Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, μετ. Άγγελος Ελεφάντης
«Όταν ο οικολόγος πολίτης ισχυρίζεται ότι θέτει το πιο ενοχλητικό ερώτημα: ποιον κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας,αποφεύγει να θέσει ένα άλλο πραγματικά ανησυχητικό ερώτημα:Σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο;»
Με αυτό το «εκπληκτικό ερώτημα» του Jaime Semprunτελειώνει το κυρίως κείμενο («Η Εκπαίδευση της Αμάθειας και οι Σύγχρονες Συνθήκες της») αυτού του βιβλίου, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1999, και είναι γραμμένο από τον Ζαν Κλωντ Μισεά, φιλόσοφο που διδάσκει στο Μονπελιέ.
Ήδη από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης και τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, παίρνουμε μία γεύση για το περιεχόμενό του. «Η παρακμή της κριτικής διάνοιας και του νοήματος της γλώσσας», δηλαδή η παρούσα πρόοδος της αμάθειας, «στην οποία οδήγησαν εδώ και τριάντα χρόνια οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που επέβαλε η άρχουσα τάξη και οι υποτιθέμενοι ειδήμονες των “επιστημών της εκπαίδευσης”» δεν είναι «το αποτέλεσμα μιας ατυχούς δυσλειτουργίας της κοινωνίας μας», «μια απλή αποτυχία των μεταρρυθμίσεων» ή μια απλή «σύμπτωση», αλλά αποτελούσαν τον πρωταρχικό στόχο αυτών των μεταρρυθμίσεων, πραγματικός στόχος των οποίων ήταν η «διαμόρφωση ατόμων που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στρατολογούνται στον μεγάλο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα».
Κύριος στόχος του Μισεά δεν ήταν η συγγραφή μιαςσυμπτωσιολογίας ή έστω μιας συμπτωματολογίας των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά η επανεξέταση των βασικών «φιλοσοφικών» αρχών του καπιταλισμού [τι ακριβώς είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και πότε εμφανίστηκε στο σύγχρονο κόσμο, με ποιον τρόπο η μηχανιστική προσέγγιση του Σύμπαντος από τον Νεύτωνα επηρέασε την «επιστήμη» της Πολιτικής Οικονομίας, τι ακριβώς συμβαίνει όταν ο «Ορθός Λόγος» -φιλοσοφική ιδέα πολύ διαφορετική από τον «Λόγο» των αρχαίων- συναντά το «καλώς εννοούμενο ατομικό συμφέρον», στο οποίο η Πολιτική Οικονομία «βλέπει τη μοναδική ορθολογική κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων συμπεριφορών»], και τους λόγους για τους οποίους ο σύγχρονος καπιταλισμός «ένιωσε την ανάγκη» να σαρώσει στο διάβα του το «δημοκρατικό σχολείο», επιβάλλοντας με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις τη «διδασκαλία της αμάθειας».
Πέραν τούτων, ο Μισεά [στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, που αποτελείται από έξι ολιγοσέλιδες σημειώσεις («Περί της καταστροφής των πόλεων σε καιρό ειρήνης», «Η αξιωματική του συμφέροντος», «Η "Caillera" [«μαφία»] και η ενσωμάτωσή της», «Για τα διφορούμενα της εμπορευματικής ανταλλαγής», «Σχετικά με τον Μάη του 1968», «Αντικαπιταλισμός και συντηρητισμός»)] θέτει μία σειρά «εκπληκτικών ζητημάτων», τα οποία προφανώς (;!) δεν πρόκειται να απασχολήσουν παρά μόνον ελάχιστους, και τα οποία επιχειρεί -ανεπιτυχώς κατά τη γνώμη μου- να συνοψίζει το ακροτελεύτιο ερώτημα του οπισθόφυλλου της ελληνικής έκδοσης: «Ποια μυστηριώδης και επαναλαμβανόμενη σύμπτωση κάνει πάντοτε τις πολιτιστικές επαναστάσεις που επιτέλεσε η Αριστερά να είναι εκείνες που επιτρέπουν στον σύγχρονο καπιταλισμό να επιχειρεί τα πιο μεγάλα άλματα προς τα μπρος;»
«Ιδού ένα καλό ερώτημα!», θα μπορούσε κάποιος να ανακράξει.
Φευ! Ο Μισεά δεν είναι Αριστερός (με κεφαλαίο «άλφα»), αλλά προέρχεται από μια «σχολή σκέψης» που θεωρούσε και θεωρεί την Αριστερά (με κεφαλαίο «άλφα») ως αριστερά (με πεζό «άλφα») του Κεφαλαίου (με κεφαλαίο «κάπα»). Ο Μισεά είναι σαφής. Παραθέτοντας και σχολιάζοντας στο βιβλίο του («Η αξιωματική του συμφέροντος», σελ. 66-70) μία σειρά αποσπασμάτων από το βιβλίο του Μπερνάρ ντε Μαντβίλ(Ρότερνταμ 1670-Λονδίνο 1733), Ο Μύθος των Μελισσών - Η Ιδιωτική Διαφθορά Θεμελιώνει τη Δημόσια Ευμάρεια [που πρωτοεκδόθηκε το 1714, γνώρισε διαδοχικές επανεκδόσεις και προκάλεσε αρκετές συζητήσεις, αφού ο Μαντβίλ θεωρώντας όλες τις ενέργειες του ανθρώπου εξίσου διεφθαρμένες, αχρείες ή ακόλαστες, εφόσον υποκινούνται πάντα από το «ατομικό συμφέρον», καταλήγει στο παράδοξο (;) συμπέρασμα ότι αυτές οι ενέργειες είναι συχνά κοινωνικά επωφελείς, αφού συντελούν στην ευμάρεια της κοινωνίας], ο Μισεά ,που θεωρεί τον υπότιτλο του βιβλίου του Μαντβίλ σαν την «πιο τέλεια συμπύκνωση των φιλελεύθερων δογμάτων», καταλήγει:
«Αυτές οι διαυγείς αναλύσεις» [σ.σ. του Μαντβίλ, που μεταξύ άλλων εξαίρει και τον κοινωνικό ρόλο των κλεφτών και των διαρρηκτών, τονίζοντας ότι «η κοινωνία δεν θα έπρεπε να αμυνθεί ενάντια στους ληστές και τους κλέφτες»], «με τον τρόπο τους επιβεβαιώνουν τον ανατρεπτικό ρόλο που ο [Τζωρτζ] Όργουελ απέδιδε στη δημόσια αρετή. Εξηγούν επίσης γιατί όλες οι εξουσίες του [20ου] αιώνα υποχρεώθηκαν να συνασπιστούν σε μια νέα Ιερά Συμμαχία για να εξαλείψουν τη δημόσια αρετή: η Αριστερά και οι σταλινικοί με την παρέμβαση του κράτους, η Δεξιά και οι φιλελεύθεροι με το παιχνίδι της Αγοράς. Και οι φασίστες εξ ορισμού».
Βέβαια, μπορεί μεν ο Μισεά να μην έθεσε ποτέ τοσυμπτωσιολογικό περί Αριστεράς ερώτημα του οπισθόφυλλου της ελληνικής έκδοσης, πλην όμως στο βιβλίο του απαντά και σ’ αυτό το ερώτημα, αποκαλύπτοντας και άλλες δύο [πέραν εκείνης του Τζωρτζ Όργουελ] σημαντικές επιρροές που έχει δεχτεί: από τους Καταστασιακούς [κυρίως από τον Γκυ Ντεμπόρ, σχετικά με την αδυναμία του Κεφαλαίου να παράξει οτιδήποτε σημαντικό στο χώρο των ιδεών και του πολιτισμού, άρα και το διαρκή «εξαναγκασμό» του να αφομοιώνει τις σκέψεις και τις πολιτισμικές ιδέες των «εχθρών» του] και τον Κορνήλιο Καστοριάδη [που θεωρούσε, σε αντίθεση με τον Μαρξ, πως η έσχατη αντίφαση του καπιταλισμού δεν είναι εκείνη μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, αλλά η αντίφαση σύμφωνα με την οποία το Κεφάλαιο, για να συνεχίσει να υπάρχει, θα πρέπει διαρκώς να κινητοποιεί ό,τι πιο δημιουργικό διαθέτει ο άνθρωπος και, ταυτόχρονα, για να συνεχίσει να υπάρχει, θα πρέπει επίσης διαρκώς να τον αποβλακώνει].
Στις σελίδες 24-25 του βιβλίου του, λοιπόν, ο Μισεά απαντά στο περί ου ο λόγος ερώτημα αναφέροντας ότι «δεν υπάρχει και δεν θα μπορέσει να υπάρξει “καπιταλιστική κοινωνία” με την αυστηρή έννοια του όρου», πρόκειται για μια «καθαρά ανθρωπολογική αδυνατότητα», διότι «ένα σύστημα, του οποίου οι ιδανικές συνθήκες λειτουργίας, εξ ορισμού, δεν επικαλούνται παρά μόνο τη λογική του καλώς εννοούμενου συμφέροντος, στην πραγματικότητα βρίσκεται σε καταστατική αδυνατότητα να επεξεργαστεί εκείνα τα καθοδηγητικά σημαίνοντα στα οποία κάθε ανθρώπινη κοινωνία προσφεύγει για να διαφυλάξει το είναι της». Και συνεχίζει, τονίζοντας ότι «το καπιταλιστικό σύστημα» εφαρμόστηκε και αναπτύχθηκε στις δυτικές κοινωνίες «μόνο όταν σε κάθε φάση της ιστορίας του αντλούσε αξίες και habitus, που του ήταν αναγκαίες, από την αποθησαυρισμένη πολιτοφροσύνη -τόσο από αρχαίους όσο και από νεότερους θησαυρούς- διότι το ίδιο από μόνο του και από τη φύση του ήταν ανίκανο να δημιουργήσει». Και καταλήγει παραθέτοντας ένα απόσπασμα από έργο του Κ. Καστοριάδη, στο οποίο τονίζεται ότι «ο καπιταλισμός κατάφερε να λειτουργήσει διότι κληρονόμησε μια σειρά από ανθρωπολογικούς τύπους [αδιάφθορους δικαστές, ακέραιους δημόσιους λειτουργούς, εργάτες που έχουν ένα ελάχιστο επαγγελματικής συνείδησης...] που δεν δημιούργησε και δεν μπορούσε να δημιουργήσει ο ίδιος».
Προς τι όλα αυτά; Τα, για κάποιους, ίσως «βαρετά» και «δυσνόητα»; [Ελάτε τώρα! Τι το δυσνόητον για τους απογόνους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη;]
Ο Μισεά καταπιάνεται με το παλιό, καλό και πάντα επίκαιρο εγχείρημα της Έρευνας Πάνω στη Φύση και τις Αιτίες της Μιζέριας των Ανθρώπων, για να θυμηθούμε και τον τίτλο σχετικού έργου του προσφιλούς σε εμένα μετα-καταστασιακούΖαν-Πιέρ Βουαγιέ, τα έργα του οποίου, αν και ασφαλώς τα γνωρίζει, ο Μισεά αγνοεί επιδεικτικά. Ο τίτλος του βιβλίου του Βουαγιέ (εκδ. Ελεύθερος Τύπος) δεν αποτελεί παρά μίαμεταστροφή του βασικού έργου του Άνταμ Σμιθ, του πάπα της οικονομικής «επιστήμης» (της κατά Πωλ Λαφάργκ «θρησκείας του κεφαλαίου»), Έρευνα Πάνω στη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών (εκδ. Κριτική). Σημειωτέον ότι ο Μισεά έχει συγγράψει και βιβλίο σχετικά με τον Άνταμ Σμιθ.
Αυτή η έρευνα -για τη μιζέρια των ανθρώπων, όχι η άλλη- έχει πάρει τους δύο τελευταίους αιώνες διάφορες μορφές, χαρακτηριστικότερες εκ των οποίων είναι οι διάφορες θεωρίες συνωμοσίας και η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (διάβαζε τα διάφορα παρακλάδια της μαρξικής θεωρίας). Οι θεωρίες συνωμοσίας, κατά τη σεμνή και ταπεινή μου γνώμη, παρουσιάζουν ένα σημαντικότατο μειονέκτημα στο οποίο, παραδόξως, οφείλουν και τη δημοτικότητά τους: είναι απλές έως απλοϊκές. Φράσεις όπως «οι μασόνοι βρίσκονται πίσω από όλα» ή οι εβραίοι ή οι Ναΐτες ή οι Βενετσιάνοι ή οι Αγιορείτες… μπορεί να γεμίζουν τα στόματα με «απλότητα», όμως αφήνουν ένα τεράστιο κενό στον εγκέφαλο. Φυσικά δεν θα διαφωνήσω με τη διαπίστωση ότι όλες οι εξουσιαστικές κλίκες της ιστορίας έχουν αφήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα σημάδια τους σ’ αυτόν τον κόσμο και ίσως και κάποιες από αυτές να δρουν ακόμη.
Όταν όμως μιλάμε για τους δύο τελευταίους αιώνες, και ιδιαίτερη για τη σημερινή εποχή, είναι αδιανόητη παράλειψη να αγνοούμε τόσο εκείνους που κυβερνούν όσο και τις «φιλοσοφικές» πεποιθήσεις τους και τις ιδέες τους που κυριαρχούν στον κόσμο. Αν δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο δεν έχουμε καμία μα καμία ελπίδα να τον αλλάξουμε. Και οι άνθρωποι που κυβερνούν σήμερα τον κόσμο είναι οι κεφαλαιοκράτες και έχουν και συγκεκριμένη ιδεολογία και συγκεκριμένες «φιλοσοφικές» πεποιθήσεις και ονοματεπώνυμο. Διότι προτού προχωρήσουμε σε κάποιες αφαιρέσεις και αρχίσουμε να μιλάμε για Κεφάλαιο και «κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής», θα πρέπει να γνωρίζουμε πολύ καλά τόσο τους θεμελιωτές όσο και τους εκφραστές αυτής της κοινωνικής σχέσης και αυτού του τρόπου παραγωγής. Εν ολίγοις, το Κεφάλαιο υπάρχει και έχει και ονοματεπώνυμο. Εδώ και ενάμισι αιώνα, η Αριστερά μιλούσε, αν και το πράττει ολοένα και σπανιότερα, για μια αφηρημένη οντότητα, το «Κεφάλαιο», με τρόπο που, δίχως ίχνος υπερβολής, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως μία ακόμα θεωρία συνωμοσίας: «οι κακοί καπιταλιστές, το ακόμα χειρότερο κεφάλαιο, μπλα, μπλα, μπλα…»
Αυτό που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον στο βιβλίο του Μισεά, αλλά και σε κάποια κείμενα που Κρίστοφερ Λας [βλ. παρακάτω], είναι ότι χρησιμοποιώντας μία μαρξική (όχι μαρξιστική) μεθοδολογία, αναζητούν τις ιστορικές ρίζες του συγκεκριμένου προβλήματος (ενός εκπαιδευτικού συστήματος που συνειδητά παράγει αμάθεια), και φτάνοντας στις απαρχές της θεμελίωσης αυτού του συστήματος κατονομάζουν [ο Μισεά για τη Γαλλία, και ο Λας για τις ΗΠΑ] συγκεκριμένα πρόσωπα που ήταν οι πρώτοι που προώθησαν συγκεκριμένες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Και κατά έναν διόλου περίεργο πλην όμως εντυπωσιακό τρόπο, όπως θα δούμε, πετυχαίνουν «διάνα». Διότι πια διαθέτουμε όχι μία -λίγο ως πολύ αστήρικτη- θεωρία συνωμοσίας, αλλά μία συνεκτική θεωρία που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο -καπιταλιστικός- κόσμος, και επιπλέον κατονομάζει και πρόσωπα, που ναι μεν οι θεωρίες συνωμοσίας θεωρούν ως τρομερούς και φοβερούς συνωμότες πλην όμως αδυνατούν να τους εντάξουν σε μία συνολική κριτική θεωρία αυτού του κόσμου.
Ο Μισεά, λοιπόν, στο βιβλίο του και στη σημείωση της σελ. 45 αναφέρεται στην «καταστροφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το δημόσιο Σχολείο των ΗΠΑ», και πως «οι παιδαγωγικές μέθοδοι που είχαν οδηγήσει, εν γνώσει των πάντων, το αμερικανικό σχολείο στο χείλος της κατάρρευσης» εισήχθησαν κατόπιν στη Γαλλία. Και συνεχίζει: «Όπως υπενθυμίζει η Λιλιάν Λυροά [...] οι μέθοδοι ανάγνωσης, που συνιστούσε ο Merieu ως επιστημονικώς ορθές, είχαν συμβάλει στη γενίκευση του αναλφαβητισμού στις ΗΠΑόπου, σύμφωνα με τον Ζακ Μπαρζέν, εξήντα εκατομμύρια λειτουργικοί αναλφάβητοι οφείλουν την αποτυχία τους στη μέθοδο “Look and say“.» Αμέσως μετά ο συγγραφέας κάνει μία «εκπληκτική δήλωση»: «Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι πρώτοι παιδαγωγικοί μεταρρυθμιστές ήταν συνειδητοί πράκτορες του καπιταλισμού». Ο Μισεά αναφέρεται βέβαια στους παιδαγωγούς που εφήρμοσαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις στις ΗΠΑ, γιατί δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι, για τον ίδιο όπως φαίνεται και στη συνέχεια της σημείωσης, εκείνοι που εφήρμοσαν τις ίδιες μεθόδους στη Γαλλία γνωρίζοντας ότι είχαν ήδη αποτύχει παταγωδώς στις ΗΠΑ ήταν συνειδητοί πράκτορες του καπιταλισμού. Με τη σκέψη ότι μπορεί μεν οι πρώτοι μεταρρυθμιστές να μην ήταν συνειδητοί πράκτορες του καπιταλισμού, αλλά μπορεί κάλλιστα να ήταν οι ίδιοι καπιταλιστές ή κάποιοι χρήσιμοι ηλίθιοι, το ζήτημα και η παρουσίαση του βιβλίου θα τελείωνε κάπου εδώ.
Σκέφτηκα όμως να κάνω μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα στο Διαδίκτυο για τον συγγραφέα, αφού το ίδιο το βιβλίο δίνει ελάχιστες πληροφορίες [«φιλόσοφος, διδάσκει στο Μονπελιέ, συγγραφέας του δοκιμίου "Orwell, anarchiste tory"». Ένα μικρό εργο-βιογραφικό σημείωμα για τον Ζαν-Κλωντ Μισεά μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω. Και έτσι «ανακάλυψα» και τον Κρίστοφερ Λας, πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του οποίου θα βρείτε επίσης στη συνέχεια.
Συνειδητοί ή μη πράκτορες;
Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά παραπέμπει σε αρκετά σημεία του βιβλίου του σε βιβλία του Κρίστοφερ Λας και η επιρροή που δέχτηκε από αυτόν πιστοποιείται και από το γεγονός ότι ο Μισεά έχει μεταφράσει στα γαλλικά και προλογίσει αρκετά από τα βιβλία του Λας.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ας επιστρέψουμε στο ερώτημά μας: ήταν οι πρώτοι παιδαγωγικοί μεταρρυθμιστές στις ΗΠΑ συνειδητοί πράκτορες του καπιταλισμού;
Ο Μισεά αναφέρει πως δεν ήταν.
Εγώ λέω πως ήταν - όπως ήταν και συνειδητοί εκφραστές των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Και εξηγούμαι.
Στο κείμενο «Ο Νέος Αναλφαβητισμός» του Κρίστοφερ Λας αναφέρονται τα ονόματα των «μεταρρυθμιστών της εκπαίδευσης» Horace Mann και Henry Barnard που στα μέσα του 19ου αιώνα κινούνταν πολύ δραστήρια για να επιτύχουν την αναμόρφωση ολόκληρου του εκπαιδευτικού συστήματος στις ΗΠΑ.
Το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Κρίστοφερ Λας, Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού [σελ. 133 της ελληνικής έκδοσης, οι υπογραμμίσεις δικές μου) έχει ως εξής:
"Μέσα στο κλίμα τέτοιων ανησυχιών [σ.σ. ανησυχιών σχετικά με τη μαζική μετανάστευση πολιτικά οπισθοδρομικών στοιχείων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, που όξυναν τον φόβο ότι οι ΗΠΑ θα οπισθοχωρούσαν σε ένα μισητό, ευρωπαϊκό πρότυπο ταξικής σύγκρουσης, κληρονομικής φτώχειας και πολιτικού δεσποτισμού] εκπαιδευτικοί μεταρρυθμιστές όπως ο Οράτιος Μαν και ο Χένρυ Μπάρναρντ κέρδισαν υποστήριξη στις προτάσεις τους να οργανώσουν ένα εθνικό σύστημα αναγκαστικής [σ.σ. υποχρεωτικής] εκπαίδευσης [...] Στο εξής, το πρόβλημα του εκπολιτισμού του μεταναστευτικού πληθυσμού δεν έπαψε ποτέ να είναι το επίκεντρο του αμερικανικού εκπαιδευτικού εγχειρήματος. Ο “εξαμερικανισμός” έγινε το ιδιαίτερο αμερικανικό πρότυπο που νοείται ως μύηση στην νεοτερική κουλτούρα. Αφού το έργο της μύησης παρουσιάστηκε με αυτή τη μορφή, το αμερικανικό σχολείο σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην μη ακαδημαϊκή πλευρά των διδασκομένων μαθημάτων. Η δημοκρατική επιδίωξη να δώσουμε τους καρπούς της νεοτερικής κουλτούρας στις μάζες παραχώρησε στην πράξη, τη θέση της στο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση ως μορφή κοινωνικού ελέγχου.”
Horace Mann (τα στοιχεία από την Britannica): 1796-1859, «ο πρώτος μεγάλος (great) Αμερικανός υπέρμαχος της δημόσιας εκπαίδευσης», φτωχικής καταγωγής, σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, κατά πως λέει η καλή εγκυκλοπαίδεια, αφού οι δάσκαλοί του δεν πληρούσαν τις υψηλές απαιτήσεις του νεαρού μαθητού, μπλα, πανεπιστήμιο, δικηγόρος, μέλος της πολιτειακής Βουλής της Μασσαχουσέτης (1827-1833), μέλος της Γερουσίας της Μασσαχουσέτης (1835-1837), εγκατέλειψε -παρά τις συμβουλές των φίλων του- την πολλά υποσχόμενη πολιτική του καριέρα για να γίνει ο πρώτος -και επί έντεκα συναπτά έτη- γραμματέας του Πολιτειακού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Μασσαχουσέτης, μπλα, μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ (1848-1852), πρώτος πρόεδρος του Antioch College (1853-1859), μπλα, μπλα, μπλα.Τι ήτο όμως τελικά ο Οράτιος Μαν;
Κοιτάξτε και διαβάστε. Θα ενθυμείστε ασφαλώς τη μέθοδο Lookand Say η οποία ευθύνεται για τα εξήντα εκατομμύρια λειτουργικών αναλφάβητων που υπάρχουν σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ε, λοιπόν, ο Οράτιος ήταν ο άνθρωπός «μας».
Όπως αναφέρει ο Anthony Sutton στο βιβλιαράκι του How theOrder Controls Education (Πώς το Τάγμα Ελέγχει την Εκπαίδευση, Veritas Publishing Company, Australia, 1985, σελ. 14-15), και μάλιστα στο κεφάλαιο που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Η απάτη της ανάγνωσης Look-say», ο Οράτιος Μαν, που θεωρούσε τα γράμματα της αλφαβήτου «άψυχα φαντάσματα», το 1835 και ως πρόεδρος της Επιτροπής Στοιχειώδους Εκπαίδευσης της Μασσαχουσέτης είχε προτείνει να χρησιμοποιηθεί πειραματικά στα δημοτικά σχολεία ένα αλφαβητάρι που μόλις είχε εκδοθεί. Το Αλφαβητάρι της Μαμάς, όπως ήταν ο τίτλος του, ήταν έργο κάποιου Τόμας Γκάλοντετ (Thomas Gallaudet) και ήταν το πρώτο αλφαβητάρι Look and Say. Μόνο που ο Γκάλοντετ προόριζε αυτό το βιβλίο για κωφάλαλα παιδιά, που φυσικά δεν γνώριζαν πώς ομιλείται η γλώσσα και δεν μπορούσαν να συνδέσουν τους φωνητικούς ήχους με τα γράμματα της αλφαβήτου. Η μέθοδος Look and Say υιοθετήθηκε σταδιακά από διάφορα σχολεία στις ΗΠΑ και έγινε κοινός τόπος γύρω στη δεκαετία του 1920. Συνεπώς δεν πρέπει να μας προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι οι σημερινοί μαθητές, μαθαίνοντας να διαβάζουν με μία μέθοδο που προοριζόταν για κωφάλαλα παιδιά, ούτε μπορούν να μιλήσουν ούτε μπορούν και να ακούσουν.
Γιατί, αναρωτιέται ο Άντονυ Σάττον, προώθησε ο Μαν μία μέθοδο για κωφάλαλους σε σχολεία μη κωφάλαλων;«Υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες. Ο αναγνώστης μπορεί να διαλέξει τη δική του. Πρώτον, το 1853 ο Μαν ορίστηκε πρόεδρος του Antioch College. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Antioch College με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν ο συν-ιδρυτής του Τάγματος Αλφόνσο Ταφτ. Δεύτερον, ο Μαν δεν είχε την κατάλληλη εκπαίδευση και συνεπώς αδυνατούσε να διακρίνει μία καλή μέθοδο ανάγνωσης από μία κακή.»
Ποιο όμως ήταν αυτό το Τάγμα που κατάφερε να ελέγξει την εκπαίδευση και του οποίου ο Αλφόνσο Ταφτ ήταν συνιδρυτής; Ούτε λίγο ούτε πολύ το περιβόητο Τάγμα Skull & Bones, εξέχοντα μέλη του οποίου είναι, για να αναφέρουμε μόνον ένα σχετικό παράδειγμα, οι πρόεδροι Μπους.
«Άλλη» ερώτηση: ήταν ο Οράτιος συνειδητός πράκτορας του καπιταλισμού; «Λάθος» ερώτηση που επιδέχεται μόνον δύο «λάθος» απαντήσεις: «όχι» -κατά Μισεά- και «ναι» – κατ’ εμέ. Ποια είναι η «σωστή» απάντηση. Μα τα όσα αναφέρει ο Μισεά στο βιβλίο του. Ο Οράτιος Μαν -το φτωχόπαιδο, ο αυτοδίδακτος, ο αυτοδημιούργητος, που κατάφερε μάλιστα να παντρευτεί σε πρώτο γάμο την κόρη του προέδρου του Πανεπιστημίου Μπράουν, από το οποίο αποφοίτησε- δεν ήτο ούτε πράκτωρ ούτε βλάξ. Απλώς εφήρμοσε στη ζωή του τη βασική αρχή της Πολιτικής Οικονομίας, που αποτελεί και τη μοναδική ορθολογική κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων συμπεριφορών: κοίταζε απλώς και μόνον το καλώς εννοούμενο ατομικό του συμφέρον.
«Το σχολείο», λέει ο Μισεά, «είναι ένα από τα τελευταία πεδία όπου επιβιώνουν πραγματικά θραύσματα μη καπιταλιστικού πνεύματος και μερικές πραγματικές δυνατότητες μετάδοσης της γνώσης, όπως, επίσης και ένα μέρος των αξιών, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει χρηστή κοινωνία». Για να υπάρξει χρηστή κοινωνία, τονίζει ο Μισεά, αρκεί οι άνθρωποι να είναι φορείς της -οργουελικής- «δημόσιας αρετής» [common decency].
Κάπως έτσι χάνεται ή δεν χάνεται το πνεύμα από τον κόσμο…
Jean-Claude Michéa
Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά γεννήθηκε το 1950. Οι γονείς του είχαν συμμετάσχει ενεργά στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής, και μετά τον πόλεμο ο μεν πατέρας του εργάστηκε ως αθλητικός συντάκτης στην εφημερίδα Ουμανιτέ, που ήταν όργανο του Κ.Κ. Γαλλίας η δε μητέρα του ως στενογράφος στο UFI, το πρακτορείο ειδήσεων του Κόμματος. Ο ίδιος αναγνωρίζει τη επιρροή που άσκησαν πάνω του τόσο ο Όργουελ όσο και οι Καταστασιακοί. Μέλος του ΚΚΓ αποχώρησε από αυτό το 1976, αν και, όπως αναφέρει σε μία συνέντευξή του, «ήδη από το 1974 ήταν ξεκάθαρο στο κεφάλι μου: ήμουν αλλεργικός σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού».
Ο Μισεά σπούδασε φιλοσοφία και από το 1972 διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Σήμερα είναι επίσης διευθυντής σειράς στον εκδοτικό οίκο που εκδίδει και τα δικά του βιβλία. Στη σειρά αυτή έχουν εκδοθεί και αρκετά βιβλία του Κρίστορερ Λας. Ο Μισεά έχει γράψει, πέραν της «Αμάθειας» τα εξής βιβλία: Όργουελ, ένας Αναρχικός Τόρυ (δηλαδή ένας συντηρητικός αναρχικός, 1995), Το Αδιέξοδο του Άνταμ Σμιθ (2002), Ο Παιδαγωγός Όργουελ (2003), ενώ έχει εκδοθεί υπό μορφή βιβλίου με τίτλο,Οι Διανοούμενοι, ο Λαός και η Στρογγυλή Μπάλα, ο πρόλογος που είχε γράψει για τη γαλλική μετάφραση βιβλίου του Εδουάρδο Γκαλεάνο σχετικά με το ποδόσφαιρο. [Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου, Αθήνα 1998, Ελληνικά Γράμματα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.