Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 143
Το νησί των σκύλων
Στο οδοιπορικό του Εδμόνδου δε Αμίτση στην Πόλη, βρίσκουμε την απίθανη ιστορία, «ότε ο σουλτάνος Αβδούλ-Μετζίδ διέταξε και απήλασαν όλους τους κύνας της Κωνσταντινουπόλεως εις την νήσον του Μαρμαρά», καθώς «ο σκύλος κατά το Κοράνιον είναι ζώον ακάθαρτον». Εντούτοις, «ο λαός εγόγγυσε διά τούτο, και, ότε επανήχθησαν εκείθεν εις την πρωτεύουσαν, υπεδέχθη αυτούς εν χαρά και αλαλαγμώ». Καθώς δε, «ουδείς των εν Κωνσταντινουπόλει σκύλων έχει κύριον», όπως λέγει ο περιηγητής, «όλοι δε ομού συναποτελούσι δημοκρατίαν απέραντον τυχοδιωκτών πανελευθέρων, άνευ περιδεραίου, άνευ ονόματος, άνευ έργου, άνευ οικίας, άνευ νόμων» (1). Γουστόζικο θέμα για πολιτική παραβολή. Δεν συμφωνείτε; Ο Τεξανός Γουές Άντερσον δεν ξέρω αν διάβασε τον Ιταλό δε Αμίτση. Μεταφέρει τη δική του «δημοκρατία» των σκύλων σε μια χώρα σύγχρονη, στη φουτουριστική Ιαπωνία, όχι στον 19ο αιώνα, φυσικά, αλλά στο εγγύς μέλλον. Όχι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στο Μεγκασάκι.
Εκεί, ο δήμαρχος Κομπαγιάσι διατάζει την εξορία όλων των σκύλων της πόλης στο απέναντι νησί των σκουπιδιών, χωματερή και συνάμα τόπο κατεστραμμένο από ένα σεισμό, ένα τσουνάμι ή μια πυρηνική (;) έκρηξη. Πρώτος εξόριστος ο σκύλος του δημάρχου, ο Σποτς. Να όμως που ο θετός του γιος, ο Ατάρι Κομπαγιάσι, του οποίου φύλακας ήταν ο Σποτς, το σκάει και πάει στο νησί, για να τον βρει και να τον φέρει πίσω. Τότε είναι που ξεσπάει μια αληθινή σκυλοεπανάσταση στο Μεγκασάκι, κατά του διεφθαρμένου δημάρχου Κομπαγιάσι. Οι σκύλοι επιστρέφουν, όχι με σουλτανικό φιρμάνι, βέβαια, αλλά ως επαναστάτες, εγκαθιστούν τον υιό Κομπαγιάσι, Ατάρι, και την Ιαπωνοαμερικανίδα φίλη του, Τρέισι Γουόλκερ, στην εξουσία, οπότε η πόλη ξαναβρίσκει τον κυνόφιλο ρυθμό της.
Ο Γουές Άντερσον αγαπάει τα παραμύθια, εκείνα που μοιάζουν περισσότερο αληθινά από πολλές «αληθινές» ιστορίες. Τον θυμόμαστε, άλλωστε, στο πρώτο του ανιμέισον, τον Απίθανο κύριο Φοξ (2009). Αλλά και οι άλλες του ταινίες κινούνται στο ίδιο μοτίβο του παραμυθιού: Ταξίδι στο Darjeeling (2007), ένα κωμικό ταξίδι στην Ινδία, ή το πιο πρόσφατο, Ξενοδοχείο Grand Budapest (2014), μια μαύρη κωμωδία. Στο Νησί των σκύλων ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, βαθαίνοντας τη ματιά του. Ο Άντερσον βάζει το χιούμορ ασπίδα στην τραγωδία που κρύβουν οι ιστορίες του. Το Μεγκασάκι είναι μια παγκόσμια μεγάπολη, όχι πολύ μακριά μας. Σ’ αυτήν τη μηχανιστική κοινωνία η Δημοκρατία τείνει να είναι μονάχα ένα πρόσχημα. Ο «επιστημονικός» έλεγχος της ζωής, οι υστερίες που έντεχνα υποθάλπονται από τα ΜΜΕ, η ολόπλευρη μαζοποίηση και, φυσικά, η εφιαλτική καταστροφή του περιβάλλοντος, η σκουπιδοποίηση κάθε σπιθαμής γης που βρίσκεται έξω από τη μεγάπολη, μεταλλάσσουν τους ανθρώπους σε ανδράποδα και… τους σκύλους σε ανθρώπους! Στην ταινία οι σκύλοι μόνο μιλούν «κανονικά», δηλαδή στα αγγλικά. Οι άνθρωποι μιλούν στη γλώσσα τους, δηλαδή στα ακαταλαβίστικα γιαπωνέζικα. Και η τηλεόραση, που λέει τον καιρό ή που μεταδίδει ζωντανά τα μακρινά γεγονότα, είναι η Πυθία, η μάντις του μέλλοντος.
Ευφυέστατη η παραβολή και απολαυστική η ταινία. Η περιπλάνηση στο νησί των σκύλων, μια σκουπιδοέρημο που κατοικείται από αγέλες πεινασμένων σκυλιών, για την ανεύρεση του Σποτς, γίνεται μια περιπέτεια σε έναν εξωτικό κόσμο ερειπίων. Και ο Άντερσον επιστρατεύει όλη τη δεινότητα της φαντασίας του για να γλιτώσει τους ήρωες τετράποδους φίλους του από τα μηχανικά σκυλιά-ρομπότ, που έχουν προγραμματιστεί να εξολοθρεύσουν κάθε τι ζωντανό στον σκουπιδότοπο. Χωρίζοντας τη δράση της ταινίας σε κεφάλαια, σου δίνει την εντύπωση πως ξεφυλλίζεις ένα εικονογραφημένο βιβλίο. «Το είδος ταινιών που μου αρέσει να κάνω», λέει ο ίδιος, «είναι αυτές που κατασκευάζουν μια πραγματικότητα και οι θεατές πρόκειται να βρεθούν κάπου, που ευτυχώς δεν έχουν ξαναβρεθεί». Το νησί των σκύλων θα μπορούσε να είναι ένας εφιάλτης του εγγύς μέλλοντός μας, αλλά, είπαμε, το χιούμορ σκεπάζει την απόγνωση της τραγωδίας. Η ζωή δεν αλλάζει άρδην στην πόλη του Μεγκασάκι με τον νεαρό δήμαρχο Ατάρι, αλλά η υστερία εκτονώνεται. Οι ζωντανοί σκύλοι παίρνουν πάλι τη θέση τους δίπλα στους ανθρώπους, αντί των ρομπότ. Κάτι είναι κι αυτό.
Ο Ιαπωνοκαναδός δεκάχρονος ηθοποιός Κογιού Ράνκιν ακούγεται στη φωνή του Ατάρι, ο Μπράιαν Κράνστον του Τσιφ, ο Έντουαρντ Νόρτον του Ρεξ, ο Μπιλ Μάρεϊ του Μπος, η Γκρέτα Γκέργουιγκ της Τρέισι Γουόλκερ, η Σκάρλετ Γιόχανσον της Νούτμεγκ, φιλενάδας του Τσιφ και μια πλειάδα από αμερικάνικες και γιαπωνέζικες φωνές στους υπόλοιπους ρόλους. Αξιοσημείωτη είναι η ατμοσφαιρική μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά, που δένει με ένα συνεχές ηχητικό μοτίβο αυτή την περιπέτεια. Στις παραβολές και στα (μελλούμενα) παραμύθια-εφιάλτες οι Αμερικάνοι, πιστέψτε με, δεν πιάνονται.
Της πατρίδας μου η σημαία
Είχα ξεκινήσει ήδη να γράφω για το ντοκιμαντέρ της Ελένης Αλεξανδράκη Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος, όπου βιογραφείται, μέσα από πολλές συνεντεύξεις γνωστών και άγνωστων φίλων του ο δοκιμιογράφος, όταν ένα άλλο ελληνικό ντοκιμαντέρ, ομολογώ, με συγκίνησε περισσότερο. Όχι πως το πορτραίτο του Παπαγιώργη, με τίτλο από αφιέρωση του φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου, δεν είναι συγκινητικό. Αντιθέτως. Το προσκλητήριο νεκρών και το δάκρυ για τη χαμένη μας ευαισθησία χύνεται και στις δυο ταινίες. Προκειμένου για την ταινία της Αλεξανδράκη, ενδιαφέρουσα και σημαντική δίχως άλλο, το άγγιγμα του θανάτου γίνεται όχημα για το ξετύλιγμα μιας τόσο δημιουργικής ζωής, όπως αυτής του Κωστή Παπαγιώργη. Και ένα δραματικό εύρημα, που δίνει στην Αλεξανδράκη την ευκαιρία να μιλήσει για αγαπημένα πρόσωπα, να βιογραφήσει εν τέλει την ευρύτερη γενιά της. Αναστάσιμα, τολμώ να πω.
Ο τόνος του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, ωστόσο, είναι πιο προσωπικός και λίγο πιο μελαγχολικός. Εδώ δεν υπάρχουν πρόσωπα γνωστά, όπως οι συγγραφείς και ποιητές, φίλοι του συγγραφέα. Ο Χαραλαμπόπουλος βγάζει στη σκηνή συγχωριανούς του, από τα Βούρβουρα Αρκαδίας, και συγγενείς του. Με τίτλο παρμένο από το γνωστό ποίημα του παλιού αναγνωστικού, ξετυλίγει όχι απλώς μια σημαία, αλλά την πρόσφατη ιστορία μας από τον Μεσοπόλεμο ως του Ολυμπιακούς και το Μνημόνιο. Οδηγός στην αφήγησή του είναι τα παιδιά του μονοθέσιου δημοτικού του χωριού και οι σχολικές τους γιορτές. Το σχολείο κλείνει στο τέλος (το 2011), μετά από εκατόν πενήντα χρόνια. Η Αρκαδία είναι μια αρχέγονη χώρα και στις παιδικές μνήμες των σημερινών γερόντων ακόμα ζει σ’ αυτούς τους αρχαϊκούς ρυθμούς. Οι μέρες που ζούμε είναι οι τελευταίες μακρινές αναλαμπές αυτής της αρχαιότητας. Ζούμε ένα τέλος εποχής το δίχως άλλο. Ο Χαραλαμπόπουλος το έπιασε. Ή, καλύτερα, επιχειρεί να το συλλάβει στην κάμερα.
Από τα Βούρβουρα στο Μαρούσι και πάλι πίσω, από την Αρκαδία στην Αλβανία και στον Εμφύλιο, από το Άργος στην Αυστραλία και τον Καναδά, ένας ολόκληρος κόσμος θαρρείς πως τις τελευταίες του στιγμές ξαγορεύεται γλυκές ώρες και πικρές, αμαρτίες, πάθη και αγάπες, για να διαβεί το κατώφλι του θανάτου. Η αμηχανία του Χαραλαμπόπουλου μπροστά σ’ αυτήν τη (νεκρική) πομπή του χρόνου είναι επίσης μέρος του έργου. Νομίζεις ότι διαρκώς αναβάλλεται το τέλος της ταινίας, που αγγίζει το δίωρο και δε λέει να τελειώσει. Και στο τέλος την ξαναπιάνει από την αρχή: «25η Μαρτίου, σχολική εορτή. Αρχίζω γυρίσματα», ακούγεται στο φινάλε η φωνή του σκηνοθέτη, που ηχεί σε ένα αραχνιασμένο τώρα πια και κλειστό σχολείο. Πώς να μιλήσεις για την ήττα την πιο πικρή από όλες τις ήττες;
Η ταινία, όπως ενσωματώνει τις μνήμες των πολλών αφηγητών της, έτσι συρράπτεται και από ποικίλο κινηματογραφικό υλικό: από παλιά σούπερ 8 που τραβούσε ο ίδιος ο Χαραλαμπόπουλος στα νιάτα του, από βίντεο καταγραφής έως σημερινές ψηφιακές λήψεις. Αν και τα πρόσωπα εκείνων που μιλούν είναι τα κυρίως τοπία που ανασκάπτει η κάμερα, η μελαγχολία του Μαρουσιού, μιας πόλης (και μιας χώρας) που εξάρθρωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, και ο μελαγχολικός ορίζοντας των ολοένα και πιο έρημων βουνών της Αρκαδίας δίνουν ένα λυρικό βάθος στο έργο. Του δίνουν μια χροιά ρομαντικής απόγνωσης πιθανόν. Αλλ’ η ζωή συνεχίζεται. Της μάνας το τραπεζομάντηλο μένει το ίδιο σε όλες τις λήψεις, από τα παλιά ως τα νεώτερα. Η μνήμη των τεθνεώτων τους ξαναζωντανεύει; Τότε ο τόπος δεν θα μείνει ποτέ έρημος. Και η σημαία, με την επιμονή του σκηνοθέτη να (ξανα)αρχίζει σε χρόνο διαρκείας τη λήψη του, φαίνεται πως δεν είναι ένα άδειο πουκάμισο που ανεμίζει ξεχασμένο, κρεμασμένο ακόμα στον τοίχο κανενός σπιτιού που κατεδαφίζεται. Στη σημαία, πέραν του τίτλου, δεν υπάρχει άλλη αναφορά. Ή, μάλλον, όχι. Ξεχειλίζει πολλαπλές προσπάθειες πατριδογνωσίας. Σταματώ. Η συνέχεια επί της οθόνης.
Το μοντάζ όλου αυτού του ετερόκλητου υλικού έχει κάνει η Ευγενία Παπαγεωργίου, ο ήχος είναι του Γιάννη Γιαννακόπουλου και η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Η ταινία είναι μια συμπαραγωγή της ΕΡΤ. Θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη, 27 Απριλίου.
- Εδμόνδου δε Αμίτση, Η Κωνσταντινούπολις· μετ’ εικόνων, κατά μετάφρασιν διακεκριμένου λογίου, β΄ έκδοση, Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2001, σσ. 182-183.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/208176
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.