Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου εποπτεύει ουσιαστικά την απόσταση ανάμεσα στον κάθε μαθητή και στο δάσκαλο. Ο Γουόλιν επιστρέφει τακτικά στην ιδέα του κριτικού Χάρολντ Μπλουμ για το άγχος της επίδρασης, δίχως πάντως να αποφεύγει και κάποιες, εύκολες και μάλλον σχηματικές, ψυχολογικές αναγωγές. Ιδιαίτερα η σχέση της Χάνα Άρεντ και του καθηγητή / περιστασιακού της εραστή Χάιντεγκερ δίνει αφορμή για σχόλια περί «στυγνής (της) εκμετάλλευσης» και στη συνέχεια για μια πολύ αυστηρή, έως αρνητική, τοποθέτηση για την αρεντιανή αντιμετώπιση των θεμάτων της εβραϊκής ταυτότητας. Στο κεφάλαιο για την Άρεντ, ο συγγραφέας προτείνει να δούμε τις αδυναμίες της πολιτικής σκέψης της Άρεντ ως έμμεσα παράγωγα της χαϊντεγκεριανής επίδρασης. Η θέση, για παράδειγμα, της Άρεντ για τη διάκριση μεταξύ του πολιτικού πράττειν από κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα φαίνεται να αντιστοιχεί στην επιμονή του πρώιμου Χάιντεγκερ με το θέμα της οντολογικής διαφοράς, τη διάκριση ανάμεσα σε μια σφαίρα αυθεντικών υπαρκτικών αποφάσεων και στη φλύαρη ζώνη της μη αυθεντικής ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Γουόλιν, παρά τις μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στην οντολογική ερμηνευτική του δασκάλου και στον πολιτικό στοχασμό της μαθήτριας, υπάρχουν σημεία επαφής: για παράδειγμα, η στροφή προς την αρχαιοελληνική εμπειρία και ο τρόπος με τον οποίο η Χάννα Άρεντ απαξιώνει σημαντικές πλευρές της νεωτερικής μαζικής κοινωνίας. Σε καθέναν από τους συζητούμενους φιλοσόφους, ο Γουόλιν εντοπίζει μια σχέση έλξης και απώθησης προς τον κόσμο του δασκάλου. Η μαγεία του Χάιντεγκερ περνά μάλιστα και από τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε μαθητής πήρε τις αποστάσεις του αποκρούοντας τα χρέη του. Η απόρριψη μοιάζει να συνοδεύεται από τη διάρκεια της μόλυνσης, μη επιτρέποντας την πραγματική απολύτρωση από τον χαϊντεγκεριανό τόπο της σκέψης. Για παράδειγμα, ο Καρλ Λέβιτ, μέσα από την ανακεφαλαίωση της φιλοσοφίας της Ιστορίας από τη Βίβλο έως την εποχή των μοντέρνων ιδεολογιών, θα οδηγηθεί σε ακραία δυσπιστία για την ίδια την ‘ιστορική σκέψη’ και τη γλώσσα των αξιών της νεωτερικότητας. Ενώ ο Λέβιτ θα καταδικάσει ευθέως τον τρόπο που ο Χάιντεγκερ υποτάσσει την Ιστορία στην «ιστορικότητα τού Είναι» και, τελικά, στην υποτιθέμενη πνευματική ουσία του εθνικοσοσιαλισμού, μοιράζεται κι αυτός την πολύ αρνητική στάση του δασκάλου του απέναντι σε θεμελιώδη στοιχεία της μεταδιαφωτιστικής νεωτερικής κληρονομιάς.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com