Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

«Το παλιό πεθαίνει, το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμα, είναι η εποχή των τεράτων».

Του Γιώργου Κατρούγκαλου


Η ομιλία μου έχει δυο μέρη. Σ’ ένα πρώτο, θα αναζητήσω τα χαρακτηριστικά της κρίσης. Και στο δεύτερο, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα που έθεσαν οι διοργανωτές: Γιατί δεν είναι η αντίδρασή μας αυτή που θα περιμέναμε, εν όψει του μεγέθους της κρίσης, και τι μπορεί να γίνει.

Καταρχάς, είναι σαφές ότι είμαστε σε μια μεταβατική εποχή. Αυτά τα περίφημα λόγια...του Γκράμσι, που έχουν φθαρεί λίγο από την επανάληψη, νομίζω ότι ζωντανεύουν με ενέργεια το πού βρισκόμαστε. «Το παλιό πεθαίνει, το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμα, είναι η εποχή των τεράτων». Αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα. Για αναρωτηθείτε. Γιατί στην Ελλάδα η κρίση έχει εντονότερα χαρακτηριστικά από την υπόλοιπη Νότια Ευρώπη; Θα μπορούσα να θέσω αυτό το ερώτημα διαφορετικά: Γιατί η Χρυσή Αυγή, γιατί ένα νέο ναζιστικό κόμμα, είχε τέτοια ανάπτυξη στην Ελλάδα κι’ όχι στην Ισπανία, στην Ιρλανδία ή την Πορτογαλία. 

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, πρέπει να αντιληφθούμε την κρίση σαν ταυτόχρονα, εκδήλωση μιας παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού, μιας στροφής σ’ ένα διαφορετικό τρόπο ρύθμισης, που όμως, συναρθρώνεται, με μια ειδική ευρωπαϊκή κρίση, ( ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε η ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση), και πώς όλες αυτές οι εξωγενείς τάσεις, ήρθαν σ’ έναν εξωγενή παροξυσμό, να συναντήσουν τα εγγενή προβλήματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αν πάμε ξανά, να συγκρίνουμε την εποχή του Μεσοπολέμου με τη σημερινή εποχή, θα δούμε μια αρχή σύγκρισης, που θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τη σημερινή πραγματικότητα. Η ένταση της κρίσης στην Ελλάδα, αυτή η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 27% -και ακόμη δεν έχει τελειώσει- είναι πραγματικά μοναδική, σε ότι αφορά υποχώρηση οικονομικών μεγεθών σε καιρό ειρήνης. Ποια είναι η δεύτερη περίπτωση; Το δεύτερο ρεκόρ, το ασημένιο μετάλλιο; Η Αμερική του κραχ του ’29. Και ποια είναι η Τρίτη περίπτωση; Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Για να συγκρίνουμε λοιπόν, τον θεσμικό τρόπο με τον οποίο, το ίδιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ο καπιταλισμός, προσπάθησε να προσαρμοστεί, ουσιαστικά, στις ίδιες προκλήσεις.

Βέβαια, στην περίπτωση της Αμερικής, είχαμε το σπάσιμο μιας χρηματιστηριακής φούσκας, ενώ στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν είχαμε ακριβώς κάτι ανάλογο, είχαμε πάντως, και στις δυο περιπτώσεις, ένα οικονομικό σύστημα που φαινόταν να συναντάει τα όριά του. Στη μία περίπτωση, η επιλογή της άρχουσας τάξης της Γερμανίας ήταν να αγκαλιάσει αυτό το αρχικά λούμπεν προλεταριακό, μαζικό μικροαστικό κίνημα, να συμμαχήσει μαζί του και μ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει στο κράτος της την πιο επιθετική μορφή που θα μπορούσε ποτέ να πάρει η εξουσία της αστικής τάξης. Κι’ όλα αυτά ως επακόλουθο περιοριστικών πολιτικών, πολιτικών λιτότητας.

Τι έγινε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού; Ο Πρόεδρος Χούβερ, (σ.σ. Herbert Hoover, 31ος πρόεδρος των ΗΠΑ 1929-1933), προσπάθησε στην αρχή να εφαρμόσει κι αυτός συσταλτικές πολιτικές ελέγχου των δημοσιονομικών μεγεθών, αυτό οδήγησε στην έκρηξη της κρίσης στις ΗΠΑ. Από την άλλη μεριά ο Ρούσβελτ, επιχείρησε στην πραγματικότητα ένα σοσιαλδημοκρατικό πείραμα, στην κατεξοχήν χώρα της Αγοράς, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρούσε ότι η νομοθετική πρόβλεψη για ελάχιστο μισθό ή για ωράριο 8 ωρών, ήταν αντίθετα στη συμβατική ελευθερία. Επέβαλε -μάλιστα μ’ ένα ιδιόμορφο bra de fer με τους δικαστές- πολιτικές που αποσκοπούσαν στο να ρυθμίσουν την Αγορά, με πολιτικές μορφές, δηλαδή με το Εργατικό Δίκαιο και τα Εργατικά Δικαιώματα.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι απέναντι στις ίδιες προκλήσεις, μπορεί να έχουμε διαφορετικές πολιτικές επιλογές. Και βλέπουμε επίσης, ότι η κρίση, ανάλογα με τους θεσμούς που επιλέγονται για την αντιμετώπισή της, μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις. Ανάλογα συμβαίνουν και τώρα. Ουσιαστικά, οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ευρώπη, είναι οι πιο αντιευρωπαϊκές πολιτικές, που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, αν θεωρήσουμε ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού το ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος, αυτός ο μεταπολεμικός συμβιβασμός, που δεν επιβλήθηκε από την Αριστερά, αλλά ουσιαστικά από μια συμμαχία σοσιαλδημοκρατικών και χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, ακριβώς για να ελέγξουν την αγορά με τους τρόπους που προανέφερα.

Αυτό είναι το μοντέλο που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε κρίση ή σε μετάβαση. Από το αν δηλαδή θα περάσουμε από ένα μοντέλο ρυθμισμένης Αγοράς, σε ένα μοντέλο φιλελευθερισμού, laissez faire, του τύπου που επικρατούσε τον 19ο αιώνα, λες και όλος ο 20ος αιώνας, με τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης, τους αγώνες και τις επιτυχίες της, να ήταν απλώς μια ιστορική παρένθεση. Αν αναζητήσει κανείς τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, εκεί ανάγονται.

Αλλά για να μη φύγει από το επίκεντρο της συζήτησης το ουσιώδες, ποια είναι η διέξοδος από την κρίση, θα αναφερθώ με δυο λόγια στο εξής: Σκεφτείτε, γιατί χαρακτηρίζαμε το προηγούμενο μοντέλο ανάπτυξης, και στη δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, φορντισμό; Ο Φορντ δεν εισήγαγε μόνον πρωτοποριακές μεθόδους παραγωγής στα εργοστάσιά του, ήθελε και κάτι άλλο. Ήθελε και, τουλάχιστον τα φθηνότερα μοντέλα που παρήγαγε η αυτοκινητοβιομηχανία του, να μπορούν να αγοράζονται από τον μέσο εργάτη. Από αυτή τη στιγμή λοιπόν, κοινή συνταγή και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, ήταν ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός αποτελούσε το άθροισμα της μαζικής παραγωγής με τη μαζική κατανάλωση, πέρα από τις όποιες ιδιομορφίες είχε η ρύθμιση της Αγοράς, με το μοντέλο του Ρήνου ή του νεοφιλελευθερισμού που επικρατούσε στην Αμερική. Αυτό το μοντέλο, πότε άρχισε να παρακμάζει;

Κοινή χρονική αφετηρία, και στην Ευρώπη και στην Αμερική, (πλασματική, όπως όλες οι αφετηρίες που δείχνουν τη μετάβαση ανάμεσα σε δυο συστήματα), ήταν η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Όταν σταμάτησε αυτή η μεγάλη ατμομηχανή ανάπτυξης των τριών προηγούμενων δεκαετιών, που οδηγούσε την ανάπτυξη του ΑΕΠ σε όλες τις Δυτικές χώρες σε μεγέθη, που ποτέ δεν είχαμε ξανασυναντήσει, ούτε έκτοτε συναντήσαμε. Δεν έφτανε όμως μόνον αυτό. Είχαμε επίσης και τις μεγάλες αλλαγές που έφερε η παγκοσμιοποίηση. Την μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου, τον πολλαπλασιασμό της σημασίας του πλασματικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, σε σχέση με το πραγματικό, και τέλος, την επικράτηση, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, της πιο πολεμικής ιδεολογίας των αγορών, του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Γιατί αυτά άλλαξαν, τον αρχικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία;

Καταρχήν για αντικειμενικούς λόγους. Η δυνατότητα του κεφαλαίου να μετακινείται με τον τρόπο που μετακινείται αν είναι παραγωγικό, από τις αρχικές χώρες στην Κίνα και την Ινδία, συνδυάστηκε με το πλήρες απεδαφοποιημένο πλασματικό χρηματιστηριακό κεφάλαιο, που αυτή τη στιγμή είναι 50 φορές μεγαλύτερο από το πραγματικό, από το σύνολο δηλαδή, αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε πλανητικό επίπεδο. Συνδυάστε το αυτό με την εξαφάνιση του αντίπαλου δέους της Σοβιετικής Ένωσης, και κυρίως με την επικράτηση αυτής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Ένα παράδειγμα θα σας δώσω: Όταν ο Ρήγκαν ήρθε στην εξουσία, ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής στις ΗΠΑ ήταν 78% για τα άτομα και 76% για τις εταιρείες. Το κατέβασε, ήδη από την πρώτη τετραετία στο 26%. Αυτό δεν σήμαινε μόνον ένα μεγάλο δώρο στους πλούσιους και μια πριμοδότηση των κοινωνικών ανισοτήτων που τις τρείς προηγούμενες δεκαετίες συρρικνώνονταν, σήμαινε και υπονόμευση του Κράτους Πρόνοιας να συντηρεί οικονομικά τον εαυτό του.

Αυτό τι περαιτέρω συνέπεια είχε; Όσο οι εργατικοί μισθοί δεν αναπτύσσονταν με τους ρυθμούς του παρελθόντος, κι όσο μειωνόταν κι ο κοινωνικός μισθός με την αντίστοιχη υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, ποια ήταν η μοναδική δυνατότητα να συντηρηθεί η μαζική κατανάλωση, που όπως είδαμε, είναι προϋπόθεση ύπαρξης του σύγχρονου καπιταλισμού; Ο δανεισμός! Δανεισμός, είτε με πιστωτικές κάρτες σε χώρες σαν τη δική μας, είτε κατεξοχήν με τα ενυπόθηκα δάνεια, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ. Αυτή ήταν η φούσκα που έσκασε το 2008. Νομοτελειακά έσκασε. Ακριβώς γιατί αυτός ο δανεισμός, δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα ενός καπιταλισμού καζίνο, ήταν οι πόνοι της μετάβασης από ένα καπιταλιστικό σύστημα ρύθμισης σε ένα άλλο.

Και γιατί αυτή η ένταση χτύπησε με μεγαλύτερη δύναμη την Ευρώπη; Γιατί στην Ευρώπη είχαμε την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια νομισματική Ένωση χωρίς κράτος και χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική. Και γιατί αυτό επιδεινώνει την κρίση; Σκεφτείτε: Κάθε φορά που μια αδύναμη οικονομία συνδέεται με μια ισχυρότερη με κοινό νόμισμα, πάντοτε έχουμε μαζική μεταφορά πλούτου από την πιο αδύναμη στην ισχυρότερη. Όταν π.χ. Αργεντινή και Μεξικό συνέδεσαν το πέσος με το δολάριο –παλιότερα κάτι ανάλογο είχε κάνει η Ιρλανδία σε σχέση με την αγγλική στερλίνα. Αλλά ακόμη και στο εσωτερικό ενός ομοσπονδιακού κράτους αυτό γίνεται. Στις ΗΠΑ, ισχυρές οικονομίες όπως η Καλιφόρνια ή η Νέα Υόρκη, εισπράττουν πλεονάσματα από τις φτωχότερες αγροτικές Πολιτείες, για τον απλό λόγο ότι επειδή είναι πιο παραγωγικές, το ίδιο προϊόν παράγεται φθηνότερα εκεί.

Όμως στα Ομοσπονδιακά Κράτη, στο τέλος του οικονομικού έτους, έρχεται το Κεντρικό Κράτος και μέσω της δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής, ένα μέρος από τα πλεονάσματα που έχουν συγκεντρώσει οι πλουσιότερες Πολιτείες, επιστρέφεται στις φτωχότερες. Αυτές είναι οι περίφημες μεταβιβάσεις, τις οποίες στην Ε.Ε. υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζαν τα λεγόμενα διαρθρωτικά Ταμεία, όμως τα κεφάλαια που αυτά διακινούν είναι ελάχιστα, υποπολλαπλάσια αυτών που θα χρειάζονταν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι οικονομίες με μεγαλύτερο δυναμισμό και ανταγωνιστικότητα, πρακτικά η Γερμανία και οι δορυφορικές χώρες, συγκεντρώνουν πλεονάσματα που είναι η άλλη πλευρά των ελλειμμάτων του Νότου. Αυτό είναι αναπόφευκτο να συμβαίνει όσο έχουμε μόνο κοινό νόμισμα και όχι κοινή οικονομική πολιτική με τα χαρακτηριστικά των μεταβιβάσεων που ανέφερα. Και ευρωομόλογα να βγουν, και αμοιβαιοποίηση των χρεών του Νότου να γίνει, όσο υπάρχει αυτή η εγγενής δυσκολία, τα δικά μας ελλείμματα θα είναι τα πλεονάσματα της Γερμανίας.

Και αυτά συμβαίνουν, σ’ ένα κατεξοχήν νεοφιλελεύθερο περιβάλλον, γιατί από τη συνθήκη του maastricht και μετά, αυτή είναι η επίσημη, συντακτική ιδεολογία της Ε.Ε.. Και για να μην έχουμε μόνο την αντίθεση Βορρά – Νότου στο μυαλό μας, να έχουμε συνείδηση ότι από τη δεκαετία τουλάχιστον του ’80 και μετά, σε παγκόσμιο επίπεδο διεξάγεται ένας παγκόσμιος πόλεμος κατά των φτωχών. Και στο εσωτερικό της Γερμανίας οι φτωχοί Γερμανοί βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση σήμερα, απ’ ότι πριν ο Σρέντερ προωθήσει την Ατζέντα 2010, μια αντίστοιχη προσπάθεια με το new labour της Μ. Βρετανίας, να «εκσυγχρονίσει» δηλαδή με διαρθρωτικές αλλαγές την οικονομία της Γερμανίας, ουσιαστικά αποδιαρθρώνοντας το κοινωνικό κράτος.

Αυτοί είναι οι εξωγενείς παράγοντες της ελληνικής κρίσης. Το ερώτημα είναι, γιατί αυτοί οι παράγοντες, που είναι κοινοί σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα εκδηλώθηκαν μ’ αυτή την ένταση; Διπλάσια συρρίκνωση του ΑΕΠ απ’ ότι στην Ισπανία ή την Πορτογαλία, τριπλάσια υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης. Διότι στην Ελλάδα, την πολιτική διαχείριση της κρίσης ανέλαβε ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζονταν από χαρακτηριστικά διαπλοκής των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, πολύ διαφορετικά από τη σύμφυρση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας σε όλες τις χώρες της Δύσης. Παντού υπάρχουν πανόμοια φαινόμενα. Στην Αμερική μιλάνε για revolving door, «περιστρεφόμενη πόρτα», ανάμεσα ας πούμε στα στελέχη της goldman sachs που πηγαίνουν ως αξιωματούχοι στο Υπουργείο Οικονομικών και αντιστρόφως.


Ποια είναι η ιδιομορφία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα; Δεν είναι μόνον αυτό που συνήθως προβάλλεται, η πατρωνία ως βασικό χαρακτηριστικό της νομιμοποίησης του κράτους, οι πελατειακές σχέσεις, αυτό είναι η μια μεριά του νομίσματος. Η άλλη μεριά είναι ότι και η ελληνική αστική τάξη ήταν ανέκαθεν παρασιτική, όχι ακολουθώντας ένα προτεσταντικό πνεύμα ηθικής, ανάπτυξης, κερδών, αποταμίευσης κλπ, αλλά προσπαθώντας πάντοτε να αντλήσει πολιτικό μέρισμα από τις ειδικές σχέσεις που είχε με την πολιτική εξουσία. Αυτό το βλέπουμε ανάγλυφα στα ΜΜΕ.

Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα δεν έχει μόνο πολύ μειωμένη πολιτική νομιμοποίηση, αλλά και πολύ λιγότερες δυνατότητες αντιμετώπισης της κρίσης σε σχέση με άλλα πολιτικά συστήματα, τα οποία φαίνονται στη μέση κοινωνική συνείδηση ως ουδέτερα, σε κάποιο βαθμό, πάνω από τις κοινωνικές αντιθέσεις, άρα μπορούν να τις ελέγχουν και να τις χαλιναγωγούν πολύ πιο αποτελεσματικά. Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη άνοδο της Χρυσής Αυγής. Όχι μόνον η ένταση της οικονομικής κρίσης, αλλά η κατάρρευση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.

Αυτό όμως, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί και πηγή αισιοδοξίας! Γιατί; Γιατί το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει προ πολλού ξεπεράσει το σημείο θραύσης του. Είναι πράγματι, για να σας θυμίσω τα λόγια του Γκράμσι, «το παλιό, που προφανώς, πεθαίνει». Αυτό βέβαια, δεν πρέπει από μόνο του να μας κάνει αισιόδοξους, γιατί είναι αλήθεια ότι στην ελλάδα αυτή τη στιγμή, αυτοί που είναι πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πρώτα, κι εμείς που είμαστε κάτω, δεν θέλουμε να κυβερνηθούμε όπως παλιά. Αλλά τι μας έλεγε πάλι ο ίδιος θεωρητικός; Ότι «οι μεγάλες αλλαγές, δεν γίνονται από την αδυναμία των ισχυρών, αλλά από την ισχύ των αδυνάτων». Και ακριβώς αυτή η ισχύς, δεν φαίνεται να υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, το μαζικό κίνημα δεν έχει μπορέσει να φτάσει ούτε καν στα επίπεδα που είχε την εποχή των πλατειών. Εδώ βρίσκεται το κομβικό ζήτημα των ημερών. Καταρρέει το πολιτικό σύστημα, είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξει κυβερνητική αλλαγή. Το ζήτημα είναι τι περιεχόμενο, τι κατεύθυνση θα έχει αυτή. Γιατί μπορεί εύκολα να καταρρεύσει ένα πολιτικό σύστημα, το είδαμε στην Ιταλία, και μετά από λίγο καιρό, η μεταβατική περίοδος να καταλήξει στον Μπερλουσκονισμό.

Ποιες είναι οι μεγάλες επιτυχίες του παλιού που πεθαίνει, απέναντι στο καινούργιο που έρχεται; Έχει πετύχει αρκετά. Πρώτον, να κατακερματίσει την κοινωνία μέσω του κοινωνικού αυτοματισμού. Οι άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα να κακοβλέπουν τον δημόσιο υπάλληλο που ακόμα κρατά τη θέση του. Αν ρίξετε μια ματιά στα blogs, θα δείτε κυρίαρχη την ιδεολογία του να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Δεύτερον, με την κυριαρχία του φόβου. Ο φόβος κυβερνά αυτή τη στιγμή την Ελλάδα. Ο φόβος τόσο σε ατομικό επίπεδο, τι θα γίνει αύριο, θα ‘χουμε τη δουλειά μας, θα μας πληρώνει το αφεντικό μας, όσο και ο φόβος που καλλιεργούν, της καταστροφής, αν διαφοροποιηθούμε από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Ο συνδυασμός αυτών των δυο πραγμάτων έχει οδηγήσει στο να υπάρχουν αντιδράσεις μόνον όταν η φωτιά φτάνει απ’ έξω από το σπίτια μας.

Για παράδειγμα, οι διοικητικοί υπάλληλοι στα Πανεπιστήμια, δίνουν έναν πραγματικά ανεπανάληπτο αγώνα 13ων εβδομάδων, αλλά αυτόν τον έκαναν όταν πραγματικά έφτασε το μαχαίρι της απόλυσης στον λαιμό τους. Και δεν έχουμε μπορέσει ακόμα να ενώσουμε αυτές τις επιμέρους φωνές αντίστασης, σ’ ένα ενιαίο κίνημα αντίστασης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό; Αφενός θα πρέπει το πολιτικό υποκείμενο που θέλει να εκφράσει ηγεμονικά το νέο, να γίνει συγκεκριμένο και ριζοσπαστικό στις απόψεις του.

Χρειάζονται τουλάχιστον δυο μείζονες μεταρρυθμίσεις, στο κράτος και τους θεσμούς και στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Αυτά τα δυο πράγματα, θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτό που αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή προϋπόθεση εξόδου από την κρίση, που είναι προφανώς η διαχείριση του χρέους, η κατάργησή του, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, καθώς, είναι προφανές ότι αυτό δεν είναι βιώσιμο και ότι αποτελεί μια αλυσίδα στο λαιμό της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής δημοκρατίας, όχι μόνο στο επίπεδο της συστολής των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ξέρετε ότι χρησιμοποιώ τον όρο «παρασύνταγμα» για να περιγράψω αυτά που συμβαίνουν την τελευταία τριετία. Και είναι η δεύτερη φορά που οι συνταγματολόγοι χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο. Την πρώτη φορά, τον χρησιμοποιήσαμε για να περιγράψουμε το σύνολο των αναγκαστικών νόμων, ψηφισμάτων κλπ κατά των δικαιωμάτων, που κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, παράλληλα με το Σύνταγμα του 1952 και αντίθετα με αυτό, καθιέρωναν ένα νομοθετικό πλέγμα διώξεων σε βάρος των χαμένων του εμφυλίου. Το δεύτερο παρασύνταγμα ξεκίνησε από την περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων, ήδη όμως, αναπόφευκτα, επεκτείνεται και σε θέματα Δημοκρατίας. Η βουλή δεν λειτουργεί, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου αποφασίζουν τι θα γίνει. Και όταν αποφασίζει, αποφασίζει με νόμους του ενός άρθρου, που δεν δίνει τη δυνατότητα στους βουλευτές να διαφοροποιηθούν. Και βλέπουμε επίσης, ότι και ο αυταρχισμός γίνεται το αναγκαίο συμπλήρωμα αυτών των πολιτικών. Κι’ αυτό είναι αναπόφευκτο. Λέει ο Μπουρντιέ ότι «όταν αδυνατίζει το αριστερό χέρι του κράτους, αυτό που δίνει τα δικαιώματα και τις παροχές, δυναμώνει το δεξί χέρι του κράτους, αυτό που κρατάει το κλομπ».

Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, το πρώτο αναγκαίο βήμα είναι η κατάργηση όλων αυτών των μνημονιακών δεσμεύσεων που συνιστούν το παρασύνταγμα και η απεμπλοκή της χώρας από τα δεσμά του χρέους. Αυτό όμως είναι, όπως προανέφερα, αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη, γιατί αν εξακολουθήσουμε να έχουμε το ίδιο κράτος και το ίδιο οικονομικό σύστημα, αναπόφευκτα θα αναπαραχθούν όλα αυτά που μας οδήγησαν μέχρι εδώ. Τι πρέπει να γίνει σε επίπεδο κράτους; Δεν θέλουμε μόνο ένα πιο αποτελεσματικό κράτος, θέλουμε ένα πιο δημοκρατικό κράτος. Και ποια συνταγή υπάρχει σ’ αυτό; Πάντοτε τα προβλήματα της δημοκρατίας αντιμετωπίζονται με περισσότερη δημοκρατία. Και σε ότι μας αφορά, με περισσότερη άμεση δημοκρατία.


Ουσιαστικά χρειαζόμαστε μια συντακτική τομή. Όχι απλώς ένα νέο σύνταγμα σε επίπεδο ενός καταστατικού χάρτη, αλλά ένα νέο πολιτικό ξεκίνημα. Κάθε φορά, που μια χώρα βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης, έτσι επιχειρείται η πολιτική επανεκκίνηση. Είτε με αυταρχικό τρόπο, (ντε Γκωλ, 1858, στη Γαλλία), είτε με δημοκρατικό, αυτό έκανε η Ισλανδία της κρίσης. Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι θα πρέπει να ξεκινήσει από την επόμενη δημοκρατική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μια συζήτηση για μια νέα συντακτική συνέλευση. Για ένα Σύνταγμα που θα συνταχθεί, κατά το δυνατόν, από κάτω και όχι μόνον από τους πολιτικούς. Στην Ισλανδία και την Ιρλανδία, δυο άλλες χώρες που βίωσαν την οικονομική κρίση, έγιναν ακριβώς τέτοιες προσπάθειες, με διαφορετικούς τρόπους, από τους οποίους μπορούμε να εμπνευστούμε, αν και δεν είναι ανάγκη να τις μιμηθούμε. Και αυτό δεν θα αποτελέσει απλώς αναγκαιότητα, να μπολιάσουμε τη δημοκρατία μας με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, αυτό είναι αναγκαίο και για να αντιμετωπίσουμε την κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής, που τρέφει το ναζιστικό μόρφωμα. Μας χρειάζεται και διαπαιδαγωγικά, σαν μια διαδικασία συμμετοχής, όλων μας, σε μια προσπάθεια αναγέννησης των θεσμών μας.

Εκεί βρίσκεται και η ουσία του θέματος. Δεν πρέπει να αναζητούμε σωτήρες και μεσσίες, έξω από εμάς. Ο Ασημάκης Πανσέληνος το λέει χαρακτηριστικά: «Η σωτηρία είναι επικερδής επιχείρηση μόνο για τον Σωτήρα!». Εάν θέλουμε να έχουμε ελπίδα γι’ αυτά που έρχονται, θα πρέπει εμείς, από τώρα, με τη συλλογική μας αντίσταση, να ενώσουμε τις δικές μας προσπάθειες με τις προσπάθειες των διπλανών μας. Και το ίδιο να πράξουμε, όταν θα γίνει και η κυβερνητική αλλαγή, που εγώ θεωρώ αναπόφευκτη, ώστε αυτή να μην είναι στείρα και να μην μείνει μια ανεκπλήρωτη υπόθεση, να αποκτήσει ένα πραγματικό περιεχόμενο που θα το καθορίσουμε εμείς, από κάτω. Γιατί αυτή είναι η δύναμη των αδυνάτων.


Ανάρτηση από: http://www.drasivrilissia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.