Όσα βιβλία και να διαβάσεις, όσα αρχεία και να μελετήσεις, όσες θεωρίες κι αν γνωρίζεις, όσο μυαλό κι αν έχεις, πάντα κάτι από την ουσία θα σου διαφεύγει. Κι αυτό που θα σου διαφεύγει μπορεί να είναι αυτό που μόνο το ίδιο το βίωμα κατέχει.
Κάνω αυτό το συλλογισμό πολλές φορές όταν προσπαθώ να εξηγήσω σε άλλους ανθρώπους την οικογενειακή μας εμπειρία, τον ξεριζωμό μας από την Κωνσταντινούπολη, μετά το καταστροφικό πογκρόμ εναντίον της Ρωμιοσύνης της 6-7ης Σεπτεμβρίου 1955.
Γι’ αυτό, μερικές φορές, οι λογοτέχνες αποτυπώνουν με περισσότερη ενάργεια την πραγματικότητα, το κομμάτι που πραγματεύονται, από τους ιστορικούς, οι οποίοι είναι μαθημένοι να στηρίζονται κυρίως σε επίσημα γραπτά ντοκουμέντα που ανασύρουν από ιδιωτικά και κρατικά αρχεία. Αλλά, κατά κανόνα, και τα πιο αξιόπιστα έγγραφα δεν είναι απαλλαγμένα από σκοπιμότητες, μονομέρειες και ελλείψεις.
Πέρα από τη συστηματική μελέτη και τον εμβριθή σχολιασμό ικανών και αντικειμενικών αναλυτών, κυρίαρχη παραμένει η αποτίμηση των γεγονότων από τους μηχανισμούς παραγωγής προπαγάνδας και πολιτικής και ιδεολογικής διαμόρφωσης της ιστορικής «αλήθειας». «Αλήθεια» που δεν αφήνει ανεπηρέαστους ούτε αυτούς που είναι αντίθετοι με την επικρατούσα τάξη πραγμάτων.
Ξαναήρθαν στο μυαλό μου αυτές οι σκέψεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου μου ταξιδιού στην Ουκρανία για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ που αφορά τις «περιπέτειες» μιας κοινότητας Ελλήνων στην Κριμαία, τα τελευταία διακόσια χρόνια. Η κοινότητα αυτή, μεταξύ άλλων, το καλοκαίρι του 1944, εκτοπίστηκε στο σύνολό της, διαρκούντος του πολέμου, στη Σιβηρία. Γέροι και γριές, παιδιά και πολλές γυναίκες, ένα ολόκληρο χωριό πλην των επιστρατευμένων αντρών που πολεμούσαν στο μέτωπο της Σεβαστούπολης, φορτώθηκαν στα τρένα και μεταφέρθηκαν, χωρίς καμία προειδοποίηση και προετοιμασία, στα βουνά, στα Ουράλια, από το +30 στο -40, για να κόβουν δέντρα που χρειαζόταν ο στρατός για να ξαναφτιάχνει τις σιδηροδρομικές γραμμές και τις γέφυρες που κατέστρεφαν οι Γερμανοί στην αργή και αιματηρή υποχώρησή τους μέχρι το Μάη του 1945 που μπήκαν οι Σοβιετικοί στο Βερολίνο. Πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες. Κι όσοι άντεξαν το κρύο, τη σκληρή δουλειά, την κακή σίτιση και την υποτυπώδη στέγαση της πρώτης φάσης, προτού μετεγκατασταθούν σε τόπους με καλύτερες υποδομές και συνθήκες εργασίας πιο ανεκτές, έμειναν υποχρεωτικά στη Σιβηρία μέχρι το 1956, δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Συνομιλώ με αυτούς τους ανθρώπους από το 1997. Και καταγράφω τις συνομιλίες μας. Δεν είναι του παρόντος μια πλήρης παρουσίασή τους. Του παρόντος είναι ένα πρώτο σχόλιο πάνω στην αφήγηση του βιώματός τους. Χωρίς επέμβαση, χωρίς προσπάθεια επηρεασμού, χωρίς κρίσεις, μόνο με ερωτήσεις, ξανά και ξανά, δεκάδες μάρτυρες, μέσα από την προσωπική, ατομική και οικογενειακή τους εμπειρία, τοποθετούν τη συλλογική τραγωδία σε μία διάσταση που ξεφεύγει από την κυρίαρχη αφήγηση.
Οι άνθρωποι που περιγράφουν με τα πιο μελανά χρώματα τη ζωή τους στο μέτωπο του πολέμου και στους τόπους εκτοπισμού και καταναγκαστικής εργασίας, περιγράφουν με τα πιο φωτεινά χρώματα τη ζωή τους στο κολχόζ στα χρόνια που γύρισαν στο χωριό τους, ενώ μιλούν με βαθιά απογοήτευση για τη νέα τραγωδία που βιώνουν με καθεστώς οικονομίας της αγοράς.
Αυτή η αφήγηση, με τα δεδομένα της κυρίαρχης άποψης, είναι αντιφατική. Και για τους διανοούμενους που προσεγγίζουν το φαινόμενο από την επικρατήσασα σκοπιά, έστω και με αριστερές αποχρώσεις ή επιφυλάξεις, είναι ακατανόητη έως και ύποπτη. Κι όμως, αυτή είναι η στάση και η προσέγγιση των ίδιων των ανθρώπων που τα βίωσαν άμεσα, που δεν αφηγούνται τίποτα περισσότερο από την απολύτως αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια. Αλήθεια που εμπεριέχει από τη φύση της το φαινομενικά αντιφατικό και δεν επηρεάζεται από επιφυλάξεις και σκοπιμότητες.
Οι άνθρωποι που εξορίστηκαν ντυμένοι ελαφριά, τα κορίτσια 12 έως 18 χρονών που έκοβαν αιωνόβια δέντρα με τα πριόνια στα χιονισμένα δάση, στα Ουράλια, και αφηγούνται με δάκρυα στα μάτια το βίωμά τους, είναι οι ίδιοι που αφηγούνται με μεγάλη νοσταλγία τα ωραία χρόνια που εργαζόμενοι στο κολχόζ απολάμβαναν όχι μόνο τους καρπούς που σε αφθονία παρήγαγαν συλλογικά 700 συνεταιριστές, «κολχόζνικοι», αλλά και τα σχολεία, τα πολιτιστικά κέντρα, τα νοσοκομεία και τους τόπους παραθερισμού που ήταν στη διάθεσή τους δωρεάν.
Στο πρόσφατο ταξίδι μας, επισκεφτήκαμε και καταγράψαμε τις μαρτυρίες των Ελλήνων που, επιστρέφοντας από τα μέρη εκτοπισμού τους, εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις στη νότια και κεντρική Ουκρανία, δηλαδή έξω από τα σύνορα της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας όπου βρίσκεται το χωριό καταγωγής τους. Έτσι, η εικόνα μας είναι πληρέστερη.
Μετά από 22 χρόνια ανεμπόδιστου καπιταλισμού, σε μια χώρα πολύ πλούσια, με απέραντες εκτάσεις γης, άφθονο νερό, θάλασσα και λιμάνια, εκτενή σιδηροδρομικά δίκτυα, βαριά βιομηχανία, πλήθος πανεπιστημίων και υψηλό αλφαβητισμό, το ψωμί, που επί Σοβιετικής Ένωσης έπεφτε η τιμή του κάθε χρόνο, κοστίζει σήμερα δεκαπλάσια. Στο χωριό δεν υπάρχουν μηχανήματα, υποδομές και χρηματοδοτήσεις για να καλλιεργηθεί η εύφορη γη του καταργημένου κολχόζ και η ανεργία είναι τόσο καθολική που οι κάτοικοί του, κάθε ηλικίας και φύλλου, μεταναστεύουν μόνιμα ή πρόσκαιρα για να επιζήσουν. Δουλειές χωρίς ωράριο στα πολυκαταστήματα και τα τουριστικά θέρετρα, από τις 9 το πρωί ως τις 9 το βράδυ, με μισθούς 150-200 ευρώ, χωρίς ασφάλιση και με ιατρική περίθαλψη ακριβή ακόμα και στα κρατικά νοσοκομεία. Οι σπουδές στο πανεπιστήμιο είναι απρόσιτες για τα περισσότερα παιδιά του χωριού και οι ηλικιωμένοι μετρούν και ξαναμετρούν τα λιγοστά καπίκια των συντάξεών τους. Την ώρα που μια δράκα ολιγαρχών έχει συγκεντρώσει όλη την εξουσία και όλο το δημόσιο πλούτο στα χέρια της πλέοντας σε πελάγη χλιδής και απληστίας. Όσο για την πολυπόθητη ελευθερία της έκφρασης, την έχεις, αρκεί να μην ενοχλείς την εξουσία των ολιγαρχών, γιατί η αστυνομία, η δικαιοσύνη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι δικά τους και τα χαντάκια περισσεύουν.
Μήπως σ’ αυτή την εικόνα βλέπουμε κάτι που μας αφορά, άμεσα;
Εγώ, πάντως, σκέφτομαι τους δεξιούς και τους αριστεροδεξιούς που μέχρι το 2009 χαιρέκακα μας έλεγαν ότι εάν είχαν νικήσει οι κομμουνιστές το 1949, θα ήμασταν σαν τη μετασοβιετική Βουλγαρία! Θα γέλαγα κι εγώ χαιρέκακα εάν δεν ένιωθα ότι σε λίγο θα είμαστε πολύ χειρότερα από τη σημερινή Βουλγαρία, που όπως όλες οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, από την Ουκρανία, τη Λετονία, την Ουγγαρία και τα λοιπά καπιταλιστικά μετασοβιετικά μορφώματα ως την Ελλάδα και την Πορτογαλία, θα πλουτίζουν με τις σάρκες τους τις αδηφάγες ολιγαρχίες και θα συντηρούν με τη δική τους στέρηση το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στις μητροπόλεις που κλονίζεται από τον καπιταλισμό ο οποίος στα όρια του γίνεται όλο και πιο επιθετικός και αιμοβόρος.
Ο εκφυλισμός των καθεστώτων του ανατολικού κόσμου πήγε την ανθρωπότητα πολύ πίσω. Και την πηγαίνει ακόμα πιο πίσω ο εκφυλισμός των καθεστώτων του δυτικού κόσμου. Οι προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να ξαναδούν χωρίς παρωπίδες τη βιωμένη ιστορία, να την επανερμηνεύσουν και να χωρίσουν εκ νέου την ήρα από το στάρι, για να μην πετάμε μαζί με τα απόνερα και τα μωρό που μας αφήνει κάθε φορά η προσπάθεια για ένα καλύτερο μέλλον. Να ανατρέψουμε το βόλεμά μας στην κυρίαρχη άποψη και, χωρίς φόβο, προκαταλήψεις και ιδιοτέλειες, να χαράξουμε μια νέα πορεία. Θέλει αρετή και τόλμη η αλήθεια!
Στέλιος Ελληνιάδης
Υ.Γ. Περισσότερα για τον Ελληνισμό της Ουκρανίας λίαν προσεχώς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.