Ο πανηγυρικός εσπερινός της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας στο εκκλησάκι της «Παναγίτσας» στο αρχαίο ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα
Της Ελένης Ψυχογιού
Ελευσίνα, 20/11/2004. Το εκκλησάκι της "Παναγίτσας", αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, στην κορυφή του λόφου της αρχαίας ακρόπολης.
Ο χώρος του αρχαίου ιερού της Ελευσίνας πριν το 1907, λίγο μετά την έναρξη των ανασκαφών. Στο βάθος, στην κορυφή του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, φαίνεται το μεταβυζαντινό εκκλησάκι της "Παναγίτσας" (πηγή:Καλλιόπη Παπαγγελή, Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο. EFG Eurobank Ergasias, Αθήνα 2002, σελ. 41)
[Πρώτη δημοσίευση. Οι φωτογραφίες τραβηγμένες από την γράφουσα, Ελένη Ψυχογιού, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά] βλ. και :
http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?TEMPORARY_TEMPLATE=10&image=/media/gallery/high/2232/images/big/eksofyllo_ghs.jpg
Η θέαση του ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή «Αγέλαστος πέτρα» για τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, με είχε καθηλώσει. Στη μνήμη μου όμως είχε σφηνωθεί ένα κάπως μακρινό πλάνο με μια πομπή γυναικών που την παραμονή της γιορτής της «Παναγίας της Μεσοσπορίτισας», στις 20 Νοεμβρίου, βαδίζουν φορτωμένες καλάθια με τους ιερούς άρτους προκειμένου να ευλογηθούν στον πανηγυρικό εσπερινό, που επιτελείται κάθε χρόνο στο μετα-βυζαντινό εκκλησάκι της «Παναγίτσας», χτισμένο πάνω στην αρχαία ακρόπολη, μέσα στο ιερό τέμενος της Δήμητρας. Ο λιτός, μεστός λόγος του Φίλιππου Κουτσαφτή μιλάει υπαινικτικά για αυτή την πομπή, αφήνοντας τον θεατή να κάνει ίσως τις περαιτέρω τυχόν διασυνδέσεις του ανάμεσα στην αρχαία λατρεία προς την σιταρο-θεά Δήμητρα και στη γιορτή της «Μεσοσπορίτισσας» Παναγίας στο μικρό «κατά κορυφήν» εκκλησάκι καταμεσής του αρχαίου ιερού και την παραδοσιακή τελετουργική προσφορά ψωμιών προς αυτήν από πλήθος ντόπιων γυναικών. Η γιορτή αυτή της Θεομήτορος Παναγίας, λόγω της κρίσιμης φάσης της καλλιέργειας του σιταριού που στα τέλη Νοέμβρη βρίσκεται στο αποκορύφωμα της σποράς, αποκαλείται σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο (ανάλογα και με τις κλιματικές συνθήκες που επηρεάζουν τις φάσεις της καλλιέργειας των δημητριακών) «της Μεσοσπορίτισσας» [Παναγίας] και συνοδεύεται από «πολυσπόρια», τελετουργική παρασκευή είδους κόλλυβων με δημητριακά και όσπρια που προσκομίζονται και ευλογούνται στην εκκλησία, πριν καταναλωθούν. Στην Ελευσίνα όμως, καθώς η «Μεσοσπορίτισσα» γιορτάζεται -κυρίως από τις γυναίκες- μέσα στο αρχαίο ιερό της Δήμητρας, το εκκλησάκι το επωνομαζόμενο τοπικά της «Παναγίτσας» σε συνδυασμό με την παραδοσιακή, συλλογική τελετουργική προσφορά άρτων αποκτούν, μη συνειδητά για τους επιτελεστές, χαρακτηριστικά ενός «τόπου μνήμης», όπου κάθε χρόνο επαναπροσδιορίζεται τελετουργικά μέσα στο σύγχρονο, χριστιανικό θρησκευτικό πλαίσιο ο συμβολισμός του αρχαίου ιερού και η σχέση της αρχαίας θεάς με τα σιτηρά και τους τελετουργικούς άρτους, όπως ήταν η προσφορά του «πελάνου», του τελετουργικού, μεγάλου ψωμιού από σιτάρι του Ράριου πεδίου της Ελευσινιακής πεδιάδας, μάλλον κατά την έκτη ημέρα (20ή Βοηδρομιώνος) των Μυστηρίων[1].
Η μακροχρόνια έρευνά μου «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» συνδέεται με τη λατρεία της Δήμητρας-και-Κόρης γιατί εντοπίζω την Αγιαλένη είτε ως τοπωνύμιο είτε ως εκκλησάκι πάνω σε αρχαία ιερά αφιερωμένα «τω θεώ» (δυϊκός που αφορά την Μητέρα και την Κόρη ομού) Δήμητρα-και-κόρη ή σε άλλες γυναικείες θεότητες, και πάντα κοντά σε αλώνια και σιταγρούς[2]. Η Ελευσίνα με το περίφημο ιερό της Δήμητρας, τον σιτοβολώνα του Ράριου πεδίου και τα επιτελούμενα διάσημα τελετουργικά Μυστήρια, εμπίπτει στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης αλλά θεωρούσα ότι η εξέλιξη αυτού του πανάρχαιου ιερού ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια και κυρίως η οικοδομική ανάπτυξή του και το πολύπλοκο, μυστικό περιεχόμενο της λατρείας εδώ κυρίως τον 5ο αι. υπό τη σκέπη και τη διαχείριση της «ιμπεριαλιστικής» τότε Αθηναϊκής Δημοκρατίας, καθώς και αργότερα επί Ελληνιστικών χρόνων και της Ρωμαιοκρατίας, θα είχε εξαλείψει τα ίχνη της παλιάς, αγροτικής γυναικείας λατρείας προς την μητέρα-Γη και του υποχθόνιου πυρήνα του μύθου της. Πυρήνα που διαβλέπουν και οι ανασκαφείς αρχαιολόγοι μέσα από τα πολύ πρώιμα αρχαιολογικά ευρήματα (γυναικεία ειδώλια) αλλά και από το σπήλαιο στη βάση της ακρόπολης που υποθέτουν ότι μπορεί να υπήρξε ο «πυρήνας της αρχέγονης λατρείας» στο ιερό. Μπροστά στο σπήλαιο εξάλλου βρίσκεται και το Πλουτώνειο, ο ναός ο αφιερωμένος στον Πλούτωνα, τον απαγωγέα και υποχθόνιο σύνευνο της Κόρης [3]. Μυθικός πυρήνας που κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να μεταφερόταν προφορικά, μεταλλασσόμενος από γενιά σε γενιά, συνδυαστικά και με τις άρρητες λατρευτικές πράξεις, μέσα στο «ανάκτορον» που συντωχρόνω κλείστηκε στα σπλάχνα του μεγαλοπρεπούς Τελεστήριου[4]. Οι επιφυλάξεις μου για το τι μπορεί άραγε να είχε καλυφθεί κάτω από τον όγκο των μαρμάρων και πώς να έχουν αποκρυσταλλωθεί οι μύθοι στα γραπτά κείμενα και στις μαρτυρίες σχετικά με τη λατρεία της «διπλής» θεάς, Μητέρας-και-κόρης, ενισχύονταν, πέρα από την επιβεβλημένη μυστικότητα, και από το ότι στην ηγεμονεύουσα του ελευσίνιου ιερού κλασική Αθήνα του ορθολογισμού, της επιστημονικής ιστορίας και της φιλοσοφίας, οι «σκανδαλώδεις» λαϊκοί μύθοι της προφορικής παράδοσης είχαν απαξιωθεί ως δόλια, ψευδή, επικίνδυνα «μυθεύματα» που φαφλατίζουν οι γριές παραμάνες, οι γιαγιάδες και οι πλανώμενοι «αγύρτες» αοιδοί[5].
Στα ερωτηματολόγια που είχα αποστείλει μέσω της Ακαδημίας Αθηνών και των κατά τόπους μητροπόλεων στους ιερείς, δεν είχε προκύψει κάποια σχέση των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με την Ελευσίνα, να έχει δηλαδή τοπωνύμιο ή εκκλησάκι «Αγιαλένη» ή κάποιο ναό των δύο αυτών αγίων. Είχα ωστόσο πληροφορία για την ύπαρξη ξωκλησιού «Αγιαλένης» στη γειτονική Μάνδρα, όπου διαθέτουμε και αρχαιολογικά ευρήματα[6]. Η παρουσία «Αγιαλένης» τόσο κοντά στην Ελευσίνα δηλώνει κατά την εκτίμησή μου -και πάντα στο πλαίσιο της ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη/Αγιαλένη- πιθανή σχέση της και με το αρχαίο ιερό της Δήμητρας. Φρονώ δηλαδή ότι η δραστική επιβολή του χριστιανισμού στην Ελευσίνα λόγω του μεγάλου, φημισμένου αρχαίου ιερού και της επιτελούμενης εκεί επίσημης και επίμονης, μαζικής κατά ένα τρόπο, λατρείας, πρέπει να ήταν περισσότερο καταναγκαστική εδώ και να εμπόδισε τη διατήρηση της μνήμης της Ελένης/Αγιαλένης επιτόπια και που φαίνεται να παραμένει ριζωμένη σε παράπλευρο έδαφος: την κοντινή Μάνδρα[7]΄
Γνώριζα ήδη, πριν δω την ταινία του Φ. Κουτσαφτή, την ιστορία με το άγαλμα της σιταρο-θεάς Δήμητρας που παραδίδεται ότι λάτρευαν οι αγρότες σε ένα σιταγρό στη «Λεψίνα» (παραφθορά του Ελευσίνα από τους ντόπιους κατοίκους) για την καλή σοδειά[8]. Η ιστορία του αγάλματος και οι λατρευτικές, οι δεισιδαιμονικές, οι μαντικές για την ευκαρπία, όσο και οι ευετηριακές πρακτικές και αντιλήψεις που περιέβαλλαν το άγαλμα πριν απαχθεί στην Αγγλία κατά το 1801, δηλώνουν ότι κάποια ίχνη του μύθου της θεάς που συμβόλιζε την Μητέρα-Γη (Δήμητρα=Γη-Μήτηρ), διατρέχοντας μέσω της τοπικής μνήμης και της προφορικότητας τους αιώνες, εντοπίζονταν στην Ελευσίνα, αιώνες μετά την καταστροφή του ιερού από τους Γότθους του Αλάριχου και από τα στίφη των φανατισμένων χριστιανών Αρειανών[9]. Πολύ περισσότερο που η Ελευσίνα από τον 14ο αιώνα ήταν κατοικημένη κυρίως από Αρβανίτες, χωρίς η σύνθεση αυτή του πληθυσμού να αποκλείσει τη σχετική μνήμη, καθώς τον μύθο δεν τον βρίσκεις, σε βρίσκει, όπως δηλώνει και το παραφθαρμένο όνομα του νεότερου χωριού «Λεψίνα» αλλά φρονώ και η «Παναγίτσα».
Η παραπάνω σκηνή λοιπόν στην ταινία του Φ. Μουτσαφτή παρόλο τον τόσο υπαινικτικό, λιτό τρόπο που αποδίδει την «Μεσοσπορίτισσα», έδωσε σε μένα το ερέθισμα να επισκεφθώ τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας κατά την 20ή Νοεμβρίου του 2004, την παραμονή της γιορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου και να συμμετέχω ερευνητικά (με βιντεοκάμερα και φωτογραφική μηχανή) στην επιτέλεση του πανηγυρικού εσπερινού της γιορτής, οπότε πραγματοποιείται και η προσφορά των άρτων.
Για καλή μου τύχη, μια συνάδελφος στο ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών όπου εργαζόμουν ακόμα τότε, η Αφροδίτη Σ., κατάγεται από την Ελευσίνα. Με πληροφόρησε λοιπόν ότι η μητέρα της θα συμμετείχε εκείνη την ημέρα στην προσφορά των άρτων, και προσφέρθηκε να της τηλεφωνήσει για τη δική μου συμμετοχή ώστε να συναντηθούμε και να μην είμαι εντελώς ξένη ανάμεσα στις Ελευσίνιες γυναίκες. Με πληροφόρησε επίσης ότι η προσκομιδή των άρτων θα άρχιζε πριν τις τέσσερις το απόγευμα, δεδομένου του ότι νυχτώνει περίπου στις πέντε μ.μ., τέτοια εποχή. Μου εξήγησε επιπλέον ότι στο εκκλησάκι της «Παναγίτσας» γίνεται μόνον ο πανηγυρικός εσπερινός, επειδή ο ιερέας επιτελεί την εορταστική θεία λειτουργία για τα Εισόδια της Θεοτόκου πανηγυρικά, ανήμερα της γιορτής, στον ενοριακό ναό της πόλης. Η τελευταία αυτή πληροφορία προσέδωσε για μένα έναν κάπως μυστηριακό, «παραβατικό» χαρακτήρα στην επιτέλεση του εσπερινού στην «Παναγίτσα», αφού γίνεται την παραμονή, βράδυ και ‘όχι στο πρωινό, εκκλησιαστικά «επίσημο» πλαίσιο της εορτής των Εισοδίων στον ενοριακό ναό, ανήμερα της γιορτής. Μου φάνηκε ωσάν ο εσπερινός αυτός να είναι ιδιαίτερος, δικός της, τής κατά κορυφήν του αρχαίου ιερού «Μεσοσπορίτισσας», Παναγίτσας -χριστιανικής ή μη.
Έφτασα λοιπόν λίγο μετά τις τρεις μ.μ. στο αρχαίο ιερό της Δήμητρας-και-Κόρης στην Ελευσίνα. Ο καιρός φθινοπωρινός, βαριά συννεφιασμένος. Γύρω ψυχή∙ η προσέλευση των προσκυνητών δεν είχε αρχίσει ακόμα. Στα ερείπια των πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπών προπυλαίων, σήκωσα τα μάτια προς τον υπερκείμενο στα δεξιά τους πετρώδη βράχο της αρχαίας ακρόπολης και είδα την βόρεια και την ανατολική όψη του ξωκλησιού της «Παναγίτσας» με την προεξοχή της αψίδας του ιερού να σκέπει τον αρχαιολογικό χώρο με φόντο τα γκρίζα, βαριά σύννεφα.
Παρά την προχωρημένη ώρα, η πύλη του αρχαιολογικού χώρου ήταν ανοιχτή, προφανώς λόγω της γιορτής αλλά το πωλητήριο ήταν κλειστό, από όπου σκόπευα να αγοράσω κάποιο βιβλίο σχετικό με το ιερό, ώστε να ταυτίζω και αυτά που έβλεπα με τα αρχαία κτήρια, καθώς οι ενημερωτικές πινακίδες δεν θα μου ήταν αρκετές. Προχώρησα λοιπόν και αντίκρισα έναν ηλικιωμένο άνδρα να στέκεται σε ένα από τα μαρμάρινα ερείπια σαν για να ξαποστάσει. Δίπλα του είχε ακουμπήσει και τακτοποιούσε με άπειρο σεβασμό μια περίτεχνα πλεγμένη μεγάλη, στρογγυλή κόφα από την οποία ξεπρόβαλαν άρτοι χιονάτοι, πασπαλισμένοι με ζάχαρη άχνη. Τέσσερις ασπροκεντημένες, κολλαριστές γωνίες πάλλευκου «σεμέν» κρέμονταν γύρω στα χείλη της κόφας φανερώνοντας την εορταστική, τελετουργική σημασία του κάνιστρου και την ιερότητα του περιεχόμενού του. Κρατούσε επίσης και μια μεγάλη πλαστική σακούλα, όπου υπέθεσα ότι θα μεταφέρει και τα μπουκάλια με το λάδι και το κρασί και μάλλον και ένα πρόσφορο, όπως συνηθίζεται στους πανηγυρικούς εσπερινούς με αρτοκλασία.
Παραξενεύτηκα, γιατί εκεί που περίμενα να αντικρίσω την ανάλογη δραστηριότητα επιτελούμενη από γυναίκες, όπως συνήθως γίνεται σε ανάλογες περιστάσεις, έβλεπα μόνον έναν ηλικιωμένο άντρα να κουβαλάει και να περιβάλλει με σεβαστική φροντίδα το κάνιστρο με τα ψωμιά. Παίρνοντας αφορμή από την απουσία άλλων προσκυνητών να τον ρωτήσω αν όντως είχα φτάσει στη σωστή ώρα, του έπιασα κουβέντα. Μετά τις συστάσεις, αφού με διαβεβαίωσε ότι είχα φτάσει έγκαιρα εκεί, σε λίγο, πολύ συγκινημένος, σχεδόν δακρυσμένος, μου εξηγούσε ότι ήταν ντόπιος, συνταξιοδοτημένος πρώην φύλακας του αρχαίου ιερού και ότι το είχε σαν τάμα να προσκομίζει κάθε χρόνο στην «Παναγίτσα» άρτους. Ότι ερχόταν νωρίς όχι μόνο γιατί θα ανέβαινε σιγά-σιγά και με κόπο ως την Παναγίτσα αλλά και γιατί διακονούσε στη γιορτή χτυπώντας την καμπάνα και βοηθώντας σαν νεωκόρος τον ιερέα, οπότε έπρεπε να φτάσει πριν από τους άλλους. «Τον σέβομαι και τον αγαπάω τούτο τον τόπο», μου είπε εξηγώντας τη συγκίνησή του, «όχι μόνο γιατί έχω ζήσει εδώ ολόκληρη ζωή και την οικογένειά μου από την αρχαιολογία αλλά και γιατί έχω για προστάτη την Παναγίτσα, όπως είχαν οι αρχαίοι τη Δήμητρα», συνέχισε, ενημερωμένος προφανώς και λόγω της δουλειάς του για την αρχαία λατρεία στο ιερό. Καθώς σηκωνόταν να συνεχίσει την ανάβαση του, του πρότεινα να κουβαλήσω εγώ τους άρτους για να τον βοηθήσω. Αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντάς μου ότι το τάμα προϋπέθετε να κοπιάσει για να κουβαλήσει ο ίδιος την κόφα με τους άρτους, αλλιώς ακυρωνόταν. Τον άφησα λοιπόν να ανεβαίνει σιγά-σιγά και συνέχισα και εγώ με αργό ρυθμό τη δική μου ανάβαση, παρατηρώντας γύρω μου τα ερείπια και προσπαθώντας να τα ταυτίσω με τα αρχαία κτήρια των οποίων –όσο κι αν είναι φροντισμένα και συντηρημένα- είναι θλιβερά κατάλοιπα, ανακαλώντας στη μνήμη μου ό, τι γνώριζα σχετικά. Αναλογιζόμουν πόση λύσσα, πόση δύναμη και μανία για πλιάτσικο πρέπει να είχαν οι ορδές του Αλάριχου και πόσο, μα πόσο άσπλαχνα φανατισμένη χριστιανική «πίστη» είχαν οι παραβατικοί Αρειανοί καλόγεροι, ως άλλοι «μουτζαχεντίν», για να καταφέρουν να κατεδαφίσουν τέτοιους όγκους μαρμάρων, σε εποχή που η πυρίτιδα και οι μπουλντόζες δεν υπήρχαν. Και ακόμα χειρότερα, πόσους άραγε ιερείς και άλλους να είχαν σφαγιάσει, αφού το ιερό, τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ. (395), δεν ήταν αρχαίο οικοδομικό μνημείο αλλά ζωντανός ακόμα τόπος λατρείας, παρά το «κλείσιμό» του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Α΄, τον Μεγάλο.
Σταμάτησα βέβαια στο άριστα σωζόμενο παρθένιον ή καλλίχορον φρέαρ όπου κατά το μύθο στάθηκε αποκαμωμένη από την απελπισμένη της περιπλάνηση για την χαμένη στον κάτω κόσμο Κόρη ως «γριά» η Δήμητρα και όπου συνάντησε τις τέσσερις θυγατέρες του βασιλιά της Ελευσίνας, Κελεού[i]. Ο μύθος, όπως έφτασε σε εμάς μέσα από τη γραπτή παράδοση (ύμνος εις Δήμητρα, τέλη 7ου αι. π.Χ.), αυτά λέει. Όμως κοιτώντας στο σκοτεινό βάθος του πηγαδιού και προσπαθώντας όπως προείπα να μπω στον πυρήνα του τοπικού μύθου και της πρωταρχικής λατρείας εδώ προς την Μητέρα-Γη, μου ερχόταν στο νου η «πηγαδίστρα» φοβερή Λάμια, μια άλλη όψη της ίδιας τρομερής Μητέρας και ο αποτρόπαιος, «σκανδαλώδης» στην αγριότητά του, θανάσιμος μύθος της[10].
Πρόλογος
Η θέαση του ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή «Αγέλαστος πέτρα» για τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, με είχε καθηλώσει. Στη μνήμη μου όμως είχε σφηνωθεί ένα κάπως μακρινό πλάνο με μια πομπή γυναικών που την παραμονή της γιορτής της «Παναγίας της Μεσοσπορίτισας», στις 20 Νοεμβρίου, βαδίζουν φορτωμένες καλάθια με τους ιερούς άρτους προκειμένου να ευλογηθούν στον πανηγυρικό εσπερινό, που επιτελείται κάθε χρόνο στο μετα-βυζαντινό εκκλησάκι της «Παναγίτσας», χτισμένο πάνω στην αρχαία ακρόπολη, μέσα στο ιερό τέμενος της Δήμητρας. Ο λιτός, μεστός λόγος του Φίλιππου Κουτσαφτή μιλάει υπαινικτικά για αυτή την πομπή, αφήνοντας τον θεατή να κάνει ίσως τις περαιτέρω τυχόν διασυνδέσεις του ανάμεσα στην αρχαία λατρεία προς την σιταρο-θεά Δήμητρα και στη γιορτή της «Μεσοσπορίτισσας» Παναγίας στο μικρό «κατά κορυφήν» εκκλησάκι καταμεσής του αρχαίου ιερού και την παραδοσιακή τελετουργική προσφορά ψωμιών προς αυτήν από πλήθος ντόπιων γυναικών. Η γιορτή αυτή της Θεομήτορος Παναγίας, λόγω της κρίσιμης φάσης της καλλιέργειας του σιταριού που στα τέλη Νοέμβρη βρίσκεται στο αποκορύφωμα της σποράς, αποκαλείται σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο (ανάλογα και με τις κλιματικές συνθήκες που επηρεάζουν τις φάσεις της καλλιέργειας των δημητριακών) «της Μεσοσπορίτισσας» [Παναγίας] και συνοδεύεται από «πολυσπόρια», τελετουργική παρασκευή είδους κόλλυβων με δημητριακά και όσπρια που προσκομίζονται και ευλογούνται στην εκκλησία, πριν καταναλωθούν. Στην Ελευσίνα όμως, καθώς η «Μεσοσπορίτισσα» γιορτάζεται -κυρίως από τις γυναίκες- μέσα στο αρχαίο ιερό της Δήμητρας, το εκκλησάκι το επωνομαζόμενο τοπικά της «Παναγίτσας» σε συνδυασμό με την παραδοσιακή, συλλογική τελετουργική προσφορά άρτων αποκτούν, μη συνειδητά για τους επιτελεστές, χαρακτηριστικά ενός «τόπου μνήμης», όπου κάθε χρόνο επαναπροσδιορίζεται τελετουργικά μέσα στο σύγχρονο, χριστιανικό θρησκευτικό πλαίσιο ο συμβολισμός του αρχαίου ιερού και η σχέση της αρχαίας θεάς με τα σιτηρά και τους τελετουργικούς άρτους, όπως ήταν η προσφορά του «πελάνου», του τελετουργικού, μεγάλου ψωμιού από σιτάρι του Ράριου πεδίου της Ελευσινιακής πεδιάδας, μάλλον κατά την έκτη ημέρα (20ή Βοηδρομιώνος) των Μυστηρίων[1].
Λυκόσουρα Αρκαδίας, το ξωκλήσι της "Αγιαλένης" μέσα στο αρχαίο ιερό της Δήμητρας-και-Κόρης ανήμερα στο πανηγύρι της γιορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ( 21/5/2000)
Η μακροχρόνια έρευνά μου «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» συνδέεται με τη λατρεία της Δήμητρας-και-Κόρης γιατί εντοπίζω την Αγιαλένη είτε ως τοπωνύμιο είτε ως εκκλησάκι πάνω σε αρχαία ιερά αφιερωμένα «τω θεώ» (δυϊκός που αφορά την Μητέρα και την Κόρη ομού) Δήμητρα-και-κόρη ή σε άλλες γυναικείες θεότητες, και πάντα κοντά σε αλώνια και σιταγρούς[2]. Η Ελευσίνα με το περίφημο ιερό της Δήμητρας, τον σιτοβολώνα του Ράριου πεδίου και τα επιτελούμενα διάσημα τελετουργικά Μυστήρια, εμπίπτει στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης αλλά θεωρούσα ότι η εξέλιξη αυτού του πανάρχαιου ιερού ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια και κυρίως η οικοδομική ανάπτυξή του και το πολύπλοκο, μυστικό περιεχόμενο της λατρείας εδώ κυρίως τον 5ο αι. υπό τη σκέπη και τη διαχείριση της «ιμπεριαλιστικής» τότε Αθηναϊκής Δημοκρατίας, καθώς και αργότερα επί Ελληνιστικών χρόνων και της Ρωμαιοκρατίας, θα είχε εξαλείψει τα ίχνη της παλιάς, αγροτικής γυναικείας λατρείας προς την μητέρα-Γη και του υποχθόνιου πυρήνα του μύθου της. Πυρήνα που διαβλέπουν και οι ανασκαφείς αρχαιολόγοι μέσα από τα πολύ πρώιμα αρχαιολογικά ευρήματα (γυναικεία ειδώλια) αλλά και από το σπήλαιο στη βάση της ακρόπολης που υποθέτουν ότι μπορεί να υπήρξε ο «πυρήνας της αρχέγονης λατρείας» στο ιερό. Μπροστά στο σπήλαιο εξάλλου βρίσκεται και το Πλουτώνειο, ο ναός ο αφιερωμένος στον Πλούτωνα, τον απαγωγέα και υποχθόνιο σύνευνο της Κόρης [3]. Μυθικός πυρήνας που κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να μεταφερόταν προφορικά, μεταλλασσόμενος από γενιά σε γενιά, συνδυαστικά και με τις άρρητες λατρευτικές πράξεις, μέσα στο «ανάκτορον» που συντωχρόνω κλείστηκε στα σπλάχνα του μεγαλοπρεπούς Τελεστήριου[4]. Οι επιφυλάξεις μου για το τι μπορεί άραγε να είχε καλυφθεί κάτω από τον όγκο των μαρμάρων και πώς να έχουν αποκρυσταλλωθεί οι μύθοι στα γραπτά κείμενα και στις μαρτυρίες σχετικά με τη λατρεία της «διπλής» θεάς, Μητέρας-και-κόρης, ενισχύονταν, πέρα από την επιβεβλημένη μυστικότητα, και από το ότι στην ηγεμονεύουσα του ελευσίνιου ιερού κλασική Αθήνα του ορθολογισμού, της επιστημονικής ιστορίας και της φιλοσοφίας, οι «σκανδαλώδεις» λαϊκοί μύθοι της προφορικής παράδοσης είχαν απαξιωθεί ως δόλια, ψευδή, επικίνδυνα «μυθεύματα» που φαφλατίζουν οι γριές παραμάνες, οι γιαγιάδες και οι πλανώμενοι «αγύρτες» αοιδοί[5].
Στα ερωτηματολόγια που είχα αποστείλει μέσω της Ακαδημίας Αθηνών και των κατά τόπους μητροπόλεων στους ιερείς, δεν είχε προκύψει κάποια σχέση των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με την Ελευσίνα, να έχει δηλαδή τοπωνύμιο ή εκκλησάκι «Αγιαλένη» ή κάποιο ναό των δύο αυτών αγίων. Είχα ωστόσο πληροφορία για την ύπαρξη ξωκλησιού «Αγιαλένης» στη γειτονική Μάνδρα, όπου διαθέτουμε και αρχαιολογικά ευρήματα[6]. Η παρουσία «Αγιαλένης» τόσο κοντά στην Ελευσίνα δηλώνει κατά την εκτίμησή μου -και πάντα στο πλαίσιο της ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη/Αγιαλένη- πιθανή σχέση της και με το αρχαίο ιερό της Δήμητρας. Φρονώ δηλαδή ότι η δραστική επιβολή του χριστιανισμού στην Ελευσίνα λόγω του μεγάλου, φημισμένου αρχαίου ιερού και της επιτελούμενης εκεί επίσημης και επίμονης, μαζικής κατά ένα τρόπο, λατρείας, πρέπει να ήταν περισσότερο καταναγκαστική εδώ και να εμπόδισε τη διατήρηση της μνήμης της Ελένης/Αγιαλένης επιτόπια και που φαίνεται να παραμένει ριζωμένη σε παράπλευρο έδαφος: την κοντινή Μάνδρα[7]΄
"Το άγαλμα της Δήμητρας"
Αναπαραστατικό σχέδιο για το "άγαλμα της Δήμητρας", όπως το αποκαλούσαν οι "Λεψινιώτες" και το λάτρευαν μέσα σε έναν σιταγρό, στην Ελευσίνα (πηγή:Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα..., ό. π., σελ. 48)
Ελευσίνα, αρχαιολογικό Μουσείο. Το εικονιζόμενο στη φωτογραφία όσο και στο σχέδιο της προηγούμενης φωτογραφίας, ανήκουν στις δύο "καρυάτιδες" από το εσωτερικό προστώο των μικρών προπυλαίων του ιερού της Δήμητρας (πηγή:Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα..., ό. π., σελ. 49)
Γνώριζα ήδη, πριν δω την ταινία του Φ. Κουτσαφτή, την ιστορία με το άγαλμα της σιταρο-θεάς Δήμητρας που παραδίδεται ότι λάτρευαν οι αγρότες σε ένα σιταγρό στη «Λεψίνα» (παραφθορά του Ελευσίνα από τους ντόπιους κατοίκους) για την καλή σοδειά[8]. Η ιστορία του αγάλματος και οι λατρευτικές, οι δεισιδαιμονικές, οι μαντικές για την ευκαρπία, όσο και οι ευετηριακές πρακτικές και αντιλήψεις που περιέβαλλαν το άγαλμα πριν απαχθεί στην Αγγλία κατά το 1801, δηλώνουν ότι κάποια ίχνη του μύθου της θεάς που συμβόλιζε την Μητέρα-Γη (Δήμητρα=Γη-Μήτηρ), διατρέχοντας μέσω της τοπικής μνήμης και της προφορικότητας τους αιώνες, εντοπίζονταν στην Ελευσίνα, αιώνες μετά την καταστροφή του ιερού από τους Γότθους του Αλάριχου και από τα στίφη των φανατισμένων χριστιανών Αρειανών[9]. Πολύ περισσότερο που η Ελευσίνα από τον 14ο αιώνα ήταν κατοικημένη κυρίως από Αρβανίτες, χωρίς η σύνθεση αυτή του πληθυσμού να αποκλείσει τη σχετική μνήμη, καθώς τον μύθο δεν τον βρίσκεις, σε βρίσκει, όπως δηλώνει και το παραφθαρμένο όνομα του νεότερου χωριού «Λεψίνα» αλλά φρονώ και η «Παναγίτσα».
Η παραπάνω σκηνή λοιπόν στην ταινία του Φ. Μουτσαφτή παρόλο τον τόσο υπαινικτικό, λιτό τρόπο που αποδίδει την «Μεσοσπορίτισσα», έδωσε σε μένα το ερέθισμα να επισκεφθώ τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας κατά την 20ή Νοεμβρίου του 2004, την παραμονή της γιορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου και να συμμετέχω ερευνητικά (με βιντεοκάμερα και φωτογραφική μηχανή) στην επιτέλεση του πανηγυρικού εσπερινού της γιορτής, οπότε πραγματοποιείται και η προσφορά των άρτων.
Για καλή μου τύχη, μια συνάδελφος στο ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών όπου εργαζόμουν ακόμα τότε, η Αφροδίτη Σ., κατάγεται από την Ελευσίνα. Με πληροφόρησε λοιπόν ότι η μητέρα της θα συμμετείχε εκείνη την ημέρα στην προσφορά των άρτων, και προσφέρθηκε να της τηλεφωνήσει για τη δική μου συμμετοχή ώστε να συναντηθούμε και να μην είμαι εντελώς ξένη ανάμεσα στις Ελευσίνιες γυναίκες. Με πληροφόρησε επίσης ότι η προσκομιδή των άρτων θα άρχιζε πριν τις τέσσερις το απόγευμα, δεδομένου του ότι νυχτώνει περίπου στις πέντε μ.μ., τέτοια εποχή. Μου εξήγησε επιπλέον ότι στο εκκλησάκι της «Παναγίτσας» γίνεται μόνον ο πανηγυρικός εσπερινός, επειδή ο ιερέας επιτελεί την εορταστική θεία λειτουργία για τα Εισόδια της Θεοτόκου πανηγυρικά, ανήμερα της γιορτής, στον ενοριακό ναό της πόλης. Η τελευταία αυτή πληροφορία προσέδωσε για μένα έναν κάπως μυστηριακό, «παραβατικό» χαρακτήρα στην επιτέλεση του εσπερινού στην «Παναγίτσα», αφού γίνεται την παραμονή, βράδυ και ‘όχι στο πρωινό, εκκλησιαστικά «επίσημο» πλαίσιο της εορτής των Εισοδίων στον ενοριακό ναό, ανήμερα της γιορτής. Μου φάνηκε ωσάν ο εσπερινός αυτός να είναι ιδιαίτερος, δικός της, τής κατά κορυφήν του αρχαίου ιερού «Μεσοσπορίτισσας», Παναγίτσας -χριστιανικής ή μη.
Περπατώντας στο ιερό
Ελευσίνα, ιερό Δήμητρας-και-Κόρης. Η είσοδος στον αρχαιολογικό χώρο. (20/11.2004)
Έφτασα λοιπόν λίγο μετά τις τρεις μ.μ. στο αρχαίο ιερό της Δήμητρας-και-Κόρης στην Ελευσίνα. Ο καιρός φθινοπωρινός, βαριά συννεφιασμένος. Γύρω ψυχή∙ η προσέλευση των προσκυνητών δεν είχε αρχίσει ακόμα. Στα ερείπια των πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπών προπυλαίων, σήκωσα τα μάτια προς τον υπερκείμενο στα δεξιά τους πετρώδη βράχο της αρχαίας ακρόπολης και είδα την βόρεια και την ανατολική όψη του ξωκλησιού της «Παναγίτσας» με την προεξοχή της αψίδας του ιερού να σκέπει τον αρχαιολογικό χώρο με φόντο τα γκρίζα, βαριά σύννεφα.
Ελευσίνα, ιερό Δήμητρας-και-Κόρης. Ο χώρος των Μεγάλων Προπυλαίων με φόντο το λόφο της αρχαίας ακρόπολης (20/11/2004)
Ελευσίνα, ιερό Δήμητρας-και-Κόρης. Ο λόφος της αρχαίας ακρόπολης με το εκκλησάκι της "Παναγίτσας" (αριστερά), το καμπαναριό (κέντρο) και το ρολόι (δεξιά), 20/11/2004
Ελευσίνα, ιερό Δήμητρας-και-Κόρης, Ο πρώην φύλακας του αρχαιολογικού χώρου προσκομίζει στην "Παναγίτσα" την τελετουργική κόφα με τους άρτους (20/11/2004)
Ελευσίνα, ιερό Δήμητρας-και-Κόρης, Το παρθένιον ή καλλίχορον φρέαρ (20/11/2004)
Σταμάτησα βέβαια στο άριστα σωζόμενο παρθένιον ή καλλίχορον φρέαρ όπου κατά το μύθο στάθηκε αποκαμωμένη από την απελπισμένη της περιπλάνηση για την χαμένη στον κάτω κόσμο Κόρη ως «γριά» η Δήμητρα και όπου συνάντησε τις τέσσερις θυγατέρες του βασιλιά της Ελευσίνας, Κελεού[i]. Ο μύθος, όπως έφτασε σε εμάς μέσα από τη γραπτή παράδοση (ύμνος εις Δήμητρα, τέλη 7ου αι. π.Χ.), αυτά λέει. Όμως κοιτώντας στο σκοτεινό βάθος του πηγαδιού και προσπαθώντας όπως προείπα να μπω στον πυρήνα του τοπικού μύθου και της πρωταρχικής λατρείας εδώ προς την Μητέρα-Γη, μου ερχόταν στο νου η «πηγαδίστρα» φοβερή Λάμια, μια άλλη όψη της ίδιας τρομερής Μητέρας και ο αποτρόπαιος, «σκανδαλώδης» στην αγριότητά του, θανάσιμος μύθος της[10].
Αναρωτιόμουν λοιπόν μήπως η αρχαία προφορική τοπική παράδοση μυθολογούσε το πηγάδι όχι ως ένα σταθμό αλλά ως ένα υποχθόνιο ενδιαίτημα της Γης-Μητέρας και εδώ[11].
Σε συνδυασμό δε και με το παρακείμενο σπήλαιο στις υπώρειες του βράχου της ακρόπολης (και στα «πόδια» της «Παναγίτσας») απ’ όπου πιστευόταν τοπικά ότι κατέβηκε η Κόρη στον Άδη, συλλογιζόμουν μήπως οι συγγραφείς του Ομηρικού ύμνου ενέταξαν έντεχνα το πηγάδι με αυτό τον τρόπο στον Ύμνο για τις ανάγκες της δραματικής ροής της αφήγησης , ζήτημα, όπως είναι γνωστό που άπτεται και του τρόπου της σύνθεσης του Ομηρικού έπους, εν γένει [12].
Δηλαδή «στήνοντας» λογοτεχνικά και γραπτά το μυθικό αφήγημα του Ελευσινιακού ιερού με το ανδρικό ιερατείο ως θρησκευτικό κέντρο που εξελισσόταν ως αντιπροσωπευτικό θρησκευτικά και αντάξιο της κουλτούρας, της ανερχόμενης ήδη δόξας και της οικονομικής ισχύος των Αθηνών. Αφήγημα που βεβαίως ενέπνευσε δημιουργικά αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και συγγραφείς και μας άφησε καλλιτεχνικά αριστουργήματα.
Πέρασα τα «μικρά Προπύλαια» και παραλίγο να σκοντάψω στην προεξέχουσα πάνω στην ιερή διαδρομή πέτρα που θεωρείται ως η αποκαλούμενη «αγέλαστος πέτρα», μνημείο της μητρικής οδύνης και βήμα του θρήνου της Δήμητρας για την απώλεια της Κόρης[13].
Ελευσίνα, ιερό Δήμητρας-και-Κόρης, Το σπήλαιο στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς της ακρόπολης, στην κορυφή της οποίας φαίνεται η ανατολική πλευρά της "Παναγίτσας" ( 20/11/2004)
Στο μύθο της «πηγαδίστρας» Λάμιας η κόρη θρηνεί πάνω στο χείλος του πηγαδιού και αναρωτήθηκα και πάλι πόσο συμφυρμένοι μπορεί να έχουν ίσως ενταχθεί στην αφήγηση του Ύμνου οι μύθοι. Θεωρώντας το συλλογισμό μου μάλλον τραβηγμένο στην -ατελέσφορη ανά τους αιώνες- και επιπόλαιη ίσως προσπάθεια να εισχωρήσει η ερευνητική αφεντιά μου στα τόσο καλά κρυμμένα μυστικά του ιερού (!) όταν τόσες και τόσες ημεδαπές και αλλοδαπές αυθεντίες σοφών αρχαιολόγων και θρησκειολόγων δεν το έχουν καταφέρει, προχώρησα αυτο-σαρκαζόμενη και μπήκα στο Τελεστήριο[14].
Κατεδαφισμένο, λεηλατημένο, ανοιχτό στο φως του ήλιου πλέον το πιο σεβάσμιο κτήριο του ιερού και πυρήνας των Μυστηρίων κράτησε και κρατάει τα άρρητα μυστικά του στους αιώνες. Τα λαξευμένα στα βράχια εδώλια που άλλοτε ήταν στο εσωτερικό του, φανερώνουν ανάγλυφα το τεράστιο μέγεθός του. Ο μικρός, άβατος ιερός οικίσκος στο κέντρο του, ανοικοδομούμενος επανειλημμένα μέσα στους αιώνες από τη μυκηναϊκή ήδη εποχή στο ίδιο σημείο, αποκαλούνταν «άδυτο» (του ευρύτερου τελεστήριου-ναού) ή «ανάκτορο». Είχε φαίνεται δοθεί με τα χρόνια τόση έμφαση στις μυστικές, δελεαστικές για πλήθη πιστών (και αποδοτικές οικονομικά) μεγαλοπρεπείς τελετουργίες, που έδωσαν το όνομα "Τελεστήριο" στο ιερό αυτό κτίσμα, το μέγεθος και η διακόσμηση του οποίου αναπτυσσόντουσαν ανάλογα με την προβαλλόμενη αποτελεσματικότητα της λατρείας και της θεϊκής δύναμης για την καλύτερη παρούσα και κυρίως τη μετά θάνατον ζωή, τη φήμη του και τη συνακόλουθη προσέλευση του κόσμου, όπως συμβαίνει εξάλλου και με τα χριστιανικά μοναστήρια[15].
Ανέβαινα τα σαν σκαλοπάτια εδώλια της δυτικής πλευράς του Τελεστήριου προχωρώντας προς την κορυφή της ακρόπολης, όπου η «Παναγίτσα». Μερικές γυναίκες κάθε ηλικίας ανέβαιναν τώρα μαζί μου τα σκαλιστά αυτά καθίσματα του Τελεστήριου. Κρατούσαν τις κόφες με τους άρτους στα χέρια για να ευλογηθούν από την «Μεσοσπορίτισσα» Παναγίτσα ώστε, μελισμένοι, να αναλωθούν επιτόπου από όλες τις προσερχόμενες αφιερώτριες όσο και μετά, στα σπίτια τους, από τους υπόλοιπους κατοίκους για να μετέχει όλη η κοινότητα της ευλογίας. Δεν μπόρεσα να μην κάνω μια αναδρομή αυτής της εικόνας πολυυυύ πίσω στα χρόνια και να δω κάποιες ανάλογες λατρευτικές δράσεις να επιτελούνται σε αυτόν εδώ τον ιερό χώρο, πάλι προς μία «παναγία» Μητέρα, προστάτιδα των σιτηρών.
Ο καιρός είχε γίνει ακόμα πιο βαρύς, τα σύννεφα είχαν μαυρίσει κι άλλο, ενώ είχε σηκωθεί και ένας κρύος αέρας που γινόταν πιο έντονος όσο ανέβαινα . Ένα απόκοσμο φως ερχόταν από τα δυτικά όπου ο ήλιος κατέβαινε να βασιλέψει πίσω από το βουνό ενώ τα νερά του κόλπου της Σαλαμίνας άστραφταν ακίνητα κι ασημένια, καθώς σε αυτό το ύψος πρόβαλλαν τώρα πίσω από τον νότιο τοίχο του περίβολου του ιερού. Μερικά μεγάλα ποντοπόρα φορτηγά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα καταμεσίς του κόλπου, ο πυκνός και άναρχος ιστός της πόλης όσο και κάποια από τα ρυπογόνα φουγάρα των βιομηχανιών που πρόβαλαν εδώ κι εκεί, με έφερναν στη σύγχρονη και σκληρή για το περιβάλλον της Ελευσίνας, πραγματικότητα. Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της Γης… μου ήρθε στο νου ο –στερεότυπος πλέον– στίχος του Γκάτσου από το τραγούδι «Εφιάλτης της Περσεφόνης» του Μάνου Χατζηδάκι.
Διέσχισα το μακρόστενο ίσιωμα όπου η επιμήκης αρχαία πλατεία που είχε διαμορφωθεί δυτικά του Τελεστήριου και σκαρφάλωσα δυο-τρεις ακόμα πέτρες, αρχαίες γλυπτές όσο και ριζιμιές του βράχου, δίκην σκαλοπατιών, που με χώριζαν από το προαύλιο της «Παναγίτσας». Καθώς εγώ είχα καθυστερήσει παρατηρώντας τα αρχαία ερείπια, φωτογραφίζοντας και τραβώντας με τη βιντεοκάμερα, ο πρώην γερο-φύλακας προπορευόταν και είχε σταματήσει λίγο την αναρρίχηση για να πάρει την τελευταία ανάσα ακουμπώντας την κόφα με τους άρτους πάνω σε έναν βράχο. Με καλωσόρισε και πάλι και ανεβήκαμε στον απλωτό, επίπεδο χώρο της κορυφής της αρχαίας ακρόπολης εμπρός από τον δυτικό τοίχο της μικρής εκκλησιάς της Παναγίτσας, που αποτελεί και τον περίβολό της. Στο δυτικότατο άκρο του περίβολου, υψώνεται ο ψηλός πέτρινος πύργος του ρολογιού της Ελευσίνας και πριν από αυτόν ο πύργος του καμπαναριού χωρίς όμως καμπάνα, χτισμένοι και οι δύο και με πέτρες από τα αρχαία οικοδομήματα.
Ένα τετράγωνο μαρμάρινο αρχαίο κολονάκι (ή μάλλον κοντός πεσσός) που μου φάνηκε ωσάν ένα χοντρό «στριερό» (ή «στιγερό», το ξύλο στο κέντρο του κύκλου των αλωνιών γύρω από το οποίο γυρίζουν τα ζώα -άλογα ή βόδια- για το αλώνισμα) στέκεται στο κέντρο του περίβολου, άγνωστο σε μένα αν βρίσκεται εκεί από παλιά ή αν έχει τοποθετηθεί πιο πρόσφατα για κάποια χρήση. Δεξιά, στο ανατολικό άκρο του περίβολου, είναι χτισμένο με πέτρα το εκκλησάκι της «Παναγίτσας», αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Μικρό σχετικά το εκκλησάκι, όπως προδίδει και η ονομασία του με το υποκοριστικό της Παναγίας, είναι δυσανάλογο προς τα παραπάνω πυργωτά, μεγαλόπρεπα χτίσματα της δυτικής πλευράς του περίβολου. Απέριττο, με δίρριχτη κεραμιδένια στέγη και με την πέτρινη δόμησή του επιχρισμένη με σοβά, το εκκλησάκι έχει πάρει ένα γκρίζο χρώμα με τα χρόνια. Η μοναδική είσοδός του πάνω στο δυτικό τοίχο έχει θυράνοιγμα προς τον περίβολο, πλαισιωμένο με πελεκημένες πέτρες και με τοξωτή απόληξη, τριγυρισμένη με ασβέστωμα, ωσάν τη μοναδική εξωτερική διακοσμητική λεπτομέρεια στο οικοδόμημα. Πάνω από το τόξο της πόρτας μια μικρή, τοξωτή επίσης πέτρινη εσοχή, φαίνεται να είχε κάποτε ιστορημένη κάποια εικόνα της Παναγίας, όπως συνηθίζεται. Ακριβώς πάνω από αυτή την εσοχή και κάτω από τη γωνία των φτερών της στέγης που επιστέφεται από έναν μικρό πέτρινο σταυρό, μια μακρόστενη σχισμή πάνω στον τοίχο χρησιμεύει φαίνεται για εξαερισμό του μικρού ναού, αφού απ’ ό,τι έβλεπα, δεν έχει άλλα παράθυρα ή ανοίγματα, αφήνοντας ταυτόχρονα και κάποιο ελάχιστο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό, όταν η πόρτα είναι κλειστή. Ένθεν και ένθεν της πόρτας, στο κάτω μέρος του δυτικού τοίχου, δύο αρχαίες πέτρες χρησιμεύουν ως πεζούλες για την ανάπαυση των προσκυνητών.
Εν τω μεταξύ είχαν ανέβει και λίγες γυναίκες με τις κόφες τους και τις σακούλες με το πρόσφορο, καθώς και τα μπουκάλια με το λάδι και το κρασί, απαραίτητα για την ευλόγηση των άρτων και την «αρτοκλασία» και τα είχαν ακουμπήσει, όπως και ο πρώην φύλακας, κατάχαμα, κοντά στο κολονάκι. Οσονούπω κατέφθασε και ο σχετικά νεαρός παπάς κρατώντας σακούλα με τα απαραίτητα για την λειτουργία και τα άμφια και συνομιλούσε με τον γερο-φύλακα. Σε λίγο ο γερο-φύλακας αφού τοποθέτησε την κόφα με τους άρτους επάνω στο αρχαίο κολονάκι, κατευθύνθηκε προς ένα χαμηλό πεύκο που φυτρώνει στη ΒΔ γωνία της εκκλησιάς και χτύπησε τη μικρή καμπάνα που κρέμεται από ένα κλαδί του, σημαίνοντας την έναρξη του εσπερινού.
Και άλλες γυναίκες τοποθέτησαν μερικές κόφες με άρτους κατάχαμα γύρω από το κολονάκι, με αυτή του γερο-φύλακα να προεξέχει πάνω σε αυτό. Καθώς ο κρύος άνεμος ανασήκωνε τις κεντημένες άκρες της στρώσης της κόφας με τα ψωμιά πάνω στο κολονάκι, πλαισιωμένης από το εκκλησάκι, από τα αρχαία ερείπια, από τον ασημένιο κόλπο της Σαλαμίνας -και από την ίδια τη Σαλαμίνα μέσα στην αχλύ της υγρασίας- όσο και από τα γκρίζα σύννεφα, μου φάνηκε πως οι λευκοί άρτοι μέσα στο κάνιστρο έδωσαν ένα φως, μια πιο έντονη ιερή διάσταση στο χώρο. Αναρωτιόμουν πώς άραγε η παμπάλαια θρησκευτική μνήμη να οδήγησε τους ντόπιους να χτίσουν ακριβώς εδώ το εκκλησάκι της «Παναγίτσας» της Μεσοσπορίτισσας, στην κορυφή του λόφου της αρχαίας ακρόπολης και στην καρδιά του αρχαίου ιερού ώστε να έχει στα δεξιά της το Τελεστήριο και κάτω από τα θεμέλιά της το σπήλαιο της καθόδου της Κόρης στον Άδη; Κοιτάζοντας χαμηλότερα, στα δεξιά, είδα κι άλλες γυναίκες, σαν σε πομπή, να συνεχίζουν να να σκαρφαλώνουν με δυσκολία στα εδώλια του Τελεστήριου και στα μάρμαρα, φορτωμένες με τις κόφες με τους άρτους, προσπαθώντας να τους ισορροπήσουν, να μην τους πέσουν.
Έσπευσα να μπω μέσα στο εκκλησάκι για να προλάβω να το παρατηρήσω και να φωτογραφίσω πριν αρχίσει η λειτουργία. Το φως της προϊούσης ήδη ημέρας, λόγω και της βαριάς συννεφιάς, δεν ήταν έντονο έξω έτσι τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο σκοτεινό εσωτερικό του μονόχωρου, μακρόστενου ναΐσκου που με την κατάμαυρη σχεδόν από την κάπνα καμαρωτή οροφή του, μου έδωσε την εντύπωση σπηλιάς. Η τρεμάμενη φλόγα των λίγων κεριών που είχαν ήδη ανάψει κάποιες γυναίκες επέτεινε αυτή την εντύπωση, καθώς φώτιζαν αμυδρά το χώρο και πρόβαλαν τις κινούμενες σκιές πάνω στους τοίχους.
Ο χώρος έδειχνε φτωχικός κι απέριττος, φροντισμένος λατρευτικά και φαινόταν ιστορημένος με εικόνες όχι τόσο από τις εκκλησιαστικές τοπικές αρχές όσο από τους απλούς ανθρώπους, κυρίως τις γυναίκες, με την πίστη και τον τρόπο της λαϊκής λατρείας που, κυρίως στα ξωκλήσια, δεν ακολουθεί αυστηρά το δόγμα αλλά τη λατρευτική μνήμη και τις παραδοσιακές λατρευτικές πρακτικές. Το ασκάλιστο σανιδένιο τέμπλο στριμώχνεται στο βάθος, στ’ ανατολικά, με τις δεσποτικές εικόνες και μια σειρά από άλλες φορητές εικόνες, κυρίως της Παναγίας, στο πάνω μέρος του. Κάποια στεφάνια με ψεύτικα φωτεινά λουλούδια κρεμασμένα πάνω του παράταιρα, αφιερωμένα με ευλάβεια, το στολίζουν. Ένα αναλόγιο για τον ψάλτη και δύο απλά ξύλινα στασίδια με φτηνές, κινητές προσκυνηματικές εικόνες της Παναγίας στέκουν στο κέντρο του ναού, ενώ ακουμπημένη πάνω στο βόρειο τοίχο, δεσπόζει στο χώρο μια συγκριτικά τεράστια προσκυνηματική εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εικόνα είναι καλυμμένη με πάλλευκη «εικονισματο-ποδιά» που προσθέτει φως στο σκοτεινό χώρο και έχει πάνω της καρφιτσωμένα μεταλλικά τάματα, ενώ μια καντήλα καίει κρεμασμένη μπροστά της. Άλλες φτηνές, νεότερες επίσης εικόνες του εμπορίου είναι κρεμασμένες ακανόνιστα από καρφιά στους τοίχους και δεν τους έδωσα και πολλή σημασία.
Σηκώνοντας λίγο το βλέμμα μου προς τα πάνω, και καθώς έβλεπα όλο και καλύτερα στο σκοτεινό χώρο, έμεινα με ανοιχτό το στόμα: μέσα από τη σκοτεινιά της μουτζούρας διακρίνονταν οι ιστορημένες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες που καλύπτουν όλο το πάνω μέρος των τοίχων και την οροφή, απ’ άκρη σ’ άκρη του ναΐσκου! Με τα χρώματά τους μόλις να διακρίνονται μέσα στη μαυρίλα, οι ιστορημένοι άγιοι και οι θρησκευτικές σκηνές είναι χωρισμένες σε γραπτά τετράγωνα για να ξεχωρίζουν ενώ τα χαμηλότερα μέρη τους, όσο φτάνει το ανθρώπινο βέβηλο χέρι, είναι κατάστικτες από νεότερα χαράγματα με ελληνικά ονόματα, επιγραφές, χρονολογίες, σημειώσεις, σχέδια και άλλα που, βαθιά χαραγμένα, ασπρίζουν ευδιάκριτα πάνω στις μαυρισμένες τοιχογραφίες... Έμεινα κατάπληκτη: από τη μια η λατρευτική φροντίδα με τις εικόνες, τα τάματα, τα στεφάνια κι από την άλλη η άγρια, ασυλλόγιστη βεβήλωση των τοιχογραφιών. Ταραγμένη, παρατηρούσα τις τοιχογραφίες μήπως πίσω από τις μουτζούρες και τα χαράγματα καταφέρω να διακρίνω τι ιστορούσαν.
Και τότε, λίγο μετά τη ΒΔ γωνία και κοντά στην ανοιχτή πόρτα διέκρινα κάτω από τα χαράγματα τα πρόσωπα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το Σταυρό ανάμεσά τους και τον καβαλάρη άη-Γιώργη καθώς και τον Ταξιάρχη παραδίπλα. Ταράχτηκα ακόμα περισσότερο γιατί το θεώρησα «σημάδι» της Ελένης/Αγιαλένης μέσα στο αρχαίο ιερό και στο χριστιανικό εκκλησάκι αλλά ηρέμησα αμέσως καθώς σκέφτηκα ότι στις τοιχογραφίες είναι συνηθισμένο να ιστορούνται οι δύο άγιοι, ως ισαπόστολοι. Καθώς όμως έπαιρνα τα μάτια μου από τη δυσδιάκριτη τοιχογραφία με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, πρόσεξα ότι κάτω σχεδόν από αυτή, κρεμόταν μια κινητή, φτηνή εικόνα των δύο αγίων από αυτές του εμπορίου, αφιερωμένη και τοποθετημένη εκεί από κάποιον πιστό -ή μάλλον κάποια πιστή- ενώ από πάνω της ήταν στερεωμένο και ένα καντήλι. Ξανάπαθα ταραχή. Γιατί άραγε να είχαν τοποθετήσει και πάλι εικόνα των δύο αγίων τόσο κοντά στην τοιχογραφία τους και μάλιστα με καντήλι μπροστά της που αποδίδει λατρευτική έμφαση στην εικόνα; Μήπως αυτή η διπλή εικονική παρουσία ήταν όντως ένα απρόσμενο σημάδι της Ελένης/ Αγιαλένης μέσα στο ναό της «Μεσοσπορίτοσσας» Παναγίας και στο αρχαίο ιερό της σιταροθεάς Δήμητρας; Παραδίπλα, πάνω στη βάση της μεγάλης προσκυνηματικής εικόνας της «Μεσοσπορίτισσας» είδα κι άλλο «σημάδι»: δύο εικόνες με τους ως «δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους Γεώργιο και Δημήτριο δίπλα-δίπλα[16].
Εντάθηκε λοιπόν η υποψία μου ότι εδώ δεν είναι απλά χριστιανική η παρουσία των δύο αγίων αλλά ότι φέρει και άλλο ιερό συμβολισμό που σχετίζεται με την ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη. Κοιτώντας τις μαυρισμένες, πλην υπέροχες μετα-βυζαντινές αγιογραφίες στους τοίχους κατάστικτες με τα χαράγματα, συλλογιζόμουν μήπως οι νεότεροι επισκέπτες δεν τις έβλεπαν καν ως τέτοιες μέσα στη μουτζούρα. Ίσως δηλαδή για κάποια χρόνια να ήταν αλειτούργητο και ανοιχτό σε κάθε τυχόν επισκέπτη το εκκλησάκι, ίσως και για παραβατικά, ή ερωτικά ανταμώματα και, όπως συμβαίνει συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις, αυτοί να έβλεπαν τις τοιχογραφίες μόνο σαν ένα καμβά (ή ωσάν τη μολυβένια «πλάκα» πάνω στην οποία μαθαίναμε μέχρι τη δεκαετία το 1960 να γράφουμε) όπου μπορούσαν να αφήσουν χαραγμένο το αποτύπωμα της παρουσίας και της ταυτότητάς τους στο χώρο σαν μια γραπτή, συμπυκνωμένη μνήμη που θα καθιστούσε αυτή την παρουσία ανεξίτηλη για εαυτούς και αλλήλους, ανανεώνοντάς την μάλιστα σε κάθε τους επίσκεψη εκεί. Δεν είχα βέβαια εκείνη τη στιγμή στοιχεία για να γνωρίζω τα του ιστορικού βίου του μικρού ναού, μόνον υποθέσεις ήμουν σε θέση να κάνω «διαβάζοντας» τα σημάδια πάνω στους τοίχους, όμως η πυκνή μουτζούρα μου έλεγε ότι η λατρεία μέσα σε αυτό είναι μακροχρόνια. Σε περίπτωση λοιπόν που η χριστιανική λατρεία είναι συνεχής και αδιατάρακτη, ή όπως και να ‘χει, για τους πιστούς –κυρίως για τις μη εγγράμματες ή περιορισμένης εγγραμματοσύνης (και εν πολλοίς αλβανόφωνες) χριστιανές γυναίκες του μικρού χωριού που ήταν η «Λεψίνα» (Ελευσίνα) μέχρι τον προχωρημένο 20ό αιώνα– το κυρίως θρησκευτικό και λατρευτικό περιεχόμενο του ναού φαίνεται να αποτελούν το νεότερο τέμπλο και οι κινητές εικόνες που οι ίδιοι αφιερώνουν, τοποθετούν και χειρίζονται λατρευτικά μέσα στο μικρό ναό. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν ακόμα πιο σημαντική για μένα η λατρευτική χειρονομία να αφιερώσουν ευλαβικά εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, να την τοποθετήσουν σε εξέχουσα θέση κοντά στη σχεδόν σβησμένη τοιχογραφία τους και να την φωτίσουν με ιδιαίτερο καντήλι. Είχα την αίσθηση πως όσα μυστικά για την Μητέρα-Γη-Ελένη έψαχνα πριν λίγο να ανακαλύψω νοερά κάτω από τα μεγαλοπρεπή αρχαία ερείπια, με περίμεναν κρυμμένα μέσα στο εκκλησάκι, μεταμφιεσμένα χριστιανικά. Αυτή η σκέψη με απέτρεψε κάπως και απ’ το ν’ αρχίσω τη νοερή γκρίνια γιατί οι συντηρητές και οι αρχαιολόγοι που φροντίζουν το αρχαίο ιερό έχουν δείξει τόση αδιαφορία για το μικρό αυτό χριστιανικό εκκλησάκι. Αν είχαν επέμβει, η «αφήγηση» που μπόρεσα να διαβάσω μέσα από τη φθορά και την εγκατάλειψη δεν θα είχε αυτό το περιεχόμενο, καθώς μπορεί να ήταν μεν «καθαρό» και περιποιημένο τότε το εκκλησάκι, αλλά θα είχαν χαθεί πολύτιμα «σημάδια» του βίου του, της επιτελούμενης λατρείας, της χρήσης του, της διαχρονικής μνήμης …
Οι γυναίκες, νέες και ηλικιωμένες, είχαν πληθύνει μέσα στην εκκλησία. Προσκυνούσαν και άναβαν κεριά, ενώ παρατηρούσα ότι πολλές, μετά το προσκύνημα της μεγάλης εικόνας της Παναγίας, προσκυνούσαν ιδιαίτερα και τη μικρή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ρώτησα λοιπόν μια ηλικιωμένη κάπως γυναίκα αν τιμούσαν ιδιαίτερα τους δύο αγίους στην Ελευσίνα και γιατί. «Μα, το παλιό μας νεκροταφείο είναι «Αγιοκωσταντίνος», μου απάντησε, «τώρα το έχουνε σηκώσει από εκεί γιατί ήταν πλέον μέσα στην πόλη, αλλά η εκκλησία υπάρχει». Τι άλλο να άκουγα για να επιβεβαιωθούν τα «σημάδια» της; Μπορεί ως «Αγιαλένη» να εδρεύει στη Μάνδρα, σκέφτηκα -με άλλη τώρα ταραχή- αλλά η Μητέρα-Γη-Ελένη κατοικεί και στην Ελευσίνα αλλά με τη μορφή της χριστιανικής αγίας Ελένης (μαζί με τον άγιο Κωνσταντίνο) τοποθετημένη κοντά στους νεκρούς, με το χθόνιο συμβολισμό που φαίνεται πως η διαχρονική μνήμη του μύθου της διαχέει μέσα στους αιώνες, καθώς ο ναός των δύο αγίων ήταν απαρχής κοιμητηριακός. Ωστόσο έβλεπα να μην παραλείπεται και η λατρεία της μέσα στον πυρήνα του αρχαίου της ενδιαιτήματος παραμένοντας επιτόπια, μεταμφιεσμένη σε Χριστιανική, πανάγια Μητέρα και «Μεσοσποτρίτισσα» και όπου με την εξέλιξη του ιερού η μυστική, άρρητη παρουσία της εκφραζόταν επίσημα με το όνομα και το συμβολισμό της Δήμητρας-και-Κόρης αλλά μένοντας φαίνεται ζωντανή στην προφορικότητα και στη λατρευτική λαϊκή μνήμη με έμμεσους τρόπους,
Βγήκα έξω να συνέλθω από την ταραχή, καθώς ο παπάς έμπαινε στο εκκλησάκι για να αρχίσει τον εσπερινό. Βγαίνοντας με πήρε μια ριπή ανέμου και πάγωσα. ενώ ένα άλλο θέαμα με καθήλωσε, καθώς τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που είδα: το προαύλιο είχε γεμίσει κόσμο, κυρίως γυναίκες, μαυροφόρες στην πλειονότητά τους, που, τουρτουρίζοντας, στεκόντουσαν στην περιφέρεια του περίβολου, γιατί το έδαφος κάτω από το κολονάκι ήταν πλέον κατάμεστο με πλήθος από κόφες με άρτους! Είχα καταλάβει πριν μπω στην εκκλησία ότι οι άρτοι θα ήταν πολλοί, αλλά το θέαμα που αντίκριζα, ήταν πραγματικά απίστευτο: το έδαφος του περίβολου έμοιαζε σαν χιονισμένο ή σαν θάλασσα με αφρισμένα κύματα από τις καμπύλες των απλωμένων λευκών άρτων και από τα μετακινούμενα από τον άνεμο, που είχε δυναμώσει κι άλλο, λευκοκεντημένα ή δαντελωτά στρωσίδια τους. Στη μακρά εμπειρία μου στην επιτόπια εθνογραφική έρευνα, έχω παραστεί σε πλήθος πανηγυρικούς εσπερινούς και αρτοκλασίες σε ενοριακούς ναούς και ξωκλήσια, νεκροταφεία και μοναστήρια. Τόσους πολλούς άρτους και μάλιστα κατάσαρκα πάνω στη Γη-Μητέρα, πρώτη φορά έβλεπα. Και όλο και ανέβαιναν γυναίκες λαχανιασμένες, κι όλο και διογκωνόταν το πλήθος με τις κόφες των άρτων. Μερικές κρατούσαν και κλωνιά βασιλικού για να τον αφιερώσουν στην εικόνα. Φωτογράφιζα και βιντεοσκοπούσα, το κατά δύναμη.
Ο βοριάς ήταν πλέον πολύ δυνατός και τσουχτερός και πολλοί προσκυνητές εύρισκαν καταφύγιο πίσω από το νότιο τοίχο της εκκλησίας, ενώ αρκετοί φοβόντουσαν ότι θα άρχιζε να βρέχει. Το σούρουπο σιγά-σιγά πλησίαζε, ενώ μέσα από το εκκλησάκι ακουγόταν η ψαλμωδία και το «φως ιλαρόν»… Όταν πλησίαζε η ώρα της αρτοκλασίας, οι γυναίκες και οι λίγοι παρόντες άντρες άρχισαν να τοποθετούν κεριά πάνω στα ψωμιά και αναρωτιόμουν πώς θα άναβαν, με τέτοιον αέρα. Εν τέλει ο παπάς βγήκε από την εκκλησία για την ευλόγηση των άρτων με τα άμφιά του να ανεμίζουν από τον βοριά.
Οι προσκυνητές, γυναίκες κυρίως, πλησίασαν κολλημένοι στη σειρά ο ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταθούν και, άθελά τους μάλλον, σχημάτιζαν ένα είδος ανθρώπινου τείχους γύρω από το απλωμένο κατάχαμα πλήθος των ψωμιών και έτσι κατάφεραν να σταθούν αναμμένα κάποια κεράκια πάνω τους. Οι βραχύβιες, λόγω του ανέμου, φλογίτσες τους έλαμψαν για λίγο μέσα στο φθίνον φως του δειλινού και έσβησαν. Παρόλο το κρύο, ο παπάς διάβασε και μνημόνευσε ή ευχήθηκε υπέρ υγείας όλα τα ονόματα νεκρών ή ζώντων που του είχαν δώσει γραμμένα σε χαρτάκια οι γυναίκες μαζί με το πρόσφορο, το λάδι και το "ανάμα" (και κάποιο μικρό χρηματικό ποσό). Τελικά ύψωσε με τα δυο του χέρια ένα από τα ψωμιά και, ανεμοδαρμένος, έψαλε κάπως γρήγορα το «…πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..» ευλογώντας μέσω αυτού όλους τους άρτους, και ο εσπερινός ολοκληρώθηκε. Κάποιοι από τους άρτους τεμαχίστηκαν σβέλτα επιτόπου, μοιράστηκαν (πήρα και εγώ το μερίδιό μου) και φαγώθηκαν με ευχές. Μετά από λίγο, φορτωμένοι με τους ευλογημένους άρτους παπάς και προσκυνητές αποχώρησαν εσπευσμένα λόγω κρύου –είχαν αρχίσει να πέφτουν και κάτι ψιχάλες.
Ως δια μαγείας, ο περίβολος και το εκκλησάκι ερήμωσαν, το αρχαίο ιερό τυλίχτηκε και πάλι στη μυστήρια σιωπή του, ο τελετουργικός χρόνος σταμάτησε και απομείναμε πάλι ο γερο-φύλακας και εγώ, εκείνος να κλειδώνει την εκκλησία και να μαζεύει την κόφα του και εγώ τις μηχανές μου, καθώς πλάκωνε το σκοτάδι…
Και μια μαρτυρία από το fb, της 20/11/2018 (μέσω Χρυσόστομου Φουντούλη, με ευχαριστίες):
Δεσπόζουσα πάνω στον βράχο η Παναγίτσα.
Από την συλλογή του Βρετανικού Μουσείου. Σχεδιάστηκε το 1810 από τον Αρχαιoλόγο και Περιηγητή Sir William Gell
____________
«Κατά τα λεγόμενα των παλαιοτέρων , η Παναγίτσα ήταν η «Μητρόπολη» της Ελευσίνος, όταν βέβαια η πόλη ήταν κτισμένη εκεί που σήμερα είναι τ’ αρχαία, πριν από την ανασκαφή.» (Περιγραφή του Πρωτ. Γ. Πυρουνάκη / Ενοριακά Χρονικά/ 1.1.1956)
[1] Βλ. Καλλιόπη Παπαγγελή, Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο, EFG Eurobank Ergasias, Αθήνα 2002, σελ. 41. Από την πλουσιότατη εξειδικευμένη αρχαιολογική και θρησκειολογική βιβλιογραφία σχετικά με το ιερό της Ελευσίνας και τα Ελευσίνια μυστήρια, ελληνική και ξένη, για τις ανάγκες αυτού του μη αρχαιολογικού κειμένου επιλέγω να στηρίζομαι σε αυτή την πολυτελή, σχετικά πρόσφατη και κάπως εκλαϊκευμένη έκδοση. Με την εγκυρότητα της επιμελήτριας αρχαιοτήτων Ελευσίνας παρουσιάζει συνοπτικά, με ενάργεια και σαφήνεια το όλο πολύπλοκο θέμα του ιερού της Ελευσίνας, τη σχέση του με την πόλη των Αθηνών, το μύθο και την επιτελούμενη λατρεία, την ιστορία του και την ιστορία των ανασκαφών, ενώ περιέχει εξαιρετικό εικονογραφικό και φωτογραφικό υλικό, όσο και επιλεγμένη βιβλιογραφία. Για τους τελετουργικούς «τόπους μνήμης» και σχετική βιβλιογραφία βλ. Βασιλική Χρυσανθοπούλου,, Τόποι μνήμης στην καστελλοριζιακή μετανάστευση και διασπορά, Παπαζήσης, Αθήνα 2015.
[2] Για την ερευνητική μου υπόθεση περί της Ελένης/Αγιαλένης βλ. Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008. Βλ. επίσης τις επιμέρους σχετικές αναρτήσεις μου σε αυτό εδώ τον ιστότοπο και στο psychogiou.blogspot.com.
[3]Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 120, 183, 303, 308.
[4] Για την αρχική μορφή καθώς και την οικοδομική και θρησκευτική εξέλιξη του Τελεστήριου μέσα στους αιώνες, βλ. Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 132-143.
[5] Βλ. Marcel Detienne, Η ανακάλυψη της μυθολογίας, μτφρ. Μαίρη Ι. Γιόση, Σμίλη 2006. Πρβλ. και Ελένη Ψυχογιού, «Από το φάντασμα της Ελένης του Ευριπίδη στη Λάμια και τ’ ανάπαλιν: ανιχνεύοντας τη χρήση των λαϊκών μύθων στη δραματουργία», στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2013/08/blog-post.html.
[6] Βλ. Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 303-304, 308.
[7] Κάτι ανάλογο με αυτό που υποστηρίζω ότι ίσως να συνέβη ως προς τη λατρεία της Ελένης και μεταξύ του ιερού της Ολυμπίας και της γειτονικής της Ώλενας στο: «Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: δύο προσκυνήματα στην Ώλενα Ολυμπίας Ηλείας» : (https://fiestaperpetua.blogspot.com/2015/10/blog-post.html
[8] Κατά τους αρχαιολόγους, πρόκειται για τη μία από τις δύο «καρυάτιδες» που πλαισίωναν εσωτερικά, προς το Τελεστήριο, τα «Μικρά Προπύλαια» του ιερού. Η κλαπείσα «Δήμητρα» βρίσκεται στο μουσείο Fitzwilliam στο Κέμπριτζ ενώ η δεύτερη στο μουσείο της Ελευσίνας (βλ. Παπαγγελή, ό. π., σελ. 48, 49, 113, 117, 119). Διεξοδικά για το άγαλμα, τη νεότερη λατρεία του, τις σχετικές τοπικές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες, τη μεταφορά του από τον περιηγητή Edward D. Clarke στην Αγγλία και τα σχετικά δημοσιεύματα καθώς και σχετική βιβλιογραφία, βλ. Στέφανος Δ. Ήμελλος, «Οι περιπέτειες της Δήμητρας, λατρευτικού αγάλματος του ιερού της Ελευσίνας», Ο Μέντωρ, χρονολογικό και ιστοριοδιφικό δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 85 (2007), σελ. 311-353. Βλ. και Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 117. Για το πως μπορεί να περνούν διαχρονικά στη συλλογική μνήμη αρχαίες ιστορίες, βλ. και Richard Blum και Eva Blum, 1970, The Dangerous Hour. The Lore and Culture of Crisis and Mystery in rural Greece, Chatto and Windus, Λονδίνο και στην ελληνική, Η κακιά ώρα. Μαγεία, Τελετουργίες και Προλήψεις της Ελληνικής Υπαίθρου, μτφρ. Αργυρώ Πατσού-Βελούδου, εκδ. Αρχέτυπο, Αθήνα 2005.
[9] Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σελ. 42. Κάτι ανάλογο με τα εγκλήματα που διαπράττονται σήμερα από τους φανατικούς Μουσουλμάνους πάνω στα αρχαία μνημεία στη Συρία, μόνο που στην περίπτωση της Ελευσίνας, το χριστιανικό (θρησκευτικό και πολιτικό) ανοσιούργημα είχε συντελεστεί σε χρόνους που το ιερό λειτουργούσε ακόμα ως τόπος λατρείας.
[10] Βλ. Ε. Ψυχογιού, «Από το φάντασμα…», ό.π.
[11] Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ.120.
[12] Βλ. και M. Detienne, Η ανακάλυψη…., ό.π. Πβ. και Philippe Borgeaud , H Mητέρα των Θεών. Από την Κυβέλη στην Παρθένο Μαρία, μτφ. Αναστασία Καραστάθη, Μίνα Καρδαμίτσα, επιμ. Μίνα Καρδαμίτσα, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σ. 50: "...Πένθος για μια κόρη χαμένη, οργή, γαλήνεμα (αναφέρεται στον ύμνο στην Μητέρα, στην "Ελένη" του Ευριπίδη]. Η σειρά είναι ίδια με εκείνη της Ελευσίνας. Η αναφορά μπορεί να είναι προφανής αλλά η σχετική με τη Μητέρα των θεών αφήγηση πλάθεται ως συστηματική απογύμνωση από τα Ελευσίνεια χαρακτηρηστικά προς την κατεύθυνση του πρωτόγονου, του προ-πολιτισμικού...". (Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, "Από το φάντασμα της Ελένης του Ευριπίδη..., ό. π.)
[13] Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα.. ό. π., σ. 124.
[14] Για τη συμβολική σημασία του θρήνου όσο και της νηστείας της Δήμητρας σε σχέση με το θρήνο της Παναγίας βλ. Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…, ό. π., σελ. 86-88 και στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/11/blog-post_29.html
[15] Για το τελεστήριο και την εξέλιξη της οικοδομικής και λατρευτικής πορείας του μέσα στα χρόνια, βλ. Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 133-149.
[16] Βλ. «Στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: οι εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και των ως “δίδυμων” άγιων», στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html.
Ελένη Ψυχογιού
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
ΠΗΓΗ:https://fiestaperpetua.blogspot.com/2015/11/elefsis-demetrer-and-kore-virgin-mary.html?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR3sJTItN8l2nwq-2098c-UNAhKBi9hw5WTMl5PpJ7NkqEo7nZfhYQlu4vQ_aem_QAmXKHg9DNJ-9AA0JwXlmg&m=1
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Κατεδαφισμένο, λεηλατημένο, ανοιχτό στο φως του ήλιου πλέον το πιο σεβάσμιο κτήριο του ιερού και πυρήνας των Μυστηρίων κράτησε και κρατάει τα άρρητα μυστικά του στους αιώνες. Τα λαξευμένα στα βράχια εδώλια που άλλοτε ήταν στο εσωτερικό του, φανερώνουν ανάγλυφα το τεράστιο μέγεθός του. Ο μικρός, άβατος ιερός οικίσκος στο κέντρο του, ανοικοδομούμενος επανειλημμένα μέσα στους αιώνες από τη μυκηναϊκή ήδη εποχή στο ίδιο σημείο, αποκαλούνταν «άδυτο» (του ευρύτερου τελεστήριου-ναού) ή «ανάκτορο». Είχε φαίνεται δοθεί με τα χρόνια τόση έμφαση στις μυστικές, δελεαστικές για πλήθη πιστών (και αποδοτικές οικονομικά) μεγαλοπρεπείς τελετουργίες, που έδωσαν το όνομα "Τελεστήριο" στο ιερό αυτό κτίσμα, το μέγεθος και η διακόσμηση του οποίου αναπτυσσόντουσαν ανάλογα με την προβαλλόμενη αποτελεσματικότητα της λατρείας και της θεϊκής δύναμης για την καλύτερη παρούσα και κυρίως τη μετά θάνατον ζωή, τη φήμη του και τη συνακόλουθη προσέλευση του κόσμου, όπως συμβαίνει εξάλλου και με τα χριστιανικά μοναστήρια[15].
Ελευσίνα, 20/11/2004. Ιερό Δήμητρας-και-κόρης. Στο κέντρο φαίνονται τα σκαλισμένα στο βράχο εδώλια του Τελεστήριου και κάτω μέρος του δαπέδου του. Δεξιά . οι γυναίκες ανεβάζουν κόφες με άρτους στην "Παναγίτσα".
Ελευσίνα 20/11/2004. Από πάνω προς τα κάτω: γυναίκες προσέρχονται στην "Παναγίτσα" μέσα από το ιερό της Δήμητρας-και-Κόρης κουβαλώντας και κόφες με άρτους.
Ανέβαινα τα σαν σκαλοπάτια εδώλια της δυτικής πλευράς του Τελεστήριου προχωρώντας προς την κορυφή της ακρόπολης, όπου η «Παναγίτσα». Μερικές γυναίκες κάθε ηλικίας ανέβαιναν τώρα μαζί μου τα σκαλιστά αυτά καθίσματα του Τελεστήριου. Κρατούσαν τις κόφες με τους άρτους στα χέρια για να ευλογηθούν από την «Μεσοσπορίτισσα» Παναγίτσα ώστε, μελισμένοι, να αναλωθούν επιτόπου από όλες τις προσερχόμενες αφιερώτριες όσο και μετά, στα σπίτια τους, από τους υπόλοιπους κατοίκους για να μετέχει όλη η κοινότητα της ευλογίας. Δεν μπόρεσα να μην κάνω μια αναδρομή αυτής της εικόνας πολυυυύ πίσω στα χρόνια και να δω κάποιες ανάλογες λατρευτικές δράσεις να επιτελούνται σε αυτόν εδώ τον ιερό χώρο, πάλι προς μία «παναγία» Μητέρα, προστάτιδα των σιτηρών.
Ο καιρός είχε γίνει ακόμα πιο βαρύς, τα σύννεφα είχαν μαυρίσει κι άλλο, ενώ είχε σηκωθεί και ένας κρύος αέρας που γινόταν πιο έντονος όσο ανέβαινα . Ένα απόκοσμο φως ερχόταν από τα δυτικά όπου ο ήλιος κατέβαινε να βασιλέψει πίσω από το βουνό ενώ τα νερά του κόλπου της Σαλαμίνας άστραφταν ακίνητα κι ασημένια, καθώς σε αυτό το ύψος πρόβαλλαν τώρα πίσω από τον νότιο τοίχο του περίβολου του ιερού. Μερικά μεγάλα ποντοπόρα φορτηγά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα καταμεσίς του κόλπου, ο πυκνός και άναρχος ιστός της πόλης όσο και κάποια από τα ρυπογόνα φουγάρα των βιομηχανιών που πρόβαλαν εδώ κι εκεί, με έφερναν στη σύγχρονη και σκληρή για το περιβάλλον της Ελευσίνας, πραγματικότητα. Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της Γης… μου ήρθε στο νου ο –στερεότυπος πλέον– στίχος του Γκάτσου από το τραγούδι «Εφιάλτης της Περσεφόνης» του Μάνου Χατζηδάκι.
Ο πανηγυρικός εσπερινός
Ελευσίνα, 20/11/2004. Το εκκλησάκι της "Παναγίτσας", στην κορυφή του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, μέσα στο χώρο του ιερού Δήμητρας-και-Κόρης. Παραμονή γιορτής της Παναγίας "Μεσαοσπορίτισσας" (Εισόδια της Θεοτόκου)
Διέσχισα το μακρόστενο ίσιωμα όπου η επιμήκης αρχαία πλατεία που είχε διαμορφωθεί δυτικά του Τελεστήριου και σκαρφάλωσα δυο-τρεις ακόμα πέτρες, αρχαίες γλυπτές όσο και ριζιμιές του βράχου, δίκην σκαλοπατιών, που με χώριζαν από το προαύλιο της «Παναγίτσας». Καθώς εγώ είχα καθυστερήσει παρατηρώντας τα αρχαία ερείπια, φωτογραφίζοντας και τραβώντας με τη βιντεοκάμερα, ο πρώην γερο-φύλακας προπορευόταν και είχε σταματήσει λίγο την αναρρίχηση για να πάρει την τελευταία ανάσα ακουμπώντας την κόφα με τους άρτους πάνω σε έναν βράχο. Με καλωσόρισε και πάλι και ανεβήκαμε στον απλωτό, επίπεδο χώρο της κορυφής της αρχαίας ακρόπολης εμπρός από τον δυτικό τοίχο της μικρής εκκλησιάς της Παναγίτσας, που αποτελεί και τον περίβολό της. Στο δυτικότατο άκρο του περίβολου, υψώνεται ο ψηλός πέτρινος πύργος του ρολογιού της Ελευσίνας και πριν από αυτόν ο πύργος του καμπαναριού χωρίς όμως καμπάνα, χτισμένοι και οι δύο και με πέτρες από τα αρχαία οικοδομήματα.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Το εκκλησάκι της "Παναγίτσας", δυτική όψη. Εμπρός οι μαρμάρινοι λίθοι από το ιερό, τοποθετημένοι στο κέντρο του περίβολου
Ένα τετράγωνο μαρμάρινο αρχαίο κολονάκι (ή μάλλον κοντός πεσσός) που μου φάνηκε ωσάν ένα χοντρό «στριερό» (ή «στιγερό», το ξύλο στο κέντρο του κύκλου των αλωνιών γύρω από το οποίο γυρίζουν τα ζώα -άλογα ή βόδια- για το αλώνισμα) στέκεται στο κέντρο του περίβολου, άγνωστο σε μένα αν βρίσκεται εκεί από παλιά ή αν έχει τοποθετηθεί πιο πρόσφατα για κάποια χρήση. Δεξιά, στο ανατολικό άκρο του περίβολου, είναι χτισμένο με πέτρα το εκκλησάκι της «Παναγίτσας», αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Μικρό σχετικά το εκκλησάκι, όπως προδίδει και η ονομασία του με το υποκοριστικό της Παναγίας, είναι δυσανάλογο προς τα παραπάνω πυργωτά, μεγαλόπρεπα χτίσματα της δυτικής πλευράς του περίβολου. Απέριττο, με δίρριχτη κεραμιδένια στέγη και με την πέτρινη δόμησή του επιχρισμένη με σοβά, το εκκλησάκι έχει πάρει ένα γκρίζο χρώμα με τα χρόνια. Η μοναδική είσοδός του πάνω στο δυτικό τοίχο έχει θυράνοιγμα προς τον περίβολο, πλαισιωμένο με πελεκημένες πέτρες και με τοξωτή απόληξη, τριγυρισμένη με ασβέστωμα, ωσάν τη μοναδική εξωτερική διακοσμητική λεπτομέρεια στο οικοδόμημα. Πάνω από το τόξο της πόρτας μια μικρή, τοξωτή επίσης πέτρινη εσοχή, φαίνεται να είχε κάποτε ιστορημένη κάποια εικόνα της Παναγίας, όπως συνηθίζεται. Ακριβώς πάνω από αυτή την εσοχή και κάτω από τη γωνία των φτερών της στέγης που επιστέφεται από έναν μικρό πέτρινο σταυρό, μια μακρόστενη σχισμή πάνω στον τοίχο χρησιμεύει φαίνεται για εξαερισμό του μικρού ναού, αφού απ’ ό,τι έβλεπα, δεν έχει άλλα παράθυρα ή ανοίγματα, αφήνοντας ταυτόχρονα και κάποιο ελάχιστο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό, όταν η πόρτα είναι κλειστή. Ένθεν και ένθεν της πόρτας, στο κάτω μέρος του δυτικού τοίχου, δύο αρχαίες πέτρες χρησιμεύουν ως πεζούλες για την ανάπαυση των προσκυνητών.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας" Γυναίκες προσκομίζουν την κόφα με άρτους
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας". Γυναίκες παραδίδουν στον ιερέα πρόσφορα, λάδι και "ανάμα" καθώς και χαρτάκια με ονόματα "ζώντων και τεθνεώτων" για μνημόνευση
Εν τω μεταξύ είχαν ανέβει και λίγες γυναίκες με τις κόφες τους και τις σακούλες με το πρόσφορο, καθώς και τα μπουκάλια με το λάδι και το κρασί, απαραίτητα για την ευλόγηση των άρτων και την «αρτοκλασία» και τα είχαν ακουμπήσει, όπως και ο πρώην φύλακας, κατάχαμα, κοντά στο κολονάκι. Οσονούπω κατέφθασε και ο σχετικά νεαρός παπάς κρατώντας σακούλα με τα απαραίτητα για την λειτουργία και τα άμφια και συνομιλούσε με τον γερο-φύλακα. Σε λίγο ο γερο-φύλακας αφού τοποθέτησε την κόφα με τους άρτους επάνω στο αρχαίο κολονάκι, κατευθύνθηκε προς ένα χαμηλό πεύκο που φυτρώνει στη ΒΔ γωνία της εκκλησιάς και χτύπησε τη μικρή καμπάνα που κρέμεται από ένα κλαδί του, σημαίνοντας την έναρξη του εσπερινού.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι "Παναγίτσας". Παραλαβή πρόσφορου, λαδιού και κρασιού από τον ιερέα
Ελευσίνα, 20/11/2004. Κόφες με άρτους
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι "Παναγίτσας". Ένας από τους άρτους με τα κεριά, πάνω στο πεζούλι δίπλα στην είσοδο
Ελευσίνα, 20/11/2004. Συγκέντρωση των άρτων στην "Παναγίτσα"
Ελευσίνα, 20/11/2004. Γυναίκες προσκομίζουν κλαδιά βασιλικού για την εορτάζουσα εικόνα της Παναγίας
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας. Οι κόφες με τους άρτους στον περίβολο, γύρω από τον αρχαίο μαρμάρινο πεσσό
Και άλλες γυναίκες τοποθέτησαν μερικές κόφες με άρτους κατάχαμα γύρω από το κολονάκι, με αυτή του γερο-φύλακα να προεξέχει πάνω σε αυτό. Καθώς ο κρύος άνεμος ανασήκωνε τις κεντημένες άκρες της στρώσης της κόφας με τα ψωμιά πάνω στο κολονάκι, πλαισιωμένης από το εκκλησάκι, από τα αρχαία ερείπια, από τον ασημένιο κόλπο της Σαλαμίνας -και από την ίδια τη Σαλαμίνα μέσα στην αχλύ της υγρασίας- όσο και από τα γκρίζα σύννεφα, μου φάνηκε πως οι λευκοί άρτοι μέσα στο κάνιστρο έδωσαν ένα φως, μια πιο έντονη ιερή διάσταση στο χώρο. Αναρωτιόμουν πώς άραγε η παμπάλαια θρησκευτική μνήμη να οδήγησε τους ντόπιους να χτίσουν ακριβώς εδώ το εκκλησάκι της «Παναγίτσας» της Μεσοσπορίτισσας, στην κορυφή του λόφου της αρχαίας ακρόπολης και στην καρδιά του αρχαίου ιερού ώστε να έχει στα δεξιά της το Τελεστήριο και κάτω από τα θεμέλιά της το σπήλαιο της καθόδου της Κόρης στον Άδη; Κοιτάζοντας χαμηλότερα, στα δεξιά, είδα κι άλλες γυναίκες, σαν σε πομπή, να συνεχίζουν να να σκαρφαλώνουν με δυσκολία στα εδώλια του Τελεστήριου και στα μάρμαρα, φορτωμένες με τις κόφες με τους άρτους, προσπαθώντας να τους ισορροπήσουν, να μην τους πέσουν.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας. Ο πρώην φύλακας του ιερού της Δήμητας-και-Κόρης, σημαίνει την καμπάνα για τον εσπερινό
Έσπευσα να μπω μέσα στο εκκλησάκι για να προλάβω να το παρατηρήσω και να φωτογραφίσω πριν αρχίσει η λειτουργία. Το φως της προϊούσης ήδη ημέρας, λόγω και της βαριάς συννεφιάς, δεν ήταν έντονο έξω έτσι τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο σκοτεινό εσωτερικό του μονόχωρου, μακρόστενου ναΐσκου που με την κατάμαυρη σχεδόν από την κάπνα καμαρωτή οροφή του, μου έδωσε την εντύπωση σπηλιάς. Η τρεμάμενη φλόγα των λίγων κεριών που είχαν ήδη ανάψει κάποιες γυναίκες επέτεινε αυτή την εντύπωση, καθώς φώτιζαν αμυδρά το χώρο και πρόβαλαν τις κινούμενες σκιές πάνω στους τοίχους.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Πάνω και κάτω: Εκκλησάκι της "Παναγίτσας, εσωτερικό, η ανατολική πλευρά και το τέμπλο
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας". Η εορτάζουσα, προσκυνηματική εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου με λευκή "εικονισματοποδιά" και πάνω της καρφιτσωμένα τάματα
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας". Εικόνες αφιερωμένες από πιστούς πάνω στο βόρειο τοίχο
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας". Πάνω και κάτω: οι ιστορημένοι με τοιχογραφίες μεταβυζαντινής εποχής τοίχοι , καλυμμένοι με αιθάλη από τα κεριά
Ελευσίνα, 20/11/2004.Εκκλησάκι της "Παναγίτσας". Προσκυνητές ανάβουν τα καντήλια. Πίσω φαίνονται οι ιστορημένοι με τοιχογραφίες μεταβυζαντινής εποχής τοίχοι , γεμάτοι χαράγματα
Σηκώνοντας λίγο το βλέμμα μου προς τα πάνω, και καθώς έβλεπα όλο και καλύτερα στο σκοτεινό χώρο, έμεινα με ανοιχτό το στόμα: μέσα από τη σκοτεινιά της μουτζούρας διακρίνονταν οι ιστορημένες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες που καλύπτουν όλο το πάνω μέρος των τοίχων και την οροφή, απ’ άκρη σ’ άκρη του ναΐσκου! Με τα χρώματά τους μόλις να διακρίνονται μέσα στη μαυρίλα, οι ιστορημένοι άγιοι και οι θρησκευτικές σκηνές είναι χωρισμένες σε γραπτά τετράγωνα για να ξεχωρίζουν ενώ τα χαμηλότερα μέρη τους, όσο φτάνει το ανθρώπινο βέβηλο χέρι, είναι κατάστικτες από νεότερα χαράγματα με ελληνικά ονόματα, επιγραφές, χρονολογίες, σημειώσεις, σχέδια και άλλα που, βαθιά χαραγμένα, ασπρίζουν ευδιάκριτα πάνω στις μαυρισμένες τοιχογραφίες... Έμεινα κατάπληκτη: από τη μια η λατρευτική φροντίδα με τις εικόνες, τα τάματα, τα στεφάνια κι από την άλλη η άγρια, ασυλλόγιστη βεβήλωση των τοιχογραφιών. Ταραγμένη, παρατηρούσα τις τοιχογραφίες μήπως πίσω από τις μουτζούρες και τα χαράγματα καταφέρω να διακρίνω τι ιστορούσαν.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας", βορειοδυτική γωνία του ναού. Κάτω αριστερά διακρίνεται η αγιογραφία με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και δίπλα, προς τα δεξιά, αυτές με τον καβαλάρη άη-Γιώργη και με τον άη-Ταξιάρχη
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας", βόρειος τοίχος. Η κινητή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το καντήλι της.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας", βόρειος τοίχος. Αριστερά η κινητή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το καντήλι της, σε σχέση με την μεγάλη προσκυνηματική εικόνα των Εισοδίων, στα δεξιά.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας", βόρειος τοίχος. Εικόνες των ως"δίδυμων" καβαλάρηδων αγίων Δημητριόυ και Γεωργίου (αριστερά) στη βάση της εικόνας των Εισοδίων.
Και τότε, λίγο μετά τη ΒΔ γωνία και κοντά στην ανοιχτή πόρτα διέκρινα κάτω από τα χαράγματα τα πρόσωπα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το Σταυρό ανάμεσά τους και τον καβαλάρη άη-Γιώργη καθώς και τον Ταξιάρχη παραδίπλα. Ταράχτηκα ακόμα περισσότερο γιατί το θεώρησα «σημάδι» της Ελένης/Αγιαλένης μέσα στο αρχαίο ιερό και στο χριστιανικό εκκλησάκι αλλά ηρέμησα αμέσως καθώς σκέφτηκα ότι στις τοιχογραφίες είναι συνηθισμένο να ιστορούνται οι δύο άγιοι, ως ισαπόστολοι. Καθώς όμως έπαιρνα τα μάτια μου από τη δυσδιάκριτη τοιχογραφία με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, πρόσεξα ότι κάτω σχεδόν από αυτή, κρεμόταν μια κινητή, φτηνή εικόνα των δύο αγίων από αυτές του εμπορίου, αφιερωμένη και τοποθετημένη εκεί από κάποιον πιστό -ή μάλλον κάποια πιστή- ενώ από πάνω της ήταν στερεωμένο και ένα καντήλι. Ξανάπαθα ταραχή. Γιατί άραγε να είχαν τοποθετήσει και πάλι εικόνα των δύο αγίων τόσο κοντά στην τοιχογραφία τους και μάλιστα με καντήλι μπροστά της που αποδίδει λατρευτική έμφαση στην εικόνα; Μήπως αυτή η διπλή εικονική παρουσία ήταν όντως ένα απρόσμενο σημάδι της Ελένης/ Αγιαλένης μέσα στο ναό της «Μεσοσπορίτοσσας» Παναγίας και στο αρχαίο ιερό της σιταροθεάς Δήμητρας; Παραδίπλα, πάνω στη βάση της μεγάλης προσκυνηματικής εικόνας της «Μεσοσπορίτισσας» είδα κι άλλο «σημάδι»: δύο εικόνες με τους ως «δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους Γεώργιο και Δημήτριο δίπλα-δίπλα[16].
Εντάθηκε λοιπόν η υποψία μου ότι εδώ δεν είναι απλά χριστιανική η παρουσία των δύο αγίων αλλά ότι φέρει και άλλο ιερό συμβολισμό που σχετίζεται με την ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη. Κοιτώντας τις μαυρισμένες, πλην υπέροχες μετα-βυζαντινές αγιογραφίες στους τοίχους κατάστικτες με τα χαράγματα, συλλογιζόμουν μήπως οι νεότεροι επισκέπτες δεν τις έβλεπαν καν ως τέτοιες μέσα στη μουτζούρα. Ίσως δηλαδή για κάποια χρόνια να ήταν αλειτούργητο και ανοιχτό σε κάθε τυχόν επισκέπτη το εκκλησάκι, ίσως και για παραβατικά, ή ερωτικά ανταμώματα και, όπως συμβαίνει συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις, αυτοί να έβλεπαν τις τοιχογραφίες μόνο σαν ένα καμβά (ή ωσάν τη μολυβένια «πλάκα» πάνω στην οποία μαθαίναμε μέχρι τη δεκαετία το 1960 να γράφουμε) όπου μπορούσαν να αφήσουν χαραγμένο το αποτύπωμα της παρουσίας και της ταυτότητάς τους στο χώρο σαν μια γραπτή, συμπυκνωμένη μνήμη που θα καθιστούσε αυτή την παρουσία ανεξίτηλη για εαυτούς και αλλήλους, ανανεώνοντάς την μάλιστα σε κάθε τους επίσκεψη εκεί. Δεν είχα βέβαια εκείνη τη στιγμή στοιχεία για να γνωρίζω τα του ιστορικού βίου του μικρού ναού, μόνον υποθέσεις ήμουν σε θέση να κάνω «διαβάζοντας» τα σημάδια πάνω στους τοίχους, όμως η πυκνή μουτζούρα μου έλεγε ότι η λατρεία μέσα σε αυτό είναι μακροχρόνια. Σε περίπτωση λοιπόν που η χριστιανική λατρεία είναι συνεχής και αδιατάρακτη, ή όπως και να ‘χει, για τους πιστούς –κυρίως για τις μη εγγράμματες ή περιορισμένης εγγραμματοσύνης (και εν πολλοίς αλβανόφωνες) χριστιανές γυναίκες του μικρού χωριού που ήταν η «Λεψίνα» (Ελευσίνα) μέχρι τον προχωρημένο 20ό αιώνα– το κυρίως θρησκευτικό και λατρευτικό περιεχόμενο του ναού φαίνεται να αποτελούν το νεότερο τέμπλο και οι κινητές εικόνες που οι ίδιοι αφιερώνουν, τοποθετούν και χειρίζονται λατρευτικά μέσα στο μικρό ναό. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν ακόμα πιο σημαντική για μένα η λατρευτική χειρονομία να αφιερώσουν ευλαβικά εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, να την τοποθετήσουν σε εξέχουσα θέση κοντά στη σχεδόν σβησμένη τοιχογραφία τους και να την φωτίσουν με ιδιαίτερο καντήλι. Είχα την αίσθηση πως όσα μυστικά για την Μητέρα-Γη-Ελένη έψαχνα πριν λίγο να ανακαλύψω νοερά κάτω από τα μεγαλοπρεπή αρχαία ερείπια, με περίμεναν κρυμμένα μέσα στο εκκλησάκι, μεταμφιεσμένα χριστιανικά. Αυτή η σκέψη με απέτρεψε κάπως και απ’ το ν’ αρχίσω τη νοερή γκρίνια γιατί οι συντηρητές και οι αρχαιολόγοι που φροντίζουν το αρχαίο ιερό έχουν δείξει τόση αδιαφορία για το μικρό αυτό χριστιανικό εκκλησάκι. Αν είχαν επέμβει, η «αφήγηση» που μπόρεσα να διαβάσω μέσα από τη φθορά και την εγκατάλειψη δεν θα είχε αυτό το περιεχόμενο, καθώς μπορεί να ήταν μεν «καθαρό» και περιποιημένο τότε το εκκλησάκι, αλλά θα είχαν χαθεί πολύτιμα «σημάδια» του βίου του, της επιτελούμενης λατρείας, της χρήσης του, της διαχρονικής μνήμης …
Οι γυναίκες, νέες και ηλικιωμένες, είχαν πληθύνει μέσα στην εκκλησία. Προσκυνούσαν και άναβαν κεριά, ενώ παρατηρούσα ότι πολλές, μετά το προσκύνημα της μεγάλης εικόνας της Παναγίας, προσκυνούσαν ιδιαίτερα και τη μικρή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ρώτησα λοιπόν μια ηλικιωμένη κάπως γυναίκα αν τιμούσαν ιδιαίτερα τους δύο αγίους στην Ελευσίνα και γιατί. «Μα, το παλιό μας νεκροταφείο είναι «Αγιοκωσταντίνος», μου απάντησε, «τώρα το έχουνε σηκώσει από εκεί γιατί ήταν πλέον μέσα στην πόλη, αλλά η εκκλησία υπάρχει». Τι άλλο να άκουγα για να επιβεβαιωθούν τα «σημάδια» της; Μπορεί ως «Αγιαλένη» να εδρεύει στη Μάνδρα, σκέφτηκα -με άλλη τώρα ταραχή- αλλά η Μητέρα-Γη-Ελένη κατοικεί και στην Ελευσίνα αλλά με τη μορφή της χριστιανικής αγίας Ελένης (μαζί με τον άγιο Κωνσταντίνο) τοποθετημένη κοντά στους νεκρούς, με το χθόνιο συμβολισμό που φαίνεται πως η διαχρονική μνήμη του μύθου της διαχέει μέσα στους αιώνες, καθώς ο ναός των δύο αγίων ήταν απαρχής κοιμητηριακός. Ωστόσο έβλεπα να μην παραλείπεται και η λατρεία της μέσα στον πυρήνα του αρχαίου της ενδιαιτήματος παραμένοντας επιτόπια, μεταμφιεσμένη σε Χριστιανική, πανάγια Μητέρα και «Μεσοσποτρίτισσα» και όπου με την εξέλιξη του ιερού η μυστική, άρρητη παρουσία της εκφραζόταν επίσημα με το όνομα και το συμβολισμό της Δήμητρας-και-Κόρης αλλά μένοντας φαίνεται ζωντανή στην προφορικότητα και στη λατρευτική λαϊκή μνήμη με έμμεσους τρόπους,
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι της "Παναγίτσας". Τελετουργικοί άρτοι στον περίβονο για αρτοκλασία
Ελευσίνα, 20/11/2004.Εκκλησάκι "Παναγίτσας". Οι τελετουργικοί άρτοι στον περίβολο, πάνω στους οπoίους έχουν τοποθετηθεί κεριά
Βγήκα έξω να συνέλθω από την ταραχή, καθώς ο παπάς έμπαινε στο εκκλησάκι για να αρχίσει τον εσπερινό. Βγαίνοντας με πήρε μια ριπή ανέμου και πάγωσα. ενώ ένα άλλο θέαμα με καθήλωσε, καθώς τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που είδα: το προαύλιο είχε γεμίσει κόσμο, κυρίως γυναίκες, μαυροφόρες στην πλειονότητά τους, που, τουρτουρίζοντας, στεκόντουσαν στην περιφέρεια του περίβολου, γιατί το έδαφος κάτω από το κολονάκι ήταν πλέον κατάμεστο με πλήθος από κόφες με άρτους! Είχα καταλάβει πριν μπω στην εκκλησία ότι οι άρτοι θα ήταν πολλοί, αλλά το θέαμα που αντίκριζα, ήταν πραγματικά απίστευτο: το έδαφος του περίβολου έμοιαζε σαν χιονισμένο ή σαν θάλασσα με αφρισμένα κύματα από τις καμπύλες των απλωμένων λευκών άρτων και από τα μετακινούμενα από τον άνεμο, που είχε δυναμώσει κι άλλο, λευκοκεντημένα ή δαντελωτά στρωσίδια τους. Στη μακρά εμπειρία μου στην επιτόπια εθνογραφική έρευνα, έχω παραστεί σε πλήθος πανηγυρικούς εσπερινούς και αρτοκλασίες σε ενοριακούς ναούς και ξωκλήσια, νεκροταφεία και μοναστήρια. Τόσους πολλούς άρτους και μάλιστα κατάσαρκα πάνω στη Γη-Μητέρα, πρώτη φορά έβλεπα. Και όλο και ανέβαιναν γυναίκες λαχανιασμένες, κι όλο και διογκωνόταν το πλήθος με τις κόφες των άρτων. Μερικές κρατούσαν και κλωνιά βασιλικού για να τον αφιερώσουν στην εικόνα. Φωτογράφιζα και βιντεοσκοπούσα, το κατά δύναμη.
Ελευσίνα, 20/11/2004.Εκκλησάκι "Παναγίτσας". Πάνω και κάτω: οι τελετουργικοί άρτοι στον περίβολο, πάνω στους οπoίους έχουν τοποθετηθεί κεριά
Ο βοριάς ήταν πλέον πολύ δυνατός και τσουχτερός και πολλοί προσκυνητές εύρισκαν καταφύγιο πίσω από το νότιο τοίχο της εκκλησίας, ενώ αρκετοί φοβόντουσαν ότι θα άρχιζε να βρέχει. Το σούρουπο σιγά-σιγά πλησίαζε, ενώ μέσα από το εκκλησάκι ακουγόταν η ψαλμωδία και το «φως ιλαρόν»… Όταν πλησίαζε η ώρα της αρτοκλασίας, οι γυναίκες και οι λίγοι παρόντες άντρες άρχισαν να τοποθετούν κεριά πάνω στα ψωμιά και αναρωτιόμουν πώς θα άναβαν, με τέτοιον αέρα. Εν τέλει ο παπάς βγήκε από την εκκλησία για την ευλόγηση των άρτων με τα άμφιά του να ανεμίζουν από τον βοριά.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι "Παναγίτσας". Άναμμα κεριών πάνω στους άρτους στον περίβολο
Οι προσκυνητές, γυναίκες κυρίως, πλησίασαν κολλημένοι στη σειρά ο ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταθούν και, άθελά τους μάλλον, σχημάτιζαν ένα είδος ανθρώπινου τείχους γύρω από το απλωμένο κατάχαμα πλήθος των ψωμιών και έτσι κατάφεραν να σταθούν αναμμένα κάποια κεράκια πάνω τους. Οι βραχύβιες, λόγω του ανέμου, φλογίτσες τους έλαμψαν για λίγο μέσα στο φθίνον φως του δειλινού και έσβησαν. Παρόλο το κρύο, ο παπάς διάβασε και μνημόνευσε ή ευχήθηκε υπέρ υγείας όλα τα ονόματα νεκρών ή ζώντων που του είχαν δώσει γραμμένα σε χαρτάκια οι γυναίκες μαζί με το πρόσφορο, το λάδι και το "ανάμα" (και κάποιο μικρό χρηματικό ποσό). Τελικά ύψωσε με τα δυο του χέρια ένα από τα ψωμιά και, ανεμοδαρμένος, έψαλε κάπως γρήγορα το «…πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..» ευλογώντας μέσω αυτού όλους τους άρτους, και ο εσπερινός ολοκληρώθηκε. Κάποιοι από τους άρτους τεμαχίστηκαν σβέλτα επιτόπου, μοιράστηκαν (πήρα και εγώ το μερίδιό μου) και φαγώθηκαν με ευχές. Μετά από λίγο, φορτωμένοι με τους ευλογημένους άρτους παπάς και προσκυνητές αποχώρησαν εσπευσμένα λόγω κρύου –είχαν αρχίσει να πέφτουν και κάτι ψιχάλες.
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι "Παναγίτσας". Ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα "ζώντων και τεθνεώτων" διαβάζοντάς τα από τα χαρτιά που του έχουν παραδώσει οι γυναίκες
Ελευσίνα, 20/11/2004. Εκκλησάκι "Παναγίτσας". "...Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..." Ευλογία των άρτων από τον ιερέα στον περίβολο
Ως δια μαγείας, ο περίβολος και το εκκλησάκι ερήμωσαν, το αρχαίο ιερό τυλίχτηκε και πάλι στη μυστήρια σιωπή του, ο τελετουργικός χρόνος σταμάτησε και απομείναμε πάλι ο γερο-φύλακας και εγώ, εκείνος να κλειδώνει την εκκλησία και να μαζεύει την κόφα του και εγώ τις μηχανές μου, καθώς πλάκωνε το σκοτάδι…
Και μια μαρτυρία από το fb, της 20/11/2018 (μέσω Χρυσόστομου Φουντούλη, με ευχαριστίες):
Δεσπόζουσα πάνω στον βράχο η Παναγίτσα.
Από την συλλογή του Βρετανικού Μουσείου. Σχεδιάστηκε το 1810 από τον Αρχαιoλόγο και Περιηγητή Sir William Gell
____________
«Κατά τα λεγόμενα των παλαιοτέρων , η Παναγίτσα ήταν η «Μητρόπολη» της Ελευσίνος, όταν βέβαια η πόλη ήταν κτισμένη εκεί που σήμερα είναι τ’ αρχαία, πριν από την ανασκαφή.» (Περιγραφή του Πρωτ. Γ. Πυρουνάκη / Ενοριακά Χρονικά/ 1.1.1956)
[1] Βλ. Καλλιόπη Παπαγγελή, Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο, EFG Eurobank Ergasias, Αθήνα 2002, σελ. 41. Από την πλουσιότατη εξειδικευμένη αρχαιολογική και θρησκειολογική βιβλιογραφία σχετικά με το ιερό της Ελευσίνας και τα Ελευσίνια μυστήρια, ελληνική και ξένη, για τις ανάγκες αυτού του μη αρχαιολογικού κειμένου επιλέγω να στηρίζομαι σε αυτή την πολυτελή, σχετικά πρόσφατη και κάπως εκλαϊκευμένη έκδοση. Με την εγκυρότητα της επιμελήτριας αρχαιοτήτων Ελευσίνας παρουσιάζει συνοπτικά, με ενάργεια και σαφήνεια το όλο πολύπλοκο θέμα του ιερού της Ελευσίνας, τη σχέση του με την πόλη των Αθηνών, το μύθο και την επιτελούμενη λατρεία, την ιστορία του και την ιστορία των ανασκαφών, ενώ περιέχει εξαιρετικό εικονογραφικό και φωτογραφικό υλικό, όσο και επιλεγμένη βιβλιογραφία. Για τους τελετουργικούς «τόπους μνήμης» και σχετική βιβλιογραφία βλ. Βασιλική Χρυσανθοπούλου,, Τόποι μνήμης στην καστελλοριζιακή μετανάστευση και διασπορά, Παπαζήσης, Αθήνα 2015.
[2] Για την ερευνητική μου υπόθεση περί της Ελένης/Αγιαλένης βλ. Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008. Βλ. επίσης τις επιμέρους σχετικές αναρτήσεις μου σε αυτό εδώ τον ιστότοπο και στο psychogiou.blogspot.com.
[3]Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 120, 183, 303, 308.
[4] Για την αρχική μορφή καθώς και την οικοδομική και θρησκευτική εξέλιξη του Τελεστήριου μέσα στους αιώνες, βλ. Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 132-143.
[5] Βλ. Marcel Detienne, Η ανακάλυψη της μυθολογίας, μτφρ. Μαίρη Ι. Γιόση, Σμίλη 2006. Πρβλ. και Ελένη Ψυχογιού, «Από το φάντασμα της Ελένης του Ευριπίδη στη Λάμια και τ’ ανάπαλιν: ανιχνεύοντας τη χρήση των λαϊκών μύθων στη δραματουργία», στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2013/08/blog-post.html.
[6] Βλ. Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 303-304, 308.
[7] Κάτι ανάλογο με αυτό που υποστηρίζω ότι ίσως να συνέβη ως προς τη λατρεία της Ελένης και μεταξύ του ιερού της Ολυμπίας και της γειτονικής της Ώλενας στο: «Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: δύο προσκυνήματα στην Ώλενα Ολυμπίας Ηλείας» : (https://fiestaperpetua.blogspot.com/2015/10/blog-post.html
[8] Κατά τους αρχαιολόγους, πρόκειται για τη μία από τις δύο «καρυάτιδες» που πλαισίωναν εσωτερικά, προς το Τελεστήριο, τα «Μικρά Προπύλαια» του ιερού. Η κλαπείσα «Δήμητρα» βρίσκεται στο μουσείο Fitzwilliam στο Κέμπριτζ ενώ η δεύτερη στο μουσείο της Ελευσίνας (βλ. Παπαγγελή, ό. π., σελ. 48, 49, 113, 117, 119). Διεξοδικά για το άγαλμα, τη νεότερη λατρεία του, τις σχετικές τοπικές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες, τη μεταφορά του από τον περιηγητή Edward D. Clarke στην Αγγλία και τα σχετικά δημοσιεύματα καθώς και σχετική βιβλιογραφία, βλ. Στέφανος Δ. Ήμελλος, «Οι περιπέτειες της Δήμητρας, λατρευτικού αγάλματος του ιερού της Ελευσίνας», Ο Μέντωρ, χρονολογικό και ιστοριοδιφικό δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 85 (2007), σελ. 311-353. Βλ. και Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 117. Για το πως μπορεί να περνούν διαχρονικά στη συλλογική μνήμη αρχαίες ιστορίες, βλ. και Richard Blum και Eva Blum, 1970, The Dangerous Hour. The Lore and Culture of Crisis and Mystery in rural Greece, Chatto and Windus, Λονδίνο και στην ελληνική, Η κακιά ώρα. Μαγεία, Τελετουργίες και Προλήψεις της Ελληνικής Υπαίθρου, μτφρ. Αργυρώ Πατσού-Βελούδου, εκδ. Αρχέτυπο, Αθήνα 2005.
[9] Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σελ. 42. Κάτι ανάλογο με τα εγκλήματα που διαπράττονται σήμερα από τους φανατικούς Μουσουλμάνους πάνω στα αρχαία μνημεία στη Συρία, μόνο που στην περίπτωση της Ελευσίνας, το χριστιανικό (θρησκευτικό και πολιτικό) ανοσιούργημα είχε συντελεστεί σε χρόνους που το ιερό λειτουργούσε ακόμα ως τόπος λατρείας.
[10] Βλ. Ε. Ψυχογιού, «Από το φάντασμα…», ό.π.
[11] Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ.120.
[12] Βλ. και M. Detienne, Η ανακάλυψη…., ό.π. Πβ. και Philippe Borgeaud , H Mητέρα των Θεών. Από την Κυβέλη στην Παρθένο Μαρία, μτφ. Αναστασία Καραστάθη, Μίνα Καρδαμίτσα, επιμ. Μίνα Καρδαμίτσα, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σ. 50: "...Πένθος για μια κόρη χαμένη, οργή, γαλήνεμα (αναφέρεται στον ύμνο στην Μητέρα, στην "Ελένη" του Ευριπίδη]. Η σειρά είναι ίδια με εκείνη της Ελευσίνας. Η αναφορά μπορεί να είναι προφανής αλλά η σχετική με τη Μητέρα των θεών αφήγηση πλάθεται ως συστηματική απογύμνωση από τα Ελευσίνεια χαρακτηρηστικά προς την κατεύθυνση του πρωτόγονου, του προ-πολιτισμικού...". (Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, "Από το φάντασμα της Ελένης του Ευριπίδη..., ό. π.)
[13] Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα.. ό. π., σ. 124.
[14] Για τη συμβολική σημασία του θρήνου όσο και της νηστείας της Δήμητρας σε σχέση με το θρήνο της Παναγίας βλ. Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…, ό. π., σελ. 86-88 και στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/11/blog-post_29.html
[15] Για το τελεστήριο και την εξέλιξη της οικοδομικής και λατρευτικής πορείας του μέσα στα χρόνια, βλ. Κ. Παπαγγελή, Ελευσίνα…, ό. π., σ. 133-149.
[16] Βλ. «Στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: οι εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και των ως “δίδυμων” άγιων», στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html.
Ελένη Ψυχογιού
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
ΠΗΓΗ:https://fiestaperpetua.blogspot.com/2015/11/elefsis-demetrer-and-kore-virgin-mary.html?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR3sJTItN8l2nwq-2098c-UNAhKBi9hw5WTMl5PpJ7NkqEo7nZfhYQlu4vQ_aem_QAmXKHg9DNJ-9AA0JwXlmg&m=1
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.