σ.σ. Ο Μητσοτάκης, έχοντας ήδη βάλει αθόρυβα στην ζωή του σχολείου την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση με αφορμή τον από μηχανής θεο-κορωνοϊό, είπε στο διάγγελμά του για τα σχολεία ότι: «θα λειτουργήσουν με άλλους κανόνες που θα περιορίσουν -όσο αυτό είναι εφικτό- τον συγχρωτισμό. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση θα εξακολουθεί να υποστηρίζει παιδιά τα οποία, για ειδικούς λόγους, δεν πρέπει να έρθουν στη τάξη.» Αυτό που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι ο Μπιλ Γκέιτς, δεν προωθεί μόνο την εργασία από το σπίτι, όπως έκανε και ο εντολοδόχος Μητσοτάκης στο διάγγελμά του «.. η εργασία από το σπίτι και η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των πολιτών πρέπει να επεκταθούν», δεν προωθεί μόνο τα εμβόλια σε όλον τον πλανήτη, τα οποία οι εντολοδόχοι μας λένε ότι πρέπει να κάνουμε εάν θέλουμε να επανέλθουμε στην «κανονικότητα» (η οποία πάντως, μας υπενθυμίζουν, δεν θα είναι ποτέ ξανά αυτή που γνωρίζαμε), αλλά προωθεί και την online εκπαίδευση. Το Ίδρυμα Μπιλ & Μελίντα Γκέιτς χρηματοδοτεί εδώ και χρόνια ένα παγκόσμιο σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο ήδη εφαρμόζεται σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Μεταφέρω εδώ ένα άρθρο το οποίο είχα μεταφράσει το 2012 για την εκπαίδευση του ενός κόσμου που προωθεί ο Μπιλ Γκέιτς. Τούτο είναι ένα ζήτημα το οποίο σύντομα θα συναντήσουμε μπροστά μας.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΤΑΞΗ: ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ «ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ»
Του James F. Tracy
καθηγητή σπουδών των μέσων ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα
Η online εκπαιδευτική υπηρεσία που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς [Bill & Melinda Gates Foundation] επιδιώκει να εισαγάγει και να ελέγξει ένα παγκόσμιο σχολικό πρόγραμμα του τύπου ένα μέγεθος για όλους. Αυτή η στρατηγική συμβαδίζει απόλυτα με επίμονα σχέδια του παρελθόντος για την περαιτέρω αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, καθ’ οδόν προς ένα διεθνές τεχνοκρατικό σύστημα.
Είναι μια πραγματικά χρήσιμη μηχανή, το ξέρετε.
Όλες οι άλλες μηχανές σας το φωνάζουνε.
Φυσάει και ξεφυσάει και σφυρίζει.
Ορμά εδώ κι εκεί.
Είναι μια πραγματικά χρήσιμη μηχανή, που λατρεύουμε όλοι εμείς. [1]
Ο φαινομενικά αγαθός και παιχνιδιάρικος στίχος του δημοφιλέστατου Τόμας το Τραινάκι (Thomas the Tank Engine) συλλαμβάνει το modus operandi και την έκβαση της αμερικανικής δημόσιας εκπαίδευσης κατά τον τελευταίο αιώνα. Όπως το παιδί που υποβάλλεται σε υποχρεωτική εκπαίδευση ετών, έτσι και ο Τόμας είναι μια οντότητα που στερείται ουσιαστικής κοινωνικής δεξιότητας και η συνολική του αξία μειώνεται στην επίδειξη του να είναι «χρήσιμος» στην επιχείρηση του Sir Topham Hatt.
Τα δημόσια σχολεία, ως μια θεσμική διαδικασία που έχει επηρεαστεί καθοριστικά από τις πιο πλούσιες και τις πιο ισχυρές προσωπικότητες του κόσμου τον τελευταίο αιώνα, εξοπλίζουν τα άτομα με έναν κώδικα επιτελεστικότητας που λειτουργεί γύρω από το πως ο Τόμας συμπεριφέρεται για τον επιστάτη του, υπονοώντας ότι η ζωή έχει ήδη σχεδιαστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι πνευματικές και οι δημιουργικές τους ικανότητες μειώνονται στο επίπεδο του κινήτρου ενός εργαλείου για να μείνουν απλά «σε τροχιά».
Σε αντίθεση με τον υπερφίαλο και αντιφατικό ισχυρισμό ότι η σύγχρονη εκπαίδευση «εξοπλίζει τους νέους για τη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη», η πραγματική εξέλιξη και χρήση των εκπαιδευτικών τεχνικών δείχνει πως το συνολικό περιβάλλον και η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στο σημερινό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα έχει εδώ και χρόνια όλο και περισσότερο αναδιαμορφωθεί για την παραγωγή «χρήσιμων μηχανών», ανίκανων σε μεγάλο βαθμό να παράγουν ανεξάρτητη σκέψη και να επιδείξουν προσωπική χειραφέτηση.
Τα ισχυρά κοινωνικοπολιτικά θεμέλια του συστήματος οφείλονται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί των δημόσιων σχολείων είναι επίσης προϊόντα της εν λόγω εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να αγνοούν την πρόθεσή της αλλά και τη συνολική απάνθρωπη τελετουργία της. Επιπλέον, η τεράστια οικονομική στήριξη των συνδικάτων των εκπαιδευτικών από φιλανθρωπίες όπως αυτές του ιδρύματος Μπιλ & Μελίντα Γκέιτς [2], διασφαλίζει ότι η κύρια αντίδραση κατά της συνεχιζόμενης εμμονής με τα εξορθολογισμένα και γραφειοκρατικοποιημένα μέσα, η προτεινόμενη ιδιωτικοποίηση των σχολείων και των σπουδαστικών προγραμμάτων και οι πραγματικά καινοτόμες μεταρρυθμίσεις των σπουδαστικών προγραμμάτων, φλερτάρουν διακριτικά με τις εμμονές του εραστή της τεχνολογίας Γκέιτς.
Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΧΑΝ (KHAN ACADEMY)
Σε αυτό το πλαίσιο η άφιξη της χρηματοδοτούμενης από τον Γκέιτς Ακαδημίας Khan – ένας μη κερδοσκοπικός φιλανθρωπικός οργανισμός απαλλασσόμενος από ομσπονδιακούς φόρους [501 (c) (3)] που εποπτεύει μια σειρά μαθημάτων αποκλειστικά μέσω υπολογιστή στο Youtube– είναι εντελώς αρμόζουσα. Ήδη η Ακαδημία Khan ισχυρίζεται ότι τα παιδιά σε όλο τον κόσμο «έχουν κάνει σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ασκήσεις» μέσω του λογισμικού της. [3] Ωστόσο η εμμονή του Γκέιτς με το νέο «σχολείο» είναι σχεδόν βέβαιο ότι εστιάζεται στη δυνατότητα επιτήρησης και ελέγχου της δημόσιας εκπαίδευσης όπου θα μπορεί εύκολα να την ασκεί μέσω μερικών βασικών πατημάτων στο πληκτρολόγιο.
«Αυτό είναι υπέροχο» αναφώνησε ο Γκέιτς μετά τη συνάντησή του με τον ιδρυτή Salman Khan της Ακαδημίας Khan το 2009, στον οποίο αναφέρεται ως τον «αγαπημένο δάσκαλό» του. [4] Πράγματι o Khan, ένας πρώην διαχειριστής αντισταθμιστικών αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, ανέπτυξε μια ευαισθησία για την online εκπαίδευση των παιδιών και είναι έτοιμος να κάνει για τη δημόσια εκπαίδευση το ίδιο που κάνει η Μονσάντο για την παγκόσμια γεωργία –να την αλλάξει στο μοντέλο του ενός μεγέθους για όλους. Ένα τέτοιο σύστημα θα είναι σε θέση να επιταχύνει ραγδαία την τυποποίηση και την εκτέλεση των σπουδαστικών προγραμμάτων από μια χούφτα ατόμων κολακευμένων και υπόχρεων στον Γκέιτς, καθώς θα επιβάλλουν ένα σύνολο αυστηρών ελέγχων τόσο στους μαθητές όσο και στους καθηγητές.
«Παθιασμένα πιστεύω ότι η Ακαδημία Khan είναι ένα εργαλείο που μπορεί να εξουσιοδοτήσει ένα (τουλάχιστον κατά προσέγγιση) πρότυπο του πως θα πρέπει να μοιάζει η εκπαίδευση του μέλλοντος», γράφει ο Khan στο νέο του βιβλίο: The One World Schoolhouse (Το Σχολείο του Ενός Κόσμου). Ο πρώην χρηματιστής ισχυρίζεται ότι το εικονικό του σχολείο καθιστά δυνατόν «έναν τρόπο που συνδυάζει την τέχνη της διδασκαλίας με την επιστήμη της παρουσίασης των πληροφοριών και την ανάλυση των δεδομένων, την σαφέστερη παράδοση, το πιο ολοκληρωμένο και το πιο σχετικό πρόγραμμα σπουδών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.» [5]
Η εμμονή με την άσκηση ελέγχου στο περιεχόμενο των σπουδών και την παράδοσή τους δεν είναι κάτι καινούριο. Πολύ πριν από το διαδίκτυο και το λογισμικό των ηλεκτρονικών υπολογιστών που κατέστησαν μια τέτοια ρύθμιση δυνατή, εκπαιδευτικοί μεταρρυθμιστές εφήρμοσαν με επιτυχία την επιστήμη στην εκπαίδευση με τη μορφή της Γερμανικής «πειραματικής ψυχολογίας», έχοντας τον ίδιο στόχο: την αποδυνάμωση της διδακτέας ύλης και τον εξορθολογισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τη δημιουργία «χρήσιμων μηχανών». Η συνεργασία του Γκέιτς και του Khan όμως μεταφέρει το εγχείρημα σε ένα εντελώς νέο επίπεδο: στην εφαρμογή ενός παγκόσμιου συστηματοποιημένου τρόπου παραγωγής πληροφοριών, τη διανομή και την επανάληψη ενός πολιτικού και τεχνοκρατικού οράματος παρόμοιου με αυτό των πνευματικών τους προγόνων στις αρχές του εικοστού αιώνα.
ΣΑΜΠΟΤΑΡΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα η αμερικανική αίθουσα διδασκαλίας έχει μετατραπεί σταθερά σε ένα εργαστήριο εισαγωγής και ανάπτυξης ψυχολογικών μεθόδων. Ο θεσμός της εκπαίδευσης έχει μεταβληθεί σε μέσο χαρτογράφησης της παιδικής ηλικίας από εμπειρογνώμονες και επιβολής προτωκόλλων «σωστής» συμπεριφοράς (καλός πολίτης). Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου κοινωνικο-βιολογικού συστατικoύ για ένα επερχόμενο παγκόσμιο σχέδιο το οποίο θα επιβλέπεται από μια πολυπρόσωπη και διεισδυτική επιστημονική ελίτ, υπεύθυνη για έναν επιμελώς μετρημένο και υπολογισμένο έλεγχο των μαζών.
«Πριν μπορέσουμε να μιλήσουμε για πολιτική, οικονομία, επιχειρήσεις ή ηθική, θα πρέπει να δούμε ότι έχουμε τις σωστές διανοητικές συνήθειες και ότι τα συνειδητοποιημένα γεγονότα βρίσκονται στη σωστή βάση», έγραψε ο Βρετανός δοκιμιογράφος και κοινωνικός μηχανικός HG Wells στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
«Ο νέος κόσμος απαιτεί νέα σχολεία, να δώσει σε όλους μια υγιή και πλήρη διανοητική εκπαίδευση, να τους εξοπλίσει με ξάστερες ιδέες για την ιστορία, τη ζωή, καθώς και για τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις, αντί των σημερινών διαδεδομένων σκουπιδιών. Οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία του παλιού κόσμου θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν ή να αντικατασταθούν». [6]
Με μια τέτοια μεταμόρφωση στην εκπαίδευση, ο Wells οραματίστηκε τον παγκόσμιο πληθυσμό να εποπτεύεται από μια καλά εκπαιδευμένη και εξειδικευμένη επιστημονική ελίτ, συνυφασμένη με σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. «Αυτός ο μικρός στρατός, αυτός ο επιστημονικός κόσμος του σήμερα», πρόβλεψε ο Wells, «που αριθμεί…. όχι παραπάνω από καμιά διακοσαριά χιλιάδες άνδρες, σίγουρα θα εκπροσωπείται στη νέα παγκόσμια τάξη από μια δύναμη εκατομμυρίων, καλύτερα εξοπλισμένων και πλήρως συντονισμένων ανθρώπων, ελεύθερων να αμφισβητήσουν, ικανών να απαιτήσουν ευκαιρίες». [7]
Το σχέδιο του Wells για το θεμελιώδη ρόλο της εκπαίδευσης σε έναν διεθνή, επιστημονικά ενσταλλαγμένο σοσιαλισμό, προσαρμόζεται στις απόψεις της αμερικανικής ελίτ δεκαετίες νωρίτερα, στην οποία εντάχθηκε η παλιά σχολή και το απόκρυφο τελετουργικό. Βλέποντας την ολοκληρωτική αποτυχία της δημόσιας εκπαίδευσης στα μυαλά των νέων ανθρώπων οι οποίοι έχουν υποβληθεί στην περίτεχνα σχεδιασμένη ομοιομορφία της –για την οποία εκπαίδευση εμείς καλούμαστε να συμπεράνουμε ότι είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς λαθών και παραλείψεων–, ο αείμνηστος οικονομικός ιστορικός Anthony Sutton υιοθετεί μια συναρπαστική (αν και παράτυπη) θέση.
Σύμφωνα με την κλασσική μελέτη του Sutton, το σύνολο του εκπαιδευτικού εγχειρήματος του εικοστού αιώνα υπονομεύθηκε από μια μικρή κλίκα φοιτητών του Πανεπιστημίου Γέιλ, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους μέσω της συμμετοχής τους στο αποκλειστικό Τάγμα του Γέιλ, το Order of Death (Τάγμα του Θανάτου), γνωστό στο ευρύτερο κοινό ως «Skull and Bones» (Κρανίο και Οστά). Η φιλοδοξία αυτών των ατόμων είναι να έχουν ευρύ κοινωνικό έλεγχο και η εκπαίδευση βρίσκεται μέσα σε εκείνες τις δραστηριότητες που φέρουν ιδιαίτερο βάρος σε οποιοδήποτε σύστημα ελέγχου, δεδομένου ότι καθορίζει το «πώς ο πληθυσμός του μέλλοντος θα συμπεριφερθεί», υποστηρίζει ο Sutton.
Φυσικά, το να προτείνεις ότι μια μικρή ομάδα πλούσιων λευκών αρσενικών νεκρομαντών έχουν το πάνω χέρι στο να επηρεάζουν παρασκηνιακά τα γεγονότα, έρχεται σε αντίθεση με την κοινά αποδεκτή αντίληψη που λέει ότι μια τέτοια ελίτ παίζει με τους κανόνες· είναι εκλεγμένοι και ως εκ τούτου ενεργούν για το καλύτερο συμφέρον των ανθρώπων. Ωστόσο, ο Sutton παρέχει πειστικές αποδείξεις για το αντίθετο. Στην αρχή ο Sutton γνώριζε λίγα για το Τάγμα μέχρι που η συγγραφέας και συνήγορος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Charlotte Iserbyt Thompson τον προμήθευσε με τις μυστικές λίστες των μελών του τάγματος στο οποίο ο πατέρας της ήταν μυημένος. «Οι δραστηριότητες του τάγματος κατευθύνονται προς την αλλαγή της κοινωνίας μας», γράφει ο Sutton, «αλλάζοντας τον κόσμο για να επιφέρει μια Νέα Παγκόσμια Τάξη. Αυτή θα είναι μια προγραμματισμένη τάξη με σημαντικό περιορισμό της ατομικής ελευθερίας, χωρίς Συνταγματική προστασία, χωρίς εθνικά σύνορα ή πολιτιστική διάκριση». [8]
Ένα σημαντικό τμήμα των μελών του τάγματος παραμένει ενεργά αφιερωμένο στο να φέρει εις πέρας αυτό το επίδοξο σχέδιο. Αν και θα ήταν ανόητο να θεωρηθεί μια τέτοια ομάδα ως ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας των εθνικών και των παγκόσμιων γεγονότων, τα μέλη της είναι αναμφισβήτητα άτομα που έχουν καταλάβει τις πιο ισχυρές θέσεις στον ακαδημαϊκό, χρηματοδοτικό, κυβερνητικό, στρατιωτικό και εταιρικό τομέα.
Το 1873 ο Daniel Coit Gilman, μέλος του τάγματος και πρώτος* πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας τον οποίο ο Sutton περιγράφει ως «ο ακτιβιστής κλειδί του τάγματος στην επανάσταση της εκπαίδευσης», διορίστηκε πρόεδρος του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς [Johns Hopkins]. Στη δεκαετία του 1850, και ενώ σπούδαζε στη Γερμανία, ο Gilman και ο συμμαθητής του Andrew Dickson White από το Γέιλ, επίσης μέλος του τάγματος (ο οποίος θα γινόταν αργότερα πρέσβης των ΗΠΑ στη Γερμανία και πρώτος πρόεδρος τόσο του Πανεπιστημίου Κορνέλ [Cornell] όσο και του American Historical Association), εξοικειώθηκαν με τη νέα «πειραματική ψυχολογία» η οποία διδασκόταν στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας από τον Πρώσσο Βίλχελμ Βουντ [Wilhelm Wundt].
Ο Gilman στη συνέχεια επιτάχυνε την εισαγωγή της «πειραματικής ψυχολογίας» στα αμερικανικά πανεπιστήμια και ακαδημαϊκά σχολεία το 1881 φέρνοντας τον G. Stanley Hall, πρώτο βοηθό του Βουντ, στη σχολή Χόπκινς ως καθηγητή της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής. Μέσα στην πρώτη δωδεκάδα των καθηγητών του Χόπκινς ο Hall πήρε, ένα εργαστήριο ψυχολογίας, χίλια δολάρια ετήσιο μισθό για τον εξοπλισμό και ενθαρρύνθηκε από τον Gilman να ιδρύσει το περιοδικό American Journal of Psychology.
Ο μόλις φρέσκος πτυχιούχος και νεαρός ακαδημαϊκός εξέφρασε την έκπληξή του όταν επιλέχθηκε για αυτήν την περίοπτη θέση, πάνω από μεγαλύτερους και πιο έμπειρους καθηγητές στον τομέα. «Η ψυχολογία που δίδαξα ήταν σχεδόν αποκλειστικά πειραματική», υπενθυμίζει ο Hall, η οποία περιείχε «στο μεγαλύτερο μέρος της το υλικό που είχε ορίσει ο Βουντ στη νεώτερη μεγαλύτερη έκδοση της Φυσιολογίας της Ψυχολογίας.»
Καθώς οι μαθητές του Βουντ και και του Hall άρχισαν να εγκαθίστανται απ’ άκρη σ’ άκρη στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μέθοδοι της «νέας ψυχολογίας» ενσωματώθηκαν στην πανεπιστημιακή έρευνα και στη διδασκαλία των σπουδαστικών προγραμμάτων αλλά και στις στοιχειώδεις αίθουσες διδασκαλίας. «Εκπαιδευτικά εργαστήρια» εγκαταστάθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, δημιουργώντας:
«100s διδακτορικά για να διδαχθεί το νέο εκπαιδευτικό σύστημα διαμόρφωσης. Ένα από τα πρώτα από αυτά τα διδακτορικά του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς ήταν αυτό του John Dewey [καθοδηγούμενος του Hall]. Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Το εκπαιδευτικό τέλμα της δεκαετίας του ’80, όπου τα περισσότερα παιδιά – αν όχι όλα – δεν μπορούν να συλλαβίσουν, να διαβάσουν ή να γράψουν, αλλά μπορούν να διοχετευθούν σε κανάλια μαζικής συμπεριφοράς». [9]
Ενισχύοντας την ψευδαίσθηση περί πνευματικής ελευθερίας και θεμιτού ακαδημαϊκού διαλόγου και εξασφαλίζοντας την άκριτη αποδοχή της νέας πλασαρισμένης ψυχολογίας στα παιδιά της αμερικής, ο Gilman προήδρευσε στην ίδρυση του Ιδρύματος Russell Sage και του Ινστιτούτου Κάρνεγκι [Carnegie Institution], τα οποία βοήθησαν σημαντικά στην εδραίωση του κύρους της ψυχολογίας και άλλων τότε νεοσύστατων κλάδων – οικονομία, ιστορία, πολιτικές επιστήμες, κοινωνιολογία – βοηθώντας στη διαμόρφωση των αντίστοιχων επαγγελματικών οργανώσεών τους για να είναι σε θέση μετά να καθοδηγεί τη συλλογική πορεία των πνευματικών επιδιώξεων των μελών τους.
Για τη διευκόλυνση της σταδιοδρομίας των επιστημόνων που προσηλυτίστηκαν στο δόγμα του Βουντ, πρόσωπα με επιρροή όπως ο Gilman σκαρφάλωσαν στην κορυφή ισχυρών ακαδημαϊκών και φιλανθρωπικών οργανισμών και άσκησαν αποφασιστική, μακράς διαρκείας, αλλά κυρίως κρυφή επιρροή στο αμερικανικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Εκτός από τον πνευματικό τους γόνο τον Dewey, ο Hall προώθησε την ιδέα αυτού που σήμερα ονομάζεται «ανάπτυξη του παιδιού», εισάγοντας τη λέξη «εφηβεία» στο αμερικανικό λεξικό το 1904. [10] Οπλισμένοι με το βασικό δόγμα του Βουντ ότι ο μαθητής στερούνταν ψυχής – μια εσωτερική υπόσταση και κατανόηση απεριορίστων προθέσεων – ο Hall, ο Dewey και πολλοί άλλοι επαγγελματίες της πειραματικής ψυχολογίας με επιρροή, συμπεριλαμβανομένων των Edward Lee Thorndike, James McKeen Cattell, HH Goddard και James Earl Russell, «έθεσαν ως στόχο να αλλάξουν την αντίληψη του τι συνιστά εκπαίδευση», εξηγεί ο John Taylor Gatto.
Βασικό κέντρο για τέτοιες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ήταν το Columbia Teachers College, χρηματοδοτούμενο από τον Ροκφέλερ, το οποίο διοικούσε ο Russell που ήταν και πρόεδρος του τμήματος ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Κολούμπια. Ο Harold Rugg, ένας καθηγητής του Teachers College και ισχυρός συνήγορος υπέρ της ‘ψυχολόγησης’ της σχολικής αίθουσας, περιέγραψε τη διακρατική ώθηση του σχεδίου. Εκφράζοντας τον HG Wells, ο Rugg διακήρυξε ότι «Μέσα από τα σχολεία του κόσμου θα διασπείρουμε μια νέα αντίληψη της κυβέρνησης – μια που θα αγκαλιάσει όλες τις συλλογικές δραστηριότητες των ανθρώπων, μια που θα απαιτήσει την ανάγκη για επιστημονικό έλεγχο και διαχείριση των οικονομικών δραστηριοτήτων» [ 11]
Επιπρόσθετα, εκτός από τη διαδικασία προετοιμασίας της μάζας μέσω της ζωτικής επιρροής του τάγματος στη δημόσια εκπαίδευση, ο σχηματισμός και η επέκταση ενός διεθνούς εργαλείου υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, περιλαμβάνοντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας, για την επίβλεψη και την επιβολή υποστηρίξιμων κοσμοθεωριών, – ας μην αναφέρουμε την προτεινόμενη πρακτική της υποχρεωτικής ανιχνευτικής νοητικής εξέτασης «screening» στα παιδιά και στους βετεράνους και την αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή των μαθητών βάσει του αδύναμου επιχειρήματος ότι τα ψυχοτρόπα φάρμακα αυξάνουν τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, – επιβεβαιώνει με πολλούς τρόπους την σχεδόν πλήρη εκπλήρωση του οράματος που εξέφρασαν πριν ογδόντα χρόνια ο Wells και ο Rugg. [12]
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΟΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΑΞΗ
Μια βασική μέθοδος η οποία πηγάζει από το ρεπερτόριο του Teachers College και πρoδίδει την τεχνοκρατική προσέγγιση της Ακαδημίας Khan όσον αφορά την εκπαίδευση, περιλαμβάνει τη μετατροπή του ανθρώπου από ένα αυτόνομο αλλά παράλληλα κοινωνικό πρόσωπο ικανό για συνεργασία, σε ένα άτομο που έχει πάντα εις γνώση του τους εξωτερικούς περιορισμούς και εξαρτάται από την υποστήριξη, την παρακολούθηση και την παρέμβαση των θεσμών. Μια τέτοια αλλαγή προϋποθέτει την αναμόρφωση της ψυχής μέσω της αναδιατύπωσης του περιεχόμενου και του προσανατολισμού του σπουδαστικού προγράμματος.
Όταν οι ψυχολόγοι του Teachers College επαναπροσδιόρισαν το περιεχόμενο των μαθημάτων για να συμπεριλάβουν τις νεο-επινοημένες σπουδές όπως τις «κοινωνικές επιστήμες» (social studies), αποδυναμώνοντας έτσι τις πρώην διακριτές συμμετρίες μεταξύ των τομέων των σπουδών, παρείχαν το πλαίσιο για την ανάπλαση του ατόμου σε μια πολύ πιο εύκολα διαχειριζόμενη διαδικασία μέσω τεχνοκρατικών μέσων.
Η εκπαιδευτική μέθοδος για την οποία ο Dewey και άλλοι οπαδοί του Βουντ είναι ιδιαίτερα γνωστοί, ονομάζεται «instrumental progressivism». Μια τέτοια προσέγγιση ασχολείται κυρίως με τη μετατροπή της σχολικής διαδικασίας σε μια που εξυπηρετεί τις οικονομικές, πολιτικές ή τις πολιτιστικές «ανάγκες» της εκάστοτε κοινωνίας. Ωστόσο, σχετίζεται επίσης με την καλλιέργεια ενός πειθαρχημένου υπηκόου, όπου οι εξωτερικοί κοινωνικοί έλεγχοι αντικαθίστανται από ελέγχους εκούσιας συνεργασίας. Σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους Kevin Robins και Frank Webster, ο ινστρουμενταλισμός αναγνώρισε την ξεχωριστή «αλληλοσχέτιση μεταξύ των δομών της γνώσης από τη μία πλευρά, και των δομών εξουσίας και αρχών ελέγχου από την άλλη». [13]
Ο θεωρητικός της εκπαίδευσης Basil Bernstein εξηγεί πώς η διαβάθμιση της εκπαιδευτικής γνώσης ανήκει σε δύο κώδικες ταξινόμησης, – ‘συλλογής’ ή ‘ενοποίησης’. Ο κώδικας συλλογή χαρακτηρίζεται από την παρουσίαση της γνώσης με αυστηρές ιεραρχίες θεμάτων, ενώ ο ενοποιημένος κώδικας προκύπτει από την προσπάθεια μείωσης της ταξινομικής συγκέντρωσης. Ο κώδικας συλλογή ενσωματώνει τη διδακτική προσέγγιση που εμφανίζεται στις παραδοσιακές εκπαιδευτικές πρακτικές, την οποία οι πειραματικοί ψυχολόγοι προσπάθησαν να εγκαταλείψουν υπέρ μιας πιο χαλαρά συντονισμένης ρύθμισης.
Αυτή η προσέγγιση άλλαξε αποφασιστικά το status της γνώσης και στην πορεία εισήγαγε «μια διαταραχή των υπαρχουσών δομών εξουσίας». Όπως ο «instrumental progressivism» του Dewey προσπάθησε να διαλύσει την Καρτεσιανή δυαδικότητα του υποκειμένου-αντικειμένου, βυθίζοντας τον μαθητή στην εμπειρία με αποτέλεσμα να διασκορπίσει τη θέλησή του, έτσι και ο ενοποιημένος κώδικας δίνει έμφαση στα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας του μαθητή, «ενθαρρύνει τον μαθητή/σπουδαστή να εκφραστεί περισσότερο δημοσίως … περισσότερες από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αξίες του». Το αποτέλεσμα, παρατηρεί ο Bernstein, σημαίνει ότι «μεγαλύτερο κομμάτι του μαθητή είναι διαθέσιμο για έλεγχο … η κοινωνικοποίηση θα μπορούσε να είναι πιο έντονη και ενδεχομένως πιο παρεμβατική». [14]
Τα άτομα που υπόκεινται σε αυτές τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές μεθόδους προσαρμογής είναι πιο εύκολο να ενσωματωθούν σε μια «πειθαρχική κοινωνία», η οποία θα επιβλέπεται από μια θεραπευτική πολιτεία όπου ένας αυξανόμενος αριθμός ιδιωτικών πρακτικών του παρελθόντος –υγεία, διατροφή, ανατροφή παιδιών και σεξουαλικότητα–, θα υπόκεινται στην παρατήρηση, την ταξινόμηση και τον έλεγχο. Με αυτόν τον τρόπο το ανθρώπινο ον έχει μεταμορφωθεί σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που όρισαν στις αρχές του εικοστού αιώνα οι δημιουργοί της κοινωνικής ψυχολογίας, στην προετοιμασία για μια νέα κοινωνική τάξη όπως αυτή επισημαίνεται στα ίδια τα γραπτά τους. Mία κοινωνική τάξη όπου η σχολαστική διαχείριση της εξέλιξης της ζωής θα γίνεται αποδεκτή από τους επαρκώς κατηχημένους, υπό το πλαίσιο του ευρέως διαδεδομένου στη σύγχρονη δημόσια εκπαίδευση ενοποιημένου κώδικα μάθησης, χωρίς την ανάγκη άσκησης βίας. [15] Αυτή η προοπτική είναι ιδιαίτερα αυξημένη μέσω των τεχνολογικών μέσων τα οποία θα χαρακτηρίζουν την εκπαίδευση όλο και περισσότερο, όπως με το εγχείρημα της Ακαδημίας Khan.
Κάποιος που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε μεγάλο βαθμό στην επικοινωνία με νεαρούς ενήλικες για την καθοδήγηση της βούλησής τους, θα εντοπίσει –εφόσον είναι εξοικειωμένος με το ανορθόδοξο παρελθόν της αμερικανικής εκπαίδευσης- μια αβεβαιότητα και μια θλίψη σε πολλούς από τους μαθητές του, οι οποίοι αναμφισβήτητα γαλουχήθηκαν μέσα σε μια δομή που σκόπευε να εξασφαλίσει την πνευματική τους απώλεια και την τυφλή υποταγή τους σε ένα σύστημα για το οποίο γνωρίζουν ελάχιστα. Αυτά τα άτομα γνωρίζουν με κάποιο τρόπο πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει, αλλά δεν μπορούν να κατανοήσουν την πηγή της δικής τους περιορισμένης επίγνωσης και περιέργειας. Έχοντας την εντολή να είναι χρήσιμες μηχανές, δεσμεύονται στις περιορισμένες γνώμες και απόψεις που προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι οποίες επαναλαμβάνονται με διάφορους τρόπους από τους συνομήλικούς τους. Απολιτίκ και χωρίς ιστορικό πλαίσιο σέρνονται απλά μέσα στους σταθμούς της ζωής τους.
Εδώ και πάνω από έναν αιώνα οι κοινωνικοί μηχανικοί θέσπισαν ένα πρόγραμμα για τη δημόσια εκπαίδευση το οποίο μαζί με τη δια βίου εξάρτηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει σε μεγάλο βαθμό καταφέρει να μεταμορφώσει την πνευματική ουσία και να αποδυναμώσει την πολιτική βούληση που καθόριζε την ανθρωπιά ενός ατόμου. Εκτός από τα εργαλεία υψηλής τεχνολογίας και την ταχύτητα με την οποία τέτοιες διαδικασίες μπορούν πλέον να εφαρμοστούν, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Πράγματι, η πρόθεση του Μπιλ Γκέιτς να διεθνοποιήσει, να εποπτεύσει και να ελέγξει την εκπαιδευτική διαδικασία και ένα ολόκληρο τμήμα του πληθυσμού μέσω της Ακαδημίας Khan, ανοίγει ένα νέο σημαντικό κεφάλαιο προς την περαιτέρω ενσωμάτωση των ανθρώπων στην παγκόσμια εξελισσόμενη τεχνοκρατική τάξη.
Παραπομπές.
1. Gullane Limited, Thomas and Friends, It’s Great to Be an Engine, Publications International Ltd, 2010.
2. Between 2007 and 2010 the Bill and Melinda Gates Foundation gave the American Federation of Teachers and the National Education Association over $6 million. Millions more have been apportioned to a variety of education-oriented interests. ” Annotated Excerpts of the Gates Foundation 990 Form 2009,” New York Times, n.d., http://www.nytimes.com/interactive/2011/05/22/education/20110522_GATES_DOCUMENT.html?ref=gatesbillandmelindafoundation
3. Salman Khan, The One World Schoolhouse: Education Reimagined, New York and Boston: Twelve, 2012.
4. Salman Khan, “When Salman Khan Met Bill Gates,” CNN Money/Forbes, October 9, 2012, http://money.cnn.com/2012/10/09/news/companies/sal-khan-bill-gates.fortune/index.html
5. Khan, The One World Schoolhouse.
6. H. G. Wells, The Open Conspiracy: What Are We to Do With Our Lives? 1928/1930, http://www.voltairenet.org/IMG/pdf/Wells_The_Open_Conspiracy.pdf
7. H. G. Wells, The New World Order, 1940, http://gutenberg.net.au/ebooks04/0400671h.html
8. Anthony Sutton, America’s Secret Establishment: An Introduction to Skull and Bones, 1983/2002, Trine Day, http://ebookbrowse.com/antony-sutton-americas-secret-establishment-an-introduction-to-skull-and-bones-pdf-d266099093.
9. Sutton, America’s Secret Establishment.
10. G. Stanley Hall, Adolescence: Its Psychology and Its Relation to Physiology, Anthropology, Sociology, Sex, Crime, Religion and Education, D. New York: Appleton and Company 1904. http://archive.org/details/adolescenceitsps002hall
11. John Taylor Gatto, The Underground History of Education: An Intimate Investigation Into the Problem of Modern Schooling, New York: Oxford Village Press, 281-182. http://www.johntaylorgatto.com/chapters/index.htm
12. Dave Hodges, “Government Sponsored Mind Control in America: The Teen Screen Scam,” thecommonsenseshow.com, October 6, 2012, http://www.thecommonsenseshow.com/2012/10/06/government-sponsored-mind-control-in-america-the-teen-screen-scam/. See also Jon Rappoport, Psychiatrists Drugging Children for “Social Justice,” October 11, 2012, http://jonrappoport.wordpress.com/2012/10/11/psychiatrists-drugging-children-for-social-justice/
13. Kevin Robins and Frank Webster, Times of the Technoculture: From the Information Society to the Virtual Life, New York: Routledge, 1999, 177.
14. Basil Bernstein, Class, Codes and Control, vol. 3: Towards a Theory of Educational Transmission, London: Routledge, 1975, 109.
15. Robins and Webster, Times of the Technoculture, 177-179.
***
*Σύμφωνα με το wikipedia o Daniel Coit Gilman ήταν ο τρίτος πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
μετάφραση: Φαίη
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.