Ολιβιέ Κλεμάν
Η παράδοση, εάν είναι ανοιχτή, στραμμένη και με σκοπό την παγκόσμια μεταμόρφωση, οφείλει να προαγάγει έναν ευαγγελισμό της κοινωνίας και του πολιτισμού. Για να εξηγήσουμε την Ιστορία, θα πρέπει να επεξεργαστούμε μια διαλεκτική της Ενσάρκωνσης, μια διαλεκτική του ανθρώπου που να γίνεται σεβαστός σε όλες τις διαστάσεις του, της γης αλλ’ επίσης και του ουρανού. Μια διαλεκτική κοινωνικοοικονομική, αλλ’ επίσης της χαράς, της ομορφιάς, της λατρείας. Μια διαλεκτική της οποίας το κέντρο δεν μπορεί να είναι παρά το πρόσωπο σε σχέση (=κοινωνία). Έχουμε ανάγκη από ένα ορθόδοξο Σολινταρόνσκ: Καθώς έλεγε ο Ιγνάτιος ο Ν. Αντιοχείας κατά την διάρκεια του περάσματός του από το Παρίσι, πρέπει να πάμε πιο μακριά από τον Μαρξ, τον Νίτσε και τον Φρόυντ: δια μέσου μιας απελευθέρωσης όχι μόνο κοινωνικής αλλά καθολικής, δια μιας δημιουργίας που φωτίζεται από τη χαρά του βασιλείου του Θεού, δια μιας επιθυμίας τελικά αποσπασμένης (χειραφετημένης) από τον θάνατο!
Πρέπει να βρούμε μια καινούργια γλώσσα, άμεση, συμπαγή, παραβολές για την τρίτη χιλιετηρίδα, μια γλώσσα για τους «έξω», και σχεδόν όλοι είναι έξω από την εκκλησία σήμερα ιδίως ανάμεσα στους νέους (και ωστόσο καλύτερα! πρόκειται για ψυχές εύπλαστες που θα ανακαλύψουν το ασύνηθες του Ευαγγελίου). Αντίθετα, η νεοπατερική θεολογία έχει δομηθεί για τους «μέσα στην εκκλησία». Σήμερα όμως, είναι σχεδόν ακατανόητη για τους έξω. Ας μιλήσουμε διαφορετικά. Πρέπει να μιλήσουμε για την αγάπη, για τον θάνατο, για την ανάσταση. Για την ομορφιά και για τα πρόσωπα· για την αγωνία και την χαρά. Για την ελευθερία και την ζωή. Για το ασυνήθιστο μέσα στο συνηθισμένο. Για το υπερλογικό μέσα το λογικό. Η θεολογία θα είναι μια ποιητική ή δεν θα είναι τίποτε (ή τουλάχιστον δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από μια τέρψη-διασκέδαση για «αστούς τω πνεύματι»). Μια αληθινή ποιητική, όπου αναπνέει (=ζει) κανείς το πνεύμα. Γι’ αυτό χαιρετώ με αναγνώριση την τελευταία εργασία του Χρήστου Γιανναρά «Το αλφαβητάρι της πίοτης» – αν και δεν με βρίσκει σύμφωνο η “διατριβή” του ενάντια στον «δυτικό άνθρωπο».
Θα έπρεπε τελικά να πάψουμε να σκεφτόμαστε την ορθοδοξία ενάντια, κατ’ εξοχήν αντιθετικά προς τη δύση, προς τον καθολικισμό. Πολλοί σύγχρονοι ορθόδοξοι θεολόγοι έχουν γίνει δον κιχώτες (= κατέχονται από μία τάση δονκιχωτισμού) οι οποίοι με το ξίφος καταστρέφουν ανεμόμυλους, θέλω να πω ότι έχουν φτιάξει μία Δύση, μία Ευρώπη φανταστική (ξεχνώντας εξ’ άλλου ότι η Ευρώπη δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την Δύση). Έφτασε λοιπόν ο καιρός να αποπειραθούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο, με σεβασμό στήν ιδιαιτερότητα του καθενός, με λίγη έστω αλλ’ ανιδιοτελή αγάπη, και όχι με την εκ των προτέρων διαμορφωμένη θέληση να υποτιμήσουμε τον άλλο. Ο καιρός έφτασε να καταλάβουμε τον άλλο για να μας καταλάβει και μας, και να μπορέσουμε έτσι να μαρτυρήσουμε το ουσιώδες, ένα ουσιώδες το οποίο μάς κάνει τους ίδιους να βρισκόμαστε αδιάκοπα εν μετανοία. Ο καιρός έφτασε να συγχωρήσουμε και να ζητήσουμε συγχώρεση. (Για την Πεντηκοστή του 1984, ένα τεράστιο πλήθος δυτικών προσκυνητών έφτασε στήν Ιερουσαλήμ να ζητήσει συγγνώμη από τον ορθόδοξο πατριάρχη, που το ευλόγησε λέγοντας: «Είναι η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου». Δια μέσου τού δυτικού λυρισμού γίνεται μια προσπάθεια να βρεθεί κάποιο πράγμα – και είναι αυτό ακριβώς που οφείλουμε να ψάξουμε.)
Εφ’ όλων τών σημείων, η ορθόδοξη εκκλησία που μού φαίνεται σήμερα [1985] η πιό δημιουργική (εκτός από την ρωσσική εκκλησία, όπου τόσα πράγματα τυγχάνουν ουσιαστικής επεξεργασίας και που δέν τά ξέρουμε) θα μπορούσε να είναι τό Πατριαρχείο Αντιοχείας. Κοινωνική μέριμνα, με μυστηριακή προοπτική, της κίνησης της ορθόδοξης νεότητας, και αυθεντική παιδαγωγική συλλογιστική ικανή να εξηγήσει την ψυχανάλυση διά της παραδοσιακής άσκησης, μιας άσκησης [ασκητικής] κατ’ αυτό τόν τρόπο κεκαθαρμένης. Ζωηρότατο ενδιαφέρον του Πατριάρχη και συγκεκριμένων από τους επισκόπους του για μια ανανεωμένη λειτουργική έκφραση. Τρόπος σκέψης οικουμενικός χωρίς σχετικισμούς, αλλά βαθύτατος, με προοδευτική αναδιάρθρωση της ενότητας του πατριαρχείου. Διάλογος σε βάθος με το Ισλάμ, που απαιτεί επί πλέον σκέψη με έναν τρόπο περισσότερο σημιτικό πάνω σε ορισμένες θεολογικές εκφράσεις. Άνοιγμα στο επαναστατικό κίνημα του τρίτου κόσμου, εμπνευσμένο από τη μη-βία (άρνηση κάθε βίας) του Ευαγγελίου. Αλλά και άνοιγμα προς τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, όλους που προσπαθούν να εκφράσουν το πάθος ενός λαού... Ο Ιγνάτιος ο IV, ο Ζώρζ Κχώντρ έχουν διαμορφωθεί στο Παρίσι, στο Ινστιτούτο Άγ. Σέργιος. Ενώνουν την σταθερότητα της νεοπατερικής σύνθεσης και τον προφητικό χαρακτήρα της ρωσικής φιλοσοφίας, με σκοπό να δώσουν απαντήσεις στα πιο συνταρακτικά προβλήματα του σύγχρονου πολιτισμού...
Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθορίζεται επακριβώς η απάντησή μου στο τέταρτο ερώτημα: αντλώντας από την ευαγγελική πηγή, απελευθερώνουμε το πνεύμα των πατέρων από ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο: προσπαθούμε να δώσουμε δύναμη σε αυτό το πνεύμα μέσα σ’ ένα σύμπαν που δεν είναι αυτό του Πτολεμαίου, ούτε της στωικής ιατρικής, ή της μανιχαϊκής ανθρωπολογίας αλλά αυτό του Αϊνστάιν και του Πριγκοτίν, του Αακάν, του Μαρξ, και του Χάγιεκ, των «μαύρων οπών» μέσα στο απύθμενο βάθος του κόσμου μας, όπως στο απύθμενο βάθος της ψυχής μας. Που δεν είναι πλέον ο μοναδικός κόσμος της μεσογείου θαλάσσης, αλλά ο πλανήτης, με τις ιδεολογίες του και τις θρησκείες του, με την Ινδία και την Κίνα και την Αφρική και τις δύο Αμερικές!
Αφού είπαμε αυτά, προκύπτει ότι η σκέψη των πατέρων παραμένει η διαρκής αναφορά μας: Σκέψη ταυτόγχρονα θεωρητική, λειτουργική, βασισμένη στις γραφές και κοινωνική (μαζί με μια τόλμη, ένα θάρρος σ’ αυτόν τον τελευταίο τομέα που μας ελευθερώνει από κάθε στατικότητα – γιατί η «γη δεν ανήκει παρά μόνο στο Θεό»). Οι Πατέρες μεταμόρφωσαν τον ελληνικό τρόπο σκέψης και σύλληψης μέσα στη δοκιμασία της βιβλικής αποκάλυψης για να εκφράσουν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, δηλαδή σ’ αυτό της τριαδικής ζωής, το μυστήριο του προσώπου και του έρωτα (είναι ένα σημείο που ο Βλαδίμηρος Λόσσκυ έχει αξιόλογα φέρει στο φως). Έχουν δείξει στην ενσάρκωση του Θεού και τη θέωση του ανθρώπου αυτό το νόημα της δημιουργίας (σκέφτομαι ιδιαίτερα τις δυνατές χριστολογικές συνθέσεις του Μαξίμου Ομολογητού). Έδειξαν ότι ο Λόγος, προσλαμβάνει τη σύνολη ανθρωπότητα, μας συναντά στο πιο τραγικό σημείο της κατάστασής μας (ο Θεός υπέφερε τον θάνατο στο βάθος στη σάρκα) για να νικήσει με τρόπο φιλάνθρωπο τον θάνατο και την κόλαση και να μας μεταδώσει το «ζωοποιούν Πνεύμα»: Είμαστε εδώ μακριά από κάθε τρομοκρατική σύλληψη του Θεού, από κάθε θλιβερή αντίληψη της σωτηρίας. Η θεϊκή δόξα (αυτή που ο Παλαμάς όφειλε να ονομάζει οι «ενέργειες) προσλαμβάνει και μεταμορφώνει την ίδια την ύλη, γεγονός που τονίζει η Θεολογία της εικόνας, θεμέλιο ενός πιθανού ευαγγελισμού της τέχνης. Η ομορφιά είναι ένα θεϊκό όνομα, που στον Χριστό έγινε θεανθρώπινο, και είναι αυτή, κατά τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη που παράγει κάθε σχέση-κοινωνία. Θα μπορούσα να συνεχίσω αρκετά ακόμη, όμως θ’ αναφέρω την προσέγγιση του μυστηρίου από την αποφατική αντινομία του Απροσίτου και του Εσταυρωμένου, και την προσευχή για την καθολική σωτηρία, κατά την μαρτυρία και επιβεβαίωση από τον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης έως τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τον Ισαάκ τον Σύρο. Δεν μπορεί να είναι κανείς ορθόδοξος χωρίς να εμφορείται από το πνεύμα των πατέρων.
Εξ άλλου, έχουν αναδειχθεί πατέρες σ’ όλες τις εποχές (όλος ο κόσμος συμφωνεί για τον Παλαμά, τον Καβάσιλα και τον Σέργιο του Ραντονέζ τον 14ο αιώνα). Και η κλήση των Πατέρων δεν είναι να έχουν υιούς που τους επαναλαμβάνουν αλλά που τους συνεχίζουν πιστά, δηλαδή κατά τον ίδιο αλλά και διαφορετικό τρόπο ταυτόχρονα, για να γίνουν κι αυτοί πατέρες με τη σειρά τους. Κάθε θεολογική και εκκλησιαστική πατρότητα βρίσκεται ριζομένη στή θεϊκή πατρότητα, που είναι πατρότητα ελευθερίας, θυσίας και προσφοράς και που μόνο το Πνεύμα δωρίζει.
Η παρουσία των Χριστιανών στήν κοινωνία είναι μία πραγμαγικότητα, μία πραγματικότητα που δεν πρέπει να μείνη άκαρπη, παραλυμένη από τον φόβο, την αδιαφορία, τον συντηρητισμό. Αλλά πρέπει κατ’ αρχήν να κατανοήσουμε ότι ο τρόπος και η δραστηριοποίηση της Χριστιανικής παρουσίας προσλαμβάνει κατ’ ανάγκη ποικίλες μορφές.
Γενικά, ο Χριστιανισμός σήμερα, αν έχει το κουράγιο και τη δύναμη να αναγγείλει το Θεό σαν την ελευθερία, τη χαρά, το νόημα και την ανάσταση του ανθρώπου, εργάζεται για να θεραπεύσει την πνευματική νεύρωση από την οποία πάσχει ο πολιτισμός μας – ένας πολιτισμός διαβρωμένος από το μηδέν. Αυτή η νεύρωση προσδίνει ένα χαρακτήρα παροξυστικό και ειδωλολατρικό στην παρούσα άσκηση της πολιτικής, καθώς και μια όψη σχεδόν αυτοκτονίας στην απάτη-διάψευση κάθε ελπίδας που είναι αποτελέσματα αναπόψευκτα μιας παρόμοιας άσκησης της πολιτικής.. Τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό για την βαθύτερη υγεία μιας κοινωνίας από την παρουσία μέσα σ’ αυτή ατόμων και κοινοτήτων που την υπερβαίνουν και την κάνουν να ανασάνει πέρα από τους περιορισμούς της και τη μοίρα της – και αυτό είναι δυνατό χάρη σε μια ποιητική, μια συμβολική και τελικά μια εμπειρία της υπερβατικότητας.
Μέσα σ’ αυτή την προοπτική έρχεται κατ’ αρχήν ο ρόλος των μοναχών (και κάθε ψυχής της προσευχής και της θεωρίας, όπως ένας άρρωστος στο νοσοκομείο, ένα μικρό κορίτσι η ένας άγνωστος γέροντας). Οι μοναχοί, και οι μοναστικές ψυχές, είναι οι προφήτες και οι μάρτυρες ενός βασιλείου όπου δεν υπάρχει θάνατος, μιας ύπαρξης που δεν έχει έσχατη απόληξη τον θάνατο μα την ανάσταση. Ανάμεσα τους εμφανίζονται πατέρες που δεν ασκούν μια καταναγκαστική εξουσία αλλά προβάλλουν μια αυθεντικότητα (authorité) που ελευθερώνει. Η λέξη authorité προέρχεται από λατινικό ρήμα που σημαίνει «προκαλώ την αύξηση του μεγέθους κάποιου πράγματος» – γνωρίζω να αποκαλύπτω όλη τη ζωή για να προβάλλει πλέρια, ολόκληρη η ζωή μπροστά μας και μέσα μας. Eκεί βρίσκεται τελικά η υπέρβαση της διαλεκτικής του αφέντη και του δούλου, που δημιούργησε από το πιο μεγάλο μέρος των σύγχρονων δυτικών «εξεγερμένα ορφανά»...
Κατόπιν έρχονται οι εκκλησιαστικές κοινότητες, των οποίων η προσευχή – όπως και των μοναχών – καλύπτει τον κόσμο. Αυτές οι κοινότητες (για παράδειγμα οι ενορίες, οι συντροφιές νέων χριστιανών στα πανεπιστήμια) όφειλαν να είναι οι τόποι μιάς ειρηνοποιού αγάπης, ενός καλοσωρίσματος και μιας φιλίας χωρίς ιδιοτέλεια, μιας αλληλοβοήθειας εκτεινομένης μέχρις ενός αληθινού κοινωνικού μοιράσματος. Μέσα σε μια κοινωνία απειλούμενη από εξάρθρωση (της ύλης και των σωμάτων) και συχνά αρρωοτημένη βαριά (από τις μεγαλουπόλεις της μοναξιάς, τη βία και τα ναρκωτικά, τις πεινασμένες φαβέλλες – φτωχές πόλεις εργατών στον τρίτο κόσμο – τις μεταστάσεις του Γκουλάγκ...)
Οι χριστιανικές κοινότητες οφείλουν να γίνουν οι τόποι κάθε ευχαριστιακής επανένταξης, όπου ο καθένας μαθαίνει και εμβαθύνει σε μια διαφορετική σχέση, λειτουργική αν θέλετε, με τα όντα και τα πράγματα – οι τόποι όπου βιώνεται η επικοινωνία και απ’ όπου αυτή διαχέεται. Οι άνθρωποι πρέπει να βγαίνουν προς τα έξω περισσότερο συνειδητά υπεύθυνοι, με σκοπό να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, κοινωνικά και πολιτικά. Εάν ο πολιτισμός της «κοινωνίας-σχέσης». αποτελεί την ουτοπία μας, πρέπει να βρει από τώρα το υποδειγματικό μέρος του, το τόσο παρήγορο, μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα.
Κατά τρίτο έχουμε τη διακριτική παρουσία αυτών που θα αποκαλούσα «απιδιορθωτές» της ύπαρξης. Όλων αυτών που μέσα στην καθημερινή ζωή ακούραστα ανασχηματίζουν το φόρεμα της ύπαρξης που φθάρηκε από την εντροπία [δύναμη ακαταστασίας και αποδιοργάνωσης], που σχίστηκε από τις δυνάμεις το μηδενός. Όλων αυτών που είναι ικανοί μιας αληθινής ομορφιάς, μιας ομορφιάς μη-ιδεολογικής, μιας ομορφιάς που μεταδίδει «το κουράγιο για την ύπαρξη». Αυτοί είναι οι «κεκρυμμένοι δίκαιοι» περί των οποίων ο Αβραάμ συνομιλούσε με τον Θεό και χωρίς την παρουσία τους ο κόσμος δεν θα υπήρχε.
Περιβαλλόμενοι από ένα τέτοιο «νέφος μαρτύρων», πεπεισμένοι στην άσκηση της ιερωσύνης τους, βασιλικής και προφητικής, οι χριστιανοί οφείλουν να δεσμεύωνται κατ’ ευθείαν μέσα στην πολιτική.
Αρμόζει στους χριστιανούς να κάνουν μια ακριβή εκτίμηση, μια δίκαια τοποθέτηση των σχέσεων μεταξύ χρονικού και πνευματικού (δηλαδή υπερχρονικού) – αποτελεί την πρώτη μορφή εκλαΐκευσης, και είναι απαραίτητη. Τό πνευματικό περιορίζει τό χρονικό, πρέπει επίσης και να το εμπνέει. Ένας χριστιανισμός μετα-ιδεολογικός περιορίζει το πεδίο της πολιτικής, εκφράζει, απέναντι στο κράτος, την κοινωνία των πολιτών στις υψηλότερες αξίες της και την ικανότητά της για αυτοδιαχείρηση (αρχίζοντας από την οικογένεια), φυλάττει το χώρο της ελευθερίας του πνεύματος διακρίνοντας το βασίλειο του Θεού και το βασίλειο του Καίσαρα – εάν είναι ανάγκη και με το μαρτύριο. Ένας χριστιανισμός «μετα-ιδεολογικός» είναι εξ ορισμού μη-ολοκληρωτικός: η ιδεολογία εξηγεί και μειώνει, ο χριστιανισμός ανακαλύπτει στον άνθρωπο ένα πρόσωπο αμείωτο, ανεξήγητο, που δεν μπορούμε να το προσεγγίσουμε παρά με μία στάση σεβασμού απεριόριστου. Οι χριστιανοί πρέπει λοιπόν να υπερασπίζωνται την δημοκρατία σαν «κράτος δικαίου»: το δίκαιο είναι ένα «δίκτυο ασφαλείας» που διασφαλίζει τον σεβασμό των προσώπων. Η προσπάθεια για να πληθύνουμε τις καταστάσεις που ευνοούν την κοινωνία – ή τουλάχιστον τη ζωντανή επικοινωνία, την ατομική άσκηση. Πρέπει να είναι κανείς «νομικός» προτού γίνει «πνευματικός». Η εκκλησία θα μπορούσε να είναι σήμερα η μόνη αληθινή εγγυήτρια των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εφ’ όσον ο άνθρωπος, πέρα από τους περιορισμούς «αὐτοῦ τοῦ κόσμου» είναι η απροσπέλαστη «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ».
Μέσα σε τούτες τις προοπτικές, πρέπει να καθορίσουμε αυτή τη διαλεκτική της ενσάρκωστης που επικαλέστηκα προ ολίγου, προσφέροντας στους εαυτούς μας τα απαραίτητα διανοητικά όργανα για να ενεργήσουμε με ένα τρόπο σαφή και ρεαλιστικό στις ποικίλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές περιοχές. Να ορίσουμε καθαρά τα ηθικά και πνευματικά προαπαιτούμενα της σκέψης μας: η αναζήτηση μιας σύνολης απελευθέρωσης του ανθρώπου, εφ’ όσον το Σάββατο είναι για τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο (και «Σάββατο» είναι δυνατόν να θέλει να πει έδώ παραγωγή, χρήματα, τεχνική η κράτος...): η προσπάθεια-στροφή, ανανεωμένη πάντα, προς την υπεύθυνη πρωτοβουλία και την ελεύθερη μετοχή μέσα στα διάφορα κοινωνικά πλαίσια.
Θα ήταν σημαντικό όπως οι χριστιανικές κινήσεις, εμπνευσμένες από την εκκλησιαστική ζωή, παίρνουν στα σοβαρά, με την αποδοχή όλων των ευθυνών, τα συμπαγή προβλήματα: σκέφτομαι την παιδική βία, την κατάσταση στα νοσοκομεία, τους στρατώνες ή στις φυλακές, στα σχολεία ή τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, στα κέντρα πολιτιστικής επιμόρφωσης, ακόμη τα ναρκωτικά, τις εκτρώσεις... Ήδη στην Ελλάδα, η Χριστιανοσοσιαλιστική Κίνηση εξασφαλίζει μια παρουσία της εκκλησίας στα πανεπιστήμια. Είναι μια στάση που πρέπει να ενισχυθεί, στηριζόμενη πιθανόν σε ένα ανανεωμένο μοναχισμό μέσα στις πόλεις...
Ταυτόχρονα, οι χριστιανοί οφείλουν να δουλέψουν μέσα στα πολιτιστικά υπόβαθρα της κοινωνίας. Υπάρχει μια αυθεντικότητα του πνεύματος η οποία ώφειλε νά αποκαλυφθεί. Εδώ καί δύο αιώνες, τόσοι προφήτες, τόσοι δημιουργοί ζωής δικαιοσύνης και ομορφιάς έχουν θεωρήσει χρέος να αντιταχθούν στην Εκκλησία αντί να ενταχθούν σ’ αυτή.
Αυτή η εξορία της εκκλησίας από τη ζωή πρέπει να σταματήσει. Σε αρκετές ορθόδοξες χώρες, Ρωσσία, Ρουμανία, Ελλάδα, Λίβανο οι καλλιτέχνες ξαναβρίσκουν εκ νέου στήν εκκλησία την κοινωνία [ουσιαστική σχέση, πραγματικό δέσιμο στμ.] με γη και ουρανό. Ο πραγματικός προφητισμός είναι μυστηριακός. Μέσα σ’ όλες τις πράξεις αυτές, οι μετα-ιδεολογικοί χριστιανοί μπορούν να συνεργαστούν με τους μετα-ιδεολογικούς ουμανιστές, παραδείγματος χάρη, για να επανέλθουμε στην πρώτη ερώτηση, με τους ανοιχτούς αντι-ολοκληρωτικούς μαρξιστές...
Εν τούτοις είναι καλό, πιστεύω, οι χριστιανοί του σήμερα, να προσχωρούν με την ιδιότητά τους αυτή στήν πολιτική δράση. Αν όχι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί γι’ αυτούς ότι «έχουν τα χέρια καθαρά, αλλά είναι χωρίς χέρια». Ο κόσμος μάς παρακολουθεί, πρέπει κατ’ αρχήν να παρουσιάσουμε μία αυθεντική προσέγγιση της πολιτικής, την οποία να θεωρούμε σαν μια υπερδομή του πολιτιστικού, η οποία δεν ανανεώνεται παρά μόνο με το Ευαγγέλιο. Από το άλλο μέρος έχουμε να διεξαγάγουμε «ειδωλοκλαστικούς» αγώνες αλλά και να κάνουμε θετικές προτάσεις. Αυτό που περιμένουν από μάς είναι, πιστεύω, ένας λόγος, ένα παράδειγμα, μια υπηρεσία που προέρχεται από πιο μακριά απ’ ό,τι η πολιτική και η γνώση. Μπροστά σε τόσες έχθρες, μια κουβέντα καλωσορίσματος (αποδοχής) και αμοιβαίας συγγνώμης, όπου καθένας νιώθει να κατανοεί πιο είναι το καλύτερο. Εν όψει της αβέβαιης δίψας (=παραλογισμού) για κατανάλωση, αυτή την «βουλιμία των ανθρώπων που αγωνιούν» ένας λόγος άσκησης, εγκράτειας. (=εκούσιος περιορισμός) για ένα αληθινό μοίρασμα με τον Τρίτο κόσμο. Μπροστά στην απογύμνωση της φύσης από μια τεχνική που έγινε η ίδια σκοπός, ένας λόγος σεβασμού, συμπάθειας, μεταμόρφωσης της πραγματικότητας τής αδελφής μας, «Μητέρας-Γης». Μπροστά στους κινδύνους και τις υποσχέσεις της «τρίτης βιομηχανικής επανάστασης», ένας λόγος για να ξαναθυμήσουμε ποιος είναι ο άνθρωπος, ποιες αξίες τον καθιστούν άνθρωπο, σε ποιο επίπεδο δημιουργικότητας και σκέψης οφείλει να τοποθετηθεί όταν οι μηχανές αφομοιώνουν τη μηχανική και διαρκή δύναμη όχι μόνον των χεριών του αλλά και της διάνοιάς του. Απέναντι στην «κοινωνία του κενού», ένας λόγος με νόημα και με ζωντάνια – χαρά. Μπροστά στους τρόμους του έτους 2.000 το στέρεο άνοιγμα δρόμων ελπίδας και ζωής. Μια παρόμοια εισχώρηση, καθαρά χριστιανική, μέσα στην πολιτική αλλ’ επίσης σ’ αυτό που την υπερβαίνει και σ’ αυτό που προηγείται, μού φαίνεται σήμερα ο πιθανός πρόλογος μιας κοινωνικής και πολιτιστικής αναδημιουργίας…
Η ορθόδοξη θεολογία έχει γνωρίσει, στην σημερινή εποχή, μια μακρά «βαβυλώνια αιχμαλωσία» για να δανειστούμε την έκφραση του Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Έχει διαπεραστεί από δυτικές επιδράσεις «επαρχιακές και μέτριες»: για παράδειγμα ούτε από τον Ιωάννη του Σταυρού, ούτε από τον Πασκάλ, ούτε από τον Σύμπεν ούτε ακόμη, μέσα στην πρώτη της δημιουργία, από τη σκέψη ενός Θωμά Ακινάτη η ενός Μποναβεντούρα, αλλά από την υπο-σχολαστική σκέψη των εγχειριδίων. Αυτή η υπο-σχολαστική επίδραση έχει διαρκέσει επί μακρόν, είναι αισθητή σε συγκεκριμένες ελληνικές και ρωσικές δογματικές του 19ου αιώνα και ιδίως του εικοστού αιώνα, αλλά μου φαίνεται ότι δεν ασκείται πλέον σήμερα (αυτό που θα έβρισκε κανείς εδώ και εκεί σήμερα, είναι το γόητρο της γερμανικής θεολογικής σκέψης της εποχής μας, μείγμα πολυμάθειας, απομυθοποιητικού φιλελευθερισμού και μερικές φορές Χαϊντεγγεριαννής φιλοσοφίας..;) Ο εικοστός αιώνας μού φαίνεται κυρίως σημαδεμένος από την επανανακάλυψη της μεγάλης ορθόδοξης παράδοσης, πατερικής, βυζαντινής, φιλοκαλικής, πάντοτε διαφυλαγμένης εξ άλλου μέσα στη λειτουργία – όπου η σκέψη των πατέρων γίνεται δοξολογία – και από τα μεγάλα ασκητικά και μυστικά κείμενα που οι μοναχοί δεν έχουν ποτέ πάψει να μελετούν.
Η νεοπατερική και νεοπαλαμική σύνθεση πραγματοποιείται κατά τα έτη ’30 και ’50 του αιώνα μας (1930-1950) και προ πάντων στην ρωσσική διασπορά, της οποίας το κέντρο βρισκόταν στο Παρίσι. Αρκεί να αναφέρουμε έναν Γεώργιο Φλωρόφσκυ, έναν Βλαδίμηρο Λόσσκυ, έναν Βασίλειο Κριβοσέϊν, μία Μύρα-Λωτ Μπορωντίν... Σε αυτούς χρειάζεται να προσθέσουμε τις ισχυρές επεξεργασίες του πατρός Δημητρίου Στανιλοάε στη Ρουμανία και του πατρός Ιουστίνου Ποποβιτς στη Σερβία. Από τότε, αυτή η σύνθεση έφερε καρπούς στο έργο θεολόγων μιας η δύο νεωτέρων γενεών, πάντα στη Γαλλία, αλλ’ επίσης, και ολοένα περισσότερο, στην Αμερική, στη Σερβία, διακριτικά στη Ρωσσία, τελικά, αλλά με πολλή δύναμη στην Ελλάδα: σκέφτομαι, μεταξύ πολλών άλλων, τον Νίκο Νησιώτη, τον Χρήστο Γιανναρά, τον Παναγιώτη Νελλα, τον πατέρα Βασίλειο Σταυρονικητιανό [Γοντικάκη].
Οι κατευθύνσεις τής έρευνας είναι ποικίλες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία της Θεολογίας (και κατ’ εξοχήν τονίζεται η συνέχεια ανάμεσα στην βυζαντινή και τη ρωσσική σκέψη, επί τόσο μακρό διάστημα αγνοημένη) και στη Θεολογία των μυστηρίων. Στη Γαλλία, στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία, την προσευχή του Ιησού, την Θεολογία της εικόνας, την αντιμετώπιση της προόδου. Στη Σερβία και τη Ρουμανία, όλα γίνονται στά πλαίσια ενός διαλόγου, υπονοουμένου τις περισσότερες φορές, με τον μαρξισμό. Η σερβική θεολογία χαρακτηρίζεται από τον σλαβοφιλισμό (ο Ντοστογιέφσκυ του «Ηλιθίου») και ένα εξαιρετικό αντικαθολικισμό. Η ρουμανική θεολογία από την επιθυμία της συνένωσης σε έναν αυθεντικό περσοναλισμό της σημασίας της κοινωνικής προσφοράς και μιας ανανεωμένης φιλοκαλικής παράδοσης. Στην Ελλάδα, ξαναβρίσκει κανείς όλες αυτές τις προκαταλήψεις (τον ελληνοκεντρισμό που βέβαια αντικαθιστά τον σλαβοφιλισμό) και μού φαίνεται ότι «σχεδιάζεται» σήμερα μια αξιόλογη «σύνθεση της σύνθεσης»...
Η αδυναμία της νεοπατερικής θεολογίας είναι ότι υποθέτει σαν δεδομένα ένα ολόκληρο σύνολο από προϋποθέσεις, από υπόβαθρα τα οποία εν τούτοις καταρρέουν ολοένα περισσότερο εδώ και είκοσι χρόνια. Η αδιαφορία και ο μηδενισμός, σε συνδυασμό από κοινού με τα φαινόμενα της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης, στην ουσία καταστρέφουν την παραδοσιακά σχηματισμένη αντίληψη για το Χριστιανικό μήνυμα. Η επιστημονική άποψη και αντιμετώπιση του κόσμου, η τρίτη βιομηχανική επανάσταση, το προβαλλόμενο θέαμα του παγκοσμίου φόβου, η δυνατότητα μιας διαστημικής αυτοκτονίας.
Οι ασιατικές μέθοδοι συγκέντρωσης, όλα αυτά βρίσκουν απάντηση στην νεοπατερική σκέψη: Τι μπορούν να πουν οι θεολόγοι μας σε ένα νέο που παίρνει ναρκωτικά, ή που βρίσκει στην τρυφερότητα και στην παραφροσύνη των σωμάτων ένα καταφύγιο και όχι μια αμαρτία; Τι μπορούν να πουν σ’ έναν άνθρωπο της «τρίτης εκλαΐκευσης»: αυτής του Νίτσε και των επομένων του, που αποδέχεται χωρίς άλλο το παιγνίδι για τη ζωή και τον θάνατο μέσα στην πλήρη αβεβαιότητα του κόσμου; (Η «δεύτερη εκλαΐκευση», αυτή του Μαρξ, είναι ολότελα ξεχασμένη, καθώς το έχει αρκετά καταλάβει ένας Κώστας Αξελός).
Γι’ αυτό και μού φαίνεται επείγον να ακολουθήσουμε ξανά τις έρευνες των ρώσων θρησκευτικών φιλοσόφων (σκέφτομαι έναν Νικόλαο Μπερντιάεφ παραδείγματος χάρη, αλλά υπήρξαν και πολλοί άλλοι) εξ ολοκλήρου πνευματική συνέχεια τοϋ Ντοστογιέφσκυ! Έρευνες λοιπόν, που οι νεοπατερικές βεβαιότητες έχουν καταδικάσει σε μια άδικη λήθη. Αυτοί οι θρησκευτικοί φιλόσοφοι δεν ήταν επιτηδευμένοι πανεπιστημιακοί θεολόγοι, άνθρωποι της Εκκλησίας, αλλά «τυχοδιώκτες» του Πνεύματος, λαϊκοί που προσήλθαν (η επανήλθαν) στην πίστη αφού εξερεύνησαν πρώτα τις αβύσσους του αθεϊσμού και του μηδενισμού. Οι περισσότεροί τους είχαν γνωρίσει την ρωσσική επανάσταση, δηλαδή μια πραγματική αποκάλυψη μέσα στην ιστορία. Έτσι οδηγήθηκαν στην επεξεργασία μιας καινούργιας αντίληψης τού μηνύματος, θεμελιωμένης στο αμείωτο αίνιγμα του ανθρώπου και σε μια προσέγγιση ταυτόχρονα «αποφατική» και «κενωτική» του Θεού. Έθεσαν σε μια χριστιανική προοπτική τα προβλήματα τής «πιστότητας στη γη» και του «νοήματος της σάρκας». Έδειξαν στο πρόσωπο του Θεού την ελευθερία και την χαρά του ανθρώπου, εξερεύνησαν τον υπόγειο άνθρωπο, ανακάλυψαν τον Χριστό μέσα στην πιο βαθειά μας κόλαση, εόρτασαν σ’ ένα πρόσωπο το άνοιγμα της υπερβατικότητας που μάς ελευθερώνει από την οπωσδήποτε απεριόριστη φυλακή του κόσμου... Έχουν τελικά διακηρύξει ότι το αληθινό σημείο κάθε σχηματισμένης αντίληψης σήμερα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος που όφειλε να πεθάνει με τον Θεό ξεπερνάει πάντοτε τον άνθρωπο και δεν έχει άλλο καθορισμό από το να είναι πέρα από κάθε ορισμό-απόπειρα εξήγησης.
Η ανακάλυψη της θρησκευτικής ρωσικής φιλοσοφίας, και ιδιαιτέρως της σοφιολογίας, δεν έχει, απ’ ό,τι γνωρίζω, αφομοιωθεί παρά από μία σχολή ορθόδοξης θεολογίας, την πολωνική σχολή, που επί μακρό εμψυχώνεται από τον πατέρα Γιέρζυ Κλινγκέρ. Δεν είναι τυχαίο· η χριστιανική σκέψη της Πολωνίας, καθολική επίσης, έχει προσλάβει τον τελευταίο αιώνα ενα χαρακτήρα προφητικό και «Ιωάννειο» συγλίνοντα προς την ορθόδοξη σκέψη.
Η ρωσική θρησκευτική φιλοσοφία έχει ανάγκη, όχι να αποκηρυχθεί σαν αιρετική (οι καταδίκες σε αίρεση αποτελούν τέρψη για μια συγκεκριμένη νεοπατερική θεολογία) αλλά να διορθωθεί, να σταθμισθεί σωστά, να εγγραφεί μέσα στην παράδοση την οποία θα βοηθούσε τότε να ξαναγίνει προφητική και δημιουργική. Αυτή η προσέγγιση μεταξύ θρησκευτικής φιλοσοφίας από την μια μεριά και νεοπατερικής σύνθεσης από την άλλη, έχει υλοποιηθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό από τον Παύλο Ευδοκίμωφ, και είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που συνιστά την σπουδαιότητα και επικαιρότητα τού έργου του.
Μια παρόμοια εργασία επιτελείται σήμερα στη Ρωσία, παρά την αυξανόμενη ολοένα καταστολή της σκέψης [πριν την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος] στην νέα χριστιανική «ιντελιγκέντσια». Αρκετοί νέοι διανοούμενοι, μεγαλωμένοι μέσα στο κλίμα του αθεϊσμού και των οποίων οι γονείς είναι οι ίδιοι άθεοι, ανακαλύπτουν την ορθοδοξία από την ανάγνωση του Ντοστογιέφσκυ και των θρησκευτικών φιλοσόφων, έπειτα δε προσχωρούν στην πατερική και φιλοκαλική παράδοση. Η εμπειρία τους από τον μηδενισμό είναι ακόμη περισσότερο ζωηρή από αυτή των μεγάλων διανοητών των αρχών του αιώνα. Μία ανάμεσα στους αξιολογώτερους φορείς τού λόγου τους είναι η Τατιάνα Γκορίτσεβα, εξορισμένη από την σοβιετική επικράτεια εδώ και τρία ή τέσσερα χρόνια και που ζει τώρα στο Παρίσι.
Ήδη, το καινούργιο χριστιανικό μυθιστόρημα (χριστιανικό ανοικτά ή συγκαλυμμένα) φέρει μια τέτοια ανανεωμένη αντίληψη για το πρόσωπο, την αγάπη, την ανάσταση. Σκέφτομαι το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Πάστερνακ, τα μυθιστορήματα και το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Σολζενίτσιν (αφού καλύτερα θα άξιζε να παραμερίσουμε τις πολιτικές δηλώσεις που αυτό προξένησε στην Δύση) τις διηγήσεις ή τα δοκίμια ενός Σινιάβσκι και ενός Μαξίμωφ...
Για να απελευθερώσουμε την νεοπατερική και νεοπαλαμική σύνθεση που διαφορετικά, κινδυνεύει να «στραφεί στο κενό» θαυμάζοντας τον εαυτό της, μακριά από τη ζωή, πρέπει λοιπόν να παρεμβάλουμε στήν παράδοση, τις προφητικές διαισθήσεις μιας διαποτισμένης από την παράδοση θρησκευτικής ρωσσικής φιλοσοφίας και της σύγχρονης ρωσσικής, σερβικής, και ρουμανικής εμπειρίας. Αλλά κάποιες άλλες προϋποθέσεις-συνθήκες μού φαίνονται απαραίτητες:
Έχει σημασία κατ’ αρχήν να ξαναβρούμε τη βιβλική και ευαγγελική έμπνευση των πατέρων. Η σκέψη των πατέρων αποτελεί, προς το καλύτερο, μία τεράστια ερμηνευτική της αποκάλυψης, της παρουσίας καί δράσης του Αναστάντος Χριστού. Πρέπει λοιπόν να γευθούμε άμεσα την σωστική δύναμη της Βίβλου και του Ευαγγελίου, να ενοποιήσουμε το ύφος της ερμηνείας των πατέρων με την αδιαμφισβήτη προσφορά της σύγχρονης εξηγητικής. Από αυτή την οπτική γωνία μού φαίνεται υποδειγματική η έρευνα ενός Ιωάννη Ζηζιούλια, με την σύνδεση της Γραφής με την εμπειρία της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας.
Η λειτουργία παρατείνει για το σύνολο του λαού τού Θεού την ίδια προσπάθεια ερμηνείας. Θα αρκούσε λοιπόν, από το ένα μέρος, να ελευθερώσουμε την βυζαντινή λειτουργία από συγκεκριμένες τυχαίες εκφράσεις (κείμενες π.χ. λόγω ενός αντισημιτισμού ή ενός «κωνσταντινισμού») και από το άλλο μέρος να ακολουθήσουμε διακριτικά και με σύνεση ένα δημιουργικό προτσές [= πορεία] δίνοντας την ικανότητα έκφρασης στον σκοτεινό και τραγικό αιώνα μας, τον απογυμνωμένο βαθύτατα, τον γεμάτο όμως, πέρα από κάθε φαντασία, από μία ανανεωμένη αγιότητα... Η πρώτη χιλιετηρίδα γνώρισε μια ακατάπαυστη λειτουργική δημιουργία, ένα ολόκληρο κύμα που κάλυπτε το άλλο και το έριχνε συχνότατα στη λήθη... Στη δεύτερη χιλιετηρίδα, η λειτουργία έχει περιβληθεί με, ένα τόσο έντονα ίερό περιεχόμενο που της ακινητοποιεί κάθε παραπέρα εξέλιξη εκτός από ορισμένους τρόπους άσκησης ευσεβούς ρητορικής. Η εποχή μας, εν τούτοις, έδειξε ότι μπορούσε να δημιουργήσει (η προσευχή για τους νεκρούς, επεξεργασμένη από τον άγιο Ιώβ τού Πότσαεφ, όπου προσεύχεται κανείς για τους διαπράξαντες αυτοκτονία, για τους αμετανόητους νεκρούς, που χάθηκαν στις μεγάλες σφαγές του αίώνα· η προσευχή που «παρηγορεί το Πνεύμα-παρηγορητή», που κυκλοφορούσε στην Ρωσία τα έτη της δεκαετίας του 1960· ο ρουμανικός ακάθιστος της «φλεγομένης βάτου» που ανακεφαλαιώνει για σήμερα την ησυχαστική οδό· η προσευχή για την εορτή της εργασίας που συντάχθηκε στον Λίβανο από τον μητροπολίτη Γεώργιο Κχώντρ κλπ. Όσον αφορά τον ελληνικό λαό, έχει επιδείξει στην εποχή της τουρκοκρατίας μία μεγάλη ικανότητα μιας παρα-λειτουργικής δημιουργίας, ιδιαιτέρως ατά «μοιρολόγια της Παρθένου»...
Κείμενο που γράφτηκε για το ελληνικό περιοδικό «Σημάδια» και δημοσιεύθηκε (σε μετάφραση Νίκου Ζερβού) στο τεύχος 12, τον Απρίλιο του 1985
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.