αρκετά ώστε να βγουν από την ανέχεια. Ο αριθμός αυτών των working poors πλησιάζει τα 12 εκατομμύρια. Η κατάσταση αυτή, την οποία θεωρώ απαράδεκτη, είναι άμεση συνέπεια της ευλυγισίας που παρέχεται στις επιχειρήσεις και όχι στους μισθωτούς.”». (σελ. 84 – 85).
Για τον Ντόναλντ Σασούν (όπως διατυπώνεται στον πρώτο τόμο του βιβλίου του «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού») το ζήτημα της μισθοδοσίας ταυτίζεται με την αξιοπρέπεια: «Για την καπιταλιστική οικονομία, οι μισθοί είχαν κεντρική σημασία. Δεν ήταν μόνο βασική μεταβλητή στη σύνθεση του κόστους και επομένως στον καθορισμό των τιμών και των κερδών, αλλά ήταν επίσης ο κεντρικός μηχανισμός που παρείχε στην εργατική τάξη πρόσβαση στην κατανάλωση και επομένως στην ασφάλεια, στην ικανοποίηση πολλών αναγκών και σε κοινωνική θέση. Σε μια οικονομία της αγοράς, είναι δύσκολα να εξασφαλίζουν οι άνθρωποι σε συνθήκες ένδειας την προσωπική αξιοπρέπειά τους, που αποτελεί βασικό πυλώνα του πολιτισμού». (σελ. 538 – 539).
Αυτό που μένει είναι ο προβληματισμός του Ούλριχ Μπεκ, όπως τον διατυπώνει στο βιβλίο του «Τι είναι παγκοσμιοποίηση;»: «Όποιος σήμερα προβληματίζεται για το φαινόμενο της ανεργίας, δεν πρέπει να παρασύρεται και να πιάνεται αιχμάλωτος παλιών αντιλήψεων στη συζήτηση που γίνεται γύρω από τη “δεύτερη αγορά εργασίας”, την “επιθετική είσοδο στη ζωή μας της μερικής απασχόλησης”, τις περίφημες “ασφαλιστικές εισφορές” ή για τη μισθοδοσία στην περίπτωση ασθένειας. Αντίθετα, πρέπει να αναρωτιέται: Πώς μπορεί να υπάρξει η δημοκρατία πέρα από την ασφάλεια που προσφέρει η κοινωνία της εργασίας;». (σελ. 158).
Viviane Forrester: «Μια παράξενη δικτατορία», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2000.
Marc Roche: «Οι Bank$ters, ταξίδι στη χώρα των καπιταλιστών φίλων μου», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2014.
Ζαν – Πωλ Φιτουσσί: «Η απαγορευμένη συζήτηση», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1997.
Lester C. Thurow: «Η πυραμίδα του πλούτου», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά «βιβλιοθήκη των ιδεών», Αθήνα 2000.
Ούλριχ Μπεκ: «Τι είναι η παγκοσμιοποίηση;», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Αθήνα 1999.
Μπάρμπαρα Ερενράιχ: «… για πενταροδεκάρες, Η οδύσσεια μιας δημοσιογράφου στην πραγματικότητα της σύγχρονης φτώχειας», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2004.
Naomi Klein: «NO LOGO», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2005.
Alain Minc: «Η ευτυχής παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1999.
Michel Rocard: «Τι να κάνουμε για την αντιμετώπιση της ανεργίας», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά «βιβλιοθήκη των ιδεών», Αθήνα 1998.
Antonia Juhazs: «Η Ατζέντα Μπους, τέσσερις πολυεθνικές εξαργυρώνουν την “εισβολή στον πλανήτη”», εκδόσεις ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, Αθήνα 2007.
Guy Aznar: «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους», εκδόσεις «Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη», Αθήνα 1997.
Νόαμ Τσόμσκι: «Εκπαίδευση χωρίς ελευθερία και κρίση», εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ», σειρά «ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ», Αθήνα 2002.
Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, ανάπτυξη και σταθεροποίηση», τόμος πρώτος, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά «ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ», Αθήνα 2001.
Jacques Gouverneur: «Ανακαλύπτοντας την Οικονομία, ορατά φαινόμενα και κρυμμένες πραγματικότητες», εκδόσεις «τυπωθήτω», Αθήνα 1999.
Αμάρτυα Σεν: «Η ανάπτυξη ως ελευθερία», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά «Αναστοχασμός», Αθήνα 2000.
Charles H. Anderson: «Προς μια νέα Κοινωνιολογία», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1986.
Τζων Ρωλς: «Θεωρία της Δικαιοσύνης», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2001.
ΠΗΓΗ: http://eranistis.net/wordpress
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.