Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Επειδή τίποτα στη χώρα δεν θυμίζει ότι βρισκόμαστε λίγες μόνο ημέρες από την 200η επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και επειδή για τους «ιππότες» του ιστορικού αναθεωρητισμού (και την πολιτική τάξη της χώρας) όλοι οι καπεταναίοι που αναφέρονται ήδη από το 1824 στα «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» του Γάλλου Κλαύδιου Φωριέλ θα έπρεπε να γνώριζαν σε βάθος τα «ιερά τέρατα» του Διαφωτισμού, Βολταίρο, Μοντεσκιέ, Ρουσώ, Ντιντερό, ντ’ Αλαμπέρ κλπ. να θυμίσουμε ότι σε μια επιστολή που έλαβε ο Φωριέλ το 1822 από τον Ν.Σ. Πίκκολο αναφέρεται ότι: «Ένας Υδραίος με είπεν εδώ ότι οι κλέφτες, όσον περισσότερους Τούρκους σκοτώνουν, τόσο καλύτερα τραγουδούν».
Ενδεικτικά, στην πλουσιότατη, πρώτη έντυπη συλλογή του Φωριέλ διαβάζουμε τραγούδια για τους παρακάτω, «επηρεασμένους από το διαφωτισμό», αλλά πάραυτα «πολεμόχαρους» κλεφταρματωλούς, που ασφαλώς γνώριζαν καλά γιατί πολεμούν:
(…) Εγώ ειμ΄ Ιάννης του ΣΤΑΘΑ, γαμβρός του Βουκοβάλα / Τράκον, λεβέντες, ρίξετε, στην πρώραν το καράβι, / των Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μη ψυχάτε. (…)
(…) ο ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ πολεμά με χίλιους πεντακόσιους, / στη μέση του Κεράσοβου και στην Καινούρια Χώρα (…) Μετρούνται Τούρκοι τρεις βολές και λείπουν πεντακόσιοι, (…)
(…) κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπιτάν ΜΙΛΙΟΝΗ ˙ / “Χρίστο, σε θελ΄ ο βασιλέας, σε θέλουν κι οι αγάδες”. / Όσο ΄ν΄ ο Χρίστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει». (…)
(…) Ανέβει ο ΝΑΝΟΣ στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια, (…) «Βρ΄ ακούστε, παλικάρια μου, κι εσείς παιδιά δικά μου, / δεν θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια, / μον΄ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι.(…)
(…) Ο ήλιος εβασίλευε, κι ο ΔΗΜΟΣ διατάζει˙ / «Σύρτε, παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ΄ απόψε,/ κι εσύ ΛΑΜΠΡΑΚΗ μ΄ ανεψιέ, κάθου εδώ κοντά μου, / να τ΄ άρματα μου φόρεσε, να είσαι καπετάνιος. (…)
(…) Ο ΖΙΔΡΟΣ κάμνει τη χαρά, χαρά για τον υιόν του,/ κι όλους τους κλέφτες κάλεσεν, κι όλα τα πρωτάτα˙(…)
(…) ΠΛΙΑΤΖΚΑ μ΄ σαν θέλεις ιάτρεμα, να γιάνουν οι πληγές σου, / έβγα ψηλά στον Όλυμπο, στον εύμορφο τον τόπο. / Εκεί ΄ν΄ οι κλέφτες οι πολλοί, τα τέσσερα πρωτάτα, / εκεί μοιράζουν τα φλωριά, μοιράζουν βιλαέτια. ΤΣΑΡΑΣ κρατεί την Ποταμιά, ΧΡΙΣΤΟΣ την Αλασσώνα, και ΤΟΛΙΟΣ το Λαζόπουλο παίρνει την Κατερίνη, (…)
(…) Κι ουδέ χαλάζι τα βαρεί, κι ουδέ βαρύς χειμώνας ˙ / ο ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ πολεμά, χειμώνα, καλοκαίρι.
(…) ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει (…)
(…) Τον ΚΙΤΣΟ ΓΙΑΝΝΗΝ έπιασαν και παν να τον κρεμάσουν, / χίλιοι πηγαίνουν εμπροσθά και χίλιοι από πίσω, (…)
Κι ακολουθούν τραγούδια για τους : Κατσαντώνη, Ζαχαριά, Γυφτάκη, Γεώργη Βαρνακιώτη, Λιάκο, Γεωργάκη, Σκυλοδήμο, Δίπλα, Νικοτσάρα, Ίσκο, Σκυλοδημαίους, κ.α.
Για τους ειδικούς πάντως, στο έργο του Φωριέλ, που προκάλεσε τεράστια εντύπωση στους Φιλέλληνες και στο λόγιο κοινό της Ευρώπης στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού μας πολέμου, γίνεται σαφές ότι «Η δημοτική ποίησις της συγχρόνου Ελλάδος… δεν είναι και δεν δύναται να είναι παρά μια συνέχεια, μια εξακολούθησις, μια αργή και βαθμιαία μεταβολή της αρχαίας ποιήσεως και ειδικώς της αρχαίας λαϊκής ποιήσεως των Ελλήνων.»
(*) Προτάσεις βιβλίων «αυτογνωσίας» για τα 200 χρόνια από τον Μεγάλο Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο και την Εθνική Παλιγγενεσία των Ελλήνων το 1821 (αρ. 17).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.