Του Αλέκου Μιχαηλίδη
Συμπληρώνονται αισίως σαράντα πέντε καταραμένα χρόνια από τις άγριες μέρες του Ιούλη του 1974. Σαράντα πέντε χρόνια από την επιβολή της βαρβαρότητας, από τον εκφασισμό, από το τέλος της αθωότητας που περιέργως εδραιώθηκε τα προηγούμενα 14 χρόνια. Σαράντα πέντε χρόνια από τότε, που ένας λαός αγροτών, αγροτοπαίδων, γεωργών, εργατών, ψαράδων, βοσκών υποχρεωνόταν να «στριμωχτεί» στη μισή του πατρίδα, καθώς άλλοι αποφάσισαν να τον προδώσουν. Σαράντα πέντε χρόνια από τότε που η Τουρκία, από χώρα-απειλή για το καινούργιο κυπριακό κράτος, μετατρεπόταν σε καθημερινή απειλή για τη φυσική επιβίωση των πολιτών του. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, που η ειρήνη εξαφανιζόταν διά παντός και ο πόλεμος χαραζόταν στα πεζούλια, στα οδοφράγματα, στις ψυχές μας.
Μόλις σαράντα πέντε χρόνια μετά, ο ίδιος λαός, που έβαλε μπρος τα δυο του χέρια και σηκώθηκε, επιβίωσε, μεγάλωσε τα παιδιά του, έσφιξε μάγκικα τα δόντια και δημιούργησε, αιθεροβατεί ανυπόφορα γύρω από τη φράση «εν καιρώ ειρήνης». Μια φράση που δημιούργησαν οι ασφυκτικά κατώτεροι των περιστάσεων ηγέτες και ηγετίσκοι που χώνεψαν το έγκλημα, την κατάσταση των πραγμάτων και έκτισαν καριέρες στη λύση ή στη μη λύση του εθνικού μας ζητήματος. Όλοι –παρόλες τις διαφωνίες τους– αβάστακτα αγνώμονες για την αγωνία αυτού του τόπου. Για την αξιοπρέπεια, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της ήττας και της εκδούλευσης, η Κύπρος καλείται να επιβιώσει. Καλείται να επιβιώσει, την ώρα που όσοι προτάσσουν τα δίκαια του λαού της πάσχουν από ένοχα σύνδρομα και δεν μπορούν να αρθρώσουν έναν ξεκάθαρο λόγο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τη βαρβαρότητα της γείτονος Τουρκίας. Σαν να τους χτυπά ο καύσωνας στο κεφάλι και αγωνιζόμενοι υπερβολικά για τη μεσημεριανή τους σιέστα, οι ηγέτες αυτού του τόπου, από το Προεδρικό μέχρι το τελευταίο κόμμα, μοιάζουν άνευροι και… αναιμικοί, παρόλο που η μισή τους πατρίδα βρίσκεται εδώ και 45χρόνια υπό κατοχή και η υπόλοιπη, σε γη και θάλασσα, απειλείται καθημερινά.
Και όμως, υπάρχει εξήγηση για τις… βαρετές και μουδιασμένες ηγεσίες, που ιδεολογικοποιούν, όχι μόνο την πολιτική της ήττας και του ενδοτισμού, μα και το «σιώπα να περάσουμε», κατά έναν θανατηφόρο, ασθενή και άσχετο με την ταυτότητά μας τρόπο. «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της κοινωνίας, αγνοούν επιδεικτικά τον διπλανό τους, τον αδύνατο, τη συλλογική ύπαρξη αυτού του λαού. Εκνευρίζονται… εκ του ασφαλούς, αδυνατούντες να προτάξουν το δίκαιο και να αντισταθούν, έστω για την οικογένειά τους. Απολαύουν του υψηλού βιοτικού τους επιπέδου κι ας θάβεται μπροστά μας η «άλλη πλευρά» –έτσι θέλουν να τη λέμε, για να μη νιώθουν υποτιμητικά ο Ακιντζί κι ο Οζερσάι–, τα χωριά μας, που κτίστηκαν με αίμα και δάκρυ από τους παλιούς ανθρώπους αυτού του νησιού. Τότε, που τολμούσαν να ζήσουν ελεύθεροι. Σαράντα πέντε χρόνια; Σαν 500: «Το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει».
alekos@phileleftheros.com
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.