Του Αλέκου Μιχαηλίδη
OMNIA SUNT COMMUNIA
Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνω
να χαιρετήσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες,
να χαιρετήσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες.
να χαιρετήσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες,
να χαιρετήσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Μπορεί ο Αναστασιάδης να συνεχίζει το σκληρό ροκ της «αντίστασης» στον «φίλο Ακιντζί», όπως συνηθίζει να λέει, αλλά η ζημιά έγινε. Αγνοώντας ακόμα τον εξευτελισμό της αλησμόνητης πενταετίας Χριστόφια, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, υπό τον γνωστό μανδύα της σοβαροφάνειας και του «ευρωπαϊσμού» του, κατόρθωσε να οδηγήσει τον κυπριακό Ελληνισμό στον πλήρη εξευτελισμό. Και τούτο όχι επειδή αφελώς νόμιζε πως ο Μουσταφά Ακιντζί θέλει λύση του Κυπριακού (κάποιοι το νομίζουν ακόμα) ούτε επειδή εναπόθεσε τις «ελπίδες» του στον Άιντα (κάποιοι τον περιφρουρούν ακόμα) ούτε επειδή είναι κανένας σημερινός. Μα ακριβώς επειδή θεώρησε πως θα επαναφέρει το σχέδιο Ανάν και με τις «πρέπουσες» διαδικασίες θα το περάσει από τον λαό.
Έσφαλε και τώρα πια προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα. Προσπαθεί να σώσει όχι την αξιοπρέπειά του ούτε τον τόπο του, μα τη δική του δόξα, τη νέα του πενταετία, το κόμμα του και, βέβαια, την αγάπη των ξένων προς το πρόσωπό του. Διότι, συνειδητά ομιλούντες, οι διαφορές του Προέδρου Αναστασιάδη με τον φανταστικό τέως Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια είναι το Μαρί, οι δολοφονίες και η… αποδοχή των ξένων. Ούτε οι ξένοι δεν λάμβαναν σοβαρά υπ’ όψιν τον Χριστόφια ούτε πίστευαν πως ήταν ικανός να παραδώσει την Κύπρο, έστω και δωρεάν. Εκείνο που θέλουμε να πούμε είναι πως εδώ και εννιάμισι χρόνια (αν όχι εδώ και 57 χρόνια) ο κυπριακός Ελληνισμός υφίσταται έναν τεράστιο εξευτελισμό. Και όλα μοιάζουν ανεπανόρθωτα.
Διαφυγή καμιά; Ποιος ξέρει; Πάντως όχι όσοι θεωρούν πανάκεια μιαν Ελληνοκύπρια Λεπέν ούτε βέβαια όσοι αρκούνται στη μετριότητα των πάσης φύσεως παρόντων ηγετών. Εκείνοι, δηλαδή, που, φοβούμενοι την υπευθυνότητα του αγώνα για τη λευτεριά, ψάχνουν διέξοδο στα «εθνικιστικά κινήματα» της Ευρώπης και καμαρώνουν πως έχουν ακραία άποψη και πως έχουν και δίκαιο. Εκείνοι που φλύαρα εκθειάζουν τη βαρβαρότητα, απέχοντας παρασάγγας από τις αξίες του Ελληνισμού, επειδή τρέμουν τον ελληνότροπο ριζοσπαστισμό. Επειδή θεωρούν διαφυγή τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης, που ούτως ή άλλως θέλουν να ρίξουν στη θάλασσα τόσο τους μουσουλμάνους όσο και τους Έλληνες.
Τη διαφυγή δεν την ανακάλυψαν, φυσικά, ούτε εκείνοι που νομίζουν πως μιλούν με τους πολίτες (σαν τον Μακρόν), ενώ στην ουσία μονάχα με τους εαυτούς τους τολμούν να συνεννοηθούν κι ας κουνούν το δάχτυλο πέρα δώθε. Εκείνοι που καρτερούν την «επανάσταση» των βασιλιάδων, ακόμα και αν αυτοί οι βασιλιάδες δεν απεμπόλησαν ποτέ τη βαρβαρότητα της ρεάλ πολιτίκ, όσα και αν απορρίπτουν. Εκείνοι που σαν νέοι μεσσίες, όπως γράφει ο σύντροφος Ξένιος, βρίσκουν το κενό και κολυμπούν άτσαλα στη νεοκυπριακή και «ενδιάμεση» μετριότητά μας. Εκείνοι που αντιπολιτεύονται την αντιπολίτευση για να εξαγγείλουν υποψηφιότητες, αφού τάχα μιλήσουν με τους πολίτες. Αν τους βρουν.
Στο διά ταύτα, όμως, «ο τόπος μας είναι κλειστός». Ούτε εκατομμύρια είμαστε για να δικαιολογούνται τα «ακροδεξιά κινήματα» ούτε δυτικότροπα αναγιωθήκαμε για να καταστρώνουν εκστρατείες οι γραβάτες και οι μιζέριες. Εξ ου και το προσαρμοσμένο «Επαναπατρισμός ή βαρβαρότητα» του τίτλου. Κλεμμένο από το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» του Έγελου, αλλά σαφώς κατατοπισμένο στα εν οίκω, για να μη μπλεχτούμε κι εμείς σε συζητήσεις περασμένων αιώνων, καμαρώνοντας κιόλας πως ξέρουμε πού παν τα τέσσερά μας.
Εξηγούμε: Αν γίνει κάποτε κατανοητό πως η απάντηση στον Αναστασιάδη (με ή άνευ φουστανέλας), στην Τουρκία, στους νεοκύπριους, στη βαρβαρότητα, στον «ρεαλισμό», στο ΔΗΣΑΚΕΛ δεν είναι οι μεσοβέζικες λύσεις ή οι υπόνοιες αγώνα, αλλά μια πραγματική εναλλακτική που θα πηγάζει από τα κάτω, από εντός του λαού, από τις αρχές και τις αξίες, από τον πολιτισμό και τη μνήμη, τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για τον «επαναπατρισμό». Εννοιολογικά, επιστρέφοντας στην πατρίδα, καθώς έχουμε αποχωρήσει προ πολλού από τον ιστορικό μας χώρο (όποιος κατάλαβε, κατάλαβε) και σημειολογικά, επιστρέφοντας σε όλα εκείνα που σχηματοποιούσαν την ερώτηση: «Τι είναι η πατρίδα μας;» Όχι σήμερα, αλλά τότε που μπορούσε να απαντηθεί η ερώτηση χωρίς τύψεις: «Όλα πατρίδα μας».
«Παράξενο που βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει», θα επαναλάμβανε απορώντας ο αγαπητός Χριστιανόπουλος από την οδό Σκεπαστού των Σαράντα Εκκλησιών για να λάβει την απάντηση από την Αθήνα και τον παλιόφιλό του, Σαββόπουλο: «Είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλον γαλαξία». Αφ’ ενός γιατί η κατάρρευση, η παρακμή, ο εξευτελισμός που προκάλεσαν οι ηγεμόνες τούτα τα χρόνια (κυρίως οι δύο τελευταίοι) δεν αναποδογυρίζονται με σμιλί, με χαριτωμενιές, με ανέραστες συναντήσεις επί της νεκρής ζώνης, με ειδικούς απεσταλμένους και παγκόσμιους οργανισμούς, με κουστουμαρισμένους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) επαναστάτες. Αφ’ ετέρου διότι η βαρβαρότητα δεν μετουσιώνεται μόνο σε όσα θεωρούνται βάρβαρα, στον Αναστασιάδη, στον Ακιντζί, στα μεγάλα μας κόμματα, δεν διαχέεται μόνο υπερκαλύπτοντας «τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους», αλλά τολμά να πλανηθεί και πάνω απ’ τα κεφάλια μας, κάποτε υπό τον μανδύα της αλλαγής. «Μας φαίνεται παράξενο», συνεχίζει ο Σεφέρης την απορία του Χριστιανόπουλου, «που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας». Διόλου παράξενο, παππού. «Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν» με το ροκ του μέλλοντός μας. Επαναπατρισμός ή βαρβαρότητα; Θα νικήσουμε, ψυχή μου…
ΠΗΓΗ: http://efimeridaenosis.com/?p=1851
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.