Το χρέος και ο τόκος
Δοκίμια για τη νεοελληνική κατάρρευση
Κώστας Χατζηαντωνίου
Γόρδιος
254 σελ.
Τιμή € 14,91
Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση έγινε το κύριο θέμα συζητήσεων και συγγραφών. Είναι, επομένως, φυσικό να αποτελεί πηγή έμπνευσης. Κάθε εποχή έχει τη δική της πηγή και πληγή. Η πατρίδα μας στον αιώνα που πέρασε γνώρισε δυο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο, δικτατορίες και διεκδικήσεις για αποκατάσταση στο ορθόν της πολιτικοκοινωνικής μας ζωής. Και πώς ορίζεται αυτό το ορθόν; Με αύξηση αποδοχών, φυσικά, για να χορτάσει επιτέλους ο πεινασμένος και ταλαιπωρημένος λαός. Δόλωμα καλύτερο από τις ευκαιρίες δεν υπάρχει. Και ο Νεοέλληνας, έχων ή μη έχων, που ήθελε να ζει με πιστωτική κάρτα ως υπερέχων, έχασε το μέτρο, του οποίου η υπέρβαση για τον αρχαίο Έλληνα συνιστούσε «ύβριν» με συνέπεια αναπότρεπτη την «τίσιν». Αυτή τη στιγμή, αθώοι και ένοχοι βράζουν στην ίδια χύτρα, δημοκρατικά, αν και οι σουπερ-υπερ-έχοντες έχουν «μεταφέρει» εργοστάσια και καταθέσεις στο εξωτερικό, όπου σκοπεύουν να «μεταναστεύσουν» και οι ίδιοι, εφόσον η πατρίδα τους είναι εκεί που βρίσκεται το χρήμα τους.
Η κατάρρευση επομένως αφορά την πατρίδα, κάποιους που ζούσαν συνετά τη ζωή τους αλλά τους παρασύρει τώρα το κύμα, καθώς και εκείνους τους «μικρομεσαίους», όπως έχουν βαφτιστεί, που ενώ δεν είχαν χρήματα ήθελαν μεδάνειο να χτίσουν μέγαρα με πισίνες και πολυτελή αυτοκίνητα, για να πηγαίνουν στο Κολωνάκι να πίνουν τον καφέ τους, να κάνουν τα επώνυμα ψώνια τους και να νομίζουν ότι είναι πλούσιοι και σπουδαίοι. Τώρα που έπεσαν μες στο πηγάδι και έπιασαν πάτο, σαν τη Γερακίνα, έβγαλαν φωνή μεγάλη.
Η κατάρρευση επομένως αφορά την πατρίδα, κάποιους που ζούσαν συνετά τη ζωή τους αλλά τους παρασύρει τώρα το κύμα, καθώς και εκείνους τους «μικρομεσαίους», όπως έχουν βαφτιστεί, που ενώ δεν είχαν χρήματα ήθελαν μεδάνειο να χτίσουν μέγαρα με πισίνες και πολυτελή αυτοκίνητα, για να πηγαίνουν στο Κολωνάκι να πίνουν τον καφέ τους, να κάνουν τα επώνυμα ψώνια τους και να νομίζουν ότι είναι πλούσιοι και σπουδαίοι. Τώρα που έπεσαν μες στο πηγάδι και έπιασαν πάτο, σαν τη Γερακίνα, έβγαλαν φωνή μεγάλη.
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου στο εξαιρετικό βιβλίο του Το χρέος και ο τόκος, δοκίμια προβληματισμού, μελετάει το φαινόμενο κάνοντας βαθιά τομή στον χρόνο για να το ερευνήσει και βλέπει σαν θεατής τραγωδίας σαιξπηρικής ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στη Δανιμαρκία της πνευματικής μας ζωής», κρυμμένο πίσω από τα πολλά εισαγωγικά που περιέχει ο σύγχρονος δημόσιος λόγος. Το κακό αρχίζει από το 1970, όταν οι εκμεταλλευόμενοι «τον αυταρχισμό και τη χυδαιότητα της δικτατορίας, οργάνωσαν την πολιτισμική αλλοτρίωση ολόκληρου λαού». Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ποιος είναι ο τύπος επί του οποίου ο συγγραφέας θα καρφώσει τον ήλο.
Το βιβλίο φυσικό είναι να διαπνέεται από αίσθημα θλιβερό για τον κόσμο μας και το μέλλον του, ωστόσο επισημαίνοντας τα κακά και την προέλευσή τους, κάνοντας βαθιά ανάλυση των αιτιών, προτείνει συγχρόνως λύσεις.
Το θέμα ευνόητο είναι ότι έχει βαθιές ρίζες και πολλά κλαδιά, συνεπαγωγές πολλών άλλων παραμέτρων, στις οποίες ο συγγραφέας θα εμβαθύνει επιστημονικά. Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο μοιάζει με επεισόδιο δράματος που διαρκώς κορυφώνεται.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο, «Η Κρίση του παρόντος», επισημαίνει ότι για το «κακό» δεν φταίει το βεβαρημένο παρελθόν μόνο, αλλά και το «αβίωτο παρόν» και η έλλειψη παραγωγικότητας. Ότι ο μεταπολιτευτικός άνθρωπος έγινε το απείκασμα ενός κόσμου με κύριο χαρακτηριστικό του αδιαχώριστα μεταξύ τους την πολιτική και το παραεμπόριο. Ότι η ελληνική κρίση πρέπει να συνδεθεί με την ευρωπαϊκή. Ότι πολιτικοί και διανοούμενοι ματαιοπονούν, επιδιώκοντας να επιβάλουν δόγματα χωρίς ισχύ. Με αναφορές σε επιφανή πρόσωπα του πνεύματος (Γενιά του ’30, τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος είχε μιλήσει από τότε για «μηχανισμό εξανδραποδισμού», Σαραντάρη, κ.ά.), ο συγγραφέας τονίζει ότι η μεταπολίτευση βαρύνεται με την ασυδοσία, με τον αντικοινωνικό μεταπολιτευτικό μαζάνθρωπο, με το κομματικό κράτος, την αδιέξοδη δημοκρατία, με τη δημοκρατία με ολιγαρχικές ρίζες και «τζάκια» που ξεκινούν από την εποχή του Όθωνος.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, «Ο κόσμος ως τραγωδία», αναζητά την αιτία της μεταμόρφωσης που υπέστη το πολιτικό ον άνθρωπος, τη γέννηση της ιστορικής του συνείδησης, την απελευθέρωσή του από τη θρησκεία και οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική ή κοσμική εξουσία. (Ας θυμηθούμε, εδώ, πόσο φανατικά πολεμήθηκε η αυθεντία γύρω στο 1980, ώστε να φτάσουμε στην άλλη άκρη και να γίνει η αντι-αυθεντία ο νόμος της σύγχρονης σκέψης και συμπεριφοράς, και η άποψη του καθενός ισότιμη των μεγάλων στοχαστών. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, δηλαδή, επειδή έτσι βόλευε τις «μπίζνες» και την εξέλιξη στην κοινωνική ιεραρχία.) Λέει ακόμα ο συγγραφέας ότι η Ιστορία είναι απάνθρωπη, διότι είναι σύμφωνη με τη φυσική τάξη, που είναι η βία του κοινωνικού δαρβινισμού (ο ισχυρότερος επιβιώνει τρώγοντας τους άλλους), ότι κινδυνεύει η πολιτισμική υπόσταση της Δύσης και γενικότερα του κόσμου μας από τη συμβίωση με ανόμοια αξιακά συστήματα που διασπούν την ενότητα και θα νιώσει ο Δυτικός άνθρωπος τι σημαίνει να είσαι ηττημένος (ο κυρίαρχος που ασέλγησε στις αποικίες). Το δόγμα της ισότητος κατέληξε στην κατάργηση της αξιολογικής ιεραρχίας, σε καταναλωτική μανία, ομοιομορφοποίηση και μαζοποίηση.
Στο τρίτο κεφάλαιο, «Ποιο παρελθόν μπορεί να έχει μέλλον;», εξετάζει τους όρους «έθνος», «εθνισμός», «εθνικισμός» διαχρονικά, «εθνική συνείδηση» και «εθνική ταυτότητα», από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, μεταμορφώσεις και ανακατατάξεις. Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του έθνους: κοινή συνείδηση, κοινό παρελθόν, κοινοί αγώνες και βούληση για κοινό μέλλον, μια βαθιά υπαρκτή εμπειρία που, ωστόσο, είναι δύσκολο να περιγραφεί ακριβώς. Και το έθνος συνεχίζεται με κληρονόμους όχι τους γνήσιους απογόνους των Αθηναίων του χρυσού 5ου αιώνα π.Χ. (υπάρχουν ατόφιοι;), αλλά και «εκείνους που εντάχθηκαν στο ελληνικό έθνος πολύ αργότερα και ζουν σήμερα ως δικά τους τα πνευματικά επιτεύγματα εκείνων των Ελλήνων». Όσο για τον «εθνικισμό», ως άλλο πράγμα ξεκίνησε, αλλά οι ποικίλες συμφεροντολογικές μεταμορφώσεις –πολυεθνικές, ολιγαρχικές, κληροκαπιταλιστικές, πλουτοκρατικές– τον διαστρέβλωσαν.
Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο, «Εκδοχές νοήματος», και με μερικούς τίτλους κειμένων ειλημμένους από τη λογοτεχνία, μεταξύ άλλων, παίζων άμα και σπουδάζων, «Εν φαντασία και λόγω», ας πούμε, σαν μελαγχολικός Ιάσων Κλεάνδρου στη σύγχρονη Κομμαγηνή, προβλέπει τον ολοταχώς τρέχοντα μηδενισμό, που κατέλαβε το κενό που άφησε η ηθική, η κρίση του πολιτισμού και ο πολιτισμός του μέσου ανθρώπου.
Η απογοήτευση από την ενοποίηση της Ευρώπης, η μετανάστευση, η πτώχευση που συνδέεται με τον μηδενισμό, οι διανοούμενοι και το πρόσωπο που πρωτίστως οφείλουν να έχουν, η Παιδεία που αντί να μεταδίδει ιδανικά μεταδίδει γνώσεις (κυρίως οικονομικές, σπρώχνοντας στο περιθώριο τις ανθρωπιστικές), το οικονομικό συμφέρον υπεράνω όλων (σε έναν κόσμο που όλοι σε κοιτάζουν ύποπτα, έλεγε ο Ελύτης, αν από αυτό που κάνεις δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα). Το βιβλίο φυσικό είναι να διαπνέεται από αίσθημα θλιβερό για τον κόσμο μας και το μέλλον του, ωστόσο επισημαίνοντας τα κακά και την προέλευσή τους, κάνοντας βαθιά ανάλυση των αιτιών, προτείνει συγχρόνως λύσεις. Το θέμα είναι ποιος θα αναλάβει να τις δρομολογήσει και να αλλάξει νοοτροπία στους κακομαθημένους πολιτικούς και πολίτες και πόσος χρόνος θα χρειαστεί γι’ αυτό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.