Ο βασικός εκβιασμός των εθνικών κυβερνήσεων από το κερδοσκοπικό κεφάλαιο στηρίζεται στην απειλή μαζικής φυγής κεφαλαίων, κάτι που μπορεί να ανατραπεί εάν τεθούν συγκεκριμένα όρια στην κίνηση τους.
Του Σαράντου Λέκκα
To 1821 είναι έτος ορόσημο για εμάς τους Έλληνες όμως ταυτόχρονα είναι έτος ορόσημο και για την παγκόσμια οικονομία.
Την χρονιά αυτή πρωτοεμφανίστηκε στην Βρετανία ο κανόνας του χρυσού, ο επονομαζόμενος αργότερα κλασικός κανόνας, οπότε και η λίρα συνδέθηκε με τον χρυσό σε συγκεκριμένη ισοτιμία.
Άλλες χώρες για κάποιο διάστημα διατήρησαν διμεταλλικό σύστημα (χρυσό και άργυρο)όμως σιγά-σιγά υιοθέτησαν τον χρυσό κανόνα.
Το 1871 η Γερμάνια και στην συνέχεια η Γαλλία , το 1879 οι ΗΠΑ , το 1886 η Ιαπωνία ,το 1892 η Αυστροουγγαρία, το 1893 η Ινδία και το 1895 η Ρωσία.
Φυσικά το βασικό υπόβαθρο της υιοθέτησης του χρυσού κανόνα ήταν η ανακάλυψη τεράστιων κοιτασμάτων χρυσού στο Τράνσβααλ της Νοτίου Αφρικής το 1886.
Από τις παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις της εποχής μόνο η Κίνα έμεινε πιστή στον Άργυρο.
Στο κλασικό κανόνα του χρυσού οι ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν ήταν σταθερές και τα νομίσματα απευθείας μετατρέψιμα σε χρυσό, επιτρέπονταν η εξαγωγή χρυσού ελεύθερα χωρίς περιορισμούς ενώ υπήρχε σταθερή σχέση μεταξύ της ποσότητας χρήματος και του αποθέματος χρυσού.
Το τελευταίο σημείο είναι ιδιαιτέρα σημαντικό αφού οι κεντρικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να καλύπτουν την έκδοση χαρτονομισμάτων με τα αποθέματα τους σε χρυσό κάτι που εκ των πραγμάτων σηματοδοτούσε την σταθερότητα των τιμών.
Το πιο εντυπωσιακό όμως που καταγράφονταν ως συνέπεια του κλασικού χρυσού κανόνα ήταν ο αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης των ισοζυγίων εξωτερικών πληρωμών.
Το εμπορικό έλλειμμα σηματοδoτούσε την εκροή χρυσού προκειμένου να πληρωθούν οι εισαγωγές και οδηγούσε στην μείωση της προσφοράς χρήματος, στην μείωση της ζήτησης, και φυσικά των τιμών οπότε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και στην εξάλειψη του εμπορικού ελλείμματος.
Αντίστροφα το εμπορικό πλεόνασμα οδηγούσε σε πληθωρισμό σε μείωση της ανταγωνιστικότητας και στην εξάλειψη του πλεονάσματος.
Η υιοθέτηση του χρυσού κανόνα ήταν προϊόν της ανάγκης που δημιούργησε το συνεχώς αυξανόμενο διεθνές εμπόριο για την καθιέρωση ενός κοινά αποδεκτού διεθνώς νομισματικού συστήματος.
Ίσχυσε μέχρι και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η χώρα που πρώτη τον υιοθέτησε, η Βρετανία, προχώρησε στην άρση του και στην παράλληλη επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ακολούθησαν και τα υπόλοιπα κράτη δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις έθεσαν ως βασική τους επιδίωξη να εμποδίσουν την φυγή των κεφαλαίων προκειμένου να μπορούν να φορολογήσουν τα κεφαλαιακά κέρδη και να διατηρήσουν τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα ώστε να μπορούν να χρηματοδοτήσουν την πολεμική τους προσπάθεια.
Στις δεκαετίες του ΄20 και ΄30 δηλαδή στις δεκαετίες μεταξύ των δυο παγκόσμιων πόλεμων ο κανόνας του χρυσού επανήλθε όμως με πολλά πρόβλημα και αρκετές δυσλειτουργίες ενώ αντίθετα εξαφανίστηκαν οι έλεγχοι στην κίνηση των κεφαλαίων οι οποίοι όμως επανήλθαν μετά την μεγάλη κρίση.
Την περίοδο αυτή αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η σύνδεση του δολαρίου με τον χρυσό στην τιμή των 35 δολαρίων ανά ουγγιά.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υιοθετήθηκε το σύστημα ισοτιμιών του Μπρέτον Γούντς με δυο βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, τα νομίσματα υπόκεινται σε σταθερή ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο το οποίο με την σειρά του ήταν σταθερό έναντι του χρυσού στα 35 δολάρια ανά ουγγιά, και
Δεύτερον, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων με κινήσεις που αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο την κάλυψη του εμπορίου.
Η μεγάλη διαφορά με τον κλασικό κανόνα χρυσού ήταν ότι τα νομίσματα δεν ήταν απ’ ευθείας μετατρέψιμα σε χρυσό παρά μόνο το δολάριο.
Οι συμμετέχοντες στο σύστημα είχαν την υποχρέωση να κρατούν σταθερά τα νομίσματα τους με μικρή απόκλιση 1% έναντι της κεντρικής ισοτιμίας ενώ σε περιπτώσεις έντονων προβλημάτων μπορούσαν να προχωρήσουν σε υποτιμήσεις μέχρι τα επίπεδα του 10% χωρίς την έγκριση του ΔΝΤ και σε μεγαλύτερα ύστερα από την σύμφωνη γνώμη του.
Ότι και εάν έχει ειπωθεί για το σύστημα του Μπρετόν Γούνες η πραγματικότητα είναι μια και μοναδική.
Κατά το χρονικό διάστημα 1944-1973 που διατήρησε την ισχύ του ήταν διάστημα ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης ,σημαντικής αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων και κυρίως αξιοσημείωτης κοινωνικής προόδου.
Με τον έλεγχο δε της κίνησης κεφαλαίων η διεθνής νομισματική τάξη προσαρμόστηκε στην διεθνή εμπορική τάξη και όχι στα συμφέροντα των κερδοσκόπων.
Όμως τα συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών των ΗΠΑ που σήμαιναν ότι όλο και μεγαλύτερες ποσότητες συναλλαγματικών αποθεμάτων και χρυσού έφευγαν από τις ΗΠΑ οδήγησαν στην φυσιολογική αμφιβολία για την δυνατότητα των ΗΠΑ να μετατρέπουν τα δολάρια σε χρυσό.
Η φυσιολογική αμφιβολία με την πάροδο του χρόνου έπαιρνε διαστάσεις απόλυτης σιγουριάς που σε συνδυασμό με τις διαδοχικές αυξομειώσεις της εξωτερικής αξίας των βασικών νομισμάτων οδήγησαν στην γενικότερη αστάθεια του νομισματικού συστήματος και στην έναρξη της εποχής που βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Τα υπόλοιπα επήλθαν φυσιολογικά.
Στο όνομα της ελευθέριας οι αγορές απαίτησαν την απελευθέρωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε πρώτη φάση και σε δεύτερη την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων.
Στο όνομα της ελευθέριας εγκαθιδρύθηκε η μεγαλύτερη ιστορικά δικτατορία, αυτή των αγορών .
Στην συνέχεια ο μηχανισμός ήταν εύκολος, η απειλή φυγής των κεφαλαίων υποδούλωσε την πολιτική και τους πολιτικούς στις ορέξεις των κερδοσκόπων και τους μετέτρεψε σε εντολοδόχους του συστήματος.
Τα υπεράκτια κέντρα από την άλλη πλευρά ασκούσαν ανταγωνιστικές πιέσεις στα εναπομείναντα ρυθμιστικά πλαίσια των παρακείμενων κρατικών οντοτήτων με αποτέλεσμα να υπάρχει επιτάχυνση των ρυθμών απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η πλήρης υποταγή στα οικονομικά συμφέροντα αναμενόμενη και σε τέτοιο σημείο γελοιοποίησης της Δημοκρατίας που αντί να θέτει αυτή όρια στην δραστηριότητα του κερδοσκοπικού κεφαλαίου να συμβαίνει το αντίθετο.
Στην βάση αυτή η μετατόπιση της δραστηριότητας των κεφαλαίων από παραγωγικές σε χρηματοοικονομικές επενδύσεις να κρίνεται φυσιολογική όπως εξίσου φυσιολογική να κρίνεται η υφιστάμενη κατάσταση που θέλει μόλις το 3% του ημερησίου τζίρου της κίνησης κεφαλαίων να αφορά την εξυπηρέτηση του διεθνούς εμπορίου.
Με δεδομένο ότι ο ημερήσιος τζίρος στην αγορά συναλλάγματος ξεπερνά τα 4 τρις δολάρια εύκολα γίνεται αντιληπτή η υπερβολική δύναμη των αγορών και των παικτών που κρύβονται πίσω της.
Εν κατακλείδι , επειδή η επάνοδος σε ένα σύστημα τύπου Μπρέτον Γούντς υπό τις σημερινές συνθήκες όπου η ισχύς του κεφαλαίου είναι παρασάγγας μεγαλύτερη των εκλεγμένων δημοκρατικά εθνικών κυβερνήσεων δεν είναι ρεαλιστική ως προοπτική, καλό θα ήταν να υπήρχε μια καταρχήν συμφωνία μεταξύ των πολιτικών ηγετών για την θέσπιση κανόνων που διέπουν την κίνηση των κεφαλαίων.
Εάν επιτευχθεί κάτι τέτοιο το τερατώδες σύστημα χρέους θα αρχίσει να χάνει την δύναμη του και σταδιακά θα επανακαθοριστεί αφού ο πληθωρισμός θα καθορίζει την αναγκαία και ωφέλιμη ποσότητα χρήματος.
Ο βασικός εκβιασμός των εθνικών κυβερνήσεων από το κερδοσκοπικό κεφάλαιο στηρίζεται στην απειλή μαζικής φυγής κεφαλαίων, κάτι που μπορεί να ανατραπεί εάν τεθούν συγκεκριμένα όρια στην κίνηση τους.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να επανεμφανιστεί στο DNA των πολιτικών μια χαμένη αξία : O πατριωτισμός , ο οικονομικός πατριωτισμός.
ΠΗΓΗ: http://www.analyst.gr/2017/05/11/o-patriotismos-mesa-apo-tin-thespisi-orion-stin-kinisi-kefalaion/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.