Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι
Μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα
Απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.
Ο Αυξεντίου και το κρησφύγετό του στον Μαχαιρά

Β. ΡΙΤΣΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»

Η δεύτερη περίπτωση διακειμενικού διαλόγου ανάμεσα στον Ρίτσο και τον Καζαντζάκη στον «Αποχαιρετισμό» είναι, νομίζω, σαφώς πιο προφανής και άρα δεν απαιτεί ιδιαίτερο σχολιασμό. Ο υπαινιγμός εντοπίζεται στο πιο πολυδιαβασμένο – και δικαίως – χωρίο του ποιήματος:

Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ,
Πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια –
Μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας
Μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων,
φλεγόμενη η σημαία μας σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ να επαναλάβω :

” Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση,
οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη
” Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α “


Νομίζω λίγα περιθώρια αμφιβολίας υπάρχουν ότι οι ανατριχιαστικοί αυτοί στίχοι του Ρίτσου, τους οποίους μελοποίησε έξοχα ο Μάριος Τόκας, παραπέμπουν σε μια από τις διασημότερες σκηνές του «Καπετάν Μιχάλη» (στον πρόλογο του οποίου, υπενθυμίζω, ο Καζαντζάκης χαιρέτισε τον αγώνα των Κυπρίων για την Ένωση, τον αγώνα, δηλαδή, του Αυξεντίου κι ας μην τον κατονομάζει προσωπικά). Αναφέρομαι βεβαίως στη στιγμή του θανάτου του γερο-Καπετάν Σήφακα, πατέρα του Καπετάν Μιχάλη, που έμαθε κι αυτός τόσα μόνο γράμματα, όσο να γράψει λίγο πριν κρύψει τα μάτια του ένα λόγο στερνό να τον θυμούνται, μιαν ιερή παρακαταθήκη, έναν ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ: «ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ!»


Αντιγράφω ολόκληρη τη σκηνή, γιατί αξίζει τον κόπο (σσ. 432 κ.ε.):
— Τι να γίνουνται εκεί πάνω οι χριστιανοί;
Είχαν ανεβεί οι γυναίκες στα δώματα να ξεχιονίσουν, να μη σπάσουν τα δοκάρια από το βάρος, κι αγνάντευαν πέρα το βουνό κι αναστέναζαν: τι να γίνουνται εκεί πάνω, Θε μου, οι χριστιανοί; Κι η κυρά-Κατερίνα είχε στυλωμένα τα μάτια της κι αυτή στο καταχιόνιστο βουνό και συλλογίζουνταν το φοβερόν άντρα…
Ήλιος σήμερα λαμπερός, ο ουρανός καταγάλανος, κρούσταλλο ο αγέρας. Δυο τρία σπουργίτια κατέβηκαν στη χιονισμένην αυλή του παππού και σκάλιζαν και τσιμπολογούσαν το χιόνι· το Θρασάκι είχε προβάλει έξω μ᾽ ένα κομμάτι ψωμί, γέμισε η αυλή σπουργίτια λιμασμένα.
— Παππού, παππού, φώναξε το Θρασάκι και του᾽ δειχνε τα σπουργίτια.
Μα αυτός είχε μαζευτεί στη γωνιά, ομπρός από το αναμμένο τζάκι και κοίταζε ακίνητος, αμίλητος, τις φλόγες που άγλειφαν κι έτρωγαν κι έκαναν στάχτη τα ξύλα. Μέρες τώρα δε μιλούσε, όλο και χλώμιαζε και βούλιαζε σε σκοτεινούς λογισμούς, κάποια τον είχε κυριέψει έννοια μεγάλη.
Έθρυψε το Θρασάκι όλο το ψωμί στα σπουργίτια, μπήκε μέσα.
Την ώρα εκείνη ο παππούς σηκώνουνταν· είχε παραγγείλει και του᾽ φεραν από το Καστέλι έναν τενεκέ κόκκινη μπογιά και μια βούρτσα· στράφηκε, έγνεψε στο Θρασάκι.
— Πάρε την μπογιά, Θρασάκι μου, και πάμε. Να τη, στη γωνιά· και δώσ᾽ μου εμένα τη βούρτσα.
— Πού θα πάμε, παππού;
— Τώρα θα δεις· μόνο γρήγορα, τώρα που δε χιονίζει.
Πρόβαλαν στην ξώπορτα· παππούς κι εγγονός στάθηκαν και κοίταξαν κάτω το χωριό, ασάλευτο, βουβό, κουκουλωμένο στα χιόνια… Τι μάγια είναι ετούτα, τι ασπρίλα τα σπίτια, οι πέτρες, οι δρόμοι, πόσον όλα είχαν ομορφύνει, τα ξύλα, τα κουρέλια, τα χαλάσματα, σκεπασμένα από το αφράτο, ανέγγιχτο χιόνι! Το Θρασάκι δεν αποχόρταινε να βλέπει πώς μεταμορφώθηκε το χωριό σε μια νύχτα.
Έβγαλε από το ζωνάρι του το μεγάλο χρωματιστό μαντίλι του ο παππούς κι άρχισε να καθαρίζει την πόρτα από το χιόνι.
— Έμπα μέσα, Θρασάκι, είπε, πάρε ένα πανί, καθάριζε και συ.
Άστραψε κατακάθαρο το ξύλο· έσκυψε ο παππούς, ξεκαπάκωσε τον τενεκέ, βούτηξε τη βούρτσα.
— Στ᾽ όνομα του Θεού! μουρμούρισε.
— Τι θα κάμεις, παππού;
— Τώρα θα θεις!
Σήκωσε τη βούρτσα κι άρχισε αργά, προσεκτικά, να γράφει με την κόκκινη μπογιά, στην πόρτα το πρώτο γράμμα: Ε, ύστερα Λ, ύστερα Ε πάλι…
— Α! φώναξε το Θρασάκι, κατάλαβα!
Ο παππούς χαμογέλασε!
— Κατάλαβες τώρα γιατί μ᾽ έπιασε η λόξα να μάθω γράμματα; έκαμε. Είχα το σκοπό μου· θα γεμίσω το χωριό, δεν θ᾽ αφήσω τοίχο, θ᾽ ανέβω και στο καμπαναριό, θα πάω και στο τζαμί και θα γράψω: Ελευτερία ή Θάνατος, πρι να πεθάνω.
Μιλούσε κι έγραφε με χοντρές πινελιές τα μαγικά λόγια. Και κάθε τόσο έγερνε πίσω το κεφάλι, καμάρωνε τα γραφτά του. Δεν μπορούσε ακόμα να το χωρέσει ο νους του, τι μυστήριο είναι ετούτο, να σημαδεύεις μερικές γιώτες και κουλούρες, κι από αυτές να βγαίνει μια φωνή, σαν να᾽ ταν στόματα ανθρώπου, χείλια και λαρύγγια και σπάχνα και φώναζαν.
[…]
Είχε πάρει πια το χέρι του το κολάι της γραφής, πετούσε. Έφτασε στην πλατεία του χωριού· εκεί᾽ ταν το σκολειό, η εκκλησιά, το τζαμί· πιο πέρα ο καφενές. Βούτηξε τη βούρτσα στην μπογιά, άρχισε από την πόρτα του σκολειού: Ελευτερία ή Θάνατος! Δυο γέροι πρόβαλαν από τον καφενέ:
— Ε, ε καπετάν Σήφακα, πότε τα᾽ μαθες τα γράμματα; τι γράφεις; τι έπαθες;
— Αποχαιρετώ, αποκρίθηκε ο παππούς, χωρίς να στραφεί, σας αφήνω ένα λόγο, το στερνό, να με θυμάστε.
— Τι λόγο;
— Ελευτερία ή Θάνατος! φώναξε το Θρασάκι.
 httpsαπό:antonispetrides.wordpress.com