Του Δημήτρη Μπελαντή
Ο Διαφωτισμός ενίσχυσε ως ιδεολογία της Δύσης , και με δάνειο τρόπο και όλης της οικουμένης, αυτήν την γενική ιστορική αισιοδοξία, η οποία υπήρξε σε τέτοιο και τόσον βαθμό, πρωτοφανής για την ανθρώπινη Ιστορία, τουλάχιστον των δυτικών- ευρωπαϊκών χωρών. Ενισχύθηκε παντού η πίστη ότι ο άνθρωπος μπορούσε τώρα να κατακτήσει και να «ακουμπήσει» την απόλυτη και αναντίστρεπτη Πρόοδο. Στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του, όπως κυρίως ο μαρξισμός, ο Διαφωτισμός του 19ου και του 20ου αιώνα θεώρησε το ουτοπικό σχέδιο είτε
α) ως αποτέλεσμα μιας εξελικτικής κοινωνικής μηχανικής, βασισμένης σε ένα σχήμα αναπόδραστης εξελικτικής και «μηχανιστικής» προοδευτικής διαδοχής των κοινωνικών συστημάτων είτε
β) ως αναγκαιότητα και εξυπηρέτηση του Σχεδίου της Ιστορίας με σαφή και προδιαγεγραμμένη κατάληξη (τροποποιημένο δάνειο του Μαρξ από τον ιστορικισμό του Εγελου και την Κίνηση του Πνεύματος στο έργο του τελευταίου) είτε
γ)πάντως, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στις λιγότερο εξελικτικιστικές εκδοχές του μαρξισμού, ως το κυρίαρχο και πιο πιθανό ιστορικό ενδεχόμενο.
Διαλεκτική της Διαφωτιστικής Προόδου : βελτίωση αλλά και πηγή δυστυχίας
Η παραπάνω αισιόδοξη υπόθεση είχε σίγουρα και πολύ καλές όψεις διότι βάσει αυτού του Μύθου (ο Μύθος δεν είναι το Ψεύδος αλλά η κινητοποιούσα ιδεολογία για τις κοινωνικές δυνάμεις και ενεργός ”κοινωνική φαντασία”) οι άνθρωποι επί δύο αιώνες από το 1789 ως το τέλος περίπου του 20ου αιώνα πάλεψαν συλλογικά και βελτίωσαν σημαντικά την ταξική, δημοκρατική και πολιτικά φιλελεύθερη συνθήκη. Προσπάθησαν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και έβαλαν όρια στην καπιταλιστική αγριότητα. Γίναν γιγάντια κοινωνικά δημοκρατικά και σοσιαλιστικά πειράματα που έχουν μεγάλη ιστορική και υλική αξία, παρά την τελική αποτυχία τους. Η πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις πλανητικά. Επίσης, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, της επιστήμης και της τεχνικής βελτίωσε σημαντικά την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Είχε, όμως, και ξεκάθαρα αρνητικές όψεις, δεδομένου ότι ο Εξτρεμιστικός Διαφωτισμός και η λογική της πλήρους κυριάρχησης του θεοποιημένου ανθρώπου πάνω στην Ιστορία και την φύση και του τέλειου ” νέου ανθρώπου” (και αναγκαστικά πάνω στους άλλους ανθρώπους ως συνέπεια) συνέβαλε σημαντικά στην αυταρχική ”σκυροδέτηση” ορισμένων κοινωνιών και σε πειράματα όπως ο ναζισμός (που πίστευε στον φυλετικό/βιολογικό αλλά και σκληρά εκμηχανισμένο «νέο άνθρωπο»), ο σοβιετικός σταλινικός «σοσιαλισμός» ή ορθότερα γραφειοκρατικός καπιταλισμός (που πίστεψε, στο όνομα του σοσιαλισμού, στον αταξικό, απόλυτα έλλογο και επίσης σκληρά εκμηχανισμένο “νέο άνθρωπο”), ο ιμπεριαλισμός, που επένδυσε στο ” βάρος της λευκής φυλής” να εκπολιτίσει τους «αγρίους» και που αύριο μπορεί να επενδύσει σε μια άλλη ολοκληρωτική θεώρηση και δυστοπία. Τα παραπάνω πειράματα δεν ήταν ταυτόσημα ούτε είχαν το ίδιο κοινωνικό/ταξικό πρόσημο και ιστορικότητα. Ισχύει, όμως, σε σημαντικό βαθμό, η εκτίμηση των θεωρητικών της Σχολής της Φραγκφούρτης και άλλων κριτικών διανοουμένων ότι αυτά τα πειράματα μοιράζονταν, πέρα από σοβαρές ανορθολογικές όψεις τους,
την πίστη στην απεριόριστη μαζική τεχνολογική παραγωγή και Πρόοδο και στην ανάδυση ενός Τέλειου Νέου Ανθρώπου στην βάση παραγωγικών, μεγαλοκρατικών και εξουσιαστικών/εκμεταλλευτικών φυσικών και κοινωνικών τεχνολογιών.
Επίσης, ισχύει η εκτίμηση ότι πλευρές της αυταρχικής εξέλιξης του σοβιετικού «σοσιαλισμού» και άλλων ανάλογων πειραμάτων «σοσιαλισμού εκ των άνω» συνδέονται σαφώς όχι μόνο με την ταξική πάλη σε αυτές της κοινωνίες αλλά και με ελλείμματα και λάθη των ίδιων των κλασσικών του μαρξισμού ως εκφραστών της εποχής τους: με την έννοια της αντιφατικής συνύπαρξης σε αυτούς σωστών στρατηγικών αντιλήψεων αλλά και «εξτρεμιστικά διαφωτιστικών» ή πάντως υπερβολικών προσδοκιών..
Ο ολοκληρωτισμός του σύγχρονου καπιταλισμού
Με το τέλος του 20ου αιώνα, οι παραδοσιακοί «εξτρεμιστικοί Διαφωτισμοί» φάνηκαν να έχουν ξεπεραστεί. Υποτίθεται ότι οι ”ολοκληρωτισμοι” είχαν πια ηττηθεί χάριν της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Είναι, όμως, έτσι;
Δεν είναι καθόλου έτσι, γιατί ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός και ο άκαμπτος και δομικά νεοφιλελεύθερος πλέον καπιταλισμός έχουν ισχυρά ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά και πιστεύουν, επίσης, στην ολοκληρωτική κινητοποίηση (“mobilization”) των ανθρώπων και των υλικών πόρων χάριν του κέρδους και της άνευ εμποδίων μονοπωλιακής αγοράς.
Χάριν αυτής, συχνά χρησιμοποιούν εναλλάξ τα σκιάχτρα του ακροδεξιού νεοφασισμού και του μεταφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού «των δικαιωμάτων». Επίσης, όλο και περισσότερο τα καπιταλιστικά συστήματα συνδέονται με την καθολική ηλεκτρονική επιτήρηση, την ευγονικού τύπου η πολεμικού τύπου γενετική μηχανική,και την ένταξη της αναπαραγωγής της επιστήμης και της τεχνολογίας σε ένα εξτρεμιστικό καπιταλιστικό σχέδιο, σε μια αντεπανάσταση μεγάλης κλίμακας. Αυτά σημαίνουν με μαθηματική ακρίβεια την καταστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τον ξέρουμε.
Η υποχώρηση των ιδεών του μαρξιστικού σοσιαλισμού στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η ήττα του στην δύο αιώνων κλασσική εποχή των επαναστάσεων (σχηματικά από το 1789 ως το 1989), η καπιταλιστικοποίηση όλου του πλανήτη και η άνοδος της πιο δυστοπικής, μετά τον ναζισμό, μορφής εξτρεμιστικού διαφωτισμού, που είναι ο διεθνοποιημένος ύστερος καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός, σηματοδοτούν το ζήτημα της ιστορικής εναλλακτικής προς τον σοσιαλισμό υπό οιανδήποτε έννοια, που είναι η εκβαρβαρισμενη υποχώρηση και αποσύνθεση του ανθρώπινου πολιτισμού. Είναι αυτό που η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο έργο της ”μπροσούρα του Γιουνιους” ( 1915) όρισε προφητικά, εν μέσω των σφαγών του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ως το αντίθετο λογικό ενδεχόμενο προς την δίκαιη σοσιαλιστική κοινωνία, την αποσύνθεση και καταστροφή του πολιτισμού μέσα από την απεριόριστη καπιταλιστική κυριαρχία, την πολιτιστική και κοινωνική παρακμή και τον πόλεμο («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»). Είναι αυτό που ο Τρότσκυ επιχείρησε οξυδερκώς να διαλευκάνει στο ύστερο βιβλίο του ”Υπεράσπιση του Μαρξισμού” ( 1940), γράφοντας ότι αν η προλεταριακή επανάσταση δεν νικούσε στον επικείμενο (δεύτερο) παγκόσμιο πόλεμο, πιθανόν το ζήτημα του σοσιαλισμού θα έπαυε να είναι ιστορικά επίκαιρο και θα παρέμενε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα για τους μαρξιστές της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των νέων «σκλάβων» (δηλαδή των μισθωτών εργατών που θα απεμπολούσαν τον ανατρεπτικό ιστορικό τους ρόλο). Τραγική, υπερβολική αλλά και έξυπνη σκέψη. Το γεγονός ότι αυτή η παράγραφος έχει τύχει της λήθης των επιγόνων του Τρότσκυ επί ογδόντα χρόνια αποδεικνύει και την ισχυρή ασυνέχεια της θέσης τους με την θέση του ύστερου Τρότσκυ. Όμως, αυτό δεν θα μας απασχολήσει σε αυτήν εδώ την τοποθέτηση. Υπάρχουν σοβαρότερα ζητήματα μπροστά μας από την παρακμή του τροτσκισμού η άλλων μαρξιστικών ρευμάτων.
Είναι, επίσης, η γενικά οξυδερκής τοποθέτηση, παρά άλλες λανθασμένες ή ακραίες θέσεις της, της ομάδας «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» γύρω από την μορφή του Κορνήλιου Καστοριάδη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1947-1960) , η οποία, όμως, τότε ήταν πρόωρη, ενώ σήμερα θα μπορούσε να είναι ορθή.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το δίλημμα αυτό τέθηκε με τόση έμφαση στον 20ο αιώνα και όχι στον «αισιόδοξο» 19ο αιώνα, στον αιώνα, δηλαδή, εφαρμογής και κρίσης των διαφωτιστικών πειραμάτων, και μάλιστα στις πιο ακραίες τους εκδοχές, στον αιώνα που ήταν ο «αιώνας των επαναστάσεων», αλλά και ο αιώνας των αντεπαναστάσεων, των δύο παγκοσμίων και των πολλών τοπικών πολέμων, της Χιροσίμα-Δρέσδης-Ναγκασάκι (όπως και της Βαρσοβίας και του Κόβεντρυ), των «λουτρών αίματος» του δυτικού ιμπεριαλισμού αλλά και των στρατοπεδικών πειραμάτων, ναζιστικού- φασιστικού ή σταλινικού τύπου.
Η ισχύουσα κατάσταση και πώς- ενδεχόμενα- θα μπορούσε να αλλάξει
Με όλα αυτά, δεν θέλω να υποστηρίξω ότι η βαρβαρότητα είναι το σίγουρο, νομοτελειακό και αμετάκλητο μέλλον των επόμενων γενεών. Αυτό θα αποτελούσε προφητεία εξίσου αβάσιμη με το «νομοτελειακό του σοσιαλισμού». Θέλω, όμως, με θάρρος γνώμης, να καταθέσω την σκέψη μου ότι το ενδεχόμενο της βαρβαρότητας είναι αρκετά πιθανότερο από ό,τι ήταν πριν από τρεις η τέσσερις δεκαετίες και οι δυνάμεις ενός ριζοσπαστικού κοινωνικά και μη τεχνοκρατικού ορθολογισμού, που θα πίστευε στην κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και στην ισορροπία ανθρώπου και φύσης (όπως δείχνει η πανδημία, η με οποιαδήποτε έννοια επιβάρυνση του κλίματος κλπ) είναι πιο αδύναμες και μέσα στα πλαίσια της μεταμοντέρνας ιδεολογικής σύγχυσης πιο αποπροσανατολισμένες, κατακερματισμένες, αντιφατικές και άβουλες. Το ρήγμα, το σπάραγμα και όχι η συνοχή και η ενότητα είναι πια (η ακόμη) η κυρίαρχη νοητική και κοινωνική μορφή. Με αυτήν την έννοια, και χωρίς αυτό να είναι ακόμη αμετάκλητο κι αναντίστρεπτο, η πορεία του πολιτισμού προς την βαρβαρότητα έχει ήδη ξεκινήσει. Ίσως μάλιστα να έχει προχωρήσει και αρκετά. Η ”προοδευτική” ψευτοαισιοδοξία είτε των κεντρώων φιλελευθέρων και των νεοφιλελεύθερων οπαδών του διεθνούς κεφαλαίου είτε των ακριτών και δογματικών συνεχιστών του μαρξισμού (για τους οποίους οι κλασσικοί δεν θα ήταν περήφανοι) δεν είναι ούτε νοητικά αντικειμενική ούτε πολιτικά στερεή. Πιο πολύ, η αισιοδοξία τους χρησιμεύει στην συμβολική άγρα ανυποψίαστων οπαδών και στην παραμυθία, παρά στο σταμάτημα της αρνητικής πορείας. Στην αναπαραγωγή ιδεολογιών, πρακτικών και κοινωνικών κύκλων, που είναι χρεωκοπημένοι και αδιέξοδοι, ακόμη και αν οι φορείς τους δεν είναι τελείως κυνικοί και τελούν σε σχετική σύγχυση.
Η δεύτερη σκέψη είναι η ευχή αλλά και η πολιτική ανάγκη πρακτικής συλλογικής δουλειάς κοινωνικά και πολιτικά ώστε να αποδυναμωθεί και προοπτικά να ανατραπεί η καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Η επί σαράντα χρόνια κρίση, πτώση και μη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού μέσου ποσοστού κέρδους, η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η διαρκής αναπαραγωγή βαθιών ανισοτήτων, πολέμων και οικολογικής καταστροφής, δείχνει όχι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί πια να διευρύνει τις παραγωγικές δυνάμεις (πράγμα πολύ αμφίβολο για το αν όντως ισχύει, πέραν του θεμελιακού ερωτήματος αν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις είμαστε ως «συλλογικό εμείς» θεμελιακά υπέρ της συνεχούς και απεριόριστης ανάπτυξης της τεχνολογίας και των παραγωγικών δυνάμεων) αλλά ότι υπάρχει μια εξάντληση της δυναμικής του καπιταλιστικού συστήματος ως προς το να εγγυηθεί, έστω και περιορισμένα, το γενικό συμφέρον του πολιτισμού, με μια πολύ γενική έννοια, μια εξάντληση της γνήσιας, γκραμσιανού τύπου, ηγεμονικής του ικανότητας και σε εθνικό κρατικό επίπεδο αλλά και σε διεθνές. Από την άλλη πλευρά, μπορεί το παλιό να παρακμάσει μακροχρόνια, χωρίς να γεννηθεί τίποτε, και για απρόβλεπτο χρόνο όχι, το ποιοτικά νέο. Ας θυμηθούμε την περίοδο υποχώρησης της Ρώμης στην Δυτική Ευρώπη και αυτό που επηκολούθησε. Ας θυμηθούμε την αδυναμία των ιταλικών πόλεων μετά τον 16ο αιώνα, να μεταβούν στον καπιταλισμό και την οπισθοχώρησή τους στην φεουδαρχία. Η ακόμη, χειρότερα, μπορεί να γεννηθεί κάτι το τερατώδες νέο, που δεν γνωρίζουμε ακόμη, που θα είναι ακόμη δεινότερο από αυτό που ιστορικά ορίζουμε ως καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (δέστε τις απόψεις του Εμμάνουελ Βαλλερστάιν για την πορεία του παγκόσμιου συστήματος που δεν συμμερίζομαι απόλυτα, αλλά θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσες). Για να το αποφύγει η ανθρωπότητα, πρέπει μέσα από τα τρέχοντα πλήγματα και κρίσεις να αναπτύξει μια νέου τύπου δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση, αντίθετη στην εξατομίκευση και στην ωφελιμιστική τεχνοκρατία του καπιταλιστικού πολιτισμού αλλά και στην παλιά σοσιαλιστική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός είναι η άρση όλων των δεινών, όλης της τραγικότητας του ανθρώπου, όλων ανεξαιρέτως των συγκρούσεων, κυριαρχιών και ανισοτήτων, είναι πρακτικά ένας Εγκόσμιος Παράδεισος.
Όπως επίσης και ότι η εργατική τάξη είναι διαχρονικά άμεμπτη, μη διαφθειρόμενη και αξιακά αυτοτροφοδοτούμενη ως συλλογικό ανατρεπτικό υποκείμενο. Αυτός ο μύθος πρέπει να εγκαταλειφθεί, καθώς οι αναλογίες του με τον καπιταλιστικό μύθο και με τον μύθο της Προόδου (με μικρό Μ ως ψεύδος και με κεφαλαίο Μ ως ενεργός ιδεολογία) είναι πια και προφανείς αλλά και μελλοντικά δυσοίωνες. Η επιστροφή σε έναν πιο μετριοπαθή (φιλοσοφικά και όχι με την έννοια της παραχώρησης στον αντίπαλο), πιο πεπερασμένο και, εξ αυτού του λόγου, πιο έλλογο διαφωτισμό και σε έναν πιο περιορισμένης και μετρημένης εμβέλειας και αισιοδοξίας σοσιαλισμό και κομμουνισμό (χρησιμοποιώ τους όρους ως συνώνυμους του σοσιαλιστικού αντικαπιταλισμού και της δικαιοσύνης, για να συνεννοηθούμε, παρά την μεγάλη ιστορική φθορά τους,) συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα, για να σταματήσει την πορεία προς τον κατήφορο. Στιγμές πλανητικά τραγικές, σαν αυτήν που ζούμε, θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν καμπή για μια τέτοια κοινωνική και πολιτική ανασύνταξη, οι κρίσεις είναι αυτές που οδηγούν σε μεταβολές συνειδήσεων σε μαζική κλίμακα ή, πάντως, μπορούν να οδηγήσουν. Αυτή η ανασύνταξη θα έπρεπε, αναγκαστικά, να είναι σε σοβαρό βαθμό και μορφωτική- πολιτισμική και όχι αποκλειστικά κοινωνικοπολιτική. Αυτό σημαίνει θεωρήσεις και πρακτικές αναδιαμόρφωσης των κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων και νέες πλανητικές συνειδήσεις.
Δεν ξέρω αν θα γίνει όντως κάτι τέτοιο, αυτό που ξέρω είναι ότι τα κλασσικά υποκείμενα της Αριστεράς ( νυν και πρώην σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα, ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κλπ ), όπως έχουν διαμορφωθεί, αν αυτό όντως προχωρήσει, δεν θα είναι αυτά που θα οδηγήσουν την εξέλιξη. Ίσως να μην είναι καν αυτά που θα ακολουθήσουν σε δεύτερη φάση. Αυτό το βλέπουμε όλο και πιο ξεκάθαρα.
Ιδίως,
-α) η κατανόηση των αλλαγών στην λειτουργία και την ταξική δομή του σύγχρονου καπιταλισμού (ποιες είναι οι βασικές οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, ποιες υποομάδες συνθέτουν το κεφάλαιο, την μισθωτή εργασία, την μικροαστική τάξη, πως αναπτύσσονται και παρεμβαίνουν συλλογικά, τι τις συνέχει ιδεολογικά και πρακτικά κλπ)
-β) η μελέτη της σχέσης κράτους και κεφαλαίου, των σύγχρονων μορφών πολιτικής κυριαρχίας
-γ) η μετασχηματιστική μαζική επαφή με τις πραγματικές και όχι τις ιδεατές μορφές συνείδησης και ιδεολογίας στις κυριαρχούμενες τάξεις και δυνάμεις, η αναζήτηση μορφών αντι-ηγεμονικής ενότητας έναντι του μεταμοντέρνου κατακερματισμού
-δ) η ανασύνθεση του κοινωνικού και κοινοτικού έναντι της εξατομίκευσης, η υπεράσπιση συλλογικών δεσμών όπως η τάξη, η πατρίδα/εθνική ταυτότητα, η ιστορικότητα, οι οικογενειακοί δεσμοί κατά του ατομικισμού,
-ε) η αποδέσμευση από το λενινιστικό και το σοσιαλφιλελεύθερο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης και η αναζήτηση νέων οργανωτικών μορφών,
αποτελούν αναγκαία βήματα σε αυτήν την πολύ δύσκολη πορεία.
ΥΓ Στο παρόν διακυβεύονται πολύ πρακτικά και κρίσιμα ζητήματα για την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και της συναισθηματικής δομής των ανθρώπων, που αφορούν και στην πορεία προς την βαρβαρότητα. Τα όρια του επιτηρητικού κρατικού και εργοδοτικού ελέγχου («κράτος παρακολούθησης»), και πόσο αυτός σε ακραίο βαθμό μπορεί να παγιωθεί. Το ζήτημα της άρσης της διάκρισης μεταξύ εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου και η μερική αμφισβήτησή του σε συνθήκες γενικής τηλεεργασίας. Το ζήτημα του φυσικού και σωματικού τρόπου προσωπικής και κοινωνικής επικοινωνίας, που έχει αρχίσει να γίνεται πιο δευτερεύων ήδη με την γενίκευση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και του ίντερνετ ( ανεξαρτήτως των θετικών και κοινωνικά επωφελών όψεων της) και τώρα μπορεί να παραλύσει πιο δομικά και πιο μόνιμα, γεγονός καθοριστικό για το ανθρώπινο είδος.
[1]Ζητήματα πρωτεύουσας σημασίας, που δεν σημαίνουν βέβαια ότι πρέπει άμεσα να πάψουν οι αναγκαίες και ανάλογες προφυλάξεις για την αρρώστια, δεν εννοώ αυτό. Σημαίνουν όμως σίγουρα ότι μπορεί, χωρίς να το καταλάβουμε, να μεταβούμε σε έναν εφιαλτικό κόσμο.
[1] Στο έργο του «Σπηλιές από ατσάλι» ( “ Caves of steel”, 1954) , ο Ισάακ Ασίμοφ ήδη από την δεκαετία του 1950 είχε προβλέψει μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι κάλυπταν όλες τις κοινωνικές και προσωπικές επαφές τους μέσω των τερματικών ηλεκτρονικών υπολογιστών και ποτέ με σωματική γειτνίαση. .
ΠΗΓΗ: https://controversy.gr/%cf%83%ce%bf%cf%83%ce%b9%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%b1%ce%b9%ce%bf%cf%83%cf%8d%ce%bd%ce%b7-%ce%b2%ce%b1%cf%81%ce%b2%ce%b1%cf%81o%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.