Ο ναός του Αυγούστου και της Ρώμης στην Άγκυρα. Η φωτογραφία προέρχεται από την Wikipedia.
~.~
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #11
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»:
οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου.
Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.
Αυτά σημειώνει στο ημερολόγιό του το 1949 ο Γιώργος Σεφέρης, που υπηρετούσε τότε στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Άγκυρα (Μέρες Ε΄, 1η Γενάρη 1945 – 19 Ἀπρίλη 1951, Ίκαρος, σελ. 143-144).
~.~
Ένας Βυζαντινός φίλος του Γιώργου Σεφέρη
«Κυριακή, 4 Σεπτέμβρη. Ξαναπήγαμε στὸ Ναὸ τοῦ Αὐγούστου, γιὰ νὰ ἐξακριβώσω καὶ ν’ ἀντιγράψω τὶς σωζόμενες συλλαβὲς ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Τουρμάρχη Εὐσταθίου. Αὐτὸς ὁ Στάθης (Θ΄-Ι΄ αι.) —δὲν ξέρω γιατὶ τὸν βλέπω καμιὰ φορά, στὰ τελευταῖα του, σὰν καλόγερο— ἔχει γίνει στὸ μυαλό μου ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους καλοὺς φίλους ποὺ μοῦ προμήθεψε ἡ Ἄγκυρα. Τὴν ἐπιγραφὴ τὴ βλέπει κανείς, ἄν προσέξει, ἀριστερὰ καθὼς μπαίνεις στὸ παλαιὸ μνημεῖο. Εἶναι χαραγμένη σὲ δυὸ ἀγκωνάρια, τσακισμένα κατὰ τὸ δεξὶ μέρος, τὸ ἕνα ἀπάνω στὀ ἄλλο. Τὸ δεύτερο ἀκουμπᾶ στὸ χῶμα. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τὸ ἀποκατέστησε ὁ Grégoire (πληροφορία ἀπὸ τὸν E. Marbury, Ankara, 2e ed., 1934). Τὰ σημερινὰ ἀπομεινάρια τὰ διαβάζω ἔτσι: …».Αυτά σημειώνει στο ημερολόγιό του το 1949 ο Γιώργος Σεφέρης, που υπηρετούσε τότε στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Άγκυρα (Μέρες Ε΄, 1η Γενάρη 1945 – 19 Ἀπρίλη 1951, Ίκαρος, σελ. 143-144).
Ο ποιητής έγινε για λίγο επιγραφικός, προκειμένου να ξαναδιαβάσει ένα κείμενο που τον γοήτευσε, το ταφικό επίγραμμα του τουρμάρχη Ευσταθίου, το οποίο βρισκόταν χαραγμένο στον ρωμαϊκό ναό του Αυγούστου και της Ρώμης στη σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας. Ο ναός είναι γνωστός για τη μεγάλη αυτοβιογραφική επιγραφή του αυτοκράτορα Αυγούστου (“Res Gestae Divi Augusti”).
Στη βυζαντινή εποχή είχε μετατραπεί σε εκκλησία, γι’ αυτό και δικαιολογείται η παρουσία ταφικών επιγραφών στο εσωτερικό του. Οι Βυζαντινοί ενταφίαζαν τους νεκρούς τους γύρω από κάθε εκκλησία, ενίοτε δε και εντός, όταν επρόκειτο για σημαντικά πρόσωπα. Οι τοίχοι του ναού εξακολουθούν σήμερα να σώζονται σε μεγάλο ύψος, με πολλά όμως προβλήματα διατήρησης, που κρατούν όλο το κτίσμα υποστυλωμένο και απροσπέλαστο.
Η Άγκυρα ανήκε στις σπουδαιότερες μικρασιατικές πόλεις του Βυζαντίου. Λόγω της θέσης της υπήρξε στρατηγικός κόμβος για το εμπόριο αλλά και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα ανατολικά σύνορα του κράτους, ιδιαίτερα κατά την εποχή της επικής αναμέτρησης με τους Άραβες.
Η Άγκυρα ανήκε στις σπουδαιότερες μικρασιατικές πόλεις του Βυζαντίου. Λόγω της θέσης της υπήρξε στρατηγικός κόμβος για το εμπόριο αλλά και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα ανατολικά σύνορα του κράτους, ιδιαίτερα κατά την εποχή της επικής αναμέτρησης με τους Άραβες.
Οι βυζαντινές οχυρώσεις της Άγκυρας, που σώζονται σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, μαρτυρούν αυτόν ακριβώς τον ρόλο της. Ένας από τους πολλούς στρατιωτικούς που υπηρέτησαν εδώ ήταν και ο Ευστάθιος —ο Στάθης του Σεφέρη— που διοικούσε μια τούρμα, μια μεγάλη στρατιωτική υποδιοίκηση, έχοντας ως αμέσως ανώτερό του στην ιεραρχία τον στρατηγό του οικείου Θέματος (επαρχίας).
Ο Ευστάθιος εξεμέτρησε το ζην τον 9ο ή τον 10ο αιώνα και τάφηκε μέσα στην εκκλησία–άλλοτε ναό του Αυγούστου. Το μνημείο του έχει προ πολλού συληθεί και εξαφανιστεί, αλλά ο ίδιος «μιλά» ακόμα, σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από το εκτενές ταφικό του επίγραμμα, που σώζεται σήμερα εν μέρει:
Ἐπιστάμενος, αἰαῖ, ἀεὶ ἀνθρώπους
ὑπεραρθέντας ὕστερον κεισομένους
σὲ τὸν ὅλων δημιουργὸν κραυγάζω·
τούτων με ῥῦσαι τῶν ἀνομιῶν βάρους,
ἀναμάρτητε, ὁ ἔχων ἐξουσίαν
θεσμοὺς καὶ σειρὰς ἁμαρτημάτων λύειν·
ἡ γὰρ ἐπὶ γῆς ἀρχή γε φονεργάτις
ὅπλοις καὶ ξίφοις ἀνδρείως ἠσκημένον
σωζόμενόν με παράγει ἐκ κινδύνων·
τέλος δε λυπῶν κατενεχθεὶς τῇ νόσῳ
ὅλος ἐν νεκροῖς προσέδραμον Κυρίῳ
ὕλῃ παραδοὺς τὸ χαμαιγενὲς δέμας
ῥῦσιν τ’ ἐπείγων δακρύοις πικροτάτοις
μετὰ ὀδυρμῶν παρεκάλουν τὸ θεῖον
ἀνέσεώς με τυχεῖν ἐν ζωῆς τόπῳ
ῥεῦσιν τοῦ πυρὸς ἐκφυγόντ’ αἰωνίαν
χάριτι Χριστοῦ τοῦ μόνου ἀθανάτου·
ἰδοὺ ἐκ τάφου κἀγὼ σοὶ φωνῶ τάδε·
σῶσόν με, Σωτήρ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ κρίσει.
Σε αυτό το πολύ χαρακτηριστικό για την εποχή του ταφικό επίγραμμα, σε δωδεκασύλλαβο μέτρο, ο νεκρός απευθύνεται στον Χριστό για να ζητήσει τη σωτηρία της ψυχής του και για να γλιτώσει από το αιώνιο πυρ. Ο Ευστάθιος διατυπώνει το αίτημά του διά μακρών και κάπως φλύαρα, δίνοντάς μας ωστόσο μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την ανδρεία του στον πόλεμο, τον θάνατό του από ασθένεια και την αντίληψη για το σώμα του — τὸ χαμαιγενὲς δέμας. Το όνομα και το αξίωμά του δεν αναφέρονται πουθενά μέσα στη ροή του κειμένου. Σχηματίζονται όμως κατακόρυφα ως ακροστιχίδα, σε ένα πολύ αγαπητό στους μορφωμένους Βυζαντινούς γλωσσικό παιχνίδι. Αυτή η επιλογή φαίνεται να ευθύνεται και για το μακροσκελές και ολίγον τι φλύαρον του επιγράμματος — ειδικά ο τίτλος του τουρμάρχη απαίτησε πολλούς στίχους για να σχηματιστεί από τα πρώτα γράμματά τους.
Δέκα περίπου αιώνες μετά τον θάνατό του, ο τουρμάρχης Ευστάθιος κέντρισε τον νου και τη συμπάθεια του Γιώργου Σεφέρη, μέσα στη μοναξιά της υπηρεσιακής του ζωής στην Άγκυρα. Ο ποιητής μελέτησε την επιγραφή και βρήκε στον Ευστάθιο έναν καλό φίλο, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, σημειώνοντας μάλιστα ότι τον φανταζόταν σαν καλόγερο, στα τελευταία του χρόνια. Ως τέτοιον δε τον παρουσίασε στο ποίημα “Ἀγκυρανὸ μνημεῖο”, στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄:
Ἐπιστάμενος, αἰαῖ, ἀεὶ ἀνθρώπους
ὑπεραρθέντας ὕστερον κεισομένους
σὲ τὸν ὅλων δημιουργὸν κραυγάζω·
τούτων με ῥῦσαι τῶν ἀνομιῶν βάρους,
ἀναμάρτητε, ὁ ἔχων ἐξουσίαν
θεσμοὺς καὶ σειρὰς ἁμαρτημάτων λύειν·
ἡ γὰρ ἐπὶ γῆς ἀρχή γε φονεργάτις
ὅπλοις καὶ ξίφοις ἀνδρείως ἠσκημένον
σωζόμενόν με παράγει ἐκ κινδύνων·
τέλος δε λυπῶν κατενεχθεὶς τῇ νόσῳ
ὅλος ἐν νεκροῖς προσέδραμον Κυρίῳ
ὕλῃ παραδοὺς τὸ χαμαιγενὲς δέμας
ῥῦσιν τ’ ἐπείγων δακρύοις πικροτάτοις
μετὰ ὀδυρμῶν παρεκάλουν τὸ θεῖον
ἀνέσεώς με τυχεῖν ἐν ζωῆς τόπῳ
ῥεῦσιν τοῦ πυρὸς ἐκφυγόντ’ αἰωνίαν
χάριτι Χριστοῦ τοῦ μόνου ἀθανάτου·
ἰδοὺ ἐκ τάφου κἀγὼ σοὶ φωνῶ τάδε·
σῶσόν με, Σωτήρ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ κρίσει.
Σε αυτό το πολύ χαρακτηριστικό για την εποχή του ταφικό επίγραμμα, σε δωδεκασύλλαβο μέτρο, ο νεκρός απευθύνεται στον Χριστό για να ζητήσει τη σωτηρία της ψυχής του και για να γλιτώσει από το αιώνιο πυρ. Ο Ευστάθιος διατυπώνει το αίτημά του διά μακρών και κάπως φλύαρα, δίνοντάς μας ωστόσο μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την ανδρεία του στον πόλεμο, τον θάνατό του από ασθένεια και την αντίληψη για το σώμα του — τὸ χαμαιγενὲς δέμας. Το όνομα και το αξίωμά του δεν αναφέρονται πουθενά μέσα στη ροή του κειμένου. Σχηματίζονται όμως κατακόρυφα ως ακροστιχίδα, σε ένα πολύ αγαπητό στους μορφωμένους Βυζαντινούς γλωσσικό παιχνίδι. Αυτή η επιλογή φαίνεται να ευθύνεται και για το μακροσκελές και ολίγον τι φλύαρον του επιγράμματος — ειδικά ο τίτλος του τουρμάρχη απαίτησε πολλούς στίχους για να σχηματιστεί από τα πρώτα γράμματά τους.
Δέκα περίπου αιώνες μετά τον θάνατό του, ο τουρμάρχης Ευστάθιος κέντρισε τον νου και τη συμπάθεια του Γιώργου Σεφέρη, μέσα στη μοναξιά της υπηρεσιακής του ζωής στην Άγκυρα. Ο ποιητής μελέτησε την επιγραφή και βρήκε στον Ευστάθιο έναν καλό φίλο, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, σημειώνοντας μάλιστα ότι τον φανταζόταν σαν καλόγερο, στα τελευταία του χρόνια. Ως τέτοιον δε τον παρουσίασε στο ποίημα “Ἀγκυρανὸ μνημεῖο”, στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄:
«… ὁ Στάθης ὁ καλόγερος πὄσωσε περπατώντας | κι ἦταν σπαθάρης μιὰ φορά, σπαθάρης καὶ τζελάτης».
Ακολουθώντας το περιεχόμενο της επιγραφής, ο ξαναζωντανεμένος από τον Σεφέρη Ευστάθιος παρακαλά τον Χριστό —«τῆς ἁμαρτίας δραγάτη»— να τον πάρει στο πλευρό του. Λίγοι νεκροί έτυχαν του προνομίου μιας λογοτεχνικής «ανάστασης» σαν και αυτή, που τους επέτρεψε μάλιστα να επαναδιατυπώσουν τις προσδοκίες τους για το επέκεινα.
Η επιγραφή του Ευσταθίου εντοπίστηκε πρώτη φορά το 1813 από τον Σκωτσέζο περιηγητή John Macdonald Kinneir και έκτοτε έχει δημοσιευθεί κατ’επανάληψιν. Εδώ ακολουθούμε την αποκατάστασή της από τον Andreas Rhoby, στο Byzantinische Epigramme auf Stein (Βιέννη 2014), αρ. ΤR18, δίχως τη δήλωση των επιγραφικών συμβόλων. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε εκ νέου από τους Stephen Mitchell και David French, The Greek and Latin Inscriptions of Ankara (Ancyra), II (Μόναχο 2019), αρ. 501, οι οποίοι τη μεταγράφουν με τα πολλά ορθογραφικά λάθη του πρωτότυπου κειμένου και προτείνουν νέες αναγνώσεις σε ορισμένα σημεία.
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/?fbclid=IwY2xjawH0PvpleHRuA2FlbQIxMQABHZTUzKIOQ00cd_JEpfO4SGCVFOdgessCKiYX5DUzORF_txlg0OywpzafMg_aem_nEzZO-Zn0FaYay9lriPQmw
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Η επιγραφή του Ευσταθίου εντοπίστηκε πρώτη φορά το 1813 από τον Σκωτσέζο περιηγητή John Macdonald Kinneir και έκτοτε έχει δημοσιευθεί κατ’επανάληψιν. Εδώ ακολουθούμε την αποκατάστασή της από τον Andreas Rhoby, στο Byzantinische Epigramme auf Stein (Βιέννη 2014), αρ. ΤR18, δίχως τη δήλωση των επιγραφικών συμβόλων. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε εκ νέου από τους Stephen Mitchell και David French, The Greek and Latin Inscriptions of Ankara (Ancyra), II (Μόναχο 2019), αρ. 501, οι οποίοι τη μεταγράφουν με τα πολλά ορθογραφικά λάθη του πρωτότυπου κειμένου και προτείνουν νέες αναγνώσεις σε ορισμένα σημεία.
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/?fbclid=IwY2xjawH0PvpleHRuA2FlbQIxMQABHZTUzKIOQ00cd_JEpfO4SGCVFOdgessCKiYX5DUzORF_txlg0OywpzafMg_aem_nEzZO-Zn0FaYay9lriPQmw
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.