Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 99
«Μικρά Αγγλία» είναι η Άνδρος του μεσοπολέμου. Μια από τις πατρίδες της ελληνικής ναυτοσύνης, στον 20ό αιώνα, η ορεινή και άγονη νήσος ρίχτηκε στη θάλασσα και ήκμασε, ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή των ατμομηχανών. Ο ανδρικός πληθυσμός του νησιού έγιναν μούτσοι, ναύτες, μηχανικοί, μαρκόνηδες, αλλά και καπετάνιοι, κι οι πιο καπάτσοι γίναν εφοπλιστές, ώστε με τα χρόνια η Άνδρος να βασιλεύσει πάνω σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Και οι γυναίκες;
Οι γυναίκες του νησιού, περιστοιχισμένες από γέροντες και παιδιά, μια ιδιότυπη κοινωνία, μένανε πίσω συνεχώς και περίμεναν γιους, αδελφούς και συζύγους. Αυτές καπετάνευαν στα σπίτια, κυβερνούσαν περιουσίες που σωρεύονταν απ’ τις ανταριασμένες θάλασσες, πάντρευαν κόρες. Γερνούσαν ολομόναχες. Σκληρές κάποτε, σαν τα θαλασσοδαρμένα βράχια της Χώρας, όπου πάνω τους στέκονταν ώρες με τα κιάλια αγναντεύοντας, μέρα τη μέρα περιμένοντας.
Η Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη, ένα από τα πιο δυνατά μυθιστορήματά της, είναι γεμάτο από αυτές τις γυναίκες. Κι η Μικρά Αγγλία, η καινούργια ταινία του Παντελή Βούλγαρη, σε σενάριο δικό της, τις πήρε καταπόδι. Η καπετάνισσα του καπετάν Σάββα, που χρόνια λείπει στις θάλασσες του νότου, η γυναίκα του, η Μίνα, έχει δυο κόρες που γίνανε πια της παντρειάς. Η μεγάλη, η Όρσα, που έχει μάθει, ως Ανδριώτισσα, από μικρή, να κρατά κρυμμένα τα αισθήματά της, είναι ερωτευμένη με τον Σπύρο, φτωχό μα φιλόδοξο ναυτικό, από σόι που έχει δώσει πολλά κορμιά στη θάλασσα. Η άλλη κόρη, η κοκκινομάλλα Μόσχα, είναι κοινωνική, ανοιχτόκαρδη και πειραχτήρι. Ερωτευμένη με τον Εγγλέζο δάσκαλο, όνειρό της είναι να φύγει απ’ το μικρό νησί στη Μεγάλη Αγγλία. Κουμάντο όμως εδώ κάνει η Μίνα. Όταν, λοιπόν, ο Σπύρος θα της ζητήσει να παντρευτεί την Όρσα, η μάτερ φαμίλιας θα του αρνηθεί κοφτά. Έχει κιόλας έτοιμα τα προξενιά με τον πλούσιο επίγονο παλιάς οικογένειας καπεταναίων, τον καπετάν Νίκο. Η Όρσα θα υποκύψει, όπως κι η άλλη της αδελφή, η Μόσχα, στις επιλογές της μάνας. Κι η ιστορία θα πάρει την πλέον απέλπιδα τροπή.
Ο Βούλγαρης γνωρίζει καλά κι έχει υπηρετήσει το μελόδραμα, βυθιζόμενος σ’ αυτά τα υπόκωφα, τα καλά κρυμμένα αισθήματα, που αίφνης ξεσπούν γοερά σε κραυγή. Μετά τα Πέτρινα χρόνια (1985), τις Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (1991) και τις Νύφες (2004), επιστρέφει με μια υπερπαραγωγή. Η θάλασσα, που φουσκώνει σε αργή κίνηση στους τίτλους της αρχής, θ’ αγριέψει ύστερα και θα καταπιεί τις ζωές των ηρωίδων, αφού αρπάξει πρώτα τη μερίδα της από τους άντρες. Μπορούμε να πούμε πως αυτή η πνιγμένη κραυγή, που εν τέλει ξεσπά, συνοδεύει τις ηρωίδες του από το Προξενιό της Άννας (1974), την πρώτη του ταινία. Με τις ταινίες του αυτές, ο Βούλγαρης μπορεί να χαρακτηριστεί σκηνοθέτης γυναικών, ενώ στη Μικρά Αγγλία του δίνει μια από τις πιο καλογραμμένες και τις πιο γυναικείες του ιστορίες.
Πρόκειται για ταινία εποχής, δουλεμένη και προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια. Με ένα θέμα που μοιάζει να το ξέρει καλά, μακριά από τις φλεγόμενες ατραπούς της πολιτικής μας ιστορίας, ο σκηνοθέτης κινείται με φανερή άνεση, ξεδιπλώνοντας όλη του τη μαεστρία, περιουσία που σχεδόν πενήντα χρόνια –από του Φίνου ακόμα– σωρεύει πλάνο το πλάνο, όπως τις λίρες τους οι Ανδριώτες καπετάνιοι. Σκηνοθέτης, ηθοποιών εξαρχής, εμπιστεύτηκε τους κύριους ρόλους σε πρωτοεμφανιζόμενους, οι οποίοι αποδείχθηκαν διαμάντια. Η Πηνελόπη Τσιλίκα μας δίνει ένα πολύ βαθύ και λιγομίλητο πορτραίτο της Όρσας κι αποδεικνύεται δυνατή ερμηνεύτρια ακόμα κι όταν, λόγω σεναρίου, θολώσει η λάμψη της ομορφιάς της. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, ο Σπύρος, είναι ένας δυνατός ζεν πρεμιέ, που σύντομα θα τον ξαναδούμε ως σταρ. Η Σοφία Κόκκαλη τα καταφέρνει εξίσου καλά από παιδούλα στην αρχή, έως ώριμη καπετάνισσα στο τέλος. Ο Μάξιμος Μουμούρης πάλι, ο οποίος έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση, κρατάει γερά, παρά τη μικρή του συμμετοχή, τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στο σινεμά. Η Αννέζα Παπαδοπούλου, στο ρόλο της Μίνας, κάνει κι αυτή την πρώτη της μεγάλη εμφάνιση. Εκείνος, βέβαια, που προκαλεί τις πιο γερές εντυπώσεις είναι ο πολλάκις δοκιμασμένος Χρήστος Καλαβρούζος, αξέχαστος ως Αιμίλιος. Για να μην αδικήσω τους δεύτερους ρόλους, στο πολυπρόσωπο δράμα προσθέτουν όλοι τους, νέοι και παλαιότεροι. Ξεχωρίζουν οπωσδήποτε οι: Κλέα Σαμαντά, Ειρήνη Ιγγλέση, Βασίλης Βασιλάκης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και Αγγελική Παπαθεμελή.
Η λεπτοδουλειά που έχει γίνει στα κοστούμια (Γιούλα Ζωϊοπούλου), στην ανάπλαση της εποχής σε σκηνικά (Αντώνης Δαγκλίδης) και τρισδιάστατα γραφικά (Αντώνης Κοτζιάς), στη φωτογραφία (Σίμος Σαρκετζής) και στον ήχο –ηχολήπτης ο Στέφανος Ευθυμίου, στο μοντάζ ο έμπειρος Τάκης Γιαννόπουλος– δίνουν στο φιλμ μιαν αίγλη που βοηθά το θεατή να βουτήξει βαθιά στ’ αλμυρά και πικρά νερά της ιστορίας της Καρυστιάνη. Κι αν το γυάλισμα καμιά φορά είναι πολύ, όπως στα κακορίζικα ασημικά της Μίνας, η ταινία τα καταφέρνει να καταπλεύσει σώα στα βαθύτερα των αισθημάτων.
Καλοτάξιδο, καπετάν Παντελή!
* Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη, Χάππυ Νταίη (1976) θα προβληθεί σήμερα, Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου, στις 20:00, στο στέκι του Άρδην (Ξενοφώντος 4, 6ος όροφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.