Γιάννης Παπαδάκης
Σε προηγούμενο κείμενο αναφερθήκαμε στη σημασία των «κβάντων εμπιστοσύνης» ως προαπαιτούμενο για την ευστάθεια ενός συστήματος και αναλύσαμε τις επιπτώσεις μιας επιλογής όπου η αποτελεσματικότητα ενός συστήματος περνά κάτω από το μίνιμουμ το οποίο απαιτείται για την επιβίωσή του. Στο καλύτερο σενάριο, το σύστημα (άτομο, ομάδα, χώρα, συμμαχία) επιβιώνει αλλά μεταλλάσσεται δραστικά και ανεπίστρεπτα. Η Ελλάδα βιώνει την διάρρηξη τόσο του ευρωπαϊκού κβάντουμ εμπιστοσύνης όσο και του δικού της κβάντουμ αποτελεσματικότητας αλλά και το υψηλό κόστος ανάκτησής τους.
Πολλοί, δυστυχώς κάπως αργά, κατανόησαν ότι το πιο κρίσιμο εμπροσθοβαρές σημείο στη δημοκρατία είναι η εμπιστοσύνη, η οποία απαιτεί αυτοπειθαρχία, μέτρο, σεμνότητα και σεβασμό σε κοινές αρχές που υπερβαίνουν και ενώνουν όλους. Συγχρόνως όμως, χρειάζεται και κάτι βαθύτερο: η ώριμη επίγνωση ότι ναι μεν η δημοκρατία εξασφαλίζει το δικαίωμα να μπορεί να λέει κανείς ό,τι πιστεύει, όμως αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι άλλοι έχουν και την υποχρέωση να τον παίρνουν στα σοβαρά.
Η πειθώ δηλαδή είναι συνάρτηση τόσο του μηνύματος-αντικειμένου (τι λέει κάποιος) όσο και της ταυτότητας του υποκειμένου (ποιος μιλάει). Για να το πούμε και αλλιώς: μπορεί κάλλιστα το ίδιο μήνυμα να προέρχεται από δύο διαφορετικές πηγές και να οδηγεί σε διαφορετικές αντιδράσεις, ακριβώς λόγω του παραπάνω. Είναι τα λεγόμενα τρία “W” στα Αγγλικά: What (τι), Who (ποιός) και Why (Γιατί).
Η συνειδητοποίηση των ορίων και το μέτρο είναι επίσης βασικά προαπαιτούμενα και μας έχουν απασχολήσει σε προηγούμενες αναλύσεις. Η οπτική εκείνη, μέσα από την οποία περνώντας η πραγματικότητα καταλήγει να την επαληθεύει, είναι αναγκαστικά και η σωστότερη. Εδώ ισχύει η Αριστοτέλεια εκδοχή της λειτουργίας της σκέψης: μια συστηματική δηλαδή και επαναληπτική προσπάθεια ώστε να οδηγηθούμε από κάτι καλό σε κάτι καλύτερο. Όχι για να κινηθούμε αντίθετα και να βρεθούμε ξαφνικά σε ναρκοθετημένες περιοχές.
Θα στρέψουμε την προσοχή μας εδώ σε κάτι που συνδέεται στενά με τα παραπάνω: το μηδέν. Ιστορικά μιλώντας, ως έννοια το μηδέν δεν υπήρξε καθόλου απλό στη σύλληψή του, ούτε εύκολο στην απεικόνισή του ή «κλειστό» στην διαχρονική του ερμηνεία. Το μηδέν προσεγγίστηκε μαθηματικά πολύ αργότερα από ότι οι υπόλοιποι αριθμοί. Είναι αριθμός που δύσκολα παραπέμπει σε κάποιο απτό εμπειρικό ανάλογο, πολύ δυσκολότερα από το «ένα» ή το «δύο». Οι αρχαίοι Έλληνες προβληματίστηκαν ως προς το αν το «κενό» χρήζει συμβολικής απεικόνισης.
Το δύσκολο του εγχειρήματος, σε πρακτικό επίπεδο, έγκειται και στο λόγο για τον οποίο το κενό, το «τίποτα» δηλαδή, θα έπρεπε να απεικονισθεί και συμβολικά, πχ. με ανάλογο τρόπο που απεικονίζουμε κάτι μη κενό, πχ. τραβώντας μια γραμμή για το «ένα», δύο για το «δύο» κλπ. Αν έχω ένα αυγό και το φάω, το ότι δεν μου έχει μείνει κανένα το αντιλαμβάνομαι σαφώς. Γνωρίζω επίσης ότι πρέπει να βρω σύντομα τροφή διότι αλλιώς θα πεινάσω. Δεν χρειάζομαι «απεικόνιση» του μηδενός για να το αντιληφθώ αυτό. Το ότι θα προέκυπτε κάποια ωφέλεια από μια συστηματική απεικόνιση της «εμπειρικής έλλειψης» πχ. του αυγού δεν είναι κάτι το προφανές. Απαιτεί ένα τολμηρό, μη συμβατικό τρόπο σκέψης. Ίσως γι αυτό τον λόγο, το μηδέν ως έννοια και μαθηματικό σύμβολο εικάζεται ότι αναπτύχθηκε αρχικά στην Άπω Ανατολή (Ινδία, Βαβυλώνα) αλλά και από τους Μάγιας στην κεντρική Αμερική.
Δυστυχώς είμαστε τόσο βαθιά εμβαπτισμένοι σε αυτό που κάπως απλουστευτικά ονομάζουμε «κοινή λογική» που δύσκολα μεταθέτουμε τα παραπάνω στο κατάλληλο χωροχρονικό και φιλοσοφικό τους πλαίσιο. Επιβάλλεται όμως να θέσουμε κάποιες κοινές βάσεις συνεννόησης και αναφοράς, όχι μόνο ως προς το μηδέν ως μαθηματική έννοια αλλά και ως ατομικό και κοινωνικό εμπειρικό βίωμα, πριν μπούμε σε πιο απαιτητικά και υποκειμενικά πεδία.
Στο μαθηματικό πεδίο τα πράγματα είναι απλά...μέχρι να γίνουν δύσκολα. Όλοι διδασκόμαστε από μικρή ηλικία στο σχολείο τις αλγεβρικές ιδιότητες τους μηδενός οι οποίες σταδιακά γίνονται αυτονόητες. Όμως τα μαθηματικά είναι μια σπείρα και όχι ένα σημείο. Για παράδειγμα, το (μαθηματικό) μηδέν έχει στενή σχέση με το (μαθηματικό)
άπειρο μια και αν διαιρέσουμε έναν φυσικό αριθμό με το μηδέν προκύπτει άπειρο. Η θεωρία των συναρτήσεων προσεγγίζει το μηδέν προσεκτικά και συστηματικά. Λέμε ότι μια συνάρτηση κινείται «στην περιοχή του μηδενός» για να υποδηλώσουμε ότι οι τιμές που λαμβάνει είναι μεν πολύ μικρές αλλά όχι ίσες με μηδέν. Αυτό επιτρέπει να δημιουργήσουμε ακολουθίες (αλληλουχίες) αριθμών οι οποίες «τείνουν» προς το μηδέν χωρίς να το «ακουμπούν», δίχως δηλαδή να εξισώνονται μαζί του. Είναι ο λεγόμενος διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός, η βάση για σχεδόν όλες τις Μαθηματικές, Φυσικές και εφαρμοσμένες επιστήμες.
Ακόμα και όταν λέμε ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είναι ένα σημαντικό μέγεθος για την οικονομική υγεία μιας χώρας, είναι προφανές ότι μια συνεχιζόμενη τάση μείωσης του ΑΕΠ πρέπει να μας ανησυχεί πολύ μια και «στέλνει» τον παρονομαστή του κλάσματος προς το μηδέν και την τιμή του στα ύψη. Στο απλό αυτό παράδειγμα, ίσως να μας φανεί παράξενο ότι αν το ΑΕΠ (παρονομαστής) μειωθεί κατά 10% τότε το κλάσμα αυξάνεται κατά 17,6%, μια και 1/0,90 = 1,176. Αν δε μειωθεί κατά 25% (που ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας) τότε η αύξηση είναι 33% (1/0,75 = 1,33)! Ενώ αντίθετα αν το χρέος (αριθμητής) μειωθεί κατά 10% ή 25%, τότε το κλάσμα μειώνεται αντίστοιχα κατά την ίδια τιμή. Υπάρχουν κρυμμένες ασυμμετρίες και στα πιο απλά μοντέλα όταν εξετάζουμε την συμπεριφορά τους σε σχέση με το μηδέν.
Σε πιο αφηρημένο επίπεδο, το μηδέν έχει μια μοναδική «αυτοτροφοδοτούμενη» τάση: αν πολλαπλασιάσουμε έναν οποιοδήποτε φυσικό αριθμό με το μηδέν έχουμε πάλι μηδέν ως αποτέλεσμα. Η «έλξη» του μηδενός είναι τέτοια ώστε μπορεί να παγιδέψει μια αριθμητική ποσότητα στην περιοχή του. Αν συνεχίζουμε να πολλαπλασιάζουμε έναν φυσικό αριθμό με κάποιον μικρότερο, πχ. με το μισό του, τότε γρήγορα το γινόμενο καταλήγει στην περιοχή του μηδενός χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Αν παρομοιάζαμε το μηδέν με «έλλειψη» οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το μηδέν οδηγεί σε μια χωρίς όρια «κένωση». Μεταφορικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιωματικό ανάλογο του μηδενός είναι ένα επιταχυνόμενο εσωτερικό «άδειασμα», η αίσθηση ενός αυξανόμενου τίποτα.
Πολλές φορές αναφερόμαστε στο «σημείο μηδέν» εφιστώντας την προσοχή ή θέλοντας να υπογραμμίσομε με αυτό τον τρόπο το ρίσκο κάποιου εγχειρήματος. Αν εγκλωβιστούμε στην περιοχή του μηδενός τότε κινδυνεύουμε να καταλήξουμε αναπόφευκτα στο σημείο μηδέν. Το σημείο μηδέν όμως -και εδώ έγκειται το ενδιαφέρον- υπάρχει και στην πολιτική σφαίρα.
Πολύ σωστά ο Πρωθυπουργός διάγνωσε την κατάσταση και το ρίσκο για έξοδο από την Ευρωζώνη με ταυτόχρονη άτακτη χρεωκοπία της χώρας, δηλώνοντας πρόσφατα στη Βουλή ότι «από δω και πέρα υπάρχει ναρκοπέδιο και δεν μπορώ να το αγνοήσω». Κατανόησε ότι η Ελλάδα έχει ουσιαστικά εισέλθει στην περιοχή του μηδενός από την οποία αν δεν απεγκλωβιστεί, οι εξελίξεις θα είναι αναγκαστικά ραγδαίες όσο και μοιραίες.
Αυτό τον καιρό η Ελλάδα βιώνει κάτι ανάλογο με την αυτοτροφοδοτούμενη φύση του μηδενός που προαναφέραμε. Η εμπειρία της επιταχυνόμενης πορείας προς ένα «κενό» δημιουργεί αισθήματα ιλίγγου και δικαιολογημένης ανασφάλειας.
Όμως σε βάθος χρόνου, ο πραγματικός και βαθύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα ελλοχεύει στον αντίθετο πόλο: να γίνει η Ελλάδα υπόδειγμα χρήσης (κατανάλωσης) και ατομικότητας (κέρδους). Αν συμβεί αυτό, το μηδέν θα έχει κυριαρχήσει και μαζί με αυτό θα έχει χαθεί και η ελπίδα για μια πληρέστερη και αρμονικότερη αντίληψη χρήσης- σχέσης για μια εναλλακτική πρόταση νοήματος ζωής, βασισμένη στον Ελληνικό τρόπο σκέψης και αντίληψης. Το μηδέν θα έχει γίνεται Δαρβινικός πόλος έλξης και ολοκληρωτικής προσαρμοστικής εξομοίωσης.
Για παράδειγμα, η Ανάπτυξη πρέπει να έρθει, θα έρθει και μάλιστα με ορμή, αλλά θα πρέπει να βρει την Ελλάδα με την ιστορική αίσθηση ταυτότητας που της αναλογεί και όχι να την εξωθήσει σε ένα αγώνα απόλυτης εξομοίωσης με όσους έχουν ήδη υιοθετήσει και βελτιστοποιήσει τη χρήση και την κατανάλωση, τις έχουν αναγάγει σε υπέρτατες αξίες και σε ατομικά/κοινωνικά κεκτημένα. Η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει, να βρει και να μεταδώσει στην Ευρώπη μια νέα χρυσή τομή πριν είναι αργά και για την Ευρώπη αλλά και για τη Δύση γενικότερα. Το έχει πράξει αυτό πολλές φορές στην Ιστορία της και θα το πράξει ξανά στο μέλλον. Αρκεί να γίνει στο σωστό χρόνο και όταν τα θεμέλια είναι γερά, όχι πρόωρα και με βάση υποσχέσεις κούφιες ή δανεικά ιδεολογήματα.
Όταν οι υπόλοιποι λαοί δεν ήταν έτοιμοι να κοιταχτούν καν στους συνειδησιακούς καθρέπτες της Ιστορίας τους, η Ελλάδα είχε ήδη κάνει «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» (Ελύτης) για να συνθέσει από το πιο βαθύ σκοτάδι Φώς. Είχε τη δύναμη να κοιτάξει το μηδέν κατάματα και να συνθέσει νόημα με πανανθρώπινη δύναμη ακριβώς μέσα από αυτή την εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Πλάτωνας είχε ορίσει την Φιλοσοφία ως μια «μελέτη θανάτου». Πρόκειται δηλαδή ακριβώς για μια μελέτη του μηδενός.
Αν στα δύσκολα δεν τολμήσει η Ελλάδα πρώτη τότε ποιός; Η σημερινή κρίση με όλες τις ανθρώπινες τραγωδίες της θα ωχριά μπροστά σε αυτή πού έρχεται αν αυτή η κρίσιμη μάχη για τον Άνθρωπο δεν δοθεί σωστά για να κερδηθεί. Αν δεν γίνει αυτό, η Ανάπτυξη θα έρθει μεν και στην Ελλάδα σε μερικά χρόνια αλλά οι Άνθρωποι -με κεφαλαίο- θα λείπουν. Το μηδέν καραδοκεί κυριολεκτικά στη γωνία.
Ελάχιστοι λαοί μπορούν να καυχηθούν για την συνέχεια του ιστορικού νήματός τους για τόσες χιλιετηρίδες όσο οι Έλληνες. Αυτό όμως πρέπει να δημιουργήσει τη συνειδητοποίηση μιας τεράστιας ευθύνης για το βαθύτερο εκείνο αίτιο για το οποίο συμβαίνει αυτό και στη βάση αυτή να αναζητηθούν τρόποι για να απαντηθεί ένα και μόνο ερώτημα: πώς μπορούμε να παραδώσουμε μια καλύτερη Ελλάδα στις επόμενες γενιές;
Σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα θα κριθεί η αξία και η συμβολή όλων. Διότι αν η Ελλάδα ως ανεξάρτητη, κυρίαρχη και αυτοπειθαρχημένη δημοκρατία εκλείψει από το μέλλον της Ευρώπης ή της Δύσης, τα χειρότερα και για τις δύο έπονται. Αυτό δεν αποτελεί απειλή αλλά προειδοποίηση-πρόβλεψη, μια και ούτε η Ευρώπη ούτε η Δύση αντιλαμβάνονται επί του παρόντος πόσο θα χρειαστούν στο μέλλον τις Ελληνικές ιδέες αλλά και την φυσική υπόσταση του χώρου στον οποίο αυτές γεννήθηκαν και άνθισαν.
Η Ελλάδα παραμένει μια πανανθρώπινη υποθήκη της οποίας δεν έχει ακόμα έρθει η κατάλληλη ιστορική στιγμή για να αξιοποιηθεί στο μέγιστο όπως της αρμόζει. Όσο όμως το Ελληνικό νήμα ξετυλίγεται χωρίς διακοπή στον ιστορικό χρόνο, η προοπτική αυτή παραμένει ταυτόχρονα αναπόφευκτη και δυνάμει λυτρωτική.
Ιούλιος 2015
* Ο Γιάννης Παπαδάκης κατάγεται από το Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι Ηλ/γος Μηχανικός (PhD) και εργάζεται στις ΗΠΑ.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Τζούλιας Ανδρειάδου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.