του Σπύρου Γιανναρά
Στις γιορτές, τότε που οι περιστασιακοί, περαστικοί και λοιποί μη αναγνώστες πατούν το πόδι τους σε βιβλιοπωλείο, ακούς τις πιο κωμικές θλιβερές παρατηρήσεις και απαιτήσεις. Η πλειοψηφία ζητάει βιβλία ανάλαφρα σαν το μαλλί της γριάς, γλυκά σαν κουραμπιέδες, αστεία σαν τ' ανέκδοτα της εκπομπής του Θέμου, απροβλημάτιστα σαν τους αρνητές του ιού, χωρίς την παραμικρή πικράδα, τον ελάχιστο νυγμό ή υπαινιγμό που θα υπενθυμίσει, έστω και ανατέμοντάς τον, το ζόφο της ζωής. "Θέλω μυθιστόρημα, αλλά να μην είναι βαρύ, να μην είναι στενάχωρο", είναι το αίνιγμα της σφίγγας με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο βιβλιοπώλης. "Ένα βιβλίο σαν ταινία"...
Διόλου παράξενο, θα μου πεις, σε μια χώρα όπου η σχέση με το βιβλίο αντί να ανθίσει στα παιδικά χρόνια και να δίνει καρπούς μια ολόκληρη ζωή, τραυματίζεται ανεπανόρθωτα στα τρυφερά χρόνια του σχολείου. Θέλει ιδιαίτερο ταλέντο για να καταφέρεις να αποστρέψεις διαδοχικές γενιές από το βιβλίο, αναρίθμητους ανθρώπους που δεν θα ξεπεράσουν ποτέ την αποστροφή για το νεκρωμένο γράμμα που αναγκάζονταν να καταπιούν σαν το πικρότερο καταπότι, στα χρόνια της πνευματικής τους διαμόρφωσης. Γενιές και γενιές που μετά το απολυτήριο ή το πτυχίο δεν ξαναπιάνουν βιβλίο στα χέρια τους.
Τη μεγαλύτερη όμως στεναχώρια μου τη γεννούν οι συστηματικότεροι, αναλογικά, αναγνώστες. Αυτοί που σε κάθε ευκαιρία θα διατρανώσουν την απέχθειά τους για την ελληνική λογοτεχνία. "Δεν διαβάζω ελληνική λογοτεχνία" ή "δεν διαβάζω βιβλία στα ελληνικά". Επίσης, διόλου παράξενο σε μια χώρα όπου οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν διαβάζουν τους συναδέλφους τους, όπου (οι νεότεροι συνήθως) συγγραφείς διαβάζουν σχεδόν αποκλειστικά στα αγγλικά, προσπαθώντας ενίοτε να γράψουν με αγγλικά από δεύτερο χέρι.
Είναι αλήθεια ότι η λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία) δεν αποτελεί εξαίρεση. Κι εδώ ισχύει ακέραιο το νεοελληνικό, "ό,τι δηλώσεις είσαι". Οι εκδότες βγάζουν ό,τι γράφεται (αυτό που απορρίπτει ο ένας, το εκδίδει ο άλλος) με την ελπίδα -καθότι κάθε άλλο κριτήριο έχει πια χαθεί - του εκδοτικού θαύματος: "κι αν αυτό πουλήσει;"
Και η κριτική παρουσιάζει αξεδιάλυτα όλη την πραμάτεια, σαν απλωμένο τραχανά. Ελάχιστες και δαχτυλοδειχτούμενες οι εξαιρέσεις, που θα αποτολμήσουν (όχι την αρνητική κρίση που είναι εξ ορισμού εξοβελισμένη απ' το εμπορικό παιχνίδι) αλλά να επιλέξουν τα βιβλία, τα οποία είτε θα παραφράσουν (συγγνώμη, παρουσιάσουν), είτε θα φωτίσουν, σε πείσμα των αφόρητων πιέσεων που δέχονται από τους εκδότες που πλήρωσαν διαφήμιση και τους αρχισυντάκτες που την έλαβαν.
Είναι όμως κρίμα και άδικο. Αφ' ενός, βέβαια, κυκλοφορεί πολλαπλάσια μεταφρασμένη λογοτεχνία, στην προσπάθεια των εκδοτών να πιάσουν τους ταγμένους αναγνώστες της μετάφρασης, με αποτέλεσμα κανένα καλό ξένο βιβλίο να μην λείπει από την αγορά, από την άλλη όμως κυκλοφορεί και αναρίθμητη σαβούρα.
Οχι τόσο μέτρια μετάφραση, (το επίπεδο των ελλήνων μεταφραστών, ακόμη και σε σπάνιες και εξαιρετικά δύσκολες γλώσσες είναι εντυπωσιακά υψηλό. Πολλές οι ελληνικές μεταφράσεις μπροστά στις οποίες ωχριούν οι αντίστοιχες αγγλικές, γαλλικές κλπ), όσο μέτρια, μετριότατα βιβλία που κυκλοφορούν και διαβάζονται με το κύρος του ξένου. Ο Έλληνας που τα τελευταία χρόνια έχει (θέλοντας και μη) βάλει νερό στο καταναλωτικό κρασί του και αγοράζει και ελληνικά, εξακολουθεί να απαξιώνει τους έλληνες συγγραφείς. Πέρα από μια δράκα καταχωρημένων ευπώλητων, τους οποίους καταπίνει άκριτα και αμάσητα κι οι οποίοι έχουν μεταλλαχθεί σε μηχανές κειμένων, εκδίδοντας τουλάχιστον ένα (σχεδόν το ίδιο) βιβλίο το χρόνο. Κι είναι κρίμα και άδικο.
Είναι κρίμα και άδικο γιατί σε πείσμα των καιρών, της νοοτροπίας που θέλει ως μοναδικό κίνητρο οποιασδήποτε προσπάθειας το κέρδος, υπάρχουν έλληνες συγγραφείς (με ατελείωτα αναγνωστικά χιλιόμετρα πίσω τους) που δίνονται ψυχή τε και σώματι στο γράψιμο από τρελό έρωτα και φρενήρη αγάπη για αυτό που κάνουν. Με μοναδικό όνειρο να γράψουν καλά ή ακόμα καλύτερα. Άνθρωποι που κατέθεσαν θησαυρούς και διαμάντια ή απλώς και μόνο τον καλύτερό τους εαυτό, δίνοντας εξοχως αξιόλογα βιβλία τα οποία συνάντησαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, γυρισμένες πλάτες. Ή ακόμα χειρότερα, περιέπεσαν στην πιο μαύρη λήθη.
Είναι κρίμα κι άδικο. Ψάξτε, φυλλομετρήστε και διαβάσετε σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Διαβάστε Καίη Τσιτσέλη, Τόλη Καζαντζή, Νίκο Νικολαϊδη (τον Κύπριο), Νίκη Αναστασέα. Ξαναδιαβάστε Γιώργο Ιωάννου, Ρέα Γαλανάκη, Κώστα Ταχτσή, Γιάννη Μπεράτη, Χρήστο Βακαλόπουλο, Ευγένιο Αρανίτση, Μαρία Μήτσορα, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Κωστή Παπαγιώργη, Τζένη Μαστοράκη, Αλέξανδρο Μπάρα, Νίκο Μπακόλα, Μάριο Χάκκα, Θοδωρή Γκόνη, Θάνο Σταθόπουλο.
Διαβάστε Βασίλη Γκουρογιάννη, Δημήτρη Νόλλα, Νίκο Χουλιαρά, Βίκη Τσελεπίδου, Θόδωρο Παντούλα, Νίκο Χρυσό, Νίκο Μάντη, Κάλλια Παπαδάκη, Ιάκωβο Ανυφαντάκη, Χρίστο Κυθρεώτη, Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, Τάκη Κατσαμπάνη, Δήμητρα Κολλιάκου.
Διαβάστε Κωνσταντίνο Πουλή, Ηλία Παπαγιαννόπουλο, Πάνο Τσίρο, Ηλία Παπαμόσχο, Κώστα Καβανόζη, Γιάννη Στίγκα, Μιχάλη Μακρόπουλο.
Ανακαλύψτε και διαβάστε Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου, Θέμη Πάνου, Κώστα Περρούλη, Ούρσουλα Φώσκολου, Βασίλη Λούλη, Γιώργο Γκόζη, Θανάση Σταμούλη, Σωφρόνη Σωφρονίου, Νάσο Θεοφίλου.
Ανακαλύψτε ανυποψίαστα μεγέθη, όπως τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο τον ποιητή, την Ανθή Λεούση, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Αλέξη Τραϊανό, τον Γιώργο Μανιάτη.
Κόβω το χέρι μου, πως δεν πρόκειται να βρείτε κάτι μέτριο σ' όλους αυτούς.
Διαβάστε τους. Είναι κρίμα και άδικο.
ΠΗΓΗ: Spyros Yannaras
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.