Η απόκλιση-παρέκκλιση –η παρέγκλισις του Επίκουρου– είναι συστατική του κόσμου μας. Μια απόκλιση από τις ευθείες τροχιές των ατόμων, που θα χάνονταν στο άπειρο, σύμφωνα με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, επιτρέπει στον κόσμο να συγκροτηθεί, στην ύλη να πορευτεί –αντίστροφα από την αποσυνθετική εντροπία– προς διαρκώς πολυπλοκότερες συγκροτήσεις, στο σύμπαν και στη ζωή να υπάρξουν. Αυτή η απόκλιση από την ευθεία, από το παραδεδεγμένο, δημιούργησε τα είδη και επέτρεψε την εξέλιξή τους από την αρχέγονη «σούπα» των αδιαφοροποίητων μονοκύτταρων οργανισμών. Η δημιουργός παρέκκλιση είναι το θεμέλιο του κόσμου και η αιτία για την εμφάνιση του ανθρώπου ως είδους και της ιστορίας του ως δημιουργίας.
Ο Επίκουρος, σε ανύποπτο χρόνο, βεβαίως όχι πειραματικά, εργαστηριακά ή μαθηματικά, αλλά φιλοσοφικά, με βάση τη λογική επαγωγή, διετύπωσε αυτή την αρχή δύο χιλιάδες διακόσια χρόνια πριν εκφράσει την αρχή της απροσδιοριστίας ο Χάιζενμπεργκ. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Λουκρήτιου, του Ρωμαίου μαθητή του Επίκουρου:
όταν τα άτομα φέρονται από το ίδιο τους το βάρος σε ευθεία γραμμή προς τα κάτω μες στο κενό, σε στιγμές ακαθόριστες και σε τόπους ακαθόριστους, παρεκκλίνουν κάπως από την τροχιά τους. [] Αν δεν υπήρχε αυτή η παρέκκλιση, όλα θα κατευθύνονταν σα σταγόνες της βροχής προς τα τρίσβαθα του κενού, και καμιά επαφή, καμιά πρόσκρουση δεν θα γινόταν ανάμεσα στα αρχικά στοιχεία, κι έτσι η φύση δεν θα δημιουργούσε τίποτα[1].
Αυτή την υπόθεση ήρθε να επιβεβαιώσει επιστημονικά, είκοσι τρεις αιώνες μετά, η θεωρία της μεγάλης έκρηξης και, πειραματικά, το 1992, το δορυφορικό πρόγραμμα COBE. Οι ανιχνευτές μικροκυμάτων του δορυφόρου χαρτογράφησαν την κοσμική ακτινοβολία των «παρυφών» του σύμπαντος, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της πρωταρχικής έκρηξης και της άνισης κατανομής της θερμότητας και της ύλης σε συμπαντική κλίμακα. Εάν, από την αρχική έκρηξη, ομοιογενώς κατανεμημένα, τα άτομα του πρώιμου σύμπαντος είχαν κατευθυνθεί προς τα άκρα σε ευθύγραμμες ακτίνες, τότε ο κόσμος, οι πλανήτες, οι γαλαξίες, οι άνθρωποι, δεν θα είχαν δημιουργηθεί. Ήταν αναγκαία λοιπόν η αρχική παρέγκλισις για τη διαμόρφωση του σύμπαντος[2]. Η δε εξέλιξη των ειδών προϋποθέτει –το γνωρίζουμε σήμερα– μια συσσώρευση τυχαίων μεταλλάξεων που θα οδηγήσουν, σε συνάρτηση με τη σιδηρά φυσική επιλογή, από τους μονοκύτταρους οργανισμούς στον «κύριο και κάτοχο της φύσης».
Ωστόσο, ο Επίκουρος και οι επικούρειοι δεν θα περιοριστούν μόνον στα φυσικά φαινόμενα και τη συγκρότηση του σύμπαντος, καθώς θα επεκτείνουν τη θεωρία της παρεγκλίσεως (του clinamen της πρώιμης δυτικής φιλοσοφίας) στο πεδίο της ιστορίας και της ελευθερίας του ανθρώπου. Η απόκλιση είναι το θεμέλιο της ελευθερίας:
Τέλος αν όλες οι κινήσεις είναι συναρτημένες, αν κάθε καινούργια κίνηση γεννιέται από μια παλιότερη, σύμφωνα με τάξη ορισμένη, κι αν τα άτομα δεν παρεκκλίνουν και δεν σπάζουν τους νόμους του πεπρωμένου, εμποδίζοντας το ένα αίτιο να διαδέχεται το άλλο επ’ άπειρον, τότε από πού προέρχεται ετούτη η ελευθερία των εμψύχων όντων πάνω στη γη; Από πού ρωτάω βγαίνει η βούληση η αποσπασμένη από τη μοίρα, που χάρη σ’ αυτήν πηγαίνουμε παντού όπου μας οδηγεί η θέλησή μας και κατευθυνόμαστε προς τα κει που μας πάει ο νους, σε χρόνους και τόπους ακαθόριστους;[3]
Η απόσπαση από τη μοίρα, αυτό το μικρό, ελάχιστο ποσοστό ελευθερίας και αυτονομίας που δίνεται σε κάθε άνθρωπο απέναντι στον φυσικό και ιστορικό ντετερμινισμό και τη φυσική και ιστορική ετερονομία, είναι συνέπεια της «επικούρειας» παρεκκλίσεως. Η ιστορία δημιουργείται από την εναντίωση στους «νόμους» της! Η ελευθερία είναι η αντίσταση στην αναγκαιότητα, όπως θα τονίσει ο νεαρός Μαρξ της «Διαφοράς»[4] και όχι βέβαια η «συνειδητοποίηση» της ανάγκης, όπως θα υποστηρίξει ο Ένγκελς και θα σαλπίσει ο Ροζέ Γκαρωντύ στην περιβόητη σταλινική Ελευθερία[5] του.
Όλοι οι Μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί, θα αρνηθούν αυτή την «παρεκκλίνουσα» ελευθερία, για να θεμελιώσουν την ιστορία στη «μοίρα», δηλαδή την υπέρτερη βούληση είτε ενός αυταρχικού Θεού είτε των «αντικειμενικών νόμων της ιστορίας». Σύμφωνα με τον σιδηρού νόμο του ντετερμινισμού, οι ενέργειες των ανθρώπων καταλήγουν συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα από την εμπρόθετη κατεύθυνσή τους· πρόκειται γι’ αυτή την περιβόητη «πανουργία της ιστορίας» του Χέγκελ, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε αθύρματά της.
Και όμως, αυτή η ελάχιστη «παρέκκλιση» του Επίκουρου, έστω ένας κόκκος άμμου απέναντι στην «απέραντη φύση» και την αδιαφάνεια της ιστορίας, είναι όντως υπαρκτή και αρκεί για να συγκροτήσει τη φύση ως μία συσσωμάτωση από αναρίθμητες αποκλίσεις ατόμων και συνόλων και να θεμελιώσει την ιστορία ως μία τεράστια συσσώρευση απειροελάχιστων ατομικών παρεκκλίσεων. [Βέβαια, ένα σύνολο παρεκκλίσεων εντάσσεται με τη σειρά του σε μια νέα αιτιοκρατική εντελέχεια και τα περιθώρια της ελευθερίας είναι διαρκώς πεπερασμένα ή και ελάχιστα, ωστόσο αυθεντικά και κατά συνέπεια… «γιγάντια».]
Για τον νεαρό ρομαντικό Μαρξ της διατριβής αρκεί η ελευθερία της επιλογής του ατομικού θανάτου, ως υπέρτατη αντίσταση στην αναγκαιότητα, για να θεμελιώσει την ελευθερία του ανθρώπου· προς επίρρωση δε της θέσης του, θα παραθέσει μια ρήση του Επίκουρου, όπως παραδίδεται από τον Σενέκα:
Είναι δυνατόν να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα, όμως δεν αποτελεί αναγκαιότητα να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα.[ ] Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον θεό που κανείς δεν είναι δυνατό να κρατηθεί με τη βία στη ζωή. Μας επιτρέπει να δαμάζουμε την ίδια την αναγκαιότητα[6].
***
Σήμερα, έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος ως είδος βρίσκεται στο κατώφλι της αυθυπέρβασής του, με τη δημιουργία του μετανθρώπου, που πλησιάζει με τεράστια βήματα, σε αυτές τις αρχές του 21ου αιώνα. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων αποκτά ένα νέο νόημα και μια διαφορετική επικαιρότητα –που ίσως δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να φανταστεί– η θέση του Χάιντεγκερ πως ο διαφωτισμός και η τεχνολογία του οδηγούν στον θάνατο του Ανθρώπου. Κυριολεκτικώς. Ο άνθρωπος αποκτά, σταδιακώς και με επιταχυνόμενα βήματα, τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός νέου είδους, που θα αποτελέσει την τεχνολογική μετεξέλιξή του, σηματοδοτώντας το τέλος της φυσικής επιλογής, εισάγοντάς μας στην εποχή της τεχνητής επιλογής, που προανήγγελλε η ευγονική.
[Και ως προς αυτό, ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, όπως και άλλοι ομοϊδεάτες του, σαν τον Έζρα Πάουντ και τον Κνουτ Χάμσουν, ή ακόμα και τον πρώιμο Τ.Σ. Έλιοτ, λάθεψαν απελπιστικά ως προς τις πολιτικές επιλογές τους. Ενώ ορθώς είδαν τον μαρξισμό, ιδιαίτερα στη σοβιετική εκδοχή του, ως το απόγειο του διαφωτισμού, του οποίου η θεωρία μιας χωρίς τέλος προόδου οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο του ανθρώπινου Είναι, επέλεξαν ως εναλλακτική λύση τη Χάρυβδη του ναζισμού. Παρασυρμένοι από τη θεωρία του ριζώματος, εθνοτικού και ανθρωπικού, που διακινούσε ο εθνικοσοσιαλισμός, απέναντι στον ανέστιο σοβιετικό μαρξισμό, έκλεισαν τα μάτια μπρος στο γεγονός ότι αυτός αποτελούσε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή του θανάτου του Ανθρώπου. Διότι εάν ο μαρξισμός διακήρυσσε το τέλος της ανθρώπινης φύσης, καθώς και κάθε ριζώματος και την έλευση ενός «αγγελικού» κόσμου, πλασμένου αποκλειστικά από την τεχνολογία και την ιστορία, ο εθνικοσοσιαλισμός, χρησιμοποιώντας την έννοια του ριζώματος αποκλειστικά για ένα έθνος και μόνο, ευαγγελιζόταν την έλευση του Αρίου υπερανθρώπου, που θα μεταβάλει όλους τους υπολοίπους σε υπανθρώπους· εν τέλει, σε μια υπερτεχνολογική, και καθόλου αντιτεχνολογική, εκδοχή του εθνοτικού ριζώματος. Στην πραγματικότητα, ο εθνικοσοσιαλισμός, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Λιονέλ Ρισάρ[7], δεν υπήρξε αντίπαλος του μοντερνισμού και καθόλου «ρομαντικός» αλλά αποτέλεσε έναν τύπο αντιδραστικού μοντερνισμού. Και αυτό παρά τη ναζιστική φυσιολατρία και οικολογία. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η λατρεία της τεχνολογίας, η ευγονική και οι πρώιμοι πειραματισμοί, ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τον μετάνθρωπο, μόνο που αυτός θα ήταν Άριος, αποκλειστικά. Όμως, οι αρχικές ψευδο-ρομαντικές τάσεις του δεν παρέσυραν μόνο τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ, αλλά επέτρεψαν και στους οπαδούς του εργαλειακού διαφωτισμού να συκοφαντήσουν τον ρομαντισμό, ταυτίζοντας τον με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έτσι, ακόμα και ρομαντικές εκδοχές του μαρξισμού, όπως εκείνες του Ερνστ Μπλοχ ή της Σχολής τα Φρανκφούρτης καταποντίστηκαν κυριολεκτικά κάτω από τη μαρξιστικοφανή βουλγκάτα του μηχανοκεντρικού ντετερμινισμού.]
Συνεπώς, από τη στιγμή και πέρα που ο μεσσιανισμός έχει πάψει να είναι αποκλειστικά, ή πρωταρχικά, θρησκευτικός ή ιστορικο-κοινωνικός και μεταβάλλεται, ταχύτατα, σε τεχνολογικό και κυριολεκτικά «μετανθρωπικό», η αντίσταση του… ανθρώπινου είδους μετατοπίζεται στην πρόταξη του ρομαντισμού και την παράλληλη υπέρβαση του μεσσιανισμού, μετά από χιλιάδες χρόνια μεσσιανικών προσδοκιών.
Προφανώς, ο ρομαντισμός θα πρέπει να υπερβεί οποιαδήποτε μεσσιανική εσχατολογία. Διότι η ίδια η δυναμική του μεσσιανισμού ανατρέπει, μέσα από την εσώτερη έκφυσή της, κάθε αυθεντικό ρομαντικό εγχείρημα και οδηγεί σε ολοκληρωτικές ή/και γραμμικές απολήξεις, ενίοτε άσχετα με τις ίδιες τις προθέσεις των εμπνευστών του. Σε ό,τι αφορά στις ολοκληρωτικές παραλλαγές, είναι γνωστά τα παραδείγματα της ιρανικής επανάστασης –που εμπνεόταν από έναν μεσσιανικό ρομαντισμό, θρησκευτικού τύπου– της Καμπότζης και των ερυθρών Χμερ –από έναν μεσσιανικό ρομαντισμό μαρξιστικού τύπου–, για να μην αναφερθούμε στον εβραϊκό μεσσιανισμό του ορθόδοξου σιωνισμού και στο Μύνστερ του Τόμας Μύντσερ μερικούς αιώνες πριν[8]. Όσο για τις γραμμικές συνεκδοχές, ων ουκ έστιν αριθμός: από τον προτεσταντικό μεσσιανισμό και την χωρίς φραγμούς ανάπτυξη του καπιταλισμού έως τον επιστημονικό και τεχνολογικό μεσσιανισμό του διαφωτισμού, πάντοτε, τα μεσσιανικά οράματα της «απελευθέρωσης» θα καταλήγουν συχνά στη χειρότερη σκλαβιά.
Βέβαια, τα μεσσιανικά οράματα υπήρξαν και παραμένουν συνδεδεμένα με έναν ορισμένο τύπο ανθρώπινων κοινωνιών, για τις οποίες η μεσσιανική προσδοκία αποτελούσε το ισχυρότερο εργαλείο της κοινωνικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Το όραμα της απελευθέρωσης, της «παρουσίας», συνιστούσε τη μόνη λύση απέναντι στην ακινησία και τον εγκλωβισμό στην αρχέγονη τάξη πραγμάτων και οι μεσσιανικές εκτινάξεις τη μόνη διέξοδο των σκλάβων απέναντι στις παγιωμένες εξουσίες[9]. Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα κάποιοι παραδοσιακοί μεσσιανισμοί θα συνεχίσουν να εμφανίζονται ως αποκλειστική διέξοδος σε λαούς και πολιτισμούς καταπιεσμένους και αλλοτριωμένους από την κοινωνική ανισότητα και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, στο Ισλάμ, την Ινδία, εν μέρει στη Λατινική Αμερική κ.λπ. Γι’ αυτό και η υπέρβαση του μεσσιανισμού, ως έκφραση της ιστορικής ολοκλήρωσης μιας περιόδου, δεν συνεπάγεται την απαξίωση και την παραθεώρηση της σημασίας του επαναστατικού μεσσιανισμού στην ιστορική διαδρομή, από τον Ακενατόν μέχρι τον… Τσε Γκεβάρα, ούτε βέβαια την καταδίκη κάθε εξέγερσης που προσλαμβάνει μεσσιανικά χαρακτηριστικά, σε ορισμένες περιοχές και πολιτισμούς, ιδιαίτερα του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.
Πάντως, πλέον, το όποιο επαναστατικό δυναμικό του μεσσιανισμού τείνει να εξαντληθεί και να προσλάβει χαρακτηριστικά συντηρητικά και αντιδραστικά: μεσσιανισμός του τεχνολογικού μετανθρώπου ή του προτεσταντικού φονταμενταλισμού στην Αμερική, σιωνιστική εκτροπή του εβραϊκού προφητισμού, ουαχαμπιτισμός στη Σαουδική Αραβία, ισλαμικός φονταμενταλισμός στον μουσουλμανικό κόσμο και ινδουιστικός στην Ινδία, για να μην αναφερθούμε στο σχετικά πρόσφατο παράδειγμα του «Φωτεινού Μονοπατιού» στο Περού. Εξάλλου, από τη στιγμή και πέρα που κυρίαρχος, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο –αλλά όλο και περισσότερο στην Κίνα– καθίσταται ο τεχνολογικός μεσσιανισμός του μετανθρώπου και της «τεχνητής νοημοσύνης», ο οποίος και εξαπλώνεται με την ιλιγγιώδη ψηφιακή ταχύτητα του διαδικτύου, οι παλιοί μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και ιστορικο-κοινωνικοί, μοιάζουν σαν παιδικά παιγνίδια μπροστά στο μεγάλο παιγνίδι του τέλους του ανθρώπου – κυριολεκτικώς.
Συναφώς, όλες οι παραλλαγές του διαφωτισμού και του ιστορικο-κοινωνικού μεσσιανισμού κατέτειναν σε αυτή την κατάληξη. Πριν οι μετανθρωπιστές φανταστούν έναν ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο –δημιούργημα ενός ανθρώπου που μεταλλάσσεται ο ίδιος γενετικά–, οι φιλόσοφοι και οι ιδεολογίες είχαν ήδη «σκοτώσει» τον άνθρωπο ως Φύση. Όλες οι ιδεολογίες του διαφωτισμού, και κατ’ εξοχήν η μαρξιστική εκδοχή του, αφού πρώτα σκότωσαν τον Θεό και ανήγγειλαν το «Regnum Hominis», στη συνέχεια σκότωσαν φιλοσοφικά τον ίδιο τον Άνθρωπο, κηρύσσοντάς τον ως ένα απλό δημιούργημα της Ιστορίας, της Κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα μετά το 1968 –από τον στρουκτουραλιστικό μαρξισμό του Αλτουσέρ, μέχρι τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό του Φουκώ–, έχοντας ρευστοποιήσει την έννοια του ανθρώπου, του φύλου, κάθε ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, και υιοθετώντας την έννοια του ανθρώπου ως κατασκευής, άνοιξαν, κάποτε άθελά τους, τον δρόμο για τον μετα-άνθρωπο ως κατασκευή όχι πλέον ιστορικο-κοινωνική αλλά γενετικο-τεχνολογική.
[1] Βλέπε Λουκρήτιος, Περί φύσεως (De rerum Natura) μετ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ. Νεφέλη, 1990, ΙΙ, 216-224. Για τη μετάφραση του αποσπάσματος του Λουκρητίου βλέπε, D.S. Hutchinson, (Εισαγωγή), Γ. Αβραμίδης (επιμέλεια), Πέτρος Οικονόμου (μτφρ. Λατινικών), Επίκουρος· Κείμενα-πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ευ ζην, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2000, σσ. 120-121.
[2] Eric Anderson, Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2002, σσ. 172-173.
[3] Λουκρήτιος, Περί φύσεως (De rerum Natura), μετ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ. Νεφέλη, 1990, ΙΙ, 251-260. Για τη μετάφραση του αποσπάσματος ό.π. σημ. 2.
[4] Βλέπε, Karl Marx, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας (Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Π. Κονδύλης), Γνώση, Αθήνα 1983. [Πρόκειται για το πρώτο γραπτό κείμενο του Μαρξ, τη διδακτορική του διατριβή].
[5] Ροζέ Γκαρωντύ, Η ελευθερία (μετάφραση Φωφώς Σακελλάρη και Σωτήρη Τουτούνα), εκδόσεις Κυψέλη, Αθήνα 1960.
[6] Karl Marx, ό.π., σ. 79. [ Senec. Epist. 12 [,10-11]. σ. 42. Malum est in necessitate vivere; sed in necessitate vivere, necessitas nulla est … Agamus Deo gratias, quod nemo in vita teneri potest. Calcare ipsas necessitates licet…(Epicurus dixit).]
[7] Βλ., Lionel Richard, Nazisme et littérature, Éd. Maspero, Παρίσι 1971· Λιονέλ Ρισάρ, Ναζισμός και κουλτούρα, Αστάρτη, Αθήνα 1999.
[8] Βλ. Ernst Bloch, Thomas Münzer–Théologien de la Révolution, Παρίσι, Julliard, 1964. Marguerite Yourcenar, «L’Œuvre au noir» in Marguerite Yourcenar, Œuvres Romanesques, Gallimard – Pléiade, Παρίσι 1982.
[9] Ίσως μία από τις ελάχιστες κοινωνίες που δεν πρόκρινε τη μεσσιανική διέξοδο ήταν η αρχαία ελληνική, στην κλασική εποχή. Η αρχαία ελληνική κοινωνία βγήκε από την εποχή του μύθου όχι δια του μεσσιανισμού αλλά δια της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της θεατροκρατίας – τι λιγότερο μεσσιανικό από τον Ευριπίδη! Πάντως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως αυτή η ισορροπία υπήρξε εύθραυστη και πρόσκαιρη και ο ελληνικός κόσμος, από τον Αλέξανδρο και μετά, θα συναντήσει τον μεσσιανισμό, έστω και εάν ο ελληνικός χώρος και η παράδοσή του θα παραμένει μια από τις λιγότερο μεσσιανικές στη σύγχρονη ιστορία.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.