22/4/2019 | Αθήνα | Νίκου Ασλανίδη: «Η Μπάντα». Μία τανία για την ποντιακή γενοκτονία
Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη ποντιακή γενοκτονία, το Κίνημα Άρδην και ο δημοτικός συνδυασμός «Αθήνα για την Ελλάδα» διοργανώνουν την προβολή της ταινίας του Νίκου Ασλανίδη, «Η Μπάντα».
Την Δευτέρα 22 Απριλίου 2019, στις 19.30, στην αίθουσα Ρήγας Βελεστινλής, Ξενοφώντος 4, στο Σύνταγμα.
Παραθέτουμε μία πρόσφατη συνέντευξη του Νίκου Ασλανίδη στη NewPost (3/3/2019):
Ο Νίκος Ασλανίδης, δημιουργός της ταινίας που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μιλά στο Newpost
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ημέρα που ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, για να θέσει σε εφαρμογή τη δεύτερη και πιο αιματηρή φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Γι’ αυτό και έχει αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος (και από άλλα κράτη) η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης των 353.000 ψυχών που χάθηκαν και αναμένουν δικαίωση.
Από αυτά τα τραγικά γεγονότα έχουν διασωθεί χιλιάδες ιστορίες, οι οποίες επιβεβαιώνουν το αιματοκύλισμα των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας. Μία από τις μαρτυρίες που σώζονται αφορά τη φιλαρμονική ορχήστρα της Κερασούντας που αποτελούνταν από 13 Έλληνες και τρεις Τούρκους μουσικούς, την οποία χρησιμοποιούσε ο μεγαλύτερος σφαγέας των Ελλήνων, το όργανο καταστροφής του Μουσταφά Κεμάλ, ο περιβόητος Τοπάλ Οσμάν. Γι’ αυτό τον λόγο, πρόσφατα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατά τη διάρκεια ομιλίας του, έκανε λόγο για «συμμορίες Ποντίων που τους ρίξαμε στη θάλασσα», αφού από τη συγκεκριμένη πόλη καταγόταν (και αποτέλεσε δήμαρχό της) ο αιμοσταγής μακελάρης των ελληνικών πληθυσμών.
Η μπάντα αυτή «επιστρατεύτηκε» και έπαιζε εμβατήρια κατά τη διάρκεια των επιθέσεων που εξαπέλυε η δολοφονική συμμορία. Τα μέλη της ορχήστρας στο τέλος σφαγιάστηκαν. Ο μόνος που επέζησε ήταν ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο οποίος σώθηκε και έφτασε στην Ελλάδα, όπου έγραψε βιβλίο, στο οποίο εξιστόρησε όσα βίωσε ο ίδιος από αυτήν την τραγωδία.
Μνημόσυνο στους νεκρούς
Αυτή τη συγκλονιστική ιστορία μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο δημοσιογράφος Νίκος Ασλανίδης. Το ντοκιμαντέρ του δημιουργού της εκπομπής «Αληθινά Σενάρια», στην ΕΡΤ3, θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 4 Μαρτίου (ώρα 18:00) στο Λιμάνι – Αποθήκη 1, στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές», στο πλαίσιο του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
«Αυτή η ιστορία είναι το δικό μου μνημόσυνο για τους παππούδες μας. Είναι ένα ντοκιμαντέρ που το κάναμε για τα εκατόχρονα της Γενοκτονίας και αφιερώνεται στη μνήμη των 353.000 νεκρών. Διαλέξαμε αυτήν την ιστορία γιατί αποδεικνύει περίτρανα τα τραγικά γεγονότα της Γενοκτονίας και αποστομώνει όσους την αμφισβητούν ως γεγονός», αναφέρει στο Newpost ο Νίκος Ασλανίδης για το ντοκιμαντέρ, τα γυρίσματα του οποίου πραγματοποιήθηκαν με την εθελοντική συμμετοχή 80 ηθοποιών και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Γιαννιτσών..
Πώς ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη υπόθεση ο δημοσιογράφος, ερευνητής και σκηνοθέτης; «Πριν από πολλά χρόνια, όταν έκανα συνεντεύξεις με ανθρώπους -παππούδες της πρώτης γενιάς και τους ρωτούσα να μου μιλήσουν για τις ανθρωποσφαγές, μου μετέφεραν την ιστορία για τη μπάντα με τους Έλληνες μουσικούς που έπαιζαν και μου έκανε εντύπωση. Έλληνες μουσικοί και να παίζουν την ώρα που σφάζονταν συμπατριώτες τους; Μου φάνηκε περίεργο», απαντά και προσθέτει: «Στην πορεία πληροφορήθηκα ότι ένας από τους μουσικούς επέζησε της σφαγής και εξέδωσε βιβλίο. Ψάχνοντας να βρούμε το βιβλίο το ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη του Καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη. Το βρήκαμε και αρχίσαμε να ψάχνουμε τον Γιάννη Παπαδόπουλο, στην Καβάλα, καθότι το βιβλίο είχε τυπωθεί εκεί. Βρήκαμε τα παιδιά και τα εγγόνια του και όλους τους εμπλεκόμενους και στο τέλος προχωρήσαμε στη σύνθεση του ντοκιμαντέρ, το οποίο θα προβληθεί για πρώτη φορά τη Δευτέρα 4 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια ετοιμαζόμαστε να το προβάλουμε και στην Αθήνα».
Χρέος απέναντι στους παππούδες
Ο Νίκος Ασλανίδης κατάγεται από την Όλασα Τραπεζούντας και τη μαρτυρική Σάντα της επαρχίας Αργυρουπόλεως. Μέσα από τα «Αληθινά Σενάρια» πάντα καταπιανόταν με τις ιστορίες που αφορούσαν τη Γενοκτονία. Πού οφείλεται αυτή η σπουδή γύρω από αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα; «Εγώ έχω 11 θύματα από τη Γενοκτονία και αυτό με έκανε ιδιαίτερα ευαίσθητο», εξηγεί και συμπληρώνει: «Ακούγοντας όλες αυτές τις ιστορίες ήταν σαν να άκουγα τους παππούδες μου. Ο ένας έχασε 7 παιδιά και ο άλλος 4. Οπότε αντιλαμβάνεστε ότι για μένα είναι ένα χρέος απέναντί τους. Το φοβερό είναι ότι ο παππούς, που έχασε 7 παιδιά, έκανε άλλα 7 παιδιά όταν ήρθε στην Ελλάδα, κάτι που καταγράφω ως πρώτη μαρτυρία στο βιβλίο μου “Μάρτυρες”, στο οποίο αναφέρω ιστορίες ανθρώπων που επέζησαν από τη Γενοκτονία».
Ο στόχος του ντοκιμαντέρ είναι η ενημέρωση «των μη Ποντίων», όπως επισημαίνει. «Θέλουμε να το βγάλουμε εκτός συνόρων, να μαθευτεί η ιστορία. Το έχουμε υποτιτλοποιήσει στα αγγλικά, στα ρώσικα και στα τούρκικα, ενώ ετοιμάζεται και στα γερμανικά. Πρέπει να γίνει γνωστό και εκτός Ελλάδας το θέμα», τονίζει.
Πρωταγωνιστικό ρόλο ανάμεσα στους εθελοντές-συντελεστές αναλαμβάνει ο γνωστός ερμηνευτής της ποντιακής παράδοσης, Αλέξης Παρχαρίδης, η φωνή του οποίου είναι χαρακτηριστική και για ορισμένους γνώστες της συγκεκριμένης κουλτούρας αποτελεί τον μεγαλύτερο εκφραστή της ποντιακής μούσας, μετά τον αείμνηστο Χρύσανθο. Σήμα κατατεθέν του τραγουδιστή που κατάγεται από το Καπήκιοϊ της Ματσούκας αποτελεί ένα είδος χαρακτηριστικού μοιρολογιού της περιοχής με την ονομασία «μακρίν καϊτέν».
«Το καλό είναι ότι υπήρχαν αυτοί οι εθελοντές. Διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Βασιστήκαμε στον Αλέξη Παρχαρίδη, ο οποίος ούτως ή άλλως έχει μία θεατρική εμπειρία, στην καταπληκτική φωνή του Γιώργου Συμεωνίδη, που είναι ο αφηγητής των αποσπασμάτων του βιβλίου, και στις θεατρικές ομάδες, οι οποίες βοήθησαν πρόθυμα στις δραματοποιημένες σκηνές. Τους ευχαριστώ πολύ όπως όλους τους συντελεστές. Κάναμε έναν ολόκληρο αγώνα για να γυρίσουμε αυτές τις σκηνές με την τελική διάρκεια του έργου να είναι 65 λεπτά. Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται ο σφαγέας των Ελλήνων, ο Τοπάλ Οσμάν. Τον υποδύεται ο Απόστολος Ασλανίδης, ο οποίος είχε και αυτός μία θεατρική εμπειρία και ταίριαζε εμφανισιακά», αναφέρει ο αξιόλογος δημοσιογράφος.
Πώς βίωσαν οι συντελεστές τα γυρίσματα ενός τόσο συγκινητικού έργου; «Είναι ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ. Τους ανθρώπους που ενεπλάκησαν σε αυτήν την ιστορία τους είδα πολλές φορές να βουρκώνουν. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ που το δούλευα τόσα χρόνια συγκινιόμουν κάθε φορά που έμπαινα σε κάποιες λεπτομέρειες. Είναι ένα θέμα που δεν μπορείς να το ξεπεράσεις εύκολα. Όλους τους αγγίζει, κάτι τους λέει», απαντά ο Νίκος Ασλανίδης.
«Σαν να βρισκόμουν εκεί»
Η υπόθεση άγγιξε πολύ και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, όπως αποκάλυψε μιλώντας στο Newpost. «Διαβάζοντας την υπόθεση της ιστορίας κατευθείαν ενσωματώθηκα με τον ρόλο. Ένιωσα ότι είμαι παρών σε εκείνα τα γεγονότα. Γνωρίζοντας την ιστορία του πολύπαθου Πόντου δεν μπορεί να μην πονάς όταν γίνεσαι κοινωνός αυτής της διήγησης. Ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματα -και υπόψιν δεν είμαι ηθοποιός- που η ίδια η υπόθεση σε κάνει να συγκλονίζεσαι. Θυμάμαι, σε κάποια σκηνή, ένας, υποδυόμενος έναν Τούρκο, πήγε να με σηκώσει για να ασκήσει το ρόλο του και του χτύπησα το χέρι γιατί με είχε συνεπάρει ο δικός μου ρόλος. Ήταν σαν να βρισκόμουν εκεί. Ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα, σαν να έρχονταν να πάρουν εμένα τον ίδιο», υποστηρίζει ο Αλέξης Παρχαρίδης.
Πώς είναι δυνατόν, μετά από 100 χρόνια, οι απόγονοι γενοκτονηθέντων να συνταράσσονται τόσο πολύ με κάτι που δεν έζησαν αλλά τους μεταφέρθηκε ως μνήμη μέσα από διηγήσεις;
«Είναι δικά σου πράγματα αυτά, ακόμα και όταν τα έχεις βιώσει, όχι ως αυτόπτης αλλά ως αυτήκοος μάρτυρας. Έτσι στη συνέχεια έρχεται το χρέος της αποστολής. Λες “κάτι πρέπει να κάνω γι’ αυτό. Δεν μπορώ να το αφήσω έτσι απλά, ξοδεύοντας χαρτομάντηλα και να μοιρολατρώ”», απαντά ο Νίκος Ασλανίδης και καταλήγει καταθέτοντας τον μεγάλο προβληματισμό του:
«Είμαστε λίγο ως πολλοί οι τελευταίοι των Μοϊκανών. Έρχονται οι επόμενες γενιές, οι οποίες είναι λίγο αποστασιοποιημένες από αυτά τα γεγονότα. Δεν έχουν γνωρίσει δηλαδή παππούδες. Τους ενδιαφέρει περισσότερο ο χορός και το πανηγύρι, το νταβαντούρι που λέμε. Αυτό είναι κάτι που με ανησυχεί. Οι περισσότεροι σύλλογοι έχουν καταντήσει να είναι χορευτικοί παρά πολιτιστικοί, για να διαφυλάξουν την ιστορία μας. Κάποιοι χρησιμοποιούν τους χώρους αυτούς σαν γυμναστήριο. “Πάμε να χορέψουμε να φτιάξουμε καλή σιλουέτα”. Είναι τραβηγμένο παράδειγμα, αλλά δυστυχώς είναι η αλήθεια».
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.