Του Αλέξανδρου Ασωνίτη*
Αύριο Κυριακή 5 Μαΐου γίνεται στην κατεχόμενη Άγια Τριάδα, στην Καρπασία, στην Κύπρο, η κηδεία του Σάββα Λιασή, που δεν έφυγε ποτέ από τα χώματά του και αναδείχθηκε σε άτυπο εκπρόσωπο των εγκλωβισμένων-σκλαβωμένων. Για τον κυρ Σάββα, λοιπόν, τον Σαββή, με μεγάλο σεβασμό και αγάπη το κάτωθι, γραμμένο στο Ελύτικο πρότυπο του Άξιον Εστί, Προφητικόν: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
Αδούλωτε Σάββα Λιασή, στον αιώνα σου, λέγε, τι είδες;
Είδα την πατρίδα μου σκλαβωμένη από πριν απ’ την γέννα μου.
Είδα την ελευθερία να κερδίζουμε με αίμα, αγχόνες, καμμένα κορμιά.
Εϊδα να γεμίζουμε τις πλατείες και να πανηγυρίζουμε.
Είδα την γυναίκα μου την Μαρούλα και τα δύο μας παιδιά,
την Τούλα και τον Γιαννάκη.
Είδα το μπακάλικο μου στην Γιαλούσα.
Είδα τους τούρκικους βομβαρδισμούς.
Είδα την διχόνοια να τρέχει πιο γρήγορα απ’ την συμφορά.
Κι είδα τα εγκλήματά μας.
Το πραξικόπημα.
Κι είδα:
Την εισβολή στο προδομένο νησί μας.
Την αντίστασή μας.
Και τον Γιαννάκη στο χακί να φεύγει να υπερασπισθεί το χώμα μας.
Τον είδα και δεν τον ξαναείδα.
Σαράντα χρόνια.
Κι εγώ περίμενα στην σκλαβωμένη Καρπασία.
Δεν έφυγα απ’ την Αγιατριάδα το χωριό μου.
Η κόρη μου έφυγε. Με την ευκή μου.
Έκανε 20 χρόνια να δει το χωρκό.
Έκανα σαράντα χρόνια να δώ τα κόκκαλα του γιου μου.
Την κόρη μου την βλέπαμε μετά τα οδοφράγματα.
Κατόπιν αιτήσεως στους Τούρτζιους.
Και ξαναγυρνάγαμε στην σκλαβιά.
Και λέγαμε για την κόρη και τον γιο μας.
Η κόρη μας ήταν η ελευθερία.
Ο γιος μας ο αγώνας για την ελευθερία.
Δεν έφυγα. Έμεινα εδώ με την Μαρούλα.
Απ’ τα 45 μας.
Μόνοι μας. Χωρίς παιδιά. Με τον Τούρκο στο σπίτι μας.
Δεν του ‘κανα την χάρη.
Έμεινα. Με πιάσανε, με αφήσανε. Συνέχισα.
Με συσκότιση, με απαγορεύσεις, με χωρίς τηλέφωνο 22 χρόνια, με το μπακάλικό μου καταχτημένο. Με συσίτια. Με χωρίς βοήθεια κανενού. Με μόνο λίγους. Με βία, με ταπεινώσεις.
Με τα μνήματα στα χωριά ανοιγμένα.
Με τα χωρία να ερημώνουν σιγά-σιγά.
Μείναμε στις Καρπασοπύλες.
Εγώ κι η Μαρούλα, η Μαρούλα κι εγώ.
Δεν φύγαμε.
Στο χωριό μας ήρτανε κι άνθρωποι έποικοι πολλοί.
Απ’ την Τραπεζούντα φερμένοι, οι δόλιοι.
Που μασούλαγαν και λέξεις ελληνικές.
Όπως εγώ τις γλυσταρκές.
Μείναμε κοντά στον γιο μας.
Τον ένοιωθα στον αέρα γύρω μου. Τον μύριζα.
Γιαννάκης Λιασής, ετών 21. Αγνοούμενος.
Και ξανάδα στο χωριό την κόρη μου.
Και το χωρκό την γνώρισε.
Και μεις γνωρίσαμε εγγονάκια. Αγόρι και κορίτσι.
Και μεγάλωσαν.
Και μεγαλώσαμε κι εμείς.
Μεγάλωσε το σπίτι μας, ο κήπος μας, η θάλασσα,
όλα μεγάλωσαν μαζί μας.
Κι η σκλαβιά μεγάλωσε. Και παίρνει μπόι ακόμα.
Και μίλαγα με τον Τούρκο και κανόνιζα για τους σκλαβωμένους που από 12.000 μείναμε 250-300.
Τα χώματα τούς περιμένουν όλους να γυρίσουν, ν’ ανθίσουν τα καημένα.
Τα χώματα περίμεναν και τον Γιαννάκη μου.
Και ήρθε το τηλεφώνημα. ΄Ηβραν τον.
Και τον εθάψαμε, τα κοκκαλάκια του.
Γι’ αυτό εζήσαμε. Για να μην ηττηθούμε.
Κι εννιά μήνες μετά τον τάφο του γιου μας,
πέθανε η Μαρούλα μου.
πέθανε η Μαρούλα μου.
Χόρτασε από πόνο κι απαντοχή.
Κι έμεινα εγώ.
Και συνέχισα.
Και με τίμησε ο ΟΗΕ.
Εγώ τίμησα το χώμα μας.
Και πια κουράστηκα. Και φεύγω.
Βλέπω το τελευταίο ταξίδι μου.
Γυρίζω πάλι στα χώματά μας.
Με κουβαλάνε νεκρό μες στο μακρύ αυτοκίνητο,
αλλά εγώ βλέπω.
αλλά εγώ βλέπω.
Αμμόχωστε, Γιαλούσα, Αγιά Τριάδα μου, έχετε γειά
θα ‘ρτω κι εγώ στην λευτεριά σας, έννοια σας.
Γιε μου και γυναίκα μου, Γιαννάκη και Μαρούλα, έρχομαι.
Κόρη μου κι εγκόνια μου, καλή ζωή.
Εμέ, εσείς όλοι σας, ας με λησμονήσετε.
Αλλά μη λησμονήσετε ποτέ.
*Ο Αλέξανδρος Ασωνίτης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα Εκτέλεση, κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις εκδ. Πατάκη. Συντονίζει την σχολή σεμιναρίων Ανοιχτή Τέχνη.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.