Γιάννης Σαρρής – Φιλαλήθεια
Το καλοκαίρι του 2020, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το εμβληματικό βιβλίο του π.Νικολάου Λουδοβίκου με τίτλο “Η Ανοικτή Ιστορία και οι εχθροί της: η άνοδος του βελούδινου ολοκληρωτισμού“.
Ο π.Νικόλαος διαβλέπει μία εμμενή κοσμοαντίληψη στην δυτική ιστορία, που έχει χαρακτηρίσει τα κυριότερα γεγονότα της από τον σχολαστικισμό του μεσαίωνος έως την μετανεωτερική κρίση της εποχής μας. Βάσει αυτής της θεολογικών ριζών αντιλήψεως, ο εαυτός, ήγουν το αυτοαναφορικό και ναρκισσικό υποκείμενο, συνιστά κύριο των αντικειμένων γύρω του, των εξελίξεων και εν γένει της φύσεως, καθώς κρατεί τα κλειδιά της ιστορίας. Πρόκειται, κοντολογίς, για μίαν αντίληψη “κλειστής ιστορίας”, για την θεώρηση της ιστορίας ωσάν ένα κλειστό σύστημα με αποκλειστικό ρυθμιστή το υποκείμενο.
Τα σπέρματα της κλειστής ιστορίας μπορούν να αναζητηθούν αρχικά στην φιλοσοφία του Αυγουστίνου, σύμφωνα με τον οποίον ο άνθρωπος είναι θεμελιωδώς βουλόμενη ψυχή οργανούμενη υπό του ατομικού στοχασμού. Η ψυχή βρίσκεται περίκλειστη πολύ βαθέως μέσα στον εαυτό της, ώστε να θεάται από άλλους. Επομένως, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος είναι ότι σκέπτομαι και γνωρίζω ως εαυτός. Τον Θεό τον ανακαλύπτω κοιτάζοντας μέσα μου, όπως και όλους τους υπολοίπους ανθρώπους. Σχεδόν οκτώ αιώνες αργότερα, ο Θωμάς Ακινάτης, στο Contra errores Graecorum, επετέθη στις θέσεις της ανατολικής Ορθόδοξης θεολογίας και αντεπρότεινε την δική του εκδοχή “κλειστής ιστορίας”.
Στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως διαπλάσθηκε από τους Καππαδόκες πατέρες, τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τελικώς από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο Τριαδικός Θεός κοιτάζει με αγάπη το δημιούργημά Του έξω Του, καθώς η άκτιστη ενέργειά Του εξέρχεται του απείρου Εαυτού Του, προκειμένου να συναντήσει την κτιστή καρδιά ανθρώπων με “θείο έρωτα”. Μόνον η άκτιστη ενέργεια, όχι η άκτιστη ουσία του, που παραμένει αμέθεκτη. Η λεγόμενη Παλαμική ἀνάκρασις, λοιπόν, θεωρεί εφικτή την ασύγχυτη περιχώρηση μεταξύ ακτίστων και κτιστών ενεργειών, κατά τρόπον ώστε ο Θεός να παραμένει Θεός και οι κτιστές ενέργειες του ανθρώπου να μετατρέπονται σε “άκτιστες” “κατά χάριν”, δηλαδή κατά τον τρόπο της υπάρξεώς των, χωρίς μεταβολή της πάντα κτιστής ουσίας των ανθρώπων όθεν εκπορεύονται. Ο Θεός δια των ενεργειών Του ευρίσκεται κυριολεκτικά πανταχού παρών και τα πάντα πληρών και ο άνθρωπος δύναται να συνενεργήσει μαζί Του, για την υπέρβαση της φθαρτότητος αυτού και της υπόλοιπης κτίσεως. Ο Θεός μας αγαπά εμπράκτως, μας δημιούργησε κατ’ εικόνα Του από αγάπη, ελευθέρως βουλομένους, και δια της σταυρικής θυσίας του ομοουσίου Του Υιού μας καλεί να γίνουμε, με την κτιστή μας ουσία, κατά χάριν θεοί. Η πραγματική εξωτερική σχέση του Θεού με την κτίση δια της εξόδου της ενεργείας Του ενισχύει την ενότητα του Τριαδικού Θεού, διότι αφενός κάθε άκτιστη φυσική ενέργεια εκφράζει την τρισυπόστατη ενότητα του Θεού ως προϊούσα εκ Πατρός, δι’ Υιού, εν Αγίω Πνεύματι, και αφετέρου, ενοποιεί και αυτή με την σειρά της τα όντα, κατ’ εικόνα της Τριαδικής υπερφυούς ενότητος. Η Αγία Τριάς αποτελεί το σχεσιακό υπόδειγμα της Ορθοδοξίας. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπα ομοούσια. Ο πατήρ προσφέρει ταυτόχρονα αλλά άχρονα όλη την ουσία Του και στον Υιό και στο Πνεύμα. Η απόλυτη ετερότητα των προσώπων όχι μόνον δεν αντιβαίνει στην απόλυτη κοινωνία των, αλλά συνιστά προϋπόθεσή της. Επιπλέον, η τριαδικότητα αυτής της σχέσεως δείχνει ότι πρόκειται για σχέση ουσιαστικής αγάπης και όχι ανακλαστική σχέση αλληλοεκπληρούμενου ναρκισσισμού. Τέτοιες σχέσεις αγαπητικής κοινωνίας καλούνται να σχηματίσουν οι Χριστιανοί με τους συνανθρώπους των. Από την άλλη πλευρά, η ναρκισσική περιχαράκωση στο εγώ και μας αποξενώνει από τους αλλήλους και, απροσδόκητα, στο τέλος υπονομεύει και αυτό το εγώ. Ο π.Νικόλαος εξηγεί εναργώς τους μηχανισμούς με τους οποίους συμβαίνει αυτό στις σημερινές “κοινωνίες” του αυτοαναφορικού υποκειμένου και της διαχύσεως.
Ο π.Νικόλαος αφήνει να εννοηθεί ότι η προοπτική μίας πραγματικής και αγαπητικής σχέσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπου θέτει την βάση για μία αντίληψη “Ανοικτής ιστορίας”, εντός της οποίας ο άνθρωπος δεν πορεύεται μόνος του. Ήταν άραγε η ιστορία του Ορθοδόξου Βυζαντίου τοιώδε τρόπω “ανοικτή” και ιδανική; Σαφώς και όχι, τουλάχιστον στο σύνολό της· δεν κατενίκησε την πάσης φύσεως φθορά. Όμως διέθετε την θεωρία που επέτρεψε το περιστασιακό ξεδίπλωμα σχετικών πράξεων και παραδειγμάτων ([σ.σ.] ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις ευσεβών αυτοκρατόρων). Η αντιπαραβολή του “Ηγεμόνος” του Αγίου Φωτίου και του “Ηγεμόνος” του Μακιαβέλλι αναδεικνύει εμφατικά την διαφορά ανάμεσα στην ιστορία με Θεό παρόντα και την ιστορία με Θεό απόντα.
Απεναντίας, ο Θωμάς Ακινάτης θα θεωρούσε την υπόνοια μιας τέτοιας παρουσίας και μετοχής του ανθρώπου στην άκτιστη ενέργεια βλασφημία. Κατ’ αρχάς, ο Ακινάτης ταυτίζει την ουσία και την ενέργεια του Θεού ως κάτι άκτιστο και σε κάθε περίπτωση απρόσιτο για την μηδαμινότητα του ουτιδανού ανθρώπου, η οποία γίνεται καλλίτερα αντιληπτή στις ερμηνείες απόλυτης ενοχής για τον άνθρωπο που έχουν δώσει στο Προπατορικό Αμάρτημα οι δυτικοί, από τον Αυγουστίνο έως τους προτεστάντες, εφόσον κατά την αντίληψή τους ο άνθρωπος εφηύρε το κακό. Από την διαλλακτικότερη πλευρά της ορθοδόξου θεολογίας (π.χ. του Αγίου Μαξίμου), το Προπατορικό Αμάρτημα, η επιθυμία του ανθρώπου να γίνει χωρίς Θεό θεός, θεωρείται συγγενές της κτιστότητος, ως μία κλίση προς το προκτησιακό μηδέν. Ωστόσο, ο ακινάτειος Θεός δεν καταδέχεται να ακουμπήσει τον τιποτένιο και αμαρτωλό άνθρωπο. Μόλις η άκτιση ενέργεια/θέλησή του αγγίξει το κτίσμα, μεταβάλλεται αυτομάτως σε κτιστή ενέργεια/ κτιστή χάρη. Ο Θεός δεν δρα έξω του, καθότι ήδη εσωκλείει μέσα του τους λόγους, ήτοι τα είδη των όντων. Εάν θέλει να δημιουργηθεί κάτι που ήδη υπάρχει μέσα του, τότε κοιτάει μέσα του και αυτό δημιουργείται έξω του, και το αγαπά επειδή αγαπά τον εαυτό του, ως προσωπική του δόξα. Τοιουτοτρόπως, ο κατ΄ εικόνα Θεού άνθρωπος αγαπώντας τον εαυτό του, αγαπά και την δόξα του Θεού και συνεπώς τον ίδιο τον Θεό. Ο στοχασμός του Ακινάτη εμπνέεται από την Πορφύρειο αρχή του Πλωτίνου, βάσει της οποίας, μία νοερή ουσία μπορεί, ενεργώντας, να εισάγει μία σχέση σε μία υλική ουσία, χωρίς να λαμβάνει ομοειδή απόκριση από εκείνην, ούτως ώστε η σχέση να υφίσταται πραγματικά μόνον για την υλική ουσία. Κατ’ αναλογία, δεν υφίσταται πραγματική σχέση μεταξύ Θεού και κτίσματος/ ανθρώπου για τον Θεό. Αυτή η σχέση είναι αληθινή μόνον για τον άνθρωπο, εφόσον τα κτιστά όντα ανήκουν στη θεία τάξη και η φύση τους εξαρτάται από το θέλημα του Θεού. Κατά συνέπεια, οι σχέσεις δεν είναι διαλογικές και συμβαίνουν εντός του ναρκισσικού υποκειμένου.
Το κτισμένο σύμπαν του Θωμά Ακινάτη είναι αρμονικότατο διότι λειτουργεί με την κάθετη ιεραρχία των όντων που ορίζει η θεία τάξη [σ.σ. η οποία αντανεκλάτο και στην πολιτική/κοινωνική οργάνωση των φεουδαλικών κοινωνιών]. Η μετοχή του ανθρώπου στην κτιστή ενέργεια/χάρη του Θεού και η μεταξύ τους συνεργία είναι περιορισμένες, απολύτως υπαγορευμένες από τον Θεό με τρόπο δυναστικό και δίχως κοινωνία. Ωσαύτως, ο Ακινάτης διέκρινε τις θείες φυσικές ενέργειες σε effectus naturae, δια της οποίας αποδίδονται εγγενώς στα όντα οι φυσικές ιδιότητές των, και σε effectus gratiae, που ως ένα επιπρόσθετο υπερφυσικό δώρο αποδίδεται σε συγκεκριμένους ανθρώπους κατά βούληση του Θεού. Τοιούτο το επιλεκτικά δωριζόμενο θείο χάρισμα έδινε την εντύπωση όχι απλώς της εκπληρώσεως της φύσεως, αλλά της πνευματικής διορθώσεώς της, από τους συγκεκριμένους εκλεκτούς της θείας χάριτος.
Ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, δηλαδή ψυχικά περιχαρακωμένος και αυτοαναφορικός κατά την ακινάτειο θεώρηση. Η ιστορική δραστηριότητα του δυτικού ανθρώπου δεν μπορούσε παρά να συνιστήσει μία απόμακρη μίμηση του Θεού, στην οποίαν ο άνθρωπος θέλει να επιβάλλει στον κόσμο μία ανάλογη τάξη, να κυριαρχήσει επί της φύσεως, ειδικά εάν είναι εκλεκτός της χάριτος. Τα προνομιούχα όντα κατέχουν το νόημα και το κλειδί της ιστορίας. Παράλληλα, η έλλειψη κοινωνίας και αμοιβαιότητας ανάμεσα σε Κτίστη και κτίσμα δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα, τους απεμάκρυνε. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αθεΐα φάνταζε μοιραία και ανεδύθη στομφωδώς στην νεωτερικότητα. Όπως το έθεσε οξυδερκώς ο Nietzsche τον 19ο αιώνα, “ο θεός πέθανε”. Ωστόσο, το υπόδειγμα της “κλειστής ιστορίας” ρίζωσε και μετεξελίχθηκε στον στοχασμό των μετέπειτα, αθέων και μη, δυτικών ανδρών.
Τον 17ο αιώνα, ο Καρτέσιος (Descartes) επανέφερε στο προσκήνιο και επεξέτεινε την αυγουστίνεια σημασία του Εγώ, του ατομικού υποκειμένου. Μέχρι τότε, κάθε τι εθεωρείτο υποκείμενο. Ο Καρτέσιος ξεκαθάρισε πως ο εαυτός του υπήρχε επειδή σκεπτόταν (cogito ergo sum). Το μοναδικό υποκείμενο είναι ο σκεπτόμενος εαυτός. Ο,τιδήποτε άλλο εκτός αυτού του υποκειμένου συνιστά αντικείμενο για το υποκείμενο, το οποίο δύναται έτσι να αντικειμενο-ποιεί τον κόσμο. Σε αυτό το σημείο-σταθμό του ατομικού και συλλογικού δυτικού (εκ)ναρκισσισμού, η συνειδητή διανοητικότητα του υποκειμένου εξοβέλισε με φόβο από τον εαυτό του τις μύχιες και δυσκολότερα αυτο-ελέγξιμες πλευρές αυτού του εαυτού, όπως συναισθήματα, επιθυμίες, ένστικτα, φόβους, απωθημένα κ.τ.λ. Το αυτεξούσιο ανθρώπινο πνεύμα, νοούμενο ως καθαρή ελευθερία, είναι το αποκλειστικό ενεργό υποκείμενο της ιστορίας. Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες του 20ου αιώνα κλόνισαν αυτόν τον καρτεσιανό ορθολογισμό, αλλά δεν παρέκκλιναν από τον ναρκισσικό προσανατολισμό της, όπως θα δούμε και στην παρακάτω ανάλυση της μετανεωτερικότητος.
Λίγο μετά τον Καρτέσιο, ο Hegel μετέφρασε την ακινάτεια κτιστή χάρη στην εκκοσμικευμένη πλην μεταφυσική έννοια του αιωνίου/ απολύτου “Πνεύματος” (Geist), το οποίο εκφράζει το έσχατο νόημα της ιστορίας και χρησιμοποιεί την διάνοια (συγκεκριμένων) υποκειμένων, χωρίς αυτοί να το αντιλαμβάνονται απαραίτητα, ούτως ώστε να αυτοεκπληρώνεται μέσα στην ιστορία μέσω του λόγου και των πράξεων εκείνων. Άτομα, λαοί και κράτη είναι ασυνείδητα εργαλεία του απολύτου και οικουμενικού Πνεύματος, του οποίου ο σκοπός έγκειται στην (ναρκισσική) αυτο-ανύψωση και αυτο-πραγμάτωσή του. Αυτός ο -εν πολλοίς αόριστος για συγκεκριμένα υποκείμενα- σκοπός υπέρκειται πάσης υπευθυνότητος και ενοχής. Συνεπώς, οι “μεγάλοι άνθρωποι” της ιστορίας, λειτουργούντες ως ενεργούμενά του, δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε ηθική αξιολόγηση. Η ναρκισσική “θέληση για δύναμη” ηδύνατο πλέον να αποδίδεται στο “Πνεύμα”, όμως σε ένα πνεύμα περιχαρακωμένα κλεισμένο μέσα στον εαυτό, το οποίο επιβεβαιώνεται με την αυτο-επιβεβαίωση αυτού του εαυτού (όπως αγαπιόταν ο ακινάτειος κτίστης μέσω της αγάπης του κτίσματος για τον εαυτό του). Η δε κατηγορική προσταγή του Καντ (Kant) πρέσβευε ότι ο κάθε άνθρωπος οφείλει να ενεργεί βάσει εκείνης της αρχής, την οποίαν ο ίδιος επιθυμεί να δει καθιερωμένη ως καθολικό νόμο. Επομένως, η ηθική πηγάζει μέσα από το πνεύμα του υποκειμένου και όχι από κάποιο αντικειμενικά κανονιστικό πλαίσιο.
Ο συνακόλουθος ηθικός σχετικισμός, στην υπηρεσία της νιτσεϊκής μα καθ’ όλα δυτικής “θελήσεως για δύναμη”, ήταν μία αναγκαία και επαρκής συνθήκη για την ανάπτυξη των ολοκληρωτισμών που, στο κυνήγι του “εσχάτου σκοπού”, άφησαν οπίσω τους δεκάδες αν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια δολοφονημένων τον 20ο αιώνα. Ακόμη και στο “Αγών μου”, ο Χίτλερ εκτυλίσσει έναν πομπωδώς θεληματικό μυστικισμό, καθώς ο ίδιος πίστευε ότι ενσάρκωνε το πεπρωμένο και αισθανόταν εκλεκτός της “θείας πρόνοιας”, όπως έγραφε, δηλαδή του εγελιανού Πνεύματος. Όταν στην ιστορία δεν επεμβαίνει ο ίδιος ο θεός, τότε την μοίρα της την αναλαμβάνουν οι “εκλεκτοί αντιπρόσωποί” του. Οι Γερμανοί ιδεαλιστές, επιπλέον της ακινάτειας, διέθεταν και την παγανιστική κληρονομιά του Βόταν, του θεού της πάλης, της καταιγίδος και της κυριαρχίας, ήγουν ενός αρχετύπου του υπερέχοντος υποκειμένου. Μολοντούτο, βεβαίως, ο ολοκληρωτισμός του εσχάτου σκοπού του Πνεύματος διέπνευσε όλες τις νεωτερικές ουτοπικές ιδεολογίες, και μαρξιστικές και φιλελεύθερες.
Μετά το δράμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά δεδομένα ετέθησαν υπό αμφισβήτηση, ιδίως στον τομέα της ψυχολογίας που μας ενδιαφέρει άμεσα. Προηγουμένως, ο Freud και οι κατοπινοί διορθωτές του είχαν ήδη επανανακαλύψει το ανεξέλεγκτο υπόγειο του Εγώ, το λεγόμενο “ασυνείδητο”. Η φαινομενολογία του Husserl ομίλησε για πρώτη φορά στην δυτική φιλοσοφία για συνάντηση του εαυτού με τον άλλον, αλλά αυτή η συνάντηση -κατά έναν εκ νέου ακινάτειο τρόπο- συνέβαινε “αποκλειστικά μέσα στον εγωτικό ορίζοντα” του υποκειμένου. Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει ότι Εγώ φαντασιώνομαι μη πραγματικές σχέσεις με τον άλλον, φοβούμενος να συσχετισθώ πραγματικά και αμοιβαία μαζί του. Εάν ο άλλος το επιθυμεί, τέτοιες σχέσεις μπορεί να είναι πραγματικές μόνον για εκείνον, αλλά Εγώ εξακολουθώ να τον αγαπώ με ασφάλεια και μηδαμινό κίνδυνο ματαιώσεως αποκλειστικά εντός μου και με κριτήρια που ορίζω Εγώ. Η σχέση, λοιπόν, παρέμεινε υποκειμενική (ψευδ;)αίσθηση για τον δυτικό. Η δυτική ψυχολογία, ωσάν να πάσχει εγγενώς από αυτόν, αδυνατεί να λύσει το αίνιγμα του ναρκισσισμού. Η απότομη άρση του προκαλεί βραχυπρόθεσμα κατάθλιψη και η παραμονή του, μακροπρόθεσμα, επίσης κατάθλιψη. Και όλα αυτά ενώ -και μάλλον διότι- παραγνωρίζει το ορθόδοξο υπόδειγμα της αμοιβαία αυθεντικής σχέσεως.
Στην μετα-μετανεωτερικότητα, ο ναρκισσικός υποκειμενισμός και ο παρεπόμενος ηθικός σχετικισμός του δυτικού -και νυν παγκοσμιοποιημένου- υποκειμένου τον οδήγησε στην απώλεια κάθε πηγής και νοήματος για την ζωή και την ιστορία. Ο αρχαίος Έλλην ασπαζόταν την υπερβατική αρχή του Λόγου της φύσεως, ο Χριστιανός την υπερβατική αρχή της Βίβλου. Ο μετανεωτερικός, όμως, δεν αρχίζει από πουθενά και, συνεπώς, δεν καταλήγει πουθενά. Από καιρού εις καιρόν, ενδέχεται να πιστεύει και σε κάτι, αρκεί αυτό να μην απαιτεί καμία υποχρέωση και συμμόρφωση της επιθυμίας. Παραδόξως, όσο πιο περίκλειστο είναι το Εγώ του, τόσο ευκολότερα διαχέεται κι εν τέλει εκμηδενίζεται. Κάπως έτσι λοιπόν, εισερχόμεθα στην ολιστικά ρευστή εποχή του “βελούδινου ολοκληρωτισμού”, κατά την οποία τα υποκείμενα εκχωρούν πανηγυρικά την Ελευθερία τους, ως προσώπων και πολιτικώς δρώντων, σε ένα τεχνοκρατικό και τεχνολογικοκρατικό υπερσύστημα, προκειμένου να διατηρήσουν την ωσεί διαφημιστικώς σχεδιασθείσα “ελευθερία” των να διαχέονται απερίσπαστοι στις πολιτικώς ακίνδυνες και κοινωνικώς επικίνδυνες ηδονές αυτού του “θαυμαστού νέου κόσμου”, όπως θα έλεγε ο Aldous Huxley.
Ο βελούδινος ολοκληρωτισμός, ως ο διάδοχος της μετανεωτερικής συγχύσεως, αποτελεί ένα περίπλοκο φαινόμενο ως προς τις αιτίες, τους μηχανισμούς κατισχύσεως και τις προοπτικές του, το οποίο ελάχιστοι τολμούν να θίξουν. Ο π.Νικόλαος Λουδοβίκος τον ορίζει σε 24 παραγράφους, με την οξυδέρκεια ενός μεγάλου και φωτισμένου φιλοσόφου των καιρών μας.
1) Η ιστορία διεξάγεται μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση ως συλλογικού χαρακτήρος ναρκισσισμός των ατόμων που συγκροτούν την κοινωνία. Πρόκειται περί νομίμου αθροίσεως ναρκισσισμών.
2) Χάριν των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως και άλλων τεχνολογιών, το υποκείμενο ζει φαντασιωτικά σε μία εικονική πραγματικότητα. Κατ’ επέκταση, οι σχέσεις και ο διϋποκειμενικός διάλογος έχουν επίσης φαντασιωτικό χαρακτήρα. Ο πραγματικός κόσμος γίνεται μισητός ενώπιον του ηδονιστικά κατασκευασμένου φαντασιωτικού.
3) Το υποκείμενο επιλέγει à la carte από την παράδοση τα στοιχεία που του αρέσουν και το συμφέρουν.
4) Η γλώσσα καθίσταται νομιναλιστική, αποσυνδεόμενη από οιαδήποτε οντολογία των πραγμάτων. Οι λέξεις και οι φράσεις καταντούν πολύσημες, αντιμεταθέσιμες και ασαφείς.
5) Ελέω μιας κουλτούρας αενάου αυτοδικαιώσεως, το υποκείμενο ντρέπεται, αντιμετωπίζει κρίσεις απώλειας αυτοεκτιμήσεως και νιώθει γελοίο και ανάπηρο, εάν δεν είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να δείχνει στους πάντες ότι έχει πάντα δίκιο.
6) Ως εκ τούτου, η ευγνωμοσύνη εκλαμβάνεται ως ένα αίσθημα κατωτερότητος και τείνει να υποβαθμιστεί ή να αποβληθεί.
7) Εκδηλώνεται υπερ-ναρκισσική οργή απέναντι σε κάθε πιθανό υπονομευτή της φαντασιωτικής τελειότητος.
8) Η επιθυμία του υποκειμένου για σκοπό και νόημα στην ζωή απορροφάται από μία αόριστη επιθυμία, που μεγεθύνεται ακατάσχετα και πολυδιασπάται, σε μία προσπάθεια να κατάσχει ολόκληρο τον κόσμο των όντων και των πραγμάτων. Ουδεμία υποψία εκφράζεται για την πιθανότητα αυτή η αδηφάγος επιθυμία να αδυνατίζει το υποκείμενο. Αντιθέτως, θεωρείται απόδειξη πληρότητος και ισχύος.
9) Ο διαφημιστικός εκμαυλισμός του παντοκράτορος καπιταλισμού επιβάλλει την άποψη ότι αυθεντικός είναι αυτός που καταναλώνει και όχι αυτός που παράγει. Οι πλασματικές ανάγκες του υποκειμένου πολλαπλασιάζονται τεχνητά και εκθετικά.
10) Το σώμα, ως όχημα της πολλαπλής επιθυμίας, γίνεται ένα φαντασιωτικό σώμα της διαφημίσεως και του lifestyle, ενώ το συναίσθημα καθηλώνεται στην αυτο-προσήλωση.
11) Το υποκείμενο αυτο-συγχωρείται αλλά δεν συν-χωρεί, διότι η συγχώρηση υπονομεύει την ναρκισσική ψευδο-παντοδυναμία.
12) Αυτή η ψευδο-παντοδυναμία βιώνεται ως δραπέτευση από την πραγματικότητα και συνεχής αναζήτηση ενός καινούριου εαυτού, υπό την προϋπόθεση να μην βρεθεί ποτέ ο πραγματικός εαυτός.
13) Ο ναρκισσισμός τοιαύτης συνεχούς αναζητήσεως δεν αφήνει στο υποκείμενο περιθώρια ενασχολήσεως με τα πολιτικά πράγματα. Το υποκείμενο εκφράζει τυφλή, αδιερώτητη -και στα μάτια του αυτονόητη- πίστη και εμπιστοσύνη στο σύστημα, τοπικό και παγκόσμιο, καθότι αυτό πραγματώνει ψευδο-χιλιαστικά την πάντοτε συνεχιζόμενη “πρόοδο”. Παραλλήλως, το ερώτημα για τον σκοπό της Ιστορίας σχεδόν καταργείται.
14) Το σύστημα, σε ομοφωνία με τα μετανεωτερικά υποκείμενα, ευαγγελίζεται ένα ουδετερόθρησκο κράτος δίχως μεταφυσικές και κοσμοθεωρητικές βλέψεις. Συγχρόνως, παρατηρείται μία αδυναμία να διατυπωθούν τα εξής ερωτήματα: Το ουδετερόθρησκο κράτος συνεπάγεται θρησκευτική ελευθερία ή απαγόρευσή αυτής στον δημόσιο χώρο; Ποιος και με ποια κριτήρια ορίζει τις υποχρεωτικά αποδεκτές αξίες στον δημόσιο χώρο;
15) Εκφράζεται τυφλή πίστη στην δυτική “δημοκρατία” ως ταυτόσημη με το κομματικό κράτος, χωρίς να συνειδητοποιούνται οι τρόποι με τους οποίους αυτό το κράτος αγνοεί και παραπλανεί τους πολίτες, ενώ παγιδεύει -ενίοτε σχεδόν φανερά- την βούλησή τους.
16) Ενθαρρύνεται ο εφηρμοσμένος μηδενισμός ως πλήρης αδιαφορία για οποιαδήποτε αντικειμενική αξιολογία.
17) Το ευφορικό lifestyle αρνείται τον πόνο και τον θάνατο, ως είδος απαγορευμένης ιδιωτικής τραγωδίας, της οποίας η απειλή πρέπει να απωθείται από το υποκείμενο. Μέσα στο φαντασιωτικό του αερόστατο, το άτομο παύει να αισθάνεται θνητό. Δεν εννοεί κανέναν ηρωισμό ή αυτοθυσία και η ανιδιοτελής αλληλεγγύη του λιγοστεύει ολοένα και περισσότερο.
18) Η ευτυχία επανερμηνεύεται ως κατάσταση αντίθετη του αρχαίου μέτρου και της χριστιανικής αρετής, σημαίνουσα την δυνατότητα απελευθερώσεως από τα αυτά.
19) Οι υποκειμενικές ερμηνευτικές της Ψυχολογίας υποκαθιστούν κάθε είδος αντικειμενικής θεωρίας της αλήθειας.
20) Απορρίπτεται κάθε ταυτότητα που δεν είναι διηνεκώς μεταβαλλόμενη. Οι εθνικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές διαφορές πρέπει καταναγκαστικά να αμβλυνθούν. Η ετερότητα νοείται όχι ως προϋπόθεση για ειλικρινή διάλογο, αλλά ως κίνδυνος.
21) Απορρίπτονται ασυζητητί οι έμφυλες και βιολογικές ταυτότητες, καθώς και πάσα ανθρωπολογική οντολογία.
22) Όποιος διαφωνεί με τα παραπάνω αντιμετωπίζεται ωσεί ψυχασθενής. Ουδεμία επανάσταση στην ιστορία πέτυχε μεγαλύτερη και πιο αυτονόητη συμμόρφωση, ελεύθερη και ταυτόχρονα ανελεύθερη, βελούδινη και ταυτόχρονα ατσάλινη, ιδιωτικότατη και ταυτόχρονα δημόσια, άκρως επιθυμητή και ταυτόχρονα ακραίως επιβαλλόμενη. Το μοναδικό δόγμα του βελούδινου ολοκληρωτισμού είναι η νομιμοποίηση της ελευθερίας χωρίς σοφία και η απαγόρευση της ελευθερίας με σοφία. Η σοφία ως πηγή κανονιστικών πλαισίων πρέπει να καταργηθεί, ιδίως η σοφία του Θεού.
23) Το ιστορικό παρόν εσχατολογικοποιείται, επειδή έχει λύσει το μυστήριο του μέλλοντος. Η πίστη στο μέλλον σταδιακώς υποχωρεί ενώπιον ενός ενδο-παροντικού ψευδο-χιλιασμού της δίχως σοφία ελευθερίας και η παλαιά ουτοπία της προόδου εξαλλάσσεται σε καθημερινή ευτυχή νομή και απόλαυση του ήδη σχεδόν τελείου κόσμου.
24) Ο Θεός γίνεται αποδεκτός μόνον όταν καλείται να υπηρετήσει και να υποταχθεί στα παραπάνω κριτήρια. Η Βασιλεία Του καλείται να ενσωματωθεί στον κόσμο τούτο, στον “παράδεισο” του βελούδινου ολοκληρωτισμού, ο οποίος στην πραγματικότητα έχει οικοδομηθεί πάνω σε μία κόλαση.
Η Δύση διέρχεται μία πρωτοφανή κρίση ταυτότητος, νοήματος και σκοπού, όπως και η Ελλάδα, που προσεδέθη στο πολιτιστικό της άρμα και υποδέχεται τις φάσεις της με κάποια χρονοκαθυστέρηση, παρ’ όλα τα συμπλέγματα ενοχής που της έχουν καλλιεργήσει ορισμένοι δογματικοί “εκσυγχρονιστές”. Ο π.Νικόλαος Λουδοβίκος ομιλεί περί ενός ενιαίου “ελληνο-δυτικού” πλέον πολιτισμού, ο οποίος, καλώς ή κακώς, μοιράζεται την ίδια μετοχή ή αποξένωση από την αρχαία Ελλάδα και τον Χριστιανισμό, την ίδια γλώσσα και τα ίδια προβλήματα. Η μοναδική προοπτική σωτηρίας του, η οποία αντιπροτείνεται στο βιβλίο, εναπόκειται στην επανανακάλυψη της ορθοδόξου θεωρήσεως της διαλογικής κοινωνίας προσώπων και, κατ’ επέκταση, του κόσμου και της ιστορίας. Ο Θεός αναμένει την πρόσκλησή μας για να διανοίξει την κλειστή ιστορία. Και ο π.Νικόλαος εμφανίζεται αισιόδοξος. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον δυτικών για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και άλλους πατέρες, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση από μερικούς του υπαρξιακού των τέλματος, κομίζει ελπίδα και αισιοδοξία.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/31507?fbclid=IwAR3LtHzAhfXt4RCgujj_ULwjklJUVdy3BSmBFHzgqo_5UxEEyb9u3FfdCIo
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Α. Οι θεολογικές ρίζες
Τα σπέρματα της κλειστής ιστορίας μπορούν να αναζητηθούν αρχικά στην φιλοσοφία του Αυγουστίνου, σύμφωνα με τον οποίον ο άνθρωπος είναι θεμελιωδώς βουλόμενη ψυχή οργανούμενη υπό του ατομικού στοχασμού. Η ψυχή βρίσκεται περίκλειστη πολύ βαθέως μέσα στον εαυτό της, ώστε να θεάται από άλλους. Επομένως, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος είναι ότι σκέπτομαι και γνωρίζω ως εαυτός. Τον Θεό τον ανακαλύπτω κοιτάζοντας μέσα μου, όπως και όλους τους υπολοίπους ανθρώπους. Σχεδόν οκτώ αιώνες αργότερα, ο Θωμάς Ακινάτης, στο Contra errores Graecorum, επετέθη στις θέσεις της ανατολικής Ορθόδοξης θεολογίας και αντεπρότεινε την δική του εκδοχή “κλειστής ιστορίας”.
Στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως διαπλάσθηκε από τους Καππαδόκες πατέρες, τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τελικώς από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο Τριαδικός Θεός κοιτάζει με αγάπη το δημιούργημά Του έξω Του, καθώς η άκτιστη ενέργειά Του εξέρχεται του απείρου Εαυτού Του, προκειμένου να συναντήσει την κτιστή καρδιά ανθρώπων με “θείο έρωτα”. Μόνον η άκτιστη ενέργεια, όχι η άκτιστη ουσία του, που παραμένει αμέθεκτη. Η λεγόμενη Παλαμική ἀνάκρασις, λοιπόν, θεωρεί εφικτή την ασύγχυτη περιχώρηση μεταξύ ακτίστων και κτιστών ενεργειών, κατά τρόπον ώστε ο Θεός να παραμένει Θεός και οι κτιστές ενέργειες του ανθρώπου να μετατρέπονται σε “άκτιστες” “κατά χάριν”, δηλαδή κατά τον τρόπο της υπάρξεώς των, χωρίς μεταβολή της πάντα κτιστής ουσίας των ανθρώπων όθεν εκπορεύονται. Ο Θεός δια των ενεργειών Του ευρίσκεται κυριολεκτικά πανταχού παρών και τα πάντα πληρών και ο άνθρωπος δύναται να συνενεργήσει μαζί Του, για την υπέρβαση της φθαρτότητος αυτού και της υπόλοιπης κτίσεως. Ο Θεός μας αγαπά εμπράκτως, μας δημιούργησε κατ’ εικόνα Του από αγάπη, ελευθέρως βουλομένους, και δια της σταυρικής θυσίας του ομοουσίου Του Υιού μας καλεί να γίνουμε, με την κτιστή μας ουσία, κατά χάριν θεοί. Η πραγματική εξωτερική σχέση του Θεού με την κτίση δια της εξόδου της ενεργείας Του ενισχύει την ενότητα του Τριαδικού Θεού, διότι αφενός κάθε άκτιστη φυσική ενέργεια εκφράζει την τρισυπόστατη ενότητα του Θεού ως προϊούσα εκ Πατρός, δι’ Υιού, εν Αγίω Πνεύματι, και αφετέρου, ενοποιεί και αυτή με την σειρά της τα όντα, κατ’ εικόνα της Τριαδικής υπερφυούς ενότητος. Η Αγία Τριάς αποτελεί το σχεσιακό υπόδειγμα της Ορθοδοξίας. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπα ομοούσια. Ο πατήρ προσφέρει ταυτόχρονα αλλά άχρονα όλη την ουσία Του και στον Υιό και στο Πνεύμα. Η απόλυτη ετερότητα των προσώπων όχι μόνον δεν αντιβαίνει στην απόλυτη κοινωνία των, αλλά συνιστά προϋπόθεσή της. Επιπλέον, η τριαδικότητα αυτής της σχέσεως δείχνει ότι πρόκειται για σχέση ουσιαστικής αγάπης και όχι ανακλαστική σχέση αλληλοεκπληρούμενου ναρκισσισμού. Τέτοιες σχέσεις αγαπητικής κοινωνίας καλούνται να σχηματίσουν οι Χριστιανοί με τους συνανθρώπους των. Από την άλλη πλευρά, η ναρκισσική περιχαράκωση στο εγώ και μας αποξενώνει από τους αλλήλους και, απροσδόκητα, στο τέλος υπονομεύει και αυτό το εγώ. Ο π.Νικόλαος εξηγεί εναργώς τους μηχανισμούς με τους οποίους συμβαίνει αυτό στις σημερινές “κοινωνίες” του αυτοαναφορικού υποκειμένου και της διαχύσεως.
Ο π.Νικόλαος αφήνει να εννοηθεί ότι η προοπτική μίας πραγματικής και αγαπητικής σχέσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπου θέτει την βάση για μία αντίληψη “Ανοικτής ιστορίας”, εντός της οποίας ο άνθρωπος δεν πορεύεται μόνος του. Ήταν άραγε η ιστορία του Ορθοδόξου Βυζαντίου τοιώδε τρόπω “ανοικτή” και ιδανική; Σαφώς και όχι, τουλάχιστον στο σύνολό της· δεν κατενίκησε την πάσης φύσεως φθορά. Όμως διέθετε την θεωρία που επέτρεψε το περιστασιακό ξεδίπλωμα σχετικών πράξεων και παραδειγμάτων ([σ.σ.] ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις ευσεβών αυτοκρατόρων). Η αντιπαραβολή του “Ηγεμόνος” του Αγίου Φωτίου και του “Ηγεμόνος” του Μακιαβέλλι αναδεικνύει εμφατικά την διαφορά ανάμεσα στην ιστορία με Θεό παρόντα και την ιστορία με Θεό απόντα.
Απεναντίας, ο Θωμάς Ακινάτης θα θεωρούσε την υπόνοια μιας τέτοιας παρουσίας και μετοχής του ανθρώπου στην άκτιστη ενέργεια βλασφημία. Κατ’ αρχάς, ο Ακινάτης ταυτίζει την ουσία και την ενέργεια του Θεού ως κάτι άκτιστο και σε κάθε περίπτωση απρόσιτο για την μηδαμινότητα του ουτιδανού ανθρώπου, η οποία γίνεται καλλίτερα αντιληπτή στις ερμηνείες απόλυτης ενοχής για τον άνθρωπο που έχουν δώσει στο Προπατορικό Αμάρτημα οι δυτικοί, από τον Αυγουστίνο έως τους προτεστάντες, εφόσον κατά την αντίληψή τους ο άνθρωπος εφηύρε το κακό. Από την διαλλακτικότερη πλευρά της ορθοδόξου θεολογίας (π.χ. του Αγίου Μαξίμου), το Προπατορικό Αμάρτημα, η επιθυμία του ανθρώπου να γίνει χωρίς Θεό θεός, θεωρείται συγγενές της κτιστότητος, ως μία κλίση προς το προκτησιακό μηδέν. Ωστόσο, ο ακινάτειος Θεός δεν καταδέχεται να ακουμπήσει τον τιποτένιο και αμαρτωλό άνθρωπο. Μόλις η άκτιση ενέργεια/θέλησή του αγγίξει το κτίσμα, μεταβάλλεται αυτομάτως σε κτιστή ενέργεια/ κτιστή χάρη. Ο Θεός δεν δρα έξω του, καθότι ήδη εσωκλείει μέσα του τους λόγους, ήτοι τα είδη των όντων. Εάν θέλει να δημιουργηθεί κάτι που ήδη υπάρχει μέσα του, τότε κοιτάει μέσα του και αυτό δημιουργείται έξω του, και το αγαπά επειδή αγαπά τον εαυτό του, ως προσωπική του δόξα. Τοιουτοτρόπως, ο κατ΄ εικόνα Θεού άνθρωπος αγαπώντας τον εαυτό του, αγαπά και την δόξα του Θεού και συνεπώς τον ίδιο τον Θεό. Ο στοχασμός του Ακινάτη εμπνέεται από την Πορφύρειο αρχή του Πλωτίνου, βάσει της οποίας, μία νοερή ουσία μπορεί, ενεργώντας, να εισάγει μία σχέση σε μία υλική ουσία, χωρίς να λαμβάνει ομοειδή απόκριση από εκείνην, ούτως ώστε η σχέση να υφίσταται πραγματικά μόνον για την υλική ουσία. Κατ’ αναλογία, δεν υφίσταται πραγματική σχέση μεταξύ Θεού και κτίσματος/ ανθρώπου για τον Θεό. Αυτή η σχέση είναι αληθινή μόνον για τον άνθρωπο, εφόσον τα κτιστά όντα ανήκουν στη θεία τάξη και η φύση τους εξαρτάται από το θέλημα του Θεού. Κατά συνέπεια, οι σχέσεις δεν είναι διαλογικές και συμβαίνουν εντός του ναρκισσικού υποκειμένου.
Το κτισμένο σύμπαν του Θωμά Ακινάτη είναι αρμονικότατο διότι λειτουργεί με την κάθετη ιεραρχία των όντων που ορίζει η θεία τάξη [σ.σ. η οποία αντανεκλάτο και στην πολιτική/κοινωνική οργάνωση των φεουδαλικών κοινωνιών]. Η μετοχή του ανθρώπου στην κτιστή ενέργεια/χάρη του Θεού και η μεταξύ τους συνεργία είναι περιορισμένες, απολύτως υπαγορευμένες από τον Θεό με τρόπο δυναστικό και δίχως κοινωνία. Ωσαύτως, ο Ακινάτης διέκρινε τις θείες φυσικές ενέργειες σε effectus naturae, δια της οποίας αποδίδονται εγγενώς στα όντα οι φυσικές ιδιότητές των, και σε effectus gratiae, που ως ένα επιπρόσθετο υπερφυσικό δώρο αποδίδεται σε συγκεκριμένους ανθρώπους κατά βούληση του Θεού. Τοιούτο το επιλεκτικά δωριζόμενο θείο χάρισμα έδινε την εντύπωση όχι απλώς της εκπληρώσεως της φύσεως, αλλά της πνευματικής διορθώσεώς της, από τους συγκεκριμένους εκλεκτούς της θείας χάριτος.
Β. Η εκκοσμίκευση της κτιστής χάριτος
Ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, δηλαδή ψυχικά περιχαρακωμένος και αυτοαναφορικός κατά την ακινάτειο θεώρηση. Η ιστορική δραστηριότητα του δυτικού ανθρώπου δεν μπορούσε παρά να συνιστήσει μία απόμακρη μίμηση του Θεού, στην οποίαν ο άνθρωπος θέλει να επιβάλλει στον κόσμο μία ανάλογη τάξη, να κυριαρχήσει επί της φύσεως, ειδικά εάν είναι εκλεκτός της χάριτος. Τα προνομιούχα όντα κατέχουν το νόημα και το κλειδί της ιστορίας. Παράλληλα, η έλλειψη κοινωνίας και αμοιβαιότητας ανάμεσα σε Κτίστη και κτίσμα δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα, τους απεμάκρυνε. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αθεΐα φάνταζε μοιραία και ανεδύθη στομφωδώς στην νεωτερικότητα. Όπως το έθεσε οξυδερκώς ο Nietzsche τον 19ο αιώνα, “ο θεός πέθανε”. Ωστόσο, το υπόδειγμα της “κλειστής ιστορίας” ρίζωσε και μετεξελίχθηκε στον στοχασμό των μετέπειτα, αθέων και μη, δυτικών ανδρών.
Τον 17ο αιώνα, ο Καρτέσιος (Descartes) επανέφερε στο προσκήνιο και επεξέτεινε την αυγουστίνεια σημασία του Εγώ, του ατομικού υποκειμένου. Μέχρι τότε, κάθε τι εθεωρείτο υποκείμενο. Ο Καρτέσιος ξεκαθάρισε πως ο εαυτός του υπήρχε επειδή σκεπτόταν (cogito ergo sum). Το μοναδικό υποκείμενο είναι ο σκεπτόμενος εαυτός. Ο,τιδήποτε άλλο εκτός αυτού του υποκειμένου συνιστά αντικείμενο για το υποκείμενο, το οποίο δύναται έτσι να αντικειμενο-ποιεί τον κόσμο. Σε αυτό το σημείο-σταθμό του ατομικού και συλλογικού δυτικού (εκ)ναρκισσισμού, η συνειδητή διανοητικότητα του υποκειμένου εξοβέλισε με φόβο από τον εαυτό του τις μύχιες και δυσκολότερα αυτο-ελέγξιμες πλευρές αυτού του εαυτού, όπως συναισθήματα, επιθυμίες, ένστικτα, φόβους, απωθημένα κ.τ.λ. Το αυτεξούσιο ανθρώπινο πνεύμα, νοούμενο ως καθαρή ελευθερία, είναι το αποκλειστικό ενεργό υποκείμενο της ιστορίας. Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες του 20ου αιώνα κλόνισαν αυτόν τον καρτεσιανό ορθολογισμό, αλλά δεν παρέκκλιναν από τον ναρκισσικό προσανατολισμό της, όπως θα δούμε και στην παρακάτω ανάλυση της μετανεωτερικότητος.
Λίγο μετά τον Καρτέσιο, ο Hegel μετέφρασε την ακινάτεια κτιστή χάρη στην εκκοσμικευμένη πλην μεταφυσική έννοια του αιωνίου/ απολύτου “Πνεύματος” (Geist), το οποίο εκφράζει το έσχατο νόημα της ιστορίας και χρησιμοποιεί την διάνοια (συγκεκριμένων) υποκειμένων, χωρίς αυτοί να το αντιλαμβάνονται απαραίτητα, ούτως ώστε να αυτοεκπληρώνεται μέσα στην ιστορία μέσω του λόγου και των πράξεων εκείνων. Άτομα, λαοί και κράτη είναι ασυνείδητα εργαλεία του απολύτου και οικουμενικού Πνεύματος, του οποίου ο σκοπός έγκειται στην (ναρκισσική) αυτο-ανύψωση και αυτο-πραγμάτωσή του. Αυτός ο -εν πολλοίς αόριστος για συγκεκριμένα υποκείμενα- σκοπός υπέρκειται πάσης υπευθυνότητος και ενοχής. Συνεπώς, οι “μεγάλοι άνθρωποι” της ιστορίας, λειτουργούντες ως ενεργούμενά του, δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε ηθική αξιολόγηση. Η ναρκισσική “θέληση για δύναμη” ηδύνατο πλέον να αποδίδεται στο “Πνεύμα”, όμως σε ένα πνεύμα περιχαρακωμένα κλεισμένο μέσα στον εαυτό, το οποίο επιβεβαιώνεται με την αυτο-επιβεβαίωση αυτού του εαυτού (όπως αγαπιόταν ο ακινάτειος κτίστης μέσω της αγάπης του κτίσματος για τον εαυτό του). Η δε κατηγορική προσταγή του Καντ (Kant) πρέσβευε ότι ο κάθε άνθρωπος οφείλει να ενεργεί βάσει εκείνης της αρχής, την οποίαν ο ίδιος επιθυμεί να δει καθιερωμένη ως καθολικό νόμο. Επομένως, η ηθική πηγάζει μέσα από το πνεύμα του υποκειμένου και όχι από κάποιο αντικειμενικά κανονιστικό πλαίσιο.
Ο συνακόλουθος ηθικός σχετικισμός, στην υπηρεσία της νιτσεϊκής μα καθ’ όλα δυτικής “θελήσεως για δύναμη”, ήταν μία αναγκαία και επαρκής συνθήκη για την ανάπτυξη των ολοκληρωτισμών που, στο κυνήγι του “εσχάτου σκοπού”, άφησαν οπίσω τους δεκάδες αν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια δολοφονημένων τον 20ο αιώνα. Ακόμη και στο “Αγών μου”, ο Χίτλερ εκτυλίσσει έναν πομπωδώς θεληματικό μυστικισμό, καθώς ο ίδιος πίστευε ότι ενσάρκωνε το πεπρωμένο και αισθανόταν εκλεκτός της “θείας πρόνοιας”, όπως έγραφε, δηλαδή του εγελιανού Πνεύματος. Όταν στην ιστορία δεν επεμβαίνει ο ίδιος ο θεός, τότε την μοίρα της την αναλαμβάνουν οι “εκλεκτοί αντιπρόσωποί” του. Οι Γερμανοί ιδεαλιστές, επιπλέον της ακινάτειας, διέθεταν και την παγανιστική κληρονομιά του Βόταν, του θεού της πάλης, της καταιγίδος και της κυριαρχίας, ήγουν ενός αρχετύπου του υπερέχοντος υποκειμένου. Μολοντούτο, βεβαίως, ο ολοκληρωτισμός του εσχάτου σκοπού του Πνεύματος διέπνευσε όλες τις νεωτερικές ουτοπικές ιδεολογίες, και μαρξιστικές και φιλελεύθερες.
Γ. Μετα-νεωτερικότητα
Μετά το δράμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά δεδομένα ετέθησαν υπό αμφισβήτηση, ιδίως στον τομέα της ψυχολογίας που μας ενδιαφέρει άμεσα. Προηγουμένως, ο Freud και οι κατοπινοί διορθωτές του είχαν ήδη επανανακαλύψει το ανεξέλεγκτο υπόγειο του Εγώ, το λεγόμενο “ασυνείδητο”. Η φαινομενολογία του Husserl ομίλησε για πρώτη φορά στην δυτική φιλοσοφία για συνάντηση του εαυτού με τον άλλον, αλλά αυτή η συνάντηση -κατά έναν εκ νέου ακινάτειο τρόπο- συνέβαινε “αποκλειστικά μέσα στον εγωτικό ορίζοντα” του υποκειμένου. Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει ότι Εγώ φαντασιώνομαι μη πραγματικές σχέσεις με τον άλλον, φοβούμενος να συσχετισθώ πραγματικά και αμοιβαία μαζί του. Εάν ο άλλος το επιθυμεί, τέτοιες σχέσεις μπορεί να είναι πραγματικές μόνον για εκείνον, αλλά Εγώ εξακολουθώ να τον αγαπώ με ασφάλεια και μηδαμινό κίνδυνο ματαιώσεως αποκλειστικά εντός μου και με κριτήρια που ορίζω Εγώ. Η σχέση, λοιπόν, παρέμεινε υποκειμενική (ψευδ;)αίσθηση για τον δυτικό. Η δυτική ψυχολογία, ωσάν να πάσχει εγγενώς από αυτόν, αδυνατεί να λύσει το αίνιγμα του ναρκισσισμού. Η απότομη άρση του προκαλεί βραχυπρόθεσμα κατάθλιψη και η παραμονή του, μακροπρόθεσμα, επίσης κατάθλιψη. Και όλα αυτά ενώ -και μάλλον διότι- παραγνωρίζει το ορθόδοξο υπόδειγμα της αμοιβαία αυθεντικής σχέσεως.
Στην μετα-μετανεωτερικότητα, ο ναρκισσικός υποκειμενισμός και ο παρεπόμενος ηθικός σχετικισμός του δυτικού -και νυν παγκοσμιοποιημένου- υποκειμένου τον οδήγησε στην απώλεια κάθε πηγής και νοήματος για την ζωή και την ιστορία. Ο αρχαίος Έλλην ασπαζόταν την υπερβατική αρχή του Λόγου της φύσεως, ο Χριστιανός την υπερβατική αρχή της Βίβλου. Ο μετανεωτερικός, όμως, δεν αρχίζει από πουθενά και, συνεπώς, δεν καταλήγει πουθενά. Από καιρού εις καιρόν, ενδέχεται να πιστεύει και σε κάτι, αρκεί αυτό να μην απαιτεί καμία υποχρέωση και συμμόρφωση της επιθυμίας. Παραδόξως, όσο πιο περίκλειστο είναι το Εγώ του, τόσο ευκολότερα διαχέεται κι εν τέλει εκμηδενίζεται. Κάπως έτσι λοιπόν, εισερχόμεθα στην ολιστικά ρευστή εποχή του “βελούδινου ολοκληρωτισμού”, κατά την οποία τα υποκείμενα εκχωρούν πανηγυρικά την Ελευθερία τους, ως προσώπων και πολιτικώς δρώντων, σε ένα τεχνοκρατικό και τεχνολογικοκρατικό υπερσύστημα, προκειμένου να διατηρήσουν την ωσεί διαφημιστικώς σχεδιασθείσα “ελευθερία” των να διαχέονται απερίσπαστοι στις πολιτικώς ακίνδυνες και κοινωνικώς επικίνδυνες ηδονές αυτού του “θαυμαστού νέου κόσμου”, όπως θα έλεγε ο Aldous Huxley.
Ο βελούδινος ολοκληρωτισμός, ως ο διάδοχος της μετανεωτερικής συγχύσεως, αποτελεί ένα περίπλοκο φαινόμενο ως προς τις αιτίες, τους μηχανισμούς κατισχύσεως και τις προοπτικές του, το οποίο ελάχιστοι τολμούν να θίξουν. Ο π.Νικόλαος Λουδοβίκος τον ορίζει σε 24 παραγράφους, με την οξυδέρκεια ενός μεγάλου και φωτισμένου φιλοσόφου των καιρών μας.
1) Η ιστορία διεξάγεται μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση ως συλλογικού χαρακτήρος ναρκισσισμός των ατόμων που συγκροτούν την κοινωνία. Πρόκειται περί νομίμου αθροίσεως ναρκισσισμών.
2) Χάριν των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως και άλλων τεχνολογιών, το υποκείμενο ζει φαντασιωτικά σε μία εικονική πραγματικότητα. Κατ’ επέκταση, οι σχέσεις και ο διϋποκειμενικός διάλογος έχουν επίσης φαντασιωτικό χαρακτήρα. Ο πραγματικός κόσμος γίνεται μισητός ενώπιον του ηδονιστικά κατασκευασμένου φαντασιωτικού.
3) Το υποκείμενο επιλέγει à la carte από την παράδοση τα στοιχεία που του αρέσουν και το συμφέρουν.
4) Η γλώσσα καθίσταται νομιναλιστική, αποσυνδεόμενη από οιαδήποτε οντολογία των πραγμάτων. Οι λέξεις και οι φράσεις καταντούν πολύσημες, αντιμεταθέσιμες και ασαφείς.
5) Ελέω μιας κουλτούρας αενάου αυτοδικαιώσεως, το υποκείμενο ντρέπεται, αντιμετωπίζει κρίσεις απώλειας αυτοεκτιμήσεως και νιώθει γελοίο και ανάπηρο, εάν δεν είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να δείχνει στους πάντες ότι έχει πάντα δίκιο.
6) Ως εκ τούτου, η ευγνωμοσύνη εκλαμβάνεται ως ένα αίσθημα κατωτερότητος και τείνει να υποβαθμιστεί ή να αποβληθεί.
7) Εκδηλώνεται υπερ-ναρκισσική οργή απέναντι σε κάθε πιθανό υπονομευτή της φαντασιωτικής τελειότητος.
8) Η επιθυμία του υποκειμένου για σκοπό και νόημα στην ζωή απορροφάται από μία αόριστη επιθυμία, που μεγεθύνεται ακατάσχετα και πολυδιασπάται, σε μία προσπάθεια να κατάσχει ολόκληρο τον κόσμο των όντων και των πραγμάτων. Ουδεμία υποψία εκφράζεται για την πιθανότητα αυτή η αδηφάγος επιθυμία να αδυνατίζει το υποκείμενο. Αντιθέτως, θεωρείται απόδειξη πληρότητος και ισχύος.
9) Ο διαφημιστικός εκμαυλισμός του παντοκράτορος καπιταλισμού επιβάλλει την άποψη ότι αυθεντικός είναι αυτός που καταναλώνει και όχι αυτός που παράγει. Οι πλασματικές ανάγκες του υποκειμένου πολλαπλασιάζονται τεχνητά και εκθετικά.
10) Το σώμα, ως όχημα της πολλαπλής επιθυμίας, γίνεται ένα φαντασιωτικό σώμα της διαφημίσεως και του lifestyle, ενώ το συναίσθημα καθηλώνεται στην αυτο-προσήλωση.
11) Το υποκείμενο αυτο-συγχωρείται αλλά δεν συν-χωρεί, διότι η συγχώρηση υπονομεύει την ναρκισσική ψευδο-παντοδυναμία.
12) Αυτή η ψευδο-παντοδυναμία βιώνεται ως δραπέτευση από την πραγματικότητα και συνεχής αναζήτηση ενός καινούριου εαυτού, υπό την προϋπόθεση να μην βρεθεί ποτέ ο πραγματικός εαυτός.
13) Ο ναρκισσισμός τοιαύτης συνεχούς αναζητήσεως δεν αφήνει στο υποκείμενο περιθώρια ενασχολήσεως με τα πολιτικά πράγματα. Το υποκείμενο εκφράζει τυφλή, αδιερώτητη -και στα μάτια του αυτονόητη- πίστη και εμπιστοσύνη στο σύστημα, τοπικό και παγκόσμιο, καθότι αυτό πραγματώνει ψευδο-χιλιαστικά την πάντοτε συνεχιζόμενη “πρόοδο”. Παραλλήλως, το ερώτημα για τον σκοπό της Ιστορίας σχεδόν καταργείται.
14) Το σύστημα, σε ομοφωνία με τα μετανεωτερικά υποκείμενα, ευαγγελίζεται ένα ουδετερόθρησκο κράτος δίχως μεταφυσικές και κοσμοθεωρητικές βλέψεις. Συγχρόνως, παρατηρείται μία αδυναμία να διατυπωθούν τα εξής ερωτήματα: Το ουδετερόθρησκο κράτος συνεπάγεται θρησκευτική ελευθερία ή απαγόρευσή αυτής στον δημόσιο χώρο; Ποιος και με ποια κριτήρια ορίζει τις υποχρεωτικά αποδεκτές αξίες στον δημόσιο χώρο;
15) Εκφράζεται τυφλή πίστη στην δυτική “δημοκρατία” ως ταυτόσημη με το κομματικό κράτος, χωρίς να συνειδητοποιούνται οι τρόποι με τους οποίους αυτό το κράτος αγνοεί και παραπλανεί τους πολίτες, ενώ παγιδεύει -ενίοτε σχεδόν φανερά- την βούλησή τους.
16) Ενθαρρύνεται ο εφηρμοσμένος μηδενισμός ως πλήρης αδιαφορία για οποιαδήποτε αντικειμενική αξιολογία.
17) Το ευφορικό lifestyle αρνείται τον πόνο και τον θάνατο, ως είδος απαγορευμένης ιδιωτικής τραγωδίας, της οποίας η απειλή πρέπει να απωθείται από το υποκείμενο. Μέσα στο φαντασιωτικό του αερόστατο, το άτομο παύει να αισθάνεται θνητό. Δεν εννοεί κανέναν ηρωισμό ή αυτοθυσία και η ανιδιοτελής αλληλεγγύη του λιγοστεύει ολοένα και περισσότερο.
18) Η ευτυχία επανερμηνεύεται ως κατάσταση αντίθετη του αρχαίου μέτρου και της χριστιανικής αρετής, σημαίνουσα την δυνατότητα απελευθερώσεως από τα αυτά.
19) Οι υποκειμενικές ερμηνευτικές της Ψυχολογίας υποκαθιστούν κάθε είδος αντικειμενικής θεωρίας της αλήθειας.
20) Απορρίπτεται κάθε ταυτότητα που δεν είναι διηνεκώς μεταβαλλόμενη. Οι εθνικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές διαφορές πρέπει καταναγκαστικά να αμβλυνθούν. Η ετερότητα νοείται όχι ως προϋπόθεση για ειλικρινή διάλογο, αλλά ως κίνδυνος.
21) Απορρίπτονται ασυζητητί οι έμφυλες και βιολογικές ταυτότητες, καθώς και πάσα ανθρωπολογική οντολογία.
22) Όποιος διαφωνεί με τα παραπάνω αντιμετωπίζεται ωσεί ψυχασθενής. Ουδεμία επανάσταση στην ιστορία πέτυχε μεγαλύτερη και πιο αυτονόητη συμμόρφωση, ελεύθερη και ταυτόχρονα ανελεύθερη, βελούδινη και ταυτόχρονα ατσάλινη, ιδιωτικότατη και ταυτόχρονα δημόσια, άκρως επιθυμητή και ταυτόχρονα ακραίως επιβαλλόμενη. Το μοναδικό δόγμα του βελούδινου ολοκληρωτισμού είναι η νομιμοποίηση της ελευθερίας χωρίς σοφία και η απαγόρευση της ελευθερίας με σοφία. Η σοφία ως πηγή κανονιστικών πλαισίων πρέπει να καταργηθεί, ιδίως η σοφία του Θεού.
23) Το ιστορικό παρόν εσχατολογικοποιείται, επειδή έχει λύσει το μυστήριο του μέλλοντος. Η πίστη στο μέλλον σταδιακώς υποχωρεί ενώπιον ενός ενδο-παροντικού ψευδο-χιλιασμού της δίχως σοφία ελευθερίας και η παλαιά ουτοπία της προόδου εξαλλάσσεται σε καθημερινή ευτυχή νομή και απόλαυση του ήδη σχεδόν τελείου κόσμου.
24) Ο Θεός γίνεται αποδεκτός μόνον όταν καλείται να υπηρετήσει και να υποταχθεί στα παραπάνω κριτήρια. Η Βασιλεία Του καλείται να ενσωματωθεί στον κόσμο τούτο, στον “παράδεισο” του βελούδινου ολοκληρωτισμού, ο οποίος στην πραγματικότητα έχει οικοδομηθεί πάνω σε μία κόλαση.
Επίλογος
Η Δύση διέρχεται μία πρωτοφανή κρίση ταυτότητος, νοήματος και σκοπού, όπως και η Ελλάδα, που προσεδέθη στο πολιτιστικό της άρμα και υποδέχεται τις φάσεις της με κάποια χρονοκαθυστέρηση, παρ’ όλα τα συμπλέγματα ενοχής που της έχουν καλλιεργήσει ορισμένοι δογματικοί “εκσυγχρονιστές”. Ο π.Νικόλαος Λουδοβίκος ομιλεί περί ενός ενιαίου “ελληνο-δυτικού” πλέον πολιτισμού, ο οποίος, καλώς ή κακώς, μοιράζεται την ίδια μετοχή ή αποξένωση από την αρχαία Ελλάδα και τον Χριστιανισμό, την ίδια γλώσσα και τα ίδια προβλήματα. Η μοναδική προοπτική σωτηρίας του, η οποία αντιπροτείνεται στο βιβλίο, εναπόκειται στην επανανακάλυψη της ορθοδόξου θεωρήσεως της διαλογικής κοινωνίας προσώπων και, κατ’ επέκταση, του κόσμου και της ιστορίας. Ο Θεός αναμένει την πρόσκλησή μας για να διανοίξει την κλειστή ιστορία. Και ο π.Νικόλαος εμφανίζεται αισιόδοξος. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον δυτικών για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και άλλους πατέρες, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση από μερικούς του υπαρξιακού των τέλματος, κομίζει ελπίδα και αισιοδοξία.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/31507?fbclid=IwAR3LtHzAhfXt4RCgujj_ULwjklJUVdy3BSmBFHzgqo_5UxEEyb9u3FfdCIo
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.