Σωτήρης Αμάραντος
Είναι πράγματι άξιος προσοχής, σε κάθε εποχή, ο βαθμός αλλοτρίωσης των διαφόρων κατόχων της πολιτικής εξουσίας, από την εμπειρία της καθημερινότητας των εξουσιαζόμενων. Ακόμη και εάν δεν κληρονόμησαν αυτή τη δυνατότητα, αρκεί το μαγικό ραβδί της πολιτικής δύναμης να ακουμπήσει τις γεμάτες οράματα κεφαλές τους, για να μεταμορφωθούν στις πιο στυγερές και κυνικές φυσιογνωμίες, τέτοιες μάλιστα που πολλές φορές ξεπερνούν σε φρίκη, χυδαιότητα και ύβρη τους Ιαβέρηδες και τους Μεγάλους Ιεροεξεταστές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αυτό βέβαια συμβαίνει στη καλύτερη των περιπτώσεων, όταν άτομα εμφορούμενα με ευγενικές προθέσεις αλλοιώνονται μέσα στον κυκεώνα της κατάκτησης ή της αναπαραγωγής της εξουσίας.
Μια δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους κληρονόμους των εξουσιαστικών θέσεων. Εδώ βρίσκουμε άτομα που, λόγω καταγωγής, διαθέτουν υψηλό κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο, βρίσκονται από τα γεννοφάσκια τους σε επαφή με αυτό που ονομάζουμε πολιτικαντισμό και η όλη τους εκπαίδευση προσανατολίζεται στην ανάπτυξη ικανοτήτων διαδοχής των γηραιότερων στις πολιτικές θέσεις.
Μια τρίτη ενδιαφέρουσα κατηγορία αφορά τα άτομα εκείνα που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, το οποίο επιδέχεται επιστημονική και κυρίως ορθολογική διαχείριση. Τα άτομα αυτά έχοντας πολλές φορές μια σημαντική επιστημονική κατάρτιση και ειδίκευση στα οικονομικά, στην επικοινωνιολογία, στο μάνατζμεντ κλπ και αγνοώντας την ουσία της πολιτικής πραγματικότητας, την αντιμετωπίζουν ως κάτι που τους έχει δοθεί με φυσικό τρόπο, στην απλότητα και μερικότητά του, ώστε οι ίδιοι εύκολα να μπορούν να το ανακατασκευάσουν για να υπηρετήσει τους σκοπούς κάποιου πράγματος που μένει σχεδόν πάντοτε απροσδιόριστο. Κάποιοι θα το ονομάσουν κοινό ή εθνικό συμφέρον και κάποιοι άλλοι απλά το συμφέρον του ισχυρού.
Πρόκειται βέβαια για ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο που απηχεί την κυρίαρχη ιδεολογία και δομή της νεωτερικότητας, καθώς εμπλέκει συνειδητές και ανεπίγνωστες διαστάσεις της συγκρότησης της ταυτότητας του σύγχρονου κόσμου. Από αυτή την ταυτότητα δεν ξεφεύγει τίποτα. Από της πολιτική, την παιδεία, την επιστήμη, την οικονομία, την τέχνη και την κουλτούρα ως τη συγκρότηση της μεμονωμένης ψυχικής πραγματικότητας.
Στο πεδίο που κυρίως μας απασχολεί στο παρόν άρθρο θα λέγαμε πως στην εποχή του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τεμαχίζονται φαινόμενα και στοιχεία του επιστητού, μέσα από αυθαίρετα κριτήρια και στη συνέχεια ανασυγκροτούνται με επίσης αυθαίρετο-τεχνητό τρόπο και αναγνωρίζονται ως πραγματικά στοιχεία και σύνολα, με δήθεν αυτόνομη οντότητα, που βάση της πιο πάνω λογικής είναι ικανά να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και ασφαλούς γνώσης, θετικιστικά πιστοποιημένης και επιδεχόμενης διαχειριστικών διευθετήσεων. (βλ τεϊλορισμό, μέθοδο μέτρησης ευφυΐας, τεχνικές διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού κλπ).
Θα ήταν περιττό να σχολιάσουμε ότι όλες αυτές οι τεχνικές και οι «ενδεδειγμένοι» τρόποι δράσης έρχονται να «υπηρετήσουν» την κοινωνία και ειδικά τους σκοπούς εκείνους που καθορίζουν τον κοινωνικό σχηματισμό, ανεξάρτητα από τη βούληση ή τουλάχιστον εξασφαλίζοντας τη σιωπηρή αποδοχή των κοινωνών.
Όπως και να έχει, οι σπουδαίοι μας τεχνοκράτες χωρίς να θέσουν κανένα οδυνηρό ερώτημα (το τραγικό στοιχείο άλλωστε ήταν ανέκαθεν εξορισμένο από τις συνειδήσεις των τεχνοκρατών και της γραφειοκρατίας) για το αποτέλεσμα της αποδοχής σκοπών που οι ίδιοι δεν μπόρεσαν και δεν θέλησαν να κρίνουν, θα παράσχουν την απαραίτητη βοήθεια. Από την άλλη- και εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε μια μεγάλη αντίφαση- τα κυρίαρχα στρώματα προκειμένου να πείσουν για το νομοτελειακό και αναπόδραστο της πραγμάτωσης των συμφερόντων τους, θα βαφτίσουν τη πολιτική τους επιλογή αναγκαία συνθήκη, στηριγμένη στα μαθηματικά, στη στατιστική και σε ότι αποκαλούμε επιστημονική έρευνα. Συνοψίζοντας, η τεχνοκρατία σε αυτή τη λογική αντλεί τους σκοπούς της δράσης της από την κυρίαρχη πολιτική τάξη, η οποία τελικώς την επικαλείται για να νομιμοποιήσει τις αποφάσεις της. Η πολιτική όμως με την πλήρη της σημασία πόρρω απέχει από την τεχνοκρατική αντίληψη. Αντίθετα είναι ο χώρος της γενικής θέσμισης (δηλαδή διαμόρφωσης και οργάνωσης) μιας κοινωνίας, κάτι που βέβαια βρίσκεται στους αντίποδες κάθε συγκεκριμένου αντικειμένου και άρα κάθε ειδίκευσης, είναι αυτό που συγκεφαλαιώνει την κοινωνία στο σύνολό της. Οι πολιτικές αποφάσεις επιδρούν σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, από τις πιο δημόσιες ως τις πιο ιδιωτικές. Δεν είχαν άδικο λοιπόν οι αρχαίοι Αθηναίοι, όταν δεν αναγνώριζαν για την λήψη των κρατικών αποφάσεων, ως αποφασιστικής σημασίας, την αρχή της αλάνθαστης αυθεντίας, αλλά την αρχή των κοινωνούμενων γνωμών! Στον χώρο λοιπόν της πολιτικής, ακριβώς γιατί αυτή συνιστά ένα καθολικό γεγονός, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για σωστό και λάθος με απόλυτο τρόπο, αλλά πάντοτε σε σχέση με κάτι.
Θα μπορούσαμε τότε να αναρωτηθούμε για τον ρόλο της επιστήμης και της τεχνοκρατίας σε ένα Δημοκρατικό πολίτευμα, δηλαδή σε ένα πολίτευμα όπου η διάσταση εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων δεν ισχύει ή έστω είναι αποδυναμωμένη. Φυσικά κανείς υγιής νους δεν μπορεί να αρνηθεί τα θετικά που θα μπορούσε να προσφέρει η τεχνοκρατία, υπό την προϋπόθεση όμως η τελευταία, να περιορίζεται σε ένα καθαρά εργαλειακό ρόλο και να μην παρεμβαίνει για να δικαιώσει ή να κατακρημνίσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων δεν επιδιώκουμε την φίμωση των εκάστοτε τεχνοκρατών, ως πολιτών, για τα πολιτικά πράγματα, αλλά την απομυθοποίηση της αυθεντίας τους. Μια δημοκρατική κοινωνία δεν απορρίπτει τον λόγο των ειδικών, αλλά του αποδίδει την αρμόζουσα ισχύ.
Με άλλα λόγια, το να υπάρχει κοινωνική η ατομική ιδιοκτησία, το να παρέχουμε κοινωνική πολιτική στους ανάπηρους πολέμου ή μόνο στους ψυχικά ασθενείς, το να σφαγιαστούν ή όχι τα βρέφη που γεννήθηκαν το προηγούμενο 24ωρο(ας μας συγχωρεθεί η ωμότητα), η τέλος το εάν θα έχουν πλήρη ή μερικά πολιτικά δικαιώματα οι γυναίκες, αποτελούν το κατ΄ εξοχήν αντικείμενο της πολιτικής, που σχετίζεται με τους σκοπούς της κοινωνικής θέσμισης και μπορεί να αναχθεί μόνο στη βούληση της κοινωνίας. Η βούληση αυτή λοιπόν είναι αντικείμενο διαλόγου η συγκρούσεων και όχι αντικειμενικών αποφάνσεων ακλόνητων αυθεντιών. Από τη στιγμή λοιπόν που η κοινωνία σε μια Δημοκρατία αποφασίζει για τους σκοπούς της κοινωνικής ζωής, αρχίζει να γίνεται όντως απαραίτητος ο ρόλος της τεχνοκρατίας, ως προς τα μέσα που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθούν οι κοινωνικοί σκοποί. Άρα το πολιτικό ζητούμενο που ορίζει τις δυνατότητες δράσης των πολιτών στην (άμεση) Δημοκρατία δεν τίθεται στο επίπεδο της τεχνοκρατικής διαχείρισης, για το πόσα εμβόλια λόγου χάρη θα πρέπει να γίνουν, με γνώμονα κάποια συγκεκριμένα υγειονομικά κριτήρια, στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αλλά στο εάν θα αφήσουμε τους ανέργους ή τους μετανάστες χωρίς εμβολιασμό. Το πρώτο σκέλος του προβληματισμού αφορά τους επιστήμονες και το δεύτερο τους πολίτες! Η διάλυση και της τελευταίας αμφιβολίας για την ικανότητα των απλών πολιτών να έχουν άμεση μετοχή στη πολιτική διαδικασία μιας κοινωνίας και η κατάρρευση του μύθου της αναγκαίας ειδικής γνώσης, για τη νομιμοποίηση της πολιτικής δράσης, είναι κομβικής σημασίας για τη συλλογική συνειδητοποίηση και ενεργοποίηση.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.