Γιάννης Ναστούλης

   Κατά τον Στίβεν Χώκινγκ η δημιουργία του τετραδιάστατου χωροχρόνου οφείλεται στην έκρηξη μιας αρχέγονης και άχρονης μελανής οπής. Έτσι το οποιοδήποτε εξωκτισιακό υπερ-όν δεν θα μπορούσε να υπάρχει πριν τη μεγάλη έκρηξη για να την πυροδοτήσει, διότι απλούστατα ο χωροχρόνος δημιουργήθηκε μετά την πυροδότηση. Επομένως ένας πυροδοτικός μηχανισμός πριν είναι αδιαανόητος. Προσοχή όμως, τούτη η χωροχρονική του αδυναμία-απουσία δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει! Και αυτό είναι μυστήριο για τον τρισδιάστατο άνθρωπο. Αυτό ακριβώς προσεπικυρώνει η κατάρριψη από τον Χώκινγκ της άποψης περί του απαραβίαστου της επιφάνειας μιας μαύρης τρύπας. Ανακάλυψε ότι τυχαίες κβαντικές μεταβολές μπορούν να δημιουργήσουν διαρροές από το άχρονο εσωτερικό της. Δείτε παρακαλώ την εκπληκτική αναλογία της άποψης του Χώκινγκ και εκείνης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί «ακτίστων ενεργειών» στην καταφατική θεολογία του καθοδικού άξονα. Μια διάχυση από το εσωτερικό μιας μελανής οπής είναι ο κόσμος μας;
   Την παραπάνω οντολογική θεώρηση υποστηρίζει το πολυσυμπαντικό μοντέλο και η θεωρία των υπερχορδών (Πρίνστον, 1980), κατά την οποία, νανοσωματίδια δονούμενα/περιφερόμενα επηρεάζουν τις δομές και τη συμπεριφορά του μικρόκοσμου. Τα σύμπαντα κυριαρχούνται από υπερχορδές, οι οποίες είναι τρισεκατομύρια φορές μικρότερες από τα ανιχνευθέντα μέχρι στιγμής νανοσωματίδια. Αν οι μικροσκοπικές ίνες είναι παλλόμενες χορδές όπως στο βιολοντσέλο, τότε το Σύμπαν μας είναι μια μουσική συμφωνία που εκτελείται επί σκηνής. Μας λείπουν η μουσική μεγαλοφυία που την έγραψε και ο μαέστρος.
   Οι θέσεις αυτές έκαναν τον γίγαντα αυτόν της Επιστήμης να πει: «αν ήμουν ένα σημείο μιας λευκής γραμμής στον μαυροπίνακα και ζωντάνευα, ενώ θα παρέμενα εγκλωβισμένος, θα ανακάλυπτα το θεϊκό μεγαλείο ενός τετράεδρου (δισδιάστατο σκίτσο). Κατ’ επέκταση ένα τετραδιάστατο υποθετικό ον που ζει και κινείται στον χωροχρόνο Μινκόβσκι, διαθέτον μια από τις σημαίνουσες ιδιότητες του Θεού: γνωρίζει και εξουσιάζει το μέλλον, αφού κινείται ελεύθερα και στη διάσταση του χωροχρόνου».

   Σε αυτό, άρα, το επίπεδο πραγματικότητας τα πράγματα ρευστοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε η οποιαδήποτε απόφανση περί του όντος, να είναι τόσο επισφαλής (ολική κατάρρευση νοήματος), που εξαναγκάζει τον ερευνητή να κάνει ένα βήμα πίσω, να διασώσει τη συν-είδηση: η πραγματική επικοινωνία δεν λειτουργεί με πραγματικές οντότητες, αλλά με νοητικά μοντέλα. Τούτο βεβαίως προϋποθέτει αυτό που αρνείται: την ύπαρξη εγκεφαλικών δομών και σώματος, άλλωστε, οι οποίες θα χαρτογραφούν τα μοντέλα αυτά. Αν σκεφτούμε ότι και άλλα ζώα χρησιμοποιούν παρόμοια μοντέλα –ένα αυτοκίνητο που κινείται με ταχύτητα γίνεται αντιληπτό ως απειλητικό από πολλά ζώα, το ίδιο μια επικείμενη καταιγίδα κ.ο.κ.- καταλαβαίνουμε ότι η υπόθεση των νοητικών μοντέλων δεν μπορεί παρά, εμμέσως πλην σαφώς, να προσεπικυρώνει την ύπαρξη αντικειμενικής πραγματικότητας ante. Στο σημείο αυτό ένας Θεολόγος συμπεριφέρεται με μεγαλύτερη ευφυία: διασώζει και τη διαστατή πραγματικότητα και την υπερβατική και τον μεταξύ τους δια-Λόγο.
   Ας μείνουμε, όμως, για λίγο στην πραγματικότητα των νοητικών μοντέλων. Στη Γνωσιακή Ψυχολογία: «θεωρία εξειδικευμένου τομέα» (elemain-specific rule), «θεωρία νοητικών μοντέλων» (mental models theory), «θεωρία αφηρημένων κανόνων» (abstract rule), ο υποκειμενικός εαυτός υπάρχει μόνο στο νοητικό επίπεδο, μόνο στο φαινόμενο πεδίο του. Στον φυσικό κόσμο δεν υπάρχουν εαυτοί. Και η ευθύνη ανήκει στα υποκείμενα των πράξεων, επειδή εκεί στο νοητικό επίπεδο περιγραφής, πληρούνται οι φαινομενολογικές συνθήκες του ελέγχου και της απαρχής.
   Η συναισθησία (νόσος κατά την οποία το υποκείμενο μπερδεύει τις αισθήσεις) αποδεικνύει ότι ο κόσμος είναι αποτέλεσμα της δομής του εγκεφάλου και όχι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Άλλωστε είναι κοινός τόπος ότι ένα ερέθισμα γίνεται αντιληπτό μόνο πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο έντασης (ενεργειακό κατώφλι). Όλα τα αντικείμενα που μπορούμε να δούμε είναι τρισδιάστατες εικόνες που σχηματίζονται από κύματα στάσιμα ή κινούμενα κάτω από την επίδραση ηλεκρομαγνητικών πυρηνικών διαδικασιών. Όλα τα αντικείμενα του κόσμου είναι τρισδιάστατες εικόνες που σχηματίζονται με κληρονομικό τρόπο. Είναι εικόνες ενός υπερολογράμματος.
   Η αισθητή πραγματικότητα είναι, απλώς ή πιθανανότατα, η προβολή του τετραδιάστατου χώρου, ενός αθέατου χώρου, πάνω στον ψεύτικο τρισδιάστατο Ευκλείδιο χώρο, που φτιάχνουν πλαστά οι αισθήσεις μας (χώρος Μinkowski). Οι ακτινοβολίες, άρα οι εικονες, των μακρινών γαλαξιών ταξιδεύουν για εκατοντάδες δισεκατομύρια χρόνια για να φτάσουν στον παρατηρητή. Επομένως μελετάμε τις παρελθοντικές εικόνες τους. Το Σύμπαν των παρατηρήσεών μας δεν είναι το τωρινό, μα μια εικόνα του παρελθόντος του. Ο Νήλς Μπορ είχε πει ότι αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα δεν αποτελείται από πράγματα που μπορούμε να θεωρήσουμε πραγματικά. Τα συστατικά της ύλης δεν έχουν υλική δομή, απλώς τούτο συμβαίνει γιατί ο εγκέφαλός μας προβαίνει σε μια τέτοια μετάφραση με τον συγκεκριμένο τρόπο. Οι σκέψεις μας είναι κι αυτές μια δραστηριότητα του σύμπαντος.
  Ένα κβαντικό (απείρως μικρό) αντικείμενο μπορεί να βρίσκεται σε περισσότερα από ένα μέρος την ίδια στιγμή, μπορεί ταυτόχρονα να παρατηρηθεί και ως κύμα, μπορεί να μεθίσταται χωρίς να διανύει τον «ενδιάμεσο χώρο», μπορεί να πάσχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με ένα άλλο, άλλης τάξεως, όσο μακριά κι αν βρίσκεται («ανατριχιαστική δράση» την ονόμασε ο Αϊνστάιν) και τέλος εκείνο που το κάνει εμφανίσιμο είναι η συνείδηση του παρατηρητή. Με άλλες λέξεις η συνείδηση είναι η αιτία της κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης του σωματιδίου.
Ιδού, γιατί είπαν ότι η κβαντική φυσική είναι η θεολογία του μέλλοντος. Αλλά κι αυτή του παρελθόντος καλύτερα τα καταφέρνει.
                                                               *
   Στην Πατερική θεολογία το ανθρώπινο πρόσωπο είναι αδιανόητο χωρίς τη φύση. Ο άνθρωπος είναι «φύση μετά συμβεβηκότων». Έτσι στον Άγιο Μάξιμο, το πρόσωπο δεν μπορεί να είναι εκστατική απόδραση από τη φύση, αλλά ο τρόπος ύπαρξης που επιτρέπει στη φύση να καινοτομείται, χωρίς να μεταβάλλει τον λόγο του Είναι της. Άρα πρόσωπο είναι η ίδια η φύση προσωπικά συγκροτούμενη. Ώστε φύση και πρόσωπο συναπαρτίζουν τη μία και μόνη πραγματικότητα του όντος ως διαλογικού γεγονότος. Μόνο αν η θέλησή μας κινηθεί παρά φύσιν γίνεται τότε η φύση φορτίο αναγκαιότητας. Ούτως ειπείν, το πρόσωπο δεν μπορεί να είναι εντός κόσμου μεσω του ανθρώπου, αλλά όχι από αυτόν τον κόσμο, όπως κάποιοι θεωρητικοί υποστηρίζουν (Γιανναράς – Ζηζιούλας), διότι τούτο θα οδηγούσε σε οντολογικοποίηση του προσώπου, ως της μοναδικής εικόνας του Θεού στην κτίση, μέσω χάρης, αφού δεν γίνεται διαφορετικά, ενάντια στη φύση. Μια οντολογία εξωεμπειρική. Να μια πρόταση-πλαίσιο πάνω στην οποία μπορεί να συγκλίνει Ανατολή και Δύση.
   Για τον Έλληνα άνθρωπο όμως προ – Λόγου περιοχή είναι σκέτος παραλογισμός. Ο κόσμος αυτοδημιουργείται και αναδημιουργείται εντός Λόγου (και σαφώς προσώπου). Τότε ποια είναι η θέση του βιβλικού πνεύματος το οποίο εισάγει με ριζικό τρόπο την οντολογική και υπαρκτική ασυνέχεια της απόλυτης διαλεκτικής Κιστού και Ακτίστου δια του μηδενός; Την ίδέα, δηλαδή, της ex nihiloδημιουργίας που θρυμματίζει το «κλειστό» πλαίσιο του οντολογικού «μονισμού» των Ελλήνων; Η λύση μπορεί να δοθεί μόνο αν αν η βιβλική θέση διανοίγει τη σχέση Θεού – Ανθρώπου προς τον ασύμμετρο, αλλήλοις, νόστο του Προσώπου;  Μόνο αν η παντελής απουσία συνάφειας μεταξύ των ετεροτήτων Θεός – άνθρωπος ανάγει τον άνθρωπο σε οντολογικό θεμέλιο του κόσμου, ενώ διατηρεί τη δυναμική του Θεού (κατά κλήσιν Θεού) ως έσχατο έρεισμα. Και τούτο γίνεται εφικτό μόνο υπό τον όρο της προσωπικής επανασυγκρότησης της φύσης. Αν υπάρχουν άνθρωπος, φύση, ιστορία είναι γιατί υπάρχει Θεός για να τα σκεφτεί.
   Άλλωστε κάθε γνήσια πίστη αποδεικνύεται ως τέτοια, αν εκφράζει ικανή ποσότητα απιστίας, αν εμφανίζει κριτική απιστία για θέσεις που μοιάζουν να αντιστρατεύονται κοινά εμπειρικά δεδομένα και να προτρέπει σε ένα είδος άρνησης της φυσικής εγκόσμιας συνθήκης μας. Ο άνθρωπος θα είναι πάντα «το εν τω μεταιχμίω, ο επί ακροτόμου ιστάμενος. Ο εκ της κοσμικής συνθήκης μοιράμενος να ενδιαιτάται επί ακρωρειών». «Θεός δε τα πάντα εν πάσιν».
   Τα «ο ων», «ο ήν» και «ο ερχόμενος» της Κτισιολογίας, ακριβώς υποδεικνύουν/επικυρώνουν διαστατή πραγματικότητα, εφόσον και οι τρεις τύποι νοηματοδοτούνται-αληθεύουν «ως πρός τι»: ειμί ως προς ένα ούκ έστιν (μη ον, εξ ουκ ων). Ήν, ως προς ένα παρ-ην. Άλλωστε αν η ιστορία εκτείνεται εκατέροθεν του «κεντρικού αποκαλυπτικού γεγονότος», τότε όσα ανήκουν στον παρατατικό «ην» φθίνουν προς το κεντρικό αυτό συμβάν, το οποίο εν προκειμένω είναι το παρ-ην ως αναφορικότητα -κριτήριο τοπικότητας μιας κίνησης γραμμικής προς (κάπου). Ώστε στη γραμμική ακολουθία του χρόνου, το χρονικό νυν είναι συνημμένο με το τοπικό ενθάδε (ενθάδε και νυν) και το χρονικό αεί με το τοπικό εκεί. Αν λοιπόν χώρος και χρόνος αποτελούν ενότητα, όπως εξυπονοεί ο πυρήνα της Κτισιολογίας, τότε κάλλιστα μπορούμε να μιλήσουμε για ύπαρξη χωροχρονικού πλέον εντεύθεν vs εκείθεν μιας νοητής αρχής ή ενός σημειακού χρονικά αποκαλυπτικού γεγονότος.
   Αυτή η θέση ουσιαστικά εκθέτει την πλωτινικής-νεοπλατωνικής άποψης του Αυγουστίνου για τη φύση, η οποία παραμένει το ίδιο προβληματική και στον Ακινάτη: και οι δύο εγκλωβίζουν τη θέα του Θεού στην ύπαρξη του σώματος (Αριστοτελική Ιδέα, ενύπαρκτη στο αισθητό. Αντικειμενοποίηση Θεού). Ο ακυνάτειος Θεός είναι αυτοεγκλωβισμένος στην πληρότητά του (ταύτιση ουσίας και ενεργειών), επομένως, το ίδιο και ο άνθρωπος και η φύση, ως εάν ήσαν μια αυτοπαθής απορροή από το μετά-φυσικό Εν. ενώ η Ανατολή με το σώμα θεάται τον Θεό (ανάδυση του υποκειμένου). Υπό την έννοια αυτή ο νεωτερικός άνθρωπος στην πραγματικότητα γεννιέται στο Βυζάντιο –ας δούμε μόνο πως εξετάζεται η πολιτική στο Βυζάντιο, ως σημαίνον ενός ορισμένου τρόπου συνάρθρωσης του πραγματικού και του κοινωνούμενου, ως αρχιτεκτονική της ανθρώπινης συλλογικότητας, ως το προνομιακό πεδίο συγκρότησης νοήματος, επομένως ως πεδίο αποκαλυπτικό της ερμηνείας που δίνει ο άνθρωπος στο υπαρκτό- απλώς τούτο είναι δυσδιάκριτο, στον βαθμό που ολόκληρη η περιπέτεια της κριτικής της μεταφυσικής αρθρώνεται σε αντιδιαστολή προς τη μεσαιωνική ratio, και έτσι αναπόδραστα θα πάρει τη μορφή ενός εκοσμικευμένου sermo, εκείνη την προσίδια προτίμηση του νορδικού ανθρώπου στο χειροπιαστό μέχρι μηδενισμού, που θα κάνει ώστε να αναδυθεί η «γλοιώδης υποκειμενικότητα» του Χέγκελ. Δείτε, στον Μαρσίλιο Φιτσίνο ο άνθρωπος είναι ο ίδιος Θεός, στον Βάκωνα, το βασίλειο του ανθρώπου είναι το μόνο βασίλειο του Θεού, στον Καντ, ο άνθρωπος είναι ισόθεος, ένα continuumανθρώπου – Θεού, που οδηγεί τον Μαρξ να αφιερώσει το «Κεφάλαιο» στον Δαρβίνο εξυπονοώντας διαδικασία αυτοθέωσης, τον Κοντ να εξισώσει την «Κοινωνική μηχανική» του με την θρησκεία της ανθρωπότητας και τους Διαφωτιστές της Γ΄φάσης, της «διόρθωσης» του ανθρώπου, να τον αναγάγουν σε αιώνιο Φάουστ, σε υπεράνθρωπο, σε σοβιετικό άνθρωπο, σε άρειο άνθρωπο, σε αμερικανικό σούπερμαν κ.λπ. Ο Θεός πέθανε, ζήτω ο υπεράνθρωπος! Το αυτοαναφορικό υποκείμενο, θα πει ο π. Ν. Λουδοβίκος γίνεται κύριος της ιστορίας. Το Εγώ γίνεται κάτοχος του κόσμου (Φίχτε), θέλει να είναι κύριος της φύσης και του κόσμου και όλοι οι άλλοι να είναι υπηρέτες του. Αυτό είναι το τραύμα του δυτικού «έγκλειστου» (homo clausus) ανθρώπου, τη συμπεριφορά και τις ιδεολογικές φαντασιώσεις του οποίου αποκρυσταλλώνουν οι νεωτερικοί θεσμοί (Ν. Ελίας). Άντε να καταλάβει ο Γερμανός άνθρωπος, θα «αφορίσει» ο Γιανναράς, τη διαφορά ουσίας και υποστάσεως, την ενανθρώπιση του Θεού ως κορύφωμα ελευθερίας του Θεού από τη θεότητά του, άρα ως αιτιώδη αρχή του υπαρκτού την ελευθερία και όχι την αναγκαιότητα. Και στις εσχατιές του «μηδενισμού» ο Σάρτρ: «Δεν υπάρχει άνθρωπος, φύση, ιστορία, γιατί δεν υπάρχει Θεός για να τη σκεφτεί». Λες και ο Θεός είναι το οντολογικό έρεισμα του κόσμου, και άνευ αυτού ουδέν! Σκάνδαλο στην πιο αλαζονική της φάση η νεωτερικότητα, ενώ κλείνει την πόρτα στον Θεό, τον μπάζει απ’ τον φεγγίτη! Σε τί διαφέρει ο αφορισμός του «αριστερού» Σάρτρ απ’ την απάντηση του θεολόγου Μπερντιάεφ: «Δεν υπάρχει Θεός, αλλά τότε δεν υπάρχει και άνθρωπος» ή από ‘κείνη του Ορθόδοξου Ντοστογιέφσκι: «Αν δεν υπάρχει Θεός, και έτσι είναι τα πράγματα, η αυτοκτονία είναι η φυσική μας ανάγκη». Σαν το υποκείμενο να έπεται της ερωτώμενης εξωοντολογικής αλήθειάς του, και από την άλλη, σαν η ανθρώπινη ενθαδικότητα, η διερώτηση δηλαδή, αλλά και η παράσταση της ελλείπουσας αλήθειας ή αναλήθειας, να είναι ο τελευταίος εξωοντολογικός διαυγής ορίζοντας μέσα στον οποίο, πλέον εγγενώς, να μπορεί να θεματοποιηθεί το ον ως υποκείμενο (και η ίδια ομοίως), που αυτοσκηνοθετείται στο πλαίσιο δια-λόγου με τον Θεό και με τους Άλλους. Ο Αϊνστάιν είχε πει: μπορούμε να στρεβλώσουμε τον χώρο, όχι όμως και να τον σχίσουμε. Κι όμως σήμερα είμαστε πολύ κοντά στην κοσμική παρακαμπτήριο (σκουληκότρυπα/σχίσιμο του χώρου) για κάποιο γειτονικό σύμπαν, που θα επαναδιατυπώσει το ζήτημα της θεότητας με νεωτερικούς όρους.


Οι ζωγραφικοί πίνακες που πλαισιώνουν τη σελίδα είναι έργα του, αμερικανού,  Allan McCollum.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο