Ο Θανάσης Βέγγος «το 1964 σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής». Η εταιρεία του Βέγγου, με το γνωστό λογότυπο «ΘΒ», παρήγαγε εννέα ταινίες μέχρι το 1969, οπότε και χρεωκόπησε. Έξι απ’ αυτές είναι σκηνοθετημένες από τον ίδιο τον Βέγγο· οι τέσσερις έχουν μονταριστεί από το alter ego του, τον Ντίνο Κατσουρίδη· όλες διαπνέονται από τη δική του πυρετώδη παρουσία-σκηνοθεσία. Οι ταινίες αυτές, παρ’ ότι είναι οι πιο δημοφιλείς του, είναι οι λιγότερο προσεγμένες από την κριτική, καθώς, («βαθυ»-)στοχαστική –και μεγαλοπιασμένη– κρατούσε πάντα απόσταση από τα τρεξίματα του φουκαρά Θανάση, που, εκτός που θύμιζε ό,τι προσπαθούσαν όλοι να ξεχάσουν, τον ξυπόλυτο Ρωμηό δηλαδή, ήταν και ένας αντι-ήρωας που δεν προσφερόταν για πολιτική καθοδήγηση. Εξάλλου, ο Θανάσης ήταν ένας αταλάντευτα «καλός άνθρωπος», φορέας της πνευματικής παράδοσης που όλοι έσπευδαν να αποσκωρακίσουν σε μια εποχή που ο πλούτος υπόσχονταν πολλά.
Θυμάστε μήπως τη φωτογραφία του Βέγγου από τη Μακρόνησο, δίπλα στον Κούνδουρο; Ο Νίκος αρχοντικός, με τα στιβάνια του και τα χέρια πίσω από τη μέση του κι ο Θανάσης δίπλα του ξυπόλητος, με τη ναυτική του στολή, σε στάση ανάπαυσης, με το πηλήκιο τακτικά βαλμένο στο αριστερό του χέρι. Η φωτογραφία λέει σχεδόν τα πάντα. Ο Κούνδουρος, στιβαρός ανανεωτής του κινηματογράφου μας απ’ όταν εμφανίστηκε με τη Μαγική του πόλη (1954), ήταν ο προξενητής, ο κουμπάρος που πάντρεψε τον Βέγγο με το σινεμά – χάρες πολλές του οφείλει ο ελληνικός κινηματογράφος και γι’ αυτό. Εάν όμως το όμορφο αρχοντόπουλο, ο Νίκος, πήρε την κάμερά του και πήγε στην μαγική πόλη, στα παραπήγματα του Ασύρματου και στα υπόγεια της Ομόνοιας, φωτίζοντας με αγάπη αυτούς τους φτωχοδιαβόλους, ο Θανάσης γεννήθηκε και κατοικούσε σε όλη του τη ζωή σ’ αυτά τα παραπήγματα. Στη μεθόριο μεταξύ μιας ηττημένης αρχαιότητας και μια επευλαύνουσας νεωτερικότητας, είναι αλήθεια ιστορική πλέον, πως πριν ο Κούνδουρος τον γνωρίσει καν, έσπευσε ο Βέγγος να τον αγαπήσει. Στην εξορία, ήταν ο Θανάσης που ανακάλυψε τον Νίκο!
Και είναι ο Θανάσης που πήρε πάνω του την υπόθεση, να μιλήσει ασθμαίνων, καθώς έτρεχε, για του Έλληνα την εξορία. Ο κατ’ εξοχήν κινηματογραφικός ήρωας που έφερε ο Βέγγος στο ελληνικό σινεμά, μετά τον ίδιο του τον εαυτό, τον φτωχό βιοπαλαιστή Θανάση, ήταν ο πράκτωρ Θου Βου. Η δεύτερη απ’ τις έξι ταινίες «ΘΟΥ-ΒΟΥ», που σκηνοθέτησε ο ίδιος, Βοήθεια ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000 (1967), κι η τελευταία της φίρμας, συνέχεια της προηγούμενης, Θου-Βου: Φαλακρός πράκτωρ, επιχείρησις Γης μαδιάμ (1969) είναι οι πιο εμβληματικές. Προσέξτε τις σημαδιακές ημερομηνίες. Όχι δεν είναι ο Παντελής Βούλγαρης, κινηματογραφικός του φίλος όπως κι ο Κούνδουρος, που πήγε την κάμερά του πρώτος στη Μακρόνησο, στο Χάππυ νταίη (1976). Ήταν ο Βέγγος. Αλλά ποιος παίρνει στα σοβαρά την κωμωδία; Στο Βοήθεια ο Βέγγος…, λοιπόν, ο Θανάσης ανασύρει τις μνήμες του από το στρατόπεδο «αναμόρφωσης» στην περίκλειστη «Σχολή Πρακτόρων», διακωμωδώντας τες φυσικά. Αλλά μήπως η μόλις «ανατείλασα» τότε Χούντα δεν ήταν μια καρικατούρα του μετ-Εμφυλιακού κράτους; «Άλλο πράκτωρ, άλλο εισπράκτωρ», όπως γράφει το σύνθημα της Σχολής κι άλλο, φυσικά, καρπαζοεισπράκτωρ. Ο Βέγγος το ξέρει. Η κωμωδία διαθέτει περισσότερη ευφυία. Δείτε ξανά την ταινία για του λόγου το αληθές. Οι ταινίες κυκλοφορούν, άλλωστε, ελεύθερες στο Γιουτιούμπ. Από τις αίθουσες έχουν εξοριστεί.
Στη δεύτερη ταινία της σειράς, ο Βέγγος κάνει ένα ακόμα βήμα: κατεδαφίζει τις συμβάσεις του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, πριν ακόμα προκύψει ο ΝΕΚ, ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Στο Θου Βου: Φαλακρός πράκτωρ… ένα κινηματογραφικό συνεργείο ακολουθεί κατά πόδας τους πράκτορες Θ.Β. και ΜΑΠ και χωρίς σενάριο (!) στήνει την πιο τρελλή κωμωδία, «με τον υπ’ αριθμόν ένα τρελλό-τρελλό κωμικό του ελληνικού κινηματογράφου», όπως τον ονομάζει ο σκηνοθέτης της «Αχ βαχ Φιλμ» Τζίμης. Το σενάριο της πρώτης είναι των Νίκου Τσιφόρου και Ναπολέοντος Ελευθερίου και της δεύτερης του Γιώργου Λαζαρίδη. Στην πραγματικότητα και στις δύο, όπως και στην «χωρίς σενάριο» κωμωδία που γυρίζει η «Αχ βαχ Φιλμ», το σενάριο είναι του Βέγγου, όπως και η σκηνοθεσία, που υποβάλλει το μοντάζ, όπως και η μουσική, όπως και το μόνιμο σχεδόν καστ ηθοποιών που δουλεύουν μαζί του, ακόμα και των βοηθητικών ηθοποιών (κομπάρσοι). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλα στις ταινίες αυτές, όπως και στις εννιά ταινίες «Θου Βου», έχουν όχι μόνο την υπογραφή, μα και τον ιδρώτα, στην παραμικρή λεπτομέρεια, του κωμικού. Όμοια με τον Τσάπλιν, ο Βέγγος, ήταν παρών στο κάθε τι των ταινιών του. Ξέρω, ίσως κάποιους σκανδαλίζει ο παραλληλισμός. Ξεχνούν μάλλον ότι και ο Τσάρλι, απαράλλακτα σαν τον Θανάση, χαμίνι του δρόμου ήταν που έτρεχε για το μεροκάματο, «μη κανονικός» ηθοποιός, που έγινε κολαούζος στα στούντιο του Χόλιγουντ –σαν τον Θανάση στη «Φίνος Φιλμ», δείτε το στις αναμνήσεις του Κατσουρίδη– για να γίνει στο τέλος ο Σαρλώ, ο εμβληματικός ανθρωπάκος του εικοστού αιώνα στο σινεμά. Κι ο Θανάσης έγινε ο εμβληματικός Έλληνας φουκαράς εκείνου του αιώνα (μας).
Δόκτωρ Ζι-Βέγγος (1968)
Στα πρώτα περίπου τρία λεπτά του Θου Βου: Φαλακρός πράκτωρ… ο Βέγγος τιμά τους πρόγονους του, την βουβή κωμωδία, με ένα σουρεαλιστικό κρεσέντο τρέλλας, λόγω ζέστης. Ο Βέγγος όμως είναι ομιλών: «Χιροσίμα, αγάπη μου», λέει στο τέλος και ΜΠΑΜ. Έκρηξη βεγγική. Στο Δόκτωρ Ζι-Βέγγος (1968) νωρίτερα, η αναφορά του στον βουβό κρατάει σχεδόν επτά λεπτά στην αρχή της ταινίας, όπου ο Βέγγος φτιάχνει μια μπουφόνικη όπερα της ρουτίνας ενός μεροκαματιάρη που αναζητά εργασία όπου βρει: στο λιμάνι βαστάζος, στο δρόμο αφισσοκολλητής, στο κουρείο μπαρμπέρης, λούστρος κ.τ.ό. Όπερα που φτάνει λίγο μετά στο κρεσέντο της με τον τουρτοπόλεμο-χορευτικό του Φώτη Μεταξόπουλου. Οι κωμωδίες του Βέγγου δεν είναι καθόλου «της πλάκας». Στην ταινία αυτή, θα δανειστεί έναν κοινό τόπο από την μολλιερική κωμωδία, τον «γιατρό με το στανιό», για να στήσει έναν ήρωα που περιφέρεται στην Αθήνα με τη στολή του «Δρος Ζιβάγκο», του πιο διάσημου γιατρού της λογοτεχνίας.
Δεν είναι μόνο τα οπτικά και μονταζικά γκαγκ που έχει ξεσηκώσει από τη βουβή κωμωδία ή που τα έχει εφεύρει ο ίδιος. Είναι και τα λεκτικά του γκαγκ, με ένα σημασιολογικό τρελλό παιχνίδι λέξεων, συγκενικό μ’ εκείνο των αδελφών Μαρξ: «Χάπια αντισυλληπτικά, για μην συλλαμβάνεσαι», υπάρχουν π.χ., στα «όπλα» του πράκτορος και άλλα πολλά, σχεδόν σε κάθε βεγγική σκηνή. Ο Βέγγος, άμα τον σκάψεις, θ’ αρχίσει να ψηλώνει σαν αρχαίος Κούρος. Κι έχει πολλήν αρχαιότητα πάνω της η μορφή του Θανάση. Κυρίως, αυτό, θαρρώ, μετράει στην πάνδημη αποδοχή του, κουβαλάει στις πλάτες μια πνευματική παράδοση καλωσύνης και συμπάθειας, που άμα τραβήξεις την κλωστή προς τα πίσω, καταφανώς φτάνει στο Ευαγγέλιο, αλλά και πιο πίσω ακόμα, ίσαμε το ωμέγα της Ιλιάδας. Αλλά ο Θανάσης δεν είναι επικός ήρωας, ούτε πορθητής καμιάς Τροίας. Είναι ο γιος και το εγγονόνι εξανδραποδισμένων στον εικοστό αιώνα Ελλήνων. Μεγάλο το βάρος για έναν ξυπόλητο ήρωα, τωόντι.
Αυτή η θεόστραβη καλωσύνη του, μένει φτωχή μέσα στον πλούτο των κινηματογραφικών του ευρημάτων κάνει τον Θανάση όχι μόνο Έλληνα, αλλά διεθνή ήρωα. Κι έχουν παίξει τα σινεμά του κόσμου Βέγγο, όχι μόνο στην Νέα Υόρκη και στην ελληνική Αστόρια, αλλά και στη Μόσχα και αλλού. Κι έχει διδαχθεί ο Βέγγος σε σχολές, όπως στη Ρουμανία. Αν ο Θανάσης δεν έκανε ποτέ του διεθνές όνομα σταρ και περιουσία, δεν σημαίνει ότι δεν άφησε πίσω του μια αμύθητη περιουσία κωμωδίας. Που αρχίζει τώρα να φαίνεται λίγο-λίγο η αξία της, πέραν του γέλιου. Ο Θανάσης, που χάνει πάντα στο τέλος το κορίτσι –«μανούλα!»–, δεν κλαίγεται: «αυτό που έχει σημασία είναι να κάνεις το καλό στους άλλους», λέει στο φινάλε του Δρος Ζι-Βέγγου, βρίσκοντάς τα με τον αυτοεξόριστο στην πατρίδα του, όπως κι ο κωμικός, ποιητή Πάστερνακ. Το μελαγχολικό του γέλιο είναι γιατρικό σε πολλές πληγές.
Δεν θα μακρηγορήσω μιλώντας και για τις άλλες ταινίες που υπογράφει τη σκηνοθεσία: Τρελλός, παλαβός και Βέγγος (1968), που η τρέλλα του φτάνει ως την πυροβασία, Ποιός Θανάσης! (1969), με την παροιμιώδη φιλοπτωχεία του, Ένα ασύλληπτο κορόιδο (1969), μια κατά Βέγγο προφητεία για την γερμανική μεταπολεμική Ελλάδα. Ο κωμικός μας υπήρξε ο κατ’ εξοχήν λαϊκός βάρδος του κινηματογράφου μας. Μπορεί και προφήτης του. Ένας Καραγκιόζης με όλη την αρχαία σκευή της τέχνης του. Η μνήμη του, νάστε βέβαιοι, θα αιωνίσει.
Σημ.: Όλοι οι (ταλαιπωρημένοι) τίτλοι των ταινιών του έχουν αντιγραφεί από τον έγκυρο κατάλογο: Δημήτρης Κολιοδήμος, Λεξικό ελληνικών ταινιών από το 1914 μέχρι το 2000, Εκδόσεις του Γένους, Άλιμος 2001.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.