Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Οι Τουρκοκρήτες και η παρουσία τους στα παράλια της Μικράς Ασίας, μέσα από τις πηγές (Α΄ μέρος)

Εθνολογικός χάρτης της Κρήτης το 1861. Τούρκικος πληθυσμός με κόκκινα, Ελληνικός πληθυσμός με μπλε. Πηγή

Της Μαρίας Βεϊνόγλου* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 7

Α΄

Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τους Τουρκοκρήτες κι αυτά δεν ξεπερνούν χρονικά τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν, πλέον, με την κορύφωση του Κρητικού Ζητήματος, σχεδόν οι μισοί αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν. Οι άλλοι μισοί παρέμειναν στην Κρήτη μέχρι το 1923, οπότε, σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας της Λωζάννης, αντηλλάγησαν αναγκαστικά. Ελάχιστες αναφορές γι’ αυτούς από κει και πέρα. Ακόμα κι αυτές οι διεθνείς συμβάσεις-ακολουθήματα της Συμφωνίας Ανταλλαγής του 1923 (η 9η Δήλωση, η Σύμβαση της Αγκύρας του 1925, η Συμφωνία Αθηνών του 1926), μήτε που τους κατονομάζουν. Κι όμως, οι Τουρκοκρήτες αποτελούν το φάσμα που πλανάται και προβληματίζει όλα τα τραπέζια συζητήσεων εκείνης της εποχής… Αλλά και για την αρχική τους εγκατάσταση, έως το 1922, επί του μικρασιατικού εδάφους, δεν διαθέτουμε ξεκάθαρη εικόνα και, μολονότι οι πηγές μας παρέχουν αρκετά στοιχεία, αυτά δεν έχουν συνολικά εκτιμηθεί. Τι απέγιναν οι Τουρκοκρήτες; Ποιοι είναι και πού βρίσκονται σήμερα αυτοί των οποίων τη συνολική ιστορία κανείς δεν συσχέτισε με την τύχη του Μικρασιατικού Ελληνισμού; Ποια η δράση τους στα μικρασιατικά παράλια έως το 1922;

Η παρούσα εργασία επιθυμεί να συμβάλει σε μια σύντομη σκιαγράφηση των Τουρκοκρητών που εγκαταστάθηκαν στον μικρασιατικό χώρο, φιλοδοξώντας να παράσχει μιαν όσο το δυνατόν εναργέστερη εικόνα για την τύχη και τη δράση τους εκεί. Γνωρίζουμε ότι δεν θα είναι πλήρης, αλλά πιστεύουμε πως δεν θα αποκλίνει από την κατεύθυνση προς την οποία υποδεικνύουν οι ίδιες μας οι πηγές. Έτσι, ενώ θεωρήσαμε σκόπιμο να προτάξουμε τα απαραίτητα στοιχεία για τον εθνοτικό τους χαρακτήρα έως το 1922, κρίναμε απαραίτητο να αναφερθούμε και στον εξέχοντα ρόλο τους στις ιστορικές εξελίξεις στην Κρήτη, καθώς η κατανόησή του αποτελεί κλειδί για συμπεριφορές και στάσεις που εκδηλώνονται ακολούθως, ατομικά ή συλλογικά. Στο σημείο αυτό, χρησιμοποιήσαμε και υλικό που παρέσχε παλαιότερο δημοσίευμα του περιοδικού Άρδην (Ιαν.-Φεβ. 1998), ενώ για το επόμενο στάδιο, που αφορά την παρακολούθηση όσων Τουρκοκρητών μετοίκησαν στην Τουρκία, συμβουλευθήκαμε τον ελληνόφωνο Τύπο της Σμύρνης, το Α(ρχείο) Π(ροφορικής) Π(αράδοσης) του Κ(έντρου) Μ(ικρασιατικών) Σ(πουδών)και το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών. Στη δεύτερη περίπτωση, ομολογουμένως, ήσαν λιγότερο πολυσύχναστα τα μονοπάτια.

Σύμφωνα και με τον σχολιασμό που συνοδεύει τον Άτλαντα (1989) του Πανεπιστημίου Τύμπιγκεν Κολωνίας, ανάμεσα στις 47 απαριθμούμενες εθνικές ομάδες που περικλείονται στα σύνορα της Δημοκρατίας της Τουρκίας, οι Τουρκοκρήτες, μαζί με τους Πόντιους Οφλήδες και τους Τουρκοκύπριους, αποτελούν «μειονότητα» με τίτλο «Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι εκτός Βαλκανίων». Η μελέτη διευκρινίζει ότι πρόκειται για εξισλαμισμένους Έλληνες που μιλούν τα «Κρητικά», μιαν ελληνική διάλεκτο του Νοτίου Αιγαίου, ότι, σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθη κατά το 1965, εμφανίζονται στη Σμύρνη ως Μπεκτασήδες, ενώ σε ένα δείγμα 898 ατόμων οι 262 δήλωσαν ως θρήσκευμα Χριστιανοί! Η πληροφορία αυτή δημιουργεί ερωτήματα, αν σκεφτούμε τη σιωπή που τηρούν σχετικά άλλες, πρώιμες ελληνικές μελέτες, όπως χαρακτηριστικά αυτή του Κ. Λαμέρα, προέδρου του Συλλόγου Μικρασιατών Η ΑΝΑΤΟΛΗ, αναφερόμενη στους επήλυδες κατοίκους της Μικράς Ασίας μετά το 1929, καθώς δεν αναφέρει πουθενά τους Τουρκοκρήτες![1].

Εθνοτικά χαρακτηριστικά των Τουρκοκρητών

Όπως στην Αλβανία, στην Κύπρο και τόσα άλλα μέρη, έτσι και στην Κρήτη, ο μουσουλμανικός πληθυσμός δημιουργήθηκε χωρίς τη συρροή ξένων στη χώρα αλλά με μόνη την αποστασία του ντόπιου πληθυσμού. Όλοι οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης είναι μπουρμάδες –εξωμότες ή παιδιά εξωμοτών– λέει το 1717 ο Τουρνεφόρ[2]. Οι μαζικοί εξισλαμισμοί στην Κρήτη αρχίζουν πριν ακόμα από την κατάκτηση του Χάνδακα από τους Τούρκους, το 1669[3]. Το προσηλυτιστικό έργο των δερβισικών ταγμάτων που συνεκστράτευσαν στην Κρήτη μαζί με τους Γαζήδες βοηθήθηκε από το εθνολογικό και κοινωνικό υπόστρωμα που ήδη είχε διαμορφωθεί στο νησί, μετά από αιώνες κατοχής, εκμετάλλευσης και μεταμορφώσεων που υπέστη διαδοχικά από τους Σαρακηνούς, τους Βυζαντινούς και ύστερα τους Ενετούς. Γιατί ας σημειωθεί ότι και επί Αραβοκρατίας πολυάριθμοι Κρητικοί αλλαξοπίστησαν, μολονότι έσπευσαν να επιστρέψουν στον Χριστιανισμό, όταν επανέκτησαν το νησί οι Βυζαντινοί (961 μ.Χ.). Θέατρο μαχών για τη Μεγάλη Εκκλησία υπήρξε ανέκαθεν η Κρήτη, όπου κραταιό αντίπαλό της είχε να αντιμετωπίσει τα… εγκόσμια πλεονεκτήματα που διαμόρφωναν εις βάρος της προσωπικά συμφέροντα και ισλαμισμός[4]. Για παράδειγμα, μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους, οι ενετικές γαίες γύρω από το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, τα Χανιά και γύρω από τους δρόμους επικοινωνίας στο νησί έγιναν τιμάρια που διανεμήθηκαν στους αρχηγούς Σπαχήδες, αλλά και στους εξισλαμισμένους Κρήτες που πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων[5].

Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι δεν ήσαν λίγοι και οι Κρήτες που πολέμησαν στο πλευρό των Ενετών[6]. Ο πληθυσμός της Κρήτης είχε κιόλας διαιρεθεί. Οι ηττημένοι Χριστιανοί απωθήθηκαν εντέλει προς τα τρία μεγάλα βουνά και τις ακτές των Σφακίων και του κόλπου του Μιραμπέλου (Λασήθι, Αν. Κρήτη). «Ξεκουκούλωτους» αποκαλούν έκτοτε στις δυτικές επαρχίες τους εξισλαμισμένους Κρητικούς – Γενίτσαρους, με την έννοια του… αδιάντροπου, του ανθρώπου που συμπεριφέρεται πέρα από τα όρια, χαρακτηρισμός που φαίνεται πως αγκάλιαζε εξίσου κι απόψεις των Οθωμανών –ελάχιστων εντούτοις και πάντα περαστικών από το νησί– γι αυτούς τους ιδιόρρυθμους μουσουλμάνους της Κρήτης. Περιγράφονται ως θρησκευτικά αδιάφοροι, οινοπότες (άλλωστε οι ίδιοι παράγουν κρασί) και με απόλυτη άγνοια της τουρκικής γλώσσας, ώστε δε γνωρίζουν ούτε λέξη τουρκική[7]. Από τους γάμους τους με χριστιανές προκύπτουν «μικτές» οικογένειες, γιατί οι γυναίκες τους δεν υποχρεώνονται να αλλάξουν δόγμα. Βαφτίζουν τα παιδιά φίλων και συγγενών χριστιανών και αλληλοαποκαλούνται «σύντεκνοι». Κυριολεκτικά ανεξέλεγκτοι από την Πύλη, μετέτρεψαν την Κρήτη στην πιο κακοδιοικούμενη επαρχία της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τουρκοκρητικοί με τοπικές ενδυμασίες (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Πηγή

Ο γενιτσαρισμός στην Κρήτη

Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία του γενιτσαρισμού στο νησί και αποκαλυπτικές εκείνες οι σελίδες της που έχουν καταχωρηθεί στα οθωμανικά Αρχεία του νησιού[8]. Αδέλφια με διαφορετικό θρήσκευμα, οικογένειες ετερόθρησκες, δεμένες με κληρονομικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς, με δεσμούς αίματος. Ο καθένας επιζητούσε τη γνωριμία, τη φιλία και τον προσεταιρισμό των Γενιτσάρων, γιατί έτσι αποκτούσε προστασία, αλλά και τη δυνατότητα να γραφτεί κι ο ίδιος στον… «ορτά», να απαλλαγεί δηλαδή από φορολογίες και να προωθήσει τα συμφέροντά του[9].

Η Πύλη δεν έλεγχε τα φαινόμενα βίας και αυθαιρεσίας των Τουρκοκρητών Γενιτσάρων που είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Έτσι, το 1813, απέστειλε στην Κρήτη έναν εξωμότη Χριστιανό, τον Χατζή Οσμάν πασά, με μυστική αποστολή να καταπνίξει κι εξολοθρεύσει τους πιο ανυπότακτους από εκείνους τους Γενίτσαρους[10]. Η αποστολή του εντεταλμένου της Πύλης αξιοθαύμαστα εκτελέστηκε, οπωσδήποτε και με τη βοήθεια των θυμάτων, των ντόπιων χριστιανών, με εξαίρεση εντούτοις το Ηράκλειο, όπου οι Τουρκοκρήτες δεν επέτρεψαν στον Χατζή Οσμάν πασά να πατήσει το πόδι του. Κι όπως εκείνες οι εποχές ήσαν τόσο ρευστές, οι Κρήτες Γενίτσαροι δεν δυσκολεύτηκαν να διαβάλουν τον Χατζή Οσμάν, ο οποίος τελικά απαγχονίστηκε στην Προύσα[11].

Πολλά έχουν γραφτεί από περιηγητές της εποχής και από τους Χριστιανοκρήτες συγγραφείς για τις αυθαιρεσίες, τα αιμοβόρα και στυγερά εγκλήματα των Γενιτσάρων της Κρήτης σε βάρος των Χριστιανών, για την εξαθλίωση αυτών των δεύτερων και την απώθησή τους, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, στις ορεινές περιοχές του νησιού, όπου βρίσκονταν τα κρησφύγετα των Χαΐνηδων, των ανταρτών που διενεργούσαν κλεφτοπόλεμο κατά των Γενιτσάρων[12]. Όμως η εικόνα συμπληρώνεται υποχρεωτικά και με τα εξίσου ειδεχθή εγκλήματα των Χριστιανών αλλά και με το φόβο που εντέλει ενέσπειραν σε μερίδα φιλήσυχων κατοίκων του νησιού, ιδίως στους πλούσιους, Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, οι εξεγερμένες ομάδες των «παλληκαράδων» που διακρίνονταν για το ζωηρό τους… ταμπεραμέντο.

Βέβαια κάτω από την Οθωμανική Διοίκηση, η Μεγάλη Εκκλησία αποκατέστησε τη θρησκευτική ιεραρχία που είχαν καταλύσει προηγουμένως οι Ενετοί και η Κρήτη συνδέθηκε με την ιερή κοινότητα του Άθω μέσω της οποίας η Ρωσία διατηρούσε επαφή με τους Ορθόδοξους υπηκόους της Πύλης[13]. H προπαγάνδα αυτή συνοδευόταν από τα μηνύματα, τους θρύλους και τη μεγάλη προσδοκία για μια απελευθέρωση του νησιού που θα ερχόταν από τον Μόσκοβο, αλλά και από προσφορά χρημάτων και πολεμοφοδίων. Ξεχώρισαν λοιπόν σύντομα οι Κρήτες οπλαρχηγοί και συγκέντρωσαν τα «παλληκάρια» τους, κι όπως κάθε τόσο έφθαναν όπλα και άφθονα χρήματα απ’ τη Ρωσία, οι οπαδοί της Προσδοκίας αυτής επαναστατούσαν με συχνότητα… σχεδόν κάθε δέκα χρόνια[14]. Άλλωστε, η ιδιότητα του επαναστάτη δεν ήταν μόνο τιμητική αλλά και προσοδοφόρα. Κάτω από το πρίσμα αυτό πρέπει να ξαναδεί κανείς τη συρροή ενόπλων ομάδων και από άλλες περιοχές στην Κρήτη.

Αιτίες μιας εμφύλιας αναμέτρησης

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, αρχίζουν να συσσωρεύονται η μία μετά την άλλη οι αιτίες που εντέλει θα οδηγήσουν τις δυο κοινότητες, Χριστιανοκρήτες και Τουρκοκρήτες, στην τελική αναμέτρηση.

α) Τα μέτρα που έλαβε από το 1822 ο Μωχάμετ – Άλη της Αιγύπτου για την ιδιοκτησία και την εκμετάλλευσή της, έβλαψαν ιδιαίτερα και ποικιλότροπα τους Τουρκοκρήτες, ώστε μετά το 1828-29 αλλάζει ο χάρτης εγκατάστασης στο νησί[15]. Οι Μουσουλμάνοι περιορίζονται στην κεντρική Κρήτη και στις μεγάλες πόλεις.

β) Στις πόλεις δημιουργείται ένας νέος αστικός πληθυσμός από Μουσουλμάνους πρώην αγρότες οι οποίοι αποκτούν εμπορικά επαγγέλματα, αλλά και από Χριστιανούς των οποίων η εμπορική δραστηριότητα ευνοείται μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή.

Ενώ λοιπόν στις πόλεις, ανάμεσα στις δυο κοινότητες, κάτω από τους συνεχώς αυξανόμενους δεσμούς αίματος και συμφερόντων (μικτές οικογένειες, συνεταιρισμοί), δρουν συμφιλιωτικές δυνάμεις, οι μόνιμα επαναστατημένοι Χριστιανοί της υπαίθρου συμβάλλουν στη σταδιακή συρρίκνωση της μουσουλμανικής κοινότητας. Οι απογραφές προσφέρουν τους παρακάτω αριθμούς: από 200 – 220.000 Μουσουλμάνους και 60.000 Χριστιανούς πριν την Επανάσταση του 1821, το 1854, υπάρχουν 65.000 Μουσουλμάνοι και 250.000 Χριστιανοί![16]. Διότι πρέπει να σημειώσουμε ότι αδιευκρίνιστος παραμένει ο αριθμός Τουρκοκρητών οι οποίοι, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, επέστρεψαν στη χριστιανική πίστη, όπως χαρακτηριστικά η οικογένεια των Κρυπτοχριστιανών Κουρμούληδων[17].

Η νέα πραγματικότητα συνοδευόταν στο εξής από οράματα για οικονομική ανάπτυξη. λογικό εφόσον το νησί, για δυο αιώνες περίπου, υπό την διακυβέρνηση της Πύλης, παρέμενε χωρίς έργα, συγκοινωνίες, σύγχρονη διοίκηση[18]«Οι Κρήτες δεν είναι μόνο παλληκάρια, έχουν κι άλλες φιλοδοξίες…» μας βεβαιώνουν παρατηρητές εκείνης της εποχής. Οι μεγάλες παραγωγικές αλλά εγκαταλειμμένες πεδιάδες του νησιού που μένουν ακαλλιέργητες, ιδιοκτησίες των αγάδων ή των μουσουλμανικών τεμενών, αποτελούν τώρα δέλεαρ αξιοποίησης και οι Κρήτες Χριστιανοί διεκδικούν την ανάκτησή τους. Φυσικά απαιτούντο και τα ανάλογα κεφάλαια[19].

Έτσι, το σχέδιο για τη δημιουργία μιας Κρητικής Κτηματικής Τράπεζας (που θα προκατέβαλλε για την εξαγορά μουσουλμανικών γαιών και στη συνέχεια θα τις διέθετε έναντι δανείου παρεχομένου προς τον αγοραστή, εξωφλητέου εντός δεκαετίας) ωριμάζει παράλληλα με τη σκέψη για αποδημία (ή ακόμα και απέλαση) των Μουσουλμάνων Κρητών.

 Κρήτες Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι

Σε όλη την κρίσιμη για το Κρητικό Ζήτημα περίοδο, από την επιβολή του Χάρτη της Χαλέπας (1868-1889), οι Κρητικοί βρέθηκαν διαιρεμένοι σε δυο πολιτικά κόμματα, τους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους, με αρχηγούς αντίστοιχα τους Ι. Κούνδουρο και Ελ. Βενιζέλο[20]. «Ευρωπαϊστές» θεωρήθηκαν εκείνοι οι Κρήτες που ονειρεύονταν μια οικονομική ανάπτυξη βασισμένη σε δανεισμό ευρωπαϊκών κεφαλαίων, τα οποία ήδη εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους. Στις τάξεις των Ευρωπαϊστών βέβαια ανήκαν και πολλοί Μουσουλμάνοι. Ακριβώς σε αυτή την κοινή προσδοκία στηρίχθηκε αρχικά το κόμμα των Φιλελευθέρων το οποίο, όπως άλλωστε και η αγγλική πολιτική προωθούσε, υποστήριζε αυτονομιστικές λύσεις για την Κρήτη. Οι αυτονομιστές αποδέχονταν να παραμείνουν οι Μουσουλμάνοι στην Κρήτη και να ζήσουν οι δύο κοινότητες μαζί, ειρηνικά.

Είναι αλήθεια ότι ο Ελ. Βενιζέλος έκανε πολλούς Μουσουλμάνους να πιστέψουν πως θα συνευδαιμονήσουν με τους Χριστιανούς, ως τέκνα μιας και της αυτής γης, εφόσον όλοι υπαχθούν σε νόμους δίκαιους. Προς στιγμήν, λοιπόν οι Τουρκοκρήτες εύχονταν, η βαθειά αντιπαράθεση που διαιρούσε μέχρι τότε τις δύο κοινότητες, να ατονήσει[21]. Επιθυμούσαν πάση θυσία να διατηρήσουν τις περιουσίες τους. Και μια μεγάλη μερίδα Μουσουλμάνων της Κρήτης (οι πιο ευκατάστατοι) έψαχνε αγωνιωδώς να βρει τον πολιτικό εκφραστή της πότε στους Βενιζελικούς και πότε στους Συντηρητικούς, χωρίς να το πετυχαίνει. Γιατί η αγγλική πολιτική για τη συγκεκριμένη περιοχή ενεργούσε διαιρετικά, άλλοτε με το να υποθάλπει τους στόχους της Υψηλής Πύλης και των Αυτονομιστών, κι άλλοτε με το να προωθεί θέσεις των Ενωτικών, εφαρμόζοντας την αρχή «διαίρει και βασίλευε»[22]

Πράγματι, οι ελπίδες των Τουρκοκρητών αναβίωσαν αφότου ο Βενιζέλος άρχισε να υποστηρίζει την ιδέα για αυτονομία της Κρήτης κι υποσχόταν ότι ενεργεί προς όφελός τους, διαλλακτικά. Σύντομα αποδείχτηκε ότι πρόκειται μόνο για προσεταιριστική πολιτική, που όμως στάθηκε αιτία να προκύψουν πρόσθετα προβλήματα, στην προκειμένη περίπτωση από την πλευρά των Χριστιανών Κρητών οι οποίοι αισθάνθηκαν ότι αδικούνται και κατηγόρησαν το Βενιζέλο για «φιλομουσουλμανισμό». Ο υποστηρικτής της ρεάλ πολιτίκ τελικά θ’ αλλάξει θέση.

Την εμπιστοσύνη τους προς τον Βενιζέλο απέσυραν οριστικά κι οι Μουσουλμάνοι Κρήτες όταν, κατά την προεδρία του στη Συνέλευση των Αρχανών, τον κατηγόρησαν ανοικτά ότι είναι πράκτωρ της «Εθνικής Εταιρείας» (Οκτώβριος 1897), η οποία ως γνωστόν φρόντιζε κρυφά για… τον εξοπλισμό των Χριστιανοκρητών[23]. Άλλωστε, μέχρι τα τέλη του 1898, ο Βενιζέλος απαιτούσε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εφαρμόσουν ανένδοτο αποκλεισμό των συγκεντρωμένων Μουσουλμάνων που είχαν καταφύγει στις πόλεις και τις παραλίες του νησιού, με αποτέλεσμα να τους κρατά μακριά από τις περιουσίες τους που περιλάμβαναν τις πλέον πλουτοπαραγωγικές πεδιάδες του εσωτερικού.

Το 1897, η διαιρετική τακτική της Πύλης έφερε τις Προστάτιδες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις (ΠΕΔ) στο ταραγμένο νησί για να επιβάλουν την ειρήνη και τα γεγονότα που ακολούθησαν οδήγησαν την Κρήτη σε ένα είδος «καντονοποίησης». Στους Άγγλους, που κατέλαβαν τότε το κεντρικό τμήμα της Κρήτης, δόθηκε η ευκαιρία να υποθάλψουν στο Ηράκλειο τον «Βασιβουζουκισμό» των Μουσουλμάνων (ατάκτων ανταρτών που κρύβονταν στα μετόπισθεν). Όπως απεδείχθη, οι Βασιβουζούκοι ενεργούσαν κατ’ εντολήν της Πύλης κι οπλίζονταν μέσα από τα τουρκικά στρατόπεδα, προκειμένου να διατηρείται μια μόνιμα ταραγμένη εικόνα του νησιού. Στην πραγματικότητα, η «Διεθνοποίηση» του Κρητικού Ζητήματος αποτελεί έναν έξυπνο ελιγμό της Πύλης μόλις έγινε φανερό ότι δεν υπήρχαν ελπίδες να κρατήσει για πολύ ακόμα στην κατοχή της το νησί. Όλες οι παραπέρα ενέργειές της είναι αυτές μιας σοφής απαγκίστρωσης.

Πράγματι, ήδη μετά την παραχώρηση του Χάρτη της Χαλέπας (1868), η Πύλη προσπάθησε να προωθήσει τα συμφέροντά της μέσα από πολιτικούς μηχανισμούς. Στα 1897, ενώ ο νεόκοπος κοινοβουλευτισμός άνοιγε για τη χριστιανική κοινότητα τους ασκούς μιας λυσσαλέας κομματικής αντιπαράθεσης (δεν έλειψαν και οι μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων αλληλοκατηγορίες ότι… υποκινούνται από τη μια ή την άλλη ξένη αρχή), η Πύλη μεταμόρφωσε σε βουλευτές τους… παλιούς Μπέηδες και Αγάδες του νησιού, τους οποίους μάλιστα κανονικά μισθοδοτούσε.

Πάντως, ελάχιστη επιτυχία θα είχαν οι προσπάθειες της Πύλης αν δεν εξυπηρετούσαν την παρελκυστική πολιτική της Αγγλίας, η οποία (για να απομακρύνει από την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή τις λοιπές Δυνάμεις) συνέβαλε δραστήρια στη διαιρετική τακτική που εφήρμοζε η Τουρκία[24]. Έτσι, η Πύλη δολίως, με τη βοήθεια των μουσουλμανικών Κομιτάτων και διαφόρων δημεγερτών, εντόπιων καθώς και ξένων προς το νησί, πλην με γνωστή δράση από τις σφαγές των Αρμενίων, κατάφερε τελικά να εκφοβίσει και να φανατίσει τους Μουσουλμάνους της Κρήτης. Πείσθηκαν ομαδικά να συρρεύσουν στις μεγάλες πόλεις του νησιού για να προστατευθούν από τους Χριστιανούς. 60.000 Μουσουλμάνοι εγκλωβίστηκαν με τον τρόπο αυτό μέσα στο Ηράκλειο (αγγλικός τομέας κατοχής) αλλά και στις υπόλοιπες πόλεις[25]. Κατέλαβαν τα κενά σπίτια των Χριστιανών, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει νωρίτερα, είτε περιφέρονταν εξαθλιωμένοι, εξαρτημένοι από τα συσσίτια τροφίμων που τους παρείχε η τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα, οι απλήρωτοι και δυσαρεστημένοι Τούρκοι χωροφύλακες τους παρέσυραν συχνά σε δολοφονίες και εμπρησμούς.

Στο μεταξύ, τα έκτροπα αυτά έδωσαν αφορμή στους Χριστιανούς να καταπατήσουν μουσουλμανικές περιουσίες της υπαίθρου και είναι αλήθεια ότι σημειώθηκαν οι πιο άγριες σφαγές, με θύματα κυρίως Μουσουλμάνους γεωργούς[26]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι χωρίς αιτία σφαγές στη Σητεία, περιοχή που φημιζόταν για τον φιλήσυχο χαρακτήρα των Τουρκοκρητών κατοίκων της. Στην κεντρική Κρήτη καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα 80 μουσουλμανικά χωριά ενώ και τα ελαιόδενδρά τους πριονίστηκαν για αντίποινα[27]. Τις σφαγές εκτέλεσαν ορεσίβιοι, κινούμενοι κατ’ εντολήν Χριστιανών εμπόρων που είχαν στόχο να εξουδετερώσουν τους Μουσουλμάνους ελαιοπαραγωγούς τους νησιού. Οι μελετητές χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή ως «εποχή της ασάφειας», δεδομένου ότι και οι Χριστιανοκρήτες, κινούμενοι ελεύθερα στην ύπαιθρο, καταστρέφουν ή αλλοιώνουν κάθε είδους αποδεικτικό ή τίτλο κυριότητας που επιθυμούν.

Τα αμοιβαία έκτροπα πρόσφεραν πάντως επιχειρήματα στην Πύλη υπέρ της ανάγκης να διατηρήσει ένα τμήμα του στρατού της στην Κρήτη για προστασία των Μουσουλμάνων. Έτσι, ενώ στη συνέχεια οι Χριστιανοί παραμέρισαν τα μαχαίρια για να περιοριστούν τελικά στις πολιτικές διαβουλεύσεις με τις ΠΕΔ, οι άτακτοι Τουρκοκρήτες (Βασιβουζούκοι) εξακολούθησαν να δρουν, με την κάλυψη και υποστήριξη των Άγγλων.

Είναι άγνωστο ποια εξέλιξη θα είχαν ευνοήσει ως το τέλος οι Άγγλοι αν δεν συνέβαινε το «μοιραίο λάθος». Οι Τουρκοκρήτες αρχηγοί Κοτσιφόν, Κικιρίδας και Ντελή Αχμετάκης, προσπαθώντας να εμποδίσουν την υποχρεωτική πλέον συνδιαχείρηση του πλουτοφόρου Τελωνείου του Ηρακλείου και από Χριστιανούς υπαλλήλους, τους κατέσφαξαν, καθώς και τους Άγγλους στρατιώτες που επενέβησαν και μαζί τους και τον Άγγλο Υποπρόξενο[28]. Το περιστατικό εξόργισε τον Ναύαρχο του Αγγλικού Στόλου που στάθμευε στο Ηράκλειο και μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 1898 δεν απέμεινε ούτε ένας Τούρκος στρατιώτης επάνω στο νησί. Η απομάκρυνση του τουρκικού στρατού σηματοδότησε και την αποδημία του μισού σχεδόν μουσουλμανικού πληθυσμού (44.000 άτομα περίπου), κυρίως όσων είχαν εκτεθεί από τη συμμετοχή τους στα έκτροπα, λίγο πριν φθάσει στην Κρήτη ο Πρίγκηπας της Ελλάδας Γεώργιος, ως Αρμοστής[29], στις 9 Δεκεμβρίου του 1898.

H τύχη των Τουρκοκρητών, που διαχέονται ως πρόσφυγες πλέον στα παράλια της Μικράς Ασίας, δεν παρακολουθείται συστηματικά από τις πηγές. Ενόσω όμως η φυσική παρουσία των Τουρκοκρητών αποσυνδέεται από την καθημερινότητα στο νησί και στο μέτρο που η διαμονή τους στην Μικρά Ασία παρατείνεται, οι Τουρκοκρήτες δραστηριοποιούνται στις πολιτικές υποθέσεις της οθωμανικής Τουρκίας, ενώ με τη δράση τους στα μικρασιατικά παράλια αρχίζουν προοδευτικά να επηρεάζουν τη ζωή και τις τύχες των Χριστιανών. Ενώ όμως η δική τους δράση παραμένει αφανής, στο ίδιο διάστημα παρακολουθεί κανείς εύκολα την δράση των Χριστιανοκρητών, οι οποίοι στο εξής αναμιγνύονται όχι μόνο στο ιστορικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, αλλά και στις πολιτειακές διεργασίες και εξελίξεις.

*ιστορικός – συγγραφέας

[1] Βλ. Λαμέρας Κωνσταντίνος, Πόσοι και ποιοι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την Ανταλλαγήν, Διαλέξεις του Προέδρου του συλλόγου ΑΝΑΤΟΛΗ, Αθήνα 1929. Ομοίως δεν αναφέρει πουθενά Τουρκοκρήτες ο Α. Σουλιώτης (Οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας, Αθήναι 1921), γεγονός που οδηγεί στη σκέψη ότι, μέχρι τη συνθήκη της Λωζάννης, η πιθανότητα για επιστροφή τους δεν είχε εκλείψει οριστικά.

[2] Tournefort Joseph Pitton de, Relations d’ un voyage du Levant fait par ordre du Roy, contenant l’ Histoire ancienne et moderne de plusieurs isles de l’ Archipel… Paris 1717, 2 τόμ. Όμοιες παρατηρήσεις βρίσκουμε και σε άλλους περιηγητές: Ποκόκ, Σεβαλιέ, Olivier (Guillaume Antoin Olivier, Voyage dans l’ Empire Othoman, l’ Egypte, la Perse, fait par ordre du gouvernement, pendant les six premières années de la Republique… Paris 1801), στους οποίους στηρίζονται μετέπειτα συγγραφείς. Στον Τουρνεφόρ χαρακτηριστικά αναφέρεται ο Ιωσήφ Χατζηδάκης, Περιήγησις εις Κρήτην, Ερμούπολις Σύρου, 1881 (ανατύπωσις Καραβία), σ. 76-78. Σημαντικές και οι παρατηρήσεις του Πάσλεϋ (Pashley, Robert, Ταξίδια στην Κρήτη, τ. Α΄- Β΄(1833-37), Σύνδεσμος ΤΕΔΚ Κρήτης, Ηράκλειο 1994, τόμ. Α΄, Β΄, σ. Α΄/160 κ.ά. Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι όλος ο πληθυσμός της υπαίθρου κατάγεται από Κρήτες Χριστιανούς του Μεσαίωνα (σ. Α΄/ 29), αλλά τα εγκόσμια πλεονεκτήματα που απέφερε συνήθως ο εξισλαμισμός παρότρυναν τους κατοίκους ολόκληρων περιοχών, ιδίως από τα τέλη του 17ου αιώνα, να εγκαταλείψουν την πίστη των προγόνων τους. Έτσι οι περισσότεροι Τούρκοι της Κρήτης είναι παιδιά εξωμοτών καθώς στην Κρήτη όπως και στην Αλβανία ο πληθυσμός έδειξε… ετοιμότητα να εγκαταλείψει το θρήσκευμά του (Pashley, σ. Α΄/97-98).

[3] Οι διαδικασίες εξισλαμισμού των Κρητών έχουν τις ιστορικές τους καταβολές ακόμα πιο νωρίς, ήδη από τον καιρό της Αραβοκρατίας, βλ. Καλαϊτζάκης, Βασίλ. Ι: Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. Ρώντα, Αθήνα 1984, σ. 169. Για τον εξισλαμισμό κατά την Αραβοκρατία υπεύθυνη θεωρείται και η εικονομαχία. Οι Βυζαντινοί κατέβαλαν προσπάθεια για τον εκχριστιανισμό τους μετά το 961 (ανάκτηση Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά), Παναγιωτάκη Ν.Μ: Ζητήματά τινα της κατακτήσεως της Κρήτης υπό των Αράβων, ΚΡΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τόμ. ΙΕ΄ και ΙΣΤ΄, τχ. ΙΙ, Ηράκλειο Κρήτης 1962.

[4] Pashley ό.π. σημ. 2. Συνήθως η ελληνική ιστορική βιβλιογραφία υποβαθμίζει τη σημασία των Τουρκοκρητών, τους λόγους εξισλαμισμού τους αλλά και τον αριθμό τους, παραθέτοντας επιλεκτικά αριθμούς από τελευταίες μετρήσεις τους, ενώ συχνά αφήνει στο απυρόβλητο της κριτικής προσωπικότητες Κρητών με καθοριστική δράση όπως ο Βενιζέλος. Βλ. χαρακτηριστικά Λιλή Μακράκη, Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910 Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη, ΜΙΕΤ Αθήνα 1992, σ. 64-65.

[5] Bérard, V: Κρητικές υποθέσεις, Οδοιπορικό 1897, Μέρες Ναυάρχων και Επανάστασης, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1994, σ. 69-78, ιδίως 79, επίσης Ζαμπέλιου και Κριτοβουλίδη, Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτηςσυμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη, Αθήναι 1971, σ. 274-275. Επίσης Ζαμπέλιου, Σπυρίδωνος, Ιστορικά Σκηνογραφήματα, Πάθη της Κρήτης επί Ενετών, Γαλαξίας-Κεραμεικός, Αθήναι 1971, σ. 168 κ.ε. Πάντως, για την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους και τους αγώνες Τούρκων – Ενετών, θεμελιώδες παραμένει το έμμετρο έργο του Άνθιμου Διακρούση, επονομαζόμενου Μπουνιαλή, στο οποίο εξιστορείται η τελευταία σελίδα της Μεσαιωνικής Ευρώπης: Βλ. Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη (εφημέριου της εν Βενετία Ελληνικής Εκκλησίας), Ο Κρητικός Πόλεμος (1645 – 1669), Συλλογή των Ελληνικών ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση ή Μαρίνου Ζάνε (Μπουνιαλή) συλλεγέντων και εκδιδομένων, Τεργέστη 1908.

[6] Η Nobilita de Levante που πρόκυψε κατά τη διάρκεια της, ήσαν Κρήτες ευγενείς, ορθόδοξοι, αλλά κοινωνικά δεύτεροι τη τάξει. Στα 1300 η Συνθήκη μεταξύ Καλλέργη και Δημοκρατίας Βενετίας εισήγαγε ένα νέο θεσμό στο κληρονομικό δίκαιο, την ελευθερογαμία, από την οποία πρόκυψε τελικά μια αποικιακή νομοθεσία κυκεών, βλ. Ζαμπέλιου και Κριτοβουλίδου Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη, Αθήναι 1971. Εξού και το σχετικό ρητό «Κάλλιο Τούρκου μαχαιριά παρά Βενετσάνου κρίσι».

[7]Η περίεργη κοινωνική θέση του Τουρκοκρήτα, (όπως και του Τουρκοκύπριου), Pashley (γάμοι μικτοί σ. Α΄/160, ακάλυπτες Οθωμανές σ. Α΄/ 228, οινοποσία σ. Α΄/244, κ.ά…

[8] Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μεταφράσεις του τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου, επίπονο έργο του προσφυγικής καταγωγής Νικολάου Σταυρινίδη, που κατά τη γνώμη μας δεν έχει ακόμα αξιοποιηθεί από τη βιβλιογραφία επαρκώς: Ν. Σ. Σταυρινίδου, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την Ιστορίαν της Κρήτης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 1975- 85, τόμ. Α΄,Β΄,Γ΄,Δ΄ και Ε΄.

[9] Ενδεικτικό παράδειγμα η «Διαταγή του Αρχιστρατήγου διακανονίζουσα τας φορολογικάς υποχρεώσεις των εξισλαμισθέντων», Σταυρινίδου Ν.Σ: Μεταφράσεις…, ό.π., τόμ Α΄, αρ. μεταφρ. 35. Χαρακτηριστικό και το παράδειγμα των Κουρμούληδων που μέσω της «κρυφίας» επέκτειναν την ακίνητη περιουσία τους σε όλο το Τυμπάκι, έτσι ώστε όλα τα γύρω χωριά έμειναν αναγκαστικά… χριστιανικά, λόγω ελλείψεως συμφέροντος: Pashley σ. Α΄/98-103 και Bérard σ. 80-84.

[10] Χατζή Οσμάν πασάς, ο επονομαζόμενος «Πνιγάρης»! Bérard 85 και 12, Κριαρής 140-150. Φήμες ότι κάτω από το καφτάνι του κρυβόταν ο Α΄ Γραμμ. των Πατριαρχείων, Πρωτοσύγκελος Βασίλειος, τον οποίο απέστειλε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, βλ. σε Ζαμπέλιο – Κριτοβουλίδη σ. 284-285. Το έργο του Χατζή Οσμάν πασά, που παρά τη δράση του δεν κατάφερε να κάνει εκκαθαρίσεις στην περιοχή Ηρακλείου, συνέχισε ο Κιουταχή πασάς και άλλοι. Παρά τα δρακόντεια μέτρα στάθηκε αδύνατο να υποταχτούν οι Κρήτες Γενίτσαροι. Ζαμπέλιος-Κριτοβουλίδης σ. 285 επ.

[11] Κριαρής σ. Β΄/153, και σ. Β΄/171.

[12] Αρματολοί και Χαΐνηδες (ντόπιοι εκχριστιανισμένοι Οθωμανοί) και ονόματα Γενιτσάρων Τουρκοκρητών, ΤουρκορωμιοίΜπουρασάνηδες Ρετζέπηδες κλπ, που απέδιδαν στους αιμοβόρους αλλαξόπιστους, βλ. Κριαρής, ό.π. σ. 104, 110 και 128. Στους Ζαμπέλιο-Κριτοβουλίδη 280, βλ. για «Ξεκουκούλωτους», «Χαΐνηδες» και «παλληκάρια» (δηλ. αρματολοί). «Αν ύστερα από όλα αυτά κάποιος άτυχος Μωαμεθανός έπεφτε στα χέρια των επαναστατημένων δεν πρέπει να απορούμε που οι ώρες του ήσαν μετρημένες…». Ο Pashley επίσης, σ. B΄/131. Και «μπουρμάδες» αποκαλούντο επίσης οι Γενίτσαροι (μπουρμάς, λ. Τουρκ. γυρισμένος, στριμμένος, αλλά και αυθάδης θρασύς), επειδή έστρεφαν υπέρμετρα το… μουστάκι και το σαρίκι τους, δείχνοντας έτσι την περιφρόνησή τους και το φανατισμό απέναντι στους χριστιανούς, ο Κριαρής, (ό.π., σ. 154 υποσημ. 13), αλλά και για τον Αρχιγενίτσαρο Κουρμούλη, ο ίδιος (σ. Β΄/152 και Β΄/173). Παραπλήσιο και το προσωνύμιο «μουρτάτης» (το χρησιμοποιούσαν οι Μωαμεθανοί για τους αλλαξόπιστους). Από το 1770 (επανάσταση Δασκαλογιάννη) ως το 1821, υπήρξε η τρομερότερη περίοδος Τουρκοκρατίας, με απόλυτη κυριαρχία των Τουρκογενιτσάρων, η εξουσία της Πύλης αποτελούσε στην Κρήτη απλή σκιά (ο Ξανθουδίδης, ό.π , σ. 124).

[13] Βλ. Αρχιμανδρίτης Ανδρέας, Νανάκης Εκκλησία Κρήτης, 19ος-20ός αι., εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1997. Για τις πολύπλοκες σχέσεις Πατριαρχείου και Εκκλησίας Κρήτης ο ΝΤωμαδάκης, Ιστορία της Εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας (1645-1898), Τ.Α΄, Αθήνα 1974, σ. 429-462. Μ. Πεπονάκης, Εξισλαμισμοί και επεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), δακτυλογρ. Διδακτ. Διατριβή, Θεσ/νίκη 1994. Αναφορικά με τη διάσταση Εκκλησίας Κρήτης και Πατριαρχείου στα 1768, στην επανάσταση Δασκαλογιάννη, ασχολούνται και οι Ζαμπέλιος – Κριτοβουλίδης, ενώ για τον θρησκευτικό κυκεώνα που προκλήθηκε ήδη από την Ενετοκρατία, ο Σπ. Ζαμπέλιος λέει χαρακτηριστικά: «…Οι εκ διαλειμμάτων αποικήσαντες εις Κρήτην ιππόται Ιταλοί, οι ομώσαντες προς μεν την Δημοκρατίαν πίστιν και υποταγήν, κατά δε των ιθαγενών δυσπιστίαν άγρυπνον, ούτοι, του πατρίου Λατινικού δόγματος αποσκιρτίσαντες, και το σύμβολον ασπασάμενοι της Ελληνικής Εκκλησίας, μετεβλήθησαν εις… Κρήτας», βλ. Σπ. Ζαμπ. Ιστορικά Σκηνογραφήματα, ό.π., σ. 97. Μετά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1768, άρχισε η ρωσσοτουρκική επιρροή, βλ. Κριαρής, ό.π., σ. Β΄/ 91-93.

[14] Ο Bérard αναφέρεται στο… «επάγγελμα του επαναστάτη», ενώ για τη Ρωσία διαπιστώνει ότι οι περισσότερες εξεγέρσεις στην Κρήτη ήσαν έργο δικής της υποκίνησης. «Οι Ρώσοι συνήθισαν αυτό το λαό να κάνει την εξέγερση ένα αποδοτικό επάγγελμα που ταυτόχρονα ήταν και τιμητικό», Bérard, ό.π., σ. 85.

[15] Η κατοχή των Αιγυπτίων οδήγησε στο κίνημα των Μουρνιών (Σεπτ. 1833), όταν 7.000 άοπλοι Χριστιανοί και Μωαμεθανοί ζητούν βελτίωση από την εξαθλίωση στην οποία τους οδήγησαν τα οικονομικά μέτρα των Αιγυπτίων. Μόνον οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να περιορίσουν τους Τουρκοκρήτες και μόνο κατά την Αιγυπτιοκρατία, κάτω από τους όρους κοινής εξαθλίωσης, οι δυο κοινότητες δείχνουν προσωρινά συμφιλιωμένες. Ζαμπέλιος – Κριτοβουλίδης, ό.π., σ. 824, 825. Στα 1838 οι Αιγύπτιοι (Ιμπραήμ πασάς) υποχρέωσαν 2.000 Τουρκοκρήτες να συστρατεύσουν στη Συρία κατά του Σουλτάνου Μαχμούτ και το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν κακήν κακώς. Όμως Τουρκοκρήτες και Χριστιανοκρήτες πλέον, «προσοικειωμένοι πολυειδώς αναμεταξύ τους, εσκέπτοντο ότι εάν υπαχθούν ομού σε νόμους δίκαιους και ευεργετικούς και φιλάνθρωπους θα παύσουν τα μεταξύ των πάθη και θα συνευδαιμονήσουν ως τέκνα της αυτής γης… υπό …το νεοσυσταθέν Βασίλειον!».

[16]Απογραφή του 1832-33: 60.000 χριστιανοί όταν ο συνολικός πληθυσμός της Κρήτης ήταν μόνο 129.000 ψυχές. Λίγο νωρίτερα, με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, η Κρήτη αριθμούσε 260-280.000 ψυχές. Μετά την κατάπαυση του αγώνα ο πληθυσμός αυξήθηκε. Στην απογραφή του 1858: 215.863 Χριστιανοί, 62.138 Τούρκοι και 907 Εβραίοι, σύνολο 279.908 ψυχές, δηλαδή αύξηση παρά τις μεσολαβήσασες επαναστάσεις των ετών 1833, 1841 και 1858. Κατά την απογραφή του 1881: 205.010 Χριστιανοί, 73.234 Οθωμανοί. Ενδιαφέρων και ο πίνακας της σ. 46-47 στον Καλομενόπουλο με την κατανομή επαγγελμάτων ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Βλ. Νικόστρατου Θ. Καλομενοπούλου (ανθυπ/γού του Πεζικού): ΚΡΗΤΙΚΑ, ήτοι Τοπογραφία και Οδοιπορικά της νήσου Κρήτης, επιτόπιος μελέτη, Αθήναι 1894. Και οι δυο κοινότητες μιλούν ανεξαιρέτως ελληνικά. Ακόμα και οι Ιμάμηδες και οι Ιεροδιδάσκαλοι μεταχειρίζονται την ελληνική στο έργο τους, Καλομενόπουλος ό.π., σ. 48. Αλλά κι ο Ξανθουδίδης υποστηρίζει ότι μετά το 1821 ανακόπησαν οι εξισλαμισμοί (Ξανθουδίδης, ό.π., σ. 117-119).

[17] Μετά την κήρυξη της επανάστασης του 1821 οι Κουρμούληδες δεν δέχτηκαν να απαρνηθούν και πάλι την πίστη τους. Αλλά ας σημειωθεί και η διχοστασία σχετικά με το αν εντέλει η Φιλική Εταιρεία απέκτησε ποτέ επί του εδάφους της Κρήτης «Εταίρους», ή αυτοί συγκαταλέγονταν μόνο μεταξύ των εκτός Κρήτης διαβιούντων Κρητών.

[18] Όπως είναι γνωστό, μετά τη μεγάλη εξέγερση του 1866-69, ο σουλτάνος παραχώρησε στην Κρήτη τον Οργανικό Νόμο ο οποίος πρόσφερε ανακουφιστικά μέτρα, αλλά το 1878, μετά από πιέσεις των Χριστιανών, τροποποιήθηκε με τον Χάρτη της Χαλέπας. Από τότε η Κρήτη μεταμορφώθηκε σε μια από τις πιο προνομιούχες περιοχές της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επικρατούσε σχετική ηρεμία στο νησί (Μακράκη σ. 209-211), πλην όμως η κατάσταση υποσκάπτετο συστηματικά, τόσο από τους Τούρκους, όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και από τους ίδιους τους Κρήτες που είχαν διαιρεθεί σε δύο κόμματα (Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι), τέλος κι από την Ελλάδα που αρχίζει να αναμιγνύεται στην εσωτερική πολιτική της Κρήτης (Μακράκη σ. 212-215). Το πιο σημαντικό για την ίδια περίοδο είναι το γεγονός, που επισημαίνει και άρθρο των Τάιμς, σχετικά με το νέο κύμα ελευθέρων επαγγελματιών και εκπαιδευτικών που ξεπήδησε από τον Χάρτη της Χαλέπας, από απόφοιτους του Πανεπιστημίου Αθηνών (δικηγόροι, ιατροί, κ.λπ.), «… οι χείριστοι ταραχοποιοί, οι ηγέται των κομμάτων, οι ζωηρότεροι θεσιθήραι, οι μάλλον καταπατούντες περιφρονητικώς τους ψηφισθέντας νόμους… οι εν Ελλάδι σπουδάσαντες νέοι επανακάμπτοντες ενταύθα…», σε άρθρο του ανταποκριτή W. Stillman (Times, 4 Ιουλίου 1889, από τη Μακράκη σ. 226). Ο ύποπτος δημοσιογραφικός ρόλος του Στίλλμαν σχολιάστηκε ευρύτατα σε μια εποχή που ήδη συζητείτο και η ίδρυση αγγλικού προτεκτοράτου στην Κρήτη (βλ. Μακράκη σ. 254).

[19] Ο Βενιζέλος απέδιδε τεράστια σημασία στην ίδρυση μιας αγροτικής Τράπεζας στην Κρήτη για τη δανειοδότηση και την τεχνική καθοδήγηση της κρητικής οικονομίας. (Όπως ο Βενιζέλος γράφει στα Λευκά Όρη, επίσημο έντυπο των Φιλελευθέρων Κρήτης, 27 Μαρτ. 1889, βλ. Μακράκη σ. 240). Πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι, η μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών των Φιλελευθέρων, όπως και οι βουλευτές της παράταξης αυτής, Βενιζέλος, Πωλογεωργάκης, Μιχελιδάκης, Φούμης, εργάζοντο ως δικηγόροι και συμβολαιογράφοι στην Κρήτη, γεγονός που τους καθιστά περισσότερο ενήμερους και επιδέξιους σε χειρισμούς νομικών θεμάτων που σχετίζονται με το καυτό και προβληματικό πλέον ιδιοκτησιακό ζήτημα της Κρήτης που αφορά στην νομική τακτοποίηση των αγροτικών περιουσιών. Το πρόβλημα με τις ιδιοκτησίες προκύπτει επειδή μέρος ανήκει σε βακούφια αλλά και σε παρεπιδημούντες ή σε προσωρινά μεταναστεύσαντες, σε κληρονόμους τους διαφορετικού θρησκεύματος (άρα και ανταλλάξιμους ή μη…), είτε σε παρανόμως παρεμποδιζόμενη χρήση, και εν πάσει περιπτώσει αφορά κτήματα με ασαφή ή ανεπιβεβαίωτη κυριότητα ή πλαστούς τίτλους. Το 1878 ιδρύθηκαν, από τον Χάρτη της Χαλέπας, Υποθηκοφυλακεία στην Κρήτη, ενώ η Κρητική Πολιτεία (1898-1913) φρόντισε και για την ίδρυση «Μεταφραστικής Υπηρεσίας», η οποία παρέλαβε και τους 225 Κώδικες του Ιεροδικείου Ηρακλείου, και με πολύτιμα στοιχεία 2,5 αιώνων για να παρέχει πιστοποιητικά αναλόγως των εγγραφών. Οι Κώδικες αυτοί αποτέλεσαν τον πυρήνα του τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου. Στα 1924, δεν επετράπη στους Τούρκους Ανταλλαξίμους να παραλάβουν κατά την αναχώρησή τους τα Αρχεία που ευρίσκοντο στο νησί, κι έτσι, στη Μεταφραστική Υπηρεσία, προστέθηκαν το αρχειακό υλικό του Εκβαφίου, οι μικτοί τόμοι των Μεταγραφών, με δικαιοπραξίες από τις επαρχίες Κρήτης, καθώς και το πλουσιότατο αρχείο των τριών Μουσουλμάνων Συμβολαιογράφων Ηρακλείου στους οποίους κατέφευγαν οι Τουρκοκρήτες για να συντάξουν τις δικαιοπραξίες τους. Έκτοτε και μέχρι το 1933 (οπότε κατηργήθη το Μεταφραστικό Γραφείο Ηρακλείου), το Ελληνικό Δημόσιο κατέφευγε στους Κώδικες αυτούς και στο υλικό των εγγραφών τους, προκειμένου να αποδείξει την Ανταλλαξιμότητα επίμαχων και διεκδικουμένων (συχνά και από κομματικούς παράγοντες) εκτάσεων. Το 1937 συνεστήθη και πάλι μεταφραστική Υπηρεσία του τμήματος των ιστορικών χειρογράφων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής της Κρήτης, σημειώθηκαν σημαντικές απώλειες υλικού και φυσικά χάθηκαν σημαντικά στοιχεία αφορώντα ιδίως στα αφιερωτήρια των ευαγών ιδρυμάτων Κρήτης, από τον καιρό της άλωσης της Κάντιας. (Ας σημειωθεί ότι οι ιδιοκτησίες των μουλκίων στην Κρήτη ήσαν ολιγότερες από τα Βακουφικά, γεγονός που προσδιόριζε με σαφήνεια το μεγαλύτερο τμήμα της Ανταλλάξιμης Περιουσίας). Η μελέτη της εισαγωγής του Α΄ τόμου του Νικ. Σταυρινίδη μας οδηγεί σε συμπεράσματα για την πλημμελή αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Κρήτη… του ανθρώπου που εργάστηκε αθόρυβα προς όφελος της ιστορικής αλήθειας και συνέδεσε με τη διάσωση και τη μετάφραση του Αρχείου όλη του τη ζωή, μεστή πικριών, θλίψεων και απογοητεύσεων.., στην οποία προσετέθη …. και η πείσμων πολεμική ενίων εξ εκείνων, των οποίων τα οικονομικά συμφέροντα εθίγοντο εκ των εν τοις κώδιξι και λοιποίς εγγράφοις στοιχείων…(Σταυρινίδη, Νό.π., Α΄ τόμ., σ. ιθ΄ εισαγωγής).

[20] Την άνοιξη του 1889, σε ηλικία μόνο 24 ετών, ο Ελ. Βενιζέλος εκλέχθηκε βουλευτής του φιλελεύθερου κόμματος στην επαρχία Κυδωνίας Κρήτης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Χάρτη της Χαλέπας, οι δυο θρησκευτικές κοινότητες εξέλεγαν 49 Χριστιανούς και 34 Μουσουλμάνους Βουλευτές, εκ των Χριστιανών οι 8 αρχικά είναι η ομάδα των «Λευκορειτών» με τον Βενιζέλο.

[21] Σύμφωνα με τα λεγόμενα Βενιζέλου, οι διενέξεις εκτιμώντο ως απλές διαιρούσες προλήψεις. Υπήρχε βέβαια και το παράδειγμα της Θεσσαλίας όπου, όταν το 1881 προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, πολλοί Μουσουλμάνοι άλλαξαν θρήσκευμα και παρέμειναν. Πιθανόν να επικρατούσε η εντύπωση ότι και στην Κρήτη οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι θα αντιμετωπιστούν ανάλογα.

[22] Aσαφής και ασυνεπής η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, Βλ. Μακράκη, ό.π., σ. 221-223 και 253, ενώ διεξοδικότερα ο Papadopoulos, G., EnglandandtheNearEast 1896-1898, Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1969.

[23] Στις Αρχάνες οι Κρητικοί ψήφισαν υπέρ της Αυτονομίας και κατά της Ένωσης της Κρήτης, θέση που έβρισκε θετική υποστήριξη και από τους Τουρκοκρήτες στο μέτρο που επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις περιουσίες τους (Μακράκη όπ., σ. 329-332), Παρά την αποπομπή του τότε, ο Βενιζέλος βρέθηκε να υποστηρίζει με ζήλο τα δικαιώματα των Τουρκοκρητών (στάση που ελέγχεται ως τακτική ή καιροσκοπισμός), αφού όμως στο μεταξύ είχε προηγηθεί η ελληνική κατοχή της Κρήτης από τον Τιμολέοντα Βάσσο, ήταν ήδη γεγονός η ευρωπαϊκή επέμβαση, ενώ ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 είχε λήξει με ήττα της Ελλάδας (Μακράκη σ. 384-386).

[24] Papadopoulos, TheCretanSettlement, σ. 195-224.

[25] Η συρροή είχε αρχίσει από το 1896 (Ξανθουδίδης, σ. 160).

[26] Επανάσταση 1897, Ξανθουδίδης σ. 161.

[27] Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τις διάφορες επαναστάσεις οι αντίπαλοι έκαιγαν τις οικίες αλλήλων αλλά ποτέ τα καρποφόρα δέντρα. Η αρχή έγινε το 1868 όταν ο τουρκικός στρατός έκαυσε 4-5.000 καρποφόρα δέντρα στη χώρα των Σφακίων, βλ. Χατζηδάκη Ιωσήφ (ιατρού), Περιήγησις εις Κρήτην, Ερμούπολις Σύρου 1881, σ. 83.

[28] Μακράκη σ. 378.

[29] Ξανθουδίδης σ. 166-173, Papadopoulos σ. 209-224, Δετοράκης συνοπτικά περί Αρμοστείας Πρίγκηπος Γεωργίου (1898-1906), και το Θέρισο (1905), (σ. 438-449). Ας σημειωθεί ότι στα γεγονότα του Θέρισου αναδύεται (βιβλιογραφικά) και η φυσιογνωμία του Α. Στεργιάδη, τοπικού παράγοντα της Κρήτης και στενού συνεργάτη του Βενιζέλου, μετέπειτα Αρμοστή Σμύρνης. Βλ. παράλληλα και του Πρίγκηπος Γεωργίου της Ελλάδος, Αναμνήσεις εκ Κρήτης 1898-1906, Αθήναι 1959. Σημειωτέον ότι στη διάρκεια της Αρμοστείας του Γεωργίου ιδρύθηκε επίλεκτο σώμα Χωροφυλακής Κρητών κι εν τέλει επετεύχθη η συμφιλίωση Χριστιανών και Μουσουλμάνων Κρητών (σ. 152), ιδρύθηκε Κρητική Τράπεζα, ελήφθησαν μέτρα για τη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση. Σύμφωνα με όσα ο αναφέρει ο Μ. Κούνδουρος σχετικά με την Αρμοστεία Γεωργίου «υπήρξαν έτη ευδαίμονα διά την Κρήτην από έποψιν δημοσίας τάξεως, διοργανώσεως και εργασίας εκπολιτιστικής» (μεταφέρουμε από τονΔετοράκη, σ. 440).

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.