Oι δύο βασικοί πόλοι αναφοράς του Νέου Ελληνισμού είναι η Τουρκία και η Δύση και οι σχέσεις μαζί τους αποτελούν το κεντρικό ζήτημα της νέο ελληνικής εθνικής στρατηγικής.
Η
στρατηγική αυτή ήταν από την αρχή και εξακολουθεί να είναι και σήμερα, η
στρατηγική της Προστασίας και του Εκσυγχρονισμού: Η ουσία της ήταν η
εσκεμμένη δορυφοροποίηση του ελλαδικού κράτους γύρω από την κάθε φορά
δεσπόζουσα δυτική δύναμη, με άμεσο προσδοκώμενο όφελος την προστασία
έναντι της τουρκικής απειλής και μακροπρόθεσμο την απόσπαση του
ελληνικού λαού από το βυζαντινό πολιτισμικό δρόμο και την ενσωμάτωση του
στο δυτικό. Περιεχόμενο δηλ. της στρατηγικής της Προστασίας ήταν μια
εκπαιδευτική στρατηγική εκδυτικισμού που πάντοτε οριζόταν ως στρατηγική
εκσυγχρονισμού-εξευρωπαϊσμού.
(Η
υποκατάσταση της ανατολικής απειλής με τον «από Βορρά κίνδυνο», στο
διάστημα μετά το 1922 ως την πτώση της δεύτερης εθνικιστικής
δικτατορίας, δεν άλλαξε την ουσία της εθνικής στρατηγικής. Τα δυο πεδία
ορισμού της, η Προστασία κι ο Εκσυγχρονισμός, διατηρήθηκαν).
Η
ιστορική τροχιά της στρατηγικής αυτής καλύπτει τρεις βασικές περιόδους.
Η πρώτη τελειώνει με τους Βαλκανικούς πολέμους και την καταστροφή του
μικρασιατικού Ελληνισμού (1922). Η δεύτερη τελειώνει με το χουντικό
πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, την κατάληψη της μισής Κύπρου από τα
τουρκικά στρατεύματα και τη διατύπωση βλέψεων για επανεξάπλωση της
Τουρκίας προς δυσμάς. Η τρίτη περίοδος αρχίζει μ' αυτά τα γεγονότα και
βρίσκεται σε εξέλιξη. Έχει ως σταθμούς τη συμφωνία απορρόφησης της
Ελλάδας από την ΕΟΚ και τον εγκλωβισμό στο λεγόμενο «πνεύμα του Νταβός».
Σπεύδω
κιόλας να διατυπώσω το συμπέρασμα μου, ότι η εθνική στρατηγική της
Προστασίας και του Εκσυγχρονισμού έχει καταρρεύσει ήδη από το 1922. Έχει
αποτύχει σε όλο το φάσμα των στόχων της. Ούτε την προστασία από την
τουρκική απειλή κατάφερε να διασφαλίσει, ούτε τον περίφημο
εκσυγχρονισμό-εξευρωπαϊσμό μπόρεσε να προσεγγίσει. Απέσπασε βέβαια τον
Έλληνα από το Βυζάντιο. Αυτό το κατάφερε. Δεν κατάφερε όμως να τον κάνει
να αφομοιώσει τη δυτική κουλτούρα και να γίνει Ευρωπαίος.
Οι
τρεις περίοδοι που μόλις ανέφερα περιγράφουν την άνοδο, τη στασιμότητα
και την κατάρρευση του νεοελληνικού εθνισμού. Στην πρώτη αποτινάξαμε την
τουρκική κυριαρχία και απελευθερώσαμε σιγά σιγά τα σημερινά ελλαδικά
εδάφη. Αυτή την περίοδο μας διέκρινε εξωστρεφής δυναμισμός. Δεν είχαμε
όμως συνειδητοποιήσει γιατί έπεσε το Βυζάντιο και ο νους μας
μετεωριζόταν σε όνειρα αναβίωσης του. Οι δάσκαλοι μας φλέγονταν από το
όραμα και το μεταλαμπάδευαν σε όλα τα επίπεδα της Παιδείας: Όπου νάναι
γινόμαστε ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κράτος - η Ελλάδα των πέντε θαλασσών και
των τριών ηπείρων... Στη δεύτερη περίοδο, που τα φτερά μας κόπηκαν και
πέσαμε από τα σύννεφα της Μεγάλης Ιδέας στην πραγματικότητα της
προσφυγιάς,
της ταπείνωσης και της μιζέριας, αναδιπλωθήκαμε στα όρια του ελλαδικού
κρατιδίου. Σ' αυτό μας ανάγκαζε και η κατάρρευση του παγκόσμιου
οικονομικού συστήματος. Η αναδίπλωση δεν ήταν μόνο πολιτική, αλλά και
οικονομική και ιδεολογική. Πρόκειται για την κατ' εξοχήν εποχή του
Ελλαδισμού.
Ήταν μια αναδίπλωση
στις πληγές μας. Πολωθήκαμε στις εσωτερικές μας αντιθέσεις χωρίς να
μπορούμε να βρούμε διέξοδο. Η βασική διαχωριστική γραμμή σχηματοποιήθηκε
σε μια μανιχαϊστικού τύπου πόλωση μεταξύ ενός ημιφασιστικού, φυλετικού
και κάπηλου εθνικισμού, από τη μια μεριά, και ενός κρατιστικού,
υπερδιεθνιοτικού και τελείως ανιστόρητου και ανελλήνιστου σοσιαλισμού,
από την άλλη. Οι καλύτερες στιγμές του εθνισμού μας ήταν, αυτή την
περίοδο, ο πατριωτικός πόλεμος του 1940 και η Εθνική Αντίσταση.
Χειρότερες ο εμφύλιος πόλεμος και οι δυο εθνικιστικές δικτατορίες. Στο
διάστημα αυτό οι Τούρκοι όντας απασχολημένοι με τη συντριβή των Κούρδων
και την ανασυγκρότηση των σάπιων δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μας
άφησαν να αλληλοφαγωθούμε με την ησυχία μας.
Η
εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, το 1974, οριοθετεί το τέλος του
Ελλαδισμού. Η στρατηγική της δορυφοροποίησης γύρω από τα εκάστοτε δυτικά
κέντρα οδήγησε κατά τραγική ειρωνεία στη μετατροπή της Ελλάδας σε
δορυφόρο της Τουρκίας. Μπορεί να ηχεί υπερβολική η θέση αυτή αλλά
δυστυχώς είναι πραγματικότητα. Πιστοποιείται από δύο ολοφάνερα γεγονότα:
Το
πρώτο που αποτελεί δημοσιογραφικό κοινό τόπο, έγκειται στη διαπίστωση
ότι στις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή μας, η ελληνική
πολιτική εμφανίζεται ως υποπαράγραφος της τουρκικής τους πολιτικής.
Το
δεύτερο δεδομένο έγκειται στο γεγονός ότι ο τρόπος που μας
αντιμετωπίζουν οι μεγάλες δυνάμεις έχει εσωτερικευτεί στην Ελλάδα και
έχει γίνει ο γνώμονας με βάση τον οποίο χαράσσεται η ελληνική πολιτική.
Εύγλωττο παράδειγμα: Απειλούμε με διακοπή διπλωματικών σχέσεων όποιον
τολμήσει να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος του Ντεκτάς. Με την Τουρκία όμως
που κατέλαβε εθνικό μας χώρο με τα όπλα, έφτιαξε αυτό το κράτος, το
αναγνωρίζει και το στηρίζει, ούτε που διανοηθήκαμε να θέσουμε ζήτημα
διακοπής των διπλωματικών σχέσεων. Η Τουρκία είναι «φίλη» και «σύμμαχος»
μας και μόνο «διάλογο» - άνευ όρων - επιτρέπεται να κάνουμε μαζί της.
Η
ιστορική εξάντληση του ελλαδιστικού εθνισμού πρέπει να εκτιμηθεί
ψύχραιμα και σε όλες της διαστάσεις. Επισημαίνει πριν απ' όλα ότι έχει
καταστεί προβληματική η ίδια η ύπαρξη του ελλαδικού κράτους.
II
Για να μη φανεί ακατανόητη η ζοφερή αυτή εικόνα πρέπει να δούμε και την προβολή της ίδιας διαδικασίας στο οικονομικό επίπεδο.
Η
οικονομική πλευρά της εθνικής στρατηγικής (της Προστασίας και του
Εκσυγχρονισμού) μπορεί να συνοψιστεί στα εξής τρία σημεία: α) Το
ελλαδικό κράτος στηρίζεται σε εσωτερικές αλλά και σε εξωτερικές πηγές
οικονομικού πλεονάσματος, β) Για να μη στραγγαλιστεί σε περίπτωση
κατάρρευσης των εξωτερικών πηγών και για να «φτάσει» τις οικονομίες των
δυτικών κρατών, πρέπει να οικοδομήσει ισχυρή εσωτερική βάση. γ) Μέρος
του ενοποιημένου πλεονάσματος πρέπει να κατευθυνθεί με την παρέμβαση του
κράτους στην ανάπτυξη ντόπιας βιομηχανίας.
Σε
ό,τι αφορά την υλοποίηση αυτής της οικονομικής στρατηγικής πάντα
φιλονεικούσαμε για το αν ο καταλληλότερος φορέας είναι το κράτος ή η
ιδιωτική πρωτοβουλία (κρατισμός-φιλελευθερισμός). Αυτή η συζήτηση
συνεχίζεται μέχρι σήμερα, λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Στην
πρώτη περίοδο (Απελευθέρωση-Μικρασιατική Καταστροφή) το σχήμα φαινόταν
να λειτουργεί. Κατορθωνόταν η ενοποίηση του πλεονάσματος και γινόταν
προσπάθεια να δημιουργηθεί κάποια αυτοδύναμη οικονομική βάση. Στη
δεύτερη περίοδο, όταν κατέρρευσαν οι εξωτερικές πηγές πλεονάσματος, η
χώρα βρέθηκε να έχει κάποιο εσωτερικό έδαφος για αναδίπλωση. Η ελληνική
οικονομία δεν είχε εντελώς διεθνοποιηθεί και μεταπρατικοποιηθεί όπως
σήμερα. Έτσι επέζησε ο λαός. Όχι μόνο είχε εσωτερική βάση να στηριχθεί
αλλά και, από πολλές απόψεις, κατάφερε να την επεκτείνει. Αρκεί να
σκεφτούμε ότι η ελληνική οικονομία μπόρεσε να αντέξει και να απορροφήσει
τις εκατοντάδες χιλιάδες των προσφύγων.
Μετά
τον πόλεμο η χώρα εγκαταλείπεται στη δίνη του μεταπρατισμού και της
μονόπλευρης ανάπτυξης, όπως απαιτούσε η δυναμική της παγκόσμιας αγοράς.
Και τελικά περιορίζεται εντελώς στις υπηρεσίες, στο μεταπρατηλίκι και τα
οπωροκηπευτικά. Η βιομηχανική δραστηριότητα κατέστη προβληματική εξ’
ορισμού. Οι εσωτερικές πηγές πλεονάσματος διαμεσολαβούνται ολοκληρωτικά
από την παγκόσμια αγορά και ο κοινωνικός μας σχηματισμός εξαρτάται
απόλυτα από τις εξωτερικές εισροές. Τότε έρχεται η διεθνής οικονομική
κρίση και απειλεί ξανά με κατάρρευση τις εξωτερικές βάσεις της ελληνικής
οικονομίας. Δεν υπάρχει όμως καθόλου έδαφος για εσωτερική αναδίπλωση.
Απ' αυτή την άποψη το ελλαδικό κράτος πρόβαλε ξαφνικά εντελώς ανίσχυρο
-φτερό στον άνεμο.
Έχουμε λοιπόν,
από τη μια μεριά, τη μετατροπή της Ελλάδας σε δορυφόρο της Τουρκίας με
όλες τις σκοτεινές προοπτικές που αυτό συνεπάγεται και, από την άλλη,
μια οικονομική δομή που μετατρέπεται σε θανάσιμο βρόχο σε στιγμές
κρίσης. Δεν έχω την πρόθεση να δικαιολογήσω τον Καραμανλή, αλλά μου
φαίνεται ότι διαισθάνθηκε το αδιέξοδο και μη βλέποντας άλλη οδό διαφυγής
μας παρέδωσε άνευ όρων στην ΕΟΚ. Αν δεν είναι δυνατό να επιβιώσουμε ως
Έθνος, τουλάχιστο να επιβιώσουμε ως άτομα - αυτή μοιάζει να ήταν η σκέψη
του (αν βέβαια όλα αυτά έγιναν με κάποια σκέψη). Μ' αυτή την επιλογή
ευθυγραμμίστηκαν τελικά οι πάντες.
III
Τα
πνευματικά ρεύματα που προσδιόριζαν την κατεύθυνση της Παιδείας ήταν ο
καθαρολογισμός και ο δημοτικισμός (η αριστερή διανόηση δεν κατάφερε να
αναπτύξει αυτόνομο λόγο στα θέματα Παιδείας - παρέμεινε η αριστερά του
δημοτικισμού). Στόχος και των δύο ήταν ο φωταδιστικός εκσυγχρονισμός.
Μέθοδος και των δύο η επέμβαση στη γλώσσα, θαύμαζαν εξίσου αυτό που
θαύμαζαν και οι Ευρωπαίοι δηλ. το αρχαιοελληνικό παρελθόν, και
συμμερίζονταν εξίσου την απέχθεια των Ευρωπαίων προς το βυζαντινό
πολιτισμό. Στην πρώτη ιστορική περίοδο η πνευματική ηγεσία προέρχεται
από τον καθαρολογισμό. Στη δεύτερη από το δημοτικισμό. Στην τρίτη δεν
υπάρχει καν πνευματική ηγεσία [Η ύπαρξη «εκλεκτών» ατόμων δε σημαίνει
φυσικά και ύπαρξη πνευματικής ηγεσίας].
Πρέπει
να κάνουμε εδώ την απαραίτητη διάκριση μεταξύ παρεχόμενης μόρφωσης και
πραγματικού μορφωτικού αποτελέσματος. Στην πρώτη περίοδο υπήρχε το
μικρότερο άνοιγμα μεταξύ παρεχόμενης μόρφωσης και μορφωτικού
αποτελέσματος. Το άνοιγμα μεγαλώνει στη δεύτερη περίοδο και γίνεται
αγεφύρωτο χάσμα στη σημερινή τρίτη περίοδο. Και είναι φυσικό, αν
σκεφθούμε ότι η Παιδεία ξεκίνησε με στόχο την κλασσική μόρφωση και
βαθμιαία το κέντρο βάρους της μετατοπίστηκε στην αναπαραγωγή του
επαγγελματικού καταμερισμού της εργασίας, θυμίζω, παρεμπιπτόντως, ότι οι
πρώτοι λιγοστοί φοιτητές έμπαιναν δίχως εξετάσεις. Πήγαιναν για να
μορφωθούν κι όχι για να πάρουν το «χαρτί» που θα τους έλυνε το
επαγγελματικό πρόβλημα. Σήμερα η «μόρφωση» έχει γίνει κοινωνικό
πρόσχημα. Δε θεωρείται αγαθό καθ' εαυτό. Ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που
ανοίγει το δρόμο για την επαγγελματική «αποκατάσταση». Η προσχηματική
ανομολόγητη αυτή στάση διαπερνά σήμερα το λαό σε μαζική κλίμακα. Δε
γνωρίζει ταξικά όρια και στερεί αυτομάτως από κάθε νόημα την οποιαδήποτε
συζήτηση για «άνοδο του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης».
Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι τεράστιο θέμα για να πιαστεί σε ένα άρθρο, θα περιοριστώ σε μερικά μόνο σημεία.
Το
χάσμα δημιουργήθηκε στα πλαίσια της μανιχαϊκής πόλωσης που δημιούργησε ο
ελλαδιστικός εθνικισμός. Στα χρόνια της βασιλείας του η Παιδεία γνώρισε
τη μεγαλύτερη διαφθορά. Ποιος από τους παλιότερους δε θυμάται το
Σπουδαστικό της Ασφάλειας και τη σύμφυσή του με το καθηγητικό
κατεστημένο στα πανεπιστήμια; Τον ασφυκτικό έλεγχο του ρουφιάνου και του
χωροφύλακα πάνω στο δάσκαλο; Ότι δεν μπορούσες καν να είσαι
εκπαιδευτικός αν δεν είχες «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» και δεν
εξυμνούσες γλοιωδώς την εκάστοτε εξουσία και τους τοποτηρητές της στις
εθνικές γιορτές; Για κακή μας τύχη οι μαργαρίτες της μόρφωσης δόθηκαν
για διαφύλαξη στους χοίρους. Βρώμισαν και ξεφτύλισαν σε τέτοιο βαθμό τη
μόρφωση, που έχασε κάθε υπόληψη.
Την
απουσία πνευματικής ηγεσίας και την αποστείρωση της Παιδείας από κάθε
ηθικό μορφωτικό στοιχείο και κύρος, ανέλαβαν να την καλύψουν οι μόνοι
ζωντανοί θεσμοί που είχαν απομείνει: οι πολιτικοϊδεολογικές παρατάξεις.
Το παιδαγωγικό κύρος μεταβιβάστηκε από τα λεγόμενα πνευματικά ιδρύματα
στους μηχανισμούς της δυναμικής μανιχαϊκής αντιπαράθεσης. Μεταβιβάστηκε
στις οργανώσεις της Αριστεράς, από το ένα μέρος, και στους
αντικομμουνιστικούς μηχανισμούς της Δεξιάς από το άλλο μέρος (στρατός,
αστυνομία, ευσεβιστκές οργανώσεις κλπ.). Αυτοί ανέλαβαν να
διαπαιδαγωγήσουν τη νέα γενιά, να βοηθήσουν το νέο να γίνει υποκείμενο. Η
διαπαιδαγώγηση ήταν βέβαια μανιχαϊστική: Από εδώ το καλό -από εκεί το
κακό. Άσπρο-μαύρο.
Η
υποκειμενοποιητική παιδευτική λειτουργία περιήλθε ουσιαστικά στη
δικαιοδοσία της Αριστεράς. Ήταν ο φορέας του λαϊκού αιτήματος για
κοινωνική δικαιοσύνη. Βρισκόταν υπό διωγμό και ενσάρκωνε τα ηρωικά και
μαρτυρικά πρότυπα του εθνικού μας υποσυνειδήτου. Μειονεκτούσε στο πεδίο
της δύναμης αλλά υπερτερούσε στο ηθικό πεδίο. Δεν είναι υπερβολή αν
πούμε ότι η Αριστερά για ολόκληρη τη δεύτερη περίοδο υπήρξε η «κιβωτός
του γένους». Στάθηκε ανάχωμα στον τομαρισμό και διέσωσε το ήθος σχεδόν
για τρεις γενιές.
Αλλά η Αριστερά
δεν μπόρεσε να κατανοήσει τα προβλήματα που μας οδήγησαν στην
κατάρρευση της Παιδείας και του Εθνισμού. Αντί να αμφισβητήσει ριζικά
την Προστασία, υπέκυψε στον πειρασμό να την μεταθέσει από τη Δύση στην
Ανατολή. Δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια νέα πρόταση εθνικής στρατηγικής
στη θέση της παλιάς που είχε πεθάνει, και να ηγηθεί ενός αναγεννητικού
μορφωτικού κινήματος. Δεμένη κι αυτή στα ιδεολογήματα του
εκσυγχρονισμού, ενίσχυσε την πίεση της οικονο-μιστικής δυναμικής πάνω
στην Παιδεία και δημαγωγικά χάιδεψε τα μικροαστικά ανομολόγητα, για να
δρέψει σήμερα τους πικρούς καρπούς. Οι οργανώσεις της αποσυντέθηκαν και ο
κόσμος της βιώνει την αποτυχία ως βαθιά ηθική κρίση, ως σήψη όλων των
συλλογικών αξιών. Η Αριστερά, το τελευταίο ηθικό ανάχωμα στον τομαρισμό,
κατέρρευσε.
IV
Μπορεί
κανείς να θεωρήσει ότι οι ιστορικές μου κρίσεις και εκτιμήσεις είναι
εσφαλμένες - πράγμα διόλου απίθανο, θα συμφωνήσει ωστόσο μαζί μου ότι το
νόημα αυτού που λέμε Παιδεία κι' αυτού που λέμε Έθνος, καθώς και το
νόημα της μεταξύ τους σχέσης, ούτε μοναδικά είναι, ούτε αναμφισβήτητα,
ούτε αυτονόητα. Όταν συζητάμε γι' αυτά, αναζητούμε ακριβώς διαφορετικά
νοήματα. Πώς μπορούμε να βγούμε από το αδιέξοδο, αν δεν σκεφτούμε πάνω
σ' όλες τις εκδοχές;
Το
μεθοδολογικό σχήμα που τολμώ να προτείνω είναι το εξής: Κάθε ιστορική
Παράδοση δίνει το δικό της νόημα στην Παιδεία. Π.χ. η αρχαιοελληνική
Παράδοση, η ελληνο-ορθόδοξη Παράδοση, ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, ο
ιστορικός μαρξισμός, ο σύγχρονος επιστημονικό-τεχνικός ορθολογισμός,
δίνουν διαφορετικό νόημα στην Παιδεία (αλλά και στον Εθνισμό). Ίσως
ξενίζει η θεώρηση του σύγχρονου κυρίαρχου τρόπου νοηματοδότησης της ζωής
ως Παράδοσης, μια και συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο Παράδοση
μόνο για παλιά πράγματα. Όλα όμως είναι σχετικά. Αυτό που είναι νέο για
μας σήμερα, αύριο θα είναι ήδη παλιό. Για τους αυριανούς ανθρώπους θα
είναι Παράδοση με τη δική μας έννοια. Από πλευράς ουσίας δεν υπάρχει
λοιπόν διαφορά: Όλες οι νοηματοδοτήσεις της ζωής είναι Παραδόσεις. Δεν
υπάρχει, λοιπόν, νόημα για την Παιδεία έξω από Παραδόσεις. Κάτι
περισσότερο: Δεν υπάρχει Παιδεία έξω από Παραδόσεις.
Φυσικά
οι Παραδόσεις δεν είναι αυτονομημένες και απομονωμένες οντότητες. Είναι
σχέσεις. Είναι αναφορικότητες. Κάθε μία έχει διαμορφωθεί σε σχέση και
αντίθεση με κάποια άλλη και διατηρεί οργανικούς δεσμούς μαζί της. Ο
χριστιανισμός π.χ. γεννήθηκε σε αντίθεση με τον ιουδαϊσμό, με την
ολυμπιακή θρησκεία κλπ. Αναπτύχθηκε σε αναφορά με άλλες Παραδόσεις και
διαιρέθηκε σε διάφορες αιρέσεις. Άλλο παράδειγμα είναι ο ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός, που γεννήθηκε σε αναφορά και αντίθεση με την απολυταρχική
εκδοχή χριστιανισμού που αντιπροσώπευε ο καθολικισμός. Ο ιστορικός
μαρξισμός επίσης είναι αδύνατο να εννοηθεί έξω από τη σχέση / αντίθεση
του με το φιλελευθερισμό από τη μια και τον απολυταρχικό χριστιανισμό
από την άλλη. Τέλος, η κυρίαρχη σήμερα Παράδοση του τεχνοκρατικού
ορθολογισμού, που βλέπει τη ζωή σαν σύστημα συγκροτούμενο από
αυτονομημένες δυναμικές αφηρημένων σχέσεων, δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω
από το δεσμό της με τα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού και του κρατικού
κολλεκτιβισμού, των οποίων αποτελεί την υπέρβαση. Πρέπει λοιπόν να
κρίνου με ιστορικά τις Παραδόσεις.
Κρίνω
ιστορικά, θα πει κρίνω σχετικά - έχω επίγνωση ότι μιλώ στηριζόμενος στο
νοηματικό έδαφος κάποιας Παράδοσης, ότι ο λόγος μου παραπέμπει στον
Κοινό Λόγο κάποιας Παράδοσης (ή και στον Κοινό Λόγο που αρθρώνουν οι
Παραδόσεις στο σύνολο τους). Οι Παραδόσεις, εφόσον είναι νοηματοδοτήσεις
που μας έχουν παραδοθεί, δηλ. μας είναι προσιτές, είναι επίκαιρες. Δεν
μπορώ συνεπώς να θεωρώ μια Παράδοση «αληθινότερη» από κάποια άλλη,
επειδή ενδεχομένως να είναι νεώτερη, ή επειδή μπορεί να ακολουθείται από
την πλειοψηφία και είναι κυρίαρχη, ή τέλος επειδή προσωπικά μπορεί να
μου ταιριάζει καλύτερα. Η νεότητα, η δύναμη, η δημοτικότητα και η
υποκειμενική χρησιμότητα, δεν αποτελούν κριτήριο της αλήθειας.
Οι
Παραδόσεις υπάρχουν συναρθρωμένες σε ιστορικούς σχηματισμούς
ιδιόμορφους κι αυτοί οι σχηματισμοί δεν είναι άλλοι τους Εθνικούς
Σχηματισμούς. Κάθε Εθνικός Σχηματισμός αποτελεί δομή διαφορετικών
Παραδόσεων όπου υπάρχει κεντρική Παράδοση, περιφερειακές Παραδόσεις και
ηγετική Παράδοση (που μπορεί κάλλιστα να μη συμπίπτει με την κεντρική).
Απ' αυτή την άποψη ο νεοελληνικός Εθνικός Σχηματισμός μπορεί να θεωρηθεί
ως σχηματισμός ιστορικών Παραδόσεων με κεντρική Παράδοση την
ελληνο-ορθόδοξη και περιφερειακές τη δυτική Παράδοση, την κομμουνιστική
Παράδοση και άλλες Παραδόσεις. Κυρίαρχη Παράδοση, δηλ. αυτή που ελέγχει
την Παιδεία, είναι η δυτική Παράδοση. Το σχήμα δεν πρέπει να το βλέπει
κανείς με απολυτότητα, αλλά να παίρνει υπόψη του αυτό που θα μπορούσαμε
να ονομάσουμε σχετικισμό των Παραδόσεων. Η κυριαρχία της δυτικής
Παράδοσης πάνω στις περιφερειακές και πάνω στην κεντρική Παράδοση τις
παραμορφώνει, τις μετασχηματίζει. Αυτό σημαίνει ότι η ιδιαιτερότητα του
Εθνικού Σχηματισμού - η «εθνική ταυτότητα» - δεν προσδιορίζεται μόνο από
το περιεχόμενο των συστατικών του Παραδόσεων, αλλά και από τις
«παραμορφώσεις» που προκαλεί σ' αυτές η συγκεκριμένη ιστορική τους
συνάρθρωση.
Καταλήγω δηλαδή στην εξής διπλή θέση και την καταθέτω σαν εργαλείο σκέψης:
α) Φορείς της Παιδείας είναι οι Παραδόσεις και
β)
Οι ιστορικοί εθνισμοί είναι σχηματισμοί Παραδόσεων και κατ' επέκταση
εκδοχών Παιδείας. Αυτή η θέση είναι και η θεωρητική μου απάντηση στο
θέμα της σχέσης Παιδείας και Εθνισμού.
Είναι
ενδεικτική παρωπιδοφορίας η προσκόλληση στην οπτική μιας μόνο
Παράδοσης. Η κυρίαρχη Παράδοση δίνει μια προοπτική. Δεν πρέπει όμως να
νομίζουμε ότι είναι η μόνη που δίνει προοπτική. Επίσης: Τα προβλήματα
που αντιμετωπίζουμε σήμερα τίθενται στα πλαίσια της κυρίαρχης Παράδοσης
και με τους δικούς της όρους. Αν η ιδεολογία της δεν μας επιτρέπει να
βρούμε λύσεις αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια (ότι
«δεν υπάρχει πρόταση!»). Γιατί να μην προσφύγουμε στα αναλυτικά όργανα
άλλων Παραδόσεων; Ιδιαίτερα στα ζητήματα Παιδείας και Εθνισμού, η
πλουραλιστική οπτική που αξιοποιεί απροκατάληπτα όλες τις Παραδόσεις
(και μάλιστα τις θεμελιώδεις Παραδόσεις του Εθνικού Σχηματισμού), είναι
όχι μόνο νόμιμη αλλά και αναγκαία.
Ο
Ισοκράτης, διατυπώνοντας με ανεπανάληπτο τρόπο της σχέση Παιδείας και
Εθνισμού, έλεγε ότι είμαστε Έλληνες όχι γιατί μετέχουμε κάποιας κοινής
φύσης (φυλετικής, βιολογικής κλπ.), αλλά γιατί μετέχουμε μιας
συγκεκριμένης Παιδείας. Οι τοτινοί συμπατριώτες του τον καταλάβαιναν,
γιατί ήξεραν για ποια Παιδεία τους μιλούσε. Εμείς ξέρουμε;
πηγή: Αντίφωνο, περιοδικό ΕΛΛΟΠΙΑ, καλοκαίρι 1990, τ.2, σελ. 66-69
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.