Σημείωση του μεταφραστή: Ο όρος meditation στα αγγλικά θα μπορούσε να περιγραφεί ως “Ησυχία του νού και άνοιγμα σε κάτι άλλο”. Δηλαδή είναι μια ευρεία έννοια που συμπεριλαμβάνει την ησυχαστική παράδοση όλων των θρησκειών (Χριστιανισμού, Βουδισμού, Ινδουισμού, Μουσουλμανισμού και Ιουδαϊσμού). Στα ελληνικά δυστυχώς δεν υπάρχει τέτοια λέξη και συνήθως μεταφράζεται ως διαλογισμός. Επειδή όμως η λέξη διαλογισμός χρησιμοποιείται κυρίως για τις ανατολικές θρησκείες, θεωρώ τον όρο “ησυχασμό” καλύτερη μετάφραση. Έτσι, στο παρακάτω κείμενο, το meditation μεταφράζεται ως “ησυχασμός” (ή προσευχή εν σιωπή), χωρίς να αναφέρεται αποκλειστικά στην ησυχία του νού στα πλαίσια της Χριστιανικής παράδοσης. Η συνέντευξη πάρθηκε στα πλαίσια διαθρησκειακού συνεδρίου για τον ησυχασμό (meditation) και βρίσκεται εδώ.
Δημοσιογράφος: Σήμερα μιλάω με τον Jim Finley, συγγραφέα των βιβλίων “Το παλάτι του πουθενά του Merton” και ένα βιβλίο πάνω στην Χριστιανική ησυχαστική προσευχή “Βιώνοντας την παρουσία του Θεού”. Ο Jim έχει πτυχία από τα πανεπιστήμια του Acron, του κολεγίου του αγ. Ιωάννη και του θεολογικού σεμιναρίου. Είναι σύζυγος, πατέρας, συγγραφέας και ψυχοθεραπευτής. Με το “Sounds True”, ο Jim έχει δημιουργήσει μια σειρά ηχογραφήσεων πάνω στη “Ζωντανή σοφία” του Meister Eckhart όπως και μια σειρά πάνω στον Χριστιανικό ησυχασμό. Jim, σ’ ευχαριστούμε που συμμετάσχεις μαζί μας στο σεμινάριο ησυχασμού.
James Finley: Ευχαριστώ που με έχετε μαζί σας.
Δημοσιογράφος: Ας ξεκινήσουμε με το ερώτημα του ησυχασμού στην Χριστιανική παράδοση. Νομίζω πως για πολλούς ανθρώπους αυτό είναι μια καινούρια ιδέα. Τι σημαίνει για σένα να ασκείς τον ησυχασμό ως Χριστιανός;
JF: Ναι, η δική μου κατανόηση του Χριστιανικού ησυχασμού προέρχεται από αυτά που έμαθα στο μοναστήρι, μετά την αποφοίτησή μου από το λύκειο. Μπήκα στο μοναστήρι της Γεσθημανής στο Kentucky. Είχα διαβάσει τα βιβλία του Thomas Merton που με είχαν ελκύσει βαθιά. Πήγα εκεί για να ζήσω αυτή τη ζωή και έλαβα καθοδήγηση από αυτόν. Μέσω του Merton, έμαθα τη διδασκαλία των Χριστιανών μυστικών πάνω στη ησυχαστική προσευχή, ως μια μέθοδο να έρθω σε αυτήν την βαθιά εμπειρία της ενότητας του Θεού με μας και με την ίδια τη ζωή. Οπότε προέρχομαι από αυτήν την μοναστική, ησυχαστική, μυστική παράδοση της χριστιανικής παράδοσης που έχει αφετηρία από τους πατέρες και τις μητέρες της ερήμου του 2ου και 3ου αιώνα, τους μυστικούς του μεσαίωνα, τον Φραγκίσκο της Ασίζης, τον Claire, τον Ιωάννη του σταυρού, τον Echart μέχρι τον Merton.
Δημοσιογράφος: Μπορείς να μοιραστείς μαζί μας ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χριστιανικού ησυχασμού σε σχέση με άλλες προσεγγίσεις ησυχασμού που είναι πιο γνωστοί, επίγνωση του χώρου, Βουδιστικό διαλογισμό κτλ.
JF: Θα έλεγα ότι η άσκηση του ησυχασμού είναι παγκόσμια. Δηλαδή σε όλες τις θρησκείες του κόσμου βρίσκει κανείς παραδόσεις και οδηγίες ησυχασμού. Και αυτό σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Υπάρχει ο ησυχασμός της περισυλλογής, όπου κανείς αναστοχάται πάνω σε ιερά κείμενα. Κι υπάρχουν επίσης παραδόσεις όπου ο ησυχασμός οδηγεί σε καταστάσεις ενότητας με το Θείο, πέρα από όλες τις σκέψεις και όλες τις αναπαραστάσεις. Οπότε κάθε θρησκευτική παράδοση αντλεί από την συγκεκριμένη ιστορική και πολιτιστική της γλώσσα για να εκφράσει την κατάσταση του ησυχασμού. Οπότε οι Βουδιστές θα αναφέρονται σε αυτήν ως τις τέσσερεις ιερές οδούς του Βούδα ή τον οκταπλό μονοπάτι. Οι ινδουιστές, στη Γιόγκα, το Νάμαστε (…). Στον ιουδαϊσμό θα ήταν η Καμπάλα και την μυστική κατανόηση του Τόρα. Οπότε στον χριστιανικό ησυχασμό έχουμε την χριστιανική ορολογία για αυτήν τη οικουμενική δυνατότητα του ανθρώπινου πνεύματος του να βιώσει την άπειρη ενότητα με το άπειρο Μυστήριο του Θείου. Οπότε αυτό στο οποίο διαφέρει είναι πως χρησιμοποιεί την χριστιανική γλώσσα για να εκφράσει αυτήν την οικουμενική εμπειρία.
Δημοσιογράφος: Μπορείς να μας δώσεις μια αίσθηση της άσκησης που θα κάνουμε, ίσως μια σύντομη περιγραφή;
JF: Ναι, να αναφερθώ κατευθείαν σε αυτήν την γεύση. Αυτό μου με βοηθά εμένα (και το βρίσκουμε σε κείμενα του Thomas Merton, και την ησυχαστική βιβλιογραφία) είναι το να μας καλέσει να θυμηθούμε στιγμές που έχουμε μια φευγαλέα αίσθηση ένωσης με τον Θεό, ένωσης με τη Ζωή. Υπάρχουν στιγμές που βρισκόμαστε στη φύση, όπου ξαγρυπνούμε τη νύχτα ακούγοντας τη βροχή ή μυρίζουμε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο ή νιώθουμε την οικειότητα με αγαπημένο πρόσωπο, ή είμαστε μόνοι μας χωρίς εθιστικές διασπάσεις, ή σε μια παύση που κάνουμε ανάμεσα σε δυο στίχους ενός ποιήματος. Μπορεί να έρθει σε μια γέννηση, έναν θάνατο, ή θλίψη, ή χαρά. Κάποιες φορές είναι σα να βρίσκουμε ένα δρόμο προς ένα ξέφωτο όπου έχουμε μια ανεξήγητη, βαθιά επίγνωση ότι τίποτα δεν λείπει από πουθενά. Ότι ο φόβος δεν έχει θεμέλια. Και λες “Τι χαζός που ήμουν να ανησυχώ”. Κι αυτό κάποιες φορές μπορεί να είναι πολύ έντονο, ενώ άλλες πολύ ανεπαίσθητο. Τη στιγμή που συμβαίνει, είναι τόσο βαθιά αίσθηση, τόσο αυταπόδεικτη που δεν μπορείς να την αμφισβητήσεις. Αλλά έχει και τόσο βάθος που δεν μπορείς να την κατανοήσεις. Ο Thomas Merton είχε πει πως τα σημαντικότερα πράγματα είναι αυτά που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό μας. Και πρέπει να πιστέψουμε πως είναι αληθινά, γιατί αλλιώς θα τρελαθούμε. Κι ο Dem Walsh που δίδασκε φιλοσοφία στο μοναστήρι έλεγε πως “Γνωρίζω ότι το ξέρω. Το δυστύχημα είναι πως μόνο εγώ γνωρίζω ότι το ξέρω. Και τι είναι αυτό που ξέρω; Ότι στην ώρα που η ψυχή μου ήταν σαν παιδί, η καρδιά μου δεν με εξαπάτησε. Και έχω άμεση προσωπική εμπειρία ότι ο Θεός είναι κοντύτερα σε μένα απ’ ότι είμαι εγώ στον εαυτό μου.” Ή για να το διατυπώσω αλλιώς, είναι η στιγμή που διαπιστώνω ότι, ενώ δεν είμαι ο Θεός, δεν είμαι ούτε κάτι ξεχωριστό από τον Θεό. Ότι ενώ δεν είμαι ένας από σας, δεν είμαι ούτε κάτι ξεχωριστό από σας. Ότι ενώ δεν είμαι η γη, δεν είμαι ούτε κάτι ξεχωριστό τη γη.
Αυτές οι εμπειρίες έρχονται και φεύγουν. Νομίζω πως όλοι τις έχουμε περιστασιακά. Αλλά στις καρδιές κάποιων ανθρώπων γεννάται ο πόθος για την καθημερινή και διαρκή βίωση του βάθους αυτού που μάς άγγιξε φευγαλέα. Και νιώθω ότι στην πιο παιδική στιγμή μου, έχω αναπαυτεί μέσα στην μέθεξη Αυτού χωρίς τον οποίο η ζωή μου θα μείνει για πάντα ανολοκλήρωτη. Κι όμως εγώ, με τις πεπερασμένες δυνάμεις μου, είμαι ανήμπορος να φτάσω αυτήν την ενότητα, γιατί είναι άπειρη. Επομένως τι μπορώ να κάνω;.. Είναι αυτός ο πόθος που οδηγεί στο να γίνει κανείς αναζητητής και ακολουθεί το αρχαίο μονοπάτι αναζητώντας την Επίγνωση. Αυτό είναι το δίλημμα: Νιώθω μέσα στην καρδιά μου μια επιθυμία που δεν καταλαβαίνω για μια ενότητα που δεν καταλαβαίνω. Αλλά ξέρω ότι είναι αληθινή γιατί την έχω γευτεί ο ίδιος. Και πού μπορώ να βρω αξιόπιστη καθοδήγηση για να εκπληρώσω αυτόν τον πόθο; Εδώ ανακαλύπτουμε με ενθουσιασμό ότι υπάρχουν μυστικοί (πατέρες και μητέρες). Γιατί οι μεγάλοι μυστικοί είναι μάρτυρες του ότι είναι εφικτό το να ζεις σε αυτήν την διαρκή Θεόσδοτη κατάσταση ενότητας με τον Θεό σε κάθε αναπνοή και σε κάθε χτύπο της καρδιάς. Και οι μυστικοί δάσκαλοι προσφέρουν αξιόπιστη καθοδήγηση κι εστιάζουν την προσοχή μας στον ιδιαίτερα άμεσο τρόπο να ασκήσουμε τον ησυχασμό.
Το δίλημμα προκύπτει από την επιτακτική επιθυμία της αφυπνισμένης καρδιάς μου: Πώς μπορώ να εκπληρώσω τον πόθο για την άπειρη ένωση με το άπειρο που ξύπνησε μέσα μου; Αφού είναι τόσο ξεκάθαρο ότι εγώ με τις πεπερασμένες δυνάμεις μου είμαι ανήμπορος να βυθιστώ στο άπειρο. Αλλά με ενθαρρύνει το ότι γνωρίζω πως παρότι είμαι ανήμπορος να βυθιστώ το άπειρο, το άπειρο με βυθίζει μέσα του, μέσα στην αδυναμία μου. Αυτό μου συμβαίνει μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου ή κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος ή ακροαζόμενος την βροχή. Υπάρχουν κάποιες ευτυχείς συγκυρίες όπου με πλημμυρίζει κάτι που υπερβαίνει την δυνατότητά μου να το κατέχω. Και μετά εξαχνώνεται. Οπότε αναρωτιέμαι: Πώς μπορώ να κατευθυνθώ προς μια καθημερινή εγκατοίκηση στην ψυχή μου αυτής της επίγνωσης του βάθους που είδα φευγαλέα; Πώς μπορώ να το κάνω αυτό καθημερινότητά μου, ώστε να γίνει το μόνιμο υπόβαθρο μέσα από το οποίο βιώνω κάθε εμπειρία μου; Δεν μπορώ να το κατακτήσω με τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το εκβιάσω (αφού το μόνο που μπορεί να κατέχει το εγώ είναι το εγώ). Αλλά αυτή είναι η μεγάλη συνειδητοποίηση: Ενώ είναι αλήθεια πως δεν μπορώ να το κατέχω, μπορώ να καλλιεργήσω την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση ώστε να με πλημμυρίσει αυτό που δεν μπορώ να κατέχω. Οι εραστές δεν μπορούν να κατέχουν τις στιγμές της ενότητάς τους. Αλλά μαζί μπορούν να να καλλιεργήσουν την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση ώστε να πλημμυριστούν από αυτήν την ενότητα που θα τους γεμίζει σε ό,τι κι αν κάνουν στην κοινή τους ζωή. Ο ποιητής δεν μπορεί να καθορίζει το δώρο της ποίησης. Αλλά μπορεί να υιοθετήσει την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση στην ποιητική έμπνευση που αναβλύζει σαν δώρο σε κάθε ποιητή. Αυτοί που έχουν αφοσιωθεί στη θεραπεία δεν μπορούν να την πραγματοποιήσουν. Αλλά μπορούν να υιοθετήσουν την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση στο δώρο της θεραπείας.
Όλες οι μεταμορφωτικές πράξεις χαρακτηρίζονται από αυτήν την ησυχαστική τέχνη. Αυτό που επιδιώκουμε είναι στην ουσία του παθητικό, με την έννοια ότι δεν είναι δικό μας ενέργημα αλλά το λαμβάνουμε ως δώρο. Αλλά είναι επίσης ενεργητικό, μα είναι παράδοξο ενέργημα. Είναι η τέχνη του να αντιστέκεσαι όσο μπορείς λιγότερο σε αυτό που δεν μπορείς να κατέχεις. Σε αυτό αποσκοπεί η άσκηση. Η άσκηση του ησυχασμού είναι το να μαθαίνουμε να τελειοποιήσουμε αυτήν την τέχνη. Και το να αφεθούμε στο να μας τελειοποιήσει αυτή η τέχνη. Και επανερχόμενος στους μυστικούς, θέλω να μοιραστώ μια μέθοδο που βρίσκω βοηθητική. Στα κείμενα των μυστικών πατέρων και μητέρων βρίσκεις απλές κατευθυντήριες γραμμές για τον άνθρωπο που έχει βρεθεί σε αυτήν την παράδοξη, μυστήρια κατάσταση στη ζωή του. Κι αυτή είναι η ουσία, νομίζω, του ησυχασμού στην Χριστιανική παράδοση.
Αυτές οι εμπειρίες έρχονται και φεύγουν. Νομίζω πως όλοι τις έχουμε περιστασιακά. Αλλά στις καρδιές κάποιων ανθρώπων γεννάται ο πόθος για την καθημερινή και διαρκή βίωση του βάθους αυτού που μάς άγγιξε φευγαλέα. Και νιώθω ότι στην πιο παιδική στιγμή μου, έχω αναπαυτεί μέσα στην μέθεξη Αυτού χωρίς τον οποίο η ζωή μου θα μείνει για πάντα ανολοκλήρωτη. Κι όμως εγώ, με τις πεπερασμένες δυνάμεις μου, είμαι ανήμπορος να φτάσω αυτήν την ενότητα, γιατί είναι άπειρη. Επομένως τι μπορώ να κάνω;.. Είναι αυτός ο πόθος που οδηγεί στο να γίνει κανείς αναζητητής και ακολουθεί το αρχαίο μονοπάτι αναζητώντας την Επίγνωση. Αυτό είναι το δίλημμα: Νιώθω μέσα στην καρδιά μου μια επιθυμία που δεν καταλαβαίνω για μια ενότητα που δεν καταλαβαίνω. Αλλά ξέρω ότι είναι αληθινή γιατί την έχω γευτεί ο ίδιος. Και πού μπορώ να βρω αξιόπιστη καθοδήγηση για να εκπληρώσω αυτόν τον πόθο; Εδώ ανακαλύπτουμε με ενθουσιασμό ότι υπάρχουν μυστικοί (πατέρες και μητέρες). Γιατί οι μεγάλοι μυστικοί είναι μάρτυρες του ότι είναι εφικτό το να ζεις σε αυτήν την διαρκή Θεόσδοτη κατάσταση ενότητας με τον Θεό σε κάθε αναπνοή και σε κάθε χτύπο της καρδιάς. Και οι μυστικοί δάσκαλοι προσφέρουν αξιόπιστη καθοδήγηση κι εστιάζουν την προσοχή μας στον ιδιαίτερα άμεσο τρόπο να ασκήσουμε τον ησυχασμό.
Το δίλημμα προκύπτει από την επιτακτική επιθυμία της αφυπνισμένης καρδιάς μου: Πώς μπορώ να εκπληρώσω τον πόθο για την άπειρη ένωση με το άπειρο που ξύπνησε μέσα μου; Αφού είναι τόσο ξεκάθαρο ότι εγώ με τις πεπερασμένες δυνάμεις μου είμαι ανήμπορος να βυθιστώ στο άπειρο. Αλλά με ενθαρρύνει το ότι γνωρίζω πως παρότι είμαι ανήμπορος να βυθιστώ το άπειρο, το άπειρο με βυθίζει μέσα του, μέσα στην αδυναμία μου. Αυτό μου συμβαίνει μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου ή κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος ή ακροαζόμενος την βροχή. Υπάρχουν κάποιες ευτυχείς συγκυρίες όπου με πλημμυρίζει κάτι που υπερβαίνει την δυνατότητά μου να το κατέχω. Και μετά εξαχνώνεται. Οπότε αναρωτιέμαι: Πώς μπορώ να κατευθυνθώ προς μια καθημερινή εγκατοίκηση στην ψυχή μου αυτής της επίγνωσης του βάθους που είδα φευγαλέα; Πώς μπορώ να το κάνω αυτό καθημερινότητά μου, ώστε να γίνει το μόνιμο υπόβαθρο μέσα από το οποίο βιώνω κάθε εμπειρία μου; Δεν μπορώ να το κατακτήσω με τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το εκβιάσω (αφού το μόνο που μπορεί να κατέχει το εγώ είναι το εγώ). Αλλά αυτή είναι η μεγάλη συνειδητοποίηση: Ενώ είναι αλήθεια πως δεν μπορώ να το κατέχω, μπορώ να καλλιεργήσω την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση ώστε να με πλημμυρίσει αυτό που δεν μπορώ να κατέχω. Οι εραστές δεν μπορούν να κατέχουν τις στιγμές της ενότητάς τους. Αλλά μαζί μπορούν να να καλλιεργήσουν την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση ώστε να πλημμυριστούν από αυτήν την ενότητα που θα τους γεμίζει σε ό,τι κι αν κάνουν στην κοινή τους ζωή. Ο ποιητής δεν μπορεί να καθορίζει το δώρο της ποίησης. Αλλά μπορεί να υιοθετήσει την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση στην ποιητική έμπνευση που αναβλύζει σαν δώρο σε κάθε ποιητή. Αυτοί που έχουν αφοσιωθεί στη θεραπεία δεν μπορούν να την πραγματοποιήσουν. Αλλά μπορούν να υιοθετήσουν την εσωτερική στάση που προκαλεί την ελάχιστη δυνατή αντίσταση στο δώρο της θεραπείας.
Όλες οι μεταμορφωτικές πράξεις χαρακτηρίζονται από αυτήν την ησυχαστική τέχνη. Αυτό που επιδιώκουμε είναι στην ουσία του παθητικό, με την έννοια ότι δεν είναι δικό μας ενέργημα αλλά το λαμβάνουμε ως δώρο. Αλλά είναι επίσης ενεργητικό, μα είναι παράδοξο ενέργημα. Είναι η τέχνη του να αντιστέκεσαι όσο μπορείς λιγότερο σε αυτό που δεν μπορείς να κατέχεις. Σε αυτό αποσκοπεί η άσκηση. Η άσκηση του ησυχασμού είναι το να μαθαίνουμε να τελειοποιήσουμε αυτήν την τέχνη. Και το να αφεθούμε στο να μας τελειοποιήσει αυτή η τέχνη. Και επανερχόμενος στους μυστικούς, θέλω να μοιραστώ μια μέθοδο που βρίσκω βοηθητική. Στα κείμενα των μυστικών πατέρων και μητέρων βρίσκεις απλές κατευθυντήριες γραμμές για τον άνθρωπο που έχει βρεθεί σε αυτήν την παράδοξη, μυστήρια κατάσταση στη ζωή του. Κι αυτή είναι η ουσία, νομίζω, του ησυχασμού στην Χριστιανική παράδοση.
Δημοσιογράφος: Όμορφο. Αλλά ας συνεχίσουμε. Θέλω να μάθω περισσότερο εμπειρικά πώς επιτυγχάνω αυτή τη στάση της ελάχιστης αντίστασης.
JF: Ακριβώς. Γιατί όταν ο αναζητητής τα ακούει αυτά, κάτι συντονίζεται μέσα του, κάτι του φαίνεται γνώριμο. Οπότε το ερώτημα για τον αναζητητή είναι πώς περνάω από την θεωρητική συζήτηση στην καθοδήγηση προς την ίδια την εμπειρία; Κάθε μυστικός έχει τις δικές του παραλλαγές αλλά στην ουσία όλοι φέρουν την ίδια ποιότητα. Θα σου περιγράψω τη διαδικασία. Ο Thomas Merton έλεγε ότι με τον Θεό αρκεί λίγη ειλικρίνεια για να σε πάει πολύ μακριά. Και ουσία της άσκησης είναι η ειλικρίνεια. Οπότε καθόμαστε σε ένα ήσυχο μέρος όπου δεν υπάρχει καμία ατζέντα πέρα από το να δοθούμε αγαπητικά στην απέραντη Αγάπη που μας δίνεται σε κάθε αναπνοή και σε κάθε χτύπο καρδιάς. Οπότε δεν υπάρχει τίποτα σαν αίτημα πέρα από την αγάπη. Είναι κρίσιμη η ειλικρίνεια και η αγνότητα αυτής της πρόθεσης. Και ξεκινάμε με το σώμα. Γιατί αυτή η πράξη ελάχιστης αντίστασης απέναντι στο να μας κατακλύσει το Άπειρο ξεκινά από το σώμα.
Οπότε οι προτάσεις είναι:
1) Πρώτον να καθόμαστε ακίνητοι. Γιατί καθήμενοι ακίνητοι με το σώμα μαθαίνουμε να είμαστε ακίνητοι και στο νου. Η εσωτερική διάσταση της άσκησης είναι το να είμαστε ακίνητοι με όλη μας την καρδιά. Και καθόμαστε καρδιακά ακίνητοι για να βιώσουμε το γεγονός ότι, μέσα σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει κάποιο μέρος όπου πρέπει να πάμε. Ότι αυτό που αναζητώ είναι σαν μια κρυφή οδός που διαπερνά τα κατάβαθα του σώματός μου και του σύμπαντος. Ξέρω ότι είναι αληθινή γιατί την έχω ζήσει σε στιγμές που είχα μια αφυπνιστική εμπειρία της. Οπότε τα πάντα που ψάχνω βρίσκονται εδώ. Δεν υπάρχει κάπου που πρέπει να πάω, οπότε κάθομαι ακίνητος. Επίσης, μένω ακίνητος γιατί αυτή η ακινησία είναι η ακινησία ενός θανάτου. Είναι ο θάνατος και του τελευταίου ίχνους της ασφάλειας, του τελευταίου ίχνους της αναζήτησης ταυτότητας σε οτιδήποτε μικρότερο ή οτιδήποτε διαφορετικό από την άπειρη ένωση με την άπειρη Αγάπη. Οπότε υπάρχει μια ριζική, ταπεινή, σπλαχνική ειλικρίνεια που ενσαρκώνεται μέσα στην Ακινησία.
Στέκομαι ίσια. Συνήθως, στην κατάσταση της συνείδησης στην οποία ταυτιζόμαστε με το “εγώ”, όταν είμαστε σε επαγρύπνηση είμαστε και σε ένταση.
(Σημείωση του μεταφραστή: Ο Finely με τη λέξη “εγώ” εννοεί το ψυχολογικό εγώ. Ο βαθύτερος εαυτός, κατά τον Finley, δεν είναι το ψυχολογικό εγώ, αλλά o Εαυτός που γεννάται αδιάκοπα στην ύπαρξη από την αγάπη του Θεού, όπως το νερό που αναβλύζει αδιάκοπα από μια πηγή. Το ψυχολογικό εγώ κατά τον Finley, ωστόσο, δεν είναι ούτε κάτι που πρέπει να εκμηδενίσουμε. Είναι κομμάτι του όλου ανθρώπου που, όμως, γίνεται είδωλο όταν δεν έχουμε την επίγνωση του βαθύτερου Εαυτού και νομίζουμε ότι εαυτός είναι μόνο το ψυχολογικό εγώ. Ίσως με τον “βαθύτερο Εαυτό” αναφέρεται σε αυτό που λέει ο γέροντας Σωφρόνιος “Ανακαλύπτω και βλέπω ότι Εγώ Ειμί”. Όσο αγνοούμε τον βαθύτερο Εαυτό που εκπηγάζει από τον Θεό και είναι ένα με τον Θεό, ζούμε στην επιφάνεια, αγνοώντας το βάθος αυτού που πραγματικά είμαστε. Ουσιαστικά ζούμε μέσα σε σκιές και οδηγούμαστε στον θάνατο, γιατί αγνοούμε την πηγή της Ζωής).
Και όταν χαλαρώνουμε τείνουμε να μας παίρνει ο ύπνος. Εδώ όμως προσπαθούμε να είμαστε σε πλήρη επαγρύπνηση και ταυτόχρονα σε πλήρη χαλάρωση. Και να μια εικόνα που με βοηθά να το περιγράψω αυτό: Φαντάσου μια μητέρα να κρατά το νεογέννητο βρέφος της τη νύχτα. Και το μωρό κλαίει συνέχεια. Κι επιτέλους παίρνει ο ύπνος το μωρό. Η μητέρα παίρνει μέσα το μωρό, το ακουμπά στο κρεβάτι και τραβά απαλά το χέρι της κάτω από το σώμα του μωρού, προσέχοντας ευλαβικά να μην το ξυπνήσει. Τώρα, καμιά φορά όταν συντονίζω συναντήσεις ησυχασμού κοιτάζω τις σειρές των ανθρώπων που προσεύχονται εν σιωπή και (ειδικά αν κάνει ζέστη και είναι μετά το φαγητό), τους βλέπεις να γέρνουν, να πάει να τους πάρει ο ύπνος και μετά να πετάγονται ξαφνικά για να ξυπνήσουν. Όταν λοιπόν έχω επίγνωση ότι πάω να γείρω στη διάρκεια της άσκησης, επαναφέρω το σώμα μου στην όρθια στάση με την ίδια απαλή ευαισθησία που η μητέρα γλιστρά το χέρι της κάτω από το παιδί της. Γιατί μια συναρπαστική ανακάλυψη είναι ότι ο Θεός είναι η απειρότητα αυτής της ευαισθησίας. Για πολύ καιρό νομίζω πως ψάχνω για κάτι, σα να περιμένω να συμβεί κάτι. Αυτό που με εκπλήσσει είναι η βαθιά οικειότητα που μου χαρίζεται σε κάτι τόσο απλό όσο η εγκάρδια ειλικρίνεια με την οποία ανακτώ την όρθια στάση μου. Ότι ο Θεός είναι η απειρότητα αυτής της κίνησης. Ότι ο Θεός “ενσαρκώνεται” με την ζεστασιά αυτής της κίνησης. Γι’ αυτόν το λόγο στέκομαι όρθιος.
2) Κλείνω τα μάτια μου ή χαμηλώνω το βλέμμα μου προς το πάτωμα. Σε μερικούς έρχεται πιο φυσικό να κλείνουν τα μάτια. Σε άλλους έρχονται εικόνες όταν κλείνουν τα μάτια κι αυτό τους διασπά. Οπότε τους βοηθά περισσότερο να έχουν το βλέμμα χαμηλωμένο ή να αγναντεύουν ένα θρησκευτικό σύμβολο. Στη χριστιανική παράδοση θα ήταν ένας σταυρός ή μια εικόνα ή ένα λουλούδι. Αυτή είναι η πράξη της ενατένισης. Ο Χριστός είπε “Έχετε μάτια για να βλέπετε, αλλά δεν βλέπετε”. Τι εννοεί; Ότι δεν αναγνωρίζω τον Θεό σε κάθε τι που βλέπω. Δεν διακρίνω την Θεϊκή πνοή σε οτιδήποτε κι αν βλέπω. Οπότε όταν χαμηλώνω τα μάτια μου στο πάτωμα, προσεύχομαι με το βλέμμα μου. Αν κοιτάζω τις παλάμες των χεριών μου που είναι ακουμπισμένα στα πόδια μου καθώς κάθομαι, το κάνω γνωρίζοντας ότι είναι δυνατό να διακρίνω, να συνειδητοποιήσω ότι ο Θεός είναι η απειρότητα της χειροπιαστής αμεσότητας του μυστηρίου των χεριών μου.
3) Η επόμενη πρόταση είναι να έχεις τα χέρια σου να ξεκουράζονται σε μια άνετη θέση στην αγκαλιά σου. Μερικοί έχουν τα χέρια σε μια στάση που σηματοδοτεί κάτι (όπως σε κάποιες παραδόσεις όπως το Moutra). Κάποιοι διπλώνουν τα χέρια τους στο στήθος τους ή άλλοι σε στάση προσευχής, κάποιοι ακουμπούν τα χέρια τους στα πόδια τους με τις παλάμες προς τα πάνω (κάτι που εκφράζει την ανοιχτότητα στον Θεό). Η ουσία είναι να έχεις τα χέρια σου σε μια ξεκούραστη θέση γιατί βρίσκεσαι σε “Σάββατο”. Δηλαδή η άσκηση της προσευχής δεν είναι κάτι που καταφέρνει κανείς με “ανθρώπινα χέρια” (δηλ. με ανθρώπινη ενέργεια). Είναι μεν αλήθεια πως αν δεν το αναζητώ με όλη μου την καρδιά, μπορεί να μη μου συμβεί. Αλλά είναι επίσης αλήθεια πως αν μου συμβεί, δεν θα είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου. Γιατί δεν είναι αποτέλεσμα καμιάς ενέργειας. Αναδύεται ανεξήγητα κι αποκλειστικά ως δώρο. Είναι λοιπόν μια παράξενη δραστηριότητα. Μια μεγαλειώδης δραστηριότητα δεκτικής αναμονής. Οπότε τα χέρια μου που ξεκουράζονται στην αγκαλιά μου “ενσαρκώνουν” αυτήν την άσκηση.
4) Και μετά είναι η αναπνοή. Είχα κάποτε ένα σημείωμα στο γραφείο μου “Μη ξεχνάς να εισπνέεις και να εκπνέεις”. H συνειδητοποίηση είναι πως μας διαφεύγει η άπειρη Ενότητα μου μας δωρίζεται σε κάθε αναπνοή και κάθε χτύπο καρδιάς. Οπότε ακούω στην αναπνοή μου τον Θεό να δίνει στον Αδάμ τη Πνοή της ζωής. Αυτή τη στιγμή, με την εισπνοή ο Θεός φυσά μέσα μου αυτό το δώρο του Πνεύματος, ο Θεός μου δίνεται ως η θεϊκή κλίση, χωρίς την οποία είμαι τίποτα. Κι όταν εκπνέω, εκπνέω τον εαυτό μου στην αγάπη. Δίνω τον εαυτό μου εν αγάπη στην Αγάπη η οποία μου χαρίζεται σε κάθε εισπνοή. Και σε αυτήν την αμοιβαιότητα που “ενσαρκώνεται” στην αναπνοή, εκδηλώνεται η στάση της αδιάλειπτης δεκτικότητας μιας καρδιάς που προβάλλει την ελάχιστη δυνατή αντίσταση. Οπότε η στάση του σώματος καθοδηγεί τη στάση του νου. Η οδηγία για τον νου είναι να είναι ανοιχτός, παρόν και ξύπνιος, χωρίς να προσκολλάται σε τίποτα αλλά ούτε να απορρίπτει τίποτα.
5) Υπάρχει και η κατευθυντήρια γραμμή να καθόμαστε έτσι για 20-30 λεπτά. Όταν καθόμαστε έτσι με διαρκή εγρήγορση, περνάμε σε ένα βαθύτερο, πιο εσωτερικό επίπεδο συνειδητότητας από το επίπεδο με το οποίο ξεκινήσαμε την άσκηση. Αυτό το επίπεδο συνειδητότητας έχει πρόσβαση (και σε αυτό έχουν πρόσβαση) ποιοτικά βαθύτερες εσωτερικές διαστάσεις. Οπότε η ουσία της άσκηση δεν είναι η μέθοδος. Είναι αυτό που μου συμβαίνει όταν κάθομαι με όλη μου την καρδιά σε αυτήν την διαρκή στάση. Εγώ το βιώνω σα να πέφτω ανάσκελα σε αργή κίνηση. Είναι μια σιωπηλή κάθοδος που με χειροπιαστή αμεσότητα σου δίνει πρόσβαση σε μια ποιοτικά βαθύτερη κι εσωτρικότερη συνειδητότητα. Κι αυτή η πρόσβαση στην εσωτρικότερη συνειδητότητα σου χαρίζεται ως δώρο την ώρα που κάθεσαι. Και μπορεί να διαιστανθώ ότι τα βάθη στα οποία κατεβαίνω με οδηγούν στην απύθμενη άβυσσο του Θεού.
(Σημείωση του μεταφραστή: Ο Finely θέλει να ελευθερώσει το υποσυνείδητό μας από την αντίληψη του Θεού ως αρσενικού, γιατί αυτό δημιουργεί ανθρωπομορφικά είδωλα στην αντίληψή μας για το Θείο. Θέλει να τονίσει ότι ο Θεός είναι απείρως πέρα από το αρσενικό και το θηλυκό, αλλά και ότι είναι η απόλυτη πηγή τόσο του αρσενικού όσο και του θηλυκού. Γι’αυτό αναφέρεται περίπου τις μισές φορές στον Θεό χρησιμοποιώντας θηλυκό γένος, όπως στην επόμενη πρόταση).
Και δακρύζω καθώς η Θεά μου χαρίζεται ολοκληρωτικά με βιωματική αμεσότητα, την ώρα που κάθομαι με αυτόν τον τρόπο. Κι αυτή είναι η μυστική εμπειρία.
Λοιπόν όσον αφορά στο νου, σκοπός είναι η ελάχιστη δυνατή αντίσταση στο ανοιχτούμε σε αυτήν την Ενότητα. Ο νους είναι ανοιχτός, παρόν και ξύπνιος, χωρίς να προσκολλάται σε τίποτα αλλά ούτε να απορρίπτει τίποτα. Οπότε ας πούμε ότι εγείρεται μια σκέψη κατά τη διάρκεια της ησυχαστικής προσευχής. Δεν προσπαθώ να σταματήσω τις σκέψεις, γιατί αυτό θα ήταν προσπάθεια του “εγώ” να προσπαθεί να μου επιβληθεί. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι για τις σκέψεις. Αλλά κάνω ένα βήμα πίσω. Οταν εγείρεται μια σκέψη την παρατηρώ, την αφήνω να εγερθεί, να εκδηλωθεί και να περάσει. Κι όταν εγείρεται ένα συναίσθημα (μια θλίψη, μια γλυκύτητα, μια σύγχυση, ό,τι και να είναι) το αφήνω να εγερθεί, να εκδηλωθεί και να περάσει. Το ίδιο και με τις σωματικές αισθήσεις κι οτιδήποτε εγείρεται στο νου μου. Όλά εκδηλώνονται και φεύγουν. Κι ότι και να εγερθεί, όσο ευχάριστο κι αν είναι, δεν προσκολλώμαι σε αυτό γιατί είναι απείρως μικρότερο από αυτό που ψάχνω. Ομοίως, όσο οδυνηρό κι αν είναι, δεν το απορρίπτω, δεν το απωθώ. Έχω την ίδια στάση σε οτιδήποτε κι αν έρχεται στο νου: Σέβομαι ευλαβικά το πέρασμά του όπως σέβομαι το πέρασμα της μέρας ή και της ζωής μου. Όλα αυτά έρχονται, “εγείρονται” και φεύγουν. Κι έρχεται η καταπληκτική συνειδητοποίηση ότι ο Θεός είναι η απειρότητα αυτού του ερχομού, ότι είναι η απειρότητα αυτής της έγερσης κι η απειρότητα αυτής της φυγής. Οπότε αυτή είναι η άσκηση του νου. Κι αυτό χρειάζεται μεγάλη υπομονή. Νομίζω ότι πρέπει να κληθούμε να την κάνουμε, είναι τόσο ανεπαίσθητη… Είναι η στάση της ελάχιστης αντίστασης σε αυτό που υπερβαίνει τη σκέψη. Γι’ αυτό έχουμε επίγνωση των σκέψεων χωρίς να εστιάζουμε σε αυτές.
6) Η τελευταία κατευθυντήρια γραμμή είναι η συμπόνια. Γιατί έτσι καθώς προσπαθούμε να μην προσκολλόμαστε σε τίποτα αλλά ούτε να απορρίπτουμε τίποτα, πιάνουμε τον εαυτό μας να προσκολλάται στα πάντα και να απορρίπτει τα πάντα. Συμπόνια είναι η τρυφερή καρδιακή αγάπη προς τον εαυτό μας καθώς συνειδητοποιούμε ότι δεν τα καταφέρνουμε. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι πως δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το επίπεδο. Είμαστε βουτηγμένοι στο μυαλό μας. Ανακαλύπτουμε πόσο αδέξιοι κι ανίδεοι είμαστε για να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό είναι το κλειδί: Αν δεν δείξουμε συμπόνια, διαιωνίζουμε μια βία προς το κομμάτι μας που έχει ανάγκη την αγάπη περισσότερο απ’ όλα. Το κομμάτι μας που δεν ξέρει πώς να το κάνει αυτό και μπαίνει στη διαδικασία με μισή καρδιά. Μαθαίνουμε δηλαδή να μην διαιωνίζουμε τη βία με έναν ψόγο προς στον εαυτό μας που δεν καταφέραμε να πλησιάσουμε την ησυχαστική προσευχή. Και για τον ίδιο λόγο, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Γιατί είναι πολύτιμος παρά την αδεξιότητα και την ανημπόρια του. Και τότε, ανακαλύπτω στην ησυχαστική προσευχή την πηγή όλης της βίας του κόσμου στην ίδια μου την καρδιά. Κι ανακαλύπτω επίσης την επούλωση αυτής της βίας στην καρδιά μου. Συνοψίζοντας, δεν εγκαταλείπω ούτε επιτίθεμαι στο ιερό κομμάτι (μέσα μου, στους άλλους ανθρώπους και στον κόσμο) αυτού που είναι αποπροσανατολισμένο και θρυμματισμένο. Συμπόνια, συμπόνια… Αυτή είναι η άσκηση.
Τώρα, αυτό που βοηθά εμένα είναι η παράδοση του να χρησιμοποιώ μια λέξη ή φράση. Το βρίσκει κανείς αυτό στην προσευχή του Ιησού, την Φιλοκαλία, τον “Δρόμο του προσκυνητή”, στο “Το σύννεφο της αγνωσίας”. Βρίσκεις μια λέξη που σε αγγίζει, που συντονίζεται με την καρδιά σου. Κι η φράση που αγγίζει εμένα είναι το “Σ’αγαπώ”. Οπότε ας υποθέσουμε ότι κάθομαι. Όταν εισπνέω ακούω το σιωπηρό “Σ’αγαπώ” του Θεού που εισάγει με την αναπνοή μέσα μου το δώρο της ίδιας μου της ζωής, εισπνέω την γενναιοδωρία του Θεού (αφού είμαι τίποτα χωρίς τον Θεό). Κι όταν εκπνέω, εκπνέω το σιωπηρό μου “Σ’αγαπώ” δίνοντας τον εαυτό μου εν αγάπη στην Αγάπη που θα μου χαριστεί με την επόμενη εισπνοή. Κι ας υποθέσουμε ότι όσο κάθομαι έτσι συνειδητοποιώ ότι έχω έναν πόνο στο σώμα μου, πχ στο πόδι μου. Οπότε όταν εισπνέω, εισπνέω την αγάπη του Θεού ολόκληρος, μαζί με τον πόνο μου. Κι όταν εκπνέω δίνω τον εαυτό μου μαζί με τον πόνο μου στην Αγάπη μου με αγαπά μαζί με τον πόνο μου.
Ομοίως, ας υποθέσουμε πως είμαι θλιμμένος για κάτι που συνέβη. Όταν εισπνέω, εισπνέω την αγάπη του Θεού με το σύνολο της ύπαρξής μου, δηλαδή μαζί με τη θλίψη μου. Κι όταν εκπνέω δίνω τον εαυτό μου μαζί με τη θλίψη μου στην Αγάπη μου με αγαπά μαζί με τη θλίψη μου. Το ίδιο με τη σύγχυση, το ίδιο με την απογοήτευση, το ίδιο με την αίσθηση ότι δεν προχωράς στη ζωή σου, το ίδιο με οτιδήποτε. Και σιγά-σιγά αρχίζω σταδιακά να βιώνω από προσωπική εμπειρία την έλλειψη ουσίας σε οτιδήποτε εκτός από την Αγάπη. Ότι μόνο η Αγάπη είναι πραγματική. Ότι μόνο η Αγάπη έχει υπόσταση, δηλαδή ότι είναι η βαθύτερη πραγματικότητα των βοτσάλων και των δέντρων και των αστεριών και του να σηκώνεσαι όρθιος και του να κάθεσαι. Αυτή η συνειδητοποίηση της άμεσης, χειροπιαστής πνοής του Θεού μέσα σε κάθε τι που υπάρχει είναι η μυστική εμπειρία. Και μπορώ σταδιακά να αρχίσω βιώνω με αυτόν το μυστικό τρόπο την κάθε εμπειρία. Κι όταν ολοκληρώνω την άσκησή μου, μπορώ να ζητήσω από τον Θεό τη Χάρη να μην χάσω την εμπειρία αυτής της επίγνωσης. Έτσι ώστε όταν σηκωθώ να έχω μια ενορατική διαίσθηση της Θεόσδοτης παρουσίας του Χάρης σε αυτήν την κίνηση. Κι αν συναντήσω κάποιον στον διάδρομο θα έχω μια ενορατική διαίσθηση της Θεόσδοτης παρουσίας της Χάρης στην απλή κουβέντα που θα έχω με αυτόν τον άνθρωπο. Και σιγά-σιγά μπορώ να εξοικειωθώ με αυτήν την ενοποιητική κατάσταση. Στο τέλος όλη μου η ζωή γίνεται μια ησυχαστική άσκηση. Σταδιακά έχω ενσωματώσει αυτήν την άσκηση ώστε να λειτουργεί διαρκώς σαν υπόβαθρο σε οτιδήποτε κι αν βιώνω. Και τότε γίνεται κανείς μια επουλωτική παρουσία μέσα στο οδυνηρό χάος του κόσμου. Αυτοί είναι οι καρποί της άσκησης που είναι η κατά Χριστόν συνείδηση.
Οπότε οι προτάσεις είναι:
1) Πρώτον να καθόμαστε ακίνητοι. Γιατί καθήμενοι ακίνητοι με το σώμα μαθαίνουμε να είμαστε ακίνητοι και στο νου. Η εσωτερική διάσταση της άσκησης είναι το να είμαστε ακίνητοι με όλη μας την καρδιά. Και καθόμαστε καρδιακά ακίνητοι για να βιώσουμε το γεγονός ότι, μέσα σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει κάποιο μέρος όπου πρέπει να πάμε. Ότι αυτό που αναζητώ είναι σαν μια κρυφή οδός που διαπερνά τα κατάβαθα του σώματός μου και του σύμπαντος. Ξέρω ότι είναι αληθινή γιατί την έχω ζήσει σε στιγμές που είχα μια αφυπνιστική εμπειρία της. Οπότε τα πάντα που ψάχνω βρίσκονται εδώ. Δεν υπάρχει κάπου που πρέπει να πάω, οπότε κάθομαι ακίνητος. Επίσης, μένω ακίνητος γιατί αυτή η ακινησία είναι η ακινησία ενός θανάτου. Είναι ο θάνατος και του τελευταίου ίχνους της ασφάλειας, του τελευταίου ίχνους της αναζήτησης ταυτότητας σε οτιδήποτε μικρότερο ή οτιδήποτε διαφορετικό από την άπειρη ένωση με την άπειρη Αγάπη. Οπότε υπάρχει μια ριζική, ταπεινή, σπλαχνική ειλικρίνεια που ενσαρκώνεται μέσα στην Ακινησία.
Στέκομαι ίσια. Συνήθως, στην κατάσταση της συνείδησης στην οποία ταυτιζόμαστε με το “εγώ”, όταν είμαστε σε επαγρύπνηση είμαστε και σε ένταση.
(Σημείωση του μεταφραστή: Ο Finely με τη λέξη “εγώ” εννοεί το ψυχολογικό εγώ. Ο βαθύτερος εαυτός, κατά τον Finley, δεν είναι το ψυχολογικό εγώ, αλλά o Εαυτός που γεννάται αδιάκοπα στην ύπαρξη από την αγάπη του Θεού, όπως το νερό που αναβλύζει αδιάκοπα από μια πηγή. Το ψυχολογικό εγώ κατά τον Finley, ωστόσο, δεν είναι ούτε κάτι που πρέπει να εκμηδενίσουμε. Είναι κομμάτι του όλου ανθρώπου που, όμως, γίνεται είδωλο όταν δεν έχουμε την επίγνωση του βαθύτερου Εαυτού και νομίζουμε ότι εαυτός είναι μόνο το ψυχολογικό εγώ. Ίσως με τον “βαθύτερο Εαυτό” αναφέρεται σε αυτό που λέει ο γέροντας Σωφρόνιος “Ανακαλύπτω και βλέπω ότι Εγώ Ειμί”. Όσο αγνοούμε τον βαθύτερο Εαυτό που εκπηγάζει από τον Θεό και είναι ένα με τον Θεό, ζούμε στην επιφάνεια, αγνοώντας το βάθος αυτού που πραγματικά είμαστε. Ουσιαστικά ζούμε μέσα σε σκιές και οδηγούμαστε στον θάνατο, γιατί αγνοούμε την πηγή της Ζωής).
Και όταν χαλαρώνουμε τείνουμε να μας παίρνει ο ύπνος. Εδώ όμως προσπαθούμε να είμαστε σε πλήρη επαγρύπνηση και ταυτόχρονα σε πλήρη χαλάρωση. Και να μια εικόνα που με βοηθά να το περιγράψω αυτό: Φαντάσου μια μητέρα να κρατά το νεογέννητο βρέφος της τη νύχτα. Και το μωρό κλαίει συνέχεια. Κι επιτέλους παίρνει ο ύπνος το μωρό. Η μητέρα παίρνει μέσα το μωρό, το ακουμπά στο κρεβάτι και τραβά απαλά το χέρι της κάτω από το σώμα του μωρού, προσέχοντας ευλαβικά να μην το ξυπνήσει. Τώρα, καμιά φορά όταν συντονίζω συναντήσεις ησυχασμού κοιτάζω τις σειρές των ανθρώπων που προσεύχονται εν σιωπή και (ειδικά αν κάνει ζέστη και είναι μετά το φαγητό), τους βλέπεις να γέρνουν, να πάει να τους πάρει ο ύπνος και μετά να πετάγονται ξαφνικά για να ξυπνήσουν. Όταν λοιπόν έχω επίγνωση ότι πάω να γείρω στη διάρκεια της άσκησης, επαναφέρω το σώμα μου στην όρθια στάση με την ίδια απαλή ευαισθησία που η μητέρα γλιστρά το χέρι της κάτω από το παιδί της. Γιατί μια συναρπαστική ανακάλυψη είναι ότι ο Θεός είναι η απειρότητα αυτής της ευαισθησίας. Για πολύ καιρό νομίζω πως ψάχνω για κάτι, σα να περιμένω να συμβεί κάτι. Αυτό που με εκπλήσσει είναι η βαθιά οικειότητα που μου χαρίζεται σε κάτι τόσο απλό όσο η εγκάρδια ειλικρίνεια με την οποία ανακτώ την όρθια στάση μου. Ότι ο Θεός είναι η απειρότητα αυτής της κίνησης. Ότι ο Θεός “ενσαρκώνεται” με την ζεστασιά αυτής της κίνησης. Γι’ αυτόν το λόγο στέκομαι όρθιος.
2) Κλείνω τα μάτια μου ή χαμηλώνω το βλέμμα μου προς το πάτωμα. Σε μερικούς έρχεται πιο φυσικό να κλείνουν τα μάτια. Σε άλλους έρχονται εικόνες όταν κλείνουν τα μάτια κι αυτό τους διασπά. Οπότε τους βοηθά περισσότερο να έχουν το βλέμμα χαμηλωμένο ή να αγναντεύουν ένα θρησκευτικό σύμβολο. Στη χριστιανική παράδοση θα ήταν ένας σταυρός ή μια εικόνα ή ένα λουλούδι. Αυτή είναι η πράξη της ενατένισης. Ο Χριστός είπε “Έχετε μάτια για να βλέπετε, αλλά δεν βλέπετε”. Τι εννοεί; Ότι δεν αναγνωρίζω τον Θεό σε κάθε τι που βλέπω. Δεν διακρίνω την Θεϊκή πνοή σε οτιδήποτε κι αν βλέπω. Οπότε όταν χαμηλώνω τα μάτια μου στο πάτωμα, προσεύχομαι με το βλέμμα μου. Αν κοιτάζω τις παλάμες των χεριών μου που είναι ακουμπισμένα στα πόδια μου καθώς κάθομαι, το κάνω γνωρίζοντας ότι είναι δυνατό να διακρίνω, να συνειδητοποιήσω ότι ο Θεός είναι η απειρότητα της χειροπιαστής αμεσότητας του μυστηρίου των χεριών μου.
3) Η επόμενη πρόταση είναι να έχεις τα χέρια σου να ξεκουράζονται σε μια άνετη θέση στην αγκαλιά σου. Μερικοί έχουν τα χέρια σε μια στάση που σηματοδοτεί κάτι (όπως σε κάποιες παραδόσεις όπως το Moutra). Κάποιοι διπλώνουν τα χέρια τους στο στήθος τους ή άλλοι σε στάση προσευχής, κάποιοι ακουμπούν τα χέρια τους στα πόδια τους με τις παλάμες προς τα πάνω (κάτι που εκφράζει την ανοιχτότητα στον Θεό). Η ουσία είναι να έχεις τα χέρια σου σε μια ξεκούραστη θέση γιατί βρίσκεσαι σε “Σάββατο”. Δηλαδή η άσκηση της προσευχής δεν είναι κάτι που καταφέρνει κανείς με “ανθρώπινα χέρια” (δηλ. με ανθρώπινη ενέργεια). Είναι μεν αλήθεια πως αν δεν το αναζητώ με όλη μου την καρδιά, μπορεί να μη μου συμβεί. Αλλά είναι επίσης αλήθεια πως αν μου συμβεί, δεν θα είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου. Γιατί δεν είναι αποτέλεσμα καμιάς ενέργειας. Αναδύεται ανεξήγητα κι αποκλειστικά ως δώρο. Είναι λοιπόν μια παράξενη δραστηριότητα. Μια μεγαλειώδης δραστηριότητα δεκτικής αναμονής. Οπότε τα χέρια μου που ξεκουράζονται στην αγκαλιά μου “ενσαρκώνουν” αυτήν την άσκηση.
4) Και μετά είναι η αναπνοή. Είχα κάποτε ένα σημείωμα στο γραφείο μου “Μη ξεχνάς να εισπνέεις και να εκπνέεις”. H συνειδητοποίηση είναι πως μας διαφεύγει η άπειρη Ενότητα μου μας δωρίζεται σε κάθε αναπνοή και κάθε χτύπο καρδιάς. Οπότε ακούω στην αναπνοή μου τον Θεό να δίνει στον Αδάμ τη Πνοή της ζωής. Αυτή τη στιγμή, με την εισπνοή ο Θεός φυσά μέσα μου αυτό το δώρο του Πνεύματος, ο Θεός μου δίνεται ως η θεϊκή κλίση, χωρίς την οποία είμαι τίποτα. Κι όταν εκπνέω, εκπνέω τον εαυτό μου στην αγάπη. Δίνω τον εαυτό μου εν αγάπη στην Αγάπη η οποία μου χαρίζεται σε κάθε εισπνοή. Και σε αυτήν την αμοιβαιότητα που “ενσαρκώνεται” στην αναπνοή, εκδηλώνεται η στάση της αδιάλειπτης δεκτικότητας μιας καρδιάς που προβάλλει την ελάχιστη δυνατή αντίσταση. Οπότε η στάση του σώματος καθοδηγεί τη στάση του νου. Η οδηγία για τον νου είναι να είναι ανοιχτός, παρόν και ξύπνιος, χωρίς να προσκολλάται σε τίποτα αλλά ούτε να απορρίπτει τίποτα.
5) Υπάρχει και η κατευθυντήρια γραμμή να καθόμαστε έτσι για 20-30 λεπτά. Όταν καθόμαστε έτσι με διαρκή εγρήγορση, περνάμε σε ένα βαθύτερο, πιο εσωτερικό επίπεδο συνειδητότητας από το επίπεδο με το οποίο ξεκινήσαμε την άσκηση. Αυτό το επίπεδο συνειδητότητας έχει πρόσβαση (και σε αυτό έχουν πρόσβαση) ποιοτικά βαθύτερες εσωτερικές διαστάσεις. Οπότε η ουσία της άσκηση δεν είναι η μέθοδος. Είναι αυτό που μου συμβαίνει όταν κάθομαι με όλη μου την καρδιά σε αυτήν την διαρκή στάση. Εγώ το βιώνω σα να πέφτω ανάσκελα σε αργή κίνηση. Είναι μια σιωπηλή κάθοδος που με χειροπιαστή αμεσότητα σου δίνει πρόσβαση σε μια ποιοτικά βαθύτερη κι εσωτρικότερη συνειδητότητα. Κι αυτή η πρόσβαση στην εσωτρικότερη συνειδητότητα σου χαρίζεται ως δώρο την ώρα που κάθεσαι. Και μπορεί να διαιστανθώ ότι τα βάθη στα οποία κατεβαίνω με οδηγούν στην απύθμενη άβυσσο του Θεού.
(Σημείωση του μεταφραστή: Ο Finely θέλει να ελευθερώσει το υποσυνείδητό μας από την αντίληψη του Θεού ως αρσενικού, γιατί αυτό δημιουργεί ανθρωπομορφικά είδωλα στην αντίληψή μας για το Θείο. Θέλει να τονίσει ότι ο Θεός είναι απείρως πέρα από το αρσενικό και το θηλυκό, αλλά και ότι είναι η απόλυτη πηγή τόσο του αρσενικού όσο και του θηλυκού. Γι’αυτό αναφέρεται περίπου τις μισές φορές στον Θεό χρησιμοποιώντας θηλυκό γένος, όπως στην επόμενη πρόταση).
Και δακρύζω καθώς η Θεά μου χαρίζεται ολοκληρωτικά με βιωματική αμεσότητα, την ώρα που κάθομαι με αυτόν τον τρόπο. Κι αυτή είναι η μυστική εμπειρία.
Λοιπόν όσον αφορά στο νου, σκοπός είναι η ελάχιστη δυνατή αντίσταση στο ανοιχτούμε σε αυτήν την Ενότητα. Ο νους είναι ανοιχτός, παρόν και ξύπνιος, χωρίς να προσκολλάται σε τίποτα αλλά ούτε να απορρίπτει τίποτα. Οπότε ας πούμε ότι εγείρεται μια σκέψη κατά τη διάρκεια της ησυχαστικής προσευχής. Δεν προσπαθώ να σταματήσω τις σκέψεις, γιατί αυτό θα ήταν προσπάθεια του “εγώ” να προσπαθεί να μου επιβληθεί. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι για τις σκέψεις. Αλλά κάνω ένα βήμα πίσω. Οταν εγείρεται μια σκέψη την παρατηρώ, την αφήνω να εγερθεί, να εκδηλωθεί και να περάσει. Κι όταν εγείρεται ένα συναίσθημα (μια θλίψη, μια γλυκύτητα, μια σύγχυση, ό,τι και να είναι) το αφήνω να εγερθεί, να εκδηλωθεί και να περάσει. Το ίδιο και με τις σωματικές αισθήσεις κι οτιδήποτε εγείρεται στο νου μου. Όλά εκδηλώνονται και φεύγουν. Κι ότι και να εγερθεί, όσο ευχάριστο κι αν είναι, δεν προσκολλώμαι σε αυτό γιατί είναι απείρως μικρότερο από αυτό που ψάχνω. Ομοίως, όσο οδυνηρό κι αν είναι, δεν το απορρίπτω, δεν το απωθώ. Έχω την ίδια στάση σε οτιδήποτε κι αν έρχεται στο νου: Σέβομαι ευλαβικά το πέρασμά του όπως σέβομαι το πέρασμα της μέρας ή και της ζωής μου. Όλα αυτά έρχονται, “εγείρονται” και φεύγουν. Κι έρχεται η καταπληκτική συνειδητοποίηση ότι ο Θεός είναι η απειρότητα αυτού του ερχομού, ότι είναι η απειρότητα αυτής της έγερσης κι η απειρότητα αυτής της φυγής. Οπότε αυτή είναι η άσκηση του νου. Κι αυτό χρειάζεται μεγάλη υπομονή. Νομίζω ότι πρέπει να κληθούμε να την κάνουμε, είναι τόσο ανεπαίσθητη… Είναι η στάση της ελάχιστης αντίστασης σε αυτό που υπερβαίνει τη σκέψη. Γι’ αυτό έχουμε επίγνωση των σκέψεων χωρίς να εστιάζουμε σε αυτές.
6) Η τελευταία κατευθυντήρια γραμμή είναι η συμπόνια. Γιατί έτσι καθώς προσπαθούμε να μην προσκολλόμαστε σε τίποτα αλλά ούτε να απορρίπτουμε τίποτα, πιάνουμε τον εαυτό μας να προσκολλάται στα πάντα και να απορρίπτει τα πάντα. Συμπόνια είναι η τρυφερή καρδιακή αγάπη προς τον εαυτό μας καθώς συνειδητοποιούμε ότι δεν τα καταφέρνουμε. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι πως δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το επίπεδο. Είμαστε βουτηγμένοι στο μυαλό μας. Ανακαλύπτουμε πόσο αδέξιοι κι ανίδεοι είμαστε για να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό είναι το κλειδί: Αν δεν δείξουμε συμπόνια, διαιωνίζουμε μια βία προς το κομμάτι μας που έχει ανάγκη την αγάπη περισσότερο απ’ όλα. Το κομμάτι μας που δεν ξέρει πώς να το κάνει αυτό και μπαίνει στη διαδικασία με μισή καρδιά. Μαθαίνουμε δηλαδή να μην διαιωνίζουμε τη βία με έναν ψόγο προς στον εαυτό μας που δεν καταφέραμε να πλησιάσουμε την ησυχαστική προσευχή. Και για τον ίδιο λόγο, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Γιατί είναι πολύτιμος παρά την αδεξιότητα και την ανημπόρια του. Και τότε, ανακαλύπτω στην ησυχαστική προσευχή την πηγή όλης της βίας του κόσμου στην ίδια μου την καρδιά. Κι ανακαλύπτω επίσης την επούλωση αυτής της βίας στην καρδιά μου. Συνοψίζοντας, δεν εγκαταλείπω ούτε επιτίθεμαι στο ιερό κομμάτι (μέσα μου, στους άλλους ανθρώπους και στον κόσμο) αυτού που είναι αποπροσανατολισμένο και θρυμματισμένο. Συμπόνια, συμπόνια… Αυτή είναι η άσκηση.
Τώρα, αυτό που βοηθά εμένα είναι η παράδοση του να χρησιμοποιώ μια λέξη ή φράση. Το βρίσκει κανείς αυτό στην προσευχή του Ιησού, την Φιλοκαλία, τον “Δρόμο του προσκυνητή”, στο “Το σύννεφο της αγνωσίας”. Βρίσκεις μια λέξη που σε αγγίζει, που συντονίζεται με την καρδιά σου. Κι η φράση που αγγίζει εμένα είναι το “Σ’αγαπώ”. Οπότε ας υποθέσουμε ότι κάθομαι. Όταν εισπνέω ακούω το σιωπηρό “Σ’αγαπώ” του Θεού που εισάγει με την αναπνοή μέσα μου το δώρο της ίδιας μου της ζωής, εισπνέω την γενναιοδωρία του Θεού (αφού είμαι τίποτα χωρίς τον Θεό). Κι όταν εκπνέω, εκπνέω το σιωπηρό μου “Σ’αγαπώ” δίνοντας τον εαυτό μου εν αγάπη στην Αγάπη που θα μου χαριστεί με την επόμενη εισπνοή. Κι ας υποθέσουμε ότι όσο κάθομαι έτσι συνειδητοποιώ ότι έχω έναν πόνο στο σώμα μου, πχ στο πόδι μου. Οπότε όταν εισπνέω, εισπνέω την αγάπη του Θεού ολόκληρος, μαζί με τον πόνο μου. Κι όταν εκπνέω δίνω τον εαυτό μου μαζί με τον πόνο μου στην Αγάπη μου με αγαπά μαζί με τον πόνο μου.
Ομοίως, ας υποθέσουμε πως είμαι θλιμμένος για κάτι που συνέβη. Όταν εισπνέω, εισπνέω την αγάπη του Θεού με το σύνολο της ύπαρξής μου, δηλαδή μαζί με τη θλίψη μου. Κι όταν εκπνέω δίνω τον εαυτό μου μαζί με τη θλίψη μου στην Αγάπη μου με αγαπά μαζί με τη θλίψη μου. Το ίδιο με τη σύγχυση, το ίδιο με την απογοήτευση, το ίδιο με την αίσθηση ότι δεν προχωράς στη ζωή σου, το ίδιο με οτιδήποτε. Και σιγά-σιγά αρχίζω σταδιακά να βιώνω από προσωπική εμπειρία την έλλειψη ουσίας σε οτιδήποτε εκτός από την Αγάπη. Ότι μόνο η Αγάπη είναι πραγματική. Ότι μόνο η Αγάπη έχει υπόσταση, δηλαδή ότι είναι η βαθύτερη πραγματικότητα των βοτσάλων και των δέντρων και των αστεριών και του να σηκώνεσαι όρθιος και του να κάθεσαι. Αυτή η συνειδητοποίηση της άμεσης, χειροπιαστής πνοής του Θεού μέσα σε κάθε τι που υπάρχει είναι η μυστική εμπειρία. Και μπορώ σταδιακά να αρχίσω βιώνω με αυτόν το μυστικό τρόπο την κάθε εμπειρία. Κι όταν ολοκληρώνω την άσκησή μου, μπορώ να ζητήσω από τον Θεό τη Χάρη να μην χάσω την εμπειρία αυτής της επίγνωσης. Έτσι ώστε όταν σηκωθώ να έχω μια ενορατική διαίσθηση της Θεόσδοτης παρουσίας του Χάρης σε αυτήν την κίνηση. Κι αν συναντήσω κάποιον στον διάδρομο θα έχω μια ενορατική διαίσθηση της Θεόσδοτης παρουσίας της Χάρης στην απλή κουβέντα που θα έχω με αυτόν τον άνθρωπο. Και σιγά-σιγά μπορώ να εξοικειωθώ με αυτήν την ενοποιητική κατάσταση. Στο τέλος όλη μου η ζωή γίνεται μια ησυχαστική άσκηση. Σταδιακά έχω ενσωματώσει αυτήν την άσκηση ώστε να λειτουργεί διαρκώς σαν υπόβαθρο σε οτιδήποτε κι αν βιώνω. Και τότε γίνεται κανείς μια επουλωτική παρουσία μέσα στο οδυνηρό χάος του κόσμου. Αυτοί είναι οι καρποί της άσκησης που είναι η κατά Χριστόν συνείδηση.
Δημοσιογράφος: Jim, έχει ενδιαφέρον το ότι ανέφερες τη φράση “κατά Χριστόν συνείδηση” ως το αποτέλεσμα της ησυχαστικής προσευχής. Ήμουν περίεργη πώς η σχέση κάποιου ανθρώπου με τον Χριστό θεωρείται τόσο θεμελιακή στην Χριστιανοσύνη. Τι ρόλο παίζει αυτό στην προσέγγισή σου στον ησυχασμό.
JF: Nαι. Υπάρχουν πολλές παράμετροι σε αυτό. Μία παράμετρος είναι πως η Χριστιανική θεώρηση της δημιουργίας και της ποίησης της δημιουργίας είναι πως από όλη την αιωνιότητα, ο Θεός – Πατέρας – Μητέρα και Πηγή, εκφράζεται αιωνίως μέσω του Λόγου. Κι ο Θεός διαρκώς ατενίζεται μέσω του Λόγου (του δεύτερου προσώπου της αγίας Τριάδας, που γίνεται Λόγος στο πρόσωπο του ιστορικού Ιησού). Κι ο Θεός μέσω του Λόγου ατενίζει το ποιος είμαι εν Χριστώ πριν την δημιουργία του σύμπαντος. Γιατί δεν υπήρξε στιγμή που ο Θεός να μην ήξερε ποιος είμαι. Κι αυτός ο Εαυτός που ο Θεός γνωρίζει πως είμαι είναι ο αγέννητος Εαυτός, που δεν γνώρισε στιγμή ανυπαρξίας. Κι αυτός ο Εαυτός, που δεν γνώρισε στιγμή ανυπαρξίας, είναι ο Εαυτός που δεν θα πεθάνει ποτέ.
Οπότε ο Θεός με δημιουργεί πάνω στη γη δίδοντάς μου την ανθρώπινη φύση, με τη δυνατότητα, Συν Θεώ, να φανερωθεί το πρόσωπό μου. Και όταν το αναγνωρίσω μπορώ να συγκατατεθώ σε Αυτόν εν αγάπη. Αυτή η ελεύθερη συγκατάθεση είναι το να βλέπω τον εαυτό μου όπως με βλέπει ο Θεός πριν γεννηθώ, δηλαδή εν Χριστώ. Κι αυτή είναι η φύση Χριστού την οποία φέρω. H τριαδική φύση Χριστού.
Τώρα, ο ιστορικός Ιησούς (αυτός που περπάτησε στη γη ως Ιησούς της Ναζαρέτ) πέρασε νύχτες ολόκληρες προσευχόμενος, μέσα σε αυτήν την κοινωνία για την οποία συζητάμε. Και περπάτησε στη γη αναζητώντας ανθρώπους. Κι όταν γνώριζε κάποιον, τον πλησίαζε με τα βάσανά του. Κι αναγνώριζε σε όποιον συναντούσε το πόσο υποφέρει, είτε είχε λέπρα, είτε είχε πεθάνει η κόρη του, είτε ήταν πόρνη. Αναγνώριζε τα βάσανά τους. Αλλά ο Ιησούς έβλεπε ότι η ρίζα των βασάνων τους δεν ήταν η λέπρα, ή οτιδήποτε άλλο είχαν. Η ρίζα των βασάνων τους ήταν πως νόμιζαν ότι αυτό που είχαν και τους ταλαιπωρούσε αποτελούσε και την ταυτότητά τους. Ένιωθαν ότι ήταν ένα περιπλανώμενο λάθος. Ότι η ταλαιπωρία τους είχε τη δύναμη να καθορίσει το ποιοι ήταν (την ταυτότητά τους). Οπότε ο Ιησούς ενώ βλέπει τα βάσανά, βλέπει και πέρα από τα βάσανά: Βλέπει το ποιοι ήταν πριν τις απαρχές του σύμπαντος. Σα να τους λέει “Εγώ γνωρίζω ποιος πραγματικά είσαι”. Και οι άνθρωποι έβλεπαν να αντανακλάται στο πρόσωπο του Χριστού το αληθινό τους πρόσωπο που υπήρχε πριν τη γέννησή τους. Αυτό είναι η εμπειρία της σωτηρίας. Αυτή είναι η “φύση Χριστού”: Αυτή η αθάνατη ταυτότητα που βιώνεται στην εμπειρία ενότητας με τον Θεό (ο οποίος αποκαλύφθηκε μέσω του Χριστού). Και διά της δύναμης του Πνεύματος που φωλεύει στην καρδιά μου, μπορεί να μου γίνει συνήθεια αυτή η φύση. Και μπορεί να καλλιεργηθεί μέσω της ησυχαστικής προσευχής. Και μετά μπορώ να μοιραστώ αυτή τη φύση με τους άλλους. Και να βλέπω στους ανθρώπους τον βαθύτερο Εαυτό τους. Αναγνωρίζω ότι είναι άνθρωποι σαν κι εμένα, αλλά μπορώ να δω και βαθύτερα από το τραύμα τους και να διακρίνω την αθάνατη, πολύτιμη ταυτότητά τους που υπήρχε πριν γεννηθούν. Οπότε αντανακλάται στο βλέμμα μου ο σεβασμός που τους έχω, η συμπόνια κι η τρυφερότητά μου προς αυτούς. Κι έτσι μπορούν να βιώσουν αυτήν την εσωτερική επούλωση που τους ελευθερώνει. Είναι η ελευθερία από την τυραννία του πόνου κατά τη διάρκεια του πόνου. Είναι ελευθερία από την τυραννία του θανάτου την ώρα που αντιμετωπίζει τον θάνατο. Κι αυτό το ονομάζω “Κατά Χριστόν συνείδηση”.
Δημοσιογράφος: Jim, είμαι επίσης περίεργη αν είχες ποτέ την εξής εμπειρία κατά τη διάρκεια της ησυχαστικής προσευχής: Ότι παραδίδεσαι ως έναν βαθμό καθώς κάθεσαι με ανοιχτά τα χέρια και να έχεις μια αίσθηση όλο και λιγότερης αντίστασης, αλλά να βλέπεις κι ένα άλλο κομμάτι σου που δεν μπορεί να παραδοθεί.
Οπότε ο Θεός με δημιουργεί πάνω στη γη δίδοντάς μου την ανθρώπινη φύση, με τη δυνατότητα, Συν Θεώ, να φανερωθεί το πρόσωπό μου. Και όταν το αναγνωρίσω μπορώ να συγκατατεθώ σε Αυτόν εν αγάπη. Αυτή η ελεύθερη συγκατάθεση είναι το να βλέπω τον εαυτό μου όπως με βλέπει ο Θεός πριν γεννηθώ, δηλαδή εν Χριστώ. Κι αυτή είναι η φύση Χριστού την οποία φέρω. H τριαδική φύση Χριστού.
Τώρα, ο ιστορικός Ιησούς (αυτός που περπάτησε στη γη ως Ιησούς της Ναζαρέτ) πέρασε νύχτες ολόκληρες προσευχόμενος, μέσα σε αυτήν την κοινωνία για την οποία συζητάμε. Και περπάτησε στη γη αναζητώντας ανθρώπους. Κι όταν γνώριζε κάποιον, τον πλησίαζε με τα βάσανά του. Κι αναγνώριζε σε όποιον συναντούσε το πόσο υποφέρει, είτε είχε λέπρα, είτε είχε πεθάνει η κόρη του, είτε ήταν πόρνη. Αναγνώριζε τα βάσανά τους. Αλλά ο Ιησούς έβλεπε ότι η ρίζα των βασάνων τους δεν ήταν η λέπρα, ή οτιδήποτε άλλο είχαν. Η ρίζα των βασάνων τους ήταν πως νόμιζαν ότι αυτό που είχαν και τους ταλαιπωρούσε αποτελούσε και την ταυτότητά τους. Ένιωθαν ότι ήταν ένα περιπλανώμενο λάθος. Ότι η ταλαιπωρία τους είχε τη δύναμη να καθορίσει το ποιοι ήταν (την ταυτότητά τους). Οπότε ο Ιησούς ενώ βλέπει τα βάσανά, βλέπει και πέρα από τα βάσανά: Βλέπει το ποιοι ήταν πριν τις απαρχές του σύμπαντος. Σα να τους λέει “Εγώ γνωρίζω ποιος πραγματικά είσαι”. Και οι άνθρωποι έβλεπαν να αντανακλάται στο πρόσωπο του Χριστού το αληθινό τους πρόσωπο που υπήρχε πριν τη γέννησή τους. Αυτό είναι η εμπειρία της σωτηρίας. Αυτή είναι η “φύση Χριστού”: Αυτή η αθάνατη ταυτότητα που βιώνεται στην εμπειρία ενότητας με τον Θεό (ο οποίος αποκαλύφθηκε μέσω του Χριστού). Και διά της δύναμης του Πνεύματος που φωλεύει στην καρδιά μου, μπορεί να μου γίνει συνήθεια αυτή η φύση. Και μπορεί να καλλιεργηθεί μέσω της ησυχαστικής προσευχής. Και μετά μπορώ να μοιραστώ αυτή τη φύση με τους άλλους. Και να βλέπω στους ανθρώπους τον βαθύτερο Εαυτό τους. Αναγνωρίζω ότι είναι άνθρωποι σαν κι εμένα, αλλά μπορώ να δω και βαθύτερα από το τραύμα τους και να διακρίνω την αθάνατη, πολύτιμη ταυτότητά τους που υπήρχε πριν γεννηθούν. Οπότε αντανακλάται στο βλέμμα μου ο σεβασμός που τους έχω, η συμπόνια κι η τρυφερότητά μου προς αυτούς. Κι έτσι μπορούν να βιώσουν αυτήν την εσωτερική επούλωση που τους ελευθερώνει. Είναι η ελευθερία από την τυραννία του πόνου κατά τη διάρκεια του πόνου. Είναι ελευθερία από την τυραννία του θανάτου την ώρα που αντιμετωπίζει τον θάνατο. Κι αυτό το ονομάζω “Κατά Χριστόν συνείδηση”.
Δημοσιογράφος: Jim, είμαι επίσης περίεργη αν είχες ποτέ την εξής εμπειρία κατά τη διάρκεια της ησυχαστικής προσευχής: Ότι παραδίδεσαι ως έναν βαθμό καθώς κάθεσαι με ανοιχτά τα χέρια και να έχεις μια αίσθηση όλο και λιγότερης αντίστασης, αλλά να βλέπεις κι ένα άλλο κομμάτι σου που δεν μπορεί να παραδοθεί.
JF: Ναι, φυσικά.
Δημοσιογράφος: Τι να κάνουμε με αυτό το κομμάτι που δεν λέει να παραδοθεί;
JF: Ναι, αυτό είναι και το πιο συνηθισμένο στην πραγματικότητα. O Thomas Merton είχε πει περίπου το εξής: Λέμε στον Θεό, “Ξέρεις είμαι πολύ αφοσιωμένος σ’ αυτήν την υπόθεση της μυστικής ένωσης μαζί Σου. Υπό έναν όρο: ότι όταν περάσω τη γραμμή τερματισμού και φτάσω στη μυστική ενότητα, το εγώ μου θα μείνει άθικτο. Οπότε θα μπορώ να γίνω ένα μυστικό εγώ (ένας μυστικός εγωιστής) κι επιτέλους να αποκτήσω τον σεβασμό που μου αξίζει”.
Φοβόμαστε να χάσουμε τον έλεγχο που νομίζουμε ότι έχουμε στη ζωή που νομίζουμε ότι ζούμε. Θέλουμε την εμπειρία της προσευχής όσο τίποτε άλλο. Αλλά υπάρχει μια πλευρά μας που την διακρίνει και μια άλλη πλευρά που δεν την διακρίνει ακόμη. Η πλευρά που ακόμη φοβάται, που ακόμη αντιδρά, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και δεν ξέρει να φερθεί καλύτερα. Οπότε προσπαθούμε να είμαστε αδυσώπητα ειλικρινείς και απείρως τρυφεροί προς αυτό το κομμάτι μας που πονά. Γιατί αν προσπαθήσουμε να το πιέσουμε, εκβιάζουμε τον εαυτό μας. Ενώ αν απομακρυνθούμε, προδίδουμε τον εαυτό μας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον ανθρώπινο έρωτα. Κάποιες φορές δυο άνθρωποι που ερωτεύονται συνειδητοποιούν ότι ο έρωτάς τους ξεπέρασε την ένταση που περίμεναν. Κι είναι εκστασιασμένοι, δεν μπορούν να πιστέψουν ότι αυτό που συμβαίνει είναι αληθινό. Αλλά υπάρχει και το κομμάτι μέσα τους που φοβάται, ειδικά αν έχουν πληγωθεί ή έχουν εγκαταλειφθεί στο παρελθόν. Έτσι, όσον αφορά στη στάση που παρέχει την ελάχιστη δυνατή αντίσταση στο να παραδοθείς, χρειάζεται μια στοργική φροντίδα στο κομμάτι μας που φοβάται ακόμη να παραδοθεί. Εδώ χρησιμοποιώ συχνά μια παρομοίωση για το πώς να αντιμετωπίσουμε αυτή τη μεγάλη πρόκληση: Φανταστείτε έναν άλτη επί κοντώ να ετοιμάζεται για το άλμα του. Βλέπει το ύψος και του φαίνεται αξεπέραστο. Εξουθενώνεται ακόμη και με τη σκέψη να το αντιμετωπίσει. Τη στιγμή που έχουμε εξουθενωθεί από στη σκέψη της αδυναμίας μας να πηδήξουμε τόσο ψηλά, συμβαίνει κάτι απρόσμενο: Επεμβαίνει η αγάπη και κατεβάζει τη δοκό στο έδαφος. Καθώς πλησιάζουμε τη δοκό, μπερδεμένοι από την απλότητα του εγχειρήματος, σκοντάφτουμε στη δοκό και πέφτουμε στα χέρια του Θεού. Στη Χριστιανική παράδοση αυτό λέγεται μερικές φορές το δώρο των δακρύων. Φτάνει κανείς στο τέλος της προσπάθειας. Και φτάνοντας στο τέλος, αντί για αδιέξοδο, ανακαλύπτει κανείς τη δυνατότητα μιας μεγάλης παράδοσης κατά την οποία μας σηκώνει και μας μεταφέρει η Αγάπη που μας αγαπά μέσα στην ανυμπόρια μας.
Παρεμπιπτόντως, χρειάζεται επιμονή σε αυτήν την άσκηση. Οποιοσδήποτε την έχει δοκιμάσει το ξέρει αυτό. Γίνεται τρόπος ζωής. Δεν είναι κάτι που θα πεις “Θα το δοκιμάσω κι αν δεν τα καταφέρω μέχρι την Τρίτη θα τα παρατήσω”. Αυτή είναι μια σιωπηρή απόφαση να προσεύχεσαι εν ησυχία, μέρα με την ημέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο. Και σιγά σιγά διαποτίζεται μέσα σου και διεισδύει σε κάθε στιγμή της ζωής σου.
Φοβόμαστε να χάσουμε τον έλεγχο που νομίζουμε ότι έχουμε στη ζωή που νομίζουμε ότι ζούμε. Θέλουμε την εμπειρία της προσευχής όσο τίποτε άλλο. Αλλά υπάρχει μια πλευρά μας που την διακρίνει και μια άλλη πλευρά που δεν την διακρίνει ακόμη. Η πλευρά που ακόμη φοβάται, που ακόμη αντιδρά, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και δεν ξέρει να φερθεί καλύτερα. Οπότε προσπαθούμε να είμαστε αδυσώπητα ειλικρινείς και απείρως τρυφεροί προς αυτό το κομμάτι μας που πονά. Γιατί αν προσπαθήσουμε να το πιέσουμε, εκβιάζουμε τον εαυτό μας. Ενώ αν απομακρυνθούμε, προδίδουμε τον εαυτό μας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον ανθρώπινο έρωτα. Κάποιες φορές δυο άνθρωποι που ερωτεύονται συνειδητοποιούν ότι ο έρωτάς τους ξεπέρασε την ένταση που περίμεναν. Κι είναι εκστασιασμένοι, δεν μπορούν να πιστέψουν ότι αυτό που συμβαίνει είναι αληθινό. Αλλά υπάρχει και το κομμάτι μέσα τους που φοβάται, ειδικά αν έχουν πληγωθεί ή έχουν εγκαταλειφθεί στο παρελθόν. Έτσι, όσον αφορά στη στάση που παρέχει την ελάχιστη δυνατή αντίσταση στο να παραδοθείς, χρειάζεται μια στοργική φροντίδα στο κομμάτι μας που φοβάται ακόμη να παραδοθεί. Εδώ χρησιμοποιώ συχνά μια παρομοίωση για το πώς να αντιμετωπίσουμε αυτή τη μεγάλη πρόκληση: Φανταστείτε έναν άλτη επί κοντώ να ετοιμάζεται για το άλμα του. Βλέπει το ύψος και του φαίνεται αξεπέραστο. Εξουθενώνεται ακόμη και με τη σκέψη να το αντιμετωπίσει. Τη στιγμή που έχουμε εξουθενωθεί από στη σκέψη της αδυναμίας μας να πηδήξουμε τόσο ψηλά, συμβαίνει κάτι απρόσμενο: Επεμβαίνει η αγάπη και κατεβάζει τη δοκό στο έδαφος. Καθώς πλησιάζουμε τη δοκό, μπερδεμένοι από την απλότητα του εγχειρήματος, σκοντάφτουμε στη δοκό και πέφτουμε στα χέρια του Θεού. Στη Χριστιανική παράδοση αυτό λέγεται μερικές φορές το δώρο των δακρύων. Φτάνει κανείς στο τέλος της προσπάθειας. Και φτάνοντας στο τέλος, αντί για αδιέξοδο, ανακαλύπτει κανείς τη δυνατότητα μιας μεγάλης παράδοσης κατά την οποία μας σηκώνει και μας μεταφέρει η Αγάπη που μας αγαπά μέσα στην ανυμπόρια μας.
Παρεμπιπτόντως, χρειάζεται επιμονή σε αυτήν την άσκηση. Οποιοσδήποτε την έχει δοκιμάσει το ξέρει αυτό. Γίνεται τρόπος ζωής. Δεν είναι κάτι που θα πεις “Θα το δοκιμάσω κι αν δεν τα καταφέρω μέχρι την Τρίτη θα τα παρατήσω”. Αυτή είναι μια σιωπηρή απόφαση να προσεύχεσαι εν ησυχία, μέρα με την ημέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο. Και σιγά σιγά διαποτίζεται μέσα σου και διεισδύει σε κάθε στιγμή της ζωής σου.
Δημοσιογράφος: Μια ακόμη ερώτηση, Jim. Ανέφερες ότι χρειάζεται να εγκαταλείψουμε την θέληση να κατανοήσουμε διανοητικά αυτό που βιώνουμε μέσα στην ησυχαστική προσευχή μέσα από το συλλογιστικό κομμάτι του νου μας. Κι όσο μιλούσες γι’ αυτό σκεφτόμουν το κλασικό Χριστιανικό κείμενο “Το σύννεφο της αγνωσίας”. Είναι ένα κείμενο στο οποίο αναφέρονται συχνά οι άνθρωποι όταν μιλούν για την ησυχία του νου σε Χριστιανικά πλαίσια. Ήθελα εν κατακλείδι να μας μιλήσεις λίγο για την διαδικασία της “αγνωσίας”, όπως την βιώνεις.
JF: Ναι, “Το σύννεφο της αγνωσίας” γράφτηκε από άγνωστο συγγραφέα τον 14ο αιώνα στην Αγγλία. Έγινε δημοφιλές στις μέρες μας στη κοινότητα των Χριστιανών που ασκούν την ησυχαστική προσευχή από τον Thomas Keating. Το κείμενο αναφέρεται στην επιθυμία να γνωρίσεις τον Θεό γυμνό, όπως είναι. Δηλαδή όχι αντιλήψεις περί Θεού. Ο Θεός δεν μας δημιούργησε για να σκεφτόμαστε περί του Θεού, αλλά για να τον γνωρίσουμε με έναν τρόπο που υπερβαίνει τις ιδέες περί Θεού. Οπότε η άσκηση στο “Σύννεφο της αγνωσίας” είναι να στεκόμαστε με αυτήν την πρόθεση να ξεπεράσουμε όλες τις αντιλήψεις περί Θεού, χρησιμοποιώντας τη λέξη που επέλεξες (για την συγκέντρωση στην προσευχή). Και το ονομάζει “σύννεφο της αγνωσίας” γιατί παρ’ ότι η σκέψη δεν μπορεί να φτάσει τον Θεό, μια πράξη αγάπης μπορεί να το κάνει. Κι ο Θεός μας προσεγγίζει μέσω της αγάπης. Παρατηρήστε πως όταν δεν γνωρίζετε κάποιον πολύ καλά μοιάζει εύκολο να πεις πολλά γι’ αυτόν. Αλλά όταν αγαπάς κάποιον πάρα πολύ βαθιά, για πάρα πολύ καιρό, δεν ξέρεις τι να πεις. Κι η καρδιά μας ραγίζει αν το επιχειρήσουμε. Και ξέρουμε πως ό,τι και να πούμε δεν θα είναι αυτό που γνωρίζουμε γιατί δεν λέγεται με λόγια. Αυτό είναι η “αγνωσία”. Η αγνωσία είναι αυτή η οικεία μεθεκτική ενότητα που δεν μπορεί να αναχθεί σε εννοιολογικές αναλύσεις ή εξηγήσεις. Είναι ένας χώρος απρόσιτος από τη γλώσσα. Όταν έφυγα από το μοναστήρι έγραψα ένα γράμμα στον Dan Walsh που δίδασκε φιλοσοφία και τον ρώτησα “Πώς μπορώ να το μοιραστώ αυτό με τους ανθρώπους;”. Και ο Dan Walsh μου απάντησε ότι “Αυτό δεν μπορείς να το μεταφέρεις στους άλλους. Αλλά θα μεταφερθεί αυτό μέσα από σένα αν είσαι πεπεισμένος βιωματικά για αυτό που λες. Όμως δεν θα είσαι εσύ αυτός που το μεταγγίζει. Και θα καταλάβεις ότι μεταγγίζεται γιατί θα το βλέπεις στην απόκριση του ακροατή.” Δηλαδή τα βάθη από τα οποία πηγάζουν οι λέξεις αυτού που μιλά προκαλούν έναν συντονισμό στα βάθη του ακροατή. Αυτό γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Merton το ονομάζει πνευματική επικοινωνία. Υπάρχει μια αναγνώριση, ένας συντονισμός. Αλλά αυτό που αναγνωρίζεται είναι κάτι που ούτε αυτός που μιλά, ούτε ο ακροατής μπορεί να περιγράψει.
Έτσι όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο σαν “Το σύννεφο της αγνωσίας” βλέπουμε τόση ομορφιά. Το λέει στο πρόλογο: Λέει πως “όσοι το διαβάσουν πιστεύω πως θα ενθαρρυνθούν και θα επαναπαυθούν”. Γιατί οτιδήποτε γράφει πηγάζει από αυτό το βαθύ τόπο και ανακαλεί αυτό το βαθύ “Ναι”, αυτή τη βαθιά αναγνώριση. Όταν αφεθούμε σε αυτή τη ροή, είναι σα να ακούμε μια μελωδία. Όταν αφεθούμε σε αυτή τη ροή, είναι τόσο ξεκάθαρο, τόσο διαυγές. Αλλά όταν γυρίσουμε για να το εξηγήσουμε σε κάποιον δεν βρίσκουμε λόγια να το περιγράψουμε. Αυτό είναι η αγνωσία.
Έτσι όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο σαν “Το σύννεφο της αγνωσίας” βλέπουμε τόση ομορφιά. Το λέει στο πρόλογο: Λέει πως “όσοι το διαβάσουν πιστεύω πως θα ενθαρρυνθούν και θα επαναπαυθούν”. Γιατί οτιδήποτε γράφει πηγάζει από αυτό το βαθύ τόπο και ανακαλεί αυτό το βαθύ “Ναι”, αυτή τη βαθιά αναγνώριση. Όταν αφεθούμε σε αυτή τη ροή, είναι σα να ακούμε μια μελωδία. Όταν αφεθούμε σε αυτή τη ροή, είναι τόσο ξεκάθαρο, τόσο διαυγές. Αλλά όταν γυρίσουμε για να το εξηγήσουμε σε κάποιον δεν βρίσκουμε λόγια να το περιγράψουμε. Αυτό είναι η αγνωσία.
Δημοσιογράφος: Και μια τελευταία ερώτηση, Jim. Είπες ότι η ειλικρίνεια της καρδιάς είναι το κλειδί στο να ξεκινήσει και να προχωρήσει κανείς στην ησυχαστική προσευχή. Είμαι περίεργη αν μπορείς να μας δώσεις κάποιες κατευθυντήριες γραμμές. Ας πούμε πως κάποιος διαισθάνεται πως στην καρδιά του υπάρχουν τμήματα ειλικρίνειας αλλά και τμήματα ψυχρότητας ή αποστασιοποίησης. Σε αυτήν την περίπτωση πώς μπορούμε να γίνουμε πληρέστερα ειλικρινείς;
JF: Θέλω να σας πω πρώτα πώς το βιώνω ως ψυχοθεραπευτής. Κι αυτό θα ισχύει και στην περίπτωση της πνευματικής καθοδήγησης για την ησυχαστική προσευχή. Ας υποθέσουμε ότι έρχεσαι σε μένα και θες να μιλήσεις για κάποια πράγματα. Κι αρχίζεις να ανοίγεσαι και να εκφράζεις τι συμβαίνει μέσα σου. Και μέσα από τον διάλογο σου κάνω ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν παρά μόνο αν ακούσεις τον εαυτό σου καθαρότερα. Και φτάνουν σε ένα σημείο όπου είσαι ευάλωτη μέσα στην ειλικρίνειά σου, σα να βγαίνεις πίσω από την κουρτίνα. Και ρισκάρεις το να με αφήσεις να σε δω όπως είσαι, με την προσωπική αλλά και αιχμηρή ερώτηση. Το βλέπω στα μάτια σου, τ’ ακούω στη φωνή σου. Και μετά μου λες “Ξέρεις, το θέλω αυτό το άνοιγμα, αλλά για να είμαι ειλικρινής, με βασανίζει το γιατί να το παραβλέπω τόσο επίμονα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αμελώ κάτι τόσο σημαντικό για μένα, λόγω διάφορων περιστάσεων.” Κι εγώ σου απαντώ “Αυτό που με συγκινεί είναι το πόσο ειλικρινής είσαι για το πόσο δύσκολο σου είναι να διατηρείς την ειλικρίνειά σου”. Οπότε το παράδοξο είναι πως η ειλικρίνεια εμφανίζεται διά της ομολογίας ότι δεν ξέρεις πώς να είσαι ειλικρινής ή ότι φοβάσαι να είσαι ειλικρινής. Είναι αυτό που λέμε “πτωχοί τω πνεύματι”, αυτή η ταπείνωση που είναι αυτογνωσία, αυτό το “γνώθι σαυτόν”. Κι αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερο βάθος. Γιατί νομίζω πως η ανειλικρίνεια είναι ένδειξη ότι φοβάσαι τι θα σου συμβεί αν αφεθείς. Αλλά φοβάσαι ακόμη περισσότερο το τι θα σου συμβεί αν δεν αφεθείς. Αυτή τη χημεία του να σε συναντώ ακριβώς όπως είσαι (με την ειλικρίνεια σου και την ανειλικρίνεια σου) τη φέρνουμε στη συνεδρία μας κι αυτό καθιστά την συνάντησή μας πραγματική.
Δ: Jim, σ’ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή σου στο συνέδριο ησυχασμού και που μας μίλησες για την Χριστιανικό ησυχασμό.
Μετάφραση: Δημήτρης Μουρούλης. Έχει γίνει μικρή προσαρμογή του κειμένου για λόγους συντόμευσης και διόρθωσης ασυνταξιών του προφορικού λόγου. Και παράλειψη λίγων φράσεων στις οποίες δεν ακούγεται καθαρά τι λέγεται.
Εικονοποιΐα Γιώργου Κόρδη: «Τα Σα εκ των Σων»
ΠΗΓΗ: https://antifono.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.