Perry Anderson
[μετάφραση
Αλέξανδρος Αλεξανδρόπουλος-http://www.academia.edu/1197930 /Perry_Anderson_Internationalism_translation_in_Greek ]
Λίγες πολιτικές πεποιθήσεις, έχουν υπάρξει τόσο ευρεία αποδεκτές και ταυτόχρονα τόσο αμφιλεγόμενες. Στον Δυτικό κόσμο, σήμερα, η επίσημη ρητορική της εξουσίας επικαλείται, όλο και πιο συχνά, έναν όρο που αποτελούσε για πολύ καιρό σημείο αναφοράς στην Αριστερά. Όποιο περιεχόμενο και αν αποδίδεται στην έννοια του Διεθνισμού, υπάρχει μια αντίστοιχη έννοια του Εθνικισμού από την οποία εξαρτάται λογικά· ο εθνικισμός λειτουργεί σαν θεωρητικός αντίπαλος, απέναντι από τον οποίον συγκροτείται το διεθνιστικό εποικοδόμημα. Και ενώ ο εθνικισμός παραμένει το πολιτικό φαινόμενο της νεωτερικότητας του οποίου η αξιολόγηση έχει αποτελέσει το αντικείμενο των πιο έντονων αντιπαραθέσεων- με θέσεις που κυμαίνονται από τον πιο ανεπιφύλακτο θαυμασμό στο πιο κάθετο ανάθεμα- για τον διεθνισμό δεν θα υπάρξουν τέτοιες αντιφάσεις ερμηνειών: ο διεθνισμός έφερε πάντα ένα θετικό φορτίο [1]
. Το αντίτιμο, όμως, για αυτή την γενικευμένη αποδοχή ήταν η ασάφεια του περιεχομένου του. Αν κανένας δεν αμφισβητεί την ίδια την πραγματικότητα του εθνικισμού, αλλά λίγοι συναινούν ως προς την αξία του, στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας για τον διεθνισμό φαίνεται πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Ενώ η επίκλησή του ως αξία γίνεται από όλες τις παρατάξεις, ποιος μπορεί να τον ταυτίσει αδιαμφισβήτητα με μια από αυτές; Πίσω από αυτό το παράδοξο βρίσκεται η Γενεαλογία δυο ιδεών που δεν έχει ερευνηθεί στο παρελθόν. Ήταν ο Masaryk, ένας σημαντικός εθνικός ηγέτης, ο οποίος διατύπωσε τον διαυγέστερο και απλούστερο ορισμό του εθνικισμού [2]
. Ο εθνικισμός, κατά την άποψή του, περιελάμβανε κάθε άποψη που αντιμετωπίζει το έθνος σαν την ύψιστη πολιτική αξία (διαχωρίζοντας τον εαυτό του από τέτοιου είδους απόψεις)[3]
. Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι οι υποστηρικτές του, σε κάθε περίπτωση και σε οποιεσδήποτε συνθήκες, θα ιεραρχούν το έθνος υψηλότερα από κάθε άλλη ταυτότητα ή από οτιδήποτε άλλο με το οποίο είναι συνδεδεμένοι· η έκταση της επιρροής του εθνικισμού μεταβάλλεται ανά περιόδους. Όπως γίνεται κατανοητό, το μοντέλο αυτό μας δίνει έναν αρνητικό-αποφαντικό ορισμό του διεθνισμού, επαρκώς συμπυκνωμένο και ουδέτερο ώστε να επιτρέπει αυτό το οποίο λείπει περισσότερο από την σχετική συζήτηση: μια εμπειριστική ανασυγκρότηση της εξέλιξης του διεθνισμού. Ιστορικά, ο όρος, αυτός, μπορεί να αποδοθεί σε κάθε ιδεολογία ή πρακτική η οποία τείνει να υπερβαίνει το έθνος προς ένα ευρύτερο σύνολο, στο οποίο οι εθνότητες συνεχίζουν να συνιστούν τις βασικές μονάδες. Το πλεονέκτημα ενός τέτοιου πραγματιστικού ορισμού είναι ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε κάποια από τα συμβατικά στερεότυπα που επικρατούν σχετικά με τον εθνικισμό και τον διεθνισμό και να προτείνουμε ένα πιο συστηματικό μοντέλο ερμηνείας της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δυο εννοιών. Από την στιγμή που ο εθνικισμός και του διεθνισμός εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στην νεωτερική τους μορφή –περίπου διακόσα πενήντα χρόνια πριν-έχουν υποστεί και οι δυο μια σειρά από μεταμορφώσεις. Πως μπορεί να γίνει η καλύτερη δυνατή κατανόηση αυτών των μεταμορφώσεων; Στην συνέχεια προτείνω μια θεωρία περιοδολόγησης
. Τα μειονεκτήματα κάθε γενικευτικής διαίρεσης του ιστορικού χρόνου σε ένα φάσμα κατηγοριών είναι αρκετά προφανή. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια περιοδολόγηση περιλαμβάνει, αναπόφευκτα, αμφιλεγόμενες απλοποιήσεις, σε σημείο που αρκετοί από τους καλύτερους ιστορικούς μας θα επιθυμούσαν να την απορρίψουν ολοκληρωτικά ως διαδικασία. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι αδύνατο. Σε μια επικείμενη εργασία του, ο Fredric Jameson, σημειώνει εύλογα ότι ως αφηγηματικά όντα, δεν έχουμε άλλη επιλογή: «δεν μπορούμε να μην περιοδολογούμε [4]».
Το σκαρίφημα που παρατίθεται εδώ περιορίζεται σε μερικές συνοπτικές επισημάνσεις. Αντικείμενό του είναι να αναλύσει την ιστορία της αλληλεπίδρασης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον εθνικισμό και τον διεθνισμό, σαν μια διαδοχή διακριτών φάσεων, κάθε μια από τις οποίες χαρακτηρίζεται από δυο κυρίαρχους πόλους. Η επιλογή, βέβαια, του όρου σκαρίφημα γίνεται για να καταδειχθούν και τα όρια αυτής της προσπάθειας: μια ιστορική φάση δεν εξαντλείται στις κυρίαρχες τάσεις, αντίθετα περιλαμβάνει πάντα μια σειρά από αντι-συμβατικά ρεύματα και αιρετικές τάσεις που μπορούν να αγνοηθούν μόνο προσωρινά, για χάρη της ερμηνευτικής απλούστευσης. Η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιήσω επιδιώκει να αντιστοιχίσει τις διάφορες ιστορικές μορφές του διεθνισμού, με τις αντίστοιχες εκδοχές του εθνικισμού με βάση πέντε άξονες: 1) το είδος του κεφαλαίου το οποίο κυριαρχούσε στην εκάστοτε περίοδο ή στα πλαίσια του οποίου δραστηριοποιείτο η κάθε μορφή του εθνικισμού 2) η κύρια γεωγραφική ζώνη στην οποία αναπτύχθηκε ο εν λόγω εθνικισμός 3)η ρητορική και το θεωρητικό λεξιλόγιο που κυριαρχούν στις εκάστοτε περιπτώσεις 4) ο λειτουργικός ορισμός του έθνους και 5) Η σχέση της κάθε μορφής εθνικισμού με τις καταπιεζόμενες τάξεις. Η βασική υπόθεση, του ερμηνευτικού αυτού μοντέλου είναι ότι η ιστορία του διεθνισμού μπορεί να αναλυθεί αποτελεσματικά μόνο όταν συγκριθεί προς αυτούς τους άξονες του εθνικισμού. Σε κάθε ιστορική περίοδο, υπήρξαν, βέβαια, παρά πάνω από ένα είδη εθνικισμού και διεθνισμού· δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε άλλωστε πως σημαντικές συγκρούσεις διεξάγονταν όχι μόνο ανάμεσα στο διεθνισμό και τον εθνικισμό, αλλά και εντός των δυο αυτών θεωριών, ανάμεσα στις διάφορες εκδοχές τους. Αλλά μέσα σε αυτό το πλήθος στοιχείων, μπορεί κανείς να διακρίνει κάποιες κυρίαρχες τάσεις.
1
Η πρώτη εμφάνιση των εθνικιστικών συναισθημάτων σαν μια άξια λόγου δύναμη τοποθετείται στον 18ο αιώνα. Σε αυτή την χρονική περίοδο εκρήγνυνται οι δυο μεγάλες επαναστάσεις που γέννησαν την εθνικιστική ιδεολογία, όπως την γνωρίζουμε σήμερα – η επανάσταση των Αποικιών της Βόρειας Αμερικής ενάντια στην Βρετανία και η ανατροπή της μοναρχίας στην Γαλλία. Η αμερικανική και γαλλική επανάσταση, οι οποίες καθιέρωσαν την έννοια του έθνους σαν μια συλλογικότητα που βασίζεται στην λαϊκή κυριαρχία, εκδηλώθηκαν σε κοινωνίες που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες της εποχής τους: και για αυτό τον λόγο οι ιδεολογίες αυτών των επαναστάσεων θα σηματοδοτήσουν μια δραματική τομή σε σχέση με τα οράματα που είχαν εμπνεύσει τις προγενέστερες ευρωπαϊκές επαναστάσεις- στις Κάτω Χώρες τον 16ο αιώνα και στην Αγγλία τον 17ο αιώνα- οι οποίες ήταν στον πυρήνα τους θρησκευτικές εξεγέρσεις, που γίνονταν περισσότερο στο όνομα του Θεού παρά του λαού. Οι επαναστάσεις στην Αμερική και την Γαλλία συμβαίνουν, όμως, και σε ένα κόσμο που δεν έχει γνωρίσει ακόμα την βιομηχανική επανάσταση: ένα κόσμο στον οποίο το κεφάλαιο εξακολουθούσε να συσσωρεύεται κυρίως μέσα από την αγροτική ή την εμπορική δραστηριότητα. Η κοινωνική αυτή δομή επέτρεπε στις ελίτ να εξασφαλίζουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, την νομιμοφροσύνη των λαϊκών μαζών που συνίσταντο κυρίως από τεχνίτες και καλλιεργητές.
Δεν έχει εμφανισθεί ακόμα ως γενικευμένο κοινωνικό φαινόμενο το ταξικό χάσμα ανάμεσα σε παραγωγούς και προλετάριους, ένα χάσμα που θα δημιουργούσε αργότερα ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής. Ο πατριωτισμός μπορούσε να ενσωματώσει τόσο τις ανερχόμενες όσο και τις κατώτερες τάξεις. Τα μέλη των πολιτοφυλακών που συμμετείχαν στην Αμερικανική και την Γαλλική Επανάσταση αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «πατριώτες», έναν όρο που εμπνεύστηκαν από τα πρότυπα και τους μύθους των ρεπουμπλικανών καθεστώτων [5] της κλασσικής αρχαιότητας: της Αθήνας, της Σπάρτη, και της Ρώμη. Το θεωρητικό λεξιλόγιο αυτού του νέου πατριωτισμού ήταν ο Ρασιοναλισμός, αυτό το θεωρητικό ρεύμα που ήταν τόσο χαρακτηριστικό της περιόδου του Διαφωτισμού· οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι του Ρασιοναλισμού -ο Rousseau, ο Condorcet, ο Paineκαι ο Jefferson- υποστήριξαν τον ορθό λόγο απέναντι στις παραδοσιακές δομές σκέψεις σε μια συλλογική προσπάθεια για την απελευθέρωση της ανθρώπινης σκέψεις από τις αλυσίδες και τους περιορισμούς που επέβαλε το Εθιμικό Συμπεραίνουμε, δηλαδή, ότι το περιεχόμενο της έννοιας «έθνος» που κυριαρχεί σε αυτή την περίοδο είναι στην ουσία του πολιτικό – το έθνος ήταν, με άλλα λόγια, ένα ιδανικό του μέλλοντος όχι μια κληρονομιά του παρελθόντος. Το έθνος ήταν κάτι που θα δημιουργούσαν οι ίδιοι οι ελεύθεροι πολίτες και όχι μια πατροπαράδοτη αλήθεια, αμετάβλητη και ανεξάρτητη από τις δικές τους πρωτοβουλίες· θα συνιστούσε μια νέα μορφή κοινωνίας, η οποία θα βασιζόταν στο φυσικό δίκαιο και όχι στα κατεστημένα προνόμια και τους «τεχνητούς»περιορισμούς. Σε αυτή την κοινότητα η ελευθερία γινόταν κατανοητή ως η συμμετοχή των πολιτών στην δημόσια ζωή- με την πλήρη έννοια του όρου. Κοιτώντας τα πράγματα από κάποια ιστορική απόσταση, αυτό που εκπλήσσει περισσότερο σε αυτόν τον πατριωτισμό της περιόδου του Διαφωτισμού ήταν ο οικουμενικός χαρακτήρας του.
Τουλάχιστον, σε τυπικό επίπεδο, αυτός ο πατριωτισμός υποθέτει μια θεμελιώδη αρμονία ανάμεσα στα συμφέροντα των πολιτισμένων εθνών ( αν και τα απολίτιστα έθνη ήταν μια άλλη υπόθεση), τα οποία θα μπορούσαν να ενωθούν σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στην τυραννία και την προκατάληψη. Το επιχείρημα του Καντ στο έργο του «Προς την Αιώνια Ειρήνη» είναι αντιπροσωπευτικό αυτού του αισιόδοξου ρασιοναλισμού: ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηγεμόνων ήταν το μόνο ουσιαστικό αίτιο των πολέμων- και μόλις οι βασιλικές φιλοδοξίες αποτελέσουν παρελθόν και ρεπουμπλικανικά καθεστώτα θα αρχίζουν να εξαπλώνονται, οι λαοί της Ευρώπης δεν θα έχουν πια κανένα άλλο κίνητρο να πολεμούν ο ένας τον άλλο. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου, τα ιδανικά του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού βρίσκονται σε σύμπνοια: ήδη στο αξιολογικό-ηθικό επίπεδο δεν υπάρχει καμία αντίθεση μεταξύ τους· και τελικά τηρουμένων των αναλογιών η συμπόρευση αυτή θα επεκταθεί από το επίπεδο των αξιών και στο επίπεδο της πρακτικής. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τον ρόλο που έπαιξε ο Lafayette τόσο στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Βόρειας Αμερικής όσο και στην ίδια την Γαλλική Επανάσταση, ή ο Paine στην Φιλαδέλφεια σαν φυλλαδιογράφος που υποστήριζε τις Δεκατρείς Αποικίες, αλλά και στο Παρίσι σαν σύμμαχος των Γιρονδίνων στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Ακόμα νοτιότερα, σε μια περιοχή που επηρεάστηκε τα μέγιστα από τις επαναστάσεις στην Βόρεια Αμερική και την Γαλλία, οι Μεγάλοι Απελευθερωτές των Πολέμων της Ανεξαρτησίας στην Ισπανική Αμερική –ο Bolivar, ο Sucre, ο San Martin- πολεμούσαν όχι μόνο για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο για να απελευθερώσουν γειτονικές αλλά και μακρινές περιοχές, επιδεικνύοντας ένα πνεύμα περιφερειακής αλληλεγγύης.
2
Ο κύκλος των Ισπανο-αμερικανικών διενέξεων διήρκεσε μέχρι και την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε, στην ίδια την Ευρώπη, ο πατριωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός όπως είχαν διαμορφωθεί στην διάρκεια του Διαφωτισμού είχαν ήδη φθαρεί από την παρακμή των ιδανικών τους σε αυτό που η Ευρώπη θα γνώριζε ως Ναπολεόντειο στρατιωτικό επεκτατισμό. Σε αυτό το στάδιο, ο αγώνας ενάντια στην Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα είχε δημιουργήσει αντεπαναστατικές εκδοχές και των δυο θεωριών: από την μία στην Ισπανία, την Γερμανία και την Ρωσία η εθνική αντίσταση στην γαλλική επιθετικότητα είχε συντηρητικό και κληρικό χρώμα και από την άλλη οι Ευρωπαίοι μονάρχες της περιόδου της Παλινόρθωσης θα συμπήξουν το Διεθνές Κονσέρτο και την Διεθνή Συμφωνία[6].
Αυτές, περιπτώσεις θα παραμείνουν εξαιρέσεις, παρεκτροπές στην ουσία από την ομαλή εξέλιξη του διεθνισμού και του εθνικισμού, όπως θα την δούμε και στις μεταγενέστερες φάσεις. Το διεθνές σύστημα των Μοναρχών που αποκαταστάθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης και το οποίο αστυνόμευσε η Ιερά Συμμαχία, εξακολουθούσε να υπακούει σε παλαιότερες Αρχές. Ενάντια στα Παλαιά Καθεστώτα (anciens régimes) που βασίζονταν στην δυναστική νομιμοποίηση και την θρησκευτική πίστη, σύντομα αναδύθηκε ένα νέο μόρφωμα ο εθνικισμός , διακριτός πλέον από τον πατριωτισμό[7] · πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο ρεύμα στο οποίο μπορεί να αποδοθεί ο όρος του εθνικισμού χωρίς να διαπράττουμε παρά έναν ελάχιστο αναχρονισμό. Ο εθνικισμός αυτός δεν ήταν παρά η έκφραση των τάξεων που είχαν ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της επιδίωξής τους να συγκροτήσουν ένα δικό τους κράτος σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο κυριαρχείτο από την Βιομηχανική Επανάσταση και στον οποίο έβλεπαν τους εαυτούς τους να βρίσκονται σε ολοένα και πιο δυσμενή θέση από την Βρετανία και όσους την διαδέχτηκαν στην ηγετική της θέση. Αυτές οι τάξεις ήταν αποφασισμένες να επιτύχουν τα ίδια επίπεδα ανάπτυξης με τα ισχυρότερα βιομηχανική κράτη της εποχής τους. Το επίκεντρο, λοιπόν, αυτού του νέου εθνικισμού ήταν το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία. Η ρητορική του εμπνεόταν από τον Ευρωπαϊκό Ρομαντισμό και ανάμεσα στους κυριότερους υποστηρικτές του νέου αυτού εθνικισμού ήταν ποιητές και πεζογράφοι – οι Sándor Petöfi, Adam Mickiewicz και Alessandro Manzoni εκείνης της περιόδου. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτοί οι ρομαντικοί λογοτέχνες θέλησαν να εισάγουν μια κουλτούρα βασισμένη στο μεσαιωνικό και το προ-νεωτερικό παρελθόν των χωρών τους· πρόκειται, δηλαδή, για ένα πνευματικό εγχείρημα που επιχείρησε να ανατρέψει το πρόταγμα του προγενέστερου πατριωτισμού του Διαφωτισμού. Για τον Ρομαντικό εθνικισμό, ο θεμελιώδης ορισμός του έθνους δεν ήταν πλέον πολιτικός αλλά πολιτισμικός και η γλώσσα θα αναδεικνυόταν ο θεμέλιος λίθος του, όπως και η πατροπαράδοτη γραπτή παράδοση. Ένας από τους πρωτοπόρους υποστηρικτές της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας του έθνους του υπήρξε ο Johann Gottfried Herder. Αλλά αν και ο ρομαντικός εθνικισμός, που άνθησε στην Ευρώπη ανάμεσα στο διάστημα 1830-1870, αντέστρεψε πολλά από τα σημεία της προηγούμενης εκδοχής του πατριωτισμού, εθνικισμός και διεθνισμός εξακολουθούσαν να μοιράζονται κάποιες κοινές παραδοχές. Στην εξύμνηση της γερμανικής κουλτούρας ο Herder –ο οποίος καταγόταν από την Βαλτική- δεν υποτιμούσε την γειτονική Σλαβική κουλτούρα αλλά, αντίθετα, της αναγνώριζε την δική της ξεχωριστή αξία σαν μια διαφορετική παράδοση. Το θεωρητικό σύστημα του ρομαντικού εθνικισμού δεν περιλάμβανε πλέον τον Κοσμοπολιτισμό, αλλά εκτιμώντας την πολιτισμική ετερότητα ως αυταξία, σιωπηρά υποστήριξε μια οικουμενικότητα βασισμένη στην διαφορετικότητα. Στο πολιτικό πεδίο, αν και τα πρώτα επιτεύγματα του ρομαντικού εθνικισμού ήταν η Ελληνική και η Βελγική Επανάσταση -οι οποίες διέλυσαν την ειρήνη της Παλινόρθωσης-, το εντυπωσιακότερο αποτέλεσμά του ήταν η«Άνοιξη των Λαών» το 1848. Η αλυσίδα των επαναστατικών εξεγέρσεων που συγκλόνισαν την Ευρώπη εκείνη την χρονιά συνδύαζαν την εθνικιστική θέρμη και την διεθνή εξάπλωση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ηπείρου, με τα οδοφράγματα των επαναστατών να στήνονται από το Παρίσι και την Βιέννη, και από το Βερολίνο και την Ρώμη, μέχρι το Μιλάνο και την Βουδαπέστη. Στην Ιταλία, την Γερμανία και την Ουγγαρία οι αγώνες για την εθνική ενότητα και ανεξαρτησία κυριάρχησαν το 1848, μια χρονιά που σημαδεύτηκε επίσης από αποτυχημένες φιλελεύθερες επαναστάσεις αλλά και από την γέννηση των επαναστατικών αγώνων του σοσιαλισμού όπως διακηρύχθηκαν από «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Οι μεταβολές αυτές δεν ήταν τυχαίες. Οι μορφές του διεθνισμού που θα κυριαρχήσουν αυτή την περίοδο, βρήκαν ιδεολογική στέγη στην Πρώτη Εργατική Διεθνή. Αν αναρωτηθούμε για τα κοινωνικά θεμέλια της Διεθνούς- και του κύματος των λαϊκών εξεγέρσεων στα αστικά κέντρα το 1848- η απάντηση είναι αρκετά ξεκάθαρη. Αντίθετα με τις προσδοκίες οι επαναστάσεις αυτές δεν προήλθαν από το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά από την τάξη των τεχνιτών, των αρτιζάνων, τάξη που ανήκει στο προβιομηχανικό στάδιο της οικονομίας. Αυτή ήταν μια τάξη που κατείχε τα δικά της μέσα παραγωγής –εργαλεία και τεχνογνωσία και η οποία χαρακτηριζόταν από χαμηλά επίπεδα αναλφαβητισμού· τα μέλη της ήταν συνήθως εγκατεστημένα κοντά στο κέντρο των πρωτευουσών και εμφάνιζαν αυξημένη γεωγραφική κινητικότητα –χαρακτηριστικά αυτή της κινητικότητας ήταν τα διάσημα ταξίδια που πραγματοποιούσαν οι μαθητευόμενοι τεχνίτες είτε εντός είτε εκτός των χωρών τους. Το 1848, υπήρχαν περίπου 30.000 Γερμανοί τεχνίτες στο Παρίσι- ο Heine έλεγε ότι μπορούσες να ακούσεις να μιλούν γερμανικά κυριολεκτικά σε κάθε γωνιά, και στο Λονδίνο οMarx και ο Engels έγραφαν το Μανιφέστο απευθυνόμενοι στους Γερμανούς τεχνίτες που εργάζονταν στην Αγγλία· στο Βερολίνο, από την άλλη, βρίσκονταν διεσπαρμένοι Πολωνοί και Ελβετοί αρτιζάνοι ενώ στην Βιέννη Τσέχοι και Ιταλοί. Στο πλευρό του Marx στην ιδρυτική διάσκεψη της Πρώτης Διεθνούς βρίσκονταν ένας ταπητουργός και ένας υποδηματοποιός. Με άλλα λόγια αυτή η τάξη του αρτιζανά του, που στήριξε τα επαναστατικά κινήματα εκείνης της περιόδου ήταν ένα σύνολο που χαρακτηριζόταν από τον παράδοξο συνδυασμό ενός «κοινωνικού πατριωτισμού» ( αλλά και ενός πολιτισμικού πατριωτισμού ενώ ταυτόχρονα τα μέλη της είχαν αναπτύξει μια κατανόηση για τα ζητήματα της υψηλής πολιτικής)και μεγάλης γεωγραφικής κινητικότητας (οι άνθρωποι που άνηκαν σε αυτή την κοινωνική ομάδα είχαν βιώσει άλλωστε από πρώτο χέρι την εμπειρία της ζωής στο εξωτερικό και είχαν αναπτύξει κάποιες πεποιθήσεις περί της αλληλεγγύης των λαών). Αυτή η σύνθεση επέτρεψε την μετεξέλιξη των εθνικών επαναστάσεων σε διεθνείς αγώνες, και την έκρηξη της κοινωνικής πάλης, στα οδοφράγματα της περιόδου 1848-9. Ο Giuseppe Garibaldi ήταν μια προσωπικότητα ενδεικτική της περιόδου· ο πατέρας του ήταν ένας ασήμαντος ψαράς, και ο ίδιος ο Garibaldi ξεκίνησε την ζωή του σαν ναυτικός. Προσηλυτίστηκε στα διεθνιστικά ιδανικά –η πρώτη πολιτική ιδεολογία με την οποία ταυτίστηκε- από μια ομάδα Σαιν-Σιμονιστών εξόριστων, που εγκατέλειπαν την Γαλλία για την Μαύρη Θάλασσα πάνω στο πλοίο στο οποίο υπηρετούσε [8]
Ο Garibaldi έγινε, βέβαια, ο μεγάλος στρατιωτικός και πολιτικός ήρωας της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας του 1848, προσωποποιώντας την πιο ευγενή πλευρά του Ιταλικού εθνικισμού και του Risorgimento (της αναβίωσης). Αλλά μετά την συντριβή της βραχύβιας Ρωμαϊκής Δημοκρατίας [9] , πολέμησε για μια δεκαετία σαν στρατιώτης για προοδευτικούς σκοπούς στην Λατινική Αμερική, την Βραζιλία και την Ουρουγουάη, στην οποία, μάλιστα, μια περίοδο υπηρέτησε και σαν Πλοίαρχος, πριν επιστρέψει στην Ευρώπη για να ηγηθεί της εκστρατείας που απελευθέρωσε την Σικελία και την Καλαβρία από την κυριαρχία των Βουρβόνων, εξασφαλίζοντας έτσι την εθνική ενοποίηση της Ιταλίας. Η καριέρα του, πάντως, δεν σταματά εδώ. Το 1860 ο Lincoln τον καλεί να αναλάβει την διοίκηση του στρατού των Βορείων κατά την διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου- μια πρόταση που ο Garibaldi απέρριψε, έχοντας δικαιολογημένες υποψίες αναφορικά με την στάση του Lincoln στο ζήτημα της δουλείας. Από την άλλη αποδέχθηκε την θέση του Στρατηγού στην Γαλλία, για την άμυνα της Τρίτης Δημοκρατίας ενάντια στον Γερμανικό στρατό το 1871,και εξελέγη από τρεις γαλλικές πόλεις σαν εκπρόσωπος τους στην Εθνοσυνέλευση, ακόμη και μετά την Παρισινή Κομμούνα- που προσχώρησε επίσημα στην Πρώτη Διεθνή- μέχρι και το σκάνδαλο Mazzini. Στην ιστορική φιγούρα του Garibaldi, μπορούμε να δούμε την ενσάρκωση των καλύτερων αρετών των Ευρωπαίων Αρτιζάνων της περιόδου, τάξη στην οποία τα εθνικά και διεθνικά αισθήματα συνυπήρχαν αρμονικά.
3
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, ο ρομαντικός εθνικισμός έχει εγκαταλειφθεί από όσες τάξεις με ιδιοκτησία μέσων παραγωγής τον είχαν υιοθετήσει ή –όπως στην περίπτωση του Πεδεμοντίου-τον είχαν χρησιμοποιήσει προς όφελός τους· οι Ευρωπαίοι γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες προχωρούσαν προς το τελευταίο στάδιο της ολοκλήρωσης της αστικής επανάστασης, μια επανάσταση που έτσι και αλλιώς που ερχόταν, μάλλον, «εκ των άνω», παρά από τα χαμηλότερα στρώματα· το τελευταίο αυτό στάδιο θα είχε σαν βασικά χαρακτηριστικά την επιβολή της πειθαρχίας στα στρατεύματα και τον αυστηρό έλεγχο τους από την πολιτική ηγεσία, σήμα κατατεθέν της προσπάθειας του Bismarckγια την ενοποίηση της Γερμανίας. Από εκείνο το σημείο και μετά η κυρίαρχη μορφή του εθνικισμού στην Δύση μεταβλήθηκε απροσδόκητα. Τώρα, για πρώτη φορά ο σωβινισμός –που από καιρό εκκολαπτόταν στην κοινωνική φαντασία[10] - αναδύθηκε ως η κυρίαρχη ιδεολογία και άλλαξε την ατμόσφαιρα στα μεγάλα βιομηχανικά κράτη: Βρετανία, Η.Π.Α., Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία. Αυτή ήταν η εποχή πολιτικών, όπως ο Chamberlain, o Ferry, o Bülow, o McKinley, o Crispi. Σε αυτές τις χώρες οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκέντρωναν το διαθέσιμο κεφάλαιο με αυξανόμενους ρυθμούς και είτε επιδίωκαν τον μονοπωλιακό έλεγχο των εσωτερικών αγορών είτε ασκούσαν πιέσεις για προσαρτήσεις νέων αποικιών – μέσα από διαδικασία, όπως την ανέλυσαν λίγο πολύ ο Hobson και ο Hilferding. Ο Σοβινισμός που υποστήριξε και ενίσχυσε αυτόν τον νέο επεκτατισμό αντλούσε, συνήθως, την ρητορική του από τον Κοινωνικό Δαρβινισμό. Το θεωρητικό του λεξιλόγιο ήταν στην ουσία του Θετικιστικό, και το περιεχόμενο που έδινε στον όρο έθνος ήταν ολοένα και περισσότερο «εθνολογικό»-δηλαδή, ένας συνδυασμός πολιτισμικών και βιολογικών στοιχείων, με μια αρκετά λιγότερο συγκροτημένη ρητορική, συγκριτικά με τους προκατόχους του. Κηρύσσοντας πως οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους βασίζονταν στην επιβίωση του ισχυρότερου [11], αυτό το είδος του επεκτατικού -ή του επίδοξα επεκτατικού-εθνικισμού, διακήρυξε για πρώτη φορά ευθέως την εχθρότητα σε άλλα έθνη ή λαούς· η επιρροή του θα γινόταν εμφανής ακόμη και έξω από τον πυρήνα του διεθνούς συστήματος, στο Profiriato του Μεξικό και στην εξουσία των Roca στην Αργεντινή. Ο σωβινισμός της Belle Epoque ήταν μια ρητορεία του ιμπεριαλισμού και της υπεροχής [12]
Ο νέος αυτός σοβινιστικός εθνικισμός αφενός διευκόλυνε τα κράτη στην συστράτευση των πληθυσμών τόσο ενόψει του σκληρού ενδο-ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού όσο και για την προώθηση των αποικιακών κατακτήσεων. Αφετέρου αξιοποιήθηκε για την ενσωμάτωση των μαζών μέσα στο πολιτικό σύστημα της καπιταλιστικής νομιμότητας, σε μια εποχή όπου το δικαίωμα της ψήφου είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σε τμήματα της εργατικής τάξης. Ο κυρίαρχος σωβινισμός συντέλεσε στην εξουδετέρωση των ρίσκων αυτής της επέκτασης του δικαιώματος στην ψήφο, εξάγοντας τις κοινωνικές εντάσεις από τους εσωτερικούς στους διεθνείς ανταγωνισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχιτέκτονες της εκλογικής μεταρρύθμισης της περιόδου ήταν τα ίδια πρόσωπα που υποκινούσαν τον νέο επιθετικό εθνικισμό(επονομαζόμενο και ως jingoism [13] - o Disraeli στην Αγγλία, οBismarck στην Γερμανία, ο Giolitti στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο η κυρίαρχη μορφή διεθνισμού απαντάται στην Δεύτερη Διεθνή των σοσιαλιστικών κομμάτων [14]
. Για πρώτη φορά, μια μορφή διεθνισμού θα έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τον κυρίαρχο τύπο εθνικισμού- μια αντιπαράθεση που θα δώσει τέλος στην έως τώρα συνεργασία και συμπληρωματικότατα των δυο θέσεων. Με την ιστορική απόσταση που μας χωρίζει από την Δεύτερη Διεθνή μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο εντυπωσιακότερη ήταν ως δομή συγκριτικά με την Πρώτη Διεθνή: αυτήν την φορά στην Διεθνή συμμετέχουν περισσότερο κόμματα, περισσότερα μέλη και περισσότεροι πραγματικοί προλετάριοι. Ήταν, όμως, ακριβώς αυτή η αλλαγή στην κοινωνική σύνθεσή της Δεύτερης Διεθνούς, που αποδυνάμωσε τον διεθνή χαρακτήρα της. Το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο έχει κοινωνικά χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν λιγότερο ανθεκτικό ενάντια στις νέες ιδεολογίες του κράτους, συγκριτικά με τους Ευρωπαίους αρτιζάνους. Τα μέλη αυτής της νέας τάξης του βιομηχανικού προλεταριάτου, συγκεντρώνονταν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, σε εργοστάσια και λατομία της επαρχίας –σε περιοχές όπως ο αγγλικός ή ο γαλλικός Βοράς, το Ρουρ της Γερμανίας μακριά από τις πολιτικές πρωτεύουσες των χωρών τους. Δεν διέθεταν τα δικά τους μέσα παραγωγής και δεν είχαν την παράδοση επαναστατικότητας που είχε η παλαιότερη τάξη των τεχνιτών. Η κατάσταση του νέου βιομηχανικού προλεταριάτου ήταν για την ακρίβεια ακριβώς η αντίθετη από αυτή στην οποία βρισκόταν η τάξη των αρτιζάνων: οι προλετάριοι διέπονται από έναν συνδυασμό γεωγραφικής στασιμότητας και κοινωνικής αλλοτρίωσης. Το αποτέλεσμα ήταν οι πληθυσμοί αυτοί να αφομοιωθούν πολύ αποτελεσματικά μέσα στο πρόταγμα του εθνικισμού –με τις προβολές του για μια ονειρική κοινότητα, που θα αναδυόταν μόλις το έθνος αποκτούσε status μεγάλης δύναμης. Η αφομοίωση αυτή ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο Marx ή ο οποιοσδήποτε σοσιαλιστής της προηγούμενης γενιάς. Συνέπεια αυτής της θανάσιμης σχέσης προλεταρίων-εθνικισμού, ήταν οι λαϊκές μάζες να χαιρετήσουν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 με έναν συνδυασμό παθητικότητας και ενθουσιασμού. Όταν οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν τα σοσιαλιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης –με την εξαίρεση του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος-, προδίδοντας τις πιο θεμελιώδεις υποσχέσεις τους, ρίχτηκαν στην αμοιβαία σφαγή των λαών. Τα ιστορικά αίτια αυτού του αιμοδιψούς ενθουσιασμού δεν βρίσκονται μόνο στις αποφάσεις των ηγεσιών των σοσιαλιστικών κομμάτων-όσο επαίσχυντες και αν ήταν αυτές- και θα πρέπει να αναζητηθούν στον κοινωνικό κομφορμισμό των νεαρών προλετάριων εκείνης της περιόδου
4
Αν το ξέσπασμα της ενδο-ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης γκρέμισε τις φιλοδοξίες της Δεύτερης Διεθνούς, το τέλος του Πολέμου επανακαθόρισε, για άλλη μια φορά, τις κυρίαρχες μορφές τόσο στο εθνικιστικό όσο και στο διεθνιστικό στρατόπεδο. Καθώς εξελίσσεται μια οικονομική ύφεση και κρίση χωρίς προηγούμενο, το κεφάλαιο κινείτο σε μορφές ακόμη υψηλότερης συγκέντρωσης· αυτή την περίοδο όμως οι κεφαλαιούχοι δεν δραστηριοποιούνται μέσα σε ένα περιβάλλον διεθνούς ελεύθερου εμπορίου και μακροπρόθεσμης αλματώδους ανάπτυξης αλλά μάλλον μέσα σε ένα καθεστώς ύφεσης, προστατευτισμού και αυτάρκειας. Σε μια τέτοια συγκυρία, οι ηττημένες και απογοητευμένες δυνάμεις -η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστροουγγαρία, η Ιαπωνία- αποτέλεσαν την κυριότερη γεωγραφική κοιτίδα του νέου κυρίαρχου τύπου εθνικισμού. Σε αυτές τις χώρες η ανερχόμενη δύναμη είναι ο φασισμός. Ο φασισμός θα δανειστεί την ρητορική του όχι από τον Θετικισμό αλλά από μορφές του μοντέρνου Συμβολισμού- ο Sorel ή ο Gentile στην Ιταλία, ο Nietzsche στην Γερμανία, τα δόγματα του kokutai στην Ιαπωνία-ενώ το περιεχόμενο του έθνους στην φασιστική εκδοχή του ορίζεται, πια, σαν μια βιολογική κοινότητα: ή με άλλα λόγια το έθνος αποτελεί, πλέον, ένα φυλετικό καθεστώς. Ο φασισμός δεν είναι παρά ένα αποτέλεσμα, ένα βίαιο αποτέλεσμα της παρακμής στην οποία βρισκόταν το εθνικιστικό κίνημα. Με αυτή την έννοια, ο φασισμός δεν ήταν παρά μια μετεξέλιξη του ιμπεριαλιστικού σωβινισμού –που τώρα εξαπέλυε ένα κύμα αντιδραστικού φανατισμού χωρίς προηγούμενο. Και σε αυτή, όπως και στις προηγούμενες εκδοχές του εθνικισμού, η κοινωνική του λειτουργία είχε δυο όψεις. Αφενός χάρη στον φασισμό γινόταν δυνατή η κινητοποίηση των κατώτερων στρωμάτων σε έναν αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας αγώνας που δεν ήταν παρά ο δεύτερος γύρος, η ρεβάνς μέσαστον γενικότερο ενδο-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό· αυτή την φορά οι χώρες αυτές, που είχαν ηττηθεί ή που είχαν δει τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται, θα εξέρχονταν νικήτριες. Από αυτή την άποψη τα ιδεολογικά συνθήματα του Φασισμού ήταν η«αποκατάσταση» και η «εκδίκηση». Αφετέρου ο φασισμός χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τον έλεγχο των μαζών στις χώρες εκείνες που η κοινοβουλευτική δημοκρατία είχε αποτύχει και όπου μεγάλα μέρη της εργατικής τάξης έλκονταν προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό. Οι δυο αυτοί στόχοι ήταν στενά συνδεδεμένοι, εφόσον ήταν η ήττα ή η απογοήτευση από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που υπονόμευσε την σταθερότητα της καπιταλιστικής δημοκρατίας, καθιστώντας αναγκαία μια πηγή αντεπαναστατικής καταστολής, και που ταυτόχρονα οδήγησε στην έξαψη των ρεβανσιστικών συναισθημάτων και στις εκτεταμένες πολεμικές προετοιμασίες.
Το Φασιστικό σχέδιο έφτασε κοντά στην επιτυχή ολοκλήρωσή του. Στα τέλη του 1941 όλη η Ευρώπη από το Βρετανικό Κανάλι μέχρι την Βαλτική είχε υποταχθεί στην φασιστική εξουσία, ενώ στην Άπω Ανατολή, η Ιαπωνία επεξέτεινε την κυριαρχία της σε μια όλο και ευρύτερη περιοχή. Η ελκυστικότητα του Φασισμού δεν περιορίστηκε, όμως, σε αυτές τις περιοχές: στην Λατινική Αμερική, οι τρεις πιο σημαντικές πολιτικές εξελίξεις της περιόδου –το Estado Novo στην Βραζιλία, η άνοδος του Περόν στην Αργεντινή, και τα πρώτα βήματα του Movimiento NacionalistaRevolucionario (MNR) στην Βολιβία – έλκονταν προς τον αστερισμό του φασισμού [15].
Εν τω μεταξύ, ενώ ο σωβινισμός, που καλλιέργησαν οι ίδιες οι δυνάμεις του καπιταλισμού, εξελίχθηκε προς μια ριζοσπαστικότερη μορφή -αυτή του Φασισμού-, το ίδιο ριζοσπαστικότερος – προς την αντίθετη, βέβαια, κατεύθυνση- έγινε και ο εργατικός διεθνισμός. Σε μια χώρα, η ηθική απαξίωση που ταλαιπωρούσε το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα είχε αποφευχθεί. Το 1917, εργάτες και στρατιώτες υπό την ηγεσία του κινήματος των Μπολσεβίκων διεξήγαγαν την ρωσική σοσιαλιστική επανάσταση. Το καθεστώς που αναδύθηκε από αυτή την εξέγερση ήταν το πρώτο και μοναδικό κράτος στην Ιστορία που δεν περιελάμβανε καμία εθνική ή γεωγραφική αναφορά στο όνομά του- θα γινόταν απλά η ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, χωρίς προσδιορισμένο έδαφος ή λαό. Με λίγα λόγια η πρόθεση των ιδρυτών της ήταν ένας άνευ όρων διεθνισμός. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι ηγέτες των Μπολσεβίκων συγκάλεσαν την Τρίτη Διεθνή για να συντονίσουν την δράση των νέων Κομμουνιστικών Κομμάτων που, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρωσικής επανάστασης, αναδύονταν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου [16].
Η διαφοροποίηση της Τρίτης Διεθνούς συγκριτικά με την Δεύτερη Διεθνή ήταν δραματική. Στην Ευρώπη τα κόμματα της Comintern επεδείκνυαν σιδηρά πειθαρχία στην απόρριψη κάθε μορφής εθνικισμού, και πρόβαλαν αποτελεσματική αντίσταση στις πιέσεις των ελίτ των κρατών τους· ήταν μια συμπεριφορά που επέβαλαν τα φρικτά μαθήματα που είχε διδαχθεί μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών της εργατικής τάξης από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ίδια την Σοβιετική Ένωση, από την άλλη, η επικράτηση του Στάλιν στο ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, βασίσθηκε στην υπόσχεση για την οικοδόμηση «του σοσιαλισμού σε μια χώρα»,αποκρυσταλλώνοντας, έτσι, μια νέα μορφή εθνικισμού, που θα χαρακτήριζε τον αυταρχισμό που οικοδομεί το με ταχείς ρυθμούς στο Σοβιετικό κράτος. Οι δραστηριότητες της Τρίτης Διεθνούς θα παραμείνουν ολοκληρωτικά υποταγμένες στα συμφέροντα του Σοβιετικού κράτους, όπως, βέβαια, τα καθόριζε ο Στάλιν.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν ένα πρωτοφανές φαινόμενο: ένας διεθνισμός που ενώ ήταν εξαιρετικά προωθημένος, ήταν ταυτόχρονα και τόσο διαστρεβλωμένος, ώστε να απορρίπτει κάθε νομιμοφροσύνη στην δική του χώρα την ίδια στιγμή που επιδείκνυε απεριόριστη υπακοή σε ένα άλλο κράτος. Η κορυφαία στιγμή αυτού του διεθνισμού ήταν ο Ισπανικός εμφύλιος: οι Διεθνείς Ταξιαρχίες που συμμετείχαν στο πλευρό του δημοκρατικού στρατού, βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχο των απεσταλμένων της Comintern, των Codovilla, Togliatti, Gerö, Vidali και άλλων, άτομα που είχαν στρατολογηθεί από όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Με τοτον συνδυασμό αυτό, του ηρωισμού και του κυνισμού, τηςανιδιοτελούς αλληλεγγύης και της αιμοσταγούς τρομοκρατίας, ο διεθνανιδιοτελούς αλληλεγγύης και της αιμοσταγούς τρομοκρατίας, οδιεθνισμός της Τρίτης Διεθνούς ήταν ο πιο ολοκληρωμένος αλλά και ο πιο διαστρεβλωμένος από οποιονδήποτε άλλο διεθνισμό.
Οι νέες εξελίξεις βρήκαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Γαλλίας, της Βρετανίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Νορβηγίας –όλες χώρες στις οποίες επιτέθηκε η Ναζιστική Γερμανία- να αρναρνούνται να παράσχουν στήριξη στις κυβερνήσεις των χωρών τους υποστηρίζοντας ότι η σύγκρουση ήταν απλώς άλλη μια ενδο-ιμπεριαλιστική διαμάχη και ως τέτοια δεν είχε κανένα ιδιαίτερο για τις λαϊκές μάζες. Μια θέση που δεν θα μπορούσε να ήταν λιγότερο δημοφιλής και την ίδια στιγμή περισσότερο πολιτικά άστοχη, δεδομένου ότι η εργατική τάξη είχε κάθε συμφέρον να υπερασπιστεί την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ενάντια στον Φασισμό. Πέρα από οτιδήποτε άλλο η στάση αυτών των κομμάτων κατέδειξε, όμως, και τις διαφορές που χώριζαν την Τρίτη, από την Δεύτερη Διεθνή. Δυο χρόνια αργότερα ο Χίτλερ εισβάλει στην Σοβιετική Ένωση. Το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει την είσοδο την είσοδο των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην μάχη ενάντια στον Ναζισμό. Σύντομα θα αναλάβουν έναν ηγετικό ρόλο στην Αντίσταση, συντονίζοντας τα λαϊκά κινήματα ενάντια στην γερμανική κατοχή, όπως έκαναν ήδη ενάντια στην Ιαπωνική επέκταση οι συνάδελφοι τους στην Κίνα και την Κορέα. Στην νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, δεν υπήρχε πλέον καμία αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που θεωρούσαν σαν το διεθνιστικό καθήκον τους, να βοηθήσουν την μητέρα του σοσιαλισμού και στο εθνικό τους καθήκον να υπερασπιστούν τις χώρες τους ενάντια στην Wehrmacht · οι δυο αυτοί στόχοι ενώνονται τώρα σε έναν κοινό σκοπό, ο οποίος επετεύχθη μέσα σε γενική επιδοκιμασία.
Καθώς κορυφώνονται οι αντιφασιστικοί αγώνες ο Στάλιν αιφνιδίως ανακοινώνει την διάλυση της Τρίτης Διεθνούς, με το επίσημο αιτιολογικό πως συνιστούσε ένα αναχρονιστικό στοιχείο, και στην πραγματικότητα με στόχο να κατευνάσει τους Βρετανούς και Αμερικανούς συμμάχους του. Με αυτήν την απόφαση, ολοκληρώθηκε ένας μακρύς ιστορικός κύκλος. Η ήττα του Φασισμού και το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου θα σηματοδοτούσαν μια σειρά νέων μεταμορφώσεων τόσο του εθνικισμού όσο και του διεθνισμού, σε νέες ριζοσπαστικότερες εκδοχές που παύουν να περιορίζονται στα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης και αποκτούν παγκόσμιο χαρακτήρα.
5
Μέχρι στιγμής, αυτή η ανάλυση είχε αναγκαστικά επικεντρωθεί στις γεωγραφικές ζώνες τη Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής- όχι γιατί αυτές οι περιοχές έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία, αλλά εξαιτίας του ρόλου που είχε μακροπρόθεσμα Δυτικός καπιταλισμός στην παγκόσμια ιστορία, με την επιρροή του να απλώνεται σε όλη την περίοδο από την Αμερικανική και την Γαλλική επανάσταση μέχρι την Μεγάλη ύφεση και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 1945 η σχετική θέση του Δυτικού κόσμου αλλάζει δραματικά. Τώρα, άλλα, πολυπληθέστερα τμήματα της ανθρωπότητας έρχονται στο προσκήνιο και παίζουν κεντρικό ρόλο στις νέες εξελίξεις. Ταυτόχρονα, σε αυτή νέα φάση που ξεκινά το1945 και διαρκεί, μπορούμε να πούμε, μέχρι το 1965, θα επέλθει τόσο στο εθνικιστικό όσο και στο διεθνιστικό στρατόπεδο μια θεαματική αλλαγή στον τρόπο που οι δυο θεωρίες αντιλαμβάνονται τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας. Με την απόσταση που μας χωρίζει μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτή η ιδεολογική αλλαγή ήταν μια από τις κρισιμότερες καμπές του 20ου αι. Μέχρι τότε οι κυρίαρχες μορφές του εθνικισμού- από τις ευγενέστερες φιλοδοξίες του πατριωτισμού του Διαφωτισμού μέχρι τα πιο απάνθρωπα εγκλήματα του Φασισμού- ήταν πάντα η ιδεολογία των τάξεων που είχαν ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, ενώ αντίστοιχα από τον 19ο αι και μετά οι διάφορες μορφές του διεθνισμού- με τα όποια σφάλματα και ανεπάρκειές τους- εξέφραζαν τις εργατικές τάξεις. Μετά το 1945, αυτή η σχέση –κεφαλαίου/εθνικισμού, εργασίας/διεθνισμού-ανατρέπεται. Ο εθνικισμός κυριαρχεί στα οράματα των λαϊκών στρωμάτων, των τάξεων που ζούσαν στην φτώχεια και την εκμετάλλευση, και εμπνέει μια οικουμενική εξέγερση ενάντια στον Δυτικό ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία. Ο Διεθνισμός αλλάζει, και αυτός με την σειρά του, στρατόπεδο –και εντός της παράταξης των Καπιταλιστών αρχίζει να υφίσταται μια μεταμόρφωση που θα αποδειχθεί θανάσιμη απειλή. Ο νέος τύπος του εθνικισμού που έγινε κυρίαρχος σε παγκόσμια κλίμακα μετά το 1945 ήταν ο αντι-ιμπεριαλισμός, και οι κυριότερες γεωγραφικές του ζώνες ήταν η Ασία, η Αφρική και η Λατινική Αμερική. Ποια ήταν τα συστημικά του χαρακτηριστικά; Κοινωνικά, ήταν πολύ περισσότερο ετερόκλητος από τις προγενέστερες μορφές εθνικισμού στην Ευρώπη. Στην ηγεσία αυτών των κινημάτων της εθνικής απελευθέρωσης που σάρωναν τον Τρίτο Κόσμο βρέθηκαν διάφορες κοινωνικές τάξεις. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου η τοπική μπουρζουαζία κυριάρχησε και κατεύθυνε το εθνικιστικό κίνημα - με σημαντικότερο παράδειγμα την Ινδία. Σε άλλες περιπτώσεις, στις χώρες αυτές οι μεσαίες τάξεις, οι οποίες δεν είχαν στην κατοχή τους σημαντικές ποσότητες κεφαλαίου, ηγήθηκαν αυτών των αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων και τα χρησιμοποίησαν με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας και κατ’ επέκταση την αναβάθμισή τους σε μια πραγματική μπουρζουαζία. Το ίδιο είχε συμβεί νωρίτερα στο Μεξικό και την Τουρκία. Σε μια σειρά από Αφρικανικές χώρες εκδηλώθηκε μια πιο ασταθής παραλλαγή αυτού του μοτίβου: γραφειοκράτες ή αξιωματούχοι που άνηκαν στον μηχανισμό του αποικιακού κράτους αναλάμβαναν την ηγεσία των εθνικιστικών κινημάτων. Σε άλλες περιπτώσεις στην εξουσία ανήλθαν διανοούμενοι, μέλη των μικρο-μεσαίων στρωμάτων, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ινδονησία. Σε αυτό το μωσαϊκό εξεγέρσεων, όμως, οι εκπαιδευτικοί των επαρχιακών σχολείων ήταν η κοινωνική ομάδα που είχε πάντα έναν ρόλο. Σε άλλες περιπτώσεις, τα κομμουνιστικά κόμματα καταλάμβαναν την ηγεσία των απελευθερωτικών κινημάτων, που έδωσαν σε αυτές τις αντι-ιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις τον χαρακτήρα μιας γενικότερης επανάστασης ενάντια στο Κεφάλαιο, όπως συνέβη στην Κίνα και το Βιετνάμ. Η επανάσταση στην Κούβα δεν ήταν παρά ένας συνδυασμός αυτού του νέου τύπου επανάστασης με παλαιότερες εκδοχές της προλεταριακής εξέγερσης.
Ποιο ήταν το θεωρητικό λεξιλόγιο του μεταπολεμικού αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος; Η ρητορική του ήταν ένας συγκερασμός διαφορετικών στοιχείων. Όπως ακριβώς δεν υπήρχε κοινωνική ομοιογένεια στην ηγεσία των διαφόρων κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης, έτσι και η ιδεολογική του ρητορική παρέμενε εξίσου πολύχρωμη και μάλλον υβριδική· στις πιο ακραίες περιπτώσεις τα κινήματα μπορούσαν να συνδυάζουν, την ίδια στιγμή, στην ρητορική τους στοιχεία από τον Ρασιοναλισμό, τον Ρομαντισμό, τον Θετικισμό, και τον Συμβολισμό. Ο Κεμαλισμός στην Τουρκία, ο Σουκαρνισμός στην Ινδονησία και η σύνθετη ιδεολογία η οποία υιοθετήθηκε στο Μεξικό από τους Obregón,Calles και Cárdenas διαδοχικά, συνιστούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παλαιότερες θεωρίες επανεμφανίζονταν, ενώ πλήθαιναν οι συνδυασμοί διαφορετικών ρευμάτων σκέψης. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος ήταν, όμως, η ικανότητα να χρησιμοποιεί όχι μόνο ένα ευρύ φάσμα ετερόκλητων ιδεολογημάτων αστικής προέλευσης αλλά ακόμα και αντιλήψεις που είτε ήταν προγενέστερες του Διαφωτισμού είτε μεταγενέστερες του καπιταλισμού- με λίγα λόγια μπόρεσαν να αντλήσουν στοιχεία αφενός από την θρησκεία και αφετέρου από τον Σοσιαλισμό. Η σχέση των κινημάτων αυτών με την θρησκεία μπορεί να καταδειχθεί από το παράδειγμα των μεταγενέστερων εξελίξεων στο Ιράν και της Ιρανικής επανάστασης, ενώ οι Σαντινίστας στην Νικαράγουα συνιστούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχέσης των Κινημάτων με τον Σοσιαλισμό. Ποια στρώματα συνιστούσαν, όμως, την βάση αυτού του αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος; Οι αγρότες ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα και ιδιαίτερα στις νέες κομμουνιστικές επαναστάσεις που εξερράγησαν εκείνη την περίοδο :στην Κίνα, στο Βιετνάμ, αλλά ακόμα και σε μια χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, την Γιουγκοσλαβία. Οι εξεγέρσεις, όμως, αυτές έχουν μια σημαντική ποιοτική διαφορά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, την οποία επικαλούντο ως πρότυπο: οι επαναστάσεις αυτές θριάμβευσαν κάτω από το λάβαρο του έθνος, σε αντίθεση με την Ρωσική επανάσταση η οποία την περίοδο που ανέβηκε στην εξουσία είχε ήδη αποβάλει κάθε εθνικιστικό περιεχόμενο. Τι συμβαίνει, όμως, την ίδια περίοδο στο καπιταλιστικό στρατόπεδο;
Εκεί η νέα κατάσταση που δημιουργείται μετά το 1945 μπορεί να περιγραφεί λίγο πολύ ως εξής. Κατ’ αρχήν, με την ολοκλήρωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ έχουν αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία στα πλαίσια του καπιταλιστικού κόσμου, σε έναν βαθμό που κανέναν άλλο κράτος δεν είχε πετύχει μέχρι τότε. Η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία ήταν ηττημένες και είχαν υποστεί εκτεταμένες καταστροφές, ενώ η Βρετανία και η Γαλλία ήταν αποδυναμωμένες, με τις οικονομίες τους πτωχευμένες. Οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν ,πλέον, στον καπιταλιστικό κόσμο πολύ πιο αποφασιστικά από ότι κυριαρχούσε η Βρετανία σε ολόκληρο τον 19ο αι.
Ένα δεύτερο νέο στοιχείο, αυτής της περιόδου, είναι ότι ο καπιταλισμός ανατρέπεται, τώρα, και σε νέα κράτη· ο κομμουνισμός παύει, πλέον, να είναι περιορισμένος στην Ρωσία. Μέσα από την θύελλα του Πολέμου αναδείχθηκε μια μεγάλη ομάδα κρατών στα οποία καταργήθηκε η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής- τα νέα κομμουνιστικά κράτη καταλαμβάνουν, τώρα, την μισή Ευρώπη και το ένα τρίτο της Ασίας. Αυτό το νέο Κομμουνιστικό μπλοκ, με την παγκόσμια εμβέλεια φαινόταν, τώρα, να απειλεί την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού. Μέσα από αυτές τις νέες συνθήκες το Κεφάλαιο ανακάλυψε μια δική του εκδοχή του διεθνισμού. Θα εκλείψουν πλέον οι εθνικές συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη- που είχαν προκαλέσει δυο παγκόσμιους πολέμους. Η ύπαρξη μιας και μοναδικής ηγεμονικής δύναμης στο καπιταλιστικό στρατόπεδο έκανε δυνατό έναν διεθνή συντονισμό των συμφερόντων των κρατών της Δύσης· η ύπαρξη του Κομμουνιστικού μπλοκ, άλλωστε, καθιστούσε κάτι τέτοιο απαραίτητο [17].
Το αποτέλεσμα ήταν μια διαδικασία εμπορικής, ιδεολογικής και στρατηγικής ενοποίησης που ξεκινά με τις χρηματοοικονομικές συμφωνίες του Bretton Woods, για να ακολουθήσουν τα Σχέδια Marshall και Dodge για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας· η ενοποίηση αυτή επισημοποιήθηκε με την ίδρυση του ΝΑΤΟ και την επικύρωση της GATT (Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο-1947) και κορυφώθηκε με την γένεση της ΕΟΚ, ένας οργανισμός που ιδρύθηκε με την στήριξη των ΗΠΑ. Η διεθνής ολοκλήρωση έκανε σημαντικά βήματα στο μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, ξεκινώντας από την αποκατάσταση του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου για να φτάσει τελικά στα πρώτα δείγμα ολοκληρωτικής υποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ενιαίας Αγοράς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια δραματική ανατροπή των τάσεων που επικρατούσαν στο διεθνές σύστημα την περίοδο του μεσοπολέμου- μια εξέλιξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του Καπιταλισμού. Αν θα θέλαμε να την αποδώσουμε με έναν όρο, θα μπορούσαμε για την ώρα να περιγράψουμε αυτή την διαδικασία με τον όρο της υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Και ο όρος έχει εδώ μια διπλή έννοια: αφενός αποδίδει την ιδιαίτερη θέση που απολάμβαναν οι ΗΠΑ υπεράνω όλων των άλλων κρατών και αφετέρου περιγράφει την συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπεράνω των κρατών-μελών της. Μια από τις κυριότερες συνέπειες αυτής της αλλαγής ήταν μια μεταβολή στην κυρίαρχη ιδεολογία των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών: η φιλελεύθερη δημοκρατία αντικαθιστά το έθνος-κράτος σαν το κυριότερο μέσο που χρησιμοποιούσαν τα κράτη της Δύσης για να πετύχουν την ιδεολογική ενσωμάτωση της εργατικής τους τάξης. Στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η επίσημη δυτική ιδεολογία έπαψε να δίνει έμφαση στην υπεράσπιση του έθνους- μια αξία που είχε κεντρική σημασία και για όλες τις πλευρές στην περίοδο πριν αλλά και κατά την διάρκεια του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου- αλλά πλέον άρχισε να επικεντρώνει τις προσπάθειές της στον εξωραϊσμό του ελεύθερου κόσμου. Η μεταβολή αυτή συνέπεσε, ήδη από την δεκαετία του 1950, και με μια πρωτοφανή ισχυροποίηση και εξάπλωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενός πολιτικού συστήματος που βασιζόταν στην οικουμενική ψήφο και το οποίο θα αποτελέσει βασικό χαρακτηριστικό του πρότυπου καπιταλιστικού κράτους στον ανεπτυγμένο κόσμο.
6
Από τα μέσα της δεκαετίας του 60’, όμως, και μετά, μια σειρά από αλλαγές στο διεθνές σύστημα μετέβαλλαν τις σχέσεις μεταξύ κρατών και αγορών σε όλα τα μήκη και πλάτη του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Μόλις, ολοκληρώθηκε ανασυγκρότηση των καπιταλιστικών οικονομιών από τις καταστροφές του πολέμου, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική και κυρίως η Ιαπωνική οικονομία άρχισαν να αναπτύσσονται με ρυθμούς μεγαλύτερους από αυτούς των ΗΠΑ· μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 το σύστημα του Bretton Woods ήταν ήδη παρωχημένο. Την ίδια περίοδο, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις που τυπικά ήταν εγκατεστημένες σε ένα κράτος αλλά οι οποίες ανέπτυσσαν δραστηριότητα που υπερέβαινε τα εθνικά σύνορα, εξαπλώνονται και γίνονται ακόμη πιο ισχυρές καθιστώντας τους μηχανισμούς εποπτείας του κεφαλαίου που εφάρμοζαν μέχρι τότε οι εθνικές αρχές ολοένα και πιο αναποτελεσματικούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι αγορές να βρεθούν σε μια κατάσταση ολοένα και μεγαλύτερης εξάρτησης καθώς επηρεάζονταν από μια μεγάλη αλυσίδα διεθνών επενδύσεων και τοποθετήσεων, οι οποίες υπερέβαιναν τις δυνατότητες κάθε παραδοσιακού μηχανισμού εσωτερικού ελέγχου. Η ανάκαμψη του Γερμανικού και του Ιαπωνικού καπιταλισμού δεν σηματοδότησε, όμως, και την επιστροφή στους οξείς ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς της μεσοπολεμικής περιόδου.
Αντί για ένα πισωγύρισμα στο σύστημα των δασμολογικών εμποδίων και των εξοπλιστικών ανταγωνισμών, τα σημαντικότερα καπιταλιστικά κράτη συνέχιζαν να προχωρούν σε ολοένα και πιο στενό συντονισμό των πολιτικών τους, πολύ στενότερο από την αντίστοιχη συνεργασία που είχαν αναπτύξει στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, προχώρησε προς την Ενιαία Αγορά, και αφού θεμελίωσε ακόμα και ένα αδύναμο κοινοβούλιο, υιοθέτησε ένα Ενιαίο Νόμισμα. Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και οι άλλες δυνάμεις πολλαπλασίασαν τις μεταξύ τους διασκέψεις και τις συμφωνίες, προκειμένου να διευκολύνουν την κοινή διαχείριση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, σε περιόδους τόσο ανάπτυξης όσο και ύφεσης. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχίζουν και οι διασκέψεις της ομάδας G7.Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια εξέλιξη που πλησίαζε στο όραμα του Kautsky για τον «υπέρ-ιμπεριαλισμό» [18].
Πρόκειται, ουσιαστικά για ένα είδος διηπειρωτικού διεθνισμού , ο οποίος θα κυριαρχήσει στον καπιταλιστικό κόσμο στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. Ο διηπειρωτικός χαρακτήρας αυτού του διεθνισμός έχει διπλή έννοια: αφενός αναφέρεται στους θεσμικούς δεσμούς που ενώνουν σε μια ενότητα τις τρεις κυριότερες ζώνες του καπιταλισμού από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ειρηνικό· και αφετέρου αναφέρεται στην άνοδο των νέων πολυεθνικών επιχειρήσεων παγκόσμιας εμβέλειας και των νέων μορφών οικονομικών επενδύσεων που υπερβαίνουν τα συμβατικά κρατικά όρια. Στο ιδεολογικό πεδίο, η επίσημη ρητορική της περιόδου επέμεινε στην υπεροχή των δημοκρατικών αξιών έναντι των εθνικών· η ρητορική αυτή άλλωστε ενισχύθηκε από τον ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό των Μεσογειακών διδακτοριών στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα- καθεστώτα που σε όλη την προηγούμενη περίοδο ερχόντουσαν σκανδαλωδώς σε αντίθεση με την ρητορική του δυτικού Ελεύθερου Κόσμου.
Εν τω μεταξύ, έξω από την ζώνη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, ο αντι-ιμπεριαλισμός είχε χάσει την αρχική ορμή του, παύοντας μέχρι την δεκαετία του ’70 να αποτελεί την κυρίαρχη μορφή εθνικισμού. Εξακολουθούσαν, βέβαια, να διεξάγονται σημαντικές συγκρούσεις. Αλλά η νίκη της Βιετναμέζικης Επανάστασης, μια έκβαση που εκκρεμούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά και η διάλυση της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας, ακόμα και όταν επήλθαν, φάνηκαν σαν τον επίλογο μιας προγενέστερης εποχής. Στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής και της Ασίας η αποαποικιοποίηση ήταν, ήδη, ένα τετελεσμένο :στην Λατινική Αμερική οι προσπάθειες της Κούβας για έξοδο από την απομόνωση είχαν αποτύχει. Αγώνες για την εθνική απελευθέρωση διεξάγονταν ακόμη στην Νότια Αφρική, στην Παλαιστίνη, στην Κεντρική Αμερική, αλλά δεν είχαν πλέον την ίδια οικουμενική εμβέλεια. Ένα άλλο, κάπως διαφορετικό, είδος εθνικισμού ήρθε τώρα στο προσκήνιο.
Το διευρυμένο Κομμουνιστικό Μπλοκ που αναδύθηκε από τον Πόλεμο, μέσα από την πάλη ενάντια στον Φασισμό στην Ευρασία ήταν ένα ανομοιογενές σύνολο. Στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης- στην Πολωνία, την Ουγγαρία, την Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία, την Ανατολική Γερμανία- ο Στάλιν είχε επιβάλει εκ των άνω κομμουνιστικά καθεστώτα, χρησιμοποιώντας την στρατιωτική απειλή· με αυτό τον τρόπο, δημιούργησε μια αλυσίδα από κράτη-δορυφόρους που πειθαρχούσαν στα συμφέροντα και τις εντολές της ΕΣΣΔ. Στον αντίποδα αυτών των περιπτώσεων βρίσκονταν η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία, η Κίνα και το Βιετνάμ: στις χώρες αυτές διεξήχθησαν αυτόνομες επαναστάσεις που μετά την επιτυχία τους οδήγησαν στην εγκαθίδρυση ανεξάρτητων Κομμουνιστικών κρατών. Πέρα, όμως, από την όποια ανεξαρτησία τα κομμουνιστικά κόμματα που ανέλαβαν την ηγεσία σε αυτές τις χώρες δεν έπαυαν να έχουν επηρεαστεί βαθιά –σε θεωρία αλλά και πρακτικές- από την Σταλινική Τρίτη Διεθνή. Το δόγμα του «Σοσιαλισμού σε μια χώρα», που ήταν ο θεμέλιος λίθος του Σταλινισμού, εξέθρεψε μια άνευ όρων υποταγή στην Σοβιετική Ένωση, σε μια περίοδο που τα κομμουνιστικά κόμματα αγωνίζονταν, ακόμα, να καταλάβουν την εξουσία, ενώ διώκονταν σαν παράνομες και απαγορευμένες ομάδες.
Αλλά, μόλις, κατέλαβαν την εξουσία, το δόγμα αυτό του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» -όπως ήταν εύλογο- είχε, κατά τραγική ειρωνεία, ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα: οξείες συγκρούσεις πυροδοτήθηκαν ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και σε κάθε μη ρωσικού Κόμματος, που είχε εξασφαλίσει την κυριαρχία στο εσωτερικό του κράτους του. Στην πραγματικότητα, αυτός ο εξωραϊσμένος εθνικός εγωισμός που εφαρμοζόταν από τον Στάλιν άρχισε τώρα να γενικεύεται και στα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη- χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι τέτοιες αντιδράσεις δεν προκλήθηκαν και από την ίδια την αλαζονεία του Στάλιν και των διαδόχων του.
Το αποτέλεσμα ήταν, πως όσο τα Κομμουνιστικά κράτη αυξάνονταν τόσο επιταχυνόταν και η αποσύνθεση του διεθνιστικού χαρακτήρα που είχε το Κομμουνιστικό Κίνημα στην πρώιμη φάση του. Αρχικά, ήταν η Γιουγκοσλαβία που ήρθε σε ρήξη με την Σοβιετική Ένωση· για να ακολουθήσει στα τέλη του 1940 στην συνέχεια η αντιπαράθεση της Αλβανίας με την Γιουγκοσλαβία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 Ρωσία και Κίνα, βρέθηκαν αντιμέτωπες σε μια αντιπαράθεση που κλιμακώθηκε σε ένοπλες διασυνοριακές συγκρούσεις· η σύγκρουση αυτή κατάστρεψε οριστικά τις όποιες πιθανότητες για ενότητα στο Κομμουνιστικό στρατόπεδο. Οι αντιπαραθέσεις εντός του Κομμουνιστικού στρατοπέδου κλιμακώνονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα να προκύψουν μια σειρά από ευθείες συγκρούσεις ανάμεσα στα νέα κομμουνιστικά κράτη: χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι αναμετρήσεις μεταξύ Βιετνάμ και Καμπότζης αλλά και Βιετνάμ Κίνας. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ήταν προφανές ότι η μορφή του εθνικισμού που κυριαρχούσε στο παγκόσμιο στερέωμα ήταν ο αδελφοκτόνος διχασμός του Κομμουνισμού κόσμου [19].
Ποιες ήταν οι ιστορικές ρίζες αυτής της ξαφνικής αποσύνθεσης της Λενινιστικής παράδοσης, την ίδια στιγμή που ο καπιταλιστικός κόσμος στρεφόταν προς τον διεθνισμό; Δυο αλληλένδετα αίτια ήταν οι βασικότεροι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη. Η πρώτη αιτία είναι και η πλέον προφανής: στο πλαίσιο του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», οι παραγωγικές δυνάμεις των Κομμουνιστικών κρατών- που εξ αρχής υστερούσαν σημαντικά των δυτικών χωρών- δεν είχαν ουσιαστικά καμία πιθανότητα να επιτύχουν τα ίδια επίπεδα ανάπτυξης με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες· οι τελευταίες επωφελούνταν μιας εμπορικής και βιομηχανικής ενοποίησης, μια ενοποίηση που απουσίαζε τελείως από το ανατολικό μπλοκ. Στο τεχνολογικό αλλά και στο οργανωτικό πεδίο, οι παραγωγικοί συντελεστές στις χώρες του ανατολικού μπλοκ εξακολουθούσαν να περιορίζονται από τα εθνικά σύνορα, με αποτέλεσμα η μέση παραγωγικότητα εργασίας στην Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, να αντιστοιχεί στα 2/5περίπου της παραγωγικότητας της εργασίας στην Δυτική Γερμανία ή την Γαλλία. Με άλλα λόγια, ο «γραφειοκρατικός εθνικισμός» που είχε αναπτυχθεί στον Κομμουνιστικό κόσμο στηριζόταν σε παραγωγικές δυνάμεις, που ήταν αντικειμενικά πολύ λιγότερο διεθνοποιημένες από αυτές του καπιταλιστικού κόσμου. Αυτό το είδος του εθνικισμού, με την σειρά του εμπόδιζε κάθε προσπάθεια για να γεφυρωθεί το χάσμα με την Δύση. Η αποσάθρωση της COMECON, που βρισκόταν σε μια πραγματικά θλιβερή κατάσταση συγκριτικά με την ευημερούσα Ενιαία Αγορά της Ευρώπης, ήταν το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης. Η αδύναμη αυτή οικονομική βάση του κομμουνιστικού κόσμου θα αντανακλούσε και πάνω στα πολιτικά και ιδεολογικά εποικοδομήματα των σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η παρακμή του εθνικισμού προκαλείτο από την αυξημένη σημασία που αποκτούσε η φιλελεύθερη δημοκρατία για την νομιμοποίηση του κοινωνικού καθεστώτος και την ενσωμάτωση του πληθυσμού στην καπιταλιστική τάξη. Γιατί όπως κατανοούσε και ο ίδιος ο Marx, το έθνος έχει την δυνατότητα να λειτουργεί σαν μια φαντασιακή κοινότητα και με αυτόν τον τρόπο αποζημιώνει τους πολίτες του για την έλλειψη πραγματικής ελευθερίας ή ισότητας. Από αυτή την άποψη η διχόνοια που επικρατούσε στον Κομμουνιστικό κόσμο, εκείνη την περίοδο, ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της κατάλυσης της λαϊκής κυριαρχίας στα κομμουνιστικά κράτη. Η παντελής αδυναμία των παραγωγών αυτών των χωρών να συνεργασθούν ελεύθερα οδήγησε μοιραία στην πικρία, τον εθνικισμό, και τις συγκρούσεις εντός του κομμουνιστικού στρατοπέδου.
Για μια περίοδο, αυτό το υποκατάστατο εθνικισμού ήταν λειτουργικό, μόνο όμως σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία ή το Βιετνάμ, όπου τα κυρίαρχα κομμουνιστικά κόμματα είχαν επιβληθεί μέσα από ντόπιες επαναστάσεις και τα οποία είχαν κατά το παρελθόν νικήσει ξένους εισβολείς, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο στα κράτη που δημιούργησαν έναν μανδύα εθνικής νομιμοποίησης. Αντίθετα, στην πλειοψηφία τους τα κομμουνιστικά καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης δεν μπορούσαν να αντλήσουν οποιαδήποτε τέτοια νομιμοποίηση. Παρά το γεγονός ότι προσπάθησαν και αυτά με την σειρά τους να παίξουν το χαρτί του εθνικισμού –με την Ρουμανία να είναι ίσως το πιο διάσημο παράδειγμα- δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν καμία «εθνική» αξιοπιστία. Ήταν, άλλωστε, καθεστώτα που είχαν επιβάλει ο Κόκκινος Στρατός το 1945, και τα οποία κατάφερναν να διατηρηθούν στην εξουσία, στην μετέπειτα περίοδο, μόνο μετά από τις επανειλημμένες στρατιωτικές επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης- στην Ανατολική Γερμανία το1953, στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Στο δημοκρατικό έλλειμμα και στην κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας έρχεται να προστεθεί σε αυτές τις χώρες και η ταπείνωση των εθνικών συναισθημάτων, ενώ οι πολίτες των κομμουνιστικών χωρών που συνόρευαν με κράτη τις Δύσης, μπορούσαν και να συγκρίνουν την απόσταση που χώριζε την Κομμουνιστική ζώνη από τον δυναμισμό των καπιταλιστικών οικονομιών. Οι σαρωτικές αλλαγές που ήλθαν στην Ανατολική Ευρώπη το 1989 δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας. Ο απόηχος των γεγονότων του 1989 αποσταθεροποίησε, όμως, και δυο γειτονικά κράτη, δυο πολυεθνικές ομοσπονδίες, που απολάμβαναν πολύ υψηλότερα επίπεδα νομιμοποίησης, την Σοβιετική Ένωση και την Γιουγκοσλαβία. Στις χώρες αυτές πυροδοτήθηκε μια διαδικασία εσωτερικής αποσύνθεσης χωρίς τέλος, καθώς άρχισαν να ξυπνούν οι δυνάμεις του διαχωρισμού και της αυτονόμησης και μάλιστα εν μέσω μιας ολοένα και βαθύτερης οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ποια είναι, όμως, σήμερα, στο ξεκίνημα αυτού του νέου αιώνα, η κυρίαρχη μορφή του εθνικισμού παγκοσμίως; Αν και θα πρέπει να διατηρούμε κάποια επιφύλαξη φαίνεται πως η κυρίαρχη μορφή εθνικισμού είναι αυτή που αναδύθηκε μέσα από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την διάλυση των Κομμουνιστικών κρατών· πρόκειται, βέβαια, για ένα είδος εθνικιστικών συγκρούσεων που ήταν ήδη κοινός τόπος για τον μετα-αποικιακό κόσμο, από τα Βαλκάνια και το Καύκασο, το Κέρας της Αφρικής και τις Μεγάλες Λίμνες, μέχρι το Κασμίρ και το Μιντανάο.
7
Αν δεχτούμε, λοιπόν, πως αυτή είναι κυρίαρχη μορφή εθνικισμού, που θα πρέπει να αναζητήσουμε και την αντίστοιχη δεσπόζουσα εκδοχή του διεθνισμού; Η νέα μορφή που παίρνει σήμερα ο διεθνισμός, μας φέρνει για πρώτη φορά ενώπιον μιας πραγματικά παγκόσμιας ηγεμονίας, αυτής των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς οι τελευταίες βρίσκονται στο απόγειο της ισχύος τους, μιας ισχύος που κανένα άλλο κράτος στην Ιστορία δεν θα μπορούσε ούτε καν να ονειρευτεί. Ο διεθνισμός, αντιμετώπιζε πάντα, μια αντίθετη εκδοχή του εθνικισμού- ότι και αν εννοεί κανείς με αυτόν τον όρο. Από την άλλη στις ΗΠΑ ήδη από τις αρχές αυτού του αιώνα, η έννοια του διεθνισμού απέκτησε έναν νέο αντίπαλο: εδώ ο αντίθετος πόλος είναι ο απομονωτισμός. Στις ΗΠΑ παρά την αντίθεση μεταξύ των απομονωτιστών και διεθνιστών, οι δυο θέσεις μοιράζονται μια κοινή υπόθεση: την πρωτοκαθεδρία του εθνικού συμφέροντος. Το εθνικό συμφέρον δεν ήταν ποτέ το διακύβευμα της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, το διακύβευμα ήταν στην ουσία η αναζήτηση του αποτελεσματικότερου τρόπου για την εκπλήρωση του. Η ιστορική προέλευση αυτής της διαφωνίας βρίσκεται σε μια ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας που κυριαρχεί στις ΗΠΑ: μια ιδεολογία που αντιλαμβάνεται τις Ηνωμένες Πολιτείες σαν μια δημοκρατία με οικουμενικό χαρακτήρα αλλά ταυτόχρονα και με μια μοναδική θέση εντός του διεθνούς συστήματος: μοναδική στη εύρυθμη λειτουργία των θεσμών της, η αμερικανική δημοκρατία είναι η κληρονομιά των ΗΠΑ στον κόσμο αλλά και ένα πραγματικό παράδειγμα προς μίμηση όσον αφορά την ελκυστικότητά της[20].
Ο Αμερικανικός Μεσσιανισμός ενσωματώνει αφενός πατριωτικές τάσεις και αφετέρου μια ιεραποστολική θέρμη που βλέπει την προώθηση της ελευθερίας ως την βασική αποστολή των ΗΠΑ μέσα στον κόσμο· στην δε ρεαλιστική εκδοχή του τείνει να συνδυάζει τις δυο αυτές αντιλήψεις. Στην δίγλωσση ρητορική αυτής της παράδοσης ο διεθνισμός είχε πάντα μια τιμητική θέση. Στο πεδίο της πρακτικής πολιτικής η ρητορική αυτή λειτουργούσε συνήθως σαν ένας αυτοαναφορικός κώδικας, με σκοπό να υποστηρίζει, λίγο πολύ, τις πολιτικές που ακολουθεί το αμερικανικό κράτος. Με τον ίδιο τρόπο που ο απομονωτισμός δεν σήμαινε την παραμικρή υποχώρηση από το Δόγμα Μονρόε, ή από τις αποφάσεις γνωστές ως «OlneyDeclaration» και «the Platt Amendment» –που καθιέρωναν την Αμερικανική κυριαρχία στο Δυτικό Ημισφαίριο-, έτσι και αυτή η αμερικανική εκδοχή του διεθνισμού σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα είχαν τόσο την ετοιμότητα όσο και την θέληση για την επέκταση της αμερικανικής ισχύος στον χώρο της Ευρασίας: ο παρεμβατισμός του προέδρου Ουίλσον, που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο Μεξικό και τερματίστηκε στην Ρωσία, καθόρισε τον τρόπο σκέψης αυτού του διεθνισμού.
Για το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα, η αμερικανική αυτή εκδοχή του διεθνισμού παρέμεινε μια ρητορική που απευθυνόταν αποκλειστικά στο εγχώριο ακροατήριο και είχε μικρή απήχηση ή σημασία για όσους βρίσκονταν έξω από τα σύνορα των ΗΠΑ, όπου συνήθιζαν να χρησιμοποιούν πιο ειλικρινείς όρους για να αποδώσουν τέτοιου είδους πρακτικές. Σήμερα, όμως, καθώς απουσιάζει οποιαδήποτε εξισορροπητική δύναμη ή οποιοσδήποτε εναλλακτικός πόλος, η Αμερικανική ηγεμονία έγινε ικανή να επιβάλει σε όλο τον κόσμο την αυτοεικόνα της ως αντικειμενική πραγματικότητα. Με τα Ηνωμένα Έθνη στο ρόλο του φύλου συκής, οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν ένα πειθήνιο καθεστώς στην Ρωσία, εγκατέστησαν στρατεύματα στην Γερμανία και την Ιαπωνία, δημιούργησαν ένα «εξω-χώριο [2]» προτεκτοράτο στην Κίνα αλλά και έναν αστρονομικό αριθμό βάσεων σε μια σειρά από κράτη-πελάτες [22], και τελικά απέκτησαν έναν όγκο πυρός που είναι αρκετές φορές μεγαλύτερος ακόμα και από την συσσωρευμένη ισχύ πυρός όλων των υπόλοιπων πιθανών ανταγωνιστών· πλέον η βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει την δυνατότητα να μεταμφιέζεται, με τρόπο που θυμίζει την προπαγάνδα της ιμπεριαλιστικής «Σφαίρας Κοινής Ευημερίας» που είχε εγκαθιδρύσει η Αυτοκρατορική Ιαπωνία. Σήμερα η θέληση των ΗΠΑ είναι συνώνυμη την ίδια την «διεθνή κοινότητα»· χωρίς αναφορά σε αυτή την «διεθνή κοινότητα» καμιά κολακευτική ομιλία από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, καμιά αλαζονική ανακοίνωση τύπου του ΝΑΤΟ, κανένα σεμνότυφο άρθρο των New York Times ,της Le Monde ή της Guardian, και φυσικά κανένα εφησυχαστικό νυχτερινό δελτίο ειδήσεων δεν είναι ολοκληρωμένο. Αυτή η σύγχρονη μορφή Διεθνισμού αντιπροσωπεύει απλά την συσπείρωση των σημαντικότερων καπιταλιστικών δυνάμεων κάτω από την αμερικανική ηγεσία ενάντια στον εκάστοτε κοινό εχθρό· από τους αποτρεπτικούς και αποφαντικούς στόχους του Ψυχρού Πολέμου, φτάσαμε πλέον σε ένα απόλυτα καταφατικό ιδανικό: την, χωρίς περιστροφές, ανακατασκευή της υφηλίου κατ’ εικόνα της Αμερικής.
Το ιδανικό του «Ελεύθερου Κόσμου», που έφερε την νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο, δεν είναι πλέον παρά μια τρύπια σημαία, που έχει από καιρό περιέλθει σε αχρηστία. Στην θέση της έχει υψωθεί το λάβαρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· με άλλα λόγια: το δικαίωμα της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει εμπάργκο, να βομβαρδίζει και να εισβάλει σε κράτη και λαούς που της είναι δυσάρεστα: Κούβα, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ. Και βέβαια το δικαίωμα να ενισχύει και να χρηματοδοτεί κράτη που την ευαρεστούν: Τουρκία, Ισραήλ, Ινδονησία, Σαουδική Αραβία, Πακιστάν. Όσο για τους Τσετσένους, τους Παλαιστίνιους, τους Τούτσι, τους λαούς της Σαχάρας, τους Νούερ του Σουδάν και τις Αιθιοπίας ή όποια άλλη κατώτερη φυλή- που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει καν κράτος- πρέπει να κατανοήσουν πως η φιλανθρωπία- όπως παρατηρεί και ο Σύμβουλος Ασφαλείας του Προέδρου ΚλίντονSamuel Berger- δεν μπορεί, εν τέλει, να είναι πανταχού παρούσα. Η αντίσταση στην νέα, αυτή, ηγεμονική τάξη, είναι στις περισσότερες περιπτώσεις τελείως ασήμαντη. Σε διακρατικό επίπεδο οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, ανά περιόδους, δεν χάνουν τις ευκαιρίες για να συμπράξουν με την ακραία Αμερικανική μονομέρεια- και στην ουσία σέρνονται πίσω από τις εξελίξεις και τις ντροπιαστικές αποτυχίες τους για διπλωματική επίλυση των εκάστοτε ζητημάτων- οι διπλωματικές διαβουλεύσεις, άλλωστε, στις οποίες εμπλέκονται κατά περιόδους τα ευρωπαϊκά κράτη αποτέλεσαν διαχρονικά το καλύτερο πρόσχημα για την υποταγή τους στην αμερικανική βούληση· κατά περιόδους, Ρωσία και Κίνα προσπάθησαν να διαπραγματευθούν, κάποιες εκδουλεύσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας, όντας, όμως, φανερά αδύναμες.
Στο διεθνές επίπεδο πάλι, ο Ισλαμικός Φονταμενταλισμός και ο μετα-παραδοσιακός Καθολικισμός λειτουργούν σαν πρότυπα για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής ή εν τέλει και ως υποκατάστατα ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, που δεν καταδυναστεύεται από τον καταναλωτισμό. Τα νεοεμφανισθέντα κινήματα του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ που συγκεντρώθηκαν στο Porto Alegre δεν συνιστούν παρά μια αχνή λάμψη κοινωνικής αντίστασης· μια αντίσταση διεσπαρμένη, της οποίας οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές δεν έχουν ακόμα καθορισθεί. Στο μεσοδιάστημα θα ζούμε κάτω από την εκστρατεία ενάντια στην τρομοκρατία και της επιχείρησης «Διαρκής Ελευθερία» ή της «Αέναη Δικαιοσύνη» όπως ήταν το προγενέστερο όνομα της. Αλλά, αν πλέον, φθάσαμε στο σημείο να νοσταλγούμε τις εποχές όπου η κουλτούρα του Κεφαλαίου επεκτεινόταν με πολύ λιγότερο φαρισαϊσμό και υποκρισία, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να υποθέσουμε ότι αυτό είναι το τέλος του δρόμου για την έννοια του Διεθνισμού. Η Ιστορία και η εξέλιξη του είναι πλήρης από ανατροπές, εκπλήξεις και ειρωνείες. Και είναι μάλλον απίθανο ότι οι ανατροπές αυτές σταματούν εδώ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 - Μια από τις πιο εύλογες και καινοτόμες εξαιρέσεις σε αυτή την θετική αντίληψη του Διεθνισμού είναι το έργο του Tom Nairn, “Internationalism: A Critique”, στο Faces of Nationalism, London, 1997, pp. 25-45, που πραγματεύεται την θέση που είχε ο διεθνισμός στην ιστορία του Σοσιαλισμού.
2 - [Σ.τ.Μ.] Τονίζεται στον αναγνώστη πως ο όρος nationalism αν και συμβατικά αποδίδεται ως εθνικισμός διαφέρει σημαντικά στην αγγλοσαξονική ορολογία των κοινωνικών επιστημών σε σχέση με την χρήση που βρίσκει στην ηπειρωτική και ιδιαίτερα την ελληνική ορολογία. Ο όρος nationalism αναφέρεται σε ένα ευρύ και ετερόκλητο φάσμα θεωριών, με μόνο κοινό ότι επιφυλάσσουν στο έθνος-κράτος έναν σημαντικό-ουσιώδη ρόλο στην πολιτική και κοινωνική δράση. Ο εθνικισμός με την αγγλοσαξονική έννοια δεν ταυτίζεται με την ακροδεξιά ή άλλες απολυταρχικές θεωρίες και κατ’ επέκταση δεν έχει ένα αναπόφευκτα αρνητικό φορτίο. Στον όρο nationalism, δηλαδή συστεγάζονται μαζί με ακροδεξιά δόγματα και θεωρίες που διαπιστώνουν απλά πως το κράτος-έθνος είναι η κυρίαρχη πολιτική μονάδα στην σύγχρονη διεθνή πολιτική, χωρίς να προβαίνουν σε αξιολόγηση του γεγονότος. Βλ. π.χ. την χρήση των εννοιών στο R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην Διεθνή Πολιτική, (Αθήνα: Ποιότητα, 2004)
3 - Κατηγορήθηκε για «εθνικό μηδενισμό» από Τσέχους φανατικούς στην διάρκεια της προπολεμικής περιόδου· μετά το 1914 μετέβαλλε την θέση του.
4 - A Singular Modernity, London, 2002
*[Σ.τ.Μ.] Στο αγγλικό πρωτότυπο ο όρος είναι periodization· πρόκειται για μιαέννοια της φιλοσοφίας της ιστορίας, ένα μεθοδολογικό εργαλείο στην ουσία μετο οποίο οι ιστορικοί μπορούν να συμπεριλαμβάνουν σε μια γενική κατηγορία διάφορα ιστορικά γεγονότα με στόχο την συστηματοποίηση της ανάλυσης και την διευκόλυνση της μελέτης. Η περιγραφική αυτή επαγωγή διαχωρίζει τον ιστορικό χρόνο σε ευρείες κατηγορίες όπως π.χ. Ρομαντισμός, Νεωτερικότητα, Χρυσός Αιώνας, των οποίων ο γενικευτικός χαρακτήρας ενέχει μια εγγενή αοριστία και μια απλουστευτική λαθροχειρία. Μια από τις πιο γνωστές χρήσεις του όρου γίνεται στο Histoire de la sexualité του Michel Foucault. Στον πρώτοτόμο του έργου με τίτλο « la volonté de savoir » περιλαμβάνεται το κεφάλαιο μετίτλο « Périodisation » [Paris: éditions Gallimard, pp. 152-173]. .Στην Ελληνική μετάφραση του έργου για τις εκδόσεις Ράππα ο Γιάννης Κρητικός και η Γκλόρυ Ροζάκη αποδίδουν τον όρο ως «περιοδολόγηση». Όποια προβλήματα και αν έχει ο όρος, τον χρησιμοποιώ για να καταδειχθεί στον αναγνώστη η προέλευση και συνέχεια της έννοιας.
5 - [Σ.τ.Μ.] Ο όρος republics, όταν αναφέρεται στην ιστορική περίοδο του Διαφωτισμού, αν και περιλαμβάνει την έννοια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν είναι ταυτόσημος με αυτήν. Όπως και στο έργο του Κάντ, ή έννοια της republic αναφέρεται σε εκείνα τα καθεστώτα που θεμελιώνονται στην ελευθερία, την ισότητα και το κράτος δικαίου και που εν κατακλείδι επιτρέπει την γνήσια αντιπροσώπευση της βούλησης των πολιτών του. Η συμπερίληψη της Σπάρτης στην κατηγορία των Ρεπουμπλικανών καθεστώτων είναι χαρακτηριστική. Βλ. την απόδοση του όρου στο Ι. Καντ, Προς της Αιώνια Ειρήνη (μτφρ. Κ. Σαργέντης, εκδόσεις Πόλις)
6 - [Σ.τ.Μ.] Πρόκειται για το Concert Européen το βασικό πλαίσιο συνεργασίας και διαβούλευσης των Μεγάλων Δυνάμεων μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων. Ο όρος έχει αποδοθεί ως Ευρωπαϊκή Συνεννόηση (Τενεκίδης,Καλογερόπουλος-Στράτης, Ζωτιάδης) και Ευρωπαϊκή Συναυλία (Σεφεριάδης, Σπυρόπουλος, Λάσκαρις, Ρούκουνας). Εδώ προτιμάται ο όρος Ευρωπαϊκή Συμφωνία που καθιέρωσε ο καθηγητής Χ.Α. Χριστοδουλίδης στο Διπλωματική Ιστορία Τριών Αιώνων (τμ. 2ος ) για τους λόγους που παραθέτει ο ίδιος στις σσ.38-39.
7 - Στην Γαλλία ο Lamartine μπορούσε να μιλήσει για «εθνικισμό» ήδη από τα μέσα του 1830 –η σποραδική χρήση του όρου θα αρχίσει στην Αγγλία μια δεκαετία αργότερα– αλλά μόνο στο δεύτερο μισό του 19ου αι. άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα.
8 - Στην θάλασσα, που κατά την διάρκεια της πρώιμης εποχής των εθνών –την εποχή του πειρατή Drake, του Van Tromp, του Duguay-Trouin- είχε αποτελέσει par excellence πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων, αναπτύχθηκε στην διάρκεια του19ου αι. ένα είδος ναυτικούς διεθνούς· ο ναυτικός κόσμος, αποκομμένος, κατοικείτο τώρα από ριζοσπάστες ναυτικούς και επαναστατικούς ιστιοπλόους
9 - [Σ.τ.Μ.] Βραχύβια δημοκρατία, που εγκαταστάθηκε στην Ρώμη μετά τις λαϊκέςεξεγέρσεις του 1848. Στην συγκρότησή της συμμετείχαν οι Carlo Armellini,Giuseppe Mazzini και ο ίδιος ο Garibaldi· η επέμβαση των Γάλλων τον Ιούλιο του1849 η δημοκρατία διαλύθηκε.
10 - Ο όρος του Σωβινισμού βασίζεται στην μυθική φιγούρα του Nicolas Chauvin, στρατιώτη και αγρότη, ένας περήφανος ήρωας του λαού και της γαλλικής λαϊκής φαντασίας, ένα πολιτισμικό σύμβολο που έκανε την εμφάνισή του για πρώτηφορά στην διάρκεια της Παλινόρθωσης· βλ. Gérard Puymèges, Chauvin, le soldat-laboureur: contribution à l’étude des nationalismes , Paris 1993.
11 - [Σ.τ.Μ.] Η μετάφραση της έννοιας «survival of the fittest», ως επιβίωση
του ισχυρότερου είναι ανακριβής και διαστρεβλώνει την σημασία της τόσο στο έργο του ίδιου του Δαρβίνου, όσο και πολλών από τους Κοινωνικούς Δαρβινιστές. Ο ίδιος ο Δαρβίνος χρησιμοποιούσε τον όρο της Natural Selection και υιοθέτησε τοsurvival of the fittest από τον Κοινωνικό Δαρβινιστή Herbert Spencer λόγω της ευρείας αποδοχής του, μετά από παραίνεση του Alfred Russell Wallace. Η πιο πειστική μετάφραση θα ήταν η επιβίωση του ικανοτέρου ή του καλύτερα προσαρμοσμένου. Διατηρώ την συμβατική απόδοση του όρου στα ελληνικά αφενός λόγω της ευρείας χρήσης και αφετέρου λόγω της για να αποδώσω την διαστρέβλωση που υπέστη από τις νέες μορφές εθνικισμού
12 - Αυτό το γεγονός χαλύβδωσε εναντίον του την αντίσταση των σημαντικότερων εθνικιστικών κινημάτων της περιφέρειας στην περίοδο που καλύπτει το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην Παρισινή Κομμούνα και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: η εξέγερση του Al-Uraby στην Αίγυπτο, η Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο στην Τουρκία, η Συνταγματική Επανάσταση στην Περσία, το κινημάτων Μπόξερ στην Κίνα και η οργάνωση Katipunan στις Φιλιππίνες.
13 - [Σ.τ.Μ.] ο όρος jingoism, από την αγγλική παραφθορά του Jesus σε Jingo, αναφέρεται σε μια ακραία μορφή πατριωτισμού με επιθετικές και επεκτατικές τάσεις, τον οποίο καθιέρωσε για πρώτη φορά ο George J. Holyoake σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Daily News στις 13 Μαρτίου 1878. Οι προσπάθειες μονολεκτικής απόδοσης του όρου δεν έχουν υπάρξει ιδιαίτερα επιτυχείς και για αυτόν το λόγο προτιμάται η περιγραφική απόδοση.
14 - Από κάποιες απόψεις ο Αναρχισμός προσέφερε μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή του διεθνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα της περιόδου, όπως πιστοποιεί το παράδειγμα της Διεθνής Ένωσης Εργατών Βιομηχανίας (IWW) στην Αμερική ,αλλά παρέμεινε κοινωνικά αδύναμος. Από την άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων η Καθολική Εκκλησία υπό την καθοδήγηση του Pio Nono καλούσε τους πιστούς να αντισταθούν στον εθνικισμό που επιδίωκε τον διαχωρισμό εκκλησίας κράτους όπως και στον σοσιαλισμό, σε μια κινητοποίηση του κλήρου που τελικά θα εξελισσόταν στην Χριστιανοδημοκρατία. Παρ’ όλα αυτά σε αυτό το στάδιο παρέμενε μια δευτερεύουσα δύναμη.
15 - Στα ασιατικά παραδείγματα αυτής της εκτεταμένης επιρροής που απολάμβανε ο Φασισμός περιλαμβάνονται η Λιβανέζικη Falange, το πραξικόπημα του Χρυσού Τετραγώνου το 1941 στο Ιράκ, η RSS στην Ινδία, τα Μπλέ-Πουκάμισα στην Κίνα, η Αφρικανική Αδρότητα (Broederbond), ενώ στην άλλη άκρη του φάσματος αντίστοιχο αμερικανικό παράδειγμα συνιστούν ο φυλετικός εθνικισμός τουMarcus Garvey.
16 - Η Ουιλσονική εκδοχή του διεθνισμού αποτέλεσε για μια μικρή περίοδο μια πρόκληση ενάντια στην κυριαρχία του Λενινιστικού διεθνισμού. Παρ’ όλα αυτά αυτός ο διεθνισμός του Προέδρου Ουίλσον παρέμενε διάτρητος εγκλωβισμένος ανάμεσα στις εκδικητικές προβλέψεις για αποζημιώσεις της συνθήκης των Βερσαλλιών και το φιάσκο της Κοινωνίας των Εθνών.
17 - Οι μορφές του Κουμμουνιστικού Διεθνισμού –όσες, τουλάχιστον, επιβίωσαν την διάλυση της Τρίτης Διεθνούς, οι οποίες ήταν ταυτόχρονα και πιο συνεκτικές αλλά και πιο εύθραυστες σε σύγκριση με τους καπιταλιστές αντιπάλους τους, συνέβαλαν στην χαλύβδωση της Δυτικής ενότητας. Όσο ζούσε ο Στάλιν η πειθαρχία στην μητρόπολη της Μόσχας εξακολουθούσε να είναι ο κανόνας· στην διάρκεια, όμως, της ηγεσίας του Χρουστσόφ, ο οποίος δεν μπορούσε να βασίζεται σε τέτοια αντανακλαστικά υποταγής, έγιναν –χωρίς κάποιον ιδιαίτερο ενθουσιασμό- προσπάθειες για την επανέναρξη των επίσημων συνεδρίων μεταξύ των αδερφών σοσιαλιστικών κομμάτων, προσπάθειες που εγκαταλείφθηκαν σύντομα μετά την πτώση του Χρουστσόφ από την εξουσία. Στον Τρίτο Κόσμο, η Διάσκεψη του Bandung οδήγησε στην δημιουργία του Κινήματος των Αδεσμεύτων, ένα κίνημα που παρέμεινε περισσότερο μια ιδέα παρά κάτι το ουσιαστικό.
18 - Για την αρχική θέση του Kautsky βλ. το κείμενο του με τίτλο «Ultra-Imperialism», NLR I/59, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1970, σσ. 41-46. Ο πρώτος που σημείωσε την αντιστοιχία ανάμεσα στις θεωρίες του Kautsky και τις εξελίξεις στην δεκαετία του ’70 και ιδιαίτερα τον συντονισμό που αναπτυσσόταν ανάμεσα στα μέλη του καπιταλιστικού στρατοπέδου, ήταν ένας σημαντικός φιλελεύθερος θεωρητικός του «nouvelle régime» ο Robert Keohane. Βλ. Robert Keohane: After Hegemony , Princeton, 1984, σ. 43
19 - Μοναδική εξαίρεση στην τάση αυτή ήταν η Κούβα η οποία στήριξε μια σειρά από επαναστατικά και εθνικιστικά απελευθερωτικά κινήματα, από τη Νικαράγουα μέχρι την Αγκόλα.
20 - Για μια σε βάθος κριτική αυτής της εξιδανικευτικής αντίληψης, βλ. Gopal Balakrishnan, ‘Virgilian Visions’, NLR 5, September–October 2000, σσ. 142–48· οBalakrishnan από μια πιο «Μακιαβελλική» οπτική συνιστούσε ένα πολιτικό σύστημα κατάλληλο για αέναη/χωρίς όρια επέκταση, συνδυάζοντας τις παλιές μορφές ισχύος με μια οικονομική, πολιτισμική και δημογραφική εξουδετέρωση όλων των άλλων κέντρων ισχύος.
21 - [Σ.τ.Μ.] για την απόδοση του όρου off-shore ακολουθείται η μετάφραση της οικονομικής έννοιας από τους καθηγητές Κ. Στεφάνου και Χ. Γκόρτσου στο Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, ώστε να αποδοθεί το λογοπαίγνιο-αναφορά στις οικονομικές σχέσεις Δύσης-Κίνας
22 - «Πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με το Defense Department, περισσότερα από 60,000 μέλη του στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ εκτελούσαν καθημερινά προσωρινές επιχειρήσεις και ασκήσεις σε περίπου 100διαφορετικές χώρες», Los Angeles Times, την 6η Ιανουαρίου του 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.