Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Οι διαιρέσεις της Κύπρου (η τουρκική εισβολή και κατοχή)


Αναδημοσίευση από:http://ardin-rixi.gr

Δέκα χρόνια μετά την πανηγυρική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από το 76% των Ελληνοκυπρίων, αυτό επιστρέφει σε νέο περιτύλιγμα. Μεγάλο μέρος της ελλαδικής αριστεράς συνεχίζει να στηρίζει το σχέδιο Ανάν με μια παράλογη επιμονή. Όμως στην ουσία το Κυπριακό παραμένει πρόβλημα εισβολής και κατοχής και όχι διένεξη δύο κοινοτήτων, όπως θέλουν να το παρουσιάζουν. Ο Πέρρυ Άντερσον από τους σημαντικότερους μαρξιστές διανοητές, αν και Βρετανός βλέπει τα πράγματα πολύ πιο καθαρά από πολλούς άλλους Ελλαδίτες και Κύπριους προοδευτικούς. Παραθέτουμε από το βιβλίο του Οι διαιρέσεις της Κύπρου (εκδόσεις Άγρα, μετ. Κώστας Ράπτης) ένα απόσπασμα σχετικό με το χρονικό της εισβολής και της έκτοτε κατοχής των 2/5 του νησιού. Ρ

Η τουρκική εισβολή και κατοχή

Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή που σφραγίζει τη μορφή της Κύπρου μέχρι, και σήμερα. Έχοντας πλήρη υπεροχή από αέρος, οι τουρκικές δυνάμεις δημιούργησαν ένα προγεφύρωμα στην Κυρήνεια και έριξαν αλεξιπτωτιστές στην ενδοχώρα. Μέσα σε τρεις ημέρες, η χούντα είχε καταρρεύσει στην Ελλάδα και ο Σαμψών είχε παραιτηθεί. Έπειτα από μια εκεχειρία μερικών εβδομάδων, κατά τη διάρκεια της οποίας η Τουρκία κατέστησε σαφές ότι δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον για τη συνθήκη της οποίας η παραβίαση της έδωσε την αφορμή για να εισβάλει, παρά επιδίωκε πάραυτα τη διχοτόμηση, οι στρατηγοί της εξαπέλυσαν κεραυνοβόλο επίθεση σε όλα τα μέτωπα -με άρματα μάχης, αεριωθούμενα αεροπλάνα, πυροβολικό και πολεμικά σκάφη- απέναντι στην αποκατεστημένη πλέον νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου. Σε λιγότερο από 72 ώρες, η Τουρκία κατέλαβε τα δύο πέμπτα του νησιού, συμπεριλαμβανομένης της πιο εύφορης περιοχής του, μέχρι μια προκαθορισμένη «Γραμμή του Αττίλα» που ξεκινά από τον κόλπο της Μόρφου και καταλήγει στην Αμμόχωστο. Με την κατοχή ήρθε και η εθνοκάθαρση. Περίπου 180.000 Κύπριοι -το ένα τρίτο της ελληνοκυπριακής κοινότητας- εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους και. απωθήθηκαν πέρα από τη γραμμή του Αττίλα, προς το Νότο. Περίπου 4.000 έχασαν τη ζωή τους και άλλοι 12.000 τραυματίστηκαν: το αντίστοιχο στη Βρετανία θα ήταν πάνω από 300.000 νεκροί και ένα εκατομμύριο τραυματίες. Ανάλογος αριθμός Τούρκων εισβολέων σκοτώθηκε σε ανταπόδοση. Σε εύθετο χρόνο, περίπου 50.000 Τουρκοκύπριοι ακολούθησαν την αντίστροφη διαδρομή, εν μέρει από φόβο, αλλά κυρίως υπό την παρότρυνση του τουρκικού καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί στον Βορρά και χρειαζόταν δημογραφικές ενισχύσεις, επιδιώκοντας παράλληλα τον πλήρη διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Από τότε μέχρι σήμερα, η Λευκωσία έγινε ένα μεσογειακό Βερολίνο, διαιρεμένο με συρματοπλέγματα και οδοφράγματα.

Η βιαιότητα της τουρκικής επιδρομής στην Κύπρο, μολονότι καταφανής, δεν συνιστούσε έκπληξη. Σε προηγούμενες περιπτώσεις, όπως και σε αυτή, η Άγκυρα είχε προειδοποιήσει επανειλημμένα για τις προθέσεις της. Η πολιτική ευθύνη για την καταστροφή έγκειται σε εκείνους που την επέτρεψαν ή και την ενθάρρυναν. Συχνά το κύριο μερίδιο ευθύνης αποδίδεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Ουάσινγκτον, το καλοκαίρι του 1974, ο Νίξον είχε πια παραλύσει τόσο πολύ από το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ -εκδιώχτηκε από το αξίωμα του μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης τουρκικής εισβολής- που η αμερικανική πολιτική καθοριζόταν αποκλειστικά από τον Κίσσινγκερ. Έχει χυθεί πολύ μελάνι για το αν η CIA συνήργησε στα σχεδιασμό του πραξικοπήματος της χούντας στη Λευκωσία, και, εάν όντως συνέβη αυτό, για το κατά πόσο διαβίβασε στο Στέητ Ντηπάρτμεντ τις πληροφορίες που είχε εκ των προτέρων. Αυτό για το όποιο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία είναι η άποψη του Κίσσινγκερ για τον Μακάριο, ο όποιος είχε πραγματοποιήσει μια μακρά επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα το 1971, είχε εισαγάγει τσεχικά όπλα για να τα χρησιμοποιήσει ενάντια ΕΟΚΑ Β΄, και υπό την ηγεσία του οποίου η Κύπρος αποτελούσε μια από τις τέσσερις όλες και όλες μη κομμουνιστικές χώρες που διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με Βόρειο Βιετνάμ. Ήθελε να βγάλει τον Μακάριο από μέση και άπαξ και ο Σαμψών πήρε την εξουσία στη Λευκωσία, παρεμπόδισε οποιαδήποτε καταδίκη του πραξικοπήματος από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μόλις η Άγκυρα παρέδωσε το τελεσίγραφο της στο Λονδίνο, οι ΗΠΑ συνέπραξαν στην τουρκική εισβολή, συντονίζοντας την προώθηση της απευθείας με την Άγκυρα.

Όμως, μολονότι ο ρόλος της Αμερικής στο διαμελισμό της Κύπρου είναι ευκρινής, αυτός που φέρει συντριπτική ευθύνη είναι η Βρετανία. Ο Ουίλσον και ο Κάλλαχαν προσπάθησαν, ως συνήθως, να επιρρίψουν εκ των υστέρων τις ευθύνες στον Κίσσινγκερ, ισχυριζόμενοι, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ερήμην των ΗΠΑ. Οπωσδήποτε, το να σέρνονται ενώπιον της Ουάσινγκτον αποτελούσε, τότε όπως τώρα, ένα ενστικτώδες αντανακλαστικό των Εργατικών – αν ο Heath είχε επιβιώσει στην πρωθυπουργία, μια τέτοια δικαιολογία θα ήταν απίθανη. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η Βρετανία είχε και τα μέσα και την υποχρέωση να σταματήσει την τουρκική επίθεση στην Κύπρο. Αφού πρώτα εξασφάλισε την εχθρότητα των Τούρκων προς την ελληνική πλειονότητα, επέβαλε στο νησί μια Συνθήκη Εγγύησης που του στερούσε την αληθινή του ανεξαρτησία, για τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς: τη διατήρηση μεγάλων στρατιωτικών βάσεων υπό την απόλυτη κυριαρχική δικαιοδοσία της. Τώρα που καλούνταν να τηρήσει τη Συνθήκη, σταύρωνε τα χέρια και έδινε το «ελευθέρας» στον σύγχρονο Αττίλα προφασιζόμενη -αυτή, μια πυρηνική δύναμη- ότι ήταν ανήμπορη να κάνει αλλιώς.

Δύο χρόνια αργότερα, μια Ειδική Επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων θα κατέληγε στο εξής συμπέρασμα: «Η Βρετανία είχε το νόμιμο δικαίωμα να επέμβει, είχε την ηθική υποχρέωση να επέμβει, είχε τη στρατιωτική ικανότητα να επέμβει. Δεν επενέβη για λόγους που η κυβέρνηση αρνείται να τους γνωστοποιήσει». Η άρνηση αυτή έχει έκτοτε αποδοθεί, ακόμη και από τους επικριτές της, πολύ βολικά, στους Αμερικανούς. Με μιαν άμεσα υποκειμενική έννοια, η διασύνδεση είναι ήδη εμφανής: Ο Κάλλαχαν, με νοσταλγική διάθεση, θα έλεγε αργότερα ότι ο Κίσσινγκερ είχε μια «γοητεία και μια ζεστασιά στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ». Μεγαλύτερη σημασία είχαν όμως οι περισσότερο μακροχρόνιες και αντικειμενικές συνάφειες! Οι Εργατικοί, που είχαν πρώτοι προκαλέσει τις συμφορές του νησιού αρνούμενοι οποιαδήποτε αποαποικιοποίηση μετά το 1945, τις είχαν τώρα ολοκληρώσει αφήνοντας την Κύπρο να σφαγιαστεί. Το Λονδίνο ήταν ήδη έτοιμο να παραχωρήσει την Κύπρο στην Αθήνα 1915, με αντάλλαγμα την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Βρετανίας. Εάν αυτό είχε συμβεί, ίσως όλα τα μετέπειτα δεινά να είχαν αποφευχθεί. Αρκεί να δούμε σε αντιπαραβολή μοίρα της Ρόδου (που βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στη» Τουρκία και που περιλάμβανε μια συγκρίσιμη τουρκική μειονότητα), η οποία το 1945 περιήλθε ειρηνικά στην Ελλάδα, επειδή ήταν ιταλική και όχι βρετανική αποικία. Μέσα σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Αυτοκρατορίας, η ιδιάζουσα κακοβουλία που μαρτυρούν τα βρετανικά πεπραγμένα στην Κύπρο ξεχωρίζει.

Όσο για την Ελλάδα, οι επιδόσεις των κυβερνητών της, από το ξενοδοχείο της Ζυρίχης μέχρι τα ερείπιο της Λευκωσίας, ήταν ανεπανόρθωτες. Ούτε πάλι σταμάτησαν με την πτώση της χούντας. Οι στρατηγοί που έθεσαν τέλος στην εξουσία της χούντας στράφηκαν, πως θα προέβλεπε κανείς, προς τον Καραμανλή προκειμένου να αποκαταστήσει το καθεστώς στο όποιο ήταν από κοινού αφοσιωμένοι. Η πρώτη πράξη του Καραμανλή μόλις ανέλαβε την εξουσία, ήταν να βυθίσει το κυπριακό σκάφος άλλη μια φορά, αρνούμενος να προσφέρει οποιανδήποτε συνδρομή, την ώρα που ο τουρκικός στρατός εξαπέλυε τον κεραυνοβόλο πόλεμο του. Όπως το 1959, έτσι και το 1974, μοναδικό αποτελεσματικό όπλο θα ήταν η απειλή του κλεισίματος των αμερικανικών βάσεων και της αποχώρησης της Ελλάδας από το NATO, αν η Αμερική δεν έκανε στην Άγκυρα το τηλεφώνημα που ο Τζόνσον είχε δείξει ότι μπορούσε πολύ καλά να κάνει, με άμεσα αποτελέσματα. Φυσικά, ανησυχώντας περισσότερο για τους προστάτες του παρά για τον λαό της Κύπρου, ο Καραμανλής δεν έπραξε τίποτε παρόμοιο. Ούτε ο δεύτερος Παπανδρέου, που τον διαδέχτηκε στη δεκαετία του ’80, αποδείχτηκε ικανός για τίποτε καλύτερο, πέρα από λεονταρισμούς.
Σε ό,τι πλέον δεν ήταν παρά το ελληνικό απομεινάρι της Κύπρου, ο Σαμψών είχε παραδώσει την εξουσία στον Γλαύκο Κληρίδη, πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων και πρώτο στη σειρά διαδοχής του Μακαρίου, μια προσωπικότητα της Δεξιάς που επιδίωκε να κρατήσει την εξουσία αυτοπροσώπως, ακολουθώντας τη γραμμή πλεύσης που ήθελαν ο Κίσσινγκερ και ο Καραμανλής: ελισσόμενος για να εμποδίσει τον Μακάριο να επιστρέψει στην Κύπρο και εγκαταλείποντας την αρχή της μιας ενιαίας δημοκρατίας χάριν μιας επιδιωκόμενης συμφωνίας με τον πολύ πιο σκληρό Τούρκο ομόλογο του, τον Ραούφ Ντενκτάς, στη βάση της γεωγραφικής ομοσπονδίας. Όμως ούτε οι καλύτερες προσπάθειες της Ουάσινγκτον και της Αθήνας δεν θα μπορούσαν να τον στηρίξουν απέναντι στην παθιασμένη αφοσίωση του μέσου Ελληνοκύπριου προς τον Μακάριο, ο οποίος επέστρεψε στο τέλος του χρόνου εν μέσω μιας συγκλονιστικής λαϊκής υποδοχής. Όταν διεξήχθησαν οι εκλογές, ο Κληρίδης -που το κόμμα του είχε εναγκαλιστεί τούς σκληροπυρηνικούς της ΕΟΚΑ Β΄- κατατροπώθηκε από μια συμμαχία της Αριστεράς και των μακαριακών.
Αλλά, αν και η προεδρία του ήταν τώρα αλώβητη όσο ποτέ άλλοτε, το περιθώριο πρωτοβουλιών που διέθετε πλέον ο Μακάριος ήταν περιορισμένο. Κουρασμένος και αποκαρδιωμένος, ο Μακάριος αποδέχτηκε, υπό την αμείωτη έξωθεν πίεση, το 1977 την ιδέα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με μιαν ισχυρή ωστόσο κεντρική κυβέρνηση που θα έχαιρε της συγκατάθεσης της πλειοψηφίας, ελπίζοντας ότι η κυβέρνηση Κάρτερ θα προέτρεπε την Τουρκία να παραχωρήσει κάποια από τα κέρδη της. Μέσα σε μερικούς μήνες ήταν νεκρός. Ο Κάρτερ, όχι μόνο δεν προσπάθησε να αποσπάσει παραχωρήσεις από την Τουρκία, άλλα εργάστηκε με νύχια και με δόντια για την άρση του εμπάργκου στις πωλήσεις οπλών προς την Τουρκία που είχε επιβάλει το Κογκρέσο κάτω από την οργή της αμερικανικής κοινής γνώμης -στη Βρετανία δεν υπήρξε κάτι αντίστοιχο- για την εισβολή στην Κύπρο. Υπερήφανος για την επιτυχία του αυτή, ο Κάρτερ θα την απαριθμούσε, αργότερα ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της εξωτερικής πολιτικής μιας προεδρίας αφιερωμένης στην υπηρεσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. [...]

Δεν είναι όλη αυτή η κατάσταση ενδογενής. Έχοντας αποσπάσει τα δύο πέμπτα του νησιού, που κατοικούνταν -μετά την εισβολή και την ανταλλαγή πληθυσμών- από λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού, η Τουρκία είχε στα χέρια της ένα τεράστιο απόθεμα κενών κατοικιών και αγροκτημάτων, των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν εκδιωχθεί. Για να τα γεμίσει, έστειλε εποίκους από την ηπειρωτική χώρα. Τι ποσοστό του πληθυσμού αντιπροσωπεύουν τώρα αυτοί είναι θέμα αμφιλεγόμενο, εν μέρει επειδή έκτοτε προστίθενται και προσωρινοί εργάτες, συχνά εποχικοί, και σπουδαστές από την κυρίως Τουρκία. Τα επίσημα τουρκικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι όσοι προέρχονται από την ενδοχώρα δεν ξεπερνούν το 25%-30% ενός συνολικού πληθυσμού περίπου 260.000. Οι ελληνικές εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό σε περισσότερο από 50%, δεδομένου ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν το 1974 κάτι λιγότερο από 120.000 και έκτοτε πολλοί από αυτούς έχουν μεταναστεύσει. Μόνο η εξέταση των πιστοποιητικών γέννησης μπορεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα. Αυτό που δεν επιδέχεται, αμφισβήτηση, πάντως, είναι ότι ο τουρκικός στρατός διατηρεί 35.000 στρατιώτες στη ζώνη που έχει καταλάβει από το 1974, μια αναλογία στρατευμάτων προς την εδαφική έκταση πολύ υψηλότερη από αυτήν που διατηρεί το Ισραήλ για να προστατεύει τους εποίκους του στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.