Η γεωγραφική ανάπτυξη του νέου ελληνισμού έγινε εντός του πυρήνα του βυζαντινού χώρου και με τα υλικά της υστεροβυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής (πληθυσμοί, σύμβολα, θρησκεία, εκκλησιαστική οργάνωση). Από την άλλη, το απελευθερωτικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας έθετε ως στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τα παράλληλα σχέδια μιας λιγότερο εθνοκρατικής και περισσότερο υπερεθνικής υφής, όπως η ανατολική αυτοκρατορία ως συνεργασία Ελλήνων-Βαλκανίων λαών ή Ελλήνων-Οθωμανών, και πάλι ζητούσαν ένα είδος ανασύστασης του Βυζαντίου.
Στα κείμενα τα οποία απασχόλησε η γεωπολιτική θέση και το πολιτικό πεπρωμένο του Ελληνισμού, οι αναφορές στο Βυζάντιο έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς α) φανερώνουν τον τρόπο σκέψης της εποχής, και β) εξάγουν συμπεράσματα τα οποία ενδέχεται να φανούν χρήσιμα σε μία σύγχρονη γεωγραφική-γεωπολιτική ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής κατάστασης ή της βυζαντινής ιστορίας.
Τα παρακάτω αποσπάσματα σταχυολογούνται από την διδακτορική διατριβή του Ιωάννη Ε. Κωτούλα στο ΕΚΠΑ (2020), με τίτλο “Ιστορία της Ελληνικής Γεωπολιτικής“. Το έργο, ύστερα από μία εισαγωγή για τη μορφή και τους διεθνείς διαμορφωτές της γεωπολιτικής επιστήμης, προχωρά στην λεπτομερή έκθεση της ελληνικής γεωπολιτικής σκέψης, περιλαμβάνοντας μορφές όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ίων Δραγούμης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Γεώργιος Σκληρός ή ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, καταλήγοντας στον Ιωάννη Μάζη.
Η παρακάτω παρουσίαση δεν έχει απαιτήσεις πληρότητας. Παραθέτει μόνο κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, αφορμή για περαιτέρω μελέτη.
Η ΑΙΓΙΗΔΑ
Πριν την καθαυτό είσοδο στα περί Βυζαντίου, χρειάζεται η διασαφήνιση ενός καιρίου όρου, της Αιγηίδος:
Στο σημείο αυτό θεμελιώδης υπήρξε η συμβολή των μελετών του μείζονος Γερμανού γεωλόγου και γεωγράφου Alfred Philippson (1864-1953), ο οποίος πραγματοποίησε πολυετείς επιτόπιες γεωλογικές έρευνες σε σημεία της Ελλάδος θεμελιώνοντας τις βάσεις για την μελέτη της τεκτονικής δομής του ελλαδικού χώρου.[643] Στην γενικότερη γερμανόγλωσση βιβλιογραφία Φυσικής Γεωγραφίας η γεωφυσική ενότητα της Αιγηίδος (Ägäis) περιλαμβάνει την θαλάσσια έκταση του Αιγαίου Πελάγους και τις εκατέρωθεν ακτές με την ενδοχώρα τους. Η ιδιαίτερη αυτή περιοχή παρουσιάζει γεωφυσική και κλιματική ενότητα και διαφοροποίηση από το εσωτερικό του μικρασιατικού χώρου.[644] Η αντίληψη της γεωφυσικής ενότητος των εδαφών εκατέρωθεν του Αιγαίου Πελάγους και της διακριτότητος αυτών από την βαλκανική ενδοχώρα απαντά ήδη στην γερμανόγλωσση ιστοριογραφία του 19ου αιώνος.[645]
Η αντίληψη της Αιγηίδος ως γεωφυσικής, αλλά ενίοτε και ως ιστορικής-πολιτισμικής ενότητος απαντά σε κείμενα της περιόδου εθνικών διεκδικήσεων της Ελλάδος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[646] Ο όρος Αιγηίς επανέρχεται κατά την μεσοπολεμική περίοδο στο έργο Ελλήνων συγγραφέων, όπως ο θεωρητικός της Γεωοικονομίας Κωνσταντίνος Σφυρής. Κατά τον Μεσοπόλεμο, όμως, ο όρος πλέον δεν αφορά τόσο τα αμιγή γεωφυσικά δεδομένα, αλλά έχει προσλάβει διαφορετική νοηματοδότηση επικεντρωμένος στην οικονομική διάσταση του ευρυτέρου διακρατικού χώρου του Αιγαίου Πελάγους.[647]
Ο νομικός και διπλωμάτης Νικόλαος Σ. Πολίτης (1782-1942), συνεργάτης του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και εκπρόσωπος της Ελλάδος στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (1919) ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αποστολής, επικαλείτο την ομοιότητα των γεωφυσικών δεδομένων μεταξύ των δύο ακτών του Αιγαίου Πελάγους για την θεμελίωση των ελληνικών εδαφικών αξιώσεων επί της δυτικής Μικράς Ασίας και την πολιτική ενοποίηση των χερσαίων ηπειρωτικών εκτάσεων εκατέρωθεν του Αιγαίου Πελάγους υπό έναν κρατικό δρώντα.[648]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
643. Η. Μαριολάκος, «Σύντομο ιστορικό της έρευνας επί της γεωτεκτονικής εξέλιξης του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου», Ειδικές δημοσιεύσεις της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας 2 (1993), 39-51.644. A. Philippson, ‘La tectonique de l’Égéide’, Annales de Géographie 7 (1898), 112-41· Das Mittelmeergebiet, seine geographische und kulturelle Eigenart, Leipzig: B.G. Teubner, 1904, 43· Europa, Leipzig u. Wien: Bibliographisches Institut, 1906, 282-97.
645. E. Curtius, Ελληνική ιστορία, τόμ. Α΄, ό.π., 1-7
646. Σ.Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηίδος: Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), Αθήνα: Εστία, 2016.
647. Για τον Κωνσταντίνο Σφυρή βλ. την Ενότητα 4.5.
648. N. Politis, Les aspirations nationales de la Grèce, Paris: La Paix des Peuples, 1919, 11. Ο Γάλλος φιλέλλην δημοσιογράφος René Puaux (1878-1936) συνέβαλε επίσης στην δημοσιολογική διάδοση του όρου. Βλ. R. Puaux, L’Égéide: L’empire hellène de la Mer Egée, Paris: Payot, 1919. Πβ. Σ.Γ. Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια, ό.π., 360. Βλ. επίσης M. Llewellyn-Smith, Το όραμα της Ιωνίας: Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922, μτφ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2009 [2002], 151-2.Κωτούλας, σελ. 204-205.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ, Η ΑΙΓΗΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΒΑΘΟΣ
Παρακάτω γίνεται αναφορά στο έργο του πολιτικού μηχανικού Κωνσταντίνου Π. Χριστόπουλου (1897-;) “Το Ελληνικόν πρόβλημα” (1945), το οποίο γράφτηκε επί Κατοχής και είχε κατατεθεί στον ΕΑΜ και την ΠΕΑΝ:
Στην συνέχεια της αναλύσεώς του ο Χριστόπουλος προβαίνει στην ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι οι δυσχέρειες στην πολιτική ενοποίηση των δύο ακτών του Αιγαίου Πελάγους υπό κοινή πολιτική κυριαρχία οφείλονται στην θαλάσσια έκταση του Αιγαίου, η οποία αναιρεί την εσωτερική συνοχή και τον συμπαγή χαρακτήρα του ελληνικού χώρου. Υπό αυτήν την αντίληψη του Αιγαίο Πέλαγος συγκροτεί ένα κενό στο κέντρο του χώρου ενδιαφέροντος του Ελληνισμού, με συνέπεια την ύπαρξη ανεπαρκούς βάθους περιμέτρου για τον ελληνικό κρατικό δρώντα:
“Εάν το περιαιγαίο τούτο πλαίσιο δεν απετέλεσε συνεχώς ένα ενιαίο Ελληνικό κράτος, τούτο οφείλεται βεβαίως σε διαφόρους ιστορικούς και τοπογραφικούς λόγους, αλλά και στο κενό της θαλάσσης του Αιγαίου, το οποίον υπήρξε πάντοτε ένα μειονέκτημα τόσο μεγαλύτερο κατά τες διάφορες εποχές όσο ασθενέστερες ήσαν η βορεία και η ανατολική πλευρά του πλαισίου αυτού, οι οποίες ήσαν και εκείνες συνήθως που υφίσταντο κάθε τόσο τες εξωτερικές κρούσεις και οι οποίες γι’ αυτό ήσαν άλλοτε μεγάλου και άλλοτε μικρού πάχους. Η Ανατολική πλευρά του Ελληνισμού πολλές φορές είχε μεγάλο βάθος, υπέστη όμως και τες μεγαλύτερες επιθέσεις από ισχυρούς βαρβάρους λαούς, εξασθένησε πολύ και τέλος υπεχώρησε τελείως επί των ημερών μας.“[1996]
Ο Χριστόπουλος χρησιμοποιεί ως περίπτωση μελέτης, η οποία επαληθεύει τις τυπολογικές γεωπολιτικές παρατηρήσεις του, την χωρική επέκταση της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1912-1922. Κατ’ αρχήν η επέκταση του ελληνικού κυριαρχικού ελέγχου βάσει ενός άξονος Δύσεως-Ανατολής διαμορφώνει ένα λογικό σχήμα κράτους, το οποίο ελέγχει και τις δύο ακτές του Αιγαίου Πελάγους και το οποίο από ιστορικής απόψεως παραπέμπει στην Ανατολικορωμαϊκή Αυτοκρατορία του πρώιμου 11ου αιώνος. Στο σημείο αυτό ο Χριστόπουλος είναι επηρεασμένος από τις διατυπώσεις του Γερμανού ιστορικού γεωγράφου και μέλους της Γερμανικής Γεωπολιτικής Σχολής Richard Hennig (1874-1951). Στην θεμελιώδη μελέτη του Γεωπολιτική: Η διδασκαλία του κράτους ως εμβίου όντος (Geopolitik: Die Lehre vom Staat als Lebewesen, 1928) ο Hennig αναδεικνύει το μακροϊστορικό υπόβαθρο της απόπειρας κυριαρχικού ελέγχου του ελληνικού παράγοντος επί των δύο ακτών του Αιγαίου Πελάγους κατά την αρχαιότητα μέσω των πόλεων-κρατών και κατά την μεσαιωνική περίοδο μέσω της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας:
“Η υπερπόντια επέκταση στην απέναντι κειμένη ακτή αποτελεί θεματικό μοτίβο της πολιτικής όλων των ισχυρών κρατών, τα οποία εξασκούν την ναυσιπλοΐα. […] Ήδη από τις απαρχές της ιστορίας τους οι Έλληνες είχαν εδραιωθεί στην μικρασιατική ακτή. Ακόμη έως και την σύγχρονη περίοδο οι Έλληνες δεν έχουν εγκαταλείψει την επιδίωξή τους να ελέγξουν ολόκληρη την Αιγηίδα τουλάχιστον σε πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο, και ει δυνατόν σε πολιτικό επίπεδο, ώστε να την μετατρέψουν σε ίδια θάλασσα (mare nostro) ή, όπως έλεγαν ήδη στην αρχαιότητα, σε καθ’ ημάς θάλαττα. […] Προτού οι Τούρκοι εδραιωθούν στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους χρόνους των Σταυροφοριών, η Αιγηίς ήταν ίδια θάλασσα (mare nostro) του ελληνικού (βυζαντινού) αυτοκρατορικού κράτους, το οποίο περιέβαλλε σε μία σχεδόν πλήρη κυκλική μορφή το Αιγαίο Πέλαγος στον νότο (Κρήτη), στην δύση (Ελλάς), στον βορρά (Βυζάντιο) και στην Ανατολή (Μικρά Ασία) με μία βορειοανατολική προεξοχή στην Σινώπη.“[1997]
Η διαφορά, όμως, μεταξύ της μορφής του βυζαντινού κράτους και αυτής του σύγχρονου ελληνικού κράτους έγκειται στην απουσία επαρκούς στρατηγικού βάθους στα βόρεια και ανατολικά σύνορα της επικρατείας στην δεύτερη περίπτωση. Η ήττα στην Μικρά Ασία το 1922 κατά τον συγγραφέα προκαλεί αυξημένη γεωστρατηγική πίεση σε βάρος της Ελλάδος και στο ασθενές βόρειο τμήμα των συνόρων στην Μακεδονία και την Θράκη:
“Η Νεώτερη Μεγάλη Ελλάς, η Ελλάς του Ελευθερίου Βενιζέλου, είχε σχεδιασθή ακριβώς επάνω στο πλαίσιο αυτό, το ανέκαθεν Ελληνικό, είχε ένα σχήμα λογικό, όμοιο προς το Βυζαντινό των αρχών της χιλιετηρίδος μας, αλλά μικρότερο και μάλιστα με τη βορεινή και ανατολική πλευρά πολύ ασθενέστερες. Ολοκληρουμένου του σχεδίου της Νεωτέρας Ελλάδος, οι ασθενείς αυτές πλευρές θα συνεδέοντο μεταξύ των, και θα απέβαιναν κατ’ αυτόν τον τρόπο ισχυρότερες. Μετά την πλήρη κατάρρευσι όμως της Ανατολικής κατά το 1922, η Βορεία έμεινε τελείως μετέωρος, εν είδει προβόλου πάνω από το κενό του Αιγαίου και συνεπώς πολύ εύθραυστη καθ’ όλο το μήκος της και μάλιστα κατά την συναρμογή της με το κύριο σώμα της χώρας μας στην Κοιλάδα του Αξιού.“[1998]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1996. Κ.Π. Χριστόπουλος, Το ελληνικόν πρόβλημα, ό.π., 16.1997. R. Hennig, Geopolitik, ό.π., 206-7.
1998. Κ.Π. Χριστόπουλος, Το ελληνικόν πρόβλημα, ό.π., 16-7.
Κωτούλας, σελ. 684-687.
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΗΙΔΟΣ
Τέλος, παρατίθενται οι αναλύσεις του νομικού και αντιστασιακού μέλους της ΠΕΑΝ, Γεωργίου Σ. Αλεξιάδη, στο έργο του Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών (1945):
Ο Αλεξιάδης επισημαίνει την γεωφυσική ενότητα των γεωγραφικών περιοχών, οι οποίες περιβάλλουν το Αιγαίο Πέλαγος. Η ευρύτερη περιοχή προσδιορίζεται ως μία διακριτή χωρική ενότητα με τον γεωφυσικό όρο Αιγηίς, ο οποίος είναι ειλημμένος από την γερμανόγλωσση παράδοση Φυσικής Γεωγραφίας και στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο εκδόσεως της μελέτης από την θεμελιώδη μελέτη Φυσικής και Οικονομικής Γεωγραφίας του Αλεξάνδρου Σίνου. Ο Αλεξιάδης αναφέρεται ειδικότερα σε εδάφη υπό τον έλεγχο της Ελλάδος (Αιγαίο Πέλαγος), της Βουλγαρίας (Ανατολική Ρωμυλία) και της Τουρκίας (δυτική Μικρά Ασία). Η αλληλοπεριχώρηση των γεωφυσικών δεδομένων στην Αιγηίδα συνεπάγεται κατά τον συγγραφέα την ενότητα του χώρου σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Η εσωτερική ενότητα της Αιγηίδος επιτείνεται λόγω των εγγενών τάσεων των πληθυσμών για εξωστρεφείς μεταναστευτικές κινήσεις:
“Το σύνολο των περιοχών που βρέχεται από το Αιγαίο παρουσιάζει έτσι μιαν αναμφισβήτητη ενότητα, και το όνομα της «Αιγηΐδος» που τους δώσαν στα χρόνια μας, ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα τόσο ιστορική όσο και γεωγραφική. Κάτω από το όνομα της «Αιγηΐδος» περιλαμβάνουν οι επιστήμονες το σύνολο των χωρών, που κείνται μεταξύ του Αίμου και των Διναρικών Άλπεων. Στην Αιγηΐδα δηλαδή περιλαμβάνεται ολόκληρη σχεδόν η σημερινή Ελλάς (με το Αιγαίο πέλαγος, που αποτελεί το κέντρο της Αιγηΐδος), η δυτική Μ. Ασία και η Ανατ. Ρωμυλία. Ανάμεσα στις χώρες αυτές μπορεί κανείς παροδικά να χαράξη σύνορα τελωνειακά και πολιτικά, ποτέ όμως εθνικά και οικονομικά ή σύνορα πολιτισμού, γιατί μια τέτοια μεθοριακή γραμμή, σαν κατασκεύασμα τεχνητό, θα παρασυρόταν, στην πρώτη ευκαιρία από την τάση των λαών για εξάπλωση και αλληλοδιείσδυση.”[2019]
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η πολιτική ενοποίηση της Αιγηίδος αποτελεί σε τελική ανάλυση ένα αμφίβολης αποτελεσματικότητος εγχείρημα. Η αδυναμία του ελληνικού κρατικού δρώντος να ενοποιήσει κατά το παρελθόν τον χώρο της Αιγηίδος οφείλεται στην απουσία επαρκούς γεωγραφικού βάθος, καθώς η θαλάσσια έκταση του Αιγαίου Πελάγους προκαλεί εσωτερική κατάτμηση του χώρου κυριαρχίας. Επίσης η βόρειος και η ανατολική πλευρά της Αιγηίδος είναι εκτεθειμένες σε ισχυρές γεωστρατηγικές πιέσεις από ανταγωνιστικούς πληθυσμούς στην ιστορική διαχρονία:
“Αν ο χώρος αυτός δεν απετέλεσε συνεχώς ένα ενιαίο ελληνικό κράτος, αυτό οφείλεται βέβαια και σε διάφορους άλλους ιστορικούς και οικονομικοτεχνικούς λόγους, αλλά και στο κενό της θαλάσσης του Αιγαίου, που υπήρξε πάντοτε ένα μειονέκτημα τόσο μεγαλύτερο όσο ασθενέστερες ήσαν κάθε φορά η βόρεια και ανατολική πλευρά του πλαισίου του, που ήσαν κι’ εκείνες που υφίσταντο τις εξωτερικές κρούσεις και που γι’ αυτό είχαν άλλοτε μικρό κι’ άλλοτε μεγαλύτερο πάχος. Η βόρεια πίεση εκδηλώνεται ιστορικά με τις επιδρομές των Ούννων, των Γότθων, των Αβάρων και των Σλαύων, ενώ πίεση από την Ανατολή αποτελούν στην αρχαιότητα μεν οι εκστρατείες των Περσών και, στο μεσαίωνα, οι αραβικές και τουρκικές επιδρομές. Η ανατολική πλευρά είχε βέβαια τις εποχές αυτές μεγάλο βάθος, αλλά κάτω από τις ισχυρές πιέσεις, που αναφέραμε, εξασθένησε πολύ, ώσπου στις ημέρες μας υποχώρησε τελειωτικά.”[2020]
Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις ο Αλεξιάδης προβαίνει σε μία αποτίμηση των γεωπολιτικών χαρακτηριστικών του ελληνικού κράτους, όπως αυτά ανεφάνησαν κατά την περίοδο της απόπειρας ενοποιήσεως του ιστορικού ελληνικού χώρου (1912-1922). Κατά τον Αλεξιάδη ο ελληνικός κρατικός δρών επεκτάθηκε στον χώρο, χωρίς να έχει διασφαλίσει επαρκή ενδοχώρα, ικανή να παράσχει στρατηγικό βάθος ασφαλείας, τόσο στο βόρειο τμήμα των συνόρων (Μακεδονία) όσο και στο ανατολικό τμήμα των συνόρων (Μικρά Ασία). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η βόρειος και η ανατολική πλευρά των ελληνικών εδαφών ήσαν ασθενείς και εκτεθειμένες σε εχθρική γεωστρατηγική πίεση:
“Πάνω στο πλαίσιο αυτό, το ανέκαθεν ελληνικό, είχε σχεδιάσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος τη Μεγάλη Ελλάδα της Συνθήκης των Σεβρών. Το σχήμα της, σχήμα λογικό, όμοιο προς το βυζαντινό των αρχών της χιλιετηρίδος μας, εμφάνιζε το ελάττωμα να έχη πολύ ασθενέστερες τη βόρεια και την ανατολική πλευρά. Με την ολοκλήρωση του σχεδίου αυτού της Νεωτέρας Ελλάδος, οι ασθενείς αυτές πλευρές θα συνδέονταν μεταξύ τους και θα γίνονταν κατ’ αυτό τον τρόπο περισσότερον ισχυρές. Μετά όμως από την πλήρη κατάρρευση της ανατολικής, η βόρεια πλευρά έμεινε τελείως μετέωρη, ένα είδος προβόλου πάνω απ’ το κενό του Αιγαίου, και κατά συνέπεια εξαιρετικά εύθραυστη σ’ όλο το μήκος της και μάλιστα στη συναρμογή της με το κύριο σώμα της χώρας μας, στην Κοιλάδα του Αξιού. Χωρίς ανάλογο βάθος και με την έλλειψη της καλύψεως που δημιουργεί το χάσιμο της ασιατικής πλευράς του ελληνικού πλαισίου ο πρόβολος αυτός δεν είναι παρά μια τερατώδης, αντιφυσιολογική απόφυση του ελληνικού κορμού με όλες τις συναφείς συνέπειες για την οικονομία και για την ασφάλεια της χώρας, με τα προπολεμικά της σύνορα.“[2021]
[…]
Όπως ο Μισταρδής και ο Σφυρής σε επίπεδο Οικονομικής Γεωγραφίας κατά την μεσοπολεμική περίοδο, ο Αλεξιάδης διακρίνει στην ανάλυσή του δύο μείζονες άξονες, οι οποίοι διασχίζουν τον χώρο της Μακεδονίας. Ο πρώτος είναι ο κατακόρυφος άξονας, ο οποίος ενώνει τον νότιο ελλαδικό χώρο με την Μακεδονία και στην συνέχεια μέσω της κοιλάδος του Αξιού με τον χώρο της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο δεύτερος είναι ο οριζόντιος άξονας, ο οποίος συνδέει την Αδριατική Θάλασσα με την Μαύρη Θάλασσα. Ο άξονας αυτός απαντά ήδη από την αρχαιότητα και εξυπηρετείτο σε επίπεδο χερσαίων συγκοινωνιών με την κατασκευή της ρωμαϊκής Via Egnatia τον 2ο αιώνα π.Χ.:
«Πανάρχαιοι δρόμοι επικοινωνίας διασχίζουν τα μακεδονικά εδάφη για να οδηγήσουν άλλοι προς το Δούναβη και τη Μεσευρώπη, άλλοι προς την Θράκη και τη Μ. Ασία και άλλοι στα παράλια της Αδριατικής. Ο δρόμος απ’ τη νότιο Ελλάδα προς την ανατολική Θράκη και τη βορειοδυτική Μ. Ασία, που ακολουθεί σήμερα η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Κωνσταντινουπόλεως, είχε από την απώτατη ακόμα αρχαιότητα μεγάλη σχετικά οικονομική σπουδαιότητα. […] Ο δρόμος από τα παράλια της Αδριατικής προς την Προποντίδα, που αποτελεί το συντομώτερο δρόμο από την Ιταλία προς τη Θράκη και τη βορειοδυτική Μ. Ασία, αρχίζει ν’ αποκτά μεγάλη σημασία, όταν οι Ρωμαίοι μετά την υποταγή της Μακεδονίας και της Θράκης κατασκεύασαν την περίφημη Εγνατία, που με δυό κλάδους, τον ένα απ’ το Δυρράχιο, και τον άλλον απ’ την Απολλωνία, τα δύο σπουδαιότερα την εποχή εκείνη λιμάνια της Αδριατικής, ωδηγούσε μέσω Θεσσαλονίκης προς τη Θράκη.»[2024]
Ταυτοχρόνως ο Αλεξιάδης επισημαίνει την ύπαρξη δύο καθέτων αξόνων με κατεύθυνση Βορρά-Νότου, οι οποίοι αρθρώνονται κατά την ροή των σημαντικών ποταμών. Ο πρώτος είναι ο άξονας των ποταμών Μοράβα-Αξιού με απόληξη στην Κεντρική Μακεδονία. Ο δεύτερος είναι ο άξονας των ποταμών Μοράβα-Έβρου με απόληξη στο βορειοανατολικό τμήμα του Αιγαίου Πελάγους. Οι δύο αυτοί κάθετοι άξονες οδηγούν από την κεντρική περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου προς τον χώρο του Αιγαίου Πελάγους και χρησιμοποιήθησαν στην ιστορική διαχρονία τόσο για κατωφερή στρατιωτική κίνηση (Ρωμαίοι, Σταυροφόροι) ή μεταναστευτική εισροή (Σλάβοι) όσο και για ανωφερή στρατιωτική κίνηση (ανατολικορωμαϊκές δυνάμεις):
«Δυό άλλοι κάθετοι διάδρομοι, που οδηγούν προς το Αιγαίο, οι άξονες Μοράβα-Αξιού, Μοράβα-Έβρου, έπαιξαν, όπως ήταν επόμενο, σημαντικό ρόλο, στην ιστορία των μακεδονοθρακικών περιοχών. Τον άξονα Μοράβα-Έβρου, δηλαδή το σημερινό δρόμο Βελιγραδίου-Σόφιας-Κωνσταντινουπόλεως, ακολούθησαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες κι’ αργότερα οι Σταυροφόροι κατεβαίνοντας προς το Βυζάντιο, κι’ αντίστροφα τα βυζαντινά στρατεύματα στην άνοδό τους προς τα βόρεια της Χερσονήσου. Τον άξονα Μοράβα-Αξιού κατέβηκαν οι Σλαύοι στις επιδρομές τους στην ελληνική γη. Οι τέσσερες αυτοί διεθνείς δρόμοι διασταυρώνονται στη Θεσσαλονίκη, που είναι στην περιοχή αυτή της Ευρώπης, το κυριώτερο λιμάνι προς τη Μεσόγειο, την Αίγυπτο και το Σουέζ, και γι’ αυτό συγκεντρώνει κατά περιόδους τις κατακτητικές βλέψεις της Αυστροουγγαρίας, των Σλαύων ή των Γερμανών.»[2025]
Διευκρινίζοντας περαιτέρω την οικονομική λειτουργία των καθέτων αξόνων και ειδικότερα των αρθρωμένων περί τις υδάτινες οδούς του Μοράβα και του Αξιού αξόνων ο συγγραφέας διακρίνει τις διαφορετικές κατευθύνσεις τους. Ο άξονας του Μοράβα έχει εξωστρεφή κατεύθυνση προς τον βορρά και την κεντρική Ευρώπη, ενώ ο άξονας του Αξιού έχει εξωστρεφή κατεύθυνση προς τον νότο και την Μεσόγειο Θάλασσα. Κατά συνέπεια ο άξονας του Μοράβα συνδέεται με τις χερσαίες δυνάμεις, ενώ ο άξονας του Αξιού με τις θαλάσσιες δυνάμεις.
«Οι μεν χώρες του Αξιού εξυπηρετούνται από τη Θεσσαλονίκη και το Αιγαίο, οι δε χώρες του Μοράβα από το Δούναβη και τη Μεσευρώπη. Του Αξιού οικονομικός πόλος είναι ο Νότος, του Μοράβα ο Βορράς. Ο πρώτος οδηγεί προς τη Μεσόγειο και την Ασία, ο δεύτερος προς την Ουγγρική πεδιάδα και τις άλλες μεσευρωπαϊκές περιοχές. Ο ένας είναι δρόμος θαλάσσιος, ο άλλος ηπειρωτικός.»[2026]
Οι σημαντικότεροι δρώντες της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπως η Ρουμανία, η Σερβία και η Βουλγαρία, ήσαν χερσαίες δυνάμεις, ενώ η Ελλάς ήταν θαλάσσια δύναμη. Κατά τον Αλεξιάδη ο διακριτός γεωστρατηγικός προσανατολισμός των κρατών αυτών δεν περιορίζεται στο σύστημα της Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλά αποκτά ευρύτερη χωρική διάσταση αποτυπωνόμενη ως ανταγωνισμός ανάμεσα στην Μεσευρώπη, είτε αυτή ελέγχεται από το γερμανικό στοιχείο (περίοδος ετών 1871-1945) είτε από το σλαβικό στοιχείο (περίοδος ετών 1945 και εντεύθεν), και στον Ελληνισμό και τους συμμάχους του, τις θαλάσσιες δυνάμεις της Δύσεως:
«Οι δυό αντίθετες εστίες δυνάμεως που ενσαρκώνουν, ξεπερνούν τα τοπικά βαλκανικά συμφέροντα και βρίσκουν την έκφρασή τους στον αιώνιο ανταγωνισμό ανάμεσα στο θαλάσσιο και το ηπειρωτικό στοιχείο, ανάμεσα στη γερμανική ή σλαυϊκή Μεσευρώπη και τον κυρίαρχο της Ανατ. Μεσογείου Ελληνισμό και τους συμμάχους του. Στη βυζαντινή εποχή ο αγώνας ήταν αγώνας μεταξύ της ελληνικής θαλασσοκρατίας απ’ τη μια, που με τα μεγάλα εμπορικά της κέντρα την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, κρατούσε στα χέρια της το εμπόριο της Ανατολής και του Αίμου και των γερμανικών και των σλαυϊκών στιφών, που ξεχύνονταν από την ουγγρική πεδιάδα από την άλλη. Είχε πολύ σαφή συνείδηση του χαρακτήρος της πάλης αυτής ο βυζαντινός Έλλην, όταν με βρεταννική σχεδόν ναυτική υπερηφάνεια αναφωνεί: «Ο γαρ στόλος εστίν η δόξα της Ρωμανίας». Οι δυό μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι δεν είναι κοντά στ’ άλλα παρά μια από τις μορφές της πάλης αυτής και μια ακόμα επιβεβαίωση του ιστορικού κανόνος ότι η νίκη θα είναι πάντα προς το μέρος εκείνων που κυριαρχούν των θαλασσών.»[2027]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
2019. Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., 23.2020. Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., 24.
2021 Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., 24.
2024. Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., 28.
2025. Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., 28-9.
2026. Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., 33. 2027. Γ.Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών, ό.π., αυτόθι.Κωτούλας, σελ. 696-699.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/38996
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.