Ο καθηγητής και συγγραφέας Ρίτσαρντ Γουόλιν έχει αφιερώσει σημαντικό μέρος του έργου του στον Χάιντεγκερ. Δεν ανήκει στους υπερασπιστές της κληρονομιάς αυτής και βρίσκεται κοντά σε όσους εκτιμούν πως δεν μπορεί να διαχωριστούν οι πολιτικές εκτροπές του φιλοσόφου από τον πυρήνα της σκέψης του. Το αξιοσημείωτο όμως στα Παιδιά του Χάιντεγκερ βρίσκεται στον τρόπο με το οποίο ο Γουόλιν ανασυγκροτεί τη σκέψη τεσσάρων φιλοσόφων του αιώνα ως προς τoυς δεσμούς τους με την χαϊντεγκεριανή «στοχαστική οδό» (denkweg). Δεν έχουμε εδώ αυτόνομες μελέτες για τη Χάννα Άρεντ, τον Καρλ Λέβιτ, τον Χανς Γιόνας και τον Μαρκούζε όσο ένα πλέγμα συλλογισμών για τη συσχέτιση όλων αυτών των πνευμάτων με την καταλυτική παρέμβαση του δασκάλου τους.
Ποιος είναι όμως ο ιστορικοφιλοσοφικός πυρήνας που επιτρέπει στο μαθητή να χαράζει τον δικό του δρόμο σκέψης, χωρίς όμως να απαλλάσσεται από τη σκιά του δασκάλου; Σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια της μελέτης του, ο Γουόλιν επιστρέφει στον ριζοσπαστισμό που διέπει τη χαϊντεγκεριανή κριτική της νεωτερικότητας και, κυρίως, στις πρακτικές συνεπαγωγές αυτού του ριζοσπαστισμού. Συνέπειες της ανάγνωσης που επιχειρεί ο Χάιντεγκερ για την ουσία των νεοτέρων χρόνων είναι η από μέρους του απαξίωση κάθε κοινωνικοπολιτικού ανθρωπισμού, η περιφρόνηση για τη δημοκρατία και η αντιμετώπιση του σύγχρονου πολιτισμού ως συνθήκης πτώσης και οντολογικής παρακμής. Ήδη από τις απαρχές της, τη δεκαετία του ΄20, η ριζική χειρονομία του Χάιντεγκερ εντός οντολογίας συνομιλεί εμμέσως με τις γενικότερες πολιτιστικές θέσεις της λόγιας Aκροδεξιάς η οποία απεχθανόταν την κουλτούρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: σε εκείνη την περίοδο συντελείται η σύνθεση ριζοσπαστισμού και αριστοκρατισμού, μια σύγκλιση ευαισθησιών που συνεχίζει την παλαιότερη κριτική του Νίτσε στον «τελευταίο άνθρωπο» των δημοκρατικών καιρών, αναζητώντας μια γερμανική πνευματικότητα στους αντίποδες του αμερικανισμού και του μπολσεβικισμού. Στον Χάιντεγκερ, ωστόσο, αυτή η επίθεση πραγματώνεται μέσα από τον ερμητικό στοχασμό τού Είναι ο οποίος διαχωρίζεται από το «οντικό» επίπεδο. Στο οντικό επίπεδο ο φιλόσοφος εναποθέτει όσα γι’ αυτόν κρίνονται μη θεμελιώδη και επουσιώδη: τα πολιτικά γεγονότα, τις κοινωνιολογικές και ιδεολογικές ερμηνείες αλλά και τις διαμάχες γύρω από την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όλα αυτά τα σημαντικά για κάθε πρακτική φιλοσοφία ο Χάιντεγκερ θα τα θεωρήσει μορφές συγκάλυψης της αλήθειας τού Είναι και των τρόπων με τους οποίους αυτή η αλήθεια ξεδιπλώνεται ως αυθεντική ιστορία και πεπρωμένο.
Ο Γουόλιν ξαναδιαβάζει πολλά από τα παραπάνω χαϊντεγκεριανά θέματα μετρώντας το βάρος που έχουν μέσα στο στοχασμό των μαθητών. Πώς όμως οι Εβραίοι και αντιναζί μαθητές πήραν στη δική τους πρωτότυπη σκέψη στοιχεία από εκείνον τον οποίον θα απορρίψουν πολιτικά και φιλοσοφικά; Με ποιο τρόπο η σκέψη του Χάιντεγκερ κατόρθωσε να παγιδεύσει ακόμα κι όσους αποδοκίμασαν σφοδρά την ηθική και πολιτική του διαγωγή;
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου εποπτεύει ουσιαστικά την απόσταση ανάμεσα στον κάθε μαθητή και στο δάσκαλο. Ο Γουόλιν επιστρέφει τακτικά στην ιδέα του κριτικού Χάρολντ Μπλουμ για το άγχος της επίδρασης, δίχως πάντως να αποφεύγει και κάποιες, εύκολες και μάλλον σχηματικές, ψυχολογικές αναγωγές. Ιδιαίτερα η σχέση της Χάνα Άρεντ και του καθηγητή / περιστασιακού της εραστή Χάιντεγκερ δίνει αφορμή για σχόλια περί «στυγνής (της) εκμετάλλευσης» και στη συνέχεια για μια πολύ αυστηρή, έως αρνητική, τοποθέτηση για την αρεντιανή αντιμετώπιση των θεμάτων της εβραϊκής ταυτότητας. Στο κεφάλαιο για την Άρεντ, ο συγγραφέας προτείνει να δούμε τις αδυναμίες της πολιτικής σκέψης της Άρεντ ως έμμεσα παράγωγα της χαϊντεγκεριανής επίδρασης. Η θέση, για παράδειγμα, της Άρεντ για τη διάκριση μεταξύ του πολιτικού πράττειν από κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα φαίνεται να αντιστοιχεί στην επιμονή του πρώιμου Χάιντεγκερ με το θέμα της οντολογικής διαφοράς, τη διάκριση ανάμεσα σε μια σφαίρα αυθεντικών υπαρκτικών αποφάσεων και στη φλύαρη ζώνη της μη αυθεντικής ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Γουόλιν, παρά τις μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στην οντολογική ερμηνευτική του δασκάλου και στον πολιτικό στοχασμό της μαθήτριας, υπάρχουν σημεία επαφής: για παράδειγμα, η στροφή προς την αρχαιοελληνική εμπειρία και ο τρόπος με τον οποίο η Χάννα Άρεντ απαξιώνει σημαντικές πλευρές της νεωτερικής μαζικής κοινωνίας. Σε καθέναν από τους συζητούμενους φιλοσόφους, ο Γουόλιν εντοπίζει μια σχέση έλξης και απώθησης προς τον κόσμο του δασκάλου. Η μαγεία του Χάιντεγκερ περνά μάλιστα και από τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε μαθητής πήρε τις αποστάσεις του αποκρούοντας τα χρέη του. Η απόρριψη μοιάζει να συνοδεύεται από τη διάρκεια της μόλυνσης, μη επιτρέποντας την πραγματική απολύτρωση από τον χαϊντεγκεριανό τόπο της σκέψης. Για παράδειγμα, ο Καρλ Λέβιτ, μέσα από την ανακεφαλαίωση της φιλοσοφίας της Ιστορίας από τη Βίβλο έως την εποχή των μοντέρνων ιδεολογιών, θα οδηγηθεί σε ακραία δυσπιστία για την ίδια την ‘ιστορική σκέψη’ και τη γλώσσα των αξιών της νεωτερικότητας. Ενώ ο Λέβιτ θα καταδικάσει ευθέως τον τρόπο που ο Χάιντεγκερ υποτάσσει την Ιστορία στην «ιστορικότητα τού Είναι» και, τελικά, στην υποτιθέμενη πνευματική ουσία του εθνικοσοσιαλισμού, μοιράζεται κι αυτός την πολύ αρνητική στάση του δασκάλου του απέναντι σε θεμελιώδη στοιχεία της μεταδιαφωτιστικής νεωτερικής κληρονομιάς.
Πηγή https://manolisgvardis.wordpress.com/2019/11/14/%ce%b5%cf%80%ce%b9%ce%ba%ce%af%ce%bd%ce%b4%cf%85%ce%bd%ce%b7-%ce%bc%ce%b1%ce%b8%ce%b7%cf%84%ce%b5%ce%af%ce%b1-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7-%cf%87%ce%b1%cf%8a%ce%bd%cf%84%ce%b5%ce%b3%ce%ba%ce%b5/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.