Του Νίκου Προγούλη*
1. Ποιος νομιμοποιείται να μιλάει για την Κλιματική Αλλαγή;
Επιτρέπεται ο μέσος άνθρωπος να έχει γνώμη επάνω σε επιστημονικά ζητήματα, την περιπλοκότητα των οποίων δεν μπορεί να προσεγγίσει;
Εδώ πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε α) τελείως θεωρητικά ζητήματα τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με την καθημερινή ζωή, όπως είναι π.χ. η θεωρία των υπερχορδών, και β) ζητήματα που δεν αφορούν μόνο την επιστήμη, γιατί επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή δραστικά και άμεσα, όπως είναι η επιδημία και η υγειονομική διαχείριση που ζήσαμε πρόσφατα, η λεγόμενη Κλιματική Αλλαγή, και άλλα, τέτοιας τάξης, ζητήματα. Τα δεύτερα, πέρα από την περιπλοκότητά τους, που δεν επιτρέπει ξεκάθαρες επιστημονικές απαντήσεις, άπτονται ζωτικών υλικών συμφερόντων με αποτέλεσμα η επιστημονική ματιά όχι μόνο να θολώνει, αλλά και να μεροληπτεί κάτω από τις πολιτικές πιέσεις που μοιραία ασκούνται. Θα πρέπει επομένως να είμαστε ενστικτωδώς επιφυλακτικοί, όταν αντιλαμβανόμαστε ότι γύρω από ένα ζήτημα ασκούνται σοβαρές πολιτικές πιέσεις, γιατί πρόκειται για μια σαφέστατη ένδειξη ότι το ζήτημα αυτό εργαλειοποιείται και η επιστήμη καλείται να αναλάβει απολογητικό ρόλο προσφέροντας κάλυψη σε ήδη ειλημμένες αποφάσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει ο καθένας μας να προσπαθήσει να μορφώσει γνώμη με όσα μέσα διαθέτει και κυρίως ακούγοντας όλες τις απόψεις, ώστε τελικά να καθορίσει τη στάση του. Όσο «παράτολμο» κι αν φαίνεται αυτό στον μέσο άνθρωπο, θα πρέπει να κατανοήσει ότι έτσι ακριβώς λειτουργούν οι άνθρωποι της εξουσίας: για παράδειγμα, τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι πολιτικοί, μπορεί να ζητούν τη γνώμη επιστημόνων, συμβούλων και πάσης φύσεως ειδικών, αλλά την κατανοούν ως ένα περιορισμένο σημείο και τελικά τη λαμβάνουν υπόψιν τους στον βαθμό που οι ίδιοι κρίνουν (και σωστά κάνουν). Όλοι αυτοί βασίζονται σε μια δική τους κατανόηση του περιβάλλοντός τους και της θέσης τους μέσα σε αυτό. Το ίδιο καλούμαστε να κάνουμε κι εμείς στο ζήτημα που μας απασχολεί σε αυτό το άρθρο.
2. Γιατί είναι εξαρχής ύποπτη η εμμονή με την Κλιματική Αλλαγή
Όλοι μας γνωρίζουμε την τεράστια καμπάνια που γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια με επιμονή και συστηματικότητα γύρω από το πρόβλημα: την «Κλιματική Αλλαγή» και τη λύση: την «Πράσινη Μετάβαση». Τα κρατικά ποσά που δαπανούνται σε όλη τη Δύση για την «πληροφόρηση» είναι εξωφρενικά, με αποτέλεσμα ο βομβαρδισμός από τα ΜΜΕ να είναι καθημερινός και αδυσώπητος. Καλλιεργείται η συνείδηση ότι προβλήματα, όπως η επέλαση της φτώχειας, η ανεργία, η καταστολή, η όλο και πιο ενεργή εμπλοκή στη δίνη ενός επερχόμενου παγκοσμίου πολέμου, κ.λπ. είναι λιγότερο σημαντικά από το λιώσιμο των πάγων ή την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Προνομιακό πεδίο της καμπάνιας για την Κλιματική Αλλαγή είναι τα σχολεία όπου με μαθήματα, παρουσιάσεις, διαγωνισμούς, κ.λπ. κατασκευάζονται οι επιθυμητές συνειδήσεις των ανθρώπων του αύριο. Είναι όντως εντυπωσιακό ότι αν κάποιος ρωτήσει τους νέους ποια θεωρούν ότι είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που θα κληθεί να διαχειριστεί η γενιά τους, θα διαπιστώσει σχεδόν αποκλειστικά οικολογικές ανησυχίες.
Βεβαίως και το ζήτημα του περιβάλλοντος είναι ένα από τα μείζονα. Το σημαντικότερο και αδιαμφισβήτητο περιβαλλοντικό πρόβλημα είναι η ρύπανση του πλανήτη, δηλαδή του αέρα, των υδάτων και του εδάφους. Ειδικά από τη βιομηχανική επανάσταση κι εντεύθεν, η ρύπανση έχει επιταχυνθεί, συσσωρεύεται διαρκώς και υπήρξε αναπόσπαστη συνέπεια της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, συνεχίζεται σε όλο τον πλανήτη η καταστροφή δασών, με πυρκαγιές και αποψιλώσεις, καθώς και οικοσυστημάτων, χωρίς να υπάρχει πραγματική βούληση για κάτι διαφορετικό: τα δάση δεν παράγουν ΑΕΠ, ενώ η Πράσινη Μετάβαση παράγει. Η Πράσινη Μετάβαση απαιτεί εντατικοποίηση των εξορύξεων με αλυσιδωτά και καταστροφικά οικολογικά αποτελέσματα, αλλά όλα αυτά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, γιατί, εδώ και μερικές δεκαετίες, ως μέγιστος οικολογικός κίνδυνος έχει αναγορευτεί η Κλιματική Αλλαγή.
Αν δούμε τη σειρά των γεγονότων, οι πρώτες αναφορές που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για το κλίμα ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προειδοποιούσαν δηλαδή ότι οδηγούμαστε σε παγκόσμια ψύξη. Το 1950 ξεκινούν τέτοιες αναφορές και κορυφώνονται όλο το ΄70. Γύρω στο ΄90, από το 1988 για την ακρίβεια, αρχίζει το παρόν αφήγημα της υπερθέρμανσης. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταχρηστικής προβολής είναι εκείνη του υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ, Αλ Γκορ, ο οποίος δημοσίευσε ένα βιβλίο με καταστροφικές προβλέψεις (7 μέτρα θάλασσας θα καλύψουν την Ν. Υόρκη, κ.λπ.) και πήρε βραβείο Νόμπελ γι΄αυτό! Το 2008 προέβλεπε ότι μέχρι το 2013 οι πάγοι της Αρκτικής θα έχουν λιώσει, και την επόμενη χρονιά (2009) έκανε διόρθωση στην πρόβλεψη ότι αυτό θα συμβεί τελικά το 2014. Τα βιβλία του που κυκλοφορούσαν στα σχολεία αποσύρθηκαν. Το θέμα δεν είναι ότι ο Αλ Γκορ έκανε λάθος, όλοι κάνουν λάθη, το θέμα είναι, γιατί αυτές ακριβώς οι προβλέψεις, που είναι από τη φύση τους αμφίβολες, τυγχάνουν τέτοιας προβολής και γιατί επάνω τους πατάνε τα σχέδια του μέλλοντος. Τέτοιου είδους συμβάντα οφείλουν να υποψιάσουν τον απροκατάληπτο πολίτη ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά.
Πέρα από τα εμπειρικά δεδομένα που δεν συμμορφώνονται με τις προβλέψεις, ένα δεύτερο στοιχείο που οφείλει να μας προβληματίσει είναι η ότι η επιστημονική συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό δεν γίνεται με επιστημονικούς όρους. Για την ακρίβεια, επί της ουσίας απαγορεύεται να γίνει οποιοδήποτε συζήτηση και όταν κάποιος, ακόμη και κορυφαίος στο πεδίο αυτό επιστήμονας, προσπαθήσει να εκφράσει διαφορετική γνώμη ή έστω επιφυλάξεις, απαξιώνεται και διασύρεται. Στα ΜΜΕ παρουσιάζεται ως γραφικός, ψεκασμένος, ακροδεξιός, μισθωτός των πετρελαϊκών εταιρειών, κ.ο.κ. Η επιδίωξη είναι να δεχτούμε όλοι ως επιστημονικά δεδομένη μια ακροβατική υπόθεση, ώστε να μην υπάρξουν αντιστάσεις στην λεγόμενη Πράσινη Μετάβαση, μια βίαιη και οδυνηρή «παρέμβαση στα πάντα», που έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει τη ζωή μας εκ βάθρων, παρότι είναι ακόμη στο ξεκίνημά της, και φυσικά συνδυάζεται με επενδύσεις και συμφέροντα τρισεκατομμυρίων $.
Χαρακτηριστικό της σύγχυσης που ηθελημένα ή ακούσια διασπείρεται είναι το ακριβώς αντίθετο επιχείρημα, ότι δηλαδή τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ειδικά των πετρελαϊκών εταιρειών, χρηματοδοτούν ευνοϊκές για αυτά μελέτες και καμπάνιες, έτσι, ενώ το ζήτημα είναι ξεκάθαρο, ο λόγος για τον οποίο εμφανίζονται κάποιοι «αρνητές της Κλιματικής Αλλαγής» είναι διότι παραπλανήθηκαν από τα οργανωμένα αυτά συμφέροντα. Προφανώς, στο σημερινό περίπλοκο επιχειρηματικό περιβάλλον υπάρχουν παντού αντικρουόμενα συμφέροντα: από κάθε διευθέτηση κάποιοι ωφελούνται και κάποιοι ζημιώνονται και κάθε πλευρά προσπαθεί να προστατέψει τα συμφέροντά της. Ωστόσο, εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιο είναι το ισχυρό μέρος. Οι πετρελαϊκές εταιρείες δεν έχουν την ισχύ του παρελθόντος. Η ανάπτυξή τους ήταν συμβατή με ένα παλαιότερο είδος καπιταλισμού που ωθούσε στη μαζική κατανάλωση, τα μακρινά αεροπορικά ταξίδια, τις μετακινήσεις με Ι.Χ. και τη γενική «άνοδο του βιοτικού επιπέδου» για τα μεσαία τουλάχιστον στρώματα της Δύσης. Από καιρό έχουμε περάσει σε ένα νέο είδος καπιταλισμού που εξαγγέλλεται πολύ καθαρά, μεταξύ άλλων από το Great Reset, με πτώση του βιοτικού επιπέδου (οι νέες γενιές πρέπει να είναι προετοιμασμένες ότι θα ζήσουν χειρότερα από τις παλαιότερες, ακούγεται από τα πιο επίσημα χείλη), με αντικατάσταση των φυσικών μετακινήσεων από ψηφιακές αλληλεπιδράσεις μεταξύ διασυνδεδεμένων και στενά ελεγχόμενων χρηστών, κ.ο.κ. Οι εταιρείες πληροφορικής και ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχουν υποσκελίσει την παραδοσιακή βαριά βιομηχανία και τις πετρελαϊκές εταιρείες. Για να μην υπάρχουν αμφιβολίες προς τα πού φυσάει ο άνεμος, ας αναλογιστεί κανείς τη μετονομασία των Υπουργείων Περιβάλλοντος σε Υπουργεία Κλιματικής Κρίσης, την επιβολή δια νόμου των «οικολογικών» ηλεκτρικών Ι.Χ. και των ανεμογεννητριών, το χρηματιστήριο ρύπων, κ.ο.κ. Ακόμη και το ΝΑΤΟ, ένας υποτίθεται αμυντικός οργανισμός, παίρνει σαφή θέση: συγκεκριμένα, στο κείμενο της συνόδου των ηγετών του ΝΑΤΟ της 10ης Ιουλίου 2024, υπάρχει μια ολόκληρη παράγραφος σχετικά με την κλιματική αλλαγή, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι: «η κλιματική αλλαγή είναι μια καθοριστική πρόκληση με τεράστιες επιπτώσεις στην ασφάλεια μας». Το ΝΑΤΟ, ενώ στην πράξη κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την κλιμάκωση των πολέμων στην Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και τη θάλασσα της Ν. Κίνας, αδιαφορώντας για τις ανθρωπιστικές και οικολογικές συνέπειες, συντάσσεται με τη μεθόδευση της Κλιματικής Αλλαγής, διότι έτσι δίνεται η δυνατότητα σε εκείνον που υλοποιεί και επιτηρεί τη «λύση», την Πράσινη Μετάβαση, να καθορίζει την παγκόσμια ατζέντα σύμφωνα με τα συμφέροντά του, να ελέγχει και να συμμορφώνει τους πάντες και τα πάντα. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο η στάση απέναντι στην κλιματική αλλαγή διαχωρίζει σαν ξυράφι τους φίλους από τους εχθρούς της Δύσης.
3. Η επιστημονική προσέγγιση
Πάμε τώρα στο επιστημονικό αφήγημα της Κλιματικής Αλλαγής: ο πλανήτης υπερθερμαίνεται λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Κάποια αέρια λειτουργούν σαν «κουβέρτα» και εμποδίζουν τη γη να αποβάλλει τη θερμότητα προς τα έξω. Ανάμεσα σε αυτά τα αέρια, κομβικό ρόλο παίζει το διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο, μεταξύ άλλων, παράγεται από την ανθρωπογενή καύση των υδρογονανθράκων. Έτσι, πρέπει να μειώσουμε και τελικά να τερματίσουμε τη χρήση του άνθρακα και των προϊόντων πετρελαίου. Ο κίνδυνος είναι άμεσος: οι πάγοι των πόλων λιώνουν, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει, ο πλανήτης καταστρέφεται. Περνώντας, λοιπόν, σε ένα άλλο ενεργειακό μοντέλο που δεν θα χρησιμοποιεί υδρογονάνθρακες, αλλά ΑΠΕ και κάποιες άλλες μορφές ενέργειας, θα αποτρέψουμε την Κλιματική Αλλαγή. Τέλος, ο ίδιος ο όρος Κλιματική Αλλαγή αντικαθίσταται από τον όρο Κλιματική Κρίση, για να περιλάβει τις πλημμύρες, τους τυφώνες και κάθε είδους «ακραία καιρικά φαινόμενα» που αυξάνονται λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αυτό είναι συνοπτικά το αφήγημα.
Στα παραπάνω συνδυάζονται σωστές και ψευδείς προτάσεις με αποτέλεσμα τη σύγχυση. Για παράδειγμα, το κλίμα όντως αλλάζει, αλλά πάντα άλλαζε. Έχει γνωρίσει τεράστιες μεταβολές στην ιστορία του πλανήτη μας, δεν πρόκειται για κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά τώρα, ούτε είναι δυνατό να σταματήσει η μεταβολή του κλίματος, όσο υπάρχει ο πλανήτης Γη. Επίσης, το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι αναμφισβήτητο και χωρίς αυτό η θερμοκρασία στον πλανήτη μας υπολογίζεται ότι θα ήταν περί τους 30 βαθμούς χαμηλότερη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι η αποφασιστική διαδικασία που ρυθμίζει τις κλιματικές μεταβολές.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να θυμίσουμε ότι κάθε επιστημονική θεωρία είναι υποθετική, για την ακρίβεια είναι η καλύτερη δυνατή υπόθεση μέχρι να διατυπωθεί μια ακόμη καλύτερη. Αυτό ισχύει ακόμη κι όταν η επιστήμη προσπαθεί να ερμηνεύσει απλά φυσικά φαινόμενα. Το κλίμα είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα. Η λειτουργία του δεν είναι γνωστή, είναι αντικείμενο διερεύνησης και, πιθανότατα, έτσι θα παραμείνει για πάντα. Ο προσδιορισμός ξεκάθαρων και μονοσήμαντων αιτιακών σχέσεων σε περίπλοκα συστήματα είναι αδύνατος και όλες οι προσεγγίσεις είναι κατά μείζονα λόγο υποθετικές.
Γενικά μιλώντας, συμπεράσματα που βασίζονται σε αλυσιδωτές υποθέσεις και πιθανότητες αποδυναμώνονται σημαντικά. Ας δούμε ένα υποθετικό παράδειγμα:
Ένας νεαρός με φιλοδοξίες καριέρας κάνει τους εξής, έστω ρεαλιστικούς, υπολογισμούς:
- Έχω 80% πιθανότητα να μπω σε ένα καλό πανεπιστήμιο και αυτό είναι προϋπόθεση για να συνεχίσω με ακόμη καλύτερες σπουδές ανώτερου επιπέδου.
- Έχω 50% πιθανότητα να πάρω υποτροφία και να κάνω ένα μεταπτυχιακό και αυτό είναι μια από τις προϋποθέσεις για πρόσληψη σε μια καλή εταιρεία.
- Έχω 50% πιθανότητα να προσληφθώ σε μία πολύ καλή εταιρεία.
- Έχω 50% πιθανότητα να προαχθώ σε διευθυντή.
- Έχω 40% πιθανότητα να γίνω Γενικός Διευθυντής.
Όλα αυτά, με βάση τις πιθανότητες που (αυθαίρετα) δώσαμε, ακούγονται αρκετά πιθανά το καθένα, ωστόσο, η συνδυαστική πιθανότητα να γίνει ο νεαρός μας Γενικός Διευθυντής είναι 4%, άρα έχει 96% πιθανότητα να μη γίνει ποτέ Γενικός Διευθυντής σε μια καλή εταιρεία.
Ας δούμε τώρα συνοπτικά τις αλυσιδωτές υποθέσεις της θεωρίας της Κλιματικής Αλλαγής.
1. Το κλίμα αλλάζει εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης.
2. Το σημαντικό στοιχείο του κλίματος που μεταβάλλεται είναι η μέση παγκόσμια θερμοκρασία.
3. Η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ανεβαίνει όχι λόγω άλλων παραγόντων, αλλά εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου.
4. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου επηρεάζεται αποφασιστικά από το διοξείδιο του άνθρακα, άρα, υπάρχει μια σημαντική συσχέτιση διοξειδίου του άνθρακα και μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
5. Η περιεκτικότητα του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αυξάνει λόγω της καύσης των υδρογονανθράκων.
6. Όσον αφορά το κλίμα, επικρατούν θετικές αναδράσεις (positive feedbacks) με αποτέλεσμα, αν ξεπεραστεί μια «τιμή καμπής» στην άνοδο της θερμοκρασίας, τότε οι μεταβολές στο κλίμα θα είναι αλυσιδωτές και εκρηκτικές
7. Η μείωση της καύσης των υδρογονανθράκων θα συγκρατήσει την άνοδο της θερμοκρασίας και θα αποσοβήσει την καταστροφική Κλιματική Αλλαγή.
Κάθε μία από τις παραπάνω υποθέσεις αμφισβητείται από κορυφαίους επιστήμονες[1]. Ας δούμε τον αντίλογο στα παραπάνω σημεία, ένα προς ένα.
1. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το κλίμα άλλαζε πάντα χωρίς καθόλου ή χωρίς αξιόλογη ανθρώπινη παρέμβαση, είναι ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σύστημα.
- Δεν υπάρχει στη Γη ένα μοναδικό κλίμα, αλλά πολλά «κλίματα» σε διαφορετικές ζώνες.
- Υπάρχουν σαφή «σύνορα», π.χ. ανάμεσα στην τροπική, την υποτροπική και την υπερτροπική (extra tropical) ζώνη. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα στην κάθε ζώνη είναι πολύ διαφορετικοί.
- Ο δείκτης «μέση παγκόσμια θερμοκρασία» είναι αφενός προβληματικός και αφετέρου μη καθοριστικός, καθώς πολύ σημαντικότερες για το κλίμα είναι οι διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στις κλιματικές ζώνες.
- Ο δείκτης αυτός επηρεάζεται, σε κάποιο βαθμό, από τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των σταθμών μέτρησης τα τελευταία χρόνια, πολλοί από τους οποίους τοποθετούνται μέσα στη βαριά αστική νησίδα.
- Το φαινόμενο του θερμοκηπίου επηρεάζει κυρίως τις θερμοκρασίες της τροπικής ζώνης, ενώ οι θερμοκρασίες των άλλων ζωνών επηρεάζονται από άλλους παράγοντες.
- Το CO2 για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους, εκατομμυρίων ετών, δεν συσχετίζεται (ούτε καν στατιστικά) με τη μεταβολή της θερμοκρασίας, κι επίσης, στον βαθμό που σχετίζεται, όπως φαίνεται στις πιο πρόσφατες μετρήσεις, ακολουθεί τις μεταβολές της θερμοκρασίας, δεν τις οδηγεί, διότι έχει χρονική υστέρηση. Εξάλλου, υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι παράγοντες που μπορούν να συσχετιστούν στατιστικά με τη θερμοκρασία και δεν έχει επιχειρήσει κανείς να τους συσχετίσει.
- Ακόμη κι αν τα επίπεδα του CO2 σχετίζονταν σημαντικά με την άνοδο της θερμοκρασίας, εμφανίζεται ένα είδος κορεσμού, όπου για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα, π.χ. η άνοδος 1,1 βαθμών Κελσίου πρέπει το ποσοστό του CO2 κάθε φορά να διπλασιάζεται. Δηλαδή, αν μια μεταβολή του CO2 από 200 ppm σε 400 ppm σχετίζεται με μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1,1 βαθμούς Κελσίου, έστω από 13,0 σε 14,1 για να πάμε σε θερμοκρασία 15,2 πρέπει το CO2 να αυξηθεί από 400 ppm σε 800 ppm, μετά σε 1.600, κ.ο.κ. Οι μεταβολές του CO2 που μετρούνται είναι πολύ μικρότερες.
- Η συγκέντρωση του CO2 δεν είναι σταθερή, ούτε σταθερά αυξανόμενη, αλλά κυμαίνεται τόσο εποχικά όσο και σε περιφερειακή βάση. Η διακύμανση αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην εποχική ανάπτυξη των φυτών στο Βόρειο Ημισφαίριο. Οι συγκεντρώσεις του CO2 στο βορρά μειώνονται κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού, καθώς το καταναλώνουν τα φυτά και αυξάνονται το φθινόπωρο και το χειμώνα, όταν τα φυτά πεθαίνουν και αποσυντίθενται. Στις αστικές περιοχές οι συγκεντρώσεις είναι γενικά υψηλότερες. Είναι ολοφάνερο ότι μια αύξηση των δασών θα δέσμευε σημαντικές ποσότητες CO2 αλλά, για ακατανόητους λόγους, η λύση αυτή δεν προκρίνεται.
6. Δεν υπάρχουν παραδείγματα θετικών αναδράσεων στα κλιματικά φαινόμενα, αντίθετα κυριαρχούν οι αρνητικές αναδράσεις (negative feedbacks), γι΄ αυτό και το κλίμα είναι ένα αρκετά σταθερό σύστημα. Δεν έχει προσδιοριστεί από κανέναν επιστήμονα κάποια «τιμή καμπής». Οι μόνοι που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο είναι είτε πολιτικοί είτε κλιματικοί ακτιβιστές.
7. Είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί αυτό, διότι θα έπρεπε να ισχύουν όλα όσα αμφισβητούνται παραπάνω, εξάλλου, ένα πρόσφατο ακούσιο «πείραμα», το παγκόσμιο lockdown του Covid, στη διάρκεια του οποίου η κατανάλωση υδρογονανθράκων μειώθηκε δραστικά, δεν έδειξε καμία μείωση στα επίπεδα του CO2.
Γιατί όμως στοχοποιείται ειδικά το CO2 ; Η προφανής απάντηση είναι η εξής: κατά την καύση των ορυκτών καυσίμων παράγονται πολλά αέρια. Αν όμως υποθέσουμε ότι επιτυγχάνουμε την τέλεια καύση, θα περισσέψουν μόνο δύο συστατικά: υδρατμοί και CO2. Έτσι, το CO2 ανάγεται στο κλειδί για τον έλεγχο των ορυκτών καυσίμων!
Συμπερασματικά, χωρίς να μπορεί να είναι κανείς απόλυτα σίγουρος για την ορθότητα είτε της θεωρίας της Κλιματικής Αλλαγής είτε για τον αντίλογο σε αυτή, καταλαβαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το CO2 παίζει κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος, το πιθανότερο είναι ότι η επίδραση της μείωσης της καύσης των υδρογονανθράκων στην Κλιματική Αλλαγή θα είναι μηδαμινή.
Μπορούμε, χάριν παραστατικότητας, να σκεφτούμε το εξής παράδειγμα: κάποιος συνειδητοποιεί ότι πρέπει να μειώσει τα έξοδά του, διότι ξεπερνούν τα έσοδα. Αποφασίζει να εστιάσει στη ζάχαρη που βάζει στον πρωϊνό του καφέ. Σκέφτεται διάφορα σενάρια π.χ. να μειώσει τη ζάχαρη από μία κουταλιά σε μισή ή να βάζει ζάχαρη στον καφέ του κάθε δεύτερη ημέρα ή και να την κόψει τελείως, ωστόσο το αποτέλεσμα θα είναι μηδαμινό, γιατί η συνολική μηνιαία δαπάνη του επηρεάζεται από άλλους σημαντικότερους παράγοντες, όπως το ενοίκιο που πληρώνει, το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, τη συμμετοχή του στα φάρμακα, το κόστος της μετακίνησης, το Super Market κ.λπ. για τα οποία δεν θα κάνει τίποτε. Βεβαίως και η προσθήκη ζάχαρης στον πρωινό καφέ συμβάλλει στα έξοδα, αλλά δεν είναι αυτός ο αποφασιστικός παράγοντας. Αντίστοιχα, η σημερινή μεθόδευση που εστιάζει στο CO2 είναι απαράδεκτη, γιατί υπονοεί ότι μπορούμε να ελέγξουμε ένα πολυπαραγοντικό και χαοτικό σύστημα, όπως το κλίμα, μέσω ενός και μοναδικού κλειδιού, του CO2, όταν μάλιστα η μεγαλύτερη ποσότητά του δεν οφείλεται στην καύση των υδρογονανθράκων. Εξάλλου, ένα εμπειρικό δεδομένο που δείχνει ότι η συγκέντρωση του CO2 δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας υπερθέρμανσης της Γης είναι ότι ενώ τις δεκαετίες 1950 – 1970 η συγκέντρωσή του αυξανόταν, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία μειωνόταν.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαράδεκτο να παρουσιάζεται το αφήγημα της Κλιματικής Αλλαγής ως κάτι αδιαμφισβήτητο. Επομένως, τα μελλοντικά σχέδια της Πράσινης Μετάβασης που προεξοφλούν την ορθότητα της θεωρίας και θα απορροφήσουν πόρους αξίας πολλών τρις $ που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανακούφιση άλλων αναγκών, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας παραλογισμός.
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: αν, όπως υποστηρίζουμε, κορυφαίοι επιστήμονες αμφισβητούν την υπόθεση της Κλιματικής Αλλαγής, γιατί η άποψή τους είναι μειοψηφική; Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι΄ αυτό.
Ο ένας είναι η επιρροή του IPCC του Ο.Η.Ε. (Intergovernmental Panel on Climate Change), το οποίο, όπως λέει ο Ο.Η.Ε. «είναι ένα σώμα χιλιάδων επιστημόνων» και το οποίο πρωτοστατεί στην προώθηση του αφηγήματος της Κλιματικής Αλλαγής. Φυσικά, εντός του σώματος αυτού υπάρχουν κι επιστήμονες που διαφωνούν, αλλά είναι μειοψηφία. Πού όμως βρέθηκαν οι «χιλιάδες ειδικοί του κλίματος», σε ένα μόνο σώμα, δεδομένου ότι εδώ και λίγες δεκαετίες οι επιστήμονες που ασχολούνταν με το κλίμα ήταν λίγες εκατοντάδες παγκόσμια; Δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια ανταποκρινόμενοι στη «ζήτηση», είναι η σύντομη απάντηση. Οι ειδικοί του IPCC, επί της ουσίας, τοποθετούνται από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, είναι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό πολιτικές επιλογές, και μέσα στον μεγάλο αυτό όγκο «ειδικών» πολύ διαφορετικού επιστημονικού κύρους, επικρατούν οι πλειοψηφικές απόψεις. Αλλά το πράγμα δεν σταματάει εδώ: Το IPCC κάνει ετήσια μια ογκώδη και περίπλοκη επιστημονική αναφορά, την οποία αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν και να δημοσιοποιήσουν άλλες, μη επιστημονικές ομάδες των οποίων προΐσταται πολιτικό προσωπικό. Η απόσταση ανάμεσα στην επιστημονική αναφορά και την «εκλαϊκευμένη» επικοινωνία της είναι πολύ μεγάλη. Τόσο το ευρύ κοινό όσο και οι πολιτικοί γνωρίζουν μόνο τη δεύτερη. Ορισμένοι κορυφαίοι, αλλά μειοψηφούντες, επιστήμονες – μέλη του IPCC υποστηρίζουν ότι το σώμα αυτό είχε εξαρχής ξεκάθαρο στόχο τον περιορισμό των ορυκτών καυσίμων, αλλά θέλει να το κάνει με «επιστημονική» αιτιολόγηση.
Ένας άλλος λόγος, πέραν του IPCC, είναι ότι διάφορες επιστημονικές ενώσεις πεδίων, άσχετων με το κλίμα, κάνουν δηλώσεις στήριξης της Κλιματικής Αλλαγής, ώστε να σιγουρεύουν τις χρηματοδοτήσεις τους. Επίσης, η αθρόα χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων έχει σαν αποτέλεσμα τη μαζική παραγωγή και διάδοση ερευνών που χτίζουν επάνω στην υπόθεση της Κλιματικής Αλλαγής που προκαλεί το CO2. Για παράδειγμα, υπολογίζουν πόσο θα μειωθεί η εκπομπή CO2 αν γίνει η Α ή η Β διευθέτηση στην κυκλοφορία, στην τεχνολογία των μεταφορών, κ.ο.κ. Οι μελέτες αυτές αν και δεν ερευνούν την επιστημονική υπόθεση της Κλιματικής Αλλαγής, φέρεται να τη θεωρούν δεδομένη και μελετούν το επόμενο βήμα, δηλαδή το πώς θα περιοριστεί η εκπομπή του CO2. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, χιλιάδες επιστημονικές καριέρες και εισοδήματα δισεκατομμυρίων να συνδέονται με το αφήγημα, ενώ τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν να εκλαϊκεύσουν και να αναπαράγουν τα συμπεράσματα, έτσι ώστε να παγιώνεται η συνείδηση σε όλους ότι εδώ μιλάμε για κάτι δεδομένο.
Ένας τρίτος λόγος είναι ότι τα επιστημονικά περιοδικά αρνούνται να δημοσιεύσουν μελέτες που πάνε κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα και, όταν το κάνουν, πληρώνουν βαρύ τίμημα. Έτσι, όταν το πολύ έγκυρο περιοδικό της Αμερικανικής Μετεωρολογικής Εταιρείας δημοσίευε τις τελευταίες δεκαετίες, μετά από εκτενή κρίση, κάποια άρθρα που αμφισβητούσαν το αφήγημα της Κλιματικής Αλλαγής, απολύετο ο εκάστοτε διευθυντής του περιοδικού, κι αυτό συνέβη επανειλημμένα. Άλλα περιοδικά πάνε ακόμη πιο πέρα, ενδίδουν σε πιέσεις που ασκούνται και αποσύρουν άρθρα που δημοσίευσαν στο παρελθόν, όταν δεν συνάδουν με το πνεύμα των καιρών.
Οι παραπάνω λόγοι μάλλον εξηγούν γιατί οι απόψεις όσων αμφισβητούν την επιστημονική υπόθεση της Κλιματικής Αλλαγής είναι μειοψηφικές, αν δεν το έχει ήδη διαισθανθεί ο καθένας μας βλέποντας τον χορό των δισεκατομμυρίων που μοιράζονται γι΄ αυτό το ζήτημα.
4. Το τεχνολογικό αδιέξοδο της Πράσινης Μετάβασης
Σε πολλά πεδία μπορεί να δει κανείς τις μεγάλες τεχνικές δυσκολίες της Πράσινης Μετάβασης, ένα από αυτά είναι η χρήση των ανεμογεννητριών για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, μια προσπάθεια που κοστίζει τεράστια ποσά κι έχει πενιχρά και προβληματικά αποτελέσματα. Εδώ θα προσπαθήσουμε, σαν ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, να δούμε τις δυσκολίες σε έναν, νευραλγικό για την παγκόσμια οικονομία, τομέα, εκείνον της ναυτιλίας. Θυμίζουμε ότι μέσω θαλάσσης γίνεται το 80% των παγκόσμιων μεταφορών.
Η πίεση για «απανθρακοποίηση» στον τομέα αυτό είναι τεράστια. Έχουν δημιουργηθεί κάποια νομοθετικά πλαίσια, όπως το “fit for 55%” στην ΕΕ, που εξειδικεύονται με συγκεκριμένους επιμέρους κανονισμούς και νόμους. Το πλαίσιο “fit for 55%” στοχεύει στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% από τα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2030 και σε μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050! Μια κατηγορία μέτρων εστιάζει στα καύσιμα των πλοίων, μια άλλη στις υποδομές που πρέπει να αναπτύξουν τα λιμάνια, π.χ. εγκαταστάσεις εφοδιασμού με μεθάνιο, υδρογόνο, μεθανόλη, αμμωνία καθώς και «cold ironing», δηλαδή ηλεκτρική σύνδεση, αφού από το 2030 τα κρουαζιερόπλοια και τα πλοία μεταφοράς Container θα πρέπει να κλείνουν τις γεννήτριες και να συνδέονται με το ηλεκτρικό δίκτυο της στεριάς, αν παραμείνουν πέραν των 2 ωρών στα λιμάνια.
Ποια είναι τα εναλλακτικά καύσιμα που προορίζονται να αντικαταστήσουν το diesel; LNG, LPG, Μεθανόλη, Biofuel, Υδρογόνο, Αμμωνία, Ηλεκτρισμός και Πυρηνική Ενέργεια. Από τα παραπάνω, εκτός από ελάχιστες, σχεδόν πειραματικές, εφαρμογές, για την πρόωση ενός πλοίου χρησιμοποιείται μόνο το LNG σε συνδυασμό με κοινό καύσιμο diesel. Για όλα τα υπόλοιπα μελετάται ακόμα η δυνατότητα ευρείας χρήσης τους, καθώς αυτό καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Σήμερα, το 93,5% του στόλου κινείται με συμβατικά καύσιμα (πετρέλαιο) και μόνο το 6,5% με εναλλακτικά καύσιμα και από αυτά, το 5,96% αφορά LNG, ενώ το 0,54% όλα τα υπόλοιπα. Όσον αφορά τα πλοία υπό παραγγελία (που ναυπηγούνται τώρα δηλαδή), ανακοινώνεται ότι περίπου 49% είναι με συμβατικά καύσιμα και το 51% με εναλλακτικά, από τα οποία 40,3% είναι με LNG και 8% με μεθανόλη. Αλλά τα νούμερα αυτά είναι παραπλανητικά, διότι όλα τα παραπάνω θα είναι για πλοία μικτού καυσίμου (δηλαδή πετρελαίου που με μικρή μετατροπή μπορεί να κάψει και LNG, μεθανόλη και LPG). Έτσι, σήμερα, παρότι υπάρχουν τέτοια πλοία, όλα καίνε πετρέλαιο, ωστόσο, για λόγους συμμόρφωσης και τεχνολογικής αβεβαιότητας για το αύριο, εφοδιάζονται και με τη δυνατότητα άλλου καυσίμου.
Πρέπει επίσης να επισημάνουμε κάτι ακόμη: το να κατασκευαστούν ένα ή δύο πλοία που κινούνται με κάποιο εναλλακτικό καύσιμο είναι άλλης τάξεως πρόβλημα από τη μετάβαση όλου του στόλου ή έστω ενός μεγάλου αριθμού πλοίων σε αυτό το καύσιμο, γιατί μπαίνουν προβλήματα επάρκειας των ποσοτήτων καυσίμου, υποδομών, κ.λπ. Ας δούμε όμως τα εναλλακτικά καύσιμα εν συντομία:
Αμμωνία. Είναι σε ανεπάρκεια, επίσης μένει ακόμη να λυθούν διάφορα τεχνικά προβλήματα. Πέρα από αυτά, η καύση της αμμωνίας δεν παράγει CO2 αλλά παράγει οξείδια του Αζώτου (ΝΟx) που είναι εξαιρετικά επικίνδυνα για την υγεία. Επιπλέον, η ίδια η αμμωνία είναι ιδιαίτερα τοξική κι επικίνδυνη για το πλήρωμα των πλοίων και για οποιονδήποτε άλλο εκτεθεί σε αυτή. Πρόκειται για θανατηφόρα ουσία. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια επισήμανση: το CO2 δεν είναι ρύπος κι αυτό είναι σημαντικό. Όποτε κάποιος το αναφέρει, ο άμεσος αντίλογος είναι ότι «δεν μιλάμε για αυτό, μιλάμε για το φαινόμενο του θερμοκηπίου». Όμως όταν προτείνονται τεχνολογικές λύσεις που μειώνουν μεν το CO2 αλλά παράγουν ρύπους όπως οξείδια του θείου, οξείδια του Αζώτου κ.λπ. τα οποία μεταξύ άλλων προκαλούν αναπνευστικά και καρδιοαγγειακά προβλήματα, η επισήμανση ότι το CO2 δεν είναι ρύπος, είναι σημαντική.
LPG (υγραέριο): Μόνο 4 πλοία το χρησιμοποιούν σήμερα, τεχνολογικά είναι στα σπάργανα και δεν υπάρχουν ακόμη υποδομές (οι οποίες υπάρχουν π.χ. για το LNG). Έχει σχετικά μικρή ενεργειακή πυκνότητα, άρα χρειάζονται μεγαλύτεροι αποθηκευτικοί χώροι από ότι για τα συμβατικά καύσιμα.
Μεθανόλη. Είναι σε μεγάλη ανεπάρκεια. Μπορεί να παραχθεί με διάφορες μεθόδους, ωστόσο, μόνο το 0,2% παράγεται με «πράσινους» τρόπους και γενικά η παραγωγή της απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας.
Βιοκαύσιμα. Είναι σε μεγάλη ανεπάρκεια. Για την παραγωγή τους πρέπει να καλλιεργηθούν καρποί και, εν ολίγοις, η αύξηση της παραγωγής του λειτουργεί ανταγωνιστικά στην παραγωγή τροφίμων.
Υδρογόνο. Η περίπτωση του υδρογόνου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο για τη ναυτιλία, αλλά και γενικότερα. Καταρχάς κι εδώ μιλάμε για μια ανώριμη τεχνολογία, με σοβαρά προβλήματα στην αποθήκευση και τις υποδομές. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το υδρογόνο δε βρίσκεται κάπου ώστε να το αντλήσουμε, όπως κάνουμε με το πετρέλαιο. Το υδρογόνο πρέπει να παραχθεί και οι ενεργειακές ανάγκες για την παραγωγή του είναι τεράστιες. Σήμερα, βασικά παράγεται με την καύση υδρογονανθράκων και μόνο το 4% παράγεται με «πράσινες» μεθόδους που, όμως, κοστίζουν 4 φορές περισσότερο. Επίσης, είναι εξαιρετικά εύφλεκτο και σε περίπτωση διαρροής κινδυνεύει πολύ σοβαρά ολόκληρο το πλοίο ή η όποια εγκατάσταση. Εννοείται ότι, σε αντίθεση με το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο, δεν υπάρχει ακόμη ένα παγκόσμιο σύστημα για τη μεταφορά υδρογόνου. Η μεταφορά του απαιτεί την κατάψυξή του, τη συμπίεσή του ή τη μεταφορά του σε άλλη, πιο εύχρηστη μορφή, όπως η αμμωνία, η οποία συνδυάζει το υδρογόνο με το άζωτο. Το πλέον κατάλληλο περιβάλλον για το υδρογόνο θα ήταν μια μονάδα παραγωγής κοντά σε μια πηγή ΑΠΕ κι έναν πελάτη επίσης κοντά. Ο αρχικός ενθουσιασμός με το υδρογόνο έχει κοπάσει κι ενώ σχεδιαζόταν η κατασκευή 1.600 μονάδων παραγωγής παγκόσμια και πολλές χώρες ήλπιζαν να γίνουν «η Σαουδική Αραβία του υδρογόνου», σήμερα τα σχέδια αυτά έχουν εγκαταλειφθεί.
LNG. Είναι μακράν το πιο «ελπιδοφόρο» εναλλακτικό καύσιμο στη ναυτιλία, ωστόσο, η διαχείρισή του είναι αρκετά περίπλοκη και κοστοβόρα. Το φυσικό αέριο ψύχεται σε θερμοκρασία -165ο C και ταυτόχρονα συμπιέζεται, ώστε να μειωθεί ο όγκος του κατά 600 φορές. Τα πλοία που το μεταφέρουν έχουν ειδικά μονωμένες δεξαμενές, γιατί σε αυτές τις θερμοκρασίες η καρίνα του πλοίου γίνεται εύθραυστη. Το LNG απαιτεί ειδικές εγκαταστάσεις φόρτωσης / υγροποίησης και παραλαβής (όπου θερμαίνεται και πάλι για να μπει στο δίκτυο των αγωγών του φυσικού αερίου). Τα πλοία που το χρησιμοποιούν ως καύσιμο χρειάζονται σημαντικές εγκαταστάσεις π.χ. ψυχόμενες δεξαμενές, συστήματα ασφαλείας, κ.λπ. Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη σημαντικό μειονέκτημα: το LNG σε ένα ποσοστό 2% διαφεύγει κατά την καύση του στην ατμόσφαιρα (κυρίως το μεθάνιο, που είναι πολύ επιδραστικό αέριο του θερμοκηπίου, 87 φορές περισσότερο από το CO2). «Φυσιολογική» διαφυγή μπορεί επίσης να υπάρχει στη μεταφορά μέσω LNG carriers είτε στις εγκαταστάσεις της στεριάς. Οι πραγματικές συνθήκες διαφέρουν από τις ιδανικές και αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν βλάβες και ατυχήματα. Σε περίπτωση ατυχήματος είναι πιθανή η φωτιά. Οι διαρροές του μεθανίου δεν είναι σπάνιες: το 2022, 3 εκ. τόνοι μεθανίου, προερχόμενοι από σημαντικές διαρροές των εγκαταστάσεων παραγωγής αερίου και πετρελαίου, έχουν διαπιστωθεί, βάσει δορυφορικών φωτογραφιών (Διεθνές Πρακτορείο Ενέργειας 2022). Επίσης, τα φυσιολογικά καυσαέρια των κινητήρων LNG και πάλι περιέχουν μεθάνιο.
Τέλος, με τη χρήση των εναλλακτικών καυσίμων υπάρχουν και τα αντίστροφα αποτελέσματα, καθώς με τα σημερινά καύσιμα υπάρχει εκπομπή διοξειδίου του θείου, το οποίο ψύχει την ατμόσφαιρα.
Σχετικά με την ηλεκτρική ενέργεια, η δυσκολία αποθήκευσής της την κάνει κατάλληλη μόνο για πλοία μικρών αποστάσεων που θα φορτίζονται στις στάσεις τους, όπως θα ήταν ferry boats σύντομων πορθμειακών διαδρομών. Τέλος, η πυρηνική ενέργεια σήμερα χρησιμοποιείται σε μεγάλα στρατιωτικά σκάφη (αεροπλανοφόρα, υποβρύχια) καθώς και κάποια παγοθραυστικά, ωστόσο, το πόσο οικολογική είναι η πυρηνική ενέργεια είναι ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο εκφεύγει του παρόντος.
Συμπερασματικά, είμαστε πολύ μακριά από μια ώριμη τεχνολογικά λύση που θα εκτόπιζε την καύση των υδρογονανθράκων στη ναυτιλία, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Η ενδεδειγμένη πορεία θα ήταν πρώτα να αναπτυχθεί μια σταθερή, δοκιμασμένη και αποδοτική τεχνολογία και, στη συνέχεια, να υπερνικηθεί η αδράνεια της μετάβασης με διάφορα οικονομικά κίνητρα ή διοικητικά μέτρα. Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ένα άλμα στο κενό, με την ελπίδα ότι κάτω από την αφόρητη πίεση και με τεράστιες απώλειες θα προκύψει στο τέλος «κάτι» που θα βαπτισθεί η καλύτερη δυνατή λύση.
5. Μια προσπάθεια ερμηνείας: τι επιδιώκεται με την Πράσινη Μετάβαση.
Ποιος έχει κίνητρο να προχωρήσει η ατζέντα της Κλιματικής Αλλαγής και της Πράσινης Μετάβασης κάμπτοντας τις όποιες αντιρρήσεις, και τι οφέλη μπορεί να αποκομίσει από αυτό;
Το πρώτο που οφείλει να σκεφτεί κανείς είναι ότι η Πράσινη Μετάβαση μοιάζει με μια σανίδα σωτηρίας για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ο οποίος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, βρίσκεται στα πρόθυρα μιας μεγάλης κρίσης. Η Πράσινη Μετάβαση θα καταστρέψει εγκατεστημένο κεφάλαιο αξίας πολλών τρις $ και θα ξεκινήσει η αντικατάστασή του με νέο εξοπλισμό κάθε είδους. Θα πρόκειται για ένα νέο «κύμα κοντράτιεφ» που ταυτόχρονα θα επιτρέψει να επενδυθούν κερδοφόρα τεράστια κεφάλαια που σήμερα όχι μόνο λιμνάζουν αλλά και κινδυνεύουν να εκμηδενιστούν στη «φουσκωμένη» χρηματοπιστωτική σφαίρα. Αυτή τουλάχιστον είναι η προσδοκία.
Άμεση επίπτωση του παραπάνω θα είναι η περαιτέρω ανακατανομή των πραγματικών πόρων υπέρ των πλουσίων. Διότι οι «πράσινες λύσεις» συνεπάγονται δυσβάστακτο κόστος για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Για την ακρίβεια, η Πράσινη Μετάβαση είναι συμβατή μόνο με μια δραστική μείωση του πληθυσμού ή τουλάχιστον με μια δραστική μείωση του γενικού βιοτικού επιπέδου. Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες ότι τάχα τα ιδιωτικά τζετ, τα ιδιωτικά σκάφη, τα super cars, οι πισίνες, τα διαστημικά ταξίδια αναψυχής, κ.λπ. θα εκλείψουν. Θα επιβαρυνθούν προφανώς με κάποια τέλη, ενδεχόμενα κάποιοι θα χρειαστεί να αγοράσουν δικαιώματα ρύπων από το χρηματιστήριο, αλλά, με τη σημερινή ιλιγγιώδη ανισότητα των εισοδημάτων και του πλούτου, κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν σχεδόν απεριόριστα χρήματα.
Οι κυβερνήσεις έχουν ολοφάνερο όφελος από την αποδοχή της θεωρίας της Κλιματικής Αλλαγής. Καταρχήν, αποποιούνται τις ευθύνες τους για την κατάρρευση των κρατικών υποδομών. Τα δάση καίγονται, γιατί αυξήθηκε η θερμοκρασία, οι βροχοπτώσεις φέρνουν καταστροφικές πλημύρες, γιατί είναι πρωτόγνωρης έντασης κ.ο.κ., εξού και η μετονομασία των Υπουργείων σε Κλιματικής Κρίσης τα οποία φροντίζουν να στέλνονται ανυπόστατες και ανέξοδες προειδοποιήσεις με sms για το παραμικρό. Να σημειώσουμε εδώ ότι ούτε στις αναφορές του IPCC επιχειρείται σύνδεση Κλιματικής Αλλαγής και «ακραίων καιρικών φαινομένων» και η ίδια άποψη, απουσίας σύνδεσης δηλαδή, υπάρχει και σε κάποιες δημοσιευμένες, μετά από κρίση, μελέτες μετεωρολόγων σε διεθνή περιοδικά κύρους. Μια επόμενη και διαχρονική επιδίωξη των κυβερνήσεων, που τις νομιμοποιεί στα μάτια των υπηκόων, είναι να εμφανίζονται ότι ηγούνται εναντίον ενός κοινού εχθρού και να συσπειρώνουν την κοινωνία σε αυτό τον κοινό αγώνα. Ο εχθρός ποικίλλει κατά περίπτωση και ιστορική συγκυρία και μπορεί να είναι ο κομμουνισμός παλαιότερα, η τρομοκρατία όταν ο προηγούμενος εχθρός νικήθηκε, η πανδημία, η Κλιματική Αλλαγή, κ.λπ.
Μια επόμενη πολύ σημαντική πτυχή του ζητήματος είναι ότι ο παγκόσμιος κυρίαρχος, που φυσικά ηγείται του αγώνα ενάντια στην Κλιματική Αλλαγή, μπορεί να βάλει φραγμό στη βιομηχανική και παραγωγική συγκρότηση των περιφερειακών χωρών που προσπαθούν να ξεφύγουν από την κυριαρχία του. Ανέκαθεν βιομηχανική ανάπτυξη και οικολογικοί στόχοι δεν συμβιβάζονταν εύκολα, αλλά τώρα έχουμε πάει ένα βήμα παραπέρα, αφού ακόμη και η γεωργία και η κτηνοτροφία χαρακτηρίζονται ως «climate killers». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν εφαρμοστεί η πράσινη ατζέντα, ένα μεγάλο μέρος των φτωχών λαών της περιφέρειας δεν θα μπορέσει να επιβιώσει.
Κι εδώ, νομίζω, ότι πλέον διαγράφεται μια πολύ καθαρή εικόνα: το ζήτημα της Κλιματικής Αλλαγής και της Πράσινης Μετάβασης είναι περίπλοκο και πολυδιάστατο. Ωστόσο, αν θέλαμε να το συμπυκνώσουμε σε μια μόνο διατύπωση, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια «παγκόσμια κλιματική αποικιοκρατία» με την πιο περιεκτική έννοια, ως αποικιοκρατία στο εξωτερικό και στο εσωτερικό των ίδιων των δυτικών κοινωνιών. Εκείνος που θα καταφέρει να του αναγνωριστεί η εξουσία να υπαγορεύει σε όλους από τι κινδυνεύει το περιβάλλον, να ορίζει με ποιον τρόπο αυτό θα σωθεί και να επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων που ο ίδιος αποφασίζει, θα είναι ούτε λίγο – ούτε πολύ ο ιδιοκτήτης του πλανήτη.
Η δύναμη των εργαλείων που σφυρηλατεί, σαν σύγχρονος Ήφαιστος, ο παγκόσμιος κυρίαρχος φαίνεται από το χρηματιστήριο ρύπων, το οποίο μπορεί να αλλοιώνει, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, το κόστος όλων των επιχειρήσεων και, σε τελική ανάλυση, να καθορίζει ποιος επιτρέπεται να παράγει τι. Δίπλα από το χρηματιστήριο αυτό τρέχουν οι κρατικές επιδοτήσεις και μαζί με αυτά συντονίζονται οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις. Από το 2020 η Black Rock συμπορεύεται επίσημα με την πράσινη ατζέντα. Η Black Rock που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο fund παγκόσμια (7 τρις $) κι έχει ηγετική θέση σε μια ομάδα funds με τίτλο Climate Action 100, που διαχειρίζεται 40 τρις $, ξεκίνησε μια σταυροφορία απόσυρσης κεφαλαίων από εταιρείες και δραστηριότητες που παράγουν CO2 και τοποθέτησης σε άλλες «φιλικές στο περιβάλλον». Κι εδώ νομίζω ότι κλείνει οριστικά η συζήτηση για το ποια πλευρά έχουν επιλέξει τα μεγάλα συμφέροντα.
Πέρα όμως από τις παραπάνω απαντήσεις, που προσπαθούν να δώσουν μια «ορθολογική» ερμηνεία στο ερώτημα «ποιος επιδιώκει τι» με το αφήγημα της Κλιματικής Αλλαγής και την Πράσινη Μετάβαση, υπάρχει και μια άλλη οπτική: ότι δηλαδή εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ορθολογικές αποφάσεις, αλλά με μια ενστικτώδη και πανικόβλητη προσπάθεια τυφλής «φυγής προς τα εμπρός» της Δύσης σε μια περίοδο κατάρρευσης. Όπως ακριβώς η Δύση παίζει το χαρτί του πολέμου στην Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και πιθανότατα προσεχώς στην Ασία για να συγκρατήσει την Κίνα, χωρίς να ξέρει αν οι επιλογές της θα στεφτούν με επιτυχία, έτσι και στο ζήτημα που εξετάζουμε, μοιάζει να τρέχει από κεκτημένη ταχύτητα σε μια πορεία αυτοκαταστροφής. Συνηθισμένη να έχει πάντα την πρωτοβουλία και να υπαγορεύει τις εξελίξεις σε περιόδους που η ισχύς της συνήθως έφερνε επιτυχίες, συνεχίζει να κάνει το ίδιο σε συνθήκες που ξεπερνούν τη δυνατότητά της να ελέγξει τα πράγματα, γιατί τα συσσωρευμένα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η ξέφρενη πορεία της δεν μπορούν πια να επιλυθούν. Σε λίγες δεκαετίες θα φανεί…
6. Προς ποια κατεύθυνση πρέπει να αναζητήσουμε μια λύση στο πρόβλημα του περιβάλλοντος.
Το παρόν άρθρο δεν είναι απολογητικό ούτε των πετρελαϊκών εταιρειών ούτε της αυτοκινητοβιομηχανίας ούτε της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προσπαθεί απλώς να αναδείξει την εργαλειοποίηση της Κλιματικής Αλλαγής για την επίτευξη άλλων στόχων οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών.
Το ζήτημα του περιβάλλοντος είναι σοβαρό, περίπλοκο και πολυδιάστατο. Τα πιο σημαντικά, επείγοντα και ταυτόχρονα αδιαμφισβήτητα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι η ρύπανση του αέρα, των υδάτων και του εδάφους, καθώς και η συνεχιζόμενη καταστροφή των δασών και άλλων οικοσυστημάτων. Η επίλυσή τους δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα που θα επιτευχθεί με κάποιες νέες τεχνολογίες που θα αντικαταστήσουν τις παλιές, επειδή εκείνες ήταν «βρώμικες». Το περιβαλλοντικό πρόβλημα δημιουργήθηκε ακριβώς από την αλόγιστη τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη που υπέταξε τη φύση στους σκοπούς της και η ίδια πορεία συνεχίζεται μέχρι σήμερα χωρίς ανακοπή. Επίσης, το περιβαλλοντικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί ανεξάρτητα από άλλα μεγάλα ζητήματα, όπως είναι αυτό της παγκόσμιας ειρήνης και της παγκόσμιας ανισοκατανομής του πλούτου και των πόρων. Δεν έχει κανένα νόημα σήμερα, που κλιμακώνονται οι πολεμικές συγκρούσεις και η προοπτική ενός πυρηνικού πολέμου είναι ορατή, να κάνουμε σοβαρούς οικολογικούς σχεδιασμούς. Ο σημερινός «υπερώριμος» και παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι, (όπως και στο ένδοξο παρελθόν του) η μήτρα που γεννάει κάθε είδους ανταγωνισμό οικονομικό, στρατιωτικό ή τεχνολογικό, σε τελική ανάλυση ανταγωνισμό ισχύος και, σε αυτό το πλαίσιο, τόσο η φύση, όσο και οι κοινωνίες είναι απλά αναλώσιμα.
Αν και οι προϋποθέσεις για το ταυτόχρονο ξεπέρασμα όλων αυτών των προβλημάτων δεν είναι σήμερα ορατές, μπορούμε τουλάχιστον να σκεφτούμε ποια θα ήταν η επιθυμητή κατεύθυνση. Τα οράματα είναι ενδεχομένως πολλά και διαφορετικά. Πιο ελκυστική σε εμάς φαίνεται κάποιου τύπου «αποανάπτυξη» κι επιστροφή σε τοπικές, αυτοδύναμες οικονομίες. Σε αυτή την περίπτωση θα έσπαγαν οι σημερινές παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες που κρατούν ομήρους κράτη και πληθυσμούς, κατανέμουν άνισα τον πλούτο, την απασχόληση, τους πόρους και συγκεντρώνουν την ισχύ σε ένα κέντρο, θα μειωνόταν δραστικά η ανάγκη για τις υπερβολικές σήμερα παγκόσμιες μεταφορές, καθώς κάθε πρώτη ύλη, εξάρτημα και προϊόν δεν θα ήταν αναγκαίο να κάνει πολλές φορές τον γύρο της γης μέχρι να καταλήξει σε κάποιο ράφι. Αυτό θα μείωνε αντίστοιχα και τις ενεργειακές ανάγκες. Η τοπική παραγωγή, εκτός από τη σχετική ισοκατανομή της απασχόλησης και των εισοδημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, θα είχε σαν αποτέλεσμα να παραμένουν και οι ρύποι τοπικά, δημιουργώντας ισχυρό κίνητρο για να περιοριστούν. Αντίθετα, σήμερα με την εμπορία αποβλήτων προς φτωχές χώρες – χωματερές και το χρηματιστήριο των ρύπων, εκείνος που μπορεί να πληρώσει, μεταφέρει σε άλλους τα βάρη που δημιουργεί, αλλά δεν θέλει να επωμιστεί. Όλα αυτά θα έπρεπε να συνδυαστούν α) με την παραγωγή λιγότερων, ποιοτικών και μεγάλης διάρκειας προϊόντων και όχι τη γρηγορότερη δυνατή αντικατάστασή τους και β) με τη μακροχρόνια χρήση προσεκτικά επιλεγμένων, ήπιων κι ελέγξιμων τεχνολογιών και υποδομών και όχι τη γρήγορη απαξίωσή τους, ώστε να ξελασπώσει η οικονομία. Επίσης, θα έπρεπε με οικονομικά ή και διοικητικά μέτρα να τερματιστεί η πολυτελής κι ενεργοβόρα διαβίωση ανθρώπων που κυκλοφορούν με ιδιωτικά ελικόπτερα, τζετ, ταχύπλοα, κ.λπ., με αποτέλεσμα ένα ατομικό οικολογικό αποτύπωμα πολλαπλάσιο ολόκληρων χωριών στην περιφέρεια του πλανήτη.
Δεν έχει σημασία πόσο πειστικά ή ελκυστικά ακούγονται τα παραπάνω κι εξάλλου δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις. Εκείνο που ήθελε να φωτίσει η πιο πάνω πολύ γενική πρόταση είναι ότι μόνο μια τόσο ριζικά διαφορετική κατεύθυνση μπορεί να είναι η ταυτόχρονη λύση στα σημερινά σοβαρά και συνδεδεμένα προβλήματα. Αντίθετα, το πραγματικό νόημα της Πράσινης Μετάβασης δεν είναι παρά το γνωστό: «πρέπει να αλλάξουν όλα, ώστε να μην αλλάξει τίποτε».
*Ο Νίκος Προγούλης διδάσκει Οικονομικά στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
[1] Ενδεικτικά, και ανάμεσα σε πολλές άλλες, μπορεί να ανατρέξει κανείς στις εργασίες των Dr. Richard Lindzen (Prof. at Harvard University & M.I.T.), Dr. William Happer (Prof. at Princeton University ), ή στην Ελλάδα του Δρ. Δημήτρη Κουτσογιάννη (καθηγητή Ε.Μ.Π.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.