Με αφορμή το νέο πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, αναρωτιόμαστε εάν έχουν γίνει, εν έτει 2023, βήματα προς ένα μάθημα πιο συμπεριληπτικό και περισσότερο προσαρμοσμένο στην εποχή και τις απαιτήσεις της.
Κείμενο
Ελευθερία Τσαλίκη
Στις 9 Φεβρουαρίου 2023 δημοσιεύτηκε το Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως που ορίζει το πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημοτικό σχολείο. Αυτό θα εφαρμοστεί πιλοτικά στα πειραματικά σχολεία της χώρας, σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα προγράμματα σπουδών και η περαιτέρω εφαρμογή του θα οριστεί με νέα υπουργική απόφαση. Το ήδη υπάρχον πρόγραμμα σπουδών, που αναθεωρείται, είναι του 2021 – οι διαφορές είναι πολύ μικρές (άλλαξαν κάποιες διατυπώσεις και βγήκαν κάποιοι στόχοι).
Φυσικά ο τρόπος με τον οποίον διδάσκεται το μάθημα και προσεγγίζονται οι στόχοι εναπόκειται τελικά στη θέληση και τις ικανότητες του δασκάλου που θα το αναλάβει, καθώς το πρόγραμμα σπουδών είναι ένας οδηγός, τόσο για τα βιβλία που θα γραφτούν όσο και για τη διδασκαλία μέσα στην τάξη. Ακόμα κι έτσι, συνεχίζει να μας προκαλεί εντύπωση ότι, διαβάζοντας το πρόγραμμα που δημοσιεύτηκε, είναι σαν να ζούμε σε άλλη εποχή.
«Από το 2009 που ξεκίνησε μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου και ολοκληρώθηκε επί συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ το 2015, άλλαξαν όλα τα προγράμματα σπουδών δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου και υλοποιήθηκε μια μεγάλης κλίμακας μεταρρύθμιση στο μάθημα των Θρησκευτικών, την οποία συντόνισα ως σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του ΙΕΠ» θα πει στο inside story ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, αναπλ. καθηγητής Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ. Το 2016 ολοκληρώθηκε το έργο της ομάδας εργασίας, δημιουργώντας, όπως λέει ο κ. Γιαγκάζογλου, ένα πρόγραμμα σπουδών που άλλαζε τον τρόπο διδασκαλίας, κάνοντας τη μάθηση συμμετοχική και βιωματική και το περιεχόμενο περισσότερο πλουραλιστικό και διαπολιτισμικό, εισάγοντας «τη γνωριμία με τον “θρησκευτικά άλλον” ήδη από το δημοτικό και το γυμνάσιο – και όχι από το λύκειο, όπως ίσχυε επί δεκαετίες».
Αυτό το πρόγραμμα σπουδών υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόστηκε το 2017-2019 και όπως ανέφερε ο Κώστας Γαβρόγλου, είχε ακόμη και την αποδοχή της Εκκλησίας. Όμως η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και κάποιοι γονείς προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υποστηρίζοντας πως ήταν αντισυνταγματικό, καθώς προκαλούσε σύγχυση στους μικρούς μαθητές που δεν γνώριζαν ακόμα τα βασικά της θρησκείας τους και έτσι γινόταν αλλοίωση της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών.
Το 2018 και το 2019 το ΣτΕ εξέδωσε τις αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικά τα προγράμματα σπουδών και είχαν σαν αποτέλεσμα αυτά να ακυρωθούν. Στις αποφάσεις του το Συμβούλιο ανέφερε επιπλέον κάτι πολύ σημαντικό: ότι το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να επιδιώκει την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Κι αυτό συμβαίνει επειδή ως ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (που είναι ανάμεσα στους στόχους της εκπαίδευσης, κατα το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος) στην Ελλάδα νοείται (σύμφωνα με το ΣτΕ) η ανάπτυξη της ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδησης, επειδή αυτή είναι η επικρατούσα θρησκεία στη χώρα.
Η ερμηνεία του Συντάγματος μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:
Άρα το Σύνταγμα ανάλογα με την ερμηνεία του επιτρέπει τρία μοντέλα για την διδασκαλία των θρησκευτικών:
Το πρόβλημα που βλέπουν κάποιοι νομικοί είναι ότι το ΣτΕ αναγνωρίζει μόνο την μία όψη του νομίσματος και παρουσιάζει ως ορθό και συνταγματικό μόνο το πρώτο μοντέλο, το καθαρά ομολογιακό. |
Αυτή λοιπόν η θρησκευτική συνείδηση θα πρέπει σύμφωνα με το ΣτΕ «να περιλαμβάνει με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών. Πρέπει δηλαδή το μάθημα να διατηρεί ως προέχουσα και κύρια μέριμνα όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως (αντικείμενο άλλωστε και άλλων μαθημάτων), αλλά την καλλιέργεια των κατάλληλων προϋποθέσεων ώστε να μπορεί να μεταδοθεί το προεκτεθέν κατά το Σύνταγμα περιεχόμενό του. Η διδασκαλία αυτή είναι συμβατή με την απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος), διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως, αφού το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα».
Υπήρξαν ορισμένοι που μειοψήφησαν στην απόφαση του ΣτΕ, αναφέροντας ότι ναι μεν επιβάλλεται, εφόσον είναι η επικρατούσα θρησκεία, να δίνεται έμφαση στη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά εντός του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται θρησκειολογικά, φιλοσοφικά ή άλλα στοιχεία. Ενώ άλλοι ανέφεραν ότι ο νομοθέτης δεν υποχρεούται να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα.
Ζητήσαμε από τον δρ Σωτήρη Μητραλέξη, συγγραφέα του βιβλίου «Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους: τι συμβαίνει στην Ευρώπη, τι συμβαίνει στην Ελλάδα» και επισκέπτη καθηγητή του IOCS Cambridge και ερευνητικό εταίρο του Πανεπιστημίου του Winchester, να μας εξηγήσει τη διαφορά ομολογιακού και κατηχητικού μαθήματος:
«Δηλαδή, κατηχητικό είναι ένα μάθημα που φιλοδοξεί να μεταγγίσει/ ενδυναμώσει/ στοιχειοθετήσει πίστη, ενώ ομολογιακό θα ήταν ένα μάθημα που φιλοδοξεί να μεταγγίσει γνώση σχετικά με μια συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα ή ομολογία, είτε αποκλειστικά για μία είτε κυρίως και πρωτίστως για μία» σημειώνει ο κ. Μητραλέξης, συμπληρώνοντας ότι «στην ελληνική δημόσια συζήτηση ταυτίστηκαν οι όροι ομολογιακό και κατηχητικό, αντιδιαστελλόμενοι σε ένα υποθετικό πλήρως θρησκειολογικό μάθημα, καθιστώντας έτσι απολύτως ανέφικτη τη σοβαρή συζήτηση». |
Διαβάζοντας στο νέο πρόγραμμα σπουδών στόχους όπως «[οι μαθητές να] διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, η οποία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής παιδείας» ή «να αναγνωρίσουν τη σημασία και τη διαχρονικότητα του ευαγγελικού μηνύματος του Χριστού, που το καθιστούν πάντοτε επίκαιρο για τον κάθε άνθρωπο προσωπικά αλλά και στην κοινωνική ζωή και στον πολιτισμό» ή «να εκτιμήσουν την ανάγκη σεβασμού και προστασίας της ελληνορθόδοξης πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου μας και γενικότερα του φυσικού περιβάλλοντος και της ανθρωπότητας ως δημιουργημάτων του Θεού» αναρωτηθήκαμε αν αυτά τελικά συνιστούν παροχή γνώσεων για τη χριστιανορθόδοξη πίστη (ομολογιακό μάθημα) ή κανονική κατήχηση (κατηχητικό).
Το σκεπτικό του δρ. Σωτήρη Μητραλέξη για το θέμα είναι το εξής:
«Στοιχεία του ΦΕΚ, π.χ. περί προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων, σαφώς έχουν κατηχητικό χαρακτήρα: απευθύνονται σε μαθητές εξ ορισμού πιστούς και στοχεύουν στην ανάπτυξη της πίστης τους. Εδώ όμως πέφτουμε σε άλλα εμπόδια, που είναι η ίδια η απόφαση του ΣτΕ και η ερμηνεία του Συντάγματος από το ΣτΕ που “σβήνει” τη διάκριση μεταξύ ομολογιακού και κατηχητικού, υπαγορεύοντας ένα μάθημα που …δεν θα είναι κατηχητικό (σ.σ.: όπως αναφέρει το Σύνταγμα), αλλά θα είναι κατηχητικό (σ.σ.: με τον τρόπο που το ΣτΕ περιγράφει το μάθημα). Σύμφωνα λοιπόν με την αναλυτική περίληψη των 1749 και 1750/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ, το μάθημα απευθύνεται σε ήδη πιστούς καθώς “οι μαθητές ασκούνται στην κατανόηση και εμπέδωση των θρησκευτικών δογμάτων τα οποία ήδη πρεσβεύουν”, σκοπός του μαθήματος είναι η ανάπτυξη και όχι η διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης διότι η θρησκευτική συνείδηση των μαθητών που δεν θα κάνουν χρήση της δυνατότητας απαλλαγής ή παρακολούθησης μαθημάτων άλλων ομολογιών θεωρείται “ήδη διαμορφωμένη” ως Ορθόδοξη, το μάθημα ρητώς έχει ως στόχο “όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων” αλλά “την εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης”, όμως το μάθημα “δεν είναι επιτρεπτό να μεταβάλλεται σε δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση”. Άρα ποια είναι η διαφορά της κατήχησης;
Βέβαια, υπό κανονικές συνθήκες ούτως ή άλλως η κατήχηση είναι ένα γεγονός που συμβαίνει μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα-ενορία-επισκοπή, οπότε ούτως ή άλλως η ιδέα ότι κάποιας μορφής κατήχηση θα παρασχεθεί από πτυχιούχους κρατικού πανεπιστημίου επί τη βάσει ύλης διαμορφωμένης από υπηρεσίες του Υπουργείου στο πλαίσιο δημόσιας ή ιδιωτικής σχολικής εκπαίδευσης – κάτι σαν “εκκλησιαστικό outsourcing στο κράτος” με το ζόρι – είναι βαθιά προβληματική, πρώτα-πρώτα από εκκλησιαστικής απόψεως. Είναι λοιπόν το ίδιο το ΣτΕ που σβήνει κάθε δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα σε ένα ομολογιακό μάθημα (που δεν προϋποθέτει την απεύθυνση σε πιστούς αλλά μεταγγίζει γνώσεις σχετικά με μια πίστη/ομολογία) και σε ένα κατηχητικό μάθημα (που απευθύνεται σε πιστούς και αναπτύσσει την πίστη). Kαθιστά το μάθημα υποχρεωτικώς κατηχητικό εξορκίζοντας παράλληλα τον χαρακτηρισμό κατηχητικό, και θέτει ως μονόδρομο την απαλλαγή για όσους δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ήδη πιστούς».
Πηγές του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων επίσης αναφέρουν ότι τα προγράμματα σπουδών δεν θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς, διότι η απόφαση του ΣτΕ τους δένει τα χέρια κατα κάποιον τρόπο και προκειμένου να μην ρισκάρουν ακόμη μια καταδίκη, οφείλουν να τη σεβαστούν. Όμως, θα πρέπει να έχουμε κατα νου ότι το ΣτΕ ανέφερε ότι εφόσον «διασφαλιστεί η συνταγματική υποχρέωση του Κράτους για την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης των μαθητών, η Πολιτεία δεν εμποδίζεται να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα και εκπαίδευση “θρησκειολογικού” χαρακτήρα με πληροφορίες και γνώσεις για άλλες θρησκείες και δόγματα», κάτι που δεν βλέπουμε στο πρόγραμμα σπουδών του δημοτικού. Οι ίδιες πηγές από το υπουργείο δικαιολογούν το συγκεκριμένο κενό λέγοντας ότι η κάλυψη των υπόλοιπων θρησκειών γίνεται στο γυμνάσιο, «όπου τα παιδιά είναι και πιο ώριμα».
Το ΣτΕ στην απόφασή του τονίζει ότι η Πολιτεία θα πρέπει να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας» όταν μαζεύονται πολλοί ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές που θα πάρουν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει κάποια εξέλιξη στην δημιουργία αυτού του μαθήματος, το υπουργείο δεν έχει κατασταλάξει καν στο τι ακριβώς θα είναι αυτό το μάθημα, που όμως πρέπει να γίνει μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Σύμφωνα με πληροφορίες της Καθημερινής, τα σενάρια που εξετάζονται είναι να είναι ένα ουδετερόθρησκο (π.χ. φιλοσοφικής ηθικής) ή απολύτως θρησκειολογικό μάθημα. «Φανταστείτε ότι σύντομα θα έχουμε δύο τύπους μαθημάτων, το ένα θα είναι το ορθόδοξο και το άλλο θα είναι ένα ευρύτερο, θρησκειολογικού ενδιαφέροντος, εκκοσμικευμένο μάθημα. Τα δυο αυτά μαθήματα πώς θα συνυπάρχουν; Είναι δε πιθανόν το ένα να υπονομεύει την ύπαρξη και το περιεχόμενο του άλλου. Εάν δεν ληφθεί η κατάλληλη παιδαγωγική και επιστημονική υποστήριξη από το Υπουργείο, είναι πιθανό κάθε ένας από τους δύο αυτούς τύπους μαθήματος Θρησκευτικών να θεωρεί δική του υπόθεση την αποκλειστικότητα και ορθότητα της θρησκευτικής αγωγής στο δημόσιο σχολείο. Ενδέχεται μάλιστα στο μέλλον να δημιουργηθούν εστίες πόλωσης, ομοσπονδοποίησης και ιδεολογικών συγκρούσεων μέσα στα σχολεία, εάν η δυνατότητα ύπαρξης ομολογιακού μαθήματος επεκταθεί και προς άλλες ομολογιακές και θρησκευτικές κοινότητες, ανάλογα με τον μαθητικό πληθυσμό και το δικαίωμα των κοινοτήτων αυτών να εισαγάγουν παντού όπου υφίστανται στο μέλλον ιδιαίτερο μάθημα όπως, π.χ. το ισλαμικό μάθημα κ.λπ.» αναφέρει ο κ. Γιαγκάζογλου. Ζητήματα εγείρονται για το ποιος θα μπορεί να πάρει απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών και με τι είδους αιτιολόγηση. Η Ένωση Αθέων μάλιστα έχει καταθέσει προσφυγή στο ΣτΕ καθώς θεωρεί ότι είναι αντισυνταγματικό να ζητείται από τον γονέα να κάνει αίτηση απαλλαγής «λόγω θρησκευτικής συνείδησης». |
«Κατά τη γνώμη μου οι αποφάσεις του ΣτΕ είναι απαράδεκτες, αλλά από την άλλη είναι αποφάσεις που δεν μπορούμε να μην τις λάβουμε υπόψη μας» αναφέρει ο Μάριος Κουκουνάρας-Λιάγκης, αναπληρωτής καθηγητής Παιδαγωγικής Επιστήμης και Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ και επόπτης για τη διαμόρφωση του μαθήματος των θρησκευτικών το 2016, με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σήμερα, με το νέο πρόγραμμα. Εξηγεί: «Η απόφαση του ΣτΕ στηρίχθηκε στην άποψη ότι στο δημοτικό τα παιδιά δεν έχουν διαμορφώσει τη θρησκευτική συνείδησή τους και έτσι θα μπερδεύονται με τις πολλές θρησκείες, ακόμη και αν παρουσιάζονται με διακριτό τρόπο. Η παιδαγωγική όμως λέει ότι τα παιδιά και από το νηπιαγωγείο πρέπει να γνωρίζουν άλλες θρησκείες. Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις. Αν δείτε στις χώρες της Ευρώπης η διαπολιτισμική εκπαίδευση και η διαθρησκειακή εκπαίδευση υπάρχει από 5 ετών και πρέπει να υπάρχει. Δηλαδή τα παιδιά βλέπουν σύμβολα, δεν θα πρέπει να τα γνωρίζουν; Για παράδειγμα δεν πρέπει να ξέρουν ποιο είναι το αστέρι των Εβραίων ή ότι αυτό είναι το σημείο του σταυρού; Δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι όλοι σε ένα σχολείο ή σε μια γειτονιά, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, υπάρχουν καθολικοί, μουσουλμάνοι κ.λπ. Κάποιοι λένε “τα παιδιά μπερδεύονται”. Δεν βλέπουμε στις έρευνες πουθενά να μπερδεύονται. Υπάρχουν άνθρωποι στη θρησκειοπαιδαγωγική που έχουν άλλες απόψεις, χωρίς όμως να τις στηρίζουν σε έρευνα. Αυτά που λέω εγώ, έχουν από πίσω τους έρευνα, δεν τα βγάζω από το μυαλό μου. Εγώ συγκεκριμένα για το Δημοτικό πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχουν διακριτά και άλλες θρησκείες, τουλάχιστον στις δύο μεγάλες τάξεις και αν φυσικά το μάθημα είναι δίωρο εβδομαδιαία».
Όταν ρωτάμε τον κ. Λιάγκη πως βλέπει όλα αυτά τα χρόνια να προχωρά η διδασκαλία των θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο, λέει: «Από το 2012 μέχρι το 2017 έγιναν πολύ μεγάλα βήματα στο πώς γίνεται η εκπαίδευση, σε αυτό δεν πήγε πίσω, είναι ίδιο και σήμερα, ακολουθούνται μεθοδολογίες του σύγχρονου σχολείου. Στη θρησκειοπαιδαγωγική όμως δεν πάει μπροστά. Στο τι θρησκευτική γνώση θέλουμε να έχει ένας άνθρωπος που τελειώνει 17 χρονών το σχολείο, δεν έχει προχωρήσει. Σε αυτό θα συμφωνήσω στην κριτική. Αλλά αυτό δυστυχώς αφέθηκε στο ΣτΕ, για λόγους που αφορούν τους θεολόγους που οι ίδιοι προσέφυγαν στο ΣτΕ εναντίον των Θρησκευτικών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.