Η Μεσσηνιακή τοπολαλιά, αυτού του τόπου σταματημό δεν έχει.
Συνεχώς το λεξιλόγιο και φρασεολόγιο των Μεσσηνίων, της Μεσσηνίας και όλων των απανταχού Μεσσηνίων είναι ατέλειωτο !
Μετά την τελευταία δημοσίευση των 832 λέξεων και φράσεων, η έρευνά μας δεν σταμάτησε, εμείς συνεχίσαμε τη συλλογή λέξεων και φράσεων, με τη βοήθεια πάντα των φίλων και επισκεπτών μας του blog, βρήκαμε νέες λέξεις και φράσεις, τις οποίες ευχαρίστως σας παρουσιάζουμε.
Δεν θα σταματήσουμε να καλούμε όλους τους Μεσσήνιους, της Μεσσηνίας, της υπόλοιπης Ελλάδας, καθώς επίσης τους Μεσσήνιους της αλλοδαπής όπου και αν βρίσκονται διασκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου, να θυμηθούν κάποιες λέξεις των παππούδων τους και των γονιών τους. Στείλτε τε μας να τις καταχωρήσουμε στο λεξιλόγιό μας. Αυτό που επιδιώκουμε είναι αυτή η προσπάθεια που κάνουμε να μείνει πράγματι παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές . Άλλωστε ας μη ξεχνάμε από τη δική σας βοήθεια έχουμε συγκεντρώσει τις περισσότερες από αυτές.
Όποιες νέες λέξεις μπορείτε και θέλετε να μας στείλετε, στείλτε τες στο e-mail: agsaouti@gmail.com, ή αν θέλετε τηλεφωνείστε στο κινητό 6977 172942.
Τέλος, να ευχαριστήσω για μια ακόμη φορά ιδιαιτέρως όλους αυτούς τους φίλους που βοηθούν σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Δείτε λοιπόν σήμερα τις 853 λέξεις και φράσεις, που μέχρι τώρα συγκεντρώθηκαν, κατ’ αλφαβητική σειρά.
ΕΠΕΙΔΗ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ, ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΕΣ,
ΘΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΟΥΜΕ ΣΕ ΔΥΟ ΔΟΣΕΙΣ.
A
1. Αβανιά=καταστροφή-ζημιά,
2. Αβγατίζω = αυξάνω
3. Αβέρτα = πλουσιοπάροχα.
4. Αγανό = το αραιό πχ είναι αραιό πλεγμένο.
5. Αγκλιά = Δοχείο για το διάλεγμα της τελευταίας ποσότηας του λαδιού από την κασέλα του ελαιοτριβείου.
6. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
7. Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
8. Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
9. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια.
10. Άγγουσα ζέστη = η κάψα
11. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
12. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
13. Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ).
14. Ακαμάτης = τεμπέλης
15. Ακουμπέτι = παρά ταύτα
16. Ακώ = ακούω
17. Αλάργα= μακριά.
18. Αλαφιάζομαι = Ξαφνιάζομαι
20. Αλετροπόδα = η πούλια.
21 .Αληστρατήζω = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, αναστατώνω, σας έκανα άνω – κάτω
22. Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
23. Αμάδι = λεπτή και στρογγυλή πέτρα.
24. Αμάρκαλη – Αμαρκάλιστη = Η ανέραστη, η παρθένα (επί ζώων)
25. Aμπαρώνω= κλειδώνω
26. Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
27. Αμπέχονο = καπαρντίνα
28. Αμπολάω=Αφήνω.
29. Αναβόλα = Πεζούλα χωραφιού (από την περιοχή Κυπαρισσίας).
30. Αναγλυτσάζει = Είναι κάτι που έχει πιάσει κάτι σαν γλίτσα και γλυστράει
31. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
32. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
33. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
34. Αναρίγησα = ανατρίχιασα.
35. Ανάσασμα = όταν ο κακός καιρός φτιάξει για λίγο, λένε πήρε ανάσα.
36. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
37 Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα.
38. Αμπράζικος = Ακαλαίσθητος.
39. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
40. Ανακλαρίζομαι = τεντώνομαι.
41. Ανάλαγος = αυτός που δεν έχει αλλάξει τα ρούχα του, φοράει τα άπλητα.
42. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα.
43. Ανασκουμπούτα = Τούμπα. «τον έφερα ανασκουμπούτα». (Μανιάτικη λέξη)
44. Ανασμίδι=μικρό γουρουνάκι
45. Αναχαράζω = αναμασάω.
46. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
47. Αντιβαδιάζω = Κοροϊδεύω, ξεγελώ, εξαπατώ. (Μανιάτικη λέξη).
48. Αντραμάκι = Φόρα στο ξεκίνημα «πήρε αντραμάκι». (Μανιάτικη λέξη)
49. Αντρομίδα = Χοντρή υφαντή κουβέρτα (Από την περιοχή Κυπαρισσίας)
50. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
51. Αξύριγος = αξύριστος.
52. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας.
53. Απαντοχή = ελπίδα.
54. Απίδι= αχλάδι,
55. Απόκανα = παρακουράστηκα,
56. Απονέρια = τα ακάθαρτα νερά.
57. Αποπερα=απεναντι.
58. Απόπατος = τουαλέτα.
59. Αποσταίνω = κουράζομαι
60. Αποσπερού = απόψε το βράδυ, αποβραδίς
61. Αραχνος = κακομοίρης,
62. Αρβάλι = Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).
Λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·Όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο – αρβαλώντας).
Kατά τόπους σημαίνει το
i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό),
ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).
Κουβά ονομάζουμε ένα κυλινδρικό πλαστικό, ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο το οποίο χρησιμοποιούμε συνήθως για μεταφορά νερού. Ο κουβάς έχει στενότερη βάση και μακρύτερο χείλος στο οποίο στερεώνεται χερούλι με ημικυκλικό σχήμα και χειρολαβή στην μέση.Στα παιδικά μας χρόνια, που το νερό παίρναμε,απο το πηγάδι με τη χρήση τριχιάς και μαγγανιού, ήταν μεταλλικός, διαφόρων τύπων και μεγεθών.
Τα καζάνια είχαν 2 λαβές και τα χρησιμοποιούσαμε για να ζεστάνουμε νερό, στις λεγόμενες κακαβόστρες,στο φτιάξιμο σαπουνιού,λιώσιμο παστού,πήξιμο τυριού και σε πολλές άλλες αγροτικές και οικιακές εργασίες. Οι φράσεις που μου έχουν μείνει και θυμάμαι είναι οι παρακάτω.
Πιάσε το αρβάλι του μπουγέλου.
Κάνεις πολύ αρβάλα.
Εισαι αρβαλιάρης.
Το τσιγκέλι έπιασε το μπουγέλο από το αρβάλι και όχι απο την τριχιά,όταν ο μπουγέλος έμενε στον πάτο του πηγαδιού και έπρεπε να βγεί.
Κόλλησε το αρβάλι του μπουγέλου και δεν ακούγεται.
Πιάσε το αρβάλι του καζανιού.
Πιάσε το καζάνι και πρόσεχε μην καείς, γιατί δεν έχει αρβάλι.
Χάλασε το αρβάλι του μπουγέλου και θέλει φτιάξιμο.
Πάει αρβαλώντας στο χτήμα με τα προβατά του.
Σου κάνει κακό η αρβάλα.
Σου κάνει καλό η αρβάλα.
63. Αρμάκι = μάντρα.
64. Αρμόλατσο = Νερό, λάδι και αλάτι στα οποία έβαζαν το παστό και το λουκάνικο μετά το κάπνισμα.
65. Αρούκατος= άτσαλος
66. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
67. Ασκί = τουλούμι.
68. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
69. Απόπατος = τουαλέτα
70. Αραούζης = ασουλούπωτος
71. Απαντοχή = υπομονή
72. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
73. Αποκορωμένος = καταραμένος
74. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
75. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
76. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
77. Απόρριξε =απέβαλλε
78. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος.
79. Απόρριμα = το πρόωρα γεννημένο.
80. Αράδα = σειρά.
81. Άρατος = άφαντος
82. Αρτήθηκα = έφαγα.
83. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ.
84. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης.
85 . Ασκελιά = Το βήμα, «πήρε μεγάλη ασκελιά».
86. Αρούκατος = ακαταλόγιστος.
87. Ατάηγο = νηστικό, δεν το έχουν ταίσει.
88. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του.
89. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
90. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
91. Αφόρμησα = μολύνθηκα.
92. Αχαμνό = αδύνατο.
93. Αχάραγο = αφώτιστο
94. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β.
95. Βακέτα = Χοντρό κατεργασμένο δέρμα. (Μανιάτικη λέξη)
96. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
97. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα
98. Βαγένι = βαρέλι
99. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
100. Βανιώνω = παχαίνω.
101. Βασιλίκι = Παιδικό παιχνίδι με κότσι αρνιού ή κατσικιού. (Μανιάτικη λέξη) .
102. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή 103. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
104. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχο με πόδι
105. Βίκα = στάμνα.
106. Βικύ = πήλινο δοχείο για κρασί με στενό στόμιο.
107. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
108. Βίτσα=Λεπτό κλαδί
109. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
110. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
111. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
112. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
113. Βαρικό = τόπος που αναβλύζει νερό.
114. Βολύμι = μολύβι
115. Βολοκόπος = Αυτός που ακολουθούσε το ζευγολάτη και με την αξίνα του θρυμμάτιζε tο χώμα. (Μανιάτικη λέξη)
116. Bούζα= χοντρή γυναίκα
117. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
118. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
119. Βουτούμι = το μεγάλο χόρτο από τα ποτάμια, που γέμιζαν τα Σαμάρια και της λαιμαριές των ζώων.
120. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
121. Βρουλέα = Πλατύγυρο καπέλο φτιαγμένο από χοντρό «πλεμάδι». (Περιοχή Μάνης).
Γ΄
122. Γαιδουρογουστέρνα = η πράσινη μεγάλη σαύρα.
123. Γαλαζόπετρα ( το Διάλυμα χαλκού, που ράντιζαν τα κλήματα για τον περονόσπορο)
124. Γαστέρα = κοιλιά
125. Γράνα = ) χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων.
126. Γερανίζω = Μελανιάζω, π.χ. “το σκασμένο γεράνισε στο κλάμα”, “γεράνισε το μάτι μου από την πείνα” (από την περιοχή Κυπαρισσίας).
127. Γηστέρνα = Υπόγεια υδατοδεξανενή που γέμιζε με νερό βροχής. (Περιοχή Μάνης).
128. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα.
129. Γιάτρα =νκοίτα.
130. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
131. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
132 Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια
133 Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία της μύτης.
134.Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα.
135.Γκαργκάνι = άδειο κουτάκι από γάλα ή κονσέρβα
136. (Γ)καρούτζος = Ο λαιμός π.χ. Θα σου κόψω τον (γ)καρούτζο (από την περιοχη Κυπαρισσίας)
137. Γκοργκούνι= αστράγαλος
138. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό.
139. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο.
140. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
141. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού.
142. Γιόμα = απογευμα.
143. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
144. Γιουρούκι = σκουντούφλης.
145. Γκόρτσα= άγρια αχλάδια,
146 Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
147. Γκουργκούνι = αστράγαλος.
148. Γλήγορα = γρήγορα.
149. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
150. Γνέματα = νήματα
151. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
152. Γουστέρα ή γουστέρνα = σαύρα
153 Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
154. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
155. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου.
156. Γράνα = χαντάκι.
157. Γρέκια = μαντριά
158. Γυρνάς δώθε κείθε = γυρνάς απ’ εδώ και απ’ εκεί
Δ΄
159. Δάγκλα = στροφή στο δρόμο.
160. Δανά = Τώρα, αυτή τη στιγμή. (Περιοχή Μάνης).
161. Δανεικαριά: Όταν βοηθούσε ο ένας χωρικός τον άλλο στις δουλειές του χωραφιού, με σκοπό να βοηθηθεί και εκείνος μετά. π.χ. “κάνω δανεικαριά με τον τάδε”.
162. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
163. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών.
164. Δικόνες μου = ο δικός μου.
165. Δίκορος = αυτός που έχει δύο κλαδιά. Ο διχαλωτός. (Μανιάτικης προέλευσης).
166 Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια. (Μανιάτικη λέξη).
167. Δίσαλο = ξεραμένο ψωμί.
168. Δόγα = σανίδα.
169. Δραγκωμένος = μαζωμένος από το κρύο.
170. Δράλαπας = θυελλώδης άνεμος.
171. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
172. Δριστέλια = η νεροτριβή.
173. Δώθενε = από εδώ
Ε΄
174. ‘Εγιουρναν = άλλαζαν δρόμο και σταματούσαν κάπου. (Μανιάτικη λέξη).
175. Εδιάκα = επήγα.
176. Ευτού = εκεί
177. Έκα = κάνε πιο πέρα
178. Έκειωσα για σήμερα = τέλειωσα για σήμερα.
179. Εντο = νάτο
180. Εντοσα = ξεπιάστηκα
181. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
182. έσγουψε=εσκυψε(σγούφω-σκύβω)
183. Εφτούνο = αυτό
184. Έχουτε = έχετε.
185. Έχω δικοσύνη = Είμαι συγγενής. (Μανιάτικης προέλευσης)
Ζ΄
186. Ζαλιά = φορτίο,
187. Ζαλώθηκα = φορτώθηκα.
188. Ζάρκουλα = Η κουκούλα που έχουν τα παλτά. (Από τη Μάνη.
189. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
190. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
191. Ζωστήρα = Ζώνη
192. Ζουλάπι = άγριο ζώο.
193. Ζουπάω = πιέζω.
Η΄
194. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
195. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Θ΄
196. Θέλουτε = θέλετε.
Ι ΄
197. Ιδιάζω = Προετοιμασία νήματος για τον αργαλιό.
198. Ίβαλα (τα) = τα κομμάτια.
Κ΄
199. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
200. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
201. Κακό Ανάραχο = Ο γρουσούζης άνθρωπος που όταν τον δεις το πρωί κάτι κακό θα σου τύχει.
202. Καλύβω = καλύπτω.
203. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα.
204. Καμούσι = Το τελευταίο κρασί (στα Μανιάτικα).
205. Καμώνομαι = σωπαίνω.
206. Καπινίζω = Καπνίζω.
207. Καπινός = καπνός.
208. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν.
209. Καραβούκα: Το ξερό μυτερό υπόλοιπο μέρος του Σταριού (χορταριού) που μένει στο έδαφος μετά το θέρισμα.
210. Καράγιαλης = Βορειοδυτικός άνεμος.
211. Καράκλα = Ορθάνοιχτα (Μανιάτικη φράση που αναφέρεται στα πορτοπαράθυρα)
212. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη,
213. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
214. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
215 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
216. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
217. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
218. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
219. Καταλιακού= μες τον ήλιο, μην κάθεσαι καταλιακού (μην κάθεσαι κάτω από τον ήλιο)
220. Καταλαχού= κατά τύχη.
221. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα.
222. Καστραβέτσι=αγγούρι (καστραβέτσ λέγεται και σήμερα στα ρουμάνικα )
223. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες.
224. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης.
225. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
226. Κατσίγαρος = Το λιόζουμο μετά τη διαλογή του λαδιού. (Μανιάτικη)
227. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
228. κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
229. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
230. Κατσούλα = γάτα
231. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της ελιάς.
232. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
233. Κατακεφαλιά =καρπαζιά.
234. Κάφυρος = Το ρουθούνι
235. Καψερός = ο καημένος.
236. Κείθενε = από ‘κει,
237. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
238. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
239. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
240. Κλ.ωνα = κλωστή
241. Κιόσα (τα) = Χρέη
242. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι.
243. Κλωσσούδες = Οι κότες που κλωσάνε (επωάζουν) αυγά. (Μανιάτικη).
244. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
245. Κούκλα = καλαμπόκι.
246. Κοκλίβες = κομμάτια.
247. Kοκόσια = αμύγδαλο
248. Κολιάνιτσα = ευκοίλια.
249. Κολιάστρα = Το πρωτόγαλα του αιγοπρόβατου μετά τη γέννα )από την περιοχή Κυπαρισσίας).
250. Κολιτσάκια = ‘αγκιστρα στο σαμάρι.
251. Κολιτσίδα: το φυτό που οι στρογγυλοί αγκαθωτοί καρποί του κολλάνε στα ρούχα και στο τρίχωμα των ζώων.
252. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
253. Κουλούκι = το κουτάβι
254. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
255. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
256. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
257. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
258. Κουνενές = μωρό.
259. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά
260. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
261. Κοτοκάθια = Εκεί που κούρνιαζαν οι κότες τη νύχτα. (στα Μανιάτικα).
262. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
263. Κονταυγές = χαράματα.
264. Κουτρούλια = το ειδικό σκάψιμο (σε σωρούς) που γινόταν στις Σταφίδες .
265. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
266. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
267. Κιβούρι = μνήμα
268. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά.
269. Κολιτσάκια Τα μεταλλικά χερούλια που ήταν στερεωμένα στο σαμάρι, για να δένονται τα φορτώματα.
270. Κορύτα = το δοχείο που πίνουν νερό τα ζώα
271. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα.
272. κόσα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :σλαβ. λ. kosa] είδος μεγάλου δρεπανιού με μακρύ στειλιάρι, που χρησιμεύει για το θερισμό του τριφυλλιού ή άλλων χόρτων τα οποία είναι κατάλληλα για ζωοτροφή, αλλιώς κοσιά.
273. Πάρε την κόσα και πήγαινε να τσοκανίσεις πάρε το δρεπάνι και πήγαινε να κόψεις τριφύλι ή άλλα χόρτα.
274. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
275. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
276. Κοφίνι =καλάθι.
277. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
278. Κότσαλα = κοτσάνια
279. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα.
280. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς
281. Κούμπλα = βρύση,
282. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
283. Κουτουρού = τυχαία
284. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
285. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
286. Κοπελάτος = υπηρέτης.
287. Κόσα = εργαλείο που κόβει τα άγρια χόρτα
288. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
289. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται.
290. Κρισάρα = κόσκινο
291. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι.
292. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
293. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.
Λ΄
294. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
295. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
296. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού.
297. Λαίνα = στάμνα.
298. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω
299. Λάκκος = αργαλειός.
300. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει τον επόμενο χρόνο.
301. Λάμια=Όμορφη γυναίκα.
302. Λατανάω = βυζαίνω.
303. Λατσιάρα = κατάβρεγμα λασπερό.
304. Λούρα = λουρί
305. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)
306. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
307. Λεγνεύτηκα = Έπαθα μεγάλο κακό. (στα Μανιάτικα).
308. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
309. Λιαδώματα = Κατσίκια
310. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας.
311. Ληνός = Πατητήρι σταφυλιών (από την περιοχή Κυπαρισσίας)
312. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων
313. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο
314. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω).
315. Λούρα = Η φλούδα του αμπελιού.
316. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
317. Λοκάνικο = λουκάνικο.
318. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
319. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
320. Λόπια = Φασόλια ξερά.
321. Λόντζα = Το ανοιχτό πλευρικά αλλά σκεπασμένο υπόστεγο.
322. Λουθουνάρι = ο καλόγερος, ο δοθήνας.
323. Λουμπούσια = το στέλεχος του καλαμποκιού.
324. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ΄
325. Μαθές = λοιπόν.
326. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας
327. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα
328. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
329 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
330. Μάπα= το κλειστό λάχανο.
331. Μάπα = σφουγκαρίστρα – σκούπα.
332. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
333. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου
334. Μαρτίνι = κατσίκι
335. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
336. Ματσουλάω = μασάω
337. Μαύρος = ο κακομοίρης, (α, ρε μαύρε=ά, ρε κακομοίρη)
338. Με μερμελάει= με ενοχλεί
339. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια.
340. Μελιγκόνια= μυρμίγκια,
341. Μέσκουλες = μούσμουλα
342. Μολόχα = γεράνι
343. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
344. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
345. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
346. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
347. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ
348. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
349. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
350. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
351. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη,
352. Μπιντόνα = το μεταλλικό δοχείο, ο ντενεκές, που βάζουμε το λάδι.
353. Μπλεζενιές = τα καρπούζια.
354. Μπονόρα = πολύ πρωί.
355. Μπουγέλος = κουβάς.
356. Μπουκούμι = ψαχνό κρέας.
357. Μπορούτε = μπορείτε
358. Μπόσικα = χαλαρά.
359. Μπαζίνα την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό
360. Μπάκα = κοιλιά.
361. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
362. Μπούρδας = χοντρός
363. Μπουρνέλια = κορόμηλα
364. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
365. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
366. Μπάκακας =βάτραχος.
367. Μπανιερό = μαγιό
368. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
369. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
370. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω.
371. Μπικιόνα = Τενεκές
372. Μπιντόνα = ντενεκές λαδιού
373. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
374. Μπουζία = γουρούνια.
375. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
376. Μπουκουβάλα = Γάλα με μπουκιές μαλακωτό ψωμί. (Μανιάτικη λέξη)
377. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
378. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό
379. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς.
380. Μπρίσκαλα = τα άγουρα σύκα.
381. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
382. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
383. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
384. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα.
385. Μυθίες = Μικρά παραμυθάκια (στα Μανιάτικα).
386. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)
Ν΄
387. Ναχρικά = κατσαρολικά.
388. Νέμα = Το νήμα, η κλωστή (στα Μανιάτικα).
389. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
390. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
391. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
392. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή
393. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος
394. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
395. Ντόνω = ξεμουδιάζω,
396. Ντελέγκα – Ντελέγκα = Γρήγορα – γρήγορα. (Μάνης λέξη)
397. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
398. Ντορβάς = ταγάρι.
399. Ντουράκος = πέτρινο κάθισμα.
400. Ντρουμπούκι = καλαμένια κουβαρίστρα για χοντρές κλωστές.
Ξ΄
401. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
402. Ξαχιούρης = Ο σκορποχέρης, ο σπάταλος. (Μανιάτικη λέξη)
403. Ξείκλωτος = ατιμέλητος
404. Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει κάποιος και επιτέλους τον
βλέπουμε να έρχεται.
405. Ξεκώλωσε το κούρβουλο = Έβγαλε, ξερίζωσε το αμπέλι (τη συγκεκριμένη ρίζα)
406. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει.
407. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο)
408. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
409. Ξελόντζα. Η ξεσκέπαστη περιφραγμένη σχετικά μικρή αποθήκη.
410. Ξένω = ανοίγω μαλλιά.
411. Ξεροσταλίζω = Κάθομαι και λουφάρω, τεμπελιάζω.
412. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
413. Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία
414. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
415. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
416. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
417. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
418. Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο
419. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού.
420. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
421. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
422. Ξυλοκατσούλα = Ξύλινη φάκα για ποντίκια (Μανιάτικη λέξη)
ΠΗΓΗ: http://www.gargalianoi.com/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.