Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Λύτρωση και καταδίκη κάτω από το δέντρο του Ιούδα – του Μιχάλη Μακρόπουλου


(για την ομότιτλη νουβέλα μου κι ένα διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

Ο πρωταγωνιστής στη νουβέλα μου Το δέντρο του Ιούδα(Κίχλη, 2014) έχει χάσει τα πάντα, είναι σαν νεκρός. Η μόνη σωτηρία γι’ αυτόν, είναι μ’ έναν τρόπο να αναστηθεί. Μα, δεν είναι νεκρός που μπορεί να κερδίσει μια δεύτερη, αναστάσιμη ζωή, γιατί ’ναι ακόμα δεμένος με ό,τι έχει χάσει. Με το σακάκι του πατέρα του, με το γαμπριάτικό του σακάκι – χειροπιαστά ρούχα και τα δύο στην ιστορία, μα και συμβολικά.

Όταν φεύγει κάποιος για να μονάσει, γυρνά την πλάτη στα πάντα –σ’ οικογένεια, παιδιά, σταδιοδρομία, φιλοδοξίες– και πλέον ανήκει σε μιαν άλλην οικογένεια και προσβλέπει σε μιαν άλλη ζωή. Κάπως σαν αυτόν το μοναχό είναι ο Ηλίας στην ιστορία. Στην αρχή της, τον συναντούμε στα μισά του δρόμου, «νεκρό», μα δεμένο με την πρωτυτερινή του ζωή. Γιατί είναι έτσι νεκρός, άλλωστε, μπορεί να συνομιλεί με τη νεκρή, τη σφαγιασμένη κοπέλα στην ιστορία.

Ωστόσο, για να «αναστηθεί» πρέπει ν’ αποτινάξει ό,τι τον κρατά σιδεροδέσμιο στη ζωή που έχει χάσει, και πρέπει να θυσιαστεί, για να ολοκληρωθεί τούτος ο «μισός» θάνατός του.

Το τέλος της ιστορίας, για τον Ηλία δεν είναι φυλάκιση, καταδίκη, μα απεναντίας είναι λύτρωση και ανάσταση. Ομολογουμένως, με τη «νομική» έννοια της δικαιοσύνης δεν υπάρχει δικαίωση. Αλλά, αποτινάσσοντας ο Ηλίας αποπάνω του τα δυο «σακάκια» και δεχόμενος να θυσιαστεί, περατώνει ό,τι μέχρι τότε ήταν ακόμη λειψό. Η αληθινή τιμωρία αποδίδεται στον Γιαννογκάση, το φονιά που παραμένει ατιμώρητος. Του αποδίδεται χάρη σε τούτην ακριβώς την ατιμωρησία. Τα δεσμά του Γιαννογκάση είναι πιο βαριά από χειροπέδες και πέδικλα, ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο, που χάρη σ’ αυτό ο Ηλίας λυτρώνεται· και μια κουτσουπιά, το δέντρο του Ιούδα –που εδώ από σύμβολο προδοσίας γίνεται σύμβολο φιλίας κι ανάστασης–, με μια «δημοκρατία του θανάτου» εγκαθιδρυμένη αποκάτω της, όπου «νεκροί και ζωντανοί, σκιές κι ύλη, συνυπάρχουν ισότιμα», προαγγέλλει με το λουλούδιασμά της τούτη τη λύτρωση.

Στο διήγημα του Γιάννη Πάσχου «Καθώς ξεπροβάλλει η άνοιξη», από τη συλλογή Μία νυξ δι’ εν έτος (Μελάνι 2009), μας λέει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής «έχω δύο υποθέσεις τα ταχτοποιήσω, καθώς ξεπροβάλλει η Άνοιξη». Να περιποιηθεί τα βλαστάρια των δέντρων, κυρίως της μουριάς γιατί το καλοκαίρι κρατά παχύ κι ελαφρύ ίσκιο και κάνει όμορφους καρπούς ζηλευτούς από ανθρώπους και ζωντανά, και να περιποιηθεί τα κλωνάρια και τα άνθη της κουτσουπιάς – πρωτίστως αυτό, γιατί η κουτσουπιά είναι το σημείο συνάντησής του με τον Ιούδα.

«Προσπαθώ ολοχρονίς να είναι όσο γίνεται καλύτερα λουλουδιασμένη την κατάλληλη στιγμή και τα κλωνάρια της να ’ναι γερά, λεία και ζωντανά, έτοιμα να αντέξουν το βάρος και τους σπασμούς του μετανοήσαντος σώματος».

Κάθεται το λοιπόν και τον περιμένει πλέκοντας τη θηλιά, ξάγρυπνος μέρα και νύχτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, έως ότου ο Ιούδας να φανεί. Τον ακούει από μακριά «να πλησιάζει αγκομαχώντας. Λυσσομανά, οδύρεται και καταριέται τον εαυτό του. Ακούω αναφιλητά και οιμωγές καθώς σκίζεται μέσα στα βάτα και στα αγριόχορτα. Μυρίζω το αίμα από τα ματωμένα του πόδια, τη βαριά αναπνοή και τις στάλες του ιδρώτα.

»“Έρχεται”, λέω, “τη δική μου κουτσουπιά προτίμησε και φέτος”».

Ο ίδιος ο Ιούδας του δείχνει σε ποιο κλωνάρι θέλει να κρεμαστεί, περνά στο λαιμό του τη θηλιά και ρίχνεται στο κενό. Έπειτα, μαζεύει ο αφηγητής το σκοινί, χαλαρώνει τη θηλιά και αποκαθηλώνει το ταλαιπωρημένο σώμα στη ρίζα του δένδρου. Τρεις μέρες το μοιρολογά. Μετά το αποχωρίζεται.

Ποιος είναι όμως αυτός ο Ιούδας που κρεμιέται κάθε χρόνο από την κουτσουπιά;

«Συμφιλιωμένος με τύψεις και ενοχές», μας λέει στο τέλος, «φορώντας ωραίο, λευκό, λινό πουκάμισο και κρατώντας μια κάτασπρη λαμπάδα, περιδιαβαίνω τα εκκλησάκια το βράδυ της Ανάστασης. Αν και θα το ήθελα, δε φορώ γραβάτα, δεν μπορώ. Με εμποδίζει το μελανό σημάδι τριγύρω στο λαιμό».

Αν ο Λιάκος στη νουβέλα μου λυτρώνεται κι ανασταίνεται κάτω από τη λουλουδιασμένη κουτσουπιά, ο πρωτοπρόσωπος ανώνυμος αφηγητής στο βραχύ, έξοχο διήγημα του Γιάννη Πάσχου κάθε χρόνο κρεμά από έναν κλώνο της τον εαυτό του και τον ξεκρεμά πρόσκαιρα λυτρωμένο, έπειτα, για να τον σύρει, καλοντυμένο μα αγραβάτωτο, σε μια μάταιη Ανάσταση.

ΠΗΓΗ:http://frear.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.