Εισαγωγή
Κατά τη δεκαετία του 1950, οι Έλληνες αγωνιζόντουσαν για την ένωση της Κύπρου και της Ελλάδας. Από την ίδρυση της «Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960 και μέχρι το τέλος του 1963, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι «προσπάθησαν» να συνυπάρξουν πολιτικά, στα πλαίσια του «ανεξαρτησιακού» καθεστώτος, που τους δημιούργησαν η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α. Οι «προσπάθειες» απέτυχαν. Οι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν να συμβιώσουν με τους Ελληνοκύπριους, στη βάση των διεθνών συνθηκών και περιχαρακώθηκαν στους Τουρκοκυπριακούς θύλακες. Κατά τη δεκαετία του 1964-1974, οι κυβερνήσεις Μακαρίου φάνηκε να πετυχαίνουν την αναγνώριση της διεθνούς ταυτότητας της Κύπρου και την κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων. Το 1974, όμως, στα πλαίσια του νατοϊκού ελέγχου της Κύπρου, η Τουρκία κατέλαβε το Βόρειο της τμήμα. Θα γράφαμε, ότι κατά την περίοδο 1950 - 1974, οι Ελληνοκύπριοι πάλευαν, κάνοντας μια δίκαιη και επιθετική πολιτική, για να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους της αυτοδιάθεσης. Αντίθετα, από την κατάληψη του Βόρειου τμήματος της Κύπρου και μέχρι τις μέρες μας, κάνουν, απέναντι στην Άγκυρα, μια κατευναστική πολιτική. Η καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από το 76% των Ελληνοκυπρίων και η απόρριψή του από το Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Παπαδόπουλο, το 2004, έδειξαν τα όρια της κατευναστικής επιλογής. Όμως, τα όρια αυτά δεν έγιναν αποδεκτά από τα κυρίαρχα κομματικά συστήματα της Ελλάδας της Κύπρου. Και τα δύο, μπαίνοντας στην προοπτική των νατοϊκών επιλογών, πάλεψαν για την υπερψήφιση του πιο πάνω σχεδίου που κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία. Στις μέρες μας, παρατηρούμε τα ίδια κομματικά συστήματα, και παρά τη συρρίκνωση αυτού της Ελλάδας, να παλεύουν, πολύ συχνά και με φανατισμό, για τη διαμόρφωση ενός άλλου σχεδίου, τύπου όμως Ανάν, το οποίο να παραχωρεί τον έλεγχο της Κύπρου στην περιφερειακή ηγεμονική δύναμη του Ν.Α.Τ.Ο., Τουρκία.
Στο άρθρο αυτό, σ’ ένα πρώτο χρόνο, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνουν το κυπριακό πρόβλημα και σ’ ένα δεύτερο θα υποβάλουμε σε έλεγχο τις μελέτες, που αφορούν αυτό το πρόβλημα. Όσον αφορά τις μελέτες, που γίνονται από Έλληνες ακαδημαϊκούς θα δείξουμε ότι, κατά κανόνα, διαδίδουν αναπαραστάσεις, που διαμορφώθηκαν από ιμπεριαλιστικούς κύκλους, πράγμα που οφείλεται, σε τελευταία ανάλυση, στο ότι τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας, δεν οικοδομήθηκαν ως αυτόνομοι θεσμοί μιας αυτοπροσδιοριζόμενης, αλλά ετερόνομοι θεσμοί μιας ετεροπροσδιοριζόμενης κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα ιδρύματα δεν παράγουν δική τους γνώση. Περιορίζονται να την εισάγουν και να τη διαδίδουν.
1. Οι «ισότιμες» σχέσεις μεταξύ κατακτητών Τούρκων και υπόδουλων Ελληνοκυπρίων
Με τη σύμβαση της 23ης Μαΐου / 4ης Ιουνίου του 1878, από τη μια, η Πύλη παραχώρησε στην Αγγλία, ένεκα της προστασίας που η τελευταία παρείχε στην πρώτη ενάντια στη Ρωσία, την κατοχή και τη διοίκηση της Κύπρου και, από την άλλη, ο Σουλτάνος παρέμεινε ο υψηλός επικυρίαρχος. Θα γράφαμε ότι με αυτή τη σύμβαση διαμορφώθηκε στην Κύπρο, ένα καθεστώς διπλής ιδιοκτησίας. Στις 5 Νοεμβρίου του 1914, επειδή η Τουρκία μπήκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στις συμμαχικές δυνάμεις, η Αγγλία προσάρτησε μονομερώς την Κύπρο. Θα μπορούσαμε όμως να γράψουμε ότι το διπλό ιδιοκτησιακό καθεστώς συνεχίστηκε να υπάρχει μέχρι τη συνθήκη της Λοζάνης, το 1923, οπότε η Τουρκία αποποιήθηκε από κάθε δικαίωμά της στην Κύπρο. Το διπλό αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς, μας οδηγεί να διατυπώσουμε την πρόταση ότι ο εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας των Ελληνοκυπρίων όριζε, στην πραγματικότητα, ως αντίπαλο τόσο τη Μεγάλη Βρετανία, όσο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα που σημαίνει ότι οι πρώτοι αποτελούσαν μειονότητα (=καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα) τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης. Βέβαια, το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης απευθυνόταν στην αποικιοκράτισσα Μεγάλη Βρετανία, σ’ αυτό όμως αντιδρούσε αρνητικά και η Πύλη. Εξάλλου, από τη μια, ο Άγγλος διοικητής της Κύπρου είχε ως σταθερό επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ενωτικές επιθυμίες των Ελληνοκυπρίων, «διότι η Κύπρος ανήκει στην Υψηλή Πύλη» και, από την άλλη, η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων συνεργαζόταν, στο αποικιοκρατικό κοινοβούλιο, με την αγγλική διοίκηση ενάντια στους Ελληνοκυπρίους (Ténékidés, 1964).
Από το 1923 και μέχρι το 1960, δηλαδή κατά την περίοδο όπου η Κύπρος αποτελούσε αποικία του αγγλικού στέμματος, τόσο οι Ελληνοκύπριοι, όσο και οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειονότητα, μόνο που οι πρώτοι αποτελούσαν την πλειοψηφική μειονότητα (το 80% του πληθυσμού) και οι δεύτεροι τη μειοψηφική (το 18%). Ως μειονότητες, δηλαδή ως καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να ορίσουν ως κοινό αντίπαλο (Touraine, 1978) τη Μεγάλη Βρετανία, με βάση την πρόταση οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κυπριακού κράτους, το οποίο να κατοχύρωνε, με βάση τη διεθνή πρακτική και τον καταστατικό χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο. Η. Ε.) την αυτοδιοίκηση των Τουρκοκυπρίων στο πεδίο της παιδείας, της θρησκείας και, πιο γενικά, του πολιτισμού. Αυτό δεν έγινε, διότι η μεν ηγεσία των Ελληνοκυπρίων είχε φυσικοποιήσει την εθνικο-θρησκευτική της ταυτότητα, η δε ηγεσία των Τουρκοκυπρίων είχε φυσικοποιήσει το ρόλο του κατακτητή και δεν ήθελε να συμβιώσει, ισότιμα, με τους πρώην υπόδουλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φυσικοποίηση του ρόλου του κατακτητή, έκανε αυτή την ηγεσία να συμπεριφέρεται ως πλειονότητα, δηλαδή ως κυρίαρχη κοινωνική ομάδα. Κάθε φορά που οι Ελληνοκύπριοι έθεταν το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης, η τουρκοκυπριακή ηγεσία στρεφόταν ενάντια, συμμαχώντας με την αγγλική αποικιοκρατική διοίκηση. Η συμπεριφορά αυτή διαμόρφωνε μια κατάσταση, η οποία ταυτιζόταν με αυτήν της περιόδου 1878-1923. Δηλαδή, οι Ελληνοκύπριοι δεν όριζαν μόνο ως αντίπαλο, στον εθνικο-απελευθερωτικό τους αγώνα, τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά, αν και σχετικά άρρητα, και τους Τουρκοκυπρίους και την Τουρκία. Όταν το 1955 – 1959, οι Ελληνοκύπριοι πήραν, μέσω της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), τα όπλα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο την αγγλική αποικιοκρατική δύναμη. Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ακόμη και το ειδικό αστυνομικό σώμα τουρκοκυπρίων, το οποίο οργανώθηκε από την αγγλική διοίκηση με το σκοπό να χτυπήσει-εξαρθρώσει την «τρομοκρατική», κατά τους Βρετανούς, οργάνωση Ε.Ο.Κ.Α. (Ténekidés, 1964, Κουφουδάκης, 2008, σ. 35).
Η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων δεν μπορούσε να μπει σε μια κοινή εθνικο-απελευθερωτική προοπτική με τους Ελληνοκύπριους, αφού ταυτίστηκε με τον Οθωμανό κατακτητή. Θα μπορούσαν, όμως, οι Λινοπάμπακες (εξισλαμισμένοι Έλληνες, κατά τον Κύρρη, 1984), οι οποίοι συγκροτούσαν την ταυτότητά τους με στοιχεία οθωμανικά και ελληνικά, και οι οποίοι, ίσως, ν’ αποτελούσαν, σύμφωνα με τους μελετητές του θέματος, την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων (στο ίδιο, Σαμαράς, 1987). Με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουμε, ένα μέρος των Λινοπαμπάκων ζήτησε να επιστρέψει στην ελληνορθόδοξη θρησκεία. Η αντίδραση, όμως της αγγλικής διοίκησης και η μη επίδειξη ενδιαφέροντος από την εκκλησία της Κύπρου, είχε ως αποτέλεσμα το αίτημα να μείνει χωρίς απάντηση. Δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, η φυσικοποίηση της τουρκο-μουσουλμανικής και της ελληνο-χριστιανικής ταυτότητας έκανε τους Λινοπάμπακες να μη διατυπώσουν μια πρόταση οικοδόμησης ενός κράτους, το οποίο να βασίζεται στα κοινά τους στοιχεία ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, στις κοινές τους υποθέσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο που δεν διατύπωσαν πρόταση οι Λινοπάμπακες, έτσι και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, το Α.Κ.Ε.Λ. (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) Αυτό το κόμμα ενώ, από τη μια, δημιουργούσε συνδικάτα, στα οποία οργανωνόντουσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι, με το σκοπό να παλέψουν για την κατοχύρωση των οικονομικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων, από την άλλη, έθετε το ζήτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, χωρίς ταυτόχρονα να συμμετάσχει στον «εθνικο-απελευθερωτικό» αγώνα, του 1955-1959. Δεν διατύπωσε μια πρόταση, η οποία να δίνει λύση στο κοινωνικό και εθνικό ζήτημα. Το ότι οι Λινοπάμπακες και το Α.Κ.Ε.Λ., δεν διατύπωσαν πρόταση, δεν μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι αποκλειόταν κάθε δυνατότητα. Η δυνατότητα παρέμενε και θα μπορούσε να καταβληθεί προσπάθεια να υλοποιηθεί στην περίπτωση που μια ηγεσία διατύπωνε μια τέτοια πρόταση και ταυτόχρονα προκαλούσε ρήξη τόσο με τη φυσικοποίηση των δύο εθνικο-θρησκευτικών ταυτοτήτων, όσο και με τον τρόπο που δημιούργησαν τον εθνικο-ενωτικό αγώνα, του 1955 - 1959, οι δεξιές κυβερνήσεις της Ελλάδας και η Εθναρχία της Κύπρου, η οποία εκτελούσε καθήκοντα πολιτικής ηγεμονίας των Ελληνοκυπρίων.
Στις 16 Αυγούστου 1960 ανακηρύχθηκε η Κύπρος, με βάση το σύνταγμα της που είχε ως πυρήνα τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, ως «ανεξάρτητη δημοκρατία» (Κουφουδάκης, 2008, σ. 174-182). Το πολιτικό καθεστώς, που δημιουργούσε αυτή η ανακήρυξη και που κράτησε μέχρι το τέλος του 1963, κατοχύρωνε, υπό τον έλεγχο των τριών εγγυητριών δυνάμεων Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, τη «συγκυριαρχία» των Ελλυνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο. Δηλαδή, κατά το πολιτικό αυτό καθεστώς αναβαθμιζόντουσαν οι Τουρκοκύπριοι ως ισότιμοι εταίροι των Ελληνοκυπρίων, δεν ακυρωνόταν όμως η μειονοτική θέση και των δύο. Οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις τους είχαν βάλει ένα διπλό και αντιφατικό περιορισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν ούτε η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ούτε η διχοτόμησή της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι Ελληνοκύπριοι, όσο και οι Τουρκοκύπριοι οριζόντουσαν με μειονότητες (= με ανήλικα παιδιά) ανίκανες να αυτοπροσδιοριστούν (Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, 1960). Από τη μια, ο περιορισμός της ένωσης ήταν άδικος, διότι παραβίαζε τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και το δικαίωμα της τελευταίας στην αυτοδιάθεση και, από την άλλη, ο περιορισμός της διχοτόμησης ήταν δίκαιος, διότι δεν θα μπορούσε η μειοψηφία, η οποία υπήρχε στην Κύπρο ως κατακτήτρια δύναμη, να έχει απεριόριστη κυριαρχία, δηλαδή τα ίδια δικαιώματα με την πλειοψηφία. Το νέο καθεστώς δεν ακύρωνε το μειονοτικό καθεστώς των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αφού αυτό διαμορφώθηκε από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και όχι από τους ίδιους, όξυνε όμως τη φυσικοποίηση, θα γράφαμε περιχαράκωση, της ταυτότητας τους, αφού με βάση το δοτό Σύνταγμα, οι μεν Τουρκοκύπριοι αποκτούσαν προνόμια που δεν νομιμοποιούνταν, οι δε Ελληνοκύπριοι αισθανόντουσαν προδομένοι που τους απαγορεύτηκε η έκφραση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, και ως εκ τούτου αποκλειόταν η δυνατότητα να ορίσουν μαζί ως αντίπαλο τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με βάση την πρόταση της οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχού κράτους. Εξάλλου, το πολιτικό αυτό καθεστώς, το οποίο, ως περιορισμένη κυριαρχία, ήταν άκυρο με βάση τον καταστατικό χάρτη του Ο.Η.Ε., υποβασταζόταν από την τουρκοκυπριακή ηγεσία που είχε εξασφαλίσει προνόμια, δηλαδή ισότιμη εξουσία με τους Ελληνοκυπρίους, δεν νομιμοποιούνταν όμως από την ελληνοκυπριακή ηγεσία, η οποία μέσα από την αδέσμευτή της πολιτική έτεινε ν’ αντικαταστήσει την περιορισμένη με μια απεριόριστη ελληνοκυπριακή κυριαρχία, κατοχυρώνοντας, ταυτόχρονα, τα μειονοτικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Έτεινε, δηλαδή, ν’ αντικαταστήσει το υπό εγγύηση ανεξάρτητο κράτος της «κυπριακής δημοκρατίας» μ’ ένα πραγματικά ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος σύμφωνο με τις αρχές του Ο.Η.Ε. Το ότι η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων δεν ήθελε κατ’ ουδένα λόγο, να μπει στην προοπτική οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους, μπορούμε να το δούμε μέσα, πρώτον, από την προσπάθειά της, με τη σταθερή χρήση του veto του αντιπροέδρου, να βαθύνει η δυαρχία-διαίρεση των δύο κοινοτήτων και, δεύτερον, χωρίς καν να συζητήσει την πρόταση των 13 σημείων του Μακαρίου, από την ανταρσία που προκάλεσε στους τουρκοκυπρίους με τον εγκλεισμό τους σε θυλάκους, στους οποίους η Άγκυρα ασκούσε την εξουσία της μέσω δύο υψηλόβαθμων στρατιωτικών και την ηγεσία της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. (Τερλεξής, 1971, Ψυρούκης, 1975, 1980, 1983).
Βέβαια, κατά την περίοδο 1960-1963, όπου ίσχυσε το καθεστώς, που δημιούργησαν οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι Λινοπάμπακες, αλλά και οι εργαζόμενοι, θα μπορούσαν να διατυπώσουν πρόταση δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους, όμως η φυσικοποίηση-περιχαράκωση των ταυτοτήτων των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και η απουσία ηγεσίας, για τις οποίες γράψαμε πιο πάνω, δεν τους το επέτρεψαν. Αν και κατά την περίοδο που άρχισε με την τουρκοκυπριακή ανταρσία και τη δημιουργία θυλάκων, (Δεκέμβρης 1963 - Γενάρης 1964), και τέλειωσε με την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου, στις 20 Ιουλίου και 14 Αυγούστου του 1974, τα κοινά στοιχεία ταυτότητας άρχισαν να περιθωριοποιούνται, ένεκα του εγκλεισμού και της υποχρεωτικής εθνικιστικής εκπαίδευσης των Τουρκοκυπρίων, εν τούτοις μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η δυνατότητα διατύπωσης πρότασης οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους δεν είχε αποκλεισθεί. Μπορούμε να το δούμε αυτό από τη συμπεριφορά των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι από το 1968 άρχισαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο 95% του κυπριακού εδάφους, που ελεγχόταν από τους Ελληνοκυπρίους, και οι οποίοι έδειχναν να θέλουν να συμβιώσουν με τους τελευταίους. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι ήδη το 1964 Τουρκοκύπριοι, που είχαν εγκλειστεί στους θυλάκους, θέλησαν να γυρίσουν στα χωριά τους, παρέμειναν όμως εκεί, κατόπιν απειλών και άσκησης βίας από εθνικιστικές οργανώσεις, που ελέγχονταν από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την κυβέρνηση της Τουρκίας.
Κατά την περίοδο 1964-1974, η Κύπρος, μέσα από τη δράση της κυβέρνησης Μακαρίου, αναίρεσε το διεθνές μειονοτικό της καθεστώς, δηλαδή την ελεγχόμενη από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις ανεξαρτησία της, και διαμόρφωσε μια αυτόνομη διεθνή προσωπικότητα-ταυτότητα, η οποία αναγνωρίστηκε ως τέτοια από τα μέλη της διεθνούς κοινωνίας. Σ’ αυτή τη διεθνή ταυτότητα, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και οι Τουρκοκύπριοι αναγνωρίζοντας το κυπριακό κράτος και δρώντας στα πλαίσια αυτού ως πολίτες και ως κοινωνία των πολιτών, με κατοχυρωμένα τα μειονοτικά τους δικαιώματα, αυτοί όμως περιθωριοποιήθηκαν διεθνώς, ένεκα της δράσης της πολιτικής τους ηγεσίας, η οποία επεδίωκε μαζί με την Άγκυρα και τις Η.Π.Α. την εδαφική διαίρεση της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η περιθωριοποίηση των Τουρκοκυπρίων δεν συνεπαγόταν ταυτόχρονα και την περιθωριοποίηση τους σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους. Δεν αποτελούσαν, δηλαδή, και μειονότητα των Ελληνοκυπρίων, διότι οι τελευταίοι δεν μπορούσαν ν’ ασκήσουν την εξουσία τους στον εδαφικό χώρο, στο 5% του εδάφους, όπου ζούσαν αυτόνομα, με μια δική τους διοίκηση, υπό την προστασία της Άγκυρας. Βέβαια, θα μπορούσε να διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι Τουρκοκύπριοι μετείχαν της διεθνούς ταυτότητας της Τουρκίας, αφού η εξουσία στους θυλάκους όπου ζούσαν ασκούταν από την τελευταία και ως εκ τούτου δεν τους έλειπε η διεθνής ταυτότητα. Αυτή, όμως, η υπόθεση δεν είναι ισχυρή, διότι από τη σχέση, που διαμορφώθηκε μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων, απουσίαζε η διεθνής αναγνώριση. Η Κύπρος, ως ισότιμο μέλος του Ο.Η.Ε., αναγνωριζόταν από τη διεθνή κοινότητα ως ενιαίο ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.
Το πολιτικό καθεστώς που διαμορφώθηκε, κατά την περίοδο 1964-1974, αναπαράχθηκε, κατά τρόπο αντιφατικό όμως, και κατά την περίοδο που άρχισε με την κατάληψη της Κύπρου, τον Ιούλιο του 1974. Το μεν κυπριακό κράτος, αν και συρρικνωμένο στο 63% του εδάφους, συνέχισε ν’ αναπαράγει, και ένεκα της καταδίκης της εισβολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. (Ψήφισμα 353 της 20 Ιουλίου 1974, Ψήφισμα 360 της 16 Αυγούστου 1974, Κουφουδάκης, 2008, 234-235,) τη διεθνή του ταυτότητα, οι δε Τουρκοκύπριοι, αν και καλυτέρευσαν τη θέση τους λόγω της κατάληψης του 37% του εδάφους, συνέχισαν να αναπαράγονται ως διεθνής μειονότητα. Η «σωτήρια», σύμφωνα μ’ αυτούς κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, η ένωσής τους με την «μητέρα πατρίδα» Τουρκία δεν καλυτέρευσε ποιοτικά την πολιτική, αλλά ούτε και την οικονομική τους κατάσταση, όπως τους έταζε η ηγεσία τους (Τενεκίδης, Κρανιδιώτης, 1981, Κρανιδιώτης, 1984, Παντελής, 1985).
Κατά την περίοδο που άρχισε από τις 20 Ιουλίου του 1974 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι παρέμειναν, στους Τουρκοκυπρίους, στοιχεία ταυτότητας τα οποία θα υποβάσταζαν την πρόταση οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η περιχαράκωση τους στο 37% του κυπριακού εδάφους δημιούργησε και περιχαράκωση της εθνικής τουρκικής τους ταυτότητας, πράγμα που σημαίνει και ακύρωση της πιο πάνω δυνατότητας. Εξάλλου, από την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία, το 1923, οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν εκφράσει ποτέ την επιθυμία να συμβιώσουν ισότιμα με τους Ελληνοκύπριους, στα πλαίσια ενός ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Πάντα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως κατακτητές και δρούσαν ως τέτοιοι. Όσον αφορά τους Λινοπάμπακους, είναι δυνατόν να διατυπωθεί η πρόταση ότι τόσο η περιχαράκωσή τους, μαζί με τους Τουρκοκύπριους, σε εδαφικό επίπεδο, όσο και τα 41 χρόνια απόστασης που χωρίζει τη συμβίωση τους με τους Ελληνοκυπρίους, από την κατάκτηση του Βόρειου τμήματος της Κύπρου, το 1974, μέχρι τις μέρες μας, τείνουν ν’ ακυρώσουν τα κοινά στοιχεία κυπριακής ταυτότητας, πράγμα που σημαίνει και τη δημιουργία τάσης ακύρωσης της δυνατότητας πρότασης οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Βέβαια, η Τουρκοκυπριακή αριστερά, η οποία πιστεύει ότι η τουρκική εισβολή της 14ης Ιουλίου του 1974 ήταν «σωτήρια» για τους Τουρκοκυπρίους, μιλά για «κατάληψη του Βόρειου τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα» και προτείνει την «οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, στο οποίο να συμβιώνουν ισότιμα οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι». Να γράψουμε, όμως, ότι η «ισοτιμία» που προτείνει δεν ξεπερνά την «ισοτιμία» των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, που στην πραγματικότητα αντί να ενώνει τις δύο κοινότητες τις διαιρούσε, μετατρέποντας ταυτόχρονα τους Τουρκοκυπρίους, μαζί με την Άγκυρα, ως συγκυρίαρχους. Η «ισοτιμία» αυτή δεν έχει καμιά σχέση με αυτήν των δημοκρατικών καθεστώτων, όπου κυριαρχεί η πλειοψηφία, η οποία είναι, βέβαια, μεταβαλλόμενη. Έχει σχέση με την «ισοτιμία» που επιβάλλει ο κατακτητής με τα όπλα, γι’ αυτό και διαιρεί. Αυτό μπορούμε να το δούμε μέσα από την υπερψήφιση του αγγλο-αμερικανικού σχεδίου Ανάν, από το 65% των Τουρκοκυπρίων, το 2004. Σύμφωνα μ’ αυτό το σχέδιο:
Αυτό που μπορούμε να δούμε, μέσα από αυτό το σχέδιο, κατασκευασμένο από μάλλον ηθικά διεστραμμένα μυαλά, είναι ότι αντικαθίσταται ο θεσμός του Προέδρου-Αντιπροέδρου και του δικαιώματος του veto, των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, από το θεσμό του Προεδρικού Συμβουλίου και τη σύμφωνη γνώμη της τουρκοκυπριακής μειοψηφίας για την ισχύ των αποφάσεων της Ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπως και στην περίπτωση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, το αγγλο-αμερικανικό σχέδιο του Γενικού Γραμματέα Ανάν, χλευάζοντας τόσο τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας των μοντέρνων καιρών, όσο και την αρχή της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης, δεν θεσμοθετούσε την ισότιμη σχέση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά τη διαιρετική δυαρχία, υπό τον έλεγχο, βέβαια, των νατοϊκών δυνάμεων. Δηλαδή, οι Τουρκοκύπριοι, ως κατακτητές, δεν υπερψήφισαν την ισότιμη σχέση μεταξύ των δύο εθνικών κοινωνικών ομάδων, αλλά τη θεσμοθέτηση της πολιτικής και εδαφικής διαίρεσης, πράγμα που σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, τη θεσμοθέτηση του συσχετισμού των δυνάμεων της ιστορικής στιγμής.
2. Κυπροκεντρισμός και Ελληνοκεντρισμός
Η συμπυκνωμένη αναπαράσταση των σχέσεων και των προσανατολισμών των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Λινοπαμπάκων, που οικοδομήσαμε πιο πάνω (βλέπε και Μελέτη, 2008), μάς οδηγεί να γράψουμε ότι:
- στους Ελληνοκυπρίους υπήρξε και λειτούργησε, από το 1878 μέχρι το 1960, η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού, δηλαδή της αυτοδιάθεσης-ένωσης,
- από το 1960 και μέχρι τις μέρες μας, στους Ελληνοκυπρίους υπάρχει και λειτουργεί, ταυτόχρονα, η οργανωτική αρχή του κυπροκεντρισμού και η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού, δηλαδή οι οργανωτικές αρχές της οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κυπριακού κράτους και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η λειτουργία αυτών των αντιφατικών οργανωτικών αρχών εντοπίζεται μέσα στα ίδια τα πράγματα και όχι στο πεδίο του λόγου. Θα γράφαμε, με πιο ακριβείς όρους, ότι είναι ενσωματωμένη μέσα στην ίδια την πολιτική πραγματικότητα και την πολιτική συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Όσον αφορά την οργανωτική αρχή του κυπροκεντρισμού, εντοπίζεται στις πρακτικές οικοδόμησης ενός συνόλου θεσμών όπως είναι η κυβέρνηση, οι πρεσβείες, η κυπριακή σημαία κλπ, οι οποίες συγκροτούν το ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος της κυπριακής δημοκρατίας, μέλους του Ο.Η.Ε. Η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού εντοπίζεται, μέσα από, πρώτον, τη θέληση-απαίτηση, αλλά και από την ανάγκη των Ελληνοκυπρίων να υπεραμύνεται η Ελλάδα, με το στρατό της, της άμυνας της Κύπρου ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό, δεύτερον, τη χρήση της ελληνικής σημαίας και, τρίτον, τη χρήση του ελληνικού εθνικού ύμνου. Ο εντοπισμός της λειτουργίας αυτών των αντιφατικών οργανωτικών αρχών, μας κάνει να διατυπώσουμε την πρόταση ότι οι προσεγγίσεις του κυπριακού προβλήματος μέσα από όρους όπως: ανθενωτικοί – ενωτικοί, το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος υπήρξε το αποτέλεσμα της φιλοδοξίας του Μακαρίου να κυβερνά την Κύπρο, η ένωση πέθανε, εκφράζουν, ταυτόχρονα, την ανικανότητα άσκησης της επιστημονικής πρακτικής και το αποτέλεσμα πολιτικής πρακτικής, πράγμα που σημαίνει ότι οι όροι αυτοί δεν αποτελούν επιστημονική γνώση, αλλά πρακτική και όπως θα δούμε πιο συγκεκριμένα, παρακάτω, μια μορφή δυσφήμησης των μακαριακών επιλογών από τις νατοϊκές δυνάμεις,
- από το 1878 μέχρι τις μέρες μας, στους Τουρκοκύπριους υπάρχει και λειτουργεί η οργανωτική αρχή του τουρκοκεντρισμού, δηλαδή της κατάκτησης ολόκληρης ή μέρους της Κύπρου από την Τουρκία,
- από το 1878 και μέχρι το 1974, στους Λινοπάμπακους, ένεκα της φυσικοποίησης της τουρκικής και της Ελληνικής ταυτότητας, δηλαδή της διπλής ταυτότητας, υπάρχει και λειτουργεί η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού και του τουρκοκεντρισμού. Κατ’ αυτή την περίοδο, θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει η οργανωτική αρχή του κυπροκεντρισμού, δεν διαμορφώθηκε όμως πρόταση, η οποία να σχετίζεται μ’ αυτή την αρχή,
- αν στηριχθούμε στην υπόθεση ότι οι Λινοπάμπακοι, κατά την περίοδο 1974 και μέχρι τις μέρες μας, τείνουν, ένεκα της διάρρηξης της συμβίωσης με τους Ελληνοκυπρίους, ν’ αποβάλουν τα κοινά στοιχεία ταυτότητας, δηλαδή τείνουν να εκτουρκιστούν, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σ’ αυτούς λειτουργεί η οργανωτική αρχή του τουρκο-κυπρο-κεντρισμού, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, η αρχή οικοδόμησης ενός αυτόνομου τουρκοκυπριακού κράτους, υπό την προστασία, όμως, του τουρκικού στρατού. Η οργανωτική αυτή αρχή εντοπίζεται, ιδιαίτερα, μέσα από την υπερψήφιση του σχεδίου Ανάν, το οποίο αντί να ενώνει διαχωρίζει τις δύο κοινότητες. Εάν, όμως, οι λεγόμενοι κυπριωτιστές, όπως είναι οι Ατταλίδης (1981), Μηλιός (1989), Βωβού, Θεοδωρίδης, Κυπριανίδης (1989), Μαυράτσας (1998), Τριμικλινιώτης (2005), Αναγνωστοπούλου (2004), Κιζιλγιουρέκ (2006) και άλλοι, από τη μια, και οι Δημοκρατικός Συναγερμός, ομάδα Σημίτη, ομάδα Γεωργίου Παπανδρέου, ομάδα Μητσοτάκη και Ντόρας, από την άλλη, υποστήριξαν, με φανατισμό, το σχέδιο Ανάν είτε από πολιτική αφέλεια είτε γιατί θεωρούν ότι τα ταξικά και ατομικά τους συμφέροντα είναι μεγαλύτερης σημασίας από τα εθνικά συμφέροντα, τότε θα δούμε ότι, στην πραγματικότητα, δεν έκαναν παρά να μπουν στην προοπτική οικοδόμησης ενός τουρκοκυπριακού κράτους, υπό την προστασία του τουρκικού στρατού, που σημαίνει παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία και όχι την οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους στη βάση της ισοτιμίας. Όσον αφορά τους κυπριωτιστές, οι οποίοι εμφανίζονται και ως «επιστήμονες» μέσα από περιοδικά και βιβλία, πρώτον, από τη μια, στα γραπτά τους δεν ορίζουν την έννοια της ισοτιμίας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και, από την άλλη, στην πρακτική αποδέχονται την «ισοτιμία» των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και του σχεδίου Ανάν, δεύτερον, βασιζόμενοι στην πρόταση ότι αυτό που οδηγεί την Κύπρο στην καταστροφή είναι το κατάρα των δύο εθνικισμών των δύο κοινοτήτων, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το δεδομένο ότι η Κύπρος ανήκει στους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία, και ότι οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν ως κατακτητές και, τρίτον, στην πλειοψηφία τους προσπαθούν να συλλάβουν το κυπριακό πρόβλημα είτε μέσα από μια «μαρξιστική» ταξική ανάλυση είτε προβάλλοντας τα άμεσα ταξικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης (οι νεοφιλελεύθεροι όπως Σημίτης, Μητσοτάκης κλπ) και έξω από την έννοια της ιστορίας και του έθνους.
Για την οικοδόμηση ενός ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους στη βάση της ισοτιμίας, θα πρέπει, να γίνει σεβαστή η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, πράγμα που σημαίνει ότι η μεν πλειοψηφία έχει, σε τελευταία ανάλυση, το δικαίωμα να καθορίζει τον ιστορικό προσανατολισμό ενός κοινωνικού σχηματισμού δηλαδή το περιεχόμενο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, η δε μειοψηφία τα δικαιώματα που της αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο και η διεθνής πρακτική και τα οποία είναι εκπαιδευτικά, θρησκευτικά, πολιτικά (δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι). Όσον αφορά την ταξική ανάλυση, υποβαστάζεται από τη δογματική αρχή ότι σε ένα κοινωνικό σχηματισμό οι ταξικές σχέσεις είναι οι κυρίαρχες ενώ οι άλλες σχέσεις είναι δευτερεύουσες. Δεν θ’ αναφερθούμε εδώ στις δύο πρωτογενείς σχέσεις των φύλων και των γενεών, οι οποίες μας κάνουν να δούμε ότι αυτή η αρχή δεν είναι ισχυρή. Περιοριζόμαστε να γράψουμε ότι οι σχέσεις των τάξεων, μαζί με τις αυτές των φύλων και των γενεών, είναι σχέσεις εσωτερικές, ενώ οι σχέσεις των εθνών είναι σχέσεις εξωτερικές, σχέσεις μεταξύ εθνικών ομάδων. Όμως, γνωρίζουμε ότι μια κοινωνία, μια εθνική ομάδα είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη, π.χ. τις τάξεις, που τη συγκροτούν, είναι μια διαφορετική ποιότητα και ως εκ τούτου θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται κατά τρόπο σχετικά διαφορετικό και αυτόνομο (Μελέτη, 2010, σ. 153- 221).
Η μελέτη της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου μας δείχνει ότι υπήρξαν δύο δυνατότητες οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Η μία, με πυρήνα τους Λινοπάμπακες, οι οποίοι διέθεταν κοινά στοιχεία ταυτότητας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αφορά την περίοδο 1878 – 1963, δεν υπήρξε, .όμως, πρόταση οικοδόμησης ενός τέτοιου κράτους. Η άλλη, η οποία τέθηκε, κατά το τέλος του 1963 και τις αρχές του 1964, με βάση το διεθνές δίκαιο, με ακριβείς και δίκαιους όρους, αφορά την πρόταση του Μακαρίου με τα 13 σημεία για την μεταρρύθμιση του ζυριχικού συντάγματος και την αυτοκυβέρνηση των Τουρκοκυπρίων στα θέματα της παιδείας, της θρησκείας και του πολιτισμού (Κρανιδιώτης, 1984, Χρυσάνθου, 2006). Αυτοί όμως, που υπήρξαν στην Κύπρο ως κυρίαρχοι κατακτητές, την απέρριψαν χωρίς συζήτηση, διότι δεν ήθελαν να βρεθούν στη θέση της μειονότητας, αλλά στη θέση της πλειονότητας, που αποφασίζει και καθορίζει τον ιστορικό προσανατολισμό της νήσου. Εξάλλου, σκοπός τους δεν ήταν η ισότιμη συμβίωση με τους Ελληνοκυπρίους, αλλά η διαίρεση της Κύπρου και η ενσωμάτωσή τους στη «μητέρα» Τουρκία, και ως εκ τούτου: οι κυπροκεντριστές, πρώτον, διατυπώνουν την πρότασή τους μετά το 1974, δηλαδή εκτός χρόνου και, δεύτερον, με λάθος όρους, τοποθετούμενοι, λόγω πολιτικής αφέλειας ή συμφερόντων και όχι επιστημονικής πρακτικής, από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων και του σχεδίου Ανάν, που μπαίνει στην προοπτική του ιμπεριαλισμού των Η.Π.Α. και της Τουρκίας.
Οι κυπροκεντριστές, που αναφέραμε, και οι οποίοι είναι, στην πλειοψηφία τους ακαδημαϊκοί «μαρξιστές», εμφανίζονται τόσο ως πολιτική κίνηση, όσο και μέσα από «επιστημονικά» περιοδικά και βιβλία. Η βασική οργανωτική αρχή, που υποβαστάζει τις αναπαραστάσεις τους είναι ο ταξικός οικονομικός ντετερμινισμός. Αυτό, όμως, τους εμποδίζει να δουν τη σχέση μεταξύ οικονομικών τάξεων και εθνικής ιδεολογίας, δηλαδή εθνικής ταυτότητας. Τους εμποδίζει να δουν ότι, στην περίπτωση του έθνους, η εθνική ταυτότητα, η οποία λειτουργεί ως κοινή ιδεολογία των τάξεων, αλλά και των φύλων και των γενεών, μπορεί να υπερισχύει των ταξικών οικονομικών συμφερόντων, ότι οι διαφοροποιημένες ταυτότητες των λαών είναι δυνατόν να υπερισχύσουν των διαφοροποιημένων ταυτοτήτων των τάξεων, ότι, πολύ συχνά, πιο εύκολα σφάζονται οι άνθρωποι κατά τους εθνικούς αγώνες παρά στους ταξικούς αγώνες, πράγμα που σημαίνει ότι σφάζονται περισσότερο για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας, που είναι λόγοι ιδεολογικοί, και λιγότερο για λόγους οικονομικούς. Δηλαδή, τους εμποδίζει να δουν, αλλά και να εξηγήσουν ότι οι προλετάριοι, αντί να ενωθούν, σφάχτηκαν τόσο κατά τον πρώτον και τον δεύτερον παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και στις μέρες μας όπου έχουν αναβιώσει οι εθνικές ιδεολογίες, ότι, σε τελευταία ανάλυση η ένωση των προλεταρίων δεν ήταν παρά μια δυνατότητα που δεν επιτεύχθηκε.
Αλλά ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα από την ιστορία της Κύπρου. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και ακαδημαϊκοί «μαρξιστές» όπως οι Μηλιός και Κυπριανίδης (1989), αλλά και η Λύτρα και ο Ψάλτης (2011), λειτουργώντας με βάση την αποκλειστική αρχή της ταξικής σχέσης του κοινωνικού σχηματισμού, κατάφεραν να παραμορφώσουν τις αντιφατικές σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Θέλοντας να τονίσουν την ταξική αλληλεγγύη των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργατών, δεν είδαν ότι επέλεξαν να είναι Τούρκοι αντί εργάτες και το 1974 πήραν τα όπλα και πολέμησαν, μαζί με τον τουρκικό στρατό, για την κατάληψη του Βόρειου τμήματος της Κύπρου. Δεν είδαν ότι η εθνική τους ταυτότητα κυριάρχησε της ταξικής, οριζόμενοι έτσι ως αντίπαλοι εχθροί των Ελληνοκυπρίων εργατών. Εξάλλου, μέχρι τις μέρες μας, οι Τουρκοκύπριοι, εργάτες και μη εργάτες, θεωρούν πως η κατάληψη της Βόρειου Κύπρου υπήρξε σωτήρια γι’ αυτούς και ότι ο τουρκικός στρατός, δεν θα πρέπει να αποχώρηση σε μια ενδεχόμενη λύση του κυπριακού. Δεν αισθάνονται ασφάλεια χωρίς αυτόν. Θα γράφαμε, καλύτερα, χωρίς την προστασία της μητέρας πατρίδας, της Τουρκίας.
Η ανικανότητα πιστής αναπαράστασης των σχέσεων των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από τους Έλληνες «κομμουνιστές» και «μαρξιστές», καθόρισε και τις επιλογές τους. Ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χριστόφιας, είχε την αφέλεια να πιστεύει ακράδαντα ότι σε συνεργασία με τον «σύντροφο» (όπως τον αποκαλούσε) πολιτικό αντιπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων Οτσαλάν. Όμως, ενώ ο πρώτος πρότεινε τη συγκυριαρχία Ελλυνοκυπριών και Τουρκοκυπρίων , μέσω της κατάληψης του προεδρικού αξιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ περιτροπής, ο δεύτερος δρούσε υπό την προστασία του κατοχικού τουρκικού στρατού. Όσον αφορά τους «μαρξιστές» ακαδημαϊκούς, μη έχοντας την επιστημονική υπομονή να μελετήσουν το κυπριακό πρόβλημα, παρασύρθηκαν από την τουρκική προπαγάνδα θυματοποίησης της «τουρκοκυπριακής μειονότητας» και δεν είδαν ότι η τελευταία επιδιώκει σταθερά, μαζί με την Τουρκία, να γίνει πλειονότητα (=εξουσία) και όχι να διαμορφώσει μια πρόταση μα βάση το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Δεν είδαν, επίσης, ότι οι Τουρκοκύπριοι εργάτες δεν θέλουν να παλέψουν για τον προλεταριακό διεθνισμό.
Ο Κιζιλγιουρέκ (2009) βασιζόμενος, μεταξύ άλλων, και στις αναλύσεις του πολιτικού εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων, Ντενκτάς, έδειξε ότι βασική επιδίωξη των Τουρκοκυπρίων είναι να αποφύγουν τη μειονοποίησή τους και η μετατροπή τους σε πλειονότητα, όμως οι Έλληνες ακαδημαϊκοί «μαρξιστές», έμειναν περιχαρακωμένοι στις δογματικές προτάσεις του προλεταριακού διεθνισμού, μη λαμβάνοντας υπόψη την πολύπλοκη πραγματικότητα. Έτσι, όμως, κατάφεραν να μετατραπούν σε Πέμπτη φάλαγγα της Άγκυρας, της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α., που για να εξυπηρετήσουν τις ιμπεριαλιστικές τους επιλογές, επιδιώκουν, σταθερά, την ακύρωση τόσο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, όσο και του δικαιώματος της ανεξαρτησίας των Ελληνοκυπρίων.
Κατά ένα γενικό τρόπο, οι «μαρξιστές» αναλυτές του κυπριακού προβλήματος, περιχαρακωμένοι στον προλεταριακό διεθνισμό, χλευάζουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, παραμορφώνοντας, ταυτόχρονα, την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με την Λύτρα και τον Ψάλτη (2011), στην Κύπρο δεν υπήρξαν κατακτητές και κατακτημένοι, αυτοπροσδιοριζόμενοι και ετεροπροσδιοριζόμενοι, και ως εκ τούτου δεν υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι θα έπρεπε να αυτοπροσδιοριστούν, διεκδικώντας την απελευθέρωσή τους, κάνοντας εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Αντίθετα, υπήρχε η κοινότητα των Ελληνοκυπρίων, η οποία επιδίωξε, μέσω της Ε.Ο.Κ.Α., να επιβάλει «στους Βρετανούς και τους Τουρκοκύπριους του ευρύτερα αποδεκτού από την ελληνοκυπριακή κοινότητα πολιτικού στόχου της ένωσης Κύπρου με την Ελλάδα» (σ. 11). «Η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων προσπάθησε να επιβάλει στους Τουρκοκύπριους να δεχτούν την ένωση με τη λήψη παραστρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών εξαναγκαστικών μέτρων. Ως αντίδραση, η τουρκοκυπριακή ηγεσία έδωσε έμφαση στην προώθηση της ιδέας της διχοτόμησης και της ένωσης με την Τουρκία, προβάλλοντας αντίσταση στους Ελληνοκυπρίους με απώτερο σκοπό να ενθαρρύνει μια τουρκική στρατιωτική παρέμβαση (…). Οι Ελληνοκύπριοι κατηγορούσαν τους Τουρκοκύπριους για ανταρσία ενάντια στη Δημοκρατία που στόχο είχε να επιτύχει τη διχοτόμηση του νησιού, ενώ οι Τουρκοκύπριοι κατηγορούσαν τους Ελληνοκύπριους ότι ήθελαν να εγκαταλείψουν το σύνταγμα του κράτους με σκοπό να πετύχουν την ένωση. Οι δύο κοινότητες χρησιμοποίησαν διάφορες στρατηγικές συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών ελιγμών, της προπαγάνδας, των ένοπλων δυνάμεων, των εκκενώσεων των χωριών και του περιορισμού των διακοινοτικών επαφών» (σ. 12).
Οι δύο κοινότητες αλληλοκατηγορούνται και συγκρούονται. Η μία επιτίθεται και άλλη αντεπιτίθενται. Η αναπαράσταση αυτή φαίνεται, στον αδαή των κυπριακών πραγμάτων, ότι συγκροτεί μια ουδέτερη στάση απέναντι στις συγκρουσιακές σχέσεις των αντιπάλων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όμως, οικοδομήθηκε έντεχνα από τους Βρετανούς και Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, που ξέρουν να διαιρούν για να βασιλεύουν. Οι Ελληνοκύπριοι δεν έκαναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν οι πριν την αγγλοκρατία κατακτητές, που προσπαθούσαν, σε συνεργασία με την Άγκυρα, να επανακατακτήσουν την Κύπρο. Ήταν τα κακά και ανώριμα παιδιά, που τσακωνόντουσαν και σκοτωνόντουσαν και που θα έπρεπε να έλθουν η Μεγάλη Βρετανία και Οι Η. Π. Α. για να τα βάλουν σε τάξη (O’ Malley, Craig, σ. 181-182).
Η Λύτρα και ο Ψάλτης, αγνοώντας τις αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές πρακτικές, αλλά και μη έχοντας μελετήσει το κυπριακό πρόβλημα, ιδιοποιήθηκαν αυτήν τη διαιρετική και παραμορφωτική της ιστορίας αναπαράσταση και τη διαδίδουν ως την τελευταία επιστημονική αλήθεια. Με τη χρήση της έννοιας των δύο κοινοτήτων, νομίζουν ότι λαμβάνουν μία στάση ουδέτερη ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, ίσες αποστάσεις. Κάνοντας, όμως, αυτό, δεν αναπαριστούν πιστά την πραγματικότητα και μπαίνουν στην προοπτική των Τουρκοκυπρίων, που επιδιώκουν την μετατροπή τους σε κυρίαρχους της Κύπρου. Ταυτόχρονα, νομιμοποιούν την στρατιωτική επέμβαση της Άγκυρας για να «προστατεύσει τα παιδιά της».
Η πιο πάνω «ουδέτερη στάση» και νομιμοποίηση εντοπίζεται και στον Τουρκοκύπριο ακαδημαϊκό Κιζιλγιουρέκ (2009), αλλά και σε άλλους «αριστερούς»Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Να τονίσουμε, όμως, ότι αυτή η υποτιθέμενη «ουδετερότητα» δεν οδηγεί στο δηλωμένο σκοπό: στην οικοδόμηση ενός κυπριακού κράτους, βασισμένου στις ισότιμες σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Οδηγεί, στον έλεγχο του συνόλου της Κύπρου από την Τουρκία, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή, από πλευράς Ελληνοκυπρίων «αριστερών», εκφράζει πολιτικό κρετινισμό και από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων «αριστερών» πολιτική υπουλότητα.
Στα πλαίσια ενός άρθρου, δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσουμε το θέμα που πραγματευόμαστε. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά των «αριστερών», γράφοντας ότι η ένταξή τους στην προοπτική του αγγλικού, αμερικανικού, αλλά και τουρκικού ιμπεριαλισμού, οφείλεται στο ότι δεν κατασκευάσθηκαν ως αριστεροί εκφραστές κάποιας εθνικο-απελευθερωτικής ή/και σοσιαλιστικής δυναμικής. Κατασκευάσθηκαν από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους για να λειτουργήσουν ως πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί του πραγματικού, αλλά και ενδεχόμενου κρατικού καπιταλισμού. Η κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση, δεν ακύρωσε την πιο πάνω κατασκευή. Αντίθετα προκάλεσε μια μετεγκατάσταση των «αριστερών». Οι τελευταίοι, παρατηρώντας πως ο κρατικός και ο ιδιωτικός καπιταλισμός εντάσσονται στο ίδιο πολιτισμικό πλαίσιο, κατάλαβαν ότι όπως στον πρώτο έτσι και στο δεύτερο, θα ήταν οι ηγεμόνες και οι ειδήμονες που «γνωρίζουν» και αποφασίζουν για τις τύχες των λαών, θα ήταν οι «πρωτοπόροι» της ιστορίας.
3. Η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και η αρχή της εδαφικής επέκτασης
Κατά το διάστημα από τις 15 έως στις 22 Ιανουαρίου 1950, το 95,7% των Ελληνοκυπρίων, που είχαν δικαίωμα ψήφου, σ’ ένα άτυπο δημοψήφισμα, ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Παντελής, 1985, Ρίχτερ, Τόμος δεύτερος, 2011, σ. 23-56) Σ’ αυτές τις εκλογές, οι Τουρκοκύπριοι δεν συμμετείχαν. Απουσίαζε από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων, ότι οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε εκλογές καθορισμού του ιστορικού προσανατολισμού της Κύπρου. Τόσο πολύ είχε φυσικοποιήσει την ιδέα ότι η Κύπρος είναι ελληνική και ότι οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν σ’ αυτήν ως κατακτητές. Μπορούμε να διατυπώσουμε την πρόταση ότι δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, αφού η ιστορική πραγματικότητα, αλλά και η ιστορική μνήμη των Ελληνοκυπρίων διαβεβαίωναν ότι πάντα οι Τουρκοκύπριοι είχαν συμπεριφερθεί ως κατακτητές. Εξάλλου, το βλέπουμε αυτό τόσο κατά την ελληνική εθνική εξέγερση του 1821, που οι Οθωμανοί Τούρκοι, για να προλάβουν ενδεχόμενη επανάσταση των Ελληνοκυπρίων, έσφαξαν και κρέμασαν 486 αρχιερείς, ιερείς και προκρίτους, μεταξύ των οποίων τον Αρχιεπίσκοπο και Μητροπολίτες, όσο και κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, που συνεργαζόντουσαν με τους αποικιοκράτες για να αποτρέψουν την εθνική απελευθέρωση της Κύπρου.
Βέβαια, η Μεγάλη Βρετανία, αλλά και οι Η.Π.Α. που άρχισαν να παρεμβαίνουν στην περιοχή, θα μπορούσαν, κατά τη δεκαετία του 1950, στη φάση της απο-αποικιοποίησης (O’ Malley, Craig, 2002, Mangdof, 2008) και με το σκοπό τη θεμελίωση της διεθνούς ειρήνης στην περιοχή, αλλά και με βάση τις δημοκρατικές αρχές του διαφωτισμού, δηλαδή τις δυτικές αξίες, να διοργανώσουν ένα δημοψήφισμα, στο οποίο να συμμετείχαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Το αποτέλεσμα θα ήταν, με βάση τα δεδομένα της εποχής, ότι οι μεν Ελληνοκύπριοι, ως πλειοψηφία, θα καθόριζαν τον ιστορικό προσανατολισμό της Κύπρου, δηλαδή, το περιεχόμενο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, ενώ οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν, μέσα από την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της εθνικής μειοψηφίας, δηλαδή χωρίς ν’ αλλοιώνουν την ταυτότητά τους, να δρουν, στα δημοκρατικά πλαίσια ως πολίτες και ως κοινωνία των πολιτών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε, κατά το 1963 – 1964, μετά την αποτυχία της ζυριχικής περιόδου, να διενεργηθεί δημοψήφισμα, στο οποίο θα συμμετείχαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Το αποτέλεσμα, με τη διαφορά ότι θα οικοδομούσαν ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κυπριακό κράτος, θα ήταν ποιοτικά το ίδιο με το προηγούμενο. Οι Ελληνοκύπριοι, ως πλειοψηφία, θα συγκροτούσαν την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι θα καθόριζαν, σε τελευταία ανάλυση, τον ιστορικό προσανατολισμό της Κύπρου, ενώ οι Τουρκοκύπριοι, ως μειοψηφία με κατοχυρωμένα τα δικαιώματα της στο πεδίο της παιδείας και της θρησκείας, θα είχαν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε πολιτική πλειοψηφία, στα πλαίσια του κυπριακού κράτους, μέσα από τη δράση τους ως πολίτες και ως κοινωνία των πολιτών.
Οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α. δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή ότι θα μπορούσε η Κύπρος, στα πλαίσια του πνεύματος των καιρών, ν’ απο-αποικιοποιηθεί με τη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος. Τόσο πολύ είχαν φυσικοποιήσει τη δύναμη του αφέντη και του ιμπεριαλιστή, που τους παρείχε ο έλεγχος της Κύπρου. Εξάλλου, στην προσπάθειά τους να εξαγγλίσουν ή πιο γενικά να εκδυτικίσουν τους Κυπρίους, οι δημοκρατικές αρχές του διαφωτισμού δεν θα έπρεπε να παίξουν καθοριστικό ρόλο. Αυτό που θα έπρεπε να παίξει ήταν η χρήση των δημοκρατικών αρχών προς εξαπάτηση και η τρομοκρατία, γι’ αυτό όποιος έπαιρνε τα όπλα για ν’ απελευθερωθεί και να κάνει να λειτουργήσουν οι δημοκρατικές αρχές της αυτοδιάθεσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εθνικής αξιοπρέπειας, αποκαλείτο «σφαγέας» και «τρομοκράτης», και είτε τον έκλειναν στη φυλακή είτε τον σκότωναν, αν η τρομοκρατία που του ασκούσαν δεν έπιανε (Ρίχτερ, Δεύτερος τόμος, 2011). Η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α. δεν ήθελαν απλά ν’ από-αποικιοποιήσουν την Κύπρο σεβόμενες τις δημοκρατικές αρχές, αλλά και την ιστορικότητά της, δηλαδή τον ελληνικό της χαρακτήρα. Ήθελαν να δημιουργήσουν ένα πρόβλημα και γι’ αυτό παρότρυναν την Τουρκία, η οποία την εποφθαλμιούσε, να διεκδικήσει τη συμμετοχή της στον έλεγχο και το μοίρασμά της. Η Τουρκία δεν έχασε την ευκαιρία και η νατοϊκή «ελληνοτουρκική φιλία» μετατράπηκε έκτοτε σε λυκοφιλία μετατρέποντας και το κυπριακό πρόβλημα, με βάση τον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων, σε άλυτο πρόβλημα, πράγμα που σημαίνει ότι: η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει, έκτοτε, να είναι φίλες, από τη μια, για ν’ αντιμετωπίσουν την εξ ανατολών πραγματική ή φανταστική απειλή, και άσπονδοι εχθροί, από την άλλη, έτοιμοι να σφαχτούν για να μοιράσουν την Κύπρο. Τα ελληνικά στρατεύματα θα πρέπει να είναι νατοϊκά, για ν’ αντιμετωπίσουν τους προέδρους «της Κούβας της Μεσογείου», και ταυτόχρονα ελληνικά, για να υπεραμυνθούν των εθνικών εδαφών της Κύπρου ενάντια στην τουρκική απειλή.
Με βάση την πρόταση του Μακαρίου με τα 13 σημεία και την αυτοκυβέρνηση των Τουρκοκυπρίων, το 1963 – 1964, θα μπορούσε να διενεργηθεί δημοψήφισμα για την οικοδόμηση ενός ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους, οι Τουρκοκύπριοι, όμως, μαζί με την πολιτική ηγεσία της Άγκυρας δεν θα μπορούσαν να είχαν διανοηθεί ένα τέτοιο μηχανισμό επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Τόσο είχαν φυσικοποιήσει τον ανατολικό δεσποτισμό, από τον οποίο απουσίαζε η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, ενσωμάτωνε, όμως, την αρχή της εδαφικής επέκτασης και κατάκτησης, την οποία χρησιμοποίησαν τον Ιούλιο του 1974 και κατέλαβαν το 37% του κυπριακού εδάφους.
4. «Ενωτικοί και ανθενωτικοί»
Οι εσωτερικές ανθρωπο-κοινωνικές σχέσεις, συγκρουσιακές και συνεργασιακές, της Κύπρου δεν συγκροτούνταν μόνον από αυτές των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Λινοπαμπάκων. Περιλάμβαναν, επίσης, και τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ γριβικών και μακαριακών. Τα ονόματα τα είχαν πάρει από τους ηγέτες των δύο ομάδων, τον Γρίβα και τον Μακάριο. Η συγκρουσιακή αυτή σχέση μας ανάγει στο πρόβλημα της μη συγκρότησης αρραγές μετώπου από τους Ελληνοκυπρίους. Βέβαια, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το 1950, το 95, 7% των Ελληνοκυπρίων ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και σύμφωνα με τις πληροφορίες το υπόλοιπο 4, 3% δεν ήταν ανθενωτικό. Αποτελείτο, στην πλειοψηφία του, από τους εργαζόμενους των βρετανικών βάσεων, οι οποίοι για να αποφύγουν τα προβλήματα με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν για ένωση, δεν προσήλθαν στις κάλπες. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το αρραγές μέτωπο παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1960, τη χρονιά που ανακυρήχθηκε η «ανεξαρτησία» της Κύπρου. Βέβαια, το Α.Κ.Ε.Λ. δεν συμμετείχε στον «εθνικοαπελευθερωτικό-ενωτικό» αγώνα. Δεν ήταν, όμως, ταυτόχρονα ανθενωτικό, ούτε και δημιούργησε προβλήματα σ’ αυτόν. Εξάλλου, τόσο η αφανής αντικομουνιστική-φιλοαμερικανική καθοδήγηση του αγώνα, οι πρωθυπουργοί Αλέξανδρος Παπάγος και Κωνσταντίνος Καραμανλής, όσο και η εμφανής, Γεώργιος Γρίβας Διγενής και Μακάριος, δεν θα ήθελαν τη συμμετοχή αυτού του Κομμουνιστικού φιλοσοβιετικού Κόμματος. Δεν ήθελαν την παρέκκλιση του «εθνικο-απελευθερωτικού» αγώνα από το βασικό του σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την άσκηση πίεσης των Η. Π. Α. στην Μεγάλη Βρετανία να αποχωρήσει από την Κύπρο, έτσι όπως ήδη είχε γίνει με τη Μέση Ανατολή (Ψυρούκης, 1980, O’ Malley, Craig, 2002). Ο «εθνικο-απελευθερωτικός» αγώνας τέλειωσε το 1960, με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που ικανοποιούσαν, με εξαίρεση τον Κυπριακό λαό που δεν έβλεπε να εκπληρώνεται το όνειρό του της ένωσης με την «μητέρα πατρίδα», όλες τις συγκρουόμενες δυνάμεις στην Κύπρο. Η μεν Μεγάλη Βρετανία παρέμενε ευχαριστημένη, διότι κατάφερε να διατηρήσει δύο εδαφικές βάσεις με κυριαρχικά δικαιώματα, οι δε Η.Π.Α., επειδή μπόρεσαν να συγκολλήσουν το ρήγμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του N.A.T.O., δηλαδή του αναχώματος της Ελλάδας και της Τουρκίας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Όσον αφορά τις νατοϊκές κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν είχαν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένες, αφού οι Συμφωνίες Εγγύησης τις καθιστούσαν, μαζί με την Μεγάλη Βρετανία, συγκυρίαρχες δυνάμεις της Κύπρου, μέσω της στρατιωτικής τους παρουσίας, τις Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) και Τουρκικές Δυνάμεις Κύπρου (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.), (Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, 1960).
Όμως, το καθεστώς του προτεκτοράτου που δημιούργησαν οι ιμπεριαλισμοί των Η.Π.Α. και της Μεγάλης Βρετανίας, σε συνεργασία με τα πελατειακά κράτη της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν ήταν λειτουργίσιμο. Το δικαίωμα veto του Τούρκου Αντιπροέδρου ακύρωνε την εξουσία του Έλληνα Προέδρου της «Κυπριακής Δημοκρατίας» και καθιστούσε την κυβέρνηση ανενεργή. Ο Πρόεδρος Μακάριος, για να απεμπλακεί από την παγίδα που του έστησαν οι κυβερνήσεις των Άγγλων και των Αμερικανών, και με το σκοπό να καταστήσει άκυρες τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, εντάχθηκε στον αντι-ηγεμονικό συνασπισμό των αδεσμεύτων. Σ’ αυτή την επιλογή αντέδρασαν οι φιλονατοϊκές δυνάμεις του Γρίβα, επινοώντας το δίπολο «ενωτικοί/ανθενωτικοί» και διασπώντας με αυτό τον τρόπο το αρραγές μέτωπο των Ελληνοκυπρίων. Στο εξής θα οξυνόταν η σύγκρουση μεταξύ γριβικών «ενωτικών» και μακαριακών «ανθενωτικών».
Τα εισαγωγικά στους όρους των ενωτικών και ανθενωτικών επισημαίνουν πως οι χαρακτηρισμοί δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Συγκροτούσαν μια κατηγοριοποίηση, η οποία παραμόρφωνε τις πολιτικές συγκρουσιακές σχέσεις στο εσωτερικό των Ελληνοκυπρίων. Εμφάνιζε τους ακροδεξιούς εθνοκάπηλους (προέκταση των δοσίλογων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των εθνοκάπηλων της Ελλάδας της περιόδου 1941 - 1974) ως «ενωτικούς πατριώτες» και τους πατριώτες ως «ανθενωτικούς προδότες». Οι αυτοαποκαλούμενοι «ενωτικοί» δεν ήταν παρά τα υποστηρίγματα των Η.Π.Α. στην Κύπρο, που αποδεχόντουσαν τα διχοτομικά τους σχέδια. Δηλαδή, με την έννοια «ένωση» εννοούσαν διπλή ένωση, που σήμαινε τη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Σκοπός των Η.Π.Α., με τη διχοτόμηση, ήταν να ικανοποιήσουν τα δύο πελατειακά τους κράτη, συγκολλώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το ρήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του Ν.Α.Τ.Ο. Οι προτάσεις αυτές μπορούν να θεμελιωθούν αν γράψουμε ότι οι γριβικές δυνάμεις αποδέχτηκαν, το 1964, το αμερικανικό διχοτομικό σχέδιο Άτσεσον, που ικανοποιούσε το αίτημα της Τουρκίας, πρώτον, να της δοθεί μια στρατιωτική βάση και, δεύτερον, να συγκεντρωθούν οι διάσπαρτοι σε πολλά χωριά Τουρκοκύπριοι σε δύο μεγάλους δήμους, όπου θα αυτοδιοικόντουσαν (Τζερμιάς, 2004). Θεμελιώνονται, επίσης, με τη συμμετοχή των γριβικών (εμφανιζόμενοι με το όνομα Ε.Ο.Κ.Α. Β’) στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1974, που σχεδιάστηκε από τις Η.Π.Α. και τη στρατιωτική δικτατορία του Ιωαννίδη και που είχε ως σκοπό τη διπλή ένωση, δηλαδή τη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ο Μακάριος υπόγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, δεν είναι δυνατόν, όμως, να χαρακτηριστεί γι’ αυτό ανθενωτικός και ανεξαρτησιακός. Η συγκρότηση της «Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας», δεν υπήρξε το αποτέλεσμα μιας μακαριακής επιλογής. Υπήρξε το αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα, την επέλεξαν και την επέβαλαν οι Η.Π.Α. και η Μεγάλη Βρετανία σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των πελατειακών της κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο μακάριος υπόγραψε τις συμφωνίες μετά από απειλή του αφανούς ηγέτη του «εθνικο-απελευθερωτικού» αγώνα, του Πρωθυπουργού της «μητέρας πατρίδας», Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Κρανιδιώτης 91981) θα γράψει ότι τις υπόγραψε με το πιστόλι στο κρόταφο. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν μετά από πολλά χρόνια ρωτήθηκε για το θέμα, θα απαντήσει ότι αποδεχτήκαμε τις συμφωνίες για να αποφευχθεί ο πόλεμος με την Τουρκία (Τζερμιάς, Τόμος ΙΙΙ, 2004).
Οι γριβικοί, λοιπόν, δεν ήταν ενωτικοί και οι μακαριακοί δεν ήταν ανθενωτικοί. Οι μεν πρώτοι προσπαθούσαν, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις της «μητέρας πατρίδας» να επιβάλουν τα διχοτομικά νατοϊκά σχέδια, οι δε δεύτεροι να αντισταθούν σ’ αυτά. Ο Μακάριος μέχρι το 1960 αγωνιζόταν για την ένωση και από το 1963, αφού αποδείχτηκε ότι η «μητέρα πατρίδα» δεν ήταν παρά μια κακή μητριά, για την ακύρωση του πολιτικού καθεστώτος, που διαμόρφωναν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, και τη δημιουργία μιας πραγματικής Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία να βασίζεται στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Αυτές, μεταξύ των άλλων, που σέβονται τα δικαιώματα της πλειοψηφίας (του 82%) και της μειοψηφίας (του 18%). Για να το πετύχει, πρώτον, διεθνοποίησε το κυπριακό πρόβλημα, φέρνοντάς το στον Ο. Η. Ε. και, δεύτερον, ένταξε την Κύπρο στον αντι-ηγεμονικό συνασπισμό των αδεσμεύτων κρατών. Το αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση μιας διεθνούς προσωπικότητας της Κύπρου, με την αναγνώριση της ως ισότιμου μέλους του Ο.Η.Ε.
Ο Γρίβας και ο Μακάριος απεβίωσαν, ο ένας το 1973 και ο άλλος το 1978, οι πολιτικές τους επιλογές, όμως, επέζησαν και αναπαράγονται μέχρι τις μέρες μας. Πιο κοντά στις μακαριακές επιλογές μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκονται τα Κόμματα της ΕΔΕΚ και του ΔΗΚΟ. Οι νατοϊκές επιλογές αναπαράγονται από το «νεοφιλελεύθερο» Κόμμα ΔΗ.ΣΥ (Δημοκρατικός Συναγερμός), αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, και από το «κομμουνιστικό» Κόμμα Α.Κ.Ε.Λ. (συνεπικουρούμενο από μαρξιστές, όπως Οι Μηλιός, Αναγνωστοπούλου, Λύτρα, Ψάλτης κ. α.), τα οποία συμπίπτουν στην ιδεολογία του αντιεθνικισμού, και του αντιπατριωτισμού. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται ως εθνικισμός και απορρίπτεται. Οι νατοϊκές τους επιλογές εντοπίζονται τόσο μέσα από τη θανατική υποστήριξη του αγγλοαμερικανικού σχεδίου Ανάν, το 2004, όσο και με την αποδοχή, κατά την τρέχουσα φάση, των θέσεων των Άγγλων, Αμερικανών και Τουρκοκυπρίων, που ευνοούν τη διάλυση της Δημοκρατίας της Κύπρου και τον έλεγχό της από την Τουρκία (βλέπε άρθρα του Περικλή Νεάρχου στα «Επίκαιρα», ιδιαίτερα 2014, 2015). Αυτό άρχισε να διαφαίνεται, ήδη, με την εγκατάσταση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Barbaros, συνοδευόμενου από ένα πολεμικό πλοίο, στην κυπριακή Α.Ο.Ζ. (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), τον Οκτώβριο του 2014, και την άρνηση των κυβερνήσεων Σαμαρά-Βενιζέλου και Αναστασιάδη να αντιμετωπίσουν δυναμικά την Άγκυρα, που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες (Ιακωβίδη, 26 Οκτωβρίου 2014, Γιαλλουρίδη, 26 Οκτωβρίου 2014, Χαραλαμπίδη, 9 Νοεμβρίου 2014, Ιακωβίδη, 16 Νοεμβρίου 2014, Γιαλλουρίδη, 16 Νοεμβρίου 2014). Οι κυβερνήσεις αυτές κάνουν, στην πραγματικότητα, κατευναστική πολιτική, σεβόμενες την παράδοση που δημιούργησαν, με εξαίρεση αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου, οι μετεμφιλιακές κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Πρώτη κατευναστική πολιτική μπορεί να θεωρηθεί η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, του 1959 και 1960, από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην οποία αναφερθήκαμε και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία. Ως δεύτερη μπορεί να θεωρηθεί αυτή της κατάληψης του Βόρειου τμήματος της Κύπρου, το 1974, κατά την οποία ο Πρωθυπουργός, πάλι, Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως θα γράψει ο Perry Anderson (2008) δεν θα ρίξει ούτε ντουφεκιά στον τουρκικό στρατό. Η Τρίτη κατευναστική πολιτική είναι αυτή της κυβέρνησης Σημίτη, το 2004, με τη φανατική υποστήριξη του σχεδίου Ανάν, που κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και παραχωρούσε τον έλεγχο της Κύπρου στην Τουρκία. Η τέταρτη είναι αυτή των Σαμαρά, Βενιζέλου και Αναστασιάδη, που αναφέραμε πιο πάνω. Η Πέμπτη θα είναι είτε αυτή της συνεκμετάλλευσης των ελληνικών υδρογονανθράκων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που προτείνουν και οι Η.Π.Α. είτε η κατάληψη τμήματος του Αιγαίου από το πολεμικό ναυτικό της Άγκυρας (Γιαλλουρίδη, 26 Οκτωβρίου 2014, σ. 8).
5. Οι «επιστημονικές» αναπαραστάσεις του κυπριακού προβλήματος
Βασιζόμενοι στην αρχή της άσκησης της επιστημονικής πρακτικής, σύμφωνα με την οποία μια επιστημονική αναπαράσταση οικοδομείται μόνο μέσα από μια βασανιστική διαδικασία, πρώτον, υποβολής σε κριτικό έλεγχο τόσο των πρακτικών, όσο και των ακαδημαϊκών γνώσεων και, δεύτερον, επεξεργασίας ενός συστήματος εννοιών, το οποίο να ιδιοποιείται γνωστικά την πραγματικότητα, δηλαδή να την ταξινομεί και να την εξηγεί, προσπαθήσαμε να οικοδομήσουμε μια επιστημονική αναπαράσταση του κυπριακού προβλήματος, μέσα από τον κριτικό έλεγχο βασικών βιβλίων, που γράφτηκαν από ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και διπλωμάτες, οι πρώτοι θεωρούμενοι ως «επιστήμονες» και οι δεύτεροι ως πρακτικοί. Αν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι οι ακαδημαϊκοί διακρίνονται σε συγγραφείς, οι οποίοι προσπάθησαν κατ’ ανιδιοτελή τρόπο, (βασική αρχή διατύπωσης αληθών προτάσεων), να κατανοήσουν το κυπριακό πρόβλημα, και σε συγγραφείς, οι οποίοι προσπάθησαν να υποστηρίξουν τις αναπαραστάσεις τους, παραποιώντας την πραγματικότητα, τότε θα δούμε ότι στην μελέτη αυτή υποβάλαμε σε κριτικό έλεγχο τρία είδη μελετών: τις ακαδημαϊκές περιγραφικές, τις ακαδημαϊκές δογματικές και τις δημοσιογραφικές και διπλωματικές (= που γράφτηκαν από διπλωμάτες). Βέβαια, από τις δημοσιογραφικές και διπλωματικές, άλλες είναι λιγότερο και άλλες περισσότερο ουδέτερες, τις κρατάμε, όμως, ως μια ειδική κατηγορία, υποθέτοντας ότι συγκροτούνται από πρακτικές γνώσεις.
Η βασική προσπάθεια των συγγραφέων των περιγραφικών μελετών, όπως είναι οι Τερλεξής, Crouzet, Τζερμιάς, Χρυσάνθου, Καζαμίας, και άλλοι, (= ακαδημαϊκοί), O’ Malley, Craig, Βενιζέλος και άλλοι, (δημοσιογράφοι), Κρανιδιώτης, και άλλοι, (διπλωμάτες) συνίσταται, μέσα από τον κριτικό έλεγχο των μαρτυριών, των αρχείων και εγγράφων, στη διαμόρφωση των αληθών πληροφοριών, θα γράφαμε καλύτερα των αληθών προτάσεων, οι οποίες μας οδηγούν να κατανοήσουμε το κυπριακό πρόβλημα. Βέβαια, η διαμόρφωση των αληθών προτάσεων, δηλαδή η περιγραφή ενός αντικειμένου είναι βασική προϋπόθεση για τη γνωστική του ιδιοποίηση, αυτό όμως δεν συγκροτεί, ταυτόχρονα, και επιστήμη. Η κάτωθι πρόταση του Δημαρά (2002) η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους δεν οικοδομεί επιστήμη, αλλά σύστημα πληροφοριών. Σύμφωνα μ’ αυτόν το συγγραφέα «την ιστορία τη συνθέτουμε με τεκμήρια και με μαρτυρίες. Εδώ μιλούμε τώρα για μαρτυρίες. Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξακριβώνουμε την αξιοπιστία των μαρτύρων. Βέβαια, από εκεί και πέρα θα ισχύσουν οι κανόνες της επιστήμης μας, η βασική δυσπιστία, οι διασταυρώσεις των πληροφοριών, οι έλεγχοι. Θα ισχύσουν οι κανόνες της ειδικής αγωγής μας, η απουσία από προκατάληψη, από πείσμα, η προθυμία για κάθε αναθεώρηση» (σ. θ).
Η προβολή των πληροφοριών ως σύστημα «επιστημονικής» γνώσης είναι μια πάγια πρακτική της αστικής τάξης. Στις μέρες μας, κατά την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έγινε η κυρίαρχη πρακτική της πιο πάνω τάξης και εντοπίζεται μέσα από τις προτάσεις, σύμφωνα με τις οποίες ζούμε στην «εποχή της πληροφορικής και της πληροφορίας», στην «εποχή της γνώσης». Η θεώρηση αυτή δεν είναι παρά μια στρατηγική της άρχουσας τάξης, που έχει ως σκοπό την αντικατάσταση της επιστημονικής πρακτικής, η οποία έχει ως αρχές της την αναζήτηση της αλήθειας και των κριτικό έλεγχο των επιστημονικών και πρακτικών γνώσεων των διάφορων κοινωνικών ομάδων και ατόμων (Μαντόγλου, Μελέτη, 2013). Η θεώρηση της πληροφορίας εμφανίζεται ως ουδέτερη γνώση. Στην πραγματικότητα είναι μια μορφή αντίστασης της άρχουσας τάξης της εποχής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, των κερδοσκόπων και των διευθυντών των πολυεθνικών επιχειρήσεων, στην αποκάλυψη της αλήθειας: ότι η άρχουσα τάξη είναι το πρόβλημα που θα πρέπει να επιλύσει η επιστήμη, ότι είναι εκμεταλλευτική, ότι κλέβει τους όρους ζωής των ανθρώπων και ότι δημιουργεί μαζική φτώχεια, αλλά και υποσιτισμό. Η άρχουσα τάξη, επιβάλλοντας τη θεώρηση της κοινωνίας της πληροφορίας, πέτυχε να ελέγξει τα Πανεπιστήμια, μετατρέποντας τους ακαδημαϊκούς σε πλροφοριοδότες της. Το πέτυχε, πρώτον, με τη μορφοποίησή τους μέσα από τα λογισμικά προγράμματα SPSS, SPAD κλπ και, δεύτερον, εξαγοράζοντάς τους με τη συμμετοχή τους σε χρηματοδοτημένες έρευνές, που σημαίνει κατευθυνόμενες έρευνες. Η πρόταση της κοινωνίας της γνώσης αναπαριστά την ανθρωπο-κοινωνική πραγματικότητα, κατά τρόπο αντιστραμμένο. Στην πραγματικότητα, με την ανοργανωσιά της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης, και τη μη διάκριση της πληροφόρησης από την παραπληροφόρηση, επιτάθηκε η χαοτική κατάσταση, οξύνθηκε το πρόβλημα της άγνοιας και έμειναν οι άνθρωποι χωρίς προσανατολισμό.
Η επιστήμη δεν είναι η περιγραφή των φαινομένων και, πιο συγκεκριμένα, η αναπαράστασή τους μέσα από τη διαμόρφωση αληθών πληροφοριών συγκροτημένων σε συστήματα ποσοτικοποιημένων προτάσεων. Η επιστήμη χρησιμοποιεί ως δεδομένα τις πληροφορίες και προσπαθεί να τις ταξινομήσει και να τις εξηγήσει, μέσα από την επεξεργασία εννοιών συγκροτημένων σε προτάσεων, δηλαδή θεωριών. Από τους περιγραφικούς συγγραφείς του απουσιάζει η προσπάθεια συγκρότησης θεωρίας για τη γνωστική ιδιοποίηση του κυπριακού προβλήματος, πράγμα που σημαίνει ότι η γνώση που δημιουργούν δεν ξεπερνά την πρακτική γνώση των δημοσιογράφων και διπλωματών και, πιο γενικά, την πρακτική γνώση των κυρίαρχων τάξεων. Μπορούμε να το δούμε αυτό και μέσα από τη χρήση από όλους τους ακαδημαϊκούς συγγραφείς του κυπριακού προβλήματος του όρου της «τουρκοκυπριακής μειονότητας» και την αποφυγή μελέτης του κυπριακού προβλήματος, πρώτον ως στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος, κατά τη φάση της μετάβασης από το αποικιακό στο νεοαποικιακό κοσμοσύστημα (Wallerstein, 2009, 2010, Magdoff, 2008) και, δεύτερον, με όρους εθνικο-απελευθερωτικούς, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση κομφορμιστικών στάσεων. Παράδειγμα είναι η χρήση, από το Τζερμιά (2004, ΙΙ), αλλά και από άλλους, των όρων των «δύο κοινοτήτων» και της «κοινής πατρίδας», Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων (σ.743), οι οποίοι οδηγούν στην αποδοχή μιας «ισότιμης» λύσης μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων τύπου συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και σχεδίου Ανάν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η μη χρήση, από τον ίδιο συγγραφέα της ανταρσίας, (η οποία προκλήθηκε με την αποχώρηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από την κυπριακή κυβέρνηση και τον εγκλεισμό των Τουρκοκυπρίων στους θυλάκους, όπου αυτοκυβερνώνται εξοπλιζόμενοι από την Τουρκία), ως κεντρικής έννοιας στην ανάλυσή του για τις πολιτικές σχέσεις στην Κύπρο. Η μη χρήση αυτής της έννοιας είχε ως συνέπεια να χαρακτηρίσει την μεν προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να ελέγξει τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου, στις 15 Νοεμβρίου 1967, ως ανεύθυνη και την δε απέλαση του Ντενκτάς στην Τουρκία, στις 31 Οκτωβρίου 1967, ως μη σώφρων, (σ. 657) Όμως, εάν χρησιμοποιήσουμε ως κεντρική έννοια την ανταρσία, τότε θα μπορέσουμε να δούμε ότι οι δύο πράξεις της κυπριακής κυβέρνησης ήταν, από την πλευρά του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πρακτικής, νόμιμες, διότι σκοπό είχαν να επαναφέρουν στην τάξη μια μικρή σοβινιστική μειοψηφία, η οποία, εξάλλου, υποκινούταν από την Άγκυρα, που προσπαθούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες, αλλά και καιροφυλακτούσε να βρει την ευκαιρία για την κατάληψη της Κύπρου. Να γράψουμε ότι, κατά ένα γενικά τρόπο, η προσπάθεια σύλληψης του κυπριακού προβλήματος, από τους περιγραφικούς μελετητές, έξω από την επεξεργασία θεωρίας, έχει ως συνέπεια τη δημιουργία πολλών ασαφειών, όσον αφορά τις συγκρουσιακές πρακτικές των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στην πραγματικότητα, δεν δηλώνεται με σαφήνεια ότι η σύγκρουση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι σύγκρουση μεταξύ κατακτημένων και κατακτητών.
Όπως οι ακαδημαϊκοί συγγραφείς, έτσι και οι δημοσιογράφοι O’ Malley και Craig (2002) δεν χρησιμοποιούν, αλλά ούτε και επεξεργάζονται ένα σύνολο εννοιών, οι οποίες να αναπαριστούν με ακρίβεια τις σχέσεις που διαμορφώνουν το κυπριακό πρόβλημα. Χαρακτηρίζουν τις συγκρούσεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ως «τυχοδιωκτική επιθετικότητα και των δύο πλευρών» (σ. 185). Οι παρατηρήσεις αυτές μας οδηγούν να γράψουμε ότι οι μελέτες των ακαδημαϊκών είναι της ίδιας ποιότητας με αυτές των δημοσιογράφων, δηλαδή έχουν χαρακτήρα δημοσιογραφικό.
Οι «κυπριωτιστές» ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι (οι οποίοι υποτίθεται επιδιώκουν μια λύση του κυπριακού με κέντρο την Κύπρο και χωρίς τις μητέρες πατρίδες Ελλάδα και Τουρκία) αντιστρέφουν, εξολοκλήρου, την πραγματικότητα ταυτιζόμενοι με την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Άγκυρα. Σύμφωνα με τον Κιουτσούκ, αντιπρόεδρο της κυπριακής κυβέρνησης της ζυριχικής περιόδου 1960-1963, οι έγκλειστοι στους θυλάκους Τουρκοκύπριοι ήταν όμηροι στην ίδιά τους τη χώρα, ωσότου απελευθερώθηκαν τον Ιούλιο του 1974 από τον τουρκικό στρατό ειρήνης (Τζερμιάς, 2004, σ. 565). Ο «κυπριωτιστής» Hasguler, (2006), γράφει ότι «η κρίση που ξέσπασε το Δεκέμβριο του 1963 στην Κύπρο (…) οδήγησε τους Τουρκοκυπρίους σε μια κατάσταση καταπίεσης και πολιορκίας» (σ. 83). Εξάλλου, σύμφωνα με το συγγραφέα, το κυπριακό πρόβλημα δεν δημιουργείται μέσα από την αποικιοκρατική σχέση και τη βούληση για την επανακατάκτηση της Κύπρου από την Τουρκία. Είναι τέκνο του τουρκικού και του ελληνικού εθνικισμού (σ. 76). Δε θα επιμείνουμε άλλο. Θα περιοριστούμε να γράψουμε ότι οι Έλληνες «κυπρωκεντρικοί» αναπαράγουν τα ίδια επιχειρήματα της Άγκυρας και των Τουρκοκυπρίων «κυπριωτιστών», ότι δηλαδή οι Τουρκοκύπριοι ήταν μια καταπιεσμένη ομάδα από τους Ελληνοκυπρίους και ότι το κυπριακό πρόβλημα είναι το αποτέλεσμα του τουρκικού και του ελληνικού εθνικισμού και, πιο συγκεκριμένα, εθνικιστικών ομάδων. Να τονίσουμε ότι οι «κυπριωτιστές», κατά κανόνα, και κατ’ αντίθεση με τους περιγραφικούς συγγραφείς που προσπαθούν να διαμορφώσουν αληθείς πληροφορίες, χωρίς να έχουν μελετήσει συστηματικά την ιστορία της Κύπρου, αλλά και αγνοώντας τον τρόπο παραγωγής επιστημονικής γνώσης, ξεκινούν από την αναπαράσταση της θυματοποίησης των Τουρκοκυπρίων (βλέπε και Κουφουδάκης, 2008) και της δημιουργίας του κυπριακού προβλήματος από το αμοιβαίο μίσος των δύο εθνικισμών και, έξω από κάθε μορφή θεμελίωσης, προτείνουν την επίλυσή του (του κυπριακού προβλήματος) στη βάση της «ισοτιμίας», όπως είναι π.χ. αυτή του ζυριχικού καθεστώτος και του σχεδίου Ανάν. Θα υποστηρίζαμε ότι, κατ’ αντίθεση με την επιστημονική πρακτική, οι «κυπρωκεντριστές» γράφουν πρώτα τα συμπεράσματά τους και μετά διαμορφώνουν ένα σύνολο μισοπραγματικών-μισοφανταστικών, αλλά και μισο-ιστορικών, προτάσεων, που τα επαληθεύουν. Ο Umit Ιnatçι (2006) γράφει ότι επειδή δεν είναι απαραίτητη η ιστορία για την κατανόηση του κυπριακού προβλήματος, θα το εξετάσουμε μέσα από τη φιλοσοφία. «Το κυπριακό πρόβλημα δεν είναι αιτία του μίσους, αλλά ό,τι προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτού. Το διακοινοτικό πολιτικό αδιέξοδο είναι πλέον το μίσος αυτό καθ’ εαυτό» (σ. 23-24). Σύμφωνα με το συγγραφέα, το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, μεταξύ άλλων, και μέσα από τις συγκρουσιακές σχέσεις των κατακτητών Τούρκων και των κατακτημένων Ελλήνων. Μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από το «μίσος». Και αυτό «δεν είναι ιστορικό», διότι αν ήταν θα μας έλεγε ότι είναι ένα μίσος των κατακτημένων, που δεν δέχονται την υποταγή στον κατακτητή, και ένα μίσος των κατακτητών, που αρνούνται να δεχτούν την απελευθέρωση των κατακτημένων (Fanon, 1982).
Οι περιγραφικοί συγγραφείς δημιούργησαν, ένα σύνολο πληροφοριών, οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε το κυπριακό πρόβλημα. Οι «κυπριωτιστές» παραμόρφωσαν το σύνολο των πληροφοριών, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη δημιουργία μιας διεστραμμένης εικόνας: εμφανίζει τους Τούρκους κατακτητές ως θύματα και καταπιεσμένους. Με εξαίρεση τον Ψυρούκη (1975, 1980, 1983), ο οποίος χρησιμοποίησε όρους εθνικο-απελευθερωτικούς, τόσο οι περιγραφικοί όσο και οι κυπριωτιστές συγγραφείς δεν οικοδόμησαν μια επιστημονική αναπαράσταση, η οποία να μας βοηθάει να κατανοήσουμε το κυπριακό πρόβλημα. Η αδυναμία αυτή οφείλεται στον τρόπο άσκησης της «επιστήμης» από την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Βέβαια, ο τρόπος αυτός μας ανάγει σ’ ένα γενικότερο πρόβλημα. Εδώ, όμως, περιοριζόμαστε στην Ελλάδα και στην Κύπρο, οι οποίες φαίνεται να αποτελούν ένα τυπικό παράδειγμα τριτοκοσμικών χωρών, όπου οι ακαδημαϊκές γνώσεις δεν παράγονται, στα πλαίσια της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά εισάγονται από τις χώρες του κέντρου και διδάσκονται, διαδίδοντας τόσο τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό (Wallerstein, 2011), όσο και τον τρόπο αμφισβήτησης του. Παραδείγματα εισαγωγής τέτοιων γνώσεων είναι η φιλελεύθερη οικονομική θεωρία, ο κεϋνσιανισμός, η θεώρηση του ουδέτερου κράτους, ο μαρξισμός, ο βεμπερισμός, ο Πολανισμός κλπ. Βέβαια, δεν υποστηρίζουμε ότι δεν θα πρέπει να διδάσκονται, στην Ανώτατη Εκπαίδευση, οι θεωρίες αυτές. Το πρόβλημα, που δημιουργείται, είναι ότι, κατά κανόνα, αυτές εισάγονται χωρίς να ελέγχονται και δεν έχουν και πολλή σχέση με τις ανθρωπο-κοινωνικές σχέσεις των χωρών που τις δεξιώνονται. Δηλαδή, οι ιδιόμορφες ανθρωπο-κοινωνικές σχέσεις στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνονται στις εισαγόμενες αναπαραστάσεις και τεχνικές διαχείρισης του βιομηχανικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος των χωρών του πυρήνα (Wallerstein, 2009, 2010). Τελευταίο παράδειγμα εισαγωγής γνώσης, ως ξένου σώματος προς τον ελληνικό ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό, είναι αυτή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αφού, για πολλά χρόνια, απέτυχε εισαγωγή της με ειρηνικά μέσα, άρχισε, από το 2009 στην Ελλάδα και από το 2013 στην Κύπρο, να επιβάλλεται, με τη βία, από τις λεγόμενες μνημονιακές κυβερνήσεις σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι εισαγωγείς δεν προσπαθούν να προσαρμόσουν τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στην ελληνική κοινωνία. Αντίθετα, προσπαθούν να προσαρμόσουν την τελευταία στην πρώτη, συμμετέχοντας, κυριολεκτικά, στο ξήλωμά της την (αφού μέσα σε πέντε χρόνια επιτεύχθηκε η μείωση του εθνικού εισοδήματος κατά 25%, η δημιουργία 1.500.000 ανέργων, η μείωση της αμυντικής ικανότητας της Ελλάδας, η μαζική μετανάστευση 250.000 νέων πτυχιούχων και η αυτοκτονία 5.000 ανθρώπων) και μετατρέποντας την σε νεο-αποικία.
Όμως, οι ακαδημαϊκοί, όπως και στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, δεν κατέβαλαν καμιά προσπάθεια οικοδόμησης επιστημονικών θεωριών, οι οποίες να αναπαριστούν πιστά τον ελληνικό ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό. Αυτά που γράφουμε εδώ, δεν μας οδηγούν να υποστηρίξουμε ότι οι εισαγόμενες θεωρίες δεν παίζουν κανένα ρόλο. Αντίθετα, εντοπίζουμε δύο. Σύμφωνα με τον ένα, οι εισαγόμενες θεωρίες λειτουργούν ως δόγματα και μετέχουν τόσο στη συγκρότηση των ατομικών ταυτοτήτων των ακαδημαϊκών, αλλά και των φοιτητών, όσο και στη συγκρότηση τους σε ομάδες οικονομικο-φιλελεύθερες, κεϋνσιανές, μαρξιστικές, βεμπεριανές, πολανικές κλπ. Σύμφωνα με τους δύο ρόλους, οι ακαδημαϊκοί, κατασκευάζοντας τους εαυτούς τους ως «Ευρωπαίους», που θεωρούν ότι είναι ένα ανώτερο είδος από αυτό των Ελλήνων, μετέχουν στον «εξευρωπαϊσμό» της Ελλάδας ή, με άλλους όρους, στην ενσωμάτωση της τελευταίας ως νεοαποικιακής περιφέρειας των κεντρικών κοινωνικών σχηματισμών. Αυτό, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι, πρώτον, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί, δεν υπάρχουν ως αυτόνομη επιστημονική κοινότητα και, δεύτερον, η Ελλάδα δεν έχει ένα δικό της αυτόνομο προσανατολισμό. Οι πρακτικές αυτές δεν εντοπίζονται μόνο στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Εντοπίζονται, επίσης, και μέσα από περιοδικά που εκδίδονται από ακαδημαϊκούς. Τέτοια είναι: «Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών», «Θέσεις», «Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών», «Ουτοπία», «Επιστήμη και κοινωνία», «Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών» κλπ, των οποίων οι διευθυντές και οι ομάδες που τα ελέγχουν, ως κομπραδώροι της γνώσης, αλλά και ως πάτρωνες, όπως και οι ακαδημαϊκοί, περιοριζόμενοι να εισάγουν γνώση, δεν δημοσιεύουν επιστημονικά άρθρα, δηλαδή άρθρα τα οποία είτε είναι έξω από την προοπτική των δογμάτων, που υποβαστάζουν τα περιοδικά τους, είτε δείχνουν την επιστημονική ανεπάρκεια των τελευταίων. Δημοσιεύουν εισαγομένη από τους πελάτες τους γνώση. Η κριτική διάθεση και ο έλεγχος των ακαδημαϊκών θεωριών και πρακτικών, δύο βασικών αρχών άσκησης της επιστήμης, είναι πράγματα απορριπτέα. Να υποστηρίξουμε ότι η μη δημοσίευση άρθρων που δείχνουν την ανεπάρκεια των κυρίαρχων δογμάτων, όπως είναι ο νέο-φιλελευθερισμός, κεϋνσιανισμός, βεμπερισμός, μαρξισμός κλπ, μας δείχνει ότι η «κοινωνία των πολιτών», η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισοδυναμεί με την κοινωνία των πελατών, που εκφράζεται από τα «επιστημονικά» περιοδικά, δεν λειτουργεί ως μορφή αντίστασης της κοινωνίας ενάντιο στο κράτος, αλλά ως πόλοι εξουσίας των ατόμων και μικρο-ομάδων που τα συγκροτούν. Στην πραγματικότητα η «κοινωνία των πολιτών», που συγκροτείται από αυτά τα περιοδικά, λειτουργεί ενάντια στους πολίτες, όπως και η πολιτική κοινωνία, πράγμα που έχει ως συνέπεια, από τη μια, την ακύρωση της δημοκρατίας, η οποία έχει την τάση, μέσα από τη λογική του ανταγωνισμού των επιστημόνων, να ανανεώνει την κοινωνία και, από την άλλη, τη δημιουργία αγκυλώσεων, που μακροχρόνια οδηγούν σε καταστροφές όπως π. χ. η κατάληψη της Κύπρου το 1974, οι δανειακές συμβάσεις - μνημόνια, των ετών 2009 - 2015, ή όπως αυτές που επαγγέλλονται η τουρκική απειλή στο Αιγαίο και η εγκατάσταση του Barbaros στην κυπριακή Α.Ο.Ζ.
Αν και η εισαγωγή της γνώσης διαμορφώθηκε, κατά τρόπο αυθόρμητο, την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού, το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα (Δημαράς, 2002, Κονδύλης 1988) δηλαδή πριν τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους σε κράτος, εντούτοις μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή η κατάσταση συνέχισε να αναπαράγεται μέσα από μια συνειδητή πολιτική επιλογή. Το βλέπουμε αυτό μέσα από δύο παραδείγματα. Το ένα σχετίζεται με τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, (Τ.Ε.Ι.). Τα ιδρύματα αυτά, από την εποχή της ίδρυσής τους, λειτουργούν με εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο έχει προσόντα φοιτητή, πράγμα που σημαίνει ότι αγνοεί τον τρόπο δημιουργίας ακαδημαϊκής γνώσης, και ως εκ τούτου είναι υπόχρεο να την εισάγει. Το 2001, οπότε ψηφίστηκε ο νόμος 2916 για την ανωτατοποίηση των Τ.Ε.Ι., έγινε συνείδηση ότι το πιο πάνω προσωπικό είχε τα προσόντα φοιτητή, διότι πολλοί από τα μέλη του άρχισαν να εγγράφονται σε πανεπιστήμια για να κάμουν μεταπτυχιακές σπουδές τύπου Masters και διδακτορικές διατριβές. Αυτό είχε ως συνέπεια ένας μεγάλος αριθμός από το εκπαιδευτικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι. να είναι, από το 2001 και μέχρι τις μέρες μας, ταυτόχρονα «ακαδημαϊκοί δάσκαλοι», που οργανώνουν αυτόνομα μαθήματα, και φοιτητές (Χαραλάμπους, 2001). Ένα δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται στη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της κυβέρνησης Καραμανλή του 2006. Αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, αρνείται να χρηματοδοτήσει τα πανεπιστήμια με το σκοπό να τα εντάξει στην προοπτική της δημιουργίας ακαδημαϊκής γνώσης. Φαίνεται να θεωρεί ότι οι ανάγκες της Ελλάδας ικανοποιούνται μέσα από την εισαγωγή της. Να υποστηρίξουμε ότι, κατά ένα γενικό τρόπο, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης, στην Ελλάδα, δεν ευνοεί τη δημιουργία καινοτομικής γνώσης, δηλαδή επιστήμης, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη μη επεξεργασία προταγμάτων για έναν αυτόνομο ιστορικό προσανατολισμό των Ελλήνων. Αντίθετα, ευνοεί την αναπαραγωγή του φαινομένου της εισαγόμενης γνώσης, που έχει ως συνέπεια την εισαγωγή προταγμάτων, τα οποία είναι στις προοπτικές των ιστορικών προσανατολισμών των χωρών του κέντρου και των αντιπάλων των Ελλήνων. Αυτό παρατηρείται και στη γνώση που αφορά το κυπριακό πρόβλημα και εντοπίζεται, μεταξύ των άλλων, και στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν, το οποίο εσωτερικεύει ένα διεθνές πρόταγμα που μπαίνει στην προοπτική του ιμπεριαλιστικού προσανατολισμού των Αγγλο-αμερικανών και του επεκτατισμού των Τούρκων, αντιστρατεύεται όμως την αυτονομία των Κυπρίων.
Μέσα από τον τρόπο, που οικοδομούνται και λειτουργούν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μπορούμε να δούμε ότι το κυρίαρχο κομματικό σύστημα της Ελλάδας αρνείται να καθορίσει μια επιλογή, η οποία να την οδηγεί προς την επιβίωση, στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος. Δεν αντιστέκεται, μέσα από την παραγωγή ανθρώπων με ικανότητες δημιουργίας πνευματικού και τεχνικού πολιτισμού αντάξιου των διεθνών αντιπάλων της Ελλάδας. Αντίθετα, μπαίνει στην προοπτική της καταστροφής της τελευταίας, μετατρέποντας το ακαδημαϊκό προσωπικό σε κομματικούς πελάτες και εκδιώκοντας από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τις ενεργές μειονότητες, τους δυνητικούς δημιουργούς καινοτομικού πολιτισμού.
6. Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα
Το 90% των φοιτητών είναι απόν από τα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, κάνει όμως την εμφάνιση του κατά την περίοδο των εξετάσεων, στο τέλος κάθε εξαμήνου. Αν συγκρίνουμε τους Έλληνες φοιτητές με τους φοιτητές άλλων χωρών, όπου, ως εκ του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης, είναι υπόχρεοι να παρακολουθούν τα μαθήματα καθ’ όλη την ακαδημαϊκή χρονιά, τότε θα παρατηρήσουμε μια ποιοτική διαφορά στον τρόπο συγκρότησή τους ως ανώτατα στελέχη. Θα γράφαμε ότι οι Έλληνες φοιτητές, με την αφιέρωσή τους για ένα μήνα, κατά την περίοδο των εξετάσεων, για κάθε εξάμηνο ή για δύο μήνες για κάθε ακαδημαϊκή χρονιά, για την εκπαίδευσή τους, δε μορφοποιούνται ως ανώτατα στελέχη. Ή, για να το αποδώσουμε με πιο ακριβείς όρους, οι ικανότητές τους παραμένουν ουσιαστικά αναλλοίωτες, που σημαίνει ότι δεν μεταβάλλονται από πρακτικές σε επιστημονικές. Δεν αναπτύσσουν ικανότητες σύλληψης της πολυπλοκότητας και της μακράς διάρκειας. Βέβαια, υπάρχει το υπόλοιπό 10% των φοιτητών που παρακολουθεί τα μαθήματά του. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να υποστηρίξουμε ότι δημιουργούνται ως άνθρωποι με στελεχικές ικανότητες και ως πνευματικοί ταγοί, διότι η λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης δε βασίζεται στη μύηση στην επιστήμη. Βασίζεται στη μέθοδο της αποστήθισης, η οποία δεν έχει ως στόχο την κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά την αποστήθιση ενός βασικού συγγράμματος, το οποίο, κατά κανόνα, ελάχιστη σχέση έχει με την ελληνική πραγματικότητα, αφού συγκροτείται από αλλότριες θεωρίες.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η απουσία των φοιτητών από τα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., η μέθοδος της αποστήθισης του ενός συγγράμματος και οι αλλότριες θεωρίες συγκροτούν τον τρόπο παραγωγής των ανώτατων στελεχών και των πνευματικών ταγών της Ελλάδας. Ο τρόπος αυτός παραγωγής εξηγεί τόσο τους αυτοσχεδιασμούς και τις ανικανότητες των ανώτατων κρατικών υπαλλήλων, όσο και την ποιότητα των μελετών γενικά και του κυπριακού ζητήματος ειδικότερα. Όσον αφορά τις μελέτες να γράψουμε ότι, κατά ένα γενικό τρόπο, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν εκπληρώνουν το ρόλο τον οποίον αναλαμβάνουν, αφού δεν δημιουργούν επιστημονική γνώση. Αντίθετα, εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, μέσα από το ρόλο του εισαγωγέα αλλότριων θεωριών. Βέβαια, αναφερθήκαμε στη μη παρακολούθηση των μαθημάτων και στη μέθοδο της αποστήθιση, και δεν αναφερθήκαμε στους Έλληνες φοιτητές, που κάνουν εξολοκλήρου τις σπουδές τους στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Να γράψουμε ότι και αυτοί παρά το ότι παίρνουν μια καλύτερη μόρφωση, εντούτοις η συμπεριφορά τους δεν διαφοροποιείται από τους αποφοιτήσαντες στην Ελλάδα. Φαίνεται, ότι κατά κανόνα δεν επιλέγουν τις ακαδημαϊκές σπουδές από αγάπη της γνώσης, αλλά για λόγους κοινωνικής ανέλιξης. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι Έλληνες διανοούμενοι, που συγκροτούνται ως καινοτόμοι, δεν γίνονται ποτέ αποδεκτοί από το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Αντίθετα, είτε απορροφώνται από τα Πανεπιστήμια των χωρών του κέντρου είτε απλά αφήνονται έξω από τα Α.Ε.Ι., ένεκα της μη υποταγής τους στις αρχές της μετριότητας της ακαδημαϊκής κοινότητας.
7. Οι πολιτικοί και οι πνευματικοί ταγοί των Ελλήνων
Οι Έλληνες φοιτητές, οι οποίοι, κατά κανόνα, πηγαίνουν στις χώρες του κέντρου όχι για να μυηθούν στην τέχνη της επιστήμης, αλλά για να αποκτήσουν ένα επιπλέον προσόν κοινωνικής ανέλιξης, το διδακτορικό, όταν επιστρέφουν στην Ελλάδα, γίνονται ακαδημαϊκοί με το ρουσφέτι και μετά προσπαθούν να το παίξουν σπουδαίοι καινοτόμοι διαδίδοντας, μεταξύ των άλλων «την πρωτότυπη» ιδέα ότι οι Ελληνοκύπριοι για να μην είναι «εθνικιστές» θα πρέπει ν’ αγαπούν τους κατακτητές τους, τους Τουρκοκύπριους, διότι αυτοί είναι που «καταπιέζονται» στην Κύπρο.
Να υποστηρίξουμε ότι οι άρχουσες ομάδες, στην Ελλάδα, οικοδόμησαν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τέτοιο τρόπο, που παράγει ανώτατα στελέχη με ανεπαρκείς στελεχικές και αντιληπτικές ικανότητες. Η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα και η ανεπαρκής στελεχική ικανότητα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με το οποίο τα ανώτατα στελέχη είναι μικρότερου μεγέθους από τις πολύπλοκες καταστάσεις, θεωρητικής και πρακτικής σημασίας, που αντιμετωπίζουν. Αυτό εξηγεί πρακτικές όπως:
- η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, από τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, το Φλεβάρη του 1959. Όταν, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει πιο πάνω, μετά από πολλά χρόνια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ρωτήθηκε για το θέμα αυτών των συμφωνιών, υποστήριξε πως η παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην Άγκυρα ήταν πράξη θετική, αφού έτσι αποφεύχθηκε ο πόλεμος,
- η απόσυρση, από τον Παπαδόπουλο, το 1968, του στρατού των 10.000 ανδρών, που υπεραμύνονταν των ελληνικών εδαφών της Κύπρου, πράγμα που είχε ως συνέπεια την κατάληψη της τελευταίας, το 1974, χωρίς αντίσταση,
- - η αποδοχή από τον Πρωθυπουργό Σημίτη της μη εγκατάστασης των ρωσικών πυραύλων στην Κύπρο, που άφησε την Κύπρο έρμαιο της τουρκικής απειλής,
- η εύνοια του κεφαλαίου με το σκοπό να προκληθεί οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Η πρόταση αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή αν γράψουμε ότι στην Ελλάδα το μεγάλο κεφάλαιο ήταν πάντα κερδοσκοπικό και όχι αναπτυξιακό. Το βιομηχανικό παραγωγικό κεφάλαιο ήταν πάντα περιθωριακό. Η εύνοια του μεγάλου κεφαλαίου είναι μια οικονομική πολιτική αφελής, διότι έχει ως συνέπεια την επίταση της κερδοσκοπίας και όχι της ανάπτυξης,
- η υποστήριξη, από ακαδημαϊκούς δασκάλους ότι οι Τουρκοκύπριοι καταπιεζόντουσαν από τους Ελληνοκυπρίους, και ότι το σχέδιο Ανάν, που κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν μια συμφέρουσα λύση για τους τελευταίους,
- η μη κατανόηση ότι η Ελλάδα αποτελεί έναν ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό με δική του ιστορία και ιδιαιτερότητες και εφαρμογής οικονομικών πολιτικών όπως είναι ο νέοφιλελεφθερισμός και ο κεϋνσιανισμός κλπ.
- η μη κατανόηση ότι η Ελλάδα έχει συμφέρον να διαμορφώσει μια πολυμερή διεθνή πολιτική και να έρθει σε ρήξη με το «ανήκομε στη Δύση»,
- η μη κατανόηση ότι η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να είναι επιθετική και όχι αμυντική, διότι πρώτον, με τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, μετατρέπει την Ελλάδα σε αποικία και, δεύτερον, οφείλει το χρέος και τις πολεμικές αποζημιώσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες είναι πολλαπλάσιες του χρέους της Ελλάδας.
Βέβαια, οι αχρείοι Πρωθυπουργοί, αλλά και Πρόεδροι, Παπανδρέου, Παπαδήμος Σαμαράς, αχριστόφιας και Αναστασιάδης, στερούμενοι κάθε μορφή εθνικής αξιοπρέπειας, δεν θα έκαναν μια τέτοια επιθετική πολιτική. Όμως, η κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία ισχυριζεται ότι τα «μνημόνια τέλειωσαν», θα μπορούσε να την κάνει. Θα μπορούσε να είχε λύση το πρόβλημα, μεταθέτοντας την ευθύνη του χρέους στους δανειστές και στις ελληνικές μνημονιακές κυβερνήσεις, που εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό. Θα έπρεπε, αν και τώρα δεν είναι πολύ αργά, να ψηφίσει, μόλις είχε πάρει την εξουσία, ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι παράνομο διότι, πρώτον, ήταν σκόπιμα μεγεθυσμένο και, δεύτερον, δεν έγινε προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά των τραπεζιτών. Αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δηλαδή οι θεσμικοί εκπρόσωποι των κερδοσκόπων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, είχαν πρόβλημα ας προσέφευγαν στα Διεθνή Δικαστήρια.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να διαπραγματευτεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με το σκοπό να πετύχει μια «έντιμη συμφωνία» είναι το λιγότερο, που μπορούμε να γράψουμε, πολιτική αφέλεια, διότι δεν διαπραγματεύεται κάποιος έντιμα με αλήτες κερδοσκόπους. Το ότι, ιδιαίτερα, η Γερμανία εδώ και περισσότερους από τέσσερεις μήνες αρνείται πεισματικά την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για επιστροφή στην ανάπτυξη εντός του ευρώ (Στεμπίλη, 4/6 - 10/6/2015, σ. 11) σημαίνει ότι δεν θέλει την Ελλάδα ως ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, αλλά ως αποικία της και άρα νομιμοποιείται η πρόταση της ρήξης. Το πρόβλημα τίθεται με καθαρούς όρους συσχετισμού δυνάμεων. Βέβαια, η Ελλάδα είναι μια μικρή δύναμη. Έχει, όμως, με το μέρος της το νόμο, τους φυσικούς της πόρους και τη γεωστρατηγική της θέση. Εξάλλου, δύο φορές, στην πρόσφατη ιστορία της, η Ελλάδα προσπάθησε να κάνει μια σχετικά αυτόνομη διεθνή πολιτική και πέτυχε και τις δύο. Η μία αφορά την προσπάθεια του Μακαρίου να κατοχυρώσει τα κυριαρχικά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο, κατά την περίοδο 1964 - 1974, και η άλλη αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου, κατά τη δεκαπενταετία 1981 1996. Η προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου άρχισε να στέφεται με επιτυχία, ιδιαιτέρα, με τη διαμόρφωση του ενιαίου αμυντικού δόγματος και χώρου μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, κατά το πρώτο ήμιση της δεκαετίας του 1990 (Νεάρχου, 2014).
Θα γράφαμε ότι, η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα των πολιτικών και πνευματικών ταγών, έχει ως συνέπεια τη δημιουργία και όχι την επίλυση των προβλημάτων του ελληνικού ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού. Παράδειγμα δημιουργίας προβλήματος είναι, πάλι, η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, το 1959. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν αντιμετώπισε την Τουρκία ως επεκτατική δύναμη, αλλά ως δύναμη σύμμαχο της Ελλάδας με κοινό αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση, και γι’ αυτό θεώρησε πως η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου αποτέλεσε λύση του κυπριακού προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα θεώρησε πως αυτή η υπογραφή αποτέλεσε «την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του». Όμως, δεν πέρασε και πολύς καιρός και όλοι κατάλαβαν ότι η υπογραφή δεν επέλυσε, αλλά επιδείνωσε το πρόβλημα.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η μη κατανόηση των επιλογών των μακαριακών κυβερνήσεων. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που δεν γίνεται κατανοητό είναι ότι ο Μακάριος εντάχθηκε στο «κίνημα των αδεσμεύτων», αλλά ζήτησε και τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, με το σκοπό να αποφύγει τον έλεγχο της Κύπρου από την Τουρκία, που επεδίωκαν τόσο η Βρετανία, όσο και οι Η.Π.Α. Εξάλλου γνωρίζουμε ότι τόσο η πρώτη όσο και οι δεύτερες αρνήθηκαν την αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων. Η μεν Βρετανία την αρνήθηκε και όταν ακόμα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, Υφυπουργός Εξωτερικών, της προσέφερε τη δημιουργία μιας βάσης στην Ελλάδα, οι δε Η.Π.Α. και όταν ακόμη ο Μακάριος τους προσέφερε μια βάση στην Κύπρο, το 1964. Θα υποστηρίζαμε ότι ο Μακάριος εντάχθηκε στο «κίνημα των αδεσμεύτων» επειδή η Βρετανία και οι Η.Π.Α. ορίστηκαν ως αντίπαλοι των Ελληνοκυπρίων και ως σύμμαχοι των Τούρκων κατακτητών.
Ένα τρίτο παράδειγμα που δημιουργεί πρόβλημα, είναι η μη κατανόηση του επιτεύγματος της αναγνώρισης του Ελληνοκυπριακού κράτους από τη διεθνή κοινωνία, κατά την περίοδο 1964-1974. Αυτό που δε γίνεται κατανοητό είναι ότι, μέσα από τη δράση των μακαριακών κυβερνήσεων, η διεθνής κοινωνία, αναγνώρισε ότι η Κύπρος είναι ελληνική και ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μια μειοψηφία πρώην κατακτητών, οι οποίοι εξάλλου θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους αν η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α. δεν εφάρμοζαν την αρχή του διαίρει και βασίλευε. Κατ’ αντίθεση μ’ αυτή την αναπαράσταση, υποστηρίζεται, από πολλούς συγγραφείς, ότι τα δεινά της Κύπρου οφείλονται στις μακαριακές πολιτικές, που αντί να επιδιώξουν την ειρηνική συμβίωση, όταν δεν εντάσσονταν στην προοπτική της εξολόθρευσής, καταπίεζαν τους Τουρκοκυπρίους.
Ένα τέταρτο πρόβλημα, το οποίο θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες, αφορά το σύνολο των ανωτάτων στελεχών και συνίσταται στο ότι το εκπαιδευτικό σύστημα οργανώνεται κατά τέτοιο τρόπο, από τα ανώτατα τεχνοκρατικά κυβερνητικά στελέχη, που να μην παράγει στελέχη με ικανότητες σύλληψης πολύπλοκων μηχανισμών και της μακρά διάρκειας. Συνέπεια αυτού είναι να παρατηρούμε, στην καθημερινή πολιτική πρακτική την ενασχόληση των ανώτατων στελεχών με την επίλυση μικροπροβλημάτων ατομικών περιπτώσεων - πελατών. Η επίλυση όμως των ατομικών προβλημάτων έχει ως συνέπεια τη δημιουργία κοινωνικών προβλημάτων. Το ζήτημα αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό αν γράψουμε ότι, πρώτον τα στελέχη διαμορφώνονται, όπως ήδη τονίσαμε, χωρίς να είναι παρόντες στα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. και, δεύτερον, στα «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» τείνει να επικρατήσει η διδασκαλία των τεχνικών μεθόδων, όπως ερωτηματολόγια, στατιστικές μέθοδοι, λογισμικά προγράμματα τύπου SPSS και SPAD, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πληροφοριών – ιδεολογίας για τους τεχνοκράτες, μέσα από τη μελέτη μικρομεγεθών, και εγκαταλείπεται η επιστημονική πρακτική που ορίζει ως γνωστικά αντικείμενα μακρομεγέθη. Εγκαταλείπεται μελέτη ολόκληρων κοινωνικών συστημάτων και μεγαλοπεριόδων, σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, σχέσεων μεταξύ πολιτικού, οικονομικού, βιολογικού, ιδεολογικού και στρατιωτικού πεδίου. Το πρόβλημα, δηλαδή, που τίθεται είναι, πρώτον, να μη θίγεται η ύπαρξη προβλημάτων, που δείχνουν την αναγκαιότητα των μετασχηματισμών και, δεύτερον, να δημιουργείται γνώση, η οποία εξυπηρετεί τη διαχείριση μικροσυστημάτων από τους τεχνοκράτες. Ως μικροσυστήματα θεωρούμε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τους κρατικούς μηχανισμούς. Δηλαδή, με τη διδασκαλία των τεχνικών μεθόδων τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα μετατρέπονται σε τεχνοκρατικά ιδρύματα, τα οποία παράγουν τεχνοκρατικά στελέχη με ικανότητες διαχείρισης μικροσυστημάτων. Συνέπεια αυτού είναι τα τεχνοκρατικά αυτά στελέχη, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις, ν’ αγνοούν τον τρόπο αντιμετώπισης μακροπροβλημάτων όπως αυτά π.χ. του κοινωνικού μετασχηματισμού, που αναπροσαρμόζει την κοινωνία στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον του κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος. Παράδειγμα τέτοιας άγνοιας εντοπίζουμε μέσα από τις πρακτικές των κυβερνήσεων, οι οποίες προσπαθούν να προσαρμόσουν την ελληνική κοινωνά στο διεθνές περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με τη λήψη ενός συνόλου οικονομικών μέτρων και δεν καταλαβαίνουν ότι προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος τους είναι ο μετασχηματισμός του τρόπου παραγωγής των πολιτικών και πνευματικών ταγών και η δημιουργία τέτοιων με ικανότητες αντιμετώπισης μακροπροβλημάτων όπως είναι τα διεθνικά. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι επενδύσεις για τη δημιουργία «ανθρώπινου κεφαλαίου» είναι μεγαλύτερης σημασίας από τις επενδύσεις για την παραγωγή υλικών αγαθών, ότι οι άνθρωποι υπερέχουν των τεχνικών οργάνων που χρησιμοποιούν, αφού πολυμήχανοι άοπλοι στρατιώτες νίκησαν στο Βιετνάμ, αλλά και στο Αφγανιστάν, τις πιο εξελιγμένες πολεμικές μηχανές των Η.Π.Α. και της Ρωσίας.
Να υποστηρίξουμε ότι το βασικό πρόβλημα-πυρήνας, που δημιουργούν οι πολιτικοί ηγέτες, εντοπίζεται στον τρόπο οργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία δεν αποδέχεται εκπαιδευτικό προσωπικό με ακαδημαϊκά προσόντα. Αντίθετα αποδέχεται εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο το μόνο που γνωρίζει είναι είτε μόνο η αποστήθιση των θεωριών, που δημιουργήθηκαν στις χώρες του κέντρου, και οι οποίες παράγουν στελέχη και ηγέτες ξένα από τα ελληνικά προβλήματα, είτε τις τεχνικές δημιουργίας πληροφοριών, όπως είναι διάφορα λογισμικά προγράμματα, τα οποία, πάλι, δημιουργούν στελέχη και ηγέτες κενά περιεχομένου, αφού αυτές δεν αναπαριστούν παρά μόνο τις ποσότητες. Οι ποιότητες δεν υπάρχουν.
Η μη παραγωγή ικανών στελεχών από την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν παράγει στελέχη, θα γράφαμε ηγέτες, με αντιληπτικές ικανότητες, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καιρών. Η σύγχρονη πολιτική ιστορία μας δίνει αρκετά παραδείγματα στελεχών με αυξημένες αντιληπτικές ικανότητες. Τέτοια είναι τόσο η περίπτωση της εναντίωσης στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και στο αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, όσο και αυτή της εναντίωσης στην τουρκική απειλή στο Αιγαίο. Να υποστηρίξουμε όμως ότι αυτού του είδους η κοινωνική παραγωγή είναι πρακτική και τυχαία και όχι επιστημονική και προγραμματισμένη. Δεν είναι αποτέλεσμα του επιστημονικού πεδίου. Το επιστημονικό πεδίο είναι ενταγμένο στην ιστορική προοπτική, θα γράφαμε στην υπηρεσία του δυτικού νεοφιλελευθερισμού, κεϋνσιανισμού, μαρξισμού, βεμπερισμού, πολανισμού, μπουρντιονισμού κλπ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παράγει νέες θεωρίες, περιορίζεται στην αναπαραγωγή των παλιών. Είναι, επίσης, ενταγμένο στη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και παράγει μόνο ειδικούς «εμπειρογνώμονες» και τεχνοκράτες.
Συμπέρασμα
Από το 1570, οπότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε την Κύπρο. Οι Τούρκοι υπάρχουν ως κατακτητές. Από το 1878 και μέχρι το 1914, οπότε η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο, οι Τούρκοι, μέσα από ένα καθεστώς διπλής ιδιοκτησίας, συνδιοικούσαν μαζί με τη Βρετανία. Η Τουρκία θεωρούσε, μέχρι την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923, ότι η Κύπρος αποτελεί κτήση της. Η Τουρκία, από το 1923 και μέχρι το 1974, οπότε κατέλαβε την Κύπρο, εποφθαλμιούσε αλλά και προσπαθούσε να επανακατακτήσει, μαζί με τους Τουρκο-«κυπρίους» την τελευταία.
Δηλαδή, οι Τουρκο-«κύπριοι» από το 1570 και μέχρι το 1974 συμπεριφέρονταν ως κατακτητές, είτε αυτόνομα είτε συνεργαζόμενοι με τη Βρετανία (στρεφόμενοι ενάντια στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα των Ελληνικυπρίων), αλλά και τις Η.Π.Α. από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι οποίες άρχισαν να γίνονται η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Η ιστορία δεν μας δίνει καμιά πληροφορία, η οποία να δείχνει ότι ήθελαν να συμβιώσουν πολιτικά ισότιμα με τους Ελληνοκυπρίους. Βέβαια, Έλληνες ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Τουρκο-«κύπριοι» συμβίωναν ειρηνικά, στην καθημερινή ζωή, στο καφενείο και στην εργασία, μέχρι τη ρήξη του 1963-1964. Να γράψουμε ότι η διαπίστωση αυτή φαίνεται να προέρχεται μέσα από μια σύγχυση. Πιο συγκεκριμένα, οι ιστορικοί συμπεριλαμβάνουν στην κατηγορία των Τουρκο-«κυπριών» και τους Λινοπάμπακες. Στην πραγματικότητα, από τη μια, οι Τουρκο-«κύπριοι» συμπεριφέρονταν πάντα ως κατακτητές και, από την άλλη, οι Λινοπάμπακες, οι οποίοι ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες, συνεργαζόντουσαν στην καθημερινή ζωή με τους Ελληνοκυπρίους. Όμως, η συνεργασία αυτή δεν ήταν και πολιτική. Οι Λινοπάμπακες δεν συμμετείχαν στους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες των Ελληνοκυπρίων. Είχαν, κατ’ αντίθεση με τους Τουρκο-«κύπριους» που τους καταπολέμησαν συνεργαζόμενοι με τους αποικιοκράτες, μια στάση παθητική. Ταυτόχρονα, όμως, παρά τα κοινά στοιχεία ταυτότητας, δεν δημιούργησαν και κοινές πολιτικές υπαγωγές με τους Ελληνοκυπρίους, με βάση τις οποίες θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένα πολιτικό καθεστώς ισοτιμίας.
Η λύση που δόθηκε στο κυπριακό πρόβλημα με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, το 1959, δεν ήταν ισότιμη. Ήταν μια λύση που επιβλήθηκε από τη Βρετανία και τις Η.Π.Α. και κατοχύρωνε τα κατακτητικά δικαιώματα των Τούρκων, στα πλαίσια του συσχετισμού δυνάμεων της εποχής. Η λύση που προτάθηκε με το αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, επίσης, δεν δημιουργούσε ένα πολιτικό καθεστώς ισοτιμίας. Δημιουργούσε ένα πολιτικό καθεστώς, το οποίο, από τη μια, νομιμοποιούσε διεθνώς την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον έλεγχο της Κύπρου από την Άγκυρα και, από την άλλη, έβγαζε από τη διεθνή απομόνωση τους Τουρκοκυπρίους. Οι Τουρκοκύπριοι, το 2004 υπερψήφισαν το σχέδιο Ανάν γι’ αυτούς τους λόγους και όχι για να ζήσουν ισότιμα με τους Ελληνοκυπρίους (Κουφουδάκης, 2008, σ. 100-101). Οι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι βίωσαν τους Τούρκους ως κατακτητές και όχι ως ισότιμους εταίρους, καταψήφισαν το ίδιο σχέδιο τόσο για να μη νομιμοποιηθεί η κατάληψη της Κύπρου, το 1974, όσο και για να μη καταργηθεί το καθεστώς της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, διαμορφώθηκε από τη διεθνή κοινωνία, ένεκα της παραβίασης των διεθνών κανόνων με την πιο πάνω κατάληψη (στο ίδιο, σ. 101-106). Αλλά ας επιμένουμε, γράφοντας ότι οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται να αποδεχτούν μια ισότιμη συμβίωση, αφού από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας διακατέχονται από το αίσθημα της ανωτερότητας στη σχέση τους με τους Έλληνες.
Η μελέτη του εθνικού πεδίου, μέσα από το κυπριακό πρόβλημα, και του επιστημονικού πεδίου, μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες, μας έδειξε ότι στον ελληνικό ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό έχουν διαμορφωθεί δύο χάσματα ή, πράγμα που είναι το ίδιο, αντιφάσεις. Το ένα αφορά τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ των ακαδημαϊκών δασκάλων, ως φορέων αλλότριων θεωριών, και την ελληνική πραγματικότητα (= έχουν ελάχιστη σχέση) και το άλλο την ασύμμετρη σχέση μεταξύ ανώτατων στελεχών και προβλημάτων της ελληνικής πραγματικότητας (= τα πρώτα είναι νάνοι και τα δεύτερα γίγαντες). Και τα δύο χάσματα δημιουργούν μια ασυνάφεια μεταξύ του τρόπου, που τα ανώτατα στελέχη, αντιλαμβάνονται και διατυπώνουν προτάσεις για την επίλυση των προβλημάτων, από τη μια, και της πραγματικότητας των προβλημάτων, από την άλλη, πράγμα που έχει ως συνέπεια την άσκηση μιας πολιτικής, η οποία όταν δεν είναι καταστροφική, είναι αχρεία και αλλοπρόσαλλη.
Κατά την ακαδημαϊκή χρονιά 2006-2007, η κυβέρνηση Καραμανλή προσπάθησε να μεταρρυθμίσει την Ανώτατη Εκπαίδευση και πολλοί ακαδημαϊκοί, αλλά και οι φοιτητές, αντέδρασαν είτε θετικά είτε αρνητικά. Μελετήσαμε τόσο τα άρθρα των ακαδημαϊκών δασκάλων, όσο και τις προτάσεις των φοιτητών και παρατηρήσαμε ότι ούτε οι πρώτοι, ούτε και οι δεύτεροι εντόπισαν τα πιο πάνω χάσματα. Αντίθετα έθιξαν προβλήματα όπως: η είσοδος στην τελευταία με βάση το 10 ή όχι, το άσυλο και τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, που δεν θίγουν τον πυρήνα του προβλήματος της παιδείας, ο οποίος συμπυκνώνεται στον αχρείο τρόπο που παράγονται τα ανώτατα στελέχη, δηλαδή στο περιεχόμενο και τη μέθοδο των σπουδών. Η ανικανότητα κατανόησης του προβλήματος της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δεν είναι το αποκλειστικό χαρακτηριστικό της κομματικής δεξιάς, νεοδημοκρατικής και πασοκικής. Χαρακτηρίζει, επίσης, και την κομματική «αριστερά». Ο Υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φαίνεται να έχει, ποιοτικά, διαφορετική άποψη από τους Υπουργούς Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που προηγήθηκαν.
Τα τελευταία τριάντα, περίπου, χρόνια αυξάνονται οι φωνές εκείνων που τονίζουν τη δημιουργία των γιγαντιαίων προβλημάτων του ηγεμονισμού, θα γράφαμε καλύτερα του ιμπεριαλισμού και της «παγκοσμιοποίησης», που αντιστρατεύεται την κοσμοθεωρητική πολιτειακή ετερότητα των κρατών-εθνών, και της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που προκαλείται από τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό. Τα γιγαντιαία αυτά προβλήματα θα μπορούσαν να είχαν κινητοποιήσει τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη για την οικοδόμηση μιας παιδείας, που να παράγει γιγαντιαίους ανθρώπους, οι οποίοι να μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Αντίθετα, αντί αυτού παρατηρούμε τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη, πιθηκίζοντας και τους νεοφιλελεύθερους παγκοσμιοποιητές, να οικοδομούν μια παιδεία, η οποία δεν παράγει παρά μόνο στελέχη-νάνους, τα οποία, το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να συμπεριφέροντε ως πάτρωνες, που ενεργοποιούν το πελατειακό σύστημα, δηλαδή που βολεύουν τους πελάτες τους. Η παρατήρηση αυτή μας κάνει να υποστηρίξουμε ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν αντιμετωπίζεται, από τα ανώτατα κομματικά στελέχη, ως σύστημα ανοικτό στο διεθνή χώρο και άρα με προβλήματα διεθνικά και πλανητικά, αλλά ως σύστημα κλειστό και άρα με μόνο προβλήματα εσωτερικά, θεμελίωσης της εξουσίας τους μέσα από το βόλεμα των πελατών τους, πράγμα που σημαίνει ότι επιλύουν ατομικά προβλήματα, όχι όμως κοινωνικά και εθνικά. Εξάλλου, τι θα μπορούσαμε να γράψουμε για τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη ή, πιο γενικά, για τους κομματικούς ηγέτες, όπως ο Κώνστας Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου, που όπως θα έλεγε και ο διεθνολόγος Ήφαιστος, αντί να προσπαθούν ν’ αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων, δημιουργούν, με τους απειλητικούς εχθρούς τους, την Τουρκία, σχέσεις κουμπαριάς και συμπόσια, στα οποία χορεύουν ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι.
Βιβλιογραφία
Αναγνωστοπούλου Σ., Τουρκικός εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2004.
Anderson P., Οι διαιρέσεις της Κύπρου, Άγρα, 2008.
Ατταλίδης Μ., Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, στο, Τενεκίδης Γ., Κρανιδιώτης Γ., (Επιμέλεια), Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Εστία, 1981, σ. 4011 - 445.
Γιαλλουρίδης Χρ., Ντόμινο κατευνασμού και υποχωρήσεων, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 26 Οκτωβρίου 2014, σ. 8.
Γιαλλουρίδη Χρ., Επανατοποθέτηση του κυπριακού, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 16 Νοεμβρίου 2014, σ. 13.
Crouzet F., Le conflit de Chypre, !946 - 1959, ome I, II, Établissement Émile Brulant, Bruxelles, 1973.
Δημαράς Κ., Νεοελληνικός διαφωτισμός, Ερμής, 2002.
Hasguler M., Ικανοποίηση των εθνικιστικών επιδιώξεων στην Κύπρο υπό το φως της συγκριτικής κριτικής μεθόδου και το μοντέλο πολιτικής ισορροπίας, στο, Τριμικλινιώτης Ν., (Επιμέλεια), Το πορτοκαλί της Κύπρου, Νήσος, 2005.
Ιακωβίδης Σ., Η νέα τουρκική πειρατεία-εισβολή και το γεωστρατηγικό περιβάλλον, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 28 Οκτωβρίου 2014, σ. 10.
Ιακωβίδης Σ., Ξανά το ράθυμον τέρας του κατευνασμού, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 16 Νοεμβρίου 2014, σ. 15.
Καζαμίας Γ., Η εισβολή και η κατοχή, στο, Ιστορία των Ελλήνων – Κύπρος, Τόμος 19, Εκδόσεις Δομή, 2006, σ. 598 – 613.
Κιζιλγιουρέκ Ν., Κύπρος: το αδιέξοδο των εθνικισμών, Μαύρη λίστα, 1999.
Κιζιλγιουρέκ Ν., Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το κυπριακό, Παπαζήσης, 2009.
Κονδύλης Π., Ο νεοελληνικός διαφωτισμός, θεμέλιο 1988.
Κουφουδάκης Β., Κύπρος: ένα σύγχρονο πρόβλημα σε ιστορική προοπτική, πατάκη, 2008.
Κατά τη δεκαετία του 1950, οι Έλληνες αγωνιζόντουσαν για την ένωση της Κύπρου και της Ελλάδας. Από την ίδρυση της «Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960 και μέχρι το τέλος του 1963, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι «προσπάθησαν» να συνυπάρξουν πολιτικά, στα πλαίσια του «ανεξαρτησιακού» καθεστώτος, που τους δημιούργησαν η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α. Οι «προσπάθειες» απέτυχαν. Οι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν να συμβιώσουν με τους Ελληνοκύπριους, στη βάση των διεθνών συνθηκών και περιχαρακώθηκαν στους Τουρκοκυπριακούς θύλακες. Κατά τη δεκαετία του 1964-1974, οι κυβερνήσεις Μακαρίου φάνηκε να πετυχαίνουν την αναγνώριση της διεθνούς ταυτότητας της Κύπρου και την κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων. Το 1974, όμως, στα πλαίσια του νατοϊκού ελέγχου της Κύπρου, η Τουρκία κατέλαβε το Βόρειο της τμήμα. Θα γράφαμε, ότι κατά την περίοδο 1950 - 1974, οι Ελληνοκύπριοι πάλευαν, κάνοντας μια δίκαιη και επιθετική πολιτική, για να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους της αυτοδιάθεσης. Αντίθετα, από την κατάληψη του Βόρειου τμήματος της Κύπρου και μέχρι τις μέρες μας, κάνουν, απέναντι στην Άγκυρα, μια κατευναστική πολιτική. Η καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από το 76% των Ελληνοκυπρίων και η απόρριψή του από το Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Παπαδόπουλο, το 2004, έδειξαν τα όρια της κατευναστικής επιλογής. Όμως, τα όρια αυτά δεν έγιναν αποδεκτά από τα κυρίαρχα κομματικά συστήματα της Ελλάδας της Κύπρου. Και τα δύο, μπαίνοντας στην προοπτική των νατοϊκών επιλογών, πάλεψαν για την υπερψήφιση του πιο πάνω σχεδίου που κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία. Στις μέρες μας, παρατηρούμε τα ίδια κομματικά συστήματα, και παρά τη συρρίκνωση αυτού της Ελλάδας, να παλεύουν, πολύ συχνά και με φανατισμό, για τη διαμόρφωση ενός άλλου σχεδίου, τύπου όμως Ανάν, το οποίο να παραχωρεί τον έλεγχο της Κύπρου στην περιφερειακή ηγεμονική δύναμη του Ν.Α.Τ.Ο., Τουρκία.
Στο άρθρο αυτό, σ’ ένα πρώτο χρόνο, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνουν το κυπριακό πρόβλημα και σ’ ένα δεύτερο θα υποβάλουμε σε έλεγχο τις μελέτες, που αφορούν αυτό το πρόβλημα. Όσον αφορά τις μελέτες, που γίνονται από Έλληνες ακαδημαϊκούς θα δείξουμε ότι, κατά κανόνα, διαδίδουν αναπαραστάσεις, που διαμορφώθηκαν από ιμπεριαλιστικούς κύκλους, πράγμα που οφείλεται, σε τελευταία ανάλυση, στο ότι τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας, δεν οικοδομήθηκαν ως αυτόνομοι θεσμοί μιας αυτοπροσδιοριζόμενης, αλλά ετερόνομοι θεσμοί μιας ετεροπροσδιοριζόμενης κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα ιδρύματα δεν παράγουν δική τους γνώση. Περιορίζονται να την εισάγουν και να τη διαδίδουν.
1. Οι «ισότιμες» σχέσεις μεταξύ κατακτητών Τούρκων και υπόδουλων Ελληνοκυπρίων
Με τη σύμβαση της 23ης Μαΐου / 4ης Ιουνίου του 1878, από τη μια, η Πύλη παραχώρησε στην Αγγλία, ένεκα της προστασίας που η τελευταία παρείχε στην πρώτη ενάντια στη Ρωσία, την κατοχή και τη διοίκηση της Κύπρου και, από την άλλη, ο Σουλτάνος παρέμεινε ο υψηλός επικυρίαρχος. Θα γράφαμε ότι με αυτή τη σύμβαση διαμορφώθηκε στην Κύπρο, ένα καθεστώς διπλής ιδιοκτησίας. Στις 5 Νοεμβρίου του 1914, επειδή η Τουρκία μπήκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στις συμμαχικές δυνάμεις, η Αγγλία προσάρτησε μονομερώς την Κύπρο. Θα μπορούσαμε όμως να γράψουμε ότι το διπλό ιδιοκτησιακό καθεστώς συνεχίστηκε να υπάρχει μέχρι τη συνθήκη της Λοζάνης, το 1923, οπότε η Τουρκία αποποιήθηκε από κάθε δικαίωμά της στην Κύπρο. Το διπλό αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς, μας οδηγεί να διατυπώσουμε την πρόταση ότι ο εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας των Ελληνοκυπρίων όριζε, στην πραγματικότητα, ως αντίπαλο τόσο τη Μεγάλη Βρετανία, όσο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα που σημαίνει ότι οι πρώτοι αποτελούσαν μειονότητα (=καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα) τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης. Βέβαια, το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης απευθυνόταν στην αποικιοκράτισσα Μεγάλη Βρετανία, σ’ αυτό όμως αντιδρούσε αρνητικά και η Πύλη. Εξάλλου, από τη μια, ο Άγγλος διοικητής της Κύπρου είχε ως σταθερό επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ενωτικές επιθυμίες των Ελληνοκυπρίων, «διότι η Κύπρος ανήκει στην Υψηλή Πύλη» και, από την άλλη, η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων συνεργαζόταν, στο αποικιοκρατικό κοινοβούλιο, με την αγγλική διοίκηση ενάντια στους Ελληνοκυπρίους (Ténékidés, 1964).
Από το 1923 και μέχρι το 1960, δηλαδή κατά την περίοδο όπου η Κύπρος αποτελούσε αποικία του αγγλικού στέμματος, τόσο οι Ελληνοκύπριοι, όσο και οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειονότητα, μόνο που οι πρώτοι αποτελούσαν την πλειοψηφική μειονότητα (το 80% του πληθυσμού) και οι δεύτεροι τη μειοψηφική (το 18%). Ως μειονότητες, δηλαδή ως καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να ορίσουν ως κοινό αντίπαλο (Touraine, 1978) τη Μεγάλη Βρετανία, με βάση την πρόταση οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κυπριακού κράτους, το οποίο να κατοχύρωνε, με βάση τη διεθνή πρακτική και τον καταστατικό χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο. Η. Ε.) την αυτοδιοίκηση των Τουρκοκυπρίων στο πεδίο της παιδείας, της θρησκείας και, πιο γενικά, του πολιτισμού. Αυτό δεν έγινε, διότι η μεν ηγεσία των Ελληνοκυπρίων είχε φυσικοποιήσει την εθνικο-θρησκευτική της ταυτότητα, η δε ηγεσία των Τουρκοκυπρίων είχε φυσικοποιήσει το ρόλο του κατακτητή και δεν ήθελε να συμβιώσει, ισότιμα, με τους πρώην υπόδουλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φυσικοποίηση του ρόλου του κατακτητή, έκανε αυτή την ηγεσία να συμπεριφέρεται ως πλειονότητα, δηλαδή ως κυρίαρχη κοινωνική ομάδα. Κάθε φορά που οι Ελληνοκύπριοι έθεταν το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης, η τουρκοκυπριακή ηγεσία στρεφόταν ενάντια, συμμαχώντας με την αγγλική αποικιοκρατική διοίκηση. Η συμπεριφορά αυτή διαμόρφωνε μια κατάσταση, η οποία ταυτιζόταν με αυτήν της περιόδου 1878-1923. Δηλαδή, οι Ελληνοκύπριοι δεν όριζαν μόνο ως αντίπαλο, στον εθνικο-απελευθερωτικό τους αγώνα, τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά, αν και σχετικά άρρητα, και τους Τουρκοκυπρίους και την Τουρκία. Όταν το 1955 – 1959, οι Ελληνοκύπριοι πήραν, μέσω της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), τα όπλα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο την αγγλική αποικιοκρατική δύναμη. Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ακόμη και το ειδικό αστυνομικό σώμα τουρκοκυπρίων, το οποίο οργανώθηκε από την αγγλική διοίκηση με το σκοπό να χτυπήσει-εξαρθρώσει την «τρομοκρατική», κατά τους Βρετανούς, οργάνωση Ε.Ο.Κ.Α. (Ténekidés, 1964, Κουφουδάκης, 2008, σ. 35).
Η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων δεν μπορούσε να μπει σε μια κοινή εθνικο-απελευθερωτική προοπτική με τους Ελληνοκύπριους, αφού ταυτίστηκε με τον Οθωμανό κατακτητή. Θα μπορούσαν, όμως, οι Λινοπάμπακες (εξισλαμισμένοι Έλληνες, κατά τον Κύρρη, 1984), οι οποίοι συγκροτούσαν την ταυτότητά τους με στοιχεία οθωμανικά και ελληνικά, και οι οποίοι, ίσως, ν’ αποτελούσαν, σύμφωνα με τους μελετητές του θέματος, την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων (στο ίδιο, Σαμαράς, 1987). Με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουμε, ένα μέρος των Λινοπαμπάκων ζήτησε να επιστρέψει στην ελληνορθόδοξη θρησκεία. Η αντίδραση, όμως της αγγλικής διοίκησης και η μη επίδειξη ενδιαφέροντος από την εκκλησία της Κύπρου, είχε ως αποτέλεσμα το αίτημα να μείνει χωρίς απάντηση. Δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, η φυσικοποίηση της τουρκο-μουσουλμανικής και της ελληνο-χριστιανικής ταυτότητας έκανε τους Λινοπάμπακες να μη διατυπώσουν μια πρόταση οικοδόμησης ενός κράτους, το οποίο να βασίζεται στα κοινά τους στοιχεία ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, στις κοινές τους υποθέσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο που δεν διατύπωσαν πρόταση οι Λινοπάμπακες, έτσι και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, το Α.Κ.Ε.Λ. (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) Αυτό το κόμμα ενώ, από τη μια, δημιουργούσε συνδικάτα, στα οποία οργανωνόντουσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι, με το σκοπό να παλέψουν για την κατοχύρωση των οικονομικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων, από την άλλη, έθετε το ζήτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, χωρίς ταυτόχρονα να συμμετάσχει στον «εθνικο-απελευθερωτικό» αγώνα, του 1955-1959. Δεν διατύπωσε μια πρόταση, η οποία να δίνει λύση στο κοινωνικό και εθνικό ζήτημα. Το ότι οι Λινοπάμπακες και το Α.Κ.Ε.Λ., δεν διατύπωσαν πρόταση, δεν μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι αποκλειόταν κάθε δυνατότητα. Η δυνατότητα παρέμενε και θα μπορούσε να καταβληθεί προσπάθεια να υλοποιηθεί στην περίπτωση που μια ηγεσία διατύπωνε μια τέτοια πρόταση και ταυτόχρονα προκαλούσε ρήξη τόσο με τη φυσικοποίηση των δύο εθνικο-θρησκευτικών ταυτοτήτων, όσο και με τον τρόπο που δημιούργησαν τον εθνικο-ενωτικό αγώνα, του 1955 - 1959, οι δεξιές κυβερνήσεις της Ελλάδας και η Εθναρχία της Κύπρου, η οποία εκτελούσε καθήκοντα πολιτικής ηγεμονίας των Ελληνοκυπρίων.
Στις 16 Αυγούστου 1960 ανακηρύχθηκε η Κύπρος, με βάση το σύνταγμα της που είχε ως πυρήνα τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, ως «ανεξάρτητη δημοκρατία» (Κουφουδάκης, 2008, σ. 174-182). Το πολιτικό καθεστώς, που δημιουργούσε αυτή η ανακήρυξη και που κράτησε μέχρι το τέλος του 1963, κατοχύρωνε, υπό τον έλεγχο των τριών εγγυητριών δυνάμεων Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, τη «συγκυριαρχία» των Ελλυνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο. Δηλαδή, κατά το πολιτικό αυτό καθεστώς αναβαθμιζόντουσαν οι Τουρκοκύπριοι ως ισότιμοι εταίροι των Ελληνοκυπρίων, δεν ακυρωνόταν όμως η μειονοτική θέση και των δύο. Οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις τους είχαν βάλει ένα διπλό και αντιφατικό περιορισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν ούτε η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ούτε η διχοτόμησή της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι Ελληνοκύπριοι, όσο και οι Τουρκοκύπριοι οριζόντουσαν με μειονότητες (= με ανήλικα παιδιά) ανίκανες να αυτοπροσδιοριστούν (Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, 1960). Από τη μια, ο περιορισμός της ένωσης ήταν άδικος, διότι παραβίαζε τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και το δικαίωμα της τελευταίας στην αυτοδιάθεση και, από την άλλη, ο περιορισμός της διχοτόμησης ήταν δίκαιος, διότι δεν θα μπορούσε η μειοψηφία, η οποία υπήρχε στην Κύπρο ως κατακτήτρια δύναμη, να έχει απεριόριστη κυριαρχία, δηλαδή τα ίδια δικαιώματα με την πλειοψηφία. Το νέο καθεστώς δεν ακύρωνε το μειονοτικό καθεστώς των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αφού αυτό διαμορφώθηκε από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και όχι από τους ίδιους, όξυνε όμως τη φυσικοποίηση, θα γράφαμε περιχαράκωση, της ταυτότητας τους, αφού με βάση το δοτό Σύνταγμα, οι μεν Τουρκοκύπριοι αποκτούσαν προνόμια που δεν νομιμοποιούνταν, οι δε Ελληνοκύπριοι αισθανόντουσαν προδομένοι που τους απαγορεύτηκε η έκφραση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, και ως εκ τούτου αποκλειόταν η δυνατότητα να ορίσουν μαζί ως αντίπαλο τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με βάση την πρόταση της οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχού κράτους. Εξάλλου, το πολιτικό αυτό καθεστώς, το οποίο, ως περιορισμένη κυριαρχία, ήταν άκυρο με βάση τον καταστατικό χάρτη του Ο.Η.Ε., υποβασταζόταν από την τουρκοκυπριακή ηγεσία που είχε εξασφαλίσει προνόμια, δηλαδή ισότιμη εξουσία με τους Ελληνοκυπρίους, δεν νομιμοποιούνταν όμως από την ελληνοκυπριακή ηγεσία, η οποία μέσα από την αδέσμευτή της πολιτική έτεινε ν’ αντικαταστήσει την περιορισμένη με μια απεριόριστη ελληνοκυπριακή κυριαρχία, κατοχυρώνοντας, ταυτόχρονα, τα μειονοτικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Έτεινε, δηλαδή, ν’ αντικαταστήσει το υπό εγγύηση ανεξάρτητο κράτος της «κυπριακής δημοκρατίας» μ’ ένα πραγματικά ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος σύμφωνο με τις αρχές του Ο.Η.Ε. Το ότι η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων δεν ήθελε κατ’ ουδένα λόγο, να μπει στην προοπτική οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους, μπορούμε να το δούμε μέσα, πρώτον, από την προσπάθειά της, με τη σταθερή χρήση του veto του αντιπροέδρου, να βαθύνει η δυαρχία-διαίρεση των δύο κοινοτήτων και, δεύτερον, χωρίς καν να συζητήσει την πρόταση των 13 σημείων του Μακαρίου, από την ανταρσία που προκάλεσε στους τουρκοκυπρίους με τον εγκλεισμό τους σε θυλάκους, στους οποίους η Άγκυρα ασκούσε την εξουσία της μέσω δύο υψηλόβαθμων στρατιωτικών και την ηγεσία της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. (Τερλεξής, 1971, Ψυρούκης, 1975, 1980, 1983).
Βέβαια, κατά την περίοδο 1960-1963, όπου ίσχυσε το καθεστώς, που δημιούργησαν οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι Λινοπάμπακες, αλλά και οι εργαζόμενοι, θα μπορούσαν να διατυπώσουν πρόταση δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους, όμως η φυσικοποίηση-περιχαράκωση των ταυτοτήτων των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και η απουσία ηγεσίας, για τις οποίες γράψαμε πιο πάνω, δεν τους το επέτρεψαν. Αν και κατά την περίοδο που άρχισε με την τουρκοκυπριακή ανταρσία και τη δημιουργία θυλάκων, (Δεκέμβρης 1963 - Γενάρης 1964), και τέλειωσε με την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου, στις 20 Ιουλίου και 14 Αυγούστου του 1974, τα κοινά στοιχεία ταυτότητας άρχισαν να περιθωριοποιούνται, ένεκα του εγκλεισμού και της υποχρεωτικής εθνικιστικής εκπαίδευσης των Τουρκοκυπρίων, εν τούτοις μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η δυνατότητα διατύπωσης πρότασης οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους δεν είχε αποκλεισθεί. Μπορούμε να το δούμε αυτό από τη συμπεριφορά των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι από το 1968 άρχισαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο 95% του κυπριακού εδάφους, που ελεγχόταν από τους Ελληνοκυπρίους, και οι οποίοι έδειχναν να θέλουν να συμβιώσουν με τους τελευταίους. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι ήδη το 1964 Τουρκοκύπριοι, που είχαν εγκλειστεί στους θυλάκους, θέλησαν να γυρίσουν στα χωριά τους, παρέμειναν όμως εκεί, κατόπιν απειλών και άσκησης βίας από εθνικιστικές οργανώσεις, που ελέγχονταν από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την κυβέρνηση της Τουρκίας.
Κατά την περίοδο 1964-1974, η Κύπρος, μέσα από τη δράση της κυβέρνησης Μακαρίου, αναίρεσε το διεθνές μειονοτικό της καθεστώς, δηλαδή την ελεγχόμενη από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις ανεξαρτησία της, και διαμόρφωσε μια αυτόνομη διεθνή προσωπικότητα-ταυτότητα, η οποία αναγνωρίστηκε ως τέτοια από τα μέλη της διεθνούς κοινωνίας. Σ’ αυτή τη διεθνή ταυτότητα, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και οι Τουρκοκύπριοι αναγνωρίζοντας το κυπριακό κράτος και δρώντας στα πλαίσια αυτού ως πολίτες και ως κοινωνία των πολιτών, με κατοχυρωμένα τα μειονοτικά τους δικαιώματα, αυτοί όμως περιθωριοποιήθηκαν διεθνώς, ένεκα της δράσης της πολιτικής τους ηγεσίας, η οποία επεδίωκε μαζί με την Άγκυρα και τις Η.Π.Α. την εδαφική διαίρεση της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η περιθωριοποίηση των Τουρκοκυπρίων δεν συνεπαγόταν ταυτόχρονα και την περιθωριοποίηση τους σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους. Δεν αποτελούσαν, δηλαδή, και μειονότητα των Ελληνοκυπρίων, διότι οι τελευταίοι δεν μπορούσαν ν’ ασκήσουν την εξουσία τους στον εδαφικό χώρο, στο 5% του εδάφους, όπου ζούσαν αυτόνομα, με μια δική τους διοίκηση, υπό την προστασία της Άγκυρας. Βέβαια, θα μπορούσε να διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι Τουρκοκύπριοι μετείχαν της διεθνούς ταυτότητας της Τουρκίας, αφού η εξουσία στους θυλάκους όπου ζούσαν ασκούταν από την τελευταία και ως εκ τούτου δεν τους έλειπε η διεθνής ταυτότητα. Αυτή, όμως, η υπόθεση δεν είναι ισχυρή, διότι από τη σχέση, που διαμορφώθηκε μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων, απουσίαζε η διεθνής αναγνώριση. Η Κύπρος, ως ισότιμο μέλος του Ο.Η.Ε., αναγνωριζόταν από τη διεθνή κοινότητα ως ενιαίο ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.
Το πολιτικό καθεστώς που διαμορφώθηκε, κατά την περίοδο 1964-1974, αναπαράχθηκε, κατά τρόπο αντιφατικό όμως, και κατά την περίοδο που άρχισε με την κατάληψη της Κύπρου, τον Ιούλιο του 1974. Το μεν κυπριακό κράτος, αν και συρρικνωμένο στο 63% του εδάφους, συνέχισε ν’ αναπαράγει, και ένεκα της καταδίκης της εισβολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. (Ψήφισμα 353 της 20 Ιουλίου 1974, Ψήφισμα 360 της 16 Αυγούστου 1974, Κουφουδάκης, 2008, 234-235,) τη διεθνή του ταυτότητα, οι δε Τουρκοκύπριοι, αν και καλυτέρευσαν τη θέση τους λόγω της κατάληψης του 37% του εδάφους, συνέχισαν να αναπαράγονται ως διεθνής μειονότητα. Η «σωτήρια», σύμφωνα μ’ αυτούς κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, η ένωσής τους με την «μητέρα πατρίδα» Τουρκία δεν καλυτέρευσε ποιοτικά την πολιτική, αλλά ούτε και την οικονομική τους κατάσταση, όπως τους έταζε η ηγεσία τους (Τενεκίδης, Κρανιδιώτης, 1981, Κρανιδιώτης, 1984, Παντελής, 1985).
Κατά την περίοδο που άρχισε από τις 20 Ιουλίου του 1974 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι παρέμειναν, στους Τουρκοκυπρίους, στοιχεία ταυτότητας τα οποία θα υποβάσταζαν την πρόταση οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η περιχαράκωση τους στο 37% του κυπριακού εδάφους δημιούργησε και περιχαράκωση της εθνικής τουρκικής τους ταυτότητας, πράγμα που σημαίνει και ακύρωση της πιο πάνω δυνατότητας. Εξάλλου, από την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία, το 1923, οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν εκφράσει ποτέ την επιθυμία να συμβιώσουν ισότιμα με τους Ελληνοκύπριους, στα πλαίσια ενός ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Πάντα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως κατακτητές και δρούσαν ως τέτοιοι. Όσον αφορά τους Λινοπάμπακους, είναι δυνατόν να διατυπωθεί η πρόταση ότι τόσο η περιχαράκωσή τους, μαζί με τους Τουρκοκύπριους, σε εδαφικό επίπεδο, όσο και τα 41 χρόνια απόστασης που χωρίζει τη συμβίωση τους με τους Ελληνοκυπρίους, από την κατάκτηση του Βόρειου τμήματος της Κύπρου, το 1974, μέχρι τις μέρες μας, τείνουν ν’ ακυρώσουν τα κοινά στοιχεία κυπριακής ταυτότητας, πράγμα που σημαίνει και τη δημιουργία τάσης ακύρωσης της δυνατότητας πρότασης οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Βέβαια, η Τουρκοκυπριακή αριστερά, η οποία πιστεύει ότι η τουρκική εισβολή της 14ης Ιουλίου του 1974 ήταν «σωτήρια» για τους Τουρκοκυπρίους, μιλά για «κατάληψη του Βόρειου τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα» και προτείνει την «οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, στο οποίο να συμβιώνουν ισότιμα οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι». Να γράψουμε, όμως, ότι η «ισοτιμία» που προτείνει δεν ξεπερνά την «ισοτιμία» των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, που στην πραγματικότητα αντί να ενώνει τις δύο κοινότητες τις διαιρούσε, μετατρέποντας ταυτόχρονα τους Τουρκοκυπρίους, μαζί με την Άγκυρα, ως συγκυρίαρχους. Η «ισοτιμία» αυτή δεν έχει καμιά σχέση με αυτήν των δημοκρατικών καθεστώτων, όπου κυριαρχεί η πλειοψηφία, η οποία είναι, βέβαια, μεταβαλλόμενη. Έχει σχέση με την «ισοτιμία» που επιβάλλει ο κατακτητής με τα όπλα, γι’ αυτό και διαιρεί. Αυτό μπορούμε να το δούμε μέσα από την υπερψήφιση του αγγλο-αμερικανικού σχεδίου Ανάν, από το 65% των Τουρκοκυπρίων, το 2004. Σύμφωνα μ’ αυτό το σχέδιο:
- το Προεδρικό Συμβούλιο θα πρέπει ν’ απαρτίζεται από 6 μέλη: 4 Ελληνοκυπρίους και 2 Τουρκοκυπρίους,
- καμία απόφαση δεν μπορεί να παρθεί από το Προεδρικό Συμβούλιο αν τουλάχιστον 1 Τουρκοκύπριος δεν είναι σύμφωνος με την απόφαση των 4 Ελληνοκυπρίων,
- ένας Υπουργός, που μεταβαίνει σε ένα διεθνή οργανισμό ή σε μια άλλη χώρα, θα πρέπει να συνοδεύεται και από έναν εκπρόσωπο της άλλης εθνότητας,
- όταν ο Πρόεδρος του Προεδρικού Συμβουλίου θα μεταβαίνει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, θα πρέπει να συνοδεύεται και από τον αναπληρωτή πρόεδρο, που θα προέρχεται από την άλλη εθνότητα.
Αυτό που μπορούμε να δούμε, μέσα από αυτό το σχέδιο, κατασκευασμένο από μάλλον ηθικά διεστραμμένα μυαλά, είναι ότι αντικαθίσταται ο θεσμός του Προέδρου-Αντιπροέδρου και του δικαιώματος του veto, των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, από το θεσμό του Προεδρικού Συμβουλίου και τη σύμφωνη γνώμη της τουρκοκυπριακής μειοψηφίας για την ισχύ των αποφάσεων της Ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπως και στην περίπτωση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, το αγγλο-αμερικανικό σχέδιο του Γενικού Γραμματέα Ανάν, χλευάζοντας τόσο τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας των μοντέρνων καιρών, όσο και την αρχή της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης, δεν θεσμοθετούσε την ισότιμη σχέση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά τη διαιρετική δυαρχία, υπό τον έλεγχο, βέβαια, των νατοϊκών δυνάμεων. Δηλαδή, οι Τουρκοκύπριοι, ως κατακτητές, δεν υπερψήφισαν την ισότιμη σχέση μεταξύ των δύο εθνικών κοινωνικών ομάδων, αλλά τη θεσμοθέτηση της πολιτικής και εδαφικής διαίρεσης, πράγμα που σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, τη θεσμοθέτηση του συσχετισμού των δυνάμεων της ιστορικής στιγμής.
2. Κυπροκεντρισμός και Ελληνοκεντρισμός
Η συμπυκνωμένη αναπαράσταση των σχέσεων και των προσανατολισμών των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Λινοπαμπάκων, που οικοδομήσαμε πιο πάνω (βλέπε και Μελέτη, 2008), μάς οδηγεί να γράψουμε ότι:
- στους Ελληνοκυπρίους υπήρξε και λειτούργησε, από το 1878 μέχρι το 1960, η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού, δηλαδή της αυτοδιάθεσης-ένωσης,
- από το 1960 και μέχρι τις μέρες μας, στους Ελληνοκυπρίους υπάρχει και λειτουργεί, ταυτόχρονα, η οργανωτική αρχή του κυπροκεντρισμού και η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού, δηλαδή οι οργανωτικές αρχές της οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κυπριακού κράτους και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η λειτουργία αυτών των αντιφατικών οργανωτικών αρχών εντοπίζεται μέσα στα ίδια τα πράγματα και όχι στο πεδίο του λόγου. Θα γράφαμε, με πιο ακριβείς όρους, ότι είναι ενσωματωμένη μέσα στην ίδια την πολιτική πραγματικότητα και την πολιτική συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Όσον αφορά την οργανωτική αρχή του κυπροκεντρισμού, εντοπίζεται στις πρακτικές οικοδόμησης ενός συνόλου θεσμών όπως είναι η κυβέρνηση, οι πρεσβείες, η κυπριακή σημαία κλπ, οι οποίες συγκροτούν το ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος της κυπριακής δημοκρατίας, μέλους του Ο.Η.Ε. Η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού εντοπίζεται, μέσα από, πρώτον, τη θέληση-απαίτηση, αλλά και από την ανάγκη των Ελληνοκυπρίων να υπεραμύνεται η Ελλάδα, με το στρατό της, της άμυνας της Κύπρου ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό, δεύτερον, τη χρήση της ελληνικής σημαίας και, τρίτον, τη χρήση του ελληνικού εθνικού ύμνου. Ο εντοπισμός της λειτουργίας αυτών των αντιφατικών οργανωτικών αρχών, μας κάνει να διατυπώσουμε την πρόταση ότι οι προσεγγίσεις του κυπριακού προβλήματος μέσα από όρους όπως: ανθενωτικοί – ενωτικοί, το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος υπήρξε το αποτέλεσμα της φιλοδοξίας του Μακαρίου να κυβερνά την Κύπρο, η ένωση πέθανε, εκφράζουν, ταυτόχρονα, την ανικανότητα άσκησης της επιστημονικής πρακτικής και το αποτέλεσμα πολιτικής πρακτικής, πράγμα που σημαίνει ότι οι όροι αυτοί δεν αποτελούν επιστημονική γνώση, αλλά πρακτική και όπως θα δούμε πιο συγκεκριμένα, παρακάτω, μια μορφή δυσφήμησης των μακαριακών επιλογών από τις νατοϊκές δυνάμεις,
- από το 1878 μέχρι τις μέρες μας, στους Τουρκοκύπριους υπάρχει και λειτουργεί η οργανωτική αρχή του τουρκοκεντρισμού, δηλαδή της κατάκτησης ολόκληρης ή μέρους της Κύπρου από την Τουρκία,
- από το 1878 και μέχρι το 1974, στους Λινοπάμπακους, ένεκα της φυσικοποίησης της τουρκικής και της Ελληνικής ταυτότητας, δηλαδή της διπλής ταυτότητας, υπάρχει και λειτουργεί η οργανωτική αρχή του ελληνοκεντρισμού και του τουρκοκεντρισμού. Κατ’ αυτή την περίοδο, θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει η οργανωτική αρχή του κυπροκεντρισμού, δεν διαμορφώθηκε όμως πρόταση, η οποία να σχετίζεται μ’ αυτή την αρχή,
- αν στηριχθούμε στην υπόθεση ότι οι Λινοπάμπακοι, κατά την περίοδο 1974 και μέχρι τις μέρες μας, τείνουν, ένεκα της διάρρηξης της συμβίωσης με τους Ελληνοκυπρίους, ν’ αποβάλουν τα κοινά στοιχεία ταυτότητας, δηλαδή τείνουν να εκτουρκιστούν, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σ’ αυτούς λειτουργεί η οργανωτική αρχή του τουρκο-κυπρο-κεντρισμού, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, η αρχή οικοδόμησης ενός αυτόνομου τουρκοκυπριακού κράτους, υπό την προστασία, όμως, του τουρκικού στρατού. Η οργανωτική αυτή αρχή εντοπίζεται, ιδιαίτερα, μέσα από την υπερψήφιση του σχεδίου Ανάν, το οποίο αντί να ενώνει διαχωρίζει τις δύο κοινότητες. Εάν, όμως, οι λεγόμενοι κυπριωτιστές, όπως είναι οι Ατταλίδης (1981), Μηλιός (1989), Βωβού, Θεοδωρίδης, Κυπριανίδης (1989), Μαυράτσας (1998), Τριμικλινιώτης (2005), Αναγνωστοπούλου (2004), Κιζιλγιουρέκ (2006) και άλλοι, από τη μια, και οι Δημοκρατικός Συναγερμός, ομάδα Σημίτη, ομάδα Γεωργίου Παπανδρέου, ομάδα Μητσοτάκη και Ντόρας, από την άλλη, υποστήριξαν, με φανατισμό, το σχέδιο Ανάν είτε από πολιτική αφέλεια είτε γιατί θεωρούν ότι τα ταξικά και ατομικά τους συμφέροντα είναι μεγαλύτερης σημασίας από τα εθνικά συμφέροντα, τότε θα δούμε ότι, στην πραγματικότητα, δεν έκαναν παρά να μπουν στην προοπτική οικοδόμησης ενός τουρκοκυπριακού κράτους, υπό την προστασία του τουρκικού στρατού, που σημαίνει παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία και όχι την οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους στη βάση της ισοτιμίας. Όσον αφορά τους κυπριωτιστές, οι οποίοι εμφανίζονται και ως «επιστήμονες» μέσα από περιοδικά και βιβλία, πρώτον, από τη μια, στα γραπτά τους δεν ορίζουν την έννοια της ισοτιμίας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και, από την άλλη, στην πρακτική αποδέχονται την «ισοτιμία» των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και του σχεδίου Ανάν, δεύτερον, βασιζόμενοι στην πρόταση ότι αυτό που οδηγεί την Κύπρο στην καταστροφή είναι το κατάρα των δύο εθνικισμών των δύο κοινοτήτων, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το δεδομένο ότι η Κύπρος ανήκει στους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία, και ότι οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν ως κατακτητές και, τρίτον, στην πλειοψηφία τους προσπαθούν να συλλάβουν το κυπριακό πρόβλημα είτε μέσα από μια «μαρξιστική» ταξική ανάλυση είτε προβάλλοντας τα άμεσα ταξικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης (οι νεοφιλελεύθεροι όπως Σημίτης, Μητσοτάκης κλπ) και έξω από την έννοια της ιστορίας και του έθνους.
Για την οικοδόμηση ενός ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους στη βάση της ισοτιμίας, θα πρέπει, να γίνει σεβαστή η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, πράγμα που σημαίνει ότι η μεν πλειοψηφία έχει, σε τελευταία ανάλυση, το δικαίωμα να καθορίζει τον ιστορικό προσανατολισμό ενός κοινωνικού σχηματισμού δηλαδή το περιεχόμενο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, η δε μειοψηφία τα δικαιώματα που της αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο και η διεθνής πρακτική και τα οποία είναι εκπαιδευτικά, θρησκευτικά, πολιτικά (δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι). Όσον αφορά την ταξική ανάλυση, υποβαστάζεται από τη δογματική αρχή ότι σε ένα κοινωνικό σχηματισμό οι ταξικές σχέσεις είναι οι κυρίαρχες ενώ οι άλλες σχέσεις είναι δευτερεύουσες. Δεν θ’ αναφερθούμε εδώ στις δύο πρωτογενείς σχέσεις των φύλων και των γενεών, οι οποίες μας κάνουν να δούμε ότι αυτή η αρχή δεν είναι ισχυρή. Περιοριζόμαστε να γράψουμε ότι οι σχέσεις των τάξεων, μαζί με τις αυτές των φύλων και των γενεών, είναι σχέσεις εσωτερικές, ενώ οι σχέσεις των εθνών είναι σχέσεις εξωτερικές, σχέσεις μεταξύ εθνικών ομάδων. Όμως, γνωρίζουμε ότι μια κοινωνία, μια εθνική ομάδα είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη, π.χ. τις τάξεις, που τη συγκροτούν, είναι μια διαφορετική ποιότητα και ως εκ τούτου θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται κατά τρόπο σχετικά διαφορετικό και αυτόνομο (Μελέτη, 2010, σ. 153- 221).
Η μελέτη της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου μας δείχνει ότι υπήρξαν δύο δυνατότητες οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους. Η μία, με πυρήνα τους Λινοπάμπακες, οι οποίοι διέθεταν κοινά στοιχεία ταυτότητας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αφορά την περίοδο 1878 – 1963, δεν υπήρξε, .όμως, πρόταση οικοδόμησης ενός τέτοιου κράτους. Η άλλη, η οποία τέθηκε, κατά το τέλος του 1963 και τις αρχές του 1964, με βάση το διεθνές δίκαιο, με ακριβείς και δίκαιους όρους, αφορά την πρόταση του Μακαρίου με τα 13 σημεία για την μεταρρύθμιση του ζυριχικού συντάγματος και την αυτοκυβέρνηση των Τουρκοκυπρίων στα θέματα της παιδείας, της θρησκείας και του πολιτισμού (Κρανιδιώτης, 1984, Χρυσάνθου, 2006). Αυτοί όμως, που υπήρξαν στην Κύπρο ως κυρίαρχοι κατακτητές, την απέρριψαν χωρίς συζήτηση, διότι δεν ήθελαν να βρεθούν στη θέση της μειονότητας, αλλά στη θέση της πλειονότητας, που αποφασίζει και καθορίζει τον ιστορικό προσανατολισμό της νήσου. Εξάλλου, σκοπός τους δεν ήταν η ισότιμη συμβίωση με τους Ελληνοκυπρίους, αλλά η διαίρεση της Κύπρου και η ενσωμάτωσή τους στη «μητέρα» Τουρκία, και ως εκ τούτου: οι κυπροκεντριστές, πρώτον, διατυπώνουν την πρότασή τους μετά το 1974, δηλαδή εκτός χρόνου και, δεύτερον, με λάθος όρους, τοποθετούμενοι, λόγω πολιτικής αφέλειας ή συμφερόντων και όχι επιστημονικής πρακτικής, από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων και του σχεδίου Ανάν, που μπαίνει στην προοπτική του ιμπεριαλισμού των Η.Π.Α. και της Τουρκίας.
Οι κυπροκεντριστές, που αναφέραμε, και οι οποίοι είναι, στην πλειοψηφία τους ακαδημαϊκοί «μαρξιστές», εμφανίζονται τόσο ως πολιτική κίνηση, όσο και μέσα από «επιστημονικά» περιοδικά και βιβλία. Η βασική οργανωτική αρχή, που υποβαστάζει τις αναπαραστάσεις τους είναι ο ταξικός οικονομικός ντετερμινισμός. Αυτό, όμως, τους εμποδίζει να δουν τη σχέση μεταξύ οικονομικών τάξεων και εθνικής ιδεολογίας, δηλαδή εθνικής ταυτότητας. Τους εμποδίζει να δουν ότι, στην περίπτωση του έθνους, η εθνική ταυτότητα, η οποία λειτουργεί ως κοινή ιδεολογία των τάξεων, αλλά και των φύλων και των γενεών, μπορεί να υπερισχύει των ταξικών οικονομικών συμφερόντων, ότι οι διαφοροποιημένες ταυτότητες των λαών είναι δυνατόν να υπερισχύσουν των διαφοροποιημένων ταυτοτήτων των τάξεων, ότι, πολύ συχνά, πιο εύκολα σφάζονται οι άνθρωποι κατά τους εθνικούς αγώνες παρά στους ταξικούς αγώνες, πράγμα που σημαίνει ότι σφάζονται περισσότερο για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας, που είναι λόγοι ιδεολογικοί, και λιγότερο για λόγους οικονομικούς. Δηλαδή, τους εμποδίζει να δουν, αλλά και να εξηγήσουν ότι οι προλετάριοι, αντί να ενωθούν, σφάχτηκαν τόσο κατά τον πρώτον και τον δεύτερον παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και στις μέρες μας όπου έχουν αναβιώσει οι εθνικές ιδεολογίες, ότι, σε τελευταία ανάλυση η ένωση των προλεταρίων δεν ήταν παρά μια δυνατότητα που δεν επιτεύχθηκε.
Αλλά ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα από την ιστορία της Κύπρου. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και ακαδημαϊκοί «μαρξιστές» όπως οι Μηλιός και Κυπριανίδης (1989), αλλά και η Λύτρα και ο Ψάλτης (2011), λειτουργώντας με βάση την αποκλειστική αρχή της ταξικής σχέσης του κοινωνικού σχηματισμού, κατάφεραν να παραμορφώσουν τις αντιφατικές σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Θέλοντας να τονίσουν την ταξική αλληλεγγύη των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργατών, δεν είδαν ότι επέλεξαν να είναι Τούρκοι αντί εργάτες και το 1974 πήραν τα όπλα και πολέμησαν, μαζί με τον τουρκικό στρατό, για την κατάληψη του Βόρειου τμήματος της Κύπρου. Δεν είδαν ότι η εθνική τους ταυτότητα κυριάρχησε της ταξικής, οριζόμενοι έτσι ως αντίπαλοι εχθροί των Ελληνοκυπρίων εργατών. Εξάλλου, μέχρι τις μέρες μας, οι Τουρκοκύπριοι, εργάτες και μη εργάτες, θεωρούν πως η κατάληψη της Βόρειου Κύπρου υπήρξε σωτήρια γι’ αυτούς και ότι ο τουρκικός στρατός, δεν θα πρέπει να αποχώρηση σε μια ενδεχόμενη λύση του κυπριακού. Δεν αισθάνονται ασφάλεια χωρίς αυτόν. Θα γράφαμε, καλύτερα, χωρίς την προστασία της μητέρας πατρίδας, της Τουρκίας.
Η ανικανότητα πιστής αναπαράστασης των σχέσεων των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από τους Έλληνες «κομμουνιστές» και «μαρξιστές», καθόρισε και τις επιλογές τους. Ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χριστόφιας, είχε την αφέλεια να πιστεύει ακράδαντα ότι σε συνεργασία με τον «σύντροφο» (όπως τον αποκαλούσε) πολιτικό αντιπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων Οτσαλάν. Όμως, ενώ ο πρώτος πρότεινε τη συγκυριαρχία Ελλυνοκυπριών και Τουρκοκυπρίων , μέσω της κατάληψης του προεδρικού αξιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ περιτροπής, ο δεύτερος δρούσε υπό την προστασία του κατοχικού τουρκικού στρατού. Όσον αφορά τους «μαρξιστές» ακαδημαϊκούς, μη έχοντας την επιστημονική υπομονή να μελετήσουν το κυπριακό πρόβλημα, παρασύρθηκαν από την τουρκική προπαγάνδα θυματοποίησης της «τουρκοκυπριακής μειονότητας» και δεν είδαν ότι η τελευταία επιδιώκει σταθερά, μαζί με την Τουρκία, να γίνει πλειονότητα (=εξουσία) και όχι να διαμορφώσει μια πρόταση μα βάση το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Δεν είδαν, επίσης, ότι οι Τουρκοκύπριοι εργάτες δεν θέλουν να παλέψουν για τον προλεταριακό διεθνισμό.
Ο Κιζιλγιουρέκ (2009) βασιζόμενος, μεταξύ άλλων, και στις αναλύσεις του πολιτικού εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων, Ντενκτάς, έδειξε ότι βασική επιδίωξη των Τουρκοκυπρίων είναι να αποφύγουν τη μειονοποίησή τους και η μετατροπή τους σε πλειονότητα, όμως οι Έλληνες ακαδημαϊκοί «μαρξιστές», έμειναν περιχαρακωμένοι στις δογματικές προτάσεις του προλεταριακού διεθνισμού, μη λαμβάνοντας υπόψη την πολύπλοκη πραγματικότητα. Έτσι, όμως, κατάφεραν να μετατραπούν σε Πέμπτη φάλαγγα της Άγκυρας, της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α., που για να εξυπηρετήσουν τις ιμπεριαλιστικές τους επιλογές, επιδιώκουν, σταθερά, την ακύρωση τόσο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, όσο και του δικαιώματος της ανεξαρτησίας των Ελληνοκυπρίων.
Κατά ένα γενικό τρόπο, οι «μαρξιστές» αναλυτές του κυπριακού προβλήματος, περιχαρακωμένοι στον προλεταριακό διεθνισμό, χλευάζουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, παραμορφώνοντας, ταυτόχρονα, την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με την Λύτρα και τον Ψάλτη (2011), στην Κύπρο δεν υπήρξαν κατακτητές και κατακτημένοι, αυτοπροσδιοριζόμενοι και ετεροπροσδιοριζόμενοι, και ως εκ τούτου δεν υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι θα έπρεπε να αυτοπροσδιοριστούν, διεκδικώντας την απελευθέρωσή τους, κάνοντας εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Αντίθετα, υπήρχε η κοινότητα των Ελληνοκυπρίων, η οποία επιδίωξε, μέσω της Ε.Ο.Κ.Α., να επιβάλει «στους Βρετανούς και τους Τουρκοκύπριους του ευρύτερα αποδεκτού από την ελληνοκυπριακή κοινότητα πολιτικού στόχου της ένωσης Κύπρου με την Ελλάδα» (σ. 11). «Η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων προσπάθησε να επιβάλει στους Τουρκοκύπριους να δεχτούν την ένωση με τη λήψη παραστρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών εξαναγκαστικών μέτρων. Ως αντίδραση, η τουρκοκυπριακή ηγεσία έδωσε έμφαση στην προώθηση της ιδέας της διχοτόμησης και της ένωσης με την Τουρκία, προβάλλοντας αντίσταση στους Ελληνοκυπρίους με απώτερο σκοπό να ενθαρρύνει μια τουρκική στρατιωτική παρέμβαση (…). Οι Ελληνοκύπριοι κατηγορούσαν τους Τουρκοκύπριους για ανταρσία ενάντια στη Δημοκρατία που στόχο είχε να επιτύχει τη διχοτόμηση του νησιού, ενώ οι Τουρκοκύπριοι κατηγορούσαν τους Ελληνοκύπριους ότι ήθελαν να εγκαταλείψουν το σύνταγμα του κράτους με σκοπό να πετύχουν την ένωση. Οι δύο κοινότητες χρησιμοποίησαν διάφορες στρατηγικές συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών ελιγμών, της προπαγάνδας, των ένοπλων δυνάμεων, των εκκενώσεων των χωριών και του περιορισμού των διακοινοτικών επαφών» (σ. 12).
Οι δύο κοινότητες αλληλοκατηγορούνται και συγκρούονται. Η μία επιτίθεται και άλλη αντεπιτίθενται. Η αναπαράσταση αυτή φαίνεται, στον αδαή των κυπριακών πραγμάτων, ότι συγκροτεί μια ουδέτερη στάση απέναντι στις συγκρουσιακές σχέσεις των αντιπάλων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όμως, οικοδομήθηκε έντεχνα από τους Βρετανούς και Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, που ξέρουν να διαιρούν για να βασιλεύουν. Οι Ελληνοκύπριοι δεν έκαναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν οι πριν την αγγλοκρατία κατακτητές, που προσπαθούσαν, σε συνεργασία με την Άγκυρα, να επανακατακτήσουν την Κύπρο. Ήταν τα κακά και ανώριμα παιδιά, που τσακωνόντουσαν και σκοτωνόντουσαν και που θα έπρεπε να έλθουν η Μεγάλη Βρετανία και Οι Η. Π. Α. για να τα βάλουν σε τάξη (O’ Malley, Craig, σ. 181-182).
Η Λύτρα και ο Ψάλτης, αγνοώντας τις αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές πρακτικές, αλλά και μη έχοντας μελετήσει το κυπριακό πρόβλημα, ιδιοποιήθηκαν αυτήν τη διαιρετική και παραμορφωτική της ιστορίας αναπαράσταση και τη διαδίδουν ως την τελευταία επιστημονική αλήθεια. Με τη χρήση της έννοιας των δύο κοινοτήτων, νομίζουν ότι λαμβάνουν μία στάση ουδέτερη ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, ίσες αποστάσεις. Κάνοντας, όμως, αυτό, δεν αναπαριστούν πιστά την πραγματικότητα και μπαίνουν στην προοπτική των Τουρκοκυπρίων, που επιδιώκουν την μετατροπή τους σε κυρίαρχους της Κύπρου. Ταυτόχρονα, νομιμοποιούν την στρατιωτική επέμβαση της Άγκυρας για να «προστατεύσει τα παιδιά της».
Η πιο πάνω «ουδέτερη στάση» και νομιμοποίηση εντοπίζεται και στον Τουρκοκύπριο ακαδημαϊκό Κιζιλγιουρέκ (2009), αλλά και σε άλλους «αριστερούς»Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Να τονίσουμε, όμως, ότι αυτή η υποτιθέμενη «ουδετερότητα» δεν οδηγεί στο δηλωμένο σκοπό: στην οικοδόμηση ενός κυπριακού κράτους, βασισμένου στις ισότιμες σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Οδηγεί, στον έλεγχο του συνόλου της Κύπρου από την Τουρκία, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή, από πλευράς Ελληνοκυπρίων «αριστερών», εκφράζει πολιτικό κρετινισμό και από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων «αριστερών» πολιτική υπουλότητα.
Στα πλαίσια ενός άρθρου, δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσουμε το θέμα που πραγματευόμαστε. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά των «αριστερών», γράφοντας ότι η ένταξή τους στην προοπτική του αγγλικού, αμερικανικού, αλλά και τουρκικού ιμπεριαλισμού, οφείλεται στο ότι δεν κατασκευάσθηκαν ως αριστεροί εκφραστές κάποιας εθνικο-απελευθερωτικής ή/και σοσιαλιστικής δυναμικής. Κατασκευάσθηκαν από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους για να λειτουργήσουν ως πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί του πραγματικού, αλλά και ενδεχόμενου κρατικού καπιταλισμού. Η κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση, δεν ακύρωσε την πιο πάνω κατασκευή. Αντίθετα προκάλεσε μια μετεγκατάσταση των «αριστερών». Οι τελευταίοι, παρατηρώντας πως ο κρατικός και ο ιδιωτικός καπιταλισμός εντάσσονται στο ίδιο πολιτισμικό πλαίσιο, κατάλαβαν ότι όπως στον πρώτο έτσι και στο δεύτερο, θα ήταν οι ηγεμόνες και οι ειδήμονες που «γνωρίζουν» και αποφασίζουν για τις τύχες των λαών, θα ήταν οι «πρωτοπόροι» της ιστορίας.
3. Η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και η αρχή της εδαφικής επέκτασης
Κατά το διάστημα από τις 15 έως στις 22 Ιανουαρίου 1950, το 95,7% των Ελληνοκυπρίων, που είχαν δικαίωμα ψήφου, σ’ ένα άτυπο δημοψήφισμα, ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (Παντελής, 1985, Ρίχτερ, Τόμος δεύτερος, 2011, σ. 23-56) Σ’ αυτές τις εκλογές, οι Τουρκοκύπριοι δεν συμμετείχαν. Απουσίαζε από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων, ότι οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε εκλογές καθορισμού του ιστορικού προσανατολισμού της Κύπρου. Τόσο πολύ είχε φυσικοποιήσει την ιδέα ότι η Κύπρος είναι ελληνική και ότι οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν σ’ αυτήν ως κατακτητές. Μπορούμε να διατυπώσουμε την πρόταση ότι δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, αφού η ιστορική πραγματικότητα, αλλά και η ιστορική μνήμη των Ελληνοκυπρίων διαβεβαίωναν ότι πάντα οι Τουρκοκύπριοι είχαν συμπεριφερθεί ως κατακτητές. Εξάλλου, το βλέπουμε αυτό τόσο κατά την ελληνική εθνική εξέγερση του 1821, που οι Οθωμανοί Τούρκοι, για να προλάβουν ενδεχόμενη επανάσταση των Ελληνοκυπρίων, έσφαξαν και κρέμασαν 486 αρχιερείς, ιερείς και προκρίτους, μεταξύ των οποίων τον Αρχιεπίσκοπο και Μητροπολίτες, όσο και κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, που συνεργαζόντουσαν με τους αποικιοκράτες για να αποτρέψουν την εθνική απελευθέρωση της Κύπρου.
Βέβαια, η Μεγάλη Βρετανία, αλλά και οι Η.Π.Α. που άρχισαν να παρεμβαίνουν στην περιοχή, θα μπορούσαν, κατά τη δεκαετία του 1950, στη φάση της απο-αποικιοποίησης (O’ Malley, Craig, 2002, Mangdof, 2008) και με το σκοπό τη θεμελίωση της διεθνούς ειρήνης στην περιοχή, αλλά και με βάση τις δημοκρατικές αρχές του διαφωτισμού, δηλαδή τις δυτικές αξίες, να διοργανώσουν ένα δημοψήφισμα, στο οποίο να συμμετείχαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Το αποτέλεσμα θα ήταν, με βάση τα δεδομένα της εποχής, ότι οι μεν Ελληνοκύπριοι, ως πλειοψηφία, θα καθόριζαν τον ιστορικό προσανατολισμό της Κύπρου, δηλαδή, το περιεχόμενο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, ενώ οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν, μέσα από την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της εθνικής μειοψηφίας, δηλαδή χωρίς ν’ αλλοιώνουν την ταυτότητά τους, να δρουν, στα δημοκρατικά πλαίσια ως πολίτες και ως κοινωνία των πολιτών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε, κατά το 1963 – 1964, μετά την αποτυχία της ζυριχικής περιόδου, να διενεργηθεί δημοψήφισμα, στο οποίο θα συμμετείχαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Το αποτέλεσμα, με τη διαφορά ότι θα οικοδομούσαν ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κυπριακό κράτος, θα ήταν ποιοτικά το ίδιο με το προηγούμενο. Οι Ελληνοκύπριοι, ως πλειοψηφία, θα συγκροτούσαν την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι θα καθόριζαν, σε τελευταία ανάλυση, τον ιστορικό προσανατολισμό της Κύπρου, ενώ οι Τουρκοκύπριοι, ως μειοψηφία με κατοχυρωμένα τα δικαιώματα της στο πεδίο της παιδείας και της θρησκείας, θα είχαν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε πολιτική πλειοψηφία, στα πλαίσια του κυπριακού κράτους, μέσα από τη δράση τους ως πολίτες και ως κοινωνία των πολιτών.
Οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α. δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή ότι θα μπορούσε η Κύπρος, στα πλαίσια του πνεύματος των καιρών, ν’ απο-αποικιοποιηθεί με τη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος. Τόσο πολύ είχαν φυσικοποιήσει τη δύναμη του αφέντη και του ιμπεριαλιστή, που τους παρείχε ο έλεγχος της Κύπρου. Εξάλλου, στην προσπάθειά τους να εξαγγλίσουν ή πιο γενικά να εκδυτικίσουν τους Κυπρίους, οι δημοκρατικές αρχές του διαφωτισμού δεν θα έπρεπε να παίξουν καθοριστικό ρόλο. Αυτό που θα έπρεπε να παίξει ήταν η χρήση των δημοκρατικών αρχών προς εξαπάτηση και η τρομοκρατία, γι’ αυτό όποιος έπαιρνε τα όπλα για ν’ απελευθερωθεί και να κάνει να λειτουργήσουν οι δημοκρατικές αρχές της αυτοδιάθεσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εθνικής αξιοπρέπειας, αποκαλείτο «σφαγέας» και «τρομοκράτης», και είτε τον έκλειναν στη φυλακή είτε τον σκότωναν, αν η τρομοκρατία που του ασκούσαν δεν έπιανε (Ρίχτερ, Δεύτερος τόμος, 2011). Η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α. δεν ήθελαν απλά ν’ από-αποικιοποιήσουν την Κύπρο σεβόμενες τις δημοκρατικές αρχές, αλλά και την ιστορικότητά της, δηλαδή τον ελληνικό της χαρακτήρα. Ήθελαν να δημιουργήσουν ένα πρόβλημα και γι’ αυτό παρότρυναν την Τουρκία, η οποία την εποφθαλμιούσε, να διεκδικήσει τη συμμετοχή της στον έλεγχο και το μοίρασμά της. Η Τουρκία δεν έχασε την ευκαιρία και η νατοϊκή «ελληνοτουρκική φιλία» μετατράπηκε έκτοτε σε λυκοφιλία μετατρέποντας και το κυπριακό πρόβλημα, με βάση τον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων, σε άλυτο πρόβλημα, πράγμα που σημαίνει ότι: η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει, έκτοτε, να είναι φίλες, από τη μια, για ν’ αντιμετωπίσουν την εξ ανατολών πραγματική ή φανταστική απειλή, και άσπονδοι εχθροί, από την άλλη, έτοιμοι να σφαχτούν για να μοιράσουν την Κύπρο. Τα ελληνικά στρατεύματα θα πρέπει να είναι νατοϊκά, για ν’ αντιμετωπίσουν τους προέδρους «της Κούβας της Μεσογείου», και ταυτόχρονα ελληνικά, για να υπεραμυνθούν των εθνικών εδαφών της Κύπρου ενάντια στην τουρκική απειλή.
Με βάση την πρόταση του Μακαρίου με τα 13 σημεία και την αυτοκυβέρνηση των Τουρκοκυπρίων, το 1963 – 1964, θα μπορούσε να διενεργηθεί δημοψήφισμα για την οικοδόμηση ενός ελληνο-τουρκο-κυπριακού κράτους, οι Τουρκοκύπριοι, όμως, μαζί με την πολιτική ηγεσία της Άγκυρας δεν θα μπορούσαν να είχαν διανοηθεί ένα τέτοιο μηχανισμό επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Τόσο είχαν φυσικοποιήσει τον ανατολικό δεσποτισμό, από τον οποίο απουσίαζε η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, ενσωμάτωνε, όμως, την αρχή της εδαφικής επέκτασης και κατάκτησης, την οποία χρησιμοποίησαν τον Ιούλιο του 1974 και κατέλαβαν το 37% του κυπριακού εδάφους.
4. «Ενωτικοί και ανθενωτικοί»
Οι εσωτερικές ανθρωπο-κοινωνικές σχέσεις, συγκρουσιακές και συνεργασιακές, της Κύπρου δεν συγκροτούνταν μόνον από αυτές των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Λινοπαμπάκων. Περιλάμβαναν, επίσης, και τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ γριβικών και μακαριακών. Τα ονόματα τα είχαν πάρει από τους ηγέτες των δύο ομάδων, τον Γρίβα και τον Μακάριο. Η συγκρουσιακή αυτή σχέση μας ανάγει στο πρόβλημα της μη συγκρότησης αρραγές μετώπου από τους Ελληνοκυπρίους. Βέβαια, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το 1950, το 95, 7% των Ελληνοκυπρίων ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και σύμφωνα με τις πληροφορίες το υπόλοιπο 4, 3% δεν ήταν ανθενωτικό. Αποτελείτο, στην πλειοψηφία του, από τους εργαζόμενους των βρετανικών βάσεων, οι οποίοι για να αποφύγουν τα προβλήματα με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν για ένωση, δεν προσήλθαν στις κάλπες. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το αρραγές μέτωπο παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1960, τη χρονιά που ανακυρήχθηκε η «ανεξαρτησία» της Κύπρου. Βέβαια, το Α.Κ.Ε.Λ. δεν συμμετείχε στον «εθνικοαπελευθερωτικό-ενωτικό» αγώνα. Δεν ήταν, όμως, ταυτόχρονα ανθενωτικό, ούτε και δημιούργησε προβλήματα σ’ αυτόν. Εξάλλου, τόσο η αφανής αντικομουνιστική-φιλοαμερικανική καθοδήγηση του αγώνα, οι πρωθυπουργοί Αλέξανδρος Παπάγος και Κωνσταντίνος Καραμανλής, όσο και η εμφανής, Γεώργιος Γρίβας Διγενής και Μακάριος, δεν θα ήθελαν τη συμμετοχή αυτού του Κομμουνιστικού φιλοσοβιετικού Κόμματος. Δεν ήθελαν την παρέκκλιση του «εθνικο-απελευθερωτικού» αγώνα από το βασικό του σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την άσκηση πίεσης των Η. Π. Α. στην Μεγάλη Βρετανία να αποχωρήσει από την Κύπρο, έτσι όπως ήδη είχε γίνει με τη Μέση Ανατολή (Ψυρούκης, 1980, O’ Malley, Craig, 2002). Ο «εθνικο-απελευθερωτικός» αγώνας τέλειωσε το 1960, με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που ικανοποιούσαν, με εξαίρεση τον Κυπριακό λαό που δεν έβλεπε να εκπληρώνεται το όνειρό του της ένωσης με την «μητέρα πατρίδα», όλες τις συγκρουόμενες δυνάμεις στην Κύπρο. Η μεν Μεγάλη Βρετανία παρέμενε ευχαριστημένη, διότι κατάφερε να διατηρήσει δύο εδαφικές βάσεις με κυριαρχικά δικαιώματα, οι δε Η.Π.Α., επειδή μπόρεσαν να συγκολλήσουν το ρήγμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του N.A.T.O., δηλαδή του αναχώματος της Ελλάδας και της Τουρκίας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Όσον αφορά τις νατοϊκές κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν είχαν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένες, αφού οι Συμφωνίες Εγγύησης τις καθιστούσαν, μαζί με την Μεγάλη Βρετανία, συγκυρίαρχες δυνάμεις της Κύπρου, μέσω της στρατιωτικής τους παρουσίας, τις Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) και Τουρκικές Δυνάμεις Κύπρου (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.), (Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, 1960).
Όμως, το καθεστώς του προτεκτοράτου που δημιούργησαν οι ιμπεριαλισμοί των Η.Π.Α. και της Μεγάλης Βρετανίας, σε συνεργασία με τα πελατειακά κράτη της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν ήταν λειτουργίσιμο. Το δικαίωμα veto του Τούρκου Αντιπροέδρου ακύρωνε την εξουσία του Έλληνα Προέδρου της «Κυπριακής Δημοκρατίας» και καθιστούσε την κυβέρνηση ανενεργή. Ο Πρόεδρος Μακάριος, για να απεμπλακεί από την παγίδα που του έστησαν οι κυβερνήσεις των Άγγλων και των Αμερικανών, και με το σκοπό να καταστήσει άκυρες τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, εντάχθηκε στον αντι-ηγεμονικό συνασπισμό των αδεσμεύτων. Σ’ αυτή την επιλογή αντέδρασαν οι φιλονατοϊκές δυνάμεις του Γρίβα, επινοώντας το δίπολο «ενωτικοί/ανθενωτικοί» και διασπώντας με αυτό τον τρόπο το αρραγές μέτωπο των Ελληνοκυπρίων. Στο εξής θα οξυνόταν η σύγκρουση μεταξύ γριβικών «ενωτικών» και μακαριακών «ανθενωτικών».
Τα εισαγωγικά στους όρους των ενωτικών και ανθενωτικών επισημαίνουν πως οι χαρακτηρισμοί δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Συγκροτούσαν μια κατηγοριοποίηση, η οποία παραμόρφωνε τις πολιτικές συγκρουσιακές σχέσεις στο εσωτερικό των Ελληνοκυπρίων. Εμφάνιζε τους ακροδεξιούς εθνοκάπηλους (προέκταση των δοσίλογων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των εθνοκάπηλων της Ελλάδας της περιόδου 1941 - 1974) ως «ενωτικούς πατριώτες» και τους πατριώτες ως «ανθενωτικούς προδότες». Οι αυτοαποκαλούμενοι «ενωτικοί» δεν ήταν παρά τα υποστηρίγματα των Η.Π.Α. στην Κύπρο, που αποδεχόντουσαν τα διχοτομικά τους σχέδια. Δηλαδή, με την έννοια «ένωση» εννοούσαν διπλή ένωση, που σήμαινε τη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Σκοπός των Η.Π.Α., με τη διχοτόμηση, ήταν να ικανοποιήσουν τα δύο πελατειακά τους κράτη, συγκολλώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το ρήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του Ν.Α.Τ.Ο. Οι προτάσεις αυτές μπορούν να θεμελιωθούν αν γράψουμε ότι οι γριβικές δυνάμεις αποδέχτηκαν, το 1964, το αμερικανικό διχοτομικό σχέδιο Άτσεσον, που ικανοποιούσε το αίτημα της Τουρκίας, πρώτον, να της δοθεί μια στρατιωτική βάση και, δεύτερον, να συγκεντρωθούν οι διάσπαρτοι σε πολλά χωριά Τουρκοκύπριοι σε δύο μεγάλους δήμους, όπου θα αυτοδιοικόντουσαν (Τζερμιάς, 2004). Θεμελιώνονται, επίσης, με τη συμμετοχή των γριβικών (εμφανιζόμενοι με το όνομα Ε.Ο.Κ.Α. Β’) στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1974, που σχεδιάστηκε από τις Η.Π.Α. και τη στρατιωτική δικτατορία του Ιωαννίδη και που είχε ως σκοπό τη διπλή ένωση, δηλαδή τη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ο Μακάριος υπόγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, δεν είναι δυνατόν, όμως, να χαρακτηριστεί γι’ αυτό ανθενωτικός και ανεξαρτησιακός. Η συγκρότηση της «Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας», δεν υπήρξε το αποτέλεσμα μιας μακαριακής επιλογής. Υπήρξε το αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα, την επέλεξαν και την επέβαλαν οι Η.Π.Α. και η Μεγάλη Βρετανία σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των πελατειακών της κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο μακάριος υπόγραψε τις συμφωνίες μετά από απειλή του αφανούς ηγέτη του «εθνικο-απελευθερωτικού» αγώνα, του Πρωθυπουργού της «μητέρας πατρίδας», Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Κρανιδιώτης 91981) θα γράψει ότι τις υπόγραψε με το πιστόλι στο κρόταφο. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν μετά από πολλά χρόνια ρωτήθηκε για το θέμα, θα απαντήσει ότι αποδεχτήκαμε τις συμφωνίες για να αποφευχθεί ο πόλεμος με την Τουρκία (Τζερμιάς, Τόμος ΙΙΙ, 2004).
Οι γριβικοί, λοιπόν, δεν ήταν ενωτικοί και οι μακαριακοί δεν ήταν ανθενωτικοί. Οι μεν πρώτοι προσπαθούσαν, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις της «μητέρας πατρίδας» να επιβάλουν τα διχοτομικά νατοϊκά σχέδια, οι δε δεύτεροι να αντισταθούν σ’ αυτά. Ο Μακάριος μέχρι το 1960 αγωνιζόταν για την ένωση και από το 1963, αφού αποδείχτηκε ότι η «μητέρα πατρίδα» δεν ήταν παρά μια κακή μητριά, για την ακύρωση του πολιτικού καθεστώτος, που διαμόρφωναν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, και τη δημιουργία μιας πραγματικής Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία να βασίζεται στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Αυτές, μεταξύ των άλλων, που σέβονται τα δικαιώματα της πλειοψηφίας (του 82%) και της μειοψηφίας (του 18%). Για να το πετύχει, πρώτον, διεθνοποίησε το κυπριακό πρόβλημα, φέρνοντάς το στον Ο. Η. Ε. και, δεύτερον, ένταξε την Κύπρο στον αντι-ηγεμονικό συνασπισμό των αδεσμεύτων κρατών. Το αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση μιας διεθνούς προσωπικότητας της Κύπρου, με την αναγνώριση της ως ισότιμου μέλους του Ο.Η.Ε.
Ο Γρίβας και ο Μακάριος απεβίωσαν, ο ένας το 1973 και ο άλλος το 1978, οι πολιτικές τους επιλογές, όμως, επέζησαν και αναπαράγονται μέχρι τις μέρες μας. Πιο κοντά στις μακαριακές επιλογές μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκονται τα Κόμματα της ΕΔΕΚ και του ΔΗΚΟ. Οι νατοϊκές επιλογές αναπαράγονται από το «νεοφιλελεύθερο» Κόμμα ΔΗ.ΣΥ (Δημοκρατικός Συναγερμός), αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, και από το «κομμουνιστικό» Κόμμα Α.Κ.Ε.Λ. (συνεπικουρούμενο από μαρξιστές, όπως Οι Μηλιός, Αναγνωστοπούλου, Λύτρα, Ψάλτης κ. α.), τα οποία συμπίπτουν στην ιδεολογία του αντιεθνικισμού, και του αντιπατριωτισμού. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται ως εθνικισμός και απορρίπτεται. Οι νατοϊκές τους επιλογές εντοπίζονται τόσο μέσα από τη θανατική υποστήριξη του αγγλοαμερικανικού σχεδίου Ανάν, το 2004, όσο και με την αποδοχή, κατά την τρέχουσα φάση, των θέσεων των Άγγλων, Αμερικανών και Τουρκοκυπρίων, που ευνοούν τη διάλυση της Δημοκρατίας της Κύπρου και τον έλεγχό της από την Τουρκία (βλέπε άρθρα του Περικλή Νεάρχου στα «Επίκαιρα», ιδιαίτερα 2014, 2015). Αυτό άρχισε να διαφαίνεται, ήδη, με την εγκατάσταση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Barbaros, συνοδευόμενου από ένα πολεμικό πλοίο, στην κυπριακή Α.Ο.Ζ. (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), τον Οκτώβριο του 2014, και την άρνηση των κυβερνήσεων Σαμαρά-Βενιζέλου και Αναστασιάδη να αντιμετωπίσουν δυναμικά την Άγκυρα, που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες (Ιακωβίδη, 26 Οκτωβρίου 2014, Γιαλλουρίδη, 26 Οκτωβρίου 2014, Χαραλαμπίδη, 9 Νοεμβρίου 2014, Ιακωβίδη, 16 Νοεμβρίου 2014, Γιαλλουρίδη, 16 Νοεμβρίου 2014). Οι κυβερνήσεις αυτές κάνουν, στην πραγματικότητα, κατευναστική πολιτική, σεβόμενες την παράδοση που δημιούργησαν, με εξαίρεση αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου, οι μετεμφιλιακές κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Πρώτη κατευναστική πολιτική μπορεί να θεωρηθεί η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, του 1959 και 1960, από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην οποία αναφερθήκαμε και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία. Ως δεύτερη μπορεί να θεωρηθεί αυτή της κατάληψης του Βόρειου τμήματος της Κύπρου, το 1974, κατά την οποία ο Πρωθυπουργός, πάλι, Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως θα γράψει ο Perry Anderson (2008) δεν θα ρίξει ούτε ντουφεκιά στον τουρκικό στρατό. Η Τρίτη κατευναστική πολιτική είναι αυτή της κυβέρνησης Σημίτη, το 2004, με τη φανατική υποστήριξη του σχεδίου Ανάν, που κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και παραχωρούσε τον έλεγχο της Κύπρου στην Τουρκία. Η τέταρτη είναι αυτή των Σαμαρά, Βενιζέλου και Αναστασιάδη, που αναφέραμε πιο πάνω. Η Πέμπτη θα είναι είτε αυτή της συνεκμετάλλευσης των ελληνικών υδρογονανθράκων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που προτείνουν και οι Η.Π.Α. είτε η κατάληψη τμήματος του Αιγαίου από το πολεμικό ναυτικό της Άγκυρας (Γιαλλουρίδη, 26 Οκτωβρίου 2014, σ. 8).
5. Οι «επιστημονικές» αναπαραστάσεις του κυπριακού προβλήματος
Βασιζόμενοι στην αρχή της άσκησης της επιστημονικής πρακτικής, σύμφωνα με την οποία μια επιστημονική αναπαράσταση οικοδομείται μόνο μέσα από μια βασανιστική διαδικασία, πρώτον, υποβολής σε κριτικό έλεγχο τόσο των πρακτικών, όσο και των ακαδημαϊκών γνώσεων και, δεύτερον, επεξεργασίας ενός συστήματος εννοιών, το οποίο να ιδιοποιείται γνωστικά την πραγματικότητα, δηλαδή να την ταξινομεί και να την εξηγεί, προσπαθήσαμε να οικοδομήσουμε μια επιστημονική αναπαράσταση του κυπριακού προβλήματος, μέσα από τον κριτικό έλεγχο βασικών βιβλίων, που γράφτηκαν από ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και διπλωμάτες, οι πρώτοι θεωρούμενοι ως «επιστήμονες» και οι δεύτεροι ως πρακτικοί. Αν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι οι ακαδημαϊκοί διακρίνονται σε συγγραφείς, οι οποίοι προσπάθησαν κατ’ ανιδιοτελή τρόπο, (βασική αρχή διατύπωσης αληθών προτάσεων), να κατανοήσουν το κυπριακό πρόβλημα, και σε συγγραφείς, οι οποίοι προσπάθησαν να υποστηρίξουν τις αναπαραστάσεις τους, παραποιώντας την πραγματικότητα, τότε θα δούμε ότι στην μελέτη αυτή υποβάλαμε σε κριτικό έλεγχο τρία είδη μελετών: τις ακαδημαϊκές περιγραφικές, τις ακαδημαϊκές δογματικές και τις δημοσιογραφικές και διπλωματικές (= που γράφτηκαν από διπλωμάτες). Βέβαια, από τις δημοσιογραφικές και διπλωματικές, άλλες είναι λιγότερο και άλλες περισσότερο ουδέτερες, τις κρατάμε, όμως, ως μια ειδική κατηγορία, υποθέτοντας ότι συγκροτούνται από πρακτικές γνώσεις.
Η βασική προσπάθεια των συγγραφέων των περιγραφικών μελετών, όπως είναι οι Τερλεξής, Crouzet, Τζερμιάς, Χρυσάνθου, Καζαμίας, και άλλοι, (= ακαδημαϊκοί), O’ Malley, Craig, Βενιζέλος και άλλοι, (δημοσιογράφοι), Κρανιδιώτης, και άλλοι, (διπλωμάτες) συνίσταται, μέσα από τον κριτικό έλεγχο των μαρτυριών, των αρχείων και εγγράφων, στη διαμόρφωση των αληθών πληροφοριών, θα γράφαμε καλύτερα των αληθών προτάσεων, οι οποίες μας οδηγούν να κατανοήσουμε το κυπριακό πρόβλημα. Βέβαια, η διαμόρφωση των αληθών προτάσεων, δηλαδή η περιγραφή ενός αντικειμένου είναι βασική προϋπόθεση για τη γνωστική του ιδιοποίηση, αυτό όμως δεν συγκροτεί, ταυτόχρονα, και επιστήμη. Η κάτωθι πρόταση του Δημαρά (2002) η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους δεν οικοδομεί επιστήμη, αλλά σύστημα πληροφοριών. Σύμφωνα μ’ αυτόν το συγγραφέα «την ιστορία τη συνθέτουμε με τεκμήρια και με μαρτυρίες. Εδώ μιλούμε τώρα για μαρτυρίες. Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξακριβώνουμε την αξιοπιστία των μαρτύρων. Βέβαια, από εκεί και πέρα θα ισχύσουν οι κανόνες της επιστήμης μας, η βασική δυσπιστία, οι διασταυρώσεις των πληροφοριών, οι έλεγχοι. Θα ισχύσουν οι κανόνες της ειδικής αγωγής μας, η απουσία από προκατάληψη, από πείσμα, η προθυμία για κάθε αναθεώρηση» (σ. θ).
Η προβολή των πληροφοριών ως σύστημα «επιστημονικής» γνώσης είναι μια πάγια πρακτική της αστικής τάξης. Στις μέρες μας, κατά την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έγινε η κυρίαρχη πρακτική της πιο πάνω τάξης και εντοπίζεται μέσα από τις προτάσεις, σύμφωνα με τις οποίες ζούμε στην «εποχή της πληροφορικής και της πληροφορίας», στην «εποχή της γνώσης». Η θεώρηση αυτή δεν είναι παρά μια στρατηγική της άρχουσας τάξης, που έχει ως σκοπό την αντικατάσταση της επιστημονικής πρακτικής, η οποία έχει ως αρχές της την αναζήτηση της αλήθειας και των κριτικό έλεγχο των επιστημονικών και πρακτικών γνώσεων των διάφορων κοινωνικών ομάδων και ατόμων (Μαντόγλου, Μελέτη, 2013). Η θεώρηση της πληροφορίας εμφανίζεται ως ουδέτερη γνώση. Στην πραγματικότητα είναι μια μορφή αντίστασης της άρχουσας τάξης της εποχής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, των κερδοσκόπων και των διευθυντών των πολυεθνικών επιχειρήσεων, στην αποκάλυψη της αλήθειας: ότι η άρχουσα τάξη είναι το πρόβλημα που θα πρέπει να επιλύσει η επιστήμη, ότι είναι εκμεταλλευτική, ότι κλέβει τους όρους ζωής των ανθρώπων και ότι δημιουργεί μαζική φτώχεια, αλλά και υποσιτισμό. Η άρχουσα τάξη, επιβάλλοντας τη θεώρηση της κοινωνίας της πληροφορίας, πέτυχε να ελέγξει τα Πανεπιστήμια, μετατρέποντας τους ακαδημαϊκούς σε πλροφοριοδότες της. Το πέτυχε, πρώτον, με τη μορφοποίησή τους μέσα από τα λογισμικά προγράμματα SPSS, SPAD κλπ και, δεύτερον, εξαγοράζοντάς τους με τη συμμετοχή τους σε χρηματοδοτημένες έρευνές, που σημαίνει κατευθυνόμενες έρευνες. Η πρόταση της κοινωνίας της γνώσης αναπαριστά την ανθρωπο-κοινωνική πραγματικότητα, κατά τρόπο αντιστραμμένο. Στην πραγματικότητα, με την ανοργανωσιά της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης, και τη μη διάκριση της πληροφόρησης από την παραπληροφόρηση, επιτάθηκε η χαοτική κατάσταση, οξύνθηκε το πρόβλημα της άγνοιας και έμειναν οι άνθρωποι χωρίς προσανατολισμό.
Η επιστήμη δεν είναι η περιγραφή των φαινομένων και, πιο συγκεκριμένα, η αναπαράστασή τους μέσα από τη διαμόρφωση αληθών πληροφοριών συγκροτημένων σε συστήματα ποσοτικοποιημένων προτάσεων. Η επιστήμη χρησιμοποιεί ως δεδομένα τις πληροφορίες και προσπαθεί να τις ταξινομήσει και να τις εξηγήσει, μέσα από την επεξεργασία εννοιών συγκροτημένων σε προτάσεων, δηλαδή θεωριών. Από τους περιγραφικούς συγγραφείς του απουσιάζει η προσπάθεια συγκρότησης θεωρίας για τη γνωστική ιδιοποίηση του κυπριακού προβλήματος, πράγμα που σημαίνει ότι η γνώση που δημιουργούν δεν ξεπερνά την πρακτική γνώση των δημοσιογράφων και διπλωματών και, πιο γενικά, την πρακτική γνώση των κυρίαρχων τάξεων. Μπορούμε να το δούμε αυτό και μέσα από τη χρήση από όλους τους ακαδημαϊκούς συγγραφείς του κυπριακού προβλήματος του όρου της «τουρκοκυπριακής μειονότητας» και την αποφυγή μελέτης του κυπριακού προβλήματος, πρώτον ως στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος, κατά τη φάση της μετάβασης από το αποικιακό στο νεοαποικιακό κοσμοσύστημα (Wallerstein, 2009, 2010, Magdoff, 2008) και, δεύτερον, με όρους εθνικο-απελευθερωτικούς, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση κομφορμιστικών στάσεων. Παράδειγμα είναι η χρήση, από το Τζερμιά (2004, ΙΙ), αλλά και από άλλους, των όρων των «δύο κοινοτήτων» και της «κοινής πατρίδας», Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων (σ.743), οι οποίοι οδηγούν στην αποδοχή μιας «ισότιμης» λύσης μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων τύπου συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και σχεδίου Ανάν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η μη χρήση, από τον ίδιο συγγραφέα της ανταρσίας, (η οποία προκλήθηκε με την αποχώρηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από την κυπριακή κυβέρνηση και τον εγκλεισμό των Τουρκοκυπρίων στους θυλάκους, όπου αυτοκυβερνώνται εξοπλιζόμενοι από την Τουρκία), ως κεντρικής έννοιας στην ανάλυσή του για τις πολιτικές σχέσεις στην Κύπρο. Η μη χρήση αυτής της έννοιας είχε ως συνέπεια να χαρακτηρίσει την μεν προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να ελέγξει τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου, στις 15 Νοεμβρίου 1967, ως ανεύθυνη και την δε απέλαση του Ντενκτάς στην Τουρκία, στις 31 Οκτωβρίου 1967, ως μη σώφρων, (σ. 657) Όμως, εάν χρησιμοποιήσουμε ως κεντρική έννοια την ανταρσία, τότε θα μπορέσουμε να δούμε ότι οι δύο πράξεις της κυπριακής κυβέρνησης ήταν, από την πλευρά του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πρακτικής, νόμιμες, διότι σκοπό είχαν να επαναφέρουν στην τάξη μια μικρή σοβινιστική μειοψηφία, η οποία, εξάλλου, υποκινούταν από την Άγκυρα, που προσπαθούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες, αλλά και καιροφυλακτούσε να βρει την ευκαιρία για την κατάληψη της Κύπρου. Να γράψουμε ότι, κατά ένα γενικά τρόπο, η προσπάθεια σύλληψης του κυπριακού προβλήματος, από τους περιγραφικούς μελετητές, έξω από την επεξεργασία θεωρίας, έχει ως συνέπεια τη δημιουργία πολλών ασαφειών, όσον αφορά τις συγκρουσιακές πρακτικές των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στην πραγματικότητα, δεν δηλώνεται με σαφήνεια ότι η σύγκρουση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι σύγκρουση μεταξύ κατακτημένων και κατακτητών.
Όπως οι ακαδημαϊκοί συγγραφείς, έτσι και οι δημοσιογράφοι O’ Malley και Craig (2002) δεν χρησιμοποιούν, αλλά ούτε και επεξεργάζονται ένα σύνολο εννοιών, οι οποίες να αναπαριστούν με ακρίβεια τις σχέσεις που διαμορφώνουν το κυπριακό πρόβλημα. Χαρακτηρίζουν τις συγκρούσεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ως «τυχοδιωκτική επιθετικότητα και των δύο πλευρών» (σ. 185). Οι παρατηρήσεις αυτές μας οδηγούν να γράψουμε ότι οι μελέτες των ακαδημαϊκών είναι της ίδιας ποιότητας με αυτές των δημοσιογράφων, δηλαδή έχουν χαρακτήρα δημοσιογραφικό.
Οι «κυπριωτιστές» ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι (οι οποίοι υποτίθεται επιδιώκουν μια λύση του κυπριακού με κέντρο την Κύπρο και χωρίς τις μητέρες πατρίδες Ελλάδα και Τουρκία) αντιστρέφουν, εξολοκλήρου, την πραγματικότητα ταυτιζόμενοι με την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Άγκυρα. Σύμφωνα με τον Κιουτσούκ, αντιπρόεδρο της κυπριακής κυβέρνησης της ζυριχικής περιόδου 1960-1963, οι έγκλειστοι στους θυλάκους Τουρκοκύπριοι ήταν όμηροι στην ίδιά τους τη χώρα, ωσότου απελευθερώθηκαν τον Ιούλιο του 1974 από τον τουρκικό στρατό ειρήνης (Τζερμιάς, 2004, σ. 565). Ο «κυπριωτιστής» Hasguler, (2006), γράφει ότι «η κρίση που ξέσπασε το Δεκέμβριο του 1963 στην Κύπρο (…) οδήγησε τους Τουρκοκυπρίους σε μια κατάσταση καταπίεσης και πολιορκίας» (σ. 83). Εξάλλου, σύμφωνα με το συγγραφέα, το κυπριακό πρόβλημα δεν δημιουργείται μέσα από την αποικιοκρατική σχέση και τη βούληση για την επανακατάκτηση της Κύπρου από την Τουρκία. Είναι τέκνο του τουρκικού και του ελληνικού εθνικισμού (σ. 76). Δε θα επιμείνουμε άλλο. Θα περιοριστούμε να γράψουμε ότι οι Έλληνες «κυπρωκεντρικοί» αναπαράγουν τα ίδια επιχειρήματα της Άγκυρας και των Τουρκοκυπρίων «κυπριωτιστών», ότι δηλαδή οι Τουρκοκύπριοι ήταν μια καταπιεσμένη ομάδα από τους Ελληνοκυπρίους και ότι το κυπριακό πρόβλημα είναι το αποτέλεσμα του τουρκικού και του ελληνικού εθνικισμού και, πιο συγκεκριμένα, εθνικιστικών ομάδων. Να τονίσουμε ότι οι «κυπριωτιστές», κατά κανόνα, και κατ’ αντίθεση με τους περιγραφικούς συγγραφείς που προσπαθούν να διαμορφώσουν αληθείς πληροφορίες, χωρίς να έχουν μελετήσει συστηματικά την ιστορία της Κύπρου, αλλά και αγνοώντας τον τρόπο παραγωγής επιστημονικής γνώσης, ξεκινούν από την αναπαράσταση της θυματοποίησης των Τουρκοκυπρίων (βλέπε και Κουφουδάκης, 2008) και της δημιουργίας του κυπριακού προβλήματος από το αμοιβαίο μίσος των δύο εθνικισμών και, έξω από κάθε μορφή θεμελίωσης, προτείνουν την επίλυσή του (του κυπριακού προβλήματος) στη βάση της «ισοτιμίας», όπως είναι π.χ. αυτή του ζυριχικού καθεστώτος και του σχεδίου Ανάν. Θα υποστηρίζαμε ότι, κατ’ αντίθεση με την επιστημονική πρακτική, οι «κυπρωκεντριστές» γράφουν πρώτα τα συμπεράσματά τους και μετά διαμορφώνουν ένα σύνολο μισοπραγματικών-μισοφανταστικών, αλλά και μισο-ιστορικών, προτάσεων, που τα επαληθεύουν. Ο Umit Ιnatçι (2006) γράφει ότι επειδή δεν είναι απαραίτητη η ιστορία για την κατανόηση του κυπριακού προβλήματος, θα το εξετάσουμε μέσα από τη φιλοσοφία. «Το κυπριακό πρόβλημα δεν είναι αιτία του μίσους, αλλά ό,τι προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτού. Το διακοινοτικό πολιτικό αδιέξοδο είναι πλέον το μίσος αυτό καθ’ εαυτό» (σ. 23-24). Σύμφωνα με το συγγραφέα, το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, μεταξύ άλλων, και μέσα από τις συγκρουσιακές σχέσεις των κατακτητών Τούρκων και των κατακτημένων Ελλήνων. Μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από το «μίσος». Και αυτό «δεν είναι ιστορικό», διότι αν ήταν θα μας έλεγε ότι είναι ένα μίσος των κατακτημένων, που δεν δέχονται την υποταγή στον κατακτητή, και ένα μίσος των κατακτητών, που αρνούνται να δεχτούν την απελευθέρωση των κατακτημένων (Fanon, 1982).
Οι περιγραφικοί συγγραφείς δημιούργησαν, ένα σύνολο πληροφοριών, οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε το κυπριακό πρόβλημα. Οι «κυπριωτιστές» παραμόρφωσαν το σύνολο των πληροφοριών, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη δημιουργία μιας διεστραμμένης εικόνας: εμφανίζει τους Τούρκους κατακτητές ως θύματα και καταπιεσμένους. Με εξαίρεση τον Ψυρούκη (1975, 1980, 1983), ο οποίος χρησιμοποίησε όρους εθνικο-απελευθερωτικούς, τόσο οι περιγραφικοί όσο και οι κυπριωτιστές συγγραφείς δεν οικοδόμησαν μια επιστημονική αναπαράσταση, η οποία να μας βοηθάει να κατανοήσουμε το κυπριακό πρόβλημα. Η αδυναμία αυτή οφείλεται στον τρόπο άσκησης της «επιστήμης» από την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Βέβαια, ο τρόπος αυτός μας ανάγει σ’ ένα γενικότερο πρόβλημα. Εδώ, όμως, περιοριζόμαστε στην Ελλάδα και στην Κύπρο, οι οποίες φαίνεται να αποτελούν ένα τυπικό παράδειγμα τριτοκοσμικών χωρών, όπου οι ακαδημαϊκές γνώσεις δεν παράγονται, στα πλαίσια της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά εισάγονται από τις χώρες του κέντρου και διδάσκονται, διαδίδοντας τόσο τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό (Wallerstein, 2011), όσο και τον τρόπο αμφισβήτησης του. Παραδείγματα εισαγωγής τέτοιων γνώσεων είναι η φιλελεύθερη οικονομική θεωρία, ο κεϋνσιανισμός, η θεώρηση του ουδέτερου κράτους, ο μαρξισμός, ο βεμπερισμός, ο Πολανισμός κλπ. Βέβαια, δεν υποστηρίζουμε ότι δεν θα πρέπει να διδάσκονται, στην Ανώτατη Εκπαίδευση, οι θεωρίες αυτές. Το πρόβλημα, που δημιουργείται, είναι ότι, κατά κανόνα, αυτές εισάγονται χωρίς να ελέγχονται και δεν έχουν και πολλή σχέση με τις ανθρωπο-κοινωνικές σχέσεις των χωρών που τις δεξιώνονται. Δηλαδή, οι ιδιόμορφες ανθρωπο-κοινωνικές σχέσεις στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνονται στις εισαγόμενες αναπαραστάσεις και τεχνικές διαχείρισης του βιομηχανικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος των χωρών του πυρήνα (Wallerstein, 2009, 2010). Τελευταίο παράδειγμα εισαγωγής γνώσης, ως ξένου σώματος προς τον ελληνικό ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό, είναι αυτή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αφού, για πολλά χρόνια, απέτυχε εισαγωγή της με ειρηνικά μέσα, άρχισε, από το 2009 στην Ελλάδα και από το 2013 στην Κύπρο, να επιβάλλεται, με τη βία, από τις λεγόμενες μνημονιακές κυβερνήσεις σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι εισαγωγείς δεν προσπαθούν να προσαρμόσουν τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στην ελληνική κοινωνία. Αντίθετα, προσπαθούν να προσαρμόσουν την τελευταία στην πρώτη, συμμετέχοντας, κυριολεκτικά, στο ξήλωμά της την (αφού μέσα σε πέντε χρόνια επιτεύχθηκε η μείωση του εθνικού εισοδήματος κατά 25%, η δημιουργία 1.500.000 ανέργων, η μείωση της αμυντικής ικανότητας της Ελλάδας, η μαζική μετανάστευση 250.000 νέων πτυχιούχων και η αυτοκτονία 5.000 ανθρώπων) και μετατρέποντας την σε νεο-αποικία.
Όμως, οι ακαδημαϊκοί, όπως και στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, δεν κατέβαλαν καμιά προσπάθεια οικοδόμησης επιστημονικών θεωριών, οι οποίες να αναπαριστούν πιστά τον ελληνικό ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό. Αυτά που γράφουμε εδώ, δεν μας οδηγούν να υποστηρίξουμε ότι οι εισαγόμενες θεωρίες δεν παίζουν κανένα ρόλο. Αντίθετα, εντοπίζουμε δύο. Σύμφωνα με τον ένα, οι εισαγόμενες θεωρίες λειτουργούν ως δόγματα και μετέχουν τόσο στη συγκρότηση των ατομικών ταυτοτήτων των ακαδημαϊκών, αλλά και των φοιτητών, όσο και στη συγκρότηση τους σε ομάδες οικονομικο-φιλελεύθερες, κεϋνσιανές, μαρξιστικές, βεμπεριανές, πολανικές κλπ. Σύμφωνα με τους δύο ρόλους, οι ακαδημαϊκοί, κατασκευάζοντας τους εαυτούς τους ως «Ευρωπαίους», που θεωρούν ότι είναι ένα ανώτερο είδος από αυτό των Ελλήνων, μετέχουν στον «εξευρωπαϊσμό» της Ελλάδας ή, με άλλους όρους, στην ενσωμάτωση της τελευταίας ως νεοαποικιακής περιφέρειας των κεντρικών κοινωνικών σχηματισμών. Αυτό, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι, πρώτον, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί, δεν υπάρχουν ως αυτόνομη επιστημονική κοινότητα και, δεύτερον, η Ελλάδα δεν έχει ένα δικό της αυτόνομο προσανατολισμό. Οι πρακτικές αυτές δεν εντοπίζονται μόνο στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Εντοπίζονται, επίσης, και μέσα από περιοδικά που εκδίδονται από ακαδημαϊκούς. Τέτοια είναι: «Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών», «Θέσεις», «Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών», «Ουτοπία», «Επιστήμη και κοινωνία», «Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών» κλπ, των οποίων οι διευθυντές και οι ομάδες που τα ελέγχουν, ως κομπραδώροι της γνώσης, αλλά και ως πάτρωνες, όπως και οι ακαδημαϊκοί, περιοριζόμενοι να εισάγουν γνώση, δεν δημοσιεύουν επιστημονικά άρθρα, δηλαδή άρθρα τα οποία είτε είναι έξω από την προοπτική των δογμάτων, που υποβαστάζουν τα περιοδικά τους, είτε δείχνουν την επιστημονική ανεπάρκεια των τελευταίων. Δημοσιεύουν εισαγομένη από τους πελάτες τους γνώση. Η κριτική διάθεση και ο έλεγχος των ακαδημαϊκών θεωριών και πρακτικών, δύο βασικών αρχών άσκησης της επιστήμης, είναι πράγματα απορριπτέα. Να υποστηρίξουμε ότι η μη δημοσίευση άρθρων που δείχνουν την ανεπάρκεια των κυρίαρχων δογμάτων, όπως είναι ο νέο-φιλελευθερισμός, κεϋνσιανισμός, βεμπερισμός, μαρξισμός κλπ, μας δείχνει ότι η «κοινωνία των πολιτών», η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισοδυναμεί με την κοινωνία των πελατών, που εκφράζεται από τα «επιστημονικά» περιοδικά, δεν λειτουργεί ως μορφή αντίστασης της κοινωνίας ενάντιο στο κράτος, αλλά ως πόλοι εξουσίας των ατόμων και μικρο-ομάδων που τα συγκροτούν. Στην πραγματικότητα η «κοινωνία των πολιτών», που συγκροτείται από αυτά τα περιοδικά, λειτουργεί ενάντια στους πολίτες, όπως και η πολιτική κοινωνία, πράγμα που έχει ως συνέπεια, από τη μια, την ακύρωση της δημοκρατίας, η οποία έχει την τάση, μέσα από τη λογική του ανταγωνισμού των επιστημόνων, να ανανεώνει την κοινωνία και, από την άλλη, τη δημιουργία αγκυλώσεων, που μακροχρόνια οδηγούν σε καταστροφές όπως π. χ. η κατάληψη της Κύπρου το 1974, οι δανειακές συμβάσεις - μνημόνια, των ετών 2009 - 2015, ή όπως αυτές που επαγγέλλονται η τουρκική απειλή στο Αιγαίο και η εγκατάσταση του Barbaros στην κυπριακή Α.Ο.Ζ.
Αν και η εισαγωγή της γνώσης διαμορφώθηκε, κατά τρόπο αυθόρμητο, την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού, το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα (Δημαράς, 2002, Κονδύλης 1988) δηλαδή πριν τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους σε κράτος, εντούτοις μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή η κατάσταση συνέχισε να αναπαράγεται μέσα από μια συνειδητή πολιτική επιλογή. Το βλέπουμε αυτό μέσα από δύο παραδείγματα. Το ένα σχετίζεται με τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, (Τ.Ε.Ι.). Τα ιδρύματα αυτά, από την εποχή της ίδρυσής τους, λειτουργούν με εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο έχει προσόντα φοιτητή, πράγμα που σημαίνει ότι αγνοεί τον τρόπο δημιουργίας ακαδημαϊκής γνώσης, και ως εκ τούτου είναι υπόχρεο να την εισάγει. Το 2001, οπότε ψηφίστηκε ο νόμος 2916 για την ανωτατοποίηση των Τ.Ε.Ι., έγινε συνείδηση ότι το πιο πάνω προσωπικό είχε τα προσόντα φοιτητή, διότι πολλοί από τα μέλη του άρχισαν να εγγράφονται σε πανεπιστήμια για να κάμουν μεταπτυχιακές σπουδές τύπου Masters και διδακτορικές διατριβές. Αυτό είχε ως συνέπεια ένας μεγάλος αριθμός από το εκπαιδευτικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι. να είναι, από το 2001 και μέχρι τις μέρες μας, ταυτόχρονα «ακαδημαϊκοί δάσκαλοι», που οργανώνουν αυτόνομα μαθήματα, και φοιτητές (Χαραλάμπους, 2001). Ένα δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται στη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της κυβέρνησης Καραμανλή του 2006. Αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, αρνείται να χρηματοδοτήσει τα πανεπιστήμια με το σκοπό να τα εντάξει στην προοπτική της δημιουργίας ακαδημαϊκής γνώσης. Φαίνεται να θεωρεί ότι οι ανάγκες της Ελλάδας ικανοποιούνται μέσα από την εισαγωγή της. Να υποστηρίξουμε ότι, κατά ένα γενικό τρόπο, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης, στην Ελλάδα, δεν ευνοεί τη δημιουργία καινοτομικής γνώσης, δηλαδή επιστήμης, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη μη επεξεργασία προταγμάτων για έναν αυτόνομο ιστορικό προσανατολισμό των Ελλήνων. Αντίθετα, ευνοεί την αναπαραγωγή του φαινομένου της εισαγόμενης γνώσης, που έχει ως συνέπεια την εισαγωγή προταγμάτων, τα οποία είναι στις προοπτικές των ιστορικών προσανατολισμών των χωρών του κέντρου και των αντιπάλων των Ελλήνων. Αυτό παρατηρείται και στη γνώση που αφορά το κυπριακό πρόβλημα και εντοπίζεται, μεταξύ των άλλων, και στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν, το οποίο εσωτερικεύει ένα διεθνές πρόταγμα που μπαίνει στην προοπτική του ιμπεριαλιστικού προσανατολισμού των Αγγλο-αμερικανών και του επεκτατισμού των Τούρκων, αντιστρατεύεται όμως την αυτονομία των Κυπρίων.
Μέσα από τον τρόπο, που οικοδομούνται και λειτουργούν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μπορούμε να δούμε ότι το κυρίαρχο κομματικό σύστημα της Ελλάδας αρνείται να καθορίσει μια επιλογή, η οποία να την οδηγεί προς την επιβίωση, στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος. Δεν αντιστέκεται, μέσα από την παραγωγή ανθρώπων με ικανότητες δημιουργίας πνευματικού και τεχνικού πολιτισμού αντάξιου των διεθνών αντιπάλων της Ελλάδας. Αντίθετα, μπαίνει στην προοπτική της καταστροφής της τελευταίας, μετατρέποντας το ακαδημαϊκό προσωπικό σε κομματικούς πελάτες και εκδιώκοντας από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τις ενεργές μειονότητες, τους δυνητικούς δημιουργούς καινοτομικού πολιτισμού.
6. Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα
Το 90% των φοιτητών είναι απόν από τα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, κάνει όμως την εμφάνιση του κατά την περίοδο των εξετάσεων, στο τέλος κάθε εξαμήνου. Αν συγκρίνουμε τους Έλληνες φοιτητές με τους φοιτητές άλλων χωρών, όπου, ως εκ του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης, είναι υπόχρεοι να παρακολουθούν τα μαθήματα καθ’ όλη την ακαδημαϊκή χρονιά, τότε θα παρατηρήσουμε μια ποιοτική διαφορά στον τρόπο συγκρότησή τους ως ανώτατα στελέχη. Θα γράφαμε ότι οι Έλληνες φοιτητές, με την αφιέρωσή τους για ένα μήνα, κατά την περίοδο των εξετάσεων, για κάθε εξάμηνο ή για δύο μήνες για κάθε ακαδημαϊκή χρονιά, για την εκπαίδευσή τους, δε μορφοποιούνται ως ανώτατα στελέχη. Ή, για να το αποδώσουμε με πιο ακριβείς όρους, οι ικανότητές τους παραμένουν ουσιαστικά αναλλοίωτες, που σημαίνει ότι δεν μεταβάλλονται από πρακτικές σε επιστημονικές. Δεν αναπτύσσουν ικανότητες σύλληψης της πολυπλοκότητας και της μακράς διάρκειας. Βέβαια, υπάρχει το υπόλοιπό 10% των φοιτητών που παρακολουθεί τα μαθήματά του. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να υποστηρίξουμε ότι δημιουργούνται ως άνθρωποι με στελεχικές ικανότητες και ως πνευματικοί ταγοί, διότι η λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης δε βασίζεται στη μύηση στην επιστήμη. Βασίζεται στη μέθοδο της αποστήθισης, η οποία δεν έχει ως στόχο την κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά την αποστήθιση ενός βασικού συγγράμματος, το οποίο, κατά κανόνα, ελάχιστη σχέση έχει με την ελληνική πραγματικότητα, αφού συγκροτείται από αλλότριες θεωρίες.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η απουσία των φοιτητών από τα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., η μέθοδος της αποστήθισης του ενός συγγράμματος και οι αλλότριες θεωρίες συγκροτούν τον τρόπο παραγωγής των ανώτατων στελεχών και των πνευματικών ταγών της Ελλάδας. Ο τρόπος αυτός παραγωγής εξηγεί τόσο τους αυτοσχεδιασμούς και τις ανικανότητες των ανώτατων κρατικών υπαλλήλων, όσο και την ποιότητα των μελετών γενικά και του κυπριακού ζητήματος ειδικότερα. Όσον αφορά τις μελέτες να γράψουμε ότι, κατά ένα γενικό τρόπο, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν εκπληρώνουν το ρόλο τον οποίον αναλαμβάνουν, αφού δεν δημιουργούν επιστημονική γνώση. Αντίθετα, εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, μέσα από το ρόλο του εισαγωγέα αλλότριων θεωριών. Βέβαια, αναφερθήκαμε στη μη παρακολούθηση των μαθημάτων και στη μέθοδο της αποστήθιση, και δεν αναφερθήκαμε στους Έλληνες φοιτητές, που κάνουν εξολοκλήρου τις σπουδές τους στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Να γράψουμε ότι και αυτοί παρά το ότι παίρνουν μια καλύτερη μόρφωση, εντούτοις η συμπεριφορά τους δεν διαφοροποιείται από τους αποφοιτήσαντες στην Ελλάδα. Φαίνεται, ότι κατά κανόνα δεν επιλέγουν τις ακαδημαϊκές σπουδές από αγάπη της γνώσης, αλλά για λόγους κοινωνικής ανέλιξης. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι Έλληνες διανοούμενοι, που συγκροτούνται ως καινοτόμοι, δεν γίνονται ποτέ αποδεκτοί από το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Αντίθετα, είτε απορροφώνται από τα Πανεπιστήμια των χωρών του κέντρου είτε απλά αφήνονται έξω από τα Α.Ε.Ι., ένεκα της μη υποταγής τους στις αρχές της μετριότητας της ακαδημαϊκής κοινότητας.
7. Οι πολιτικοί και οι πνευματικοί ταγοί των Ελλήνων
Οι Έλληνες φοιτητές, οι οποίοι, κατά κανόνα, πηγαίνουν στις χώρες του κέντρου όχι για να μυηθούν στην τέχνη της επιστήμης, αλλά για να αποκτήσουν ένα επιπλέον προσόν κοινωνικής ανέλιξης, το διδακτορικό, όταν επιστρέφουν στην Ελλάδα, γίνονται ακαδημαϊκοί με το ρουσφέτι και μετά προσπαθούν να το παίξουν σπουδαίοι καινοτόμοι διαδίδοντας, μεταξύ των άλλων «την πρωτότυπη» ιδέα ότι οι Ελληνοκύπριοι για να μην είναι «εθνικιστές» θα πρέπει ν’ αγαπούν τους κατακτητές τους, τους Τουρκοκύπριους, διότι αυτοί είναι που «καταπιέζονται» στην Κύπρο.
Να υποστηρίξουμε ότι οι άρχουσες ομάδες, στην Ελλάδα, οικοδόμησαν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τέτοιο τρόπο, που παράγει ανώτατα στελέχη με ανεπαρκείς στελεχικές και αντιληπτικές ικανότητες. Η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα και η ανεπαρκής στελεχική ικανότητα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με το οποίο τα ανώτατα στελέχη είναι μικρότερου μεγέθους από τις πολύπλοκες καταστάσεις, θεωρητικής και πρακτικής σημασίας, που αντιμετωπίζουν. Αυτό εξηγεί πρακτικές όπως:
- η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, από τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, το Φλεβάρη του 1959. Όταν, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει πιο πάνω, μετά από πολλά χρόνια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ρωτήθηκε για το θέμα αυτών των συμφωνιών, υποστήριξε πως η παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην Άγκυρα ήταν πράξη θετική, αφού έτσι αποφεύχθηκε ο πόλεμος,
- η απόσυρση, από τον Παπαδόπουλο, το 1968, του στρατού των 10.000 ανδρών, που υπεραμύνονταν των ελληνικών εδαφών της Κύπρου, πράγμα που είχε ως συνέπεια την κατάληψη της τελευταίας, το 1974, χωρίς αντίσταση,
- - η αποδοχή από τον Πρωθυπουργό Σημίτη της μη εγκατάστασης των ρωσικών πυραύλων στην Κύπρο, που άφησε την Κύπρο έρμαιο της τουρκικής απειλής,
- η εύνοια του κεφαλαίου με το σκοπό να προκληθεί οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Η πρόταση αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή αν γράψουμε ότι στην Ελλάδα το μεγάλο κεφάλαιο ήταν πάντα κερδοσκοπικό και όχι αναπτυξιακό. Το βιομηχανικό παραγωγικό κεφάλαιο ήταν πάντα περιθωριακό. Η εύνοια του μεγάλου κεφαλαίου είναι μια οικονομική πολιτική αφελής, διότι έχει ως συνέπεια την επίταση της κερδοσκοπίας και όχι της ανάπτυξης,
- η υποστήριξη, από ακαδημαϊκούς δασκάλους ότι οι Τουρκοκύπριοι καταπιεζόντουσαν από τους Ελληνοκυπρίους, και ότι το σχέδιο Ανάν, που κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν μια συμφέρουσα λύση για τους τελευταίους,
- η μη κατανόηση ότι η Ελλάδα αποτελεί έναν ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό με δική του ιστορία και ιδιαιτερότητες και εφαρμογής οικονομικών πολιτικών όπως είναι ο νέοφιλελεφθερισμός και ο κεϋνσιανισμός κλπ.
- η μη κατανόηση ότι η Ελλάδα έχει συμφέρον να διαμορφώσει μια πολυμερή διεθνή πολιτική και να έρθει σε ρήξη με το «ανήκομε στη Δύση»,
- η μη κατανόηση ότι η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να είναι επιθετική και όχι αμυντική, διότι πρώτον, με τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, μετατρέπει την Ελλάδα σε αποικία και, δεύτερον, οφείλει το χρέος και τις πολεμικές αποζημιώσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες είναι πολλαπλάσιες του χρέους της Ελλάδας.
Βέβαια, οι αχρείοι Πρωθυπουργοί, αλλά και Πρόεδροι, Παπανδρέου, Παπαδήμος Σαμαράς, αχριστόφιας και Αναστασιάδης, στερούμενοι κάθε μορφή εθνικής αξιοπρέπειας, δεν θα έκαναν μια τέτοια επιθετική πολιτική. Όμως, η κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία ισχυριζεται ότι τα «μνημόνια τέλειωσαν», θα μπορούσε να την κάνει. Θα μπορούσε να είχε λύση το πρόβλημα, μεταθέτοντας την ευθύνη του χρέους στους δανειστές και στις ελληνικές μνημονιακές κυβερνήσεις, που εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό. Θα έπρεπε, αν και τώρα δεν είναι πολύ αργά, να ψηφίσει, μόλις είχε πάρει την εξουσία, ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι παράνομο διότι, πρώτον, ήταν σκόπιμα μεγεθυσμένο και, δεύτερον, δεν έγινε προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά των τραπεζιτών. Αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δηλαδή οι θεσμικοί εκπρόσωποι των κερδοσκόπων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, είχαν πρόβλημα ας προσέφευγαν στα Διεθνή Δικαστήρια.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να διαπραγματευτεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με το σκοπό να πετύχει μια «έντιμη συμφωνία» είναι το λιγότερο, που μπορούμε να γράψουμε, πολιτική αφέλεια, διότι δεν διαπραγματεύεται κάποιος έντιμα με αλήτες κερδοσκόπους. Το ότι, ιδιαίτερα, η Γερμανία εδώ και περισσότερους από τέσσερεις μήνες αρνείται πεισματικά την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για επιστροφή στην ανάπτυξη εντός του ευρώ (Στεμπίλη, 4/6 - 10/6/2015, σ. 11) σημαίνει ότι δεν θέλει την Ελλάδα ως ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, αλλά ως αποικία της και άρα νομιμοποιείται η πρόταση της ρήξης. Το πρόβλημα τίθεται με καθαρούς όρους συσχετισμού δυνάμεων. Βέβαια, η Ελλάδα είναι μια μικρή δύναμη. Έχει, όμως, με το μέρος της το νόμο, τους φυσικούς της πόρους και τη γεωστρατηγική της θέση. Εξάλλου, δύο φορές, στην πρόσφατη ιστορία της, η Ελλάδα προσπάθησε να κάνει μια σχετικά αυτόνομη διεθνή πολιτική και πέτυχε και τις δύο. Η μία αφορά την προσπάθεια του Μακαρίου να κατοχυρώσει τα κυριαρχικά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο, κατά την περίοδο 1964 - 1974, και η άλλη αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου, κατά τη δεκαπενταετία 1981 1996. Η προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου άρχισε να στέφεται με επιτυχία, ιδιαιτέρα, με τη διαμόρφωση του ενιαίου αμυντικού δόγματος και χώρου μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, κατά το πρώτο ήμιση της δεκαετίας του 1990 (Νεάρχου, 2014).
Θα γράφαμε ότι, η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα των πολιτικών και πνευματικών ταγών, έχει ως συνέπεια τη δημιουργία και όχι την επίλυση των προβλημάτων του ελληνικού ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού. Παράδειγμα δημιουργίας προβλήματος είναι, πάλι, η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, το 1959. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν αντιμετώπισε την Τουρκία ως επεκτατική δύναμη, αλλά ως δύναμη σύμμαχο της Ελλάδας με κοινό αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση, και γι’ αυτό θεώρησε πως η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου αποτέλεσε λύση του κυπριακού προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα θεώρησε πως αυτή η υπογραφή αποτέλεσε «την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του». Όμως, δεν πέρασε και πολύς καιρός και όλοι κατάλαβαν ότι η υπογραφή δεν επέλυσε, αλλά επιδείνωσε το πρόβλημα.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η μη κατανόηση των επιλογών των μακαριακών κυβερνήσεων. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που δεν γίνεται κατανοητό είναι ότι ο Μακάριος εντάχθηκε στο «κίνημα των αδεσμεύτων», αλλά ζήτησε και τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, με το σκοπό να αποφύγει τον έλεγχο της Κύπρου από την Τουρκία, που επεδίωκαν τόσο η Βρετανία, όσο και οι Η.Π.Α. Εξάλλου γνωρίζουμε ότι τόσο η πρώτη όσο και οι δεύτερες αρνήθηκαν την αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων. Η μεν Βρετανία την αρνήθηκε και όταν ακόμα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, Υφυπουργός Εξωτερικών, της προσέφερε τη δημιουργία μιας βάσης στην Ελλάδα, οι δε Η.Π.Α. και όταν ακόμη ο Μακάριος τους προσέφερε μια βάση στην Κύπρο, το 1964. Θα υποστηρίζαμε ότι ο Μακάριος εντάχθηκε στο «κίνημα των αδεσμεύτων» επειδή η Βρετανία και οι Η.Π.Α. ορίστηκαν ως αντίπαλοι των Ελληνοκυπρίων και ως σύμμαχοι των Τούρκων κατακτητών.
Ένα τρίτο παράδειγμα που δημιουργεί πρόβλημα, είναι η μη κατανόηση του επιτεύγματος της αναγνώρισης του Ελληνοκυπριακού κράτους από τη διεθνή κοινωνία, κατά την περίοδο 1964-1974. Αυτό που δε γίνεται κατανοητό είναι ότι, μέσα από τη δράση των μακαριακών κυβερνήσεων, η διεθνής κοινωνία, αναγνώρισε ότι η Κύπρος είναι ελληνική και ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μια μειοψηφία πρώην κατακτητών, οι οποίοι εξάλλου θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους αν η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α. δεν εφάρμοζαν την αρχή του διαίρει και βασίλευε. Κατ’ αντίθεση μ’ αυτή την αναπαράσταση, υποστηρίζεται, από πολλούς συγγραφείς, ότι τα δεινά της Κύπρου οφείλονται στις μακαριακές πολιτικές, που αντί να επιδιώξουν την ειρηνική συμβίωση, όταν δεν εντάσσονταν στην προοπτική της εξολόθρευσής, καταπίεζαν τους Τουρκοκυπρίους.
Ένα τέταρτο πρόβλημα, το οποίο θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες, αφορά το σύνολο των ανωτάτων στελεχών και συνίσταται στο ότι το εκπαιδευτικό σύστημα οργανώνεται κατά τέτοιο τρόπο, από τα ανώτατα τεχνοκρατικά κυβερνητικά στελέχη, που να μην παράγει στελέχη με ικανότητες σύλληψης πολύπλοκων μηχανισμών και της μακρά διάρκειας. Συνέπεια αυτού είναι να παρατηρούμε, στην καθημερινή πολιτική πρακτική την ενασχόληση των ανώτατων στελεχών με την επίλυση μικροπροβλημάτων ατομικών περιπτώσεων - πελατών. Η επίλυση όμως των ατομικών προβλημάτων έχει ως συνέπεια τη δημιουργία κοινωνικών προβλημάτων. Το ζήτημα αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό αν γράψουμε ότι, πρώτον τα στελέχη διαμορφώνονται, όπως ήδη τονίσαμε, χωρίς να είναι παρόντες στα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. και, δεύτερον, στα «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» τείνει να επικρατήσει η διδασκαλία των τεχνικών μεθόδων, όπως ερωτηματολόγια, στατιστικές μέθοδοι, λογισμικά προγράμματα τύπου SPSS και SPAD, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πληροφοριών – ιδεολογίας για τους τεχνοκράτες, μέσα από τη μελέτη μικρομεγεθών, και εγκαταλείπεται η επιστημονική πρακτική που ορίζει ως γνωστικά αντικείμενα μακρομεγέθη. Εγκαταλείπεται μελέτη ολόκληρων κοινωνικών συστημάτων και μεγαλοπεριόδων, σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, σχέσεων μεταξύ πολιτικού, οικονομικού, βιολογικού, ιδεολογικού και στρατιωτικού πεδίου. Το πρόβλημα, δηλαδή, που τίθεται είναι, πρώτον, να μη θίγεται η ύπαρξη προβλημάτων, που δείχνουν την αναγκαιότητα των μετασχηματισμών και, δεύτερον, να δημιουργείται γνώση, η οποία εξυπηρετεί τη διαχείριση μικροσυστημάτων από τους τεχνοκράτες. Ως μικροσυστήματα θεωρούμε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τους κρατικούς μηχανισμούς. Δηλαδή, με τη διδασκαλία των τεχνικών μεθόδων τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα μετατρέπονται σε τεχνοκρατικά ιδρύματα, τα οποία παράγουν τεχνοκρατικά στελέχη με ικανότητες διαχείρισης μικροσυστημάτων. Συνέπεια αυτού είναι τα τεχνοκρατικά αυτά στελέχη, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις, ν’ αγνοούν τον τρόπο αντιμετώπισης μακροπροβλημάτων όπως αυτά π.χ. του κοινωνικού μετασχηματισμού, που αναπροσαρμόζει την κοινωνία στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον του κεφαλαιοκρατικού κοσμοσυστήματος. Παράδειγμα τέτοιας άγνοιας εντοπίζουμε μέσα από τις πρακτικές των κυβερνήσεων, οι οποίες προσπαθούν να προσαρμόσουν την ελληνική κοινωνά στο διεθνές περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με τη λήψη ενός συνόλου οικονομικών μέτρων και δεν καταλαβαίνουν ότι προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος τους είναι ο μετασχηματισμός του τρόπου παραγωγής των πολιτικών και πνευματικών ταγών και η δημιουργία τέτοιων με ικανότητες αντιμετώπισης μακροπροβλημάτων όπως είναι τα διεθνικά. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι επενδύσεις για τη δημιουργία «ανθρώπινου κεφαλαίου» είναι μεγαλύτερης σημασίας από τις επενδύσεις για την παραγωγή υλικών αγαθών, ότι οι άνθρωποι υπερέχουν των τεχνικών οργάνων που χρησιμοποιούν, αφού πολυμήχανοι άοπλοι στρατιώτες νίκησαν στο Βιετνάμ, αλλά και στο Αφγανιστάν, τις πιο εξελιγμένες πολεμικές μηχανές των Η.Π.Α. και της Ρωσίας.
Να υποστηρίξουμε ότι το βασικό πρόβλημα-πυρήνας, που δημιουργούν οι πολιτικοί ηγέτες, εντοπίζεται στον τρόπο οργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία δεν αποδέχεται εκπαιδευτικό προσωπικό με ακαδημαϊκά προσόντα. Αντίθετα αποδέχεται εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο το μόνο που γνωρίζει είναι είτε μόνο η αποστήθιση των θεωριών, που δημιουργήθηκαν στις χώρες του κέντρου, και οι οποίες παράγουν στελέχη και ηγέτες ξένα από τα ελληνικά προβλήματα, είτε τις τεχνικές δημιουργίας πληροφοριών, όπως είναι διάφορα λογισμικά προγράμματα, τα οποία, πάλι, δημιουργούν στελέχη και ηγέτες κενά περιεχομένου, αφού αυτές δεν αναπαριστούν παρά μόνο τις ποσότητες. Οι ποιότητες δεν υπάρχουν.
Η μη παραγωγή ικανών στελεχών από την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν παράγει στελέχη, θα γράφαμε ηγέτες, με αντιληπτικές ικανότητες, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καιρών. Η σύγχρονη πολιτική ιστορία μας δίνει αρκετά παραδείγματα στελεχών με αυξημένες αντιληπτικές ικανότητες. Τέτοια είναι τόσο η περίπτωση της εναντίωσης στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και στο αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, όσο και αυτή της εναντίωσης στην τουρκική απειλή στο Αιγαίο. Να υποστηρίξουμε όμως ότι αυτού του είδους η κοινωνική παραγωγή είναι πρακτική και τυχαία και όχι επιστημονική και προγραμματισμένη. Δεν είναι αποτέλεσμα του επιστημονικού πεδίου. Το επιστημονικό πεδίο είναι ενταγμένο στην ιστορική προοπτική, θα γράφαμε στην υπηρεσία του δυτικού νεοφιλελευθερισμού, κεϋνσιανισμού, μαρξισμού, βεμπερισμού, πολανισμού, μπουρντιονισμού κλπ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παράγει νέες θεωρίες, περιορίζεται στην αναπαραγωγή των παλιών. Είναι, επίσης, ενταγμένο στη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και παράγει μόνο ειδικούς «εμπειρογνώμονες» και τεχνοκράτες.
Συμπέρασμα
Από το 1570, οπότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε την Κύπρο. Οι Τούρκοι υπάρχουν ως κατακτητές. Από το 1878 και μέχρι το 1914, οπότε η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο, οι Τούρκοι, μέσα από ένα καθεστώς διπλής ιδιοκτησίας, συνδιοικούσαν μαζί με τη Βρετανία. Η Τουρκία θεωρούσε, μέχρι την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923, ότι η Κύπρος αποτελεί κτήση της. Η Τουρκία, από το 1923 και μέχρι το 1974, οπότε κατέλαβε την Κύπρο, εποφθαλμιούσε αλλά και προσπαθούσε να επανακατακτήσει, μαζί με τους Τουρκο-«κυπρίους» την τελευταία.
Δηλαδή, οι Τουρκο-«κύπριοι» από το 1570 και μέχρι το 1974 συμπεριφέρονταν ως κατακτητές, είτε αυτόνομα είτε συνεργαζόμενοι με τη Βρετανία (στρεφόμενοι ενάντια στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα των Ελληνικυπρίων), αλλά και τις Η.Π.Α. από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι οποίες άρχισαν να γίνονται η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Η ιστορία δεν μας δίνει καμιά πληροφορία, η οποία να δείχνει ότι ήθελαν να συμβιώσουν πολιτικά ισότιμα με τους Ελληνοκυπρίους. Βέβαια, Έλληνες ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Τουρκο-«κύπριοι» συμβίωναν ειρηνικά, στην καθημερινή ζωή, στο καφενείο και στην εργασία, μέχρι τη ρήξη του 1963-1964. Να γράψουμε ότι η διαπίστωση αυτή φαίνεται να προέρχεται μέσα από μια σύγχυση. Πιο συγκεκριμένα, οι ιστορικοί συμπεριλαμβάνουν στην κατηγορία των Τουρκο-«κυπριών» και τους Λινοπάμπακες. Στην πραγματικότητα, από τη μια, οι Τουρκο-«κύπριοι» συμπεριφέρονταν πάντα ως κατακτητές και, από την άλλη, οι Λινοπάμπακες, οι οποίοι ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες, συνεργαζόντουσαν στην καθημερινή ζωή με τους Ελληνοκυπρίους. Όμως, η συνεργασία αυτή δεν ήταν και πολιτική. Οι Λινοπάμπακες δεν συμμετείχαν στους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες των Ελληνοκυπρίων. Είχαν, κατ’ αντίθεση με τους Τουρκο-«κύπριους» που τους καταπολέμησαν συνεργαζόμενοι με τους αποικιοκράτες, μια στάση παθητική. Ταυτόχρονα, όμως, παρά τα κοινά στοιχεία ταυτότητας, δεν δημιούργησαν και κοινές πολιτικές υπαγωγές με τους Ελληνοκυπρίους, με βάση τις οποίες θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένα πολιτικό καθεστώς ισοτιμίας.
Η λύση που δόθηκε στο κυπριακό πρόβλημα με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, το 1959, δεν ήταν ισότιμη. Ήταν μια λύση που επιβλήθηκε από τη Βρετανία και τις Η.Π.Α. και κατοχύρωνε τα κατακτητικά δικαιώματα των Τούρκων, στα πλαίσια του συσχετισμού δυνάμεων της εποχής. Η λύση που προτάθηκε με το αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, επίσης, δεν δημιουργούσε ένα πολιτικό καθεστώς ισοτιμίας. Δημιουργούσε ένα πολιτικό καθεστώς, το οποίο, από τη μια, νομιμοποιούσε διεθνώς την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον έλεγχο της Κύπρου από την Άγκυρα και, από την άλλη, έβγαζε από τη διεθνή απομόνωση τους Τουρκοκυπρίους. Οι Τουρκοκύπριοι, το 2004 υπερψήφισαν το σχέδιο Ανάν γι’ αυτούς τους λόγους και όχι για να ζήσουν ισότιμα με τους Ελληνοκυπρίους (Κουφουδάκης, 2008, σ. 100-101). Οι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι βίωσαν τους Τούρκους ως κατακτητές και όχι ως ισότιμους εταίρους, καταψήφισαν το ίδιο σχέδιο τόσο για να μη νομιμοποιηθεί η κατάληψη της Κύπρου, το 1974, όσο και για να μη καταργηθεί το καθεστώς της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, διαμορφώθηκε από τη διεθνή κοινωνία, ένεκα της παραβίασης των διεθνών κανόνων με την πιο πάνω κατάληψη (στο ίδιο, σ. 101-106). Αλλά ας επιμένουμε, γράφοντας ότι οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται να αποδεχτούν μια ισότιμη συμβίωση, αφού από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας διακατέχονται από το αίσθημα της ανωτερότητας στη σχέση τους με τους Έλληνες.
Η μελέτη του εθνικού πεδίου, μέσα από το κυπριακό πρόβλημα, και του επιστημονικού πεδίου, μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες, μας έδειξε ότι στον ελληνικό ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό έχουν διαμορφωθεί δύο χάσματα ή, πράγμα που είναι το ίδιο, αντιφάσεις. Το ένα αφορά τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ των ακαδημαϊκών δασκάλων, ως φορέων αλλότριων θεωριών, και την ελληνική πραγματικότητα (= έχουν ελάχιστη σχέση) και το άλλο την ασύμμετρη σχέση μεταξύ ανώτατων στελεχών και προβλημάτων της ελληνικής πραγματικότητας (= τα πρώτα είναι νάνοι και τα δεύτερα γίγαντες). Και τα δύο χάσματα δημιουργούν μια ασυνάφεια μεταξύ του τρόπου, που τα ανώτατα στελέχη, αντιλαμβάνονται και διατυπώνουν προτάσεις για την επίλυση των προβλημάτων, από τη μια, και της πραγματικότητας των προβλημάτων, από την άλλη, πράγμα που έχει ως συνέπεια την άσκηση μιας πολιτικής, η οποία όταν δεν είναι καταστροφική, είναι αχρεία και αλλοπρόσαλλη.
Κατά την ακαδημαϊκή χρονιά 2006-2007, η κυβέρνηση Καραμανλή προσπάθησε να μεταρρυθμίσει την Ανώτατη Εκπαίδευση και πολλοί ακαδημαϊκοί, αλλά και οι φοιτητές, αντέδρασαν είτε θετικά είτε αρνητικά. Μελετήσαμε τόσο τα άρθρα των ακαδημαϊκών δασκάλων, όσο και τις προτάσεις των φοιτητών και παρατηρήσαμε ότι ούτε οι πρώτοι, ούτε και οι δεύτεροι εντόπισαν τα πιο πάνω χάσματα. Αντίθετα έθιξαν προβλήματα όπως: η είσοδος στην τελευταία με βάση το 10 ή όχι, το άσυλο και τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, που δεν θίγουν τον πυρήνα του προβλήματος της παιδείας, ο οποίος συμπυκνώνεται στον αχρείο τρόπο που παράγονται τα ανώτατα στελέχη, δηλαδή στο περιεχόμενο και τη μέθοδο των σπουδών. Η ανικανότητα κατανόησης του προβλήματος της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δεν είναι το αποκλειστικό χαρακτηριστικό της κομματικής δεξιάς, νεοδημοκρατικής και πασοκικής. Χαρακτηρίζει, επίσης, και την κομματική «αριστερά». Ο Υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φαίνεται να έχει, ποιοτικά, διαφορετική άποψη από τους Υπουργούς Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που προηγήθηκαν.
Τα τελευταία τριάντα, περίπου, χρόνια αυξάνονται οι φωνές εκείνων που τονίζουν τη δημιουργία των γιγαντιαίων προβλημάτων του ηγεμονισμού, θα γράφαμε καλύτερα του ιμπεριαλισμού και της «παγκοσμιοποίησης», που αντιστρατεύεται την κοσμοθεωρητική πολιτειακή ετερότητα των κρατών-εθνών, και της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που προκαλείται από τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό. Τα γιγαντιαία αυτά προβλήματα θα μπορούσαν να είχαν κινητοποιήσει τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη για την οικοδόμηση μιας παιδείας, που να παράγει γιγαντιαίους ανθρώπους, οι οποίοι να μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Αντίθετα, αντί αυτού παρατηρούμε τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη, πιθηκίζοντας και τους νεοφιλελεύθερους παγκοσμιοποιητές, να οικοδομούν μια παιδεία, η οποία δεν παράγει παρά μόνο στελέχη-νάνους, τα οποία, το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να συμπεριφέροντε ως πάτρωνες, που ενεργοποιούν το πελατειακό σύστημα, δηλαδή που βολεύουν τους πελάτες τους. Η παρατήρηση αυτή μας κάνει να υποστηρίξουμε ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν αντιμετωπίζεται, από τα ανώτατα κομματικά στελέχη, ως σύστημα ανοικτό στο διεθνή χώρο και άρα με προβλήματα διεθνικά και πλανητικά, αλλά ως σύστημα κλειστό και άρα με μόνο προβλήματα εσωτερικά, θεμελίωσης της εξουσίας τους μέσα από το βόλεμα των πελατών τους, πράγμα που σημαίνει ότι επιλύουν ατομικά προβλήματα, όχι όμως κοινωνικά και εθνικά. Εξάλλου, τι θα μπορούσαμε να γράψουμε για τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη ή, πιο γενικά, για τους κομματικούς ηγέτες, όπως ο Κώνστας Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου, που όπως θα έλεγε και ο διεθνολόγος Ήφαιστος, αντί να προσπαθούν ν’ αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων, δημιουργούν, με τους απειλητικούς εχθρούς τους, την Τουρκία, σχέσεις κουμπαριάς και συμπόσια, στα οποία χορεύουν ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι.
Βιβλιογραφία
Αναγνωστοπούλου Σ., Τουρκικός εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2004.
Anderson P., Οι διαιρέσεις της Κύπρου, Άγρα, 2008.
Ατταλίδης Μ., Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, στο, Τενεκίδης Γ., Κρανιδιώτης Γ., (Επιμέλεια), Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Εστία, 1981, σ. 4011 - 445.
Γιαλλουρίδης Χρ., Ντόμινο κατευνασμού και υποχωρήσεων, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 26 Οκτωβρίου 2014, σ. 8.
Γιαλλουρίδη Χρ., Επανατοποθέτηση του κυπριακού, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 16 Νοεμβρίου 2014, σ. 13.
Crouzet F., Le conflit de Chypre, !946 - 1959, ome I, II, Établissement Émile Brulant, Bruxelles, 1973.
Δημαράς Κ., Νεοελληνικός διαφωτισμός, Ερμής, 2002.
Hasguler M., Ικανοποίηση των εθνικιστικών επιδιώξεων στην Κύπρο υπό το φως της συγκριτικής κριτικής μεθόδου και το μοντέλο πολιτικής ισορροπίας, στο, Τριμικλινιώτης Ν., (Επιμέλεια), Το πορτοκαλί της Κύπρου, Νήσος, 2005.
Ιακωβίδης Σ., Η νέα τουρκική πειρατεία-εισβολή και το γεωστρατηγικό περιβάλλον, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 28 Οκτωβρίου 2014, σ. 10.
Ιακωβίδης Σ., Ξανά το ράθυμον τέρας του κατευνασμού, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 16 Νοεμβρίου 2014, σ. 15.
Καζαμίας Γ., Η εισβολή και η κατοχή, στο, Ιστορία των Ελλήνων – Κύπρος, Τόμος 19, Εκδόσεις Δομή, 2006, σ. 598 – 613.
Κιζιλγιουρέκ Ν., Κύπρος: το αδιέξοδο των εθνικισμών, Μαύρη λίστα, 1999.
Κιζιλγιουρέκ Ν., Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το κυπριακό, Παπαζήσης, 2009.
Κονδύλης Π., Ο νεοελληνικός διαφωτισμός, θεμέλιο 1988.
Κουφουδάκης Β., Κύπρος: ένα σύγχρονο πρόβλημα σε ιστορική προοπτική, πατάκη, 2008.
Κρανιδιώτης Ν., Δύσκολα χρόνια. Κύπρος 1950-1960, Εστία, 1981.
Κρανιδιώτης Ν., Το Κυπριακό πρόβλημα, 1960-1974, Θεμέλιο, 1984.
Κυπριανίδης T., Μηλιός Γ., Το Κυπριακό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η Ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική, Μέρος Γ', (1965-1974), Θέσεις, (Περιοδικό), No 28, 1989, σ. 91-114.
Λύτρα Ε., Ψάλτης Χ., Πρώην μικτά χωριά στην Κύπρο: Αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, Λευκωσία, Κύπρος, Copyright: UNDP-ACT, 2011.
Μαντόγλου Α., Μελέτη Κ., Επιστημονικός λόγος περί κοινωνικών αναπαραστάσεων και ιδεολογιών, Παπαζήσης, 2013.
Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου, Γόρδιος, 2008.
Μελέτη Κ., Συνεταιριστική οικονομική και πολιτική θεωρία, Παπαζήσης, 2010.
Μαυράτσας Κ., Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο, Κατάρτι, 1998.
Μηλιού Γ., Κυπριανίδη T., Το Κυπριακό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική
και ελληνοτουρκική στρατηγική, θέσεις, (Περιοδικό), Τεύχος 25, 1988, σ. 29-70.
Μηλιού Γ., Κυπριανίδη T., Το Κυπριακό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική και ελληνοτουρκική στρατηγική. Μέρος Δεύτερο (1960-1965), θέσεις, (Περιοδικό), Τεύχος 26, 1989, σ. 131-152.
Νεάρχου Π., Η Ελλάδα σε κίνδυνο, Λειμών, 2014.
O’ Malley B., Craig I., Η συνωμοσία της Κύπρου, Ι. Σιδέρης, 2002.
Παντελής Σ., Νέα ιστορία της Κύπρου, Φλώρος, 1985.
Ρίχτερ Χ., Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Δεύτερος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011.
Σαμάρας Μ., Π., Η ελληνική καταγωγή των τουρκοκυπρίων. Εξισλαμισμοί-Τουρκικός επεκτατισμός, Αθήνα, 1987.
Στεμπίλη Δ., Ο διχασμός της Ευρώπης, στο, Επίκαιρα (Περιοδικό), 4/6 - 10/6/2015, σ. 11.
Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ετυπώθει εν τω Κυβερνητικό Τυπογραφείο Κύπρου, Λευκωσία, 1960.
Ténékides A., Chypre. Histoire récente et perspective d’ avenir, Éditions Nagel, 1964.
Τενεκίδης Γ., Κρανιδιώτης Γ. (Επιμέλεια), Κύπρος. Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1981.
Τερλεξής Π., Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Ράππα, 1971.
Τζερμιάς Π., Η Κύπρος, Τόμος Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Ι. Σιδέρης, 2004.
Touraine A., La voix et le regard, Seuil, 1978.
Umit Inatçi, Η κατάσταση πολιορκίας των Τουρκοκυπρίων, στο, Τριμικλινιώτης Ν., (Επιμέλεια), Το πορτοκαλί της Κύπρου, Νήσος, 2006, σ. 17-42.
Fanon F., Της γης οι κολασμένοι, Κάλβος. 1982.
Χαραλαμπίδη Γ., Η κλειδαρότρυπα της διχοτόμησης και η εκτέλεση της ισχύος, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 9 Νοεμβρίου 2014, σ. 6.
Χαραλάμπους Κ., Το αντικείμενο της κοινωνιολογίας: ο ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός, Οδυσσέας, 2001.
Χρυσάνθου Χρ., 1960-1974: Το εκκρεμές της ένωσης / διχοτόμησης, στο, Ιστορία των Ελλήνων – Κύπρος, Εκδόσεις Δομή, 2006, σ. 534-597.
Ψυρούκης Ν., Το κυπριακό ζήτημα, Εκδοτική Ομάδα Εργασίας, 1975.
Ψυρούκης Ν., Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), Τόμος δεύτερος, Επικαιρότητα, 1980.
Ψυρούκης Ν., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), Τόμος τρίτος, Επικαιρότητα, 1983.
Wallerstein I., Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, Θύραθεν, 2009.
Wallerstein I., Ευρωπαϊκός οικουμενισμός, Θύραθεν, 2010.
Wallerstein I., Σύγκρουση πολιτισμών, Θύραθεν 2011.
Ευχαριστώ το φίλο Θόδωρο Σ.
Κρανιδιώτης Ν., Το Κυπριακό πρόβλημα, 1960-1974, Θεμέλιο, 1984.
Κυπριανίδης T., Μηλιός Γ., Το Κυπριακό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η Ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική, Μέρος Γ', (1965-1974), Θέσεις, (Περιοδικό), No 28, 1989, σ. 91-114.
Λύτρα Ε., Ψάλτης Χ., Πρώην μικτά χωριά στην Κύπρο: Αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, Λευκωσία, Κύπρος, Copyright: UNDP-ACT, 2011.
Μαντόγλου Α., Μελέτη Κ., Επιστημονικός λόγος περί κοινωνικών αναπαραστάσεων και ιδεολογιών, Παπαζήσης, 2013.
Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου, Γόρδιος, 2008.
Μελέτη Κ., Συνεταιριστική οικονομική και πολιτική θεωρία, Παπαζήσης, 2010.
Μαυράτσας Κ., Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο, Κατάρτι, 1998.
Μηλιού Γ., Κυπριανίδη T., Το Κυπριακό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική
και ελληνοτουρκική στρατηγική, θέσεις, (Περιοδικό), Τεύχος 25, 1988, σ. 29-70.
Μηλιού Γ., Κυπριανίδη T., Το Κυπριακό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική και ελληνοτουρκική στρατηγική. Μέρος Δεύτερο (1960-1965), θέσεις, (Περιοδικό), Τεύχος 26, 1989, σ. 131-152.
Νεάρχου Π., Η Ελλάδα σε κίνδυνο, Λειμών, 2014.
O’ Malley B., Craig I., Η συνωμοσία της Κύπρου, Ι. Σιδέρης, 2002.
Παντελής Σ., Νέα ιστορία της Κύπρου, Φλώρος, 1985.
Ρίχτερ Χ., Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Δεύτερος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011.
Σαμάρας Μ., Π., Η ελληνική καταγωγή των τουρκοκυπρίων. Εξισλαμισμοί-Τουρκικός επεκτατισμός, Αθήνα, 1987.
Στεμπίλη Δ., Ο διχασμός της Ευρώπης, στο, Επίκαιρα (Περιοδικό), 4/6 - 10/6/2015, σ. 11.
Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ετυπώθει εν τω Κυβερνητικό Τυπογραφείο Κύπρου, Λευκωσία, 1960.
Ténékides A., Chypre. Histoire récente et perspective d’ avenir, Éditions Nagel, 1964.
Τενεκίδης Γ., Κρανιδιώτης Γ. (Επιμέλεια), Κύπρος. Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1981.
Τερλεξής Π., Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Ράππα, 1971.
Τζερμιάς Π., Η Κύπρος, Τόμος Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Ι. Σιδέρης, 2004.
Touraine A., La voix et le regard, Seuil, 1978.
Umit Inatçi, Η κατάσταση πολιορκίας των Τουρκοκυπρίων, στο, Τριμικλινιώτης Ν., (Επιμέλεια), Το πορτοκαλί της Κύπρου, Νήσος, 2006, σ. 17-42.
Fanon F., Της γης οι κολασμένοι, Κάλβος. 1982.
Χαραλαμπίδη Γ., Η κλειδαρότρυπα της διχοτόμησης και η εκτέλεση της ισχύος, στην, Η Σημερινή (Κυπριακή Εφημερίδα), 9 Νοεμβρίου 2014, σ. 6.
Χαραλάμπους Κ., Το αντικείμενο της κοινωνιολογίας: ο ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός, Οδυσσέας, 2001.
Χρυσάνθου Χρ., 1960-1974: Το εκκρεμές της ένωσης / διχοτόμησης, στο, Ιστορία των Ελλήνων – Κύπρος, Εκδόσεις Δομή, 2006, σ. 534-597.
Ψυρούκης Ν., Το κυπριακό ζήτημα, Εκδοτική Ομάδα Εργασίας, 1975.
Ψυρούκης Ν., Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), Τόμος δεύτερος, Επικαιρότητα, 1980.
Ψυρούκης Ν., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), Τόμος τρίτος, Επικαιρότητα, 1983.
Wallerstein I., Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, Θύραθεν, 2009.
Wallerstein I., Ευρωπαϊκός οικουμενισμός, Θύραθεν, 2010.
Wallerstein I., Σύγκρουση πολιτισμών, Θύραθεν 2011.
Ευχαριστώ το φίλο Θόδωρο Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.